Κείμενο

I. Εισαγωγή
Στο άρθρο 322 ισχύοντος ΚΠΔ προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος.
Σύμφωνα με όσα γίνονται παγίως δεκτά σε θεωρία και νομολογία, η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ φέρει τα βασικά χαρακτηριστικά του ενδίκου μέσου, συνιστώντας την «προσβολή μιας απόφασης (της απόφασης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών για απευθείας παραπομπή) μπροστά σε ένα ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο (τον εισαγγελέα εφετών)». Συνεπώς, η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ, σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε σε θεωρία και νομολογία, αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο, κατ’ άλλη δε άποψη αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο, άλλως «ιδιόρρυθμο» ένδικο μέσο, δεδομένου ότι η άσκησή της συνεπάγεται τα αποτελέσματα άσκησης των ενδίκων μέσων, ήτοι το μεταβιβαστικό, επεκτατικό και ανασταλτικό αποτέλεσμα αυτών, υπό ιδιορρυθμίες. Με την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ επιδιώκεται ο έλεγχος της επιπόλαιης παραπομπής των υποθέσεων στα ακροατήρια, επειδή αποτελεί, δυστυχώς, συνηθισμένο φαινόμενο στη δικαστηριακή πρακτική η απευθείας εισαγωγή των υποθέσεων στα ακροατήρια, μολονότι οι υπάρχουσες ενδείξεις δυσχερώς μπορούν να νοηθούν ως επαρκείς, για παραπομπή στο ακροατήριο. Γίνεται επίσης δεκτό ότι, η εν λόγω προσφυγή εντάσσεται στη φάση της προδικασίας, της οποίας την εξέλιξη συνεχίζει, και αποσκοπεί στην ανατροπή της κρίσης του αρμόδιου Εισαγγελέα ότι οι συντρέχουν οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για πράξη που συνιστά έγκλημα κατά νόμο.
Σελ. 154 Ως προς τις προβαλλόμενες αιτιάσεις, εκ μέρους του κατηγορουμένου-προσφεύγοντος, γίνεται δεκτό ότι, αυτές μπορούν να αφορούν οποιοδήποτε λόγο, είτε νομικό, όπως π.χ. επειδή η κατηγορούμενη πράξη δεν είναι αξιόποινη ή αποκλείεται ο άδικος χαρακτήρας της, ή ο καταλογισμός της στον δράστη, ή το δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται για εκδίκαση η υπόθεση, είναι αναρμόδιο, είτε ουσιαστικό, όπως π.χ. επειδή δεν υπάρχουν καθόλου υπόνοιες ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι επαρκείς, ενώ επίσης μπορούν να προβληθούν και οι ακυρότητες της προδικασίας,εφόσον συνάπτονται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
ΙΙ. Δυνατότητες Εισαγγελέως Εφετών
Επί ασκήσεως προσφυγής του άρ. 322 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο που παραπέμπεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ο Εισαγγελέας Εφετών έχει –μεταξύ άλλων– τις εξής δυνατότητες:
1) Να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη λόγω μη τήρησης των νομίμων διατυπώσεων για την άσκησή της, π.χ. όταν ο ασκών δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της προσφυγής κ.ο.κ.
2) Να απορρίψει την προσφυγή ευθύς εξαρχής, εάν από τη μελέτη της υπόθεσης κρίνει ότι είναι νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη και συνεπώς θεωρεί ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου.
3) Να διατάξει τη διενέργεια προανάκρισης για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων-προτού αποφανθεί και προκειμένου να αποφανθεί για τη βασιμότητα της προσφυγής- μετά την περάτωση της οποίας, αφού προηγουμένως υποβληθεί η δικογραφία σε αυτόν από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (ο οποίος λειτουργεί στο σημείο αυτό ως διαβιβαστικό όργανο): α) είτε να απορρίψει την προσφυγή, εάν κρίνει ότι είναι νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, β) είτε να δεχτεί την προσφυγή, στην αντίθετη περίπτωση, και να διαβιβάσει κατά τα ανωτέρω τη δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών παραγγέλλοντας αυτόν να εισαγάγει την υπόθεση με πρότασή του στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
4) Να κάνει δεκτή την προσφυγή, είτε εξαρχής είτε μετά την διενέργεια προανάκρισης για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, εάν κρίνει ότι είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμη και εντεύθεν από τη μελέτη της υπόθεσης εξάγεται ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ­ακροατήριο.
5) Να κάνει δεκτή εν μέρει την προσφυγή (λ.χ. μόνο για το ένα από τα περισσότερα συρρέοντα εγκλήματα), υποβάλλοντας την υπόθεση (μέσω του υφιστάμενου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών) στο Δικαστικό Συμβούλιο μόνο για εκείνο το έγκλημα για το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή, ενώ για τις υπόλοιπες πράξεις θα εκδώσει απορριπτική διάταξη, η οποία επιδίδεται στον κατηγορούμενο.
6) Στην περίπτωση της παραπομπής του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ, κατόπιν προηγηθείσας κύριας ανάκρισης και συμφωνίας εισαγγελέα και ανακριτή, ο Εισαγγελέας Εφετών, αν δεχθεί την προσφυγή, μπορεί: α) Να διατάξει να υποβληθεί η υπόθεση στο Δικαστικό Συμβούλιο, β) να διατάξει συμπληρωματική κύρια ανάκριση, μετά την περάτωση της οποίας η υπόθεση πρέπει να εισαχθεί στο Δικαστικό Συμβούλιο από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Ενόψει του εύρους των δυνατοτήτων του Εισαγγελέως Εφετών, ανακύπτει το ζήτημα του προσδιορισμού του χρονικού σημείου της έναρξης της κύριας διαδικασίας, όταν ο κατηγορούμενος προσφεύγει μέσω της άσκησης προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, κατά του επιδοθέντος κλητηρίου θεσπίσματος. Η κομβική σημασία του προσδιορισμού του χρόνου έναρξης της κύριας διαδικασίας είναι αναντίρρητη, δοθέντος ότι συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της παραγραφής των εγκλημάτων, και ειδικότερα με το πότε ακριβώς επέρχεται η αναστολή παραγραφής λόγω επιδικίας, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 1 ΠΚ, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται (και) για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, για χρονικό διάστημα πέντε ετών για τα κακουργήματα και τριών ετών για τα πλημμελήματα (άρ. 113 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ).
III. Νομολογιακές παραδοχές
Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, το χρονικό σημείο έναρξης της κύριας διαδικασίας και συνεπώς η αφετηρία της αναστολής της παραγραφής λόγω επιδικίας είναι η έγκυρη επίδοση στον κατηγορούμενο έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης για εμφάνιση στο ακροατήριο. Ειδικά επί προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, γίνεται δεκτό ότι, σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, διατηρούνται οι συνέπει
Σελ. 155 ες της επίδοσης αυτού όσον αφορά την έναρξη της κύριας διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφής, ενώ εάν γίνει δεκτή η προσφυγή, η υπόθεση επανέρχεται στην προδικασία και ανατρέπονται όλα τα αποτελέσματα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, έτσι ώστε μόνο από την κλήτευση του τελευταίου, υπό τους όρους του άρ. 320 ΚΠΔ, αρχίζει εκ νέου η κύρια διαδικασία και επέρχεται η αναστολή του χρόνου της παραγραφής. Ως εκ τούτου, όταν ο Εισαγγελέας Εφετών διατάσσει προανάκριση ή συμπλήρωση της προανάκρισης, απευθείας παραπομπή, κλήτευση και γνωστοποίηση εξακολουθούν να ισχύουν, αφού διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα απόρριψης εκ των υστέρων της προσφυγής, ενώ αντιθέτως, όταν διατάσσει την εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο, το τελευταίο κρίνει επί της ουσίας της υπόθεσης, η οποία επανέρχεται έτσι στο στάδιο της προδικασίας, και όχι επί της προσφυγής, χωρίς δε να επικυρώνει με το τυχόν παραπεμπτικό βούλευμά του την αρχική παραπομπή δι’ απευθείας κλήσεως. Η ανωτέρω θέση που δέχεται ότι, σε περίπτωση που διατάσσεται προανάκριση δεν επηρεάζεται (μεταξύ άλλων) η αναστολή της προθεσμίας παραγραφής λόγω επιδικίας, κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 και 2 ΠΚ, αφού υφίσταται το δικαίωμα του Εισαγγελέα Εφετών να απορρίψει την προσφυγή, δεν είναι πειστική. Θα πρέπει ορθότερα να γίνει δεκτό ότι, η αναστολή της παραγραφής, η οποία αρχίζει –σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη- από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ανατρέπεται, εφόσον διατάσσεται η διενέργεια προανάκρισης, αφού με την διάταξη αυτή προφανώς η υπόθεση επιστρέφει στο στάδιο της προδικασίας. Επομένως, η αναστολή της παραγραφής αρχίζει πάλι –αν βεβαίως δεν έχει εν τω μεταξύ συμπληρωθεί - με την επίδοση είτε νέου κλητηρίου θεσπίσματος είτε κλήσης προς εμφάνιση. Στις ίδιες παραδοχές είχε καταλήξει και η νομολογία στο πρώιμο στάδιο προσέγγισης του ζητήματος, δεχόμενη ότι η αναστολή της παραγραφής, που αρχίζει με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ανατρέπεται σίγουρα όταν ο Εισαγγελέας Εφετών παραγγέλλει τη διενέργεια προανακριτικών ενεργειών. Η υπόθεση τότε επανέρχεται στο στάδιο της προδικασίας και ακυρώνεται η κύρια συνέπεια που συνδέεται με την έναρξη της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας. Ομοίως, και η ανωτέρω αναφερόμενη, απολύτως κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη, σύμφωνα με την οποία η έγκυρη επίδοση στον κατηγορούμενο έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος συνεπάγεται την έναρξη της κύριας διαδικασίας και κατά συνέπεια την αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, ανεξαρτήτως της δογματικής ορθότητάς της, ενώ ουδέν πρόβλημα δημιουργεί επί απευθείας κλήσης του κατηγορουμένου στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, καθώς εκεί δεν υφίσταται κανένας δικονομικός τρόπος αντίδρασης του κατηγορουμένου στην κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος του και την παραπομπή του σε δίκη, αντιθέτως, επί παραπομπής του κατηγορουμένου στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, όπου στον τελευταίο παρέχεται διαχρονικά η δυνατότητα άσκησης προσφυγής του άρ. 322 ΚΠΔ, υφίσταται σαφώς αντίθεση με θεσμούς του Ουσιαστικού και του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, αλλά και μία σειρά από λογικές ανακολουθίες.
IV. Έναρξη κύριας διαδικασίας - Αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας
Για λόγους λοιπόν, εδραζόμενους σε θεσμούς τόσο του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, όσο και σε διατάξεις του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, φαίνεται ορθότερο να γίνει δεκτό ότι, η έναρξη της κύριας διαδικασίας, και συνακόλουθα η αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ, και στην περίπτωση της εξ’ αρχής απόρριψης αυτής από τον Εισαγγελέα Εφετών, χωρίς ο τελευταίος να παραγγείλει προηγουμένως διενέργεια προανάκρισης, δεν μπορεί παρά να επέρχεται με την επίδοση της απορριπτικής διάταξης προς τον κατηγορούμενο.
Στο εν λόγω συμπέρασμα, καταλήγει κανείς λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα εξής:
A. Τη διχογνωμία που επικρατεί στην επιστήμη, σε σχέση με το ακριβές χρονικό σημείο έναρξης της κύριας διαδικασίας και συνακόλουθα της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής κατ’ άρθρο 113 ΠΚ
Η άποψη σύμφωνα με την οποία η έγκυρη επίδοση έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, συνεπάγεται την έναρξη της κύριας διαδικασίας και αντίστοιχα την αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, αν και απολύτως κρατούσα και εδραιωμένη, δεν είναι αναντίρρητη. Ιδιαίτερα εύστοχα έχει αντιταχθεί ότι, επί δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ, η δυνατότητα ανατροπής της παραπομπής στο ακροατήριο με απευθείας κλήση μέσω της προσφυγής, αποτελεί σοβαρό επιχείρημα κατά της ορθότητας της ανωτέρω απόψεως, που δέχεται πως η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος συνεπάγεται την αναστολή της παραγραφής.
Σελ. 156Η ορθότητα της ανωτέρω κρατούσας άποψης πάντως, έχει αμφισβητηθεί γενικότερα, και όχι αποκλειστικά με κριτήριο το εάν επιτρέπεται άσκηση προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος. Έτσι, έχει υποστηριχθεί156 ότι η κύρια διαδικασία (και συνακόλουθα η αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας) αρχίζει με την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο, ενώ επίσης, κατά μία τρίτη, ενδιάμεση άποψη, η κύρια διαδικασία αρχίζει με την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και την επίδοση γι’ αυτήν την παραπομπή έγκυρης κλήσης ή κλητηρίου θεσπίσματος, εναντίον του οποίου δεν ασκήθηκε προσφυγή ή η ασκηθείσα απερρίφθη. Επομένως, για το ανωτέρω κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα, έχουν υποστηριχθεί πέραν της μίας απόψεις, η τελευταία εκ των οποίων μάλιστα (που δέχεται ότι η έναρξη της κύριας διαδικασίας λαμβάνει χώρα όταν καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου) με ιδιαίτερα σοβαρά επιχειρήματα.
Πράγματι, η πρόβλεψη του θεσμού της αναστολής της παραγραφής λόγω επιδικίας αποσκοπεί στην εξασφάλιση της μη παραγραφής της αξιόποινης πράξης, σε χρόνο που επίκειται η εκδίκασή της. Επικείμενη είναι εκδίκαση της υποθέσεως από τη στιγμή που η παραπομπή γίνεται αμετάκλητη. Επομένως, εφόσον υφίσταται ακόμη η ευχέρεια κινητοποιήσεως κάποιας διαδικασίας που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση ή τη μετάθεση του χρόνου της δικαστικής κρίσεως μιας υπόθεσης, ελλείπει η αναγκαία προϋπόθεση για την αναστολή της παραγραφής, ήτοι το επικείμενο της εκδίκασης. Η ανωτέρω άποψη είναι και η ορθότερη κατά τη κρίση του γράφοντος, προσεγγίζοντας το ζήτημα του χρόνου έναρξης της κύριας διαδικασίας από ορθότερη επιστημονική βάση. Και από πρακτικής πλευράς όμως, είναι άτοπο να γίνει λόγος για έναρξη της κύριας διαδικασίας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή από τον κατηγορούμενο κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, και ο Εισαγγελέας Εφετών αντίστοιχα κρίνει επί της βασιμότητας ή μη της παραπομπής, και ενδεχομένως ως προς το εάν υφίστανται απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας. Τη στιγμή λοιπόν που ακόμα διερευνώνται από τον Εισαγγελέα Εφετών, ως ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο, τα πορίσματα της προδικασίας, όπως και τυχόν πλημμέλειες αυτής, δεν είναι πειστικό να υποστηρίζεται ότι ευρισκόμαστε στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, η οποία συνεπάγεται την αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 ΠΚ.
Συνεπώς, με άξονα τους δικαιολογητικούς λόγους για τους οποίους προβλέφθηκε ο ίδιος ο θεσμός της αναστολής της παραγραφής λόγω επιδικίας, ο οποίος είναι η εξασφάλιση της μη παραγραφής της αξιόποινης πράξης, όταν επίκειται άμεσα η εκδίκασή της, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, η κρατούσα άποψη, που δέχεται ότι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπάγεται την έναρξη της κύριας διαδικασίας και συνακόλουθα την αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, ακόμα και εάν το κλητήριο θέσπισμα προσβληθεί μέσω της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, εφόσον τελικά η προσφυγή απορριφθεί, οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα, αφού έτσι γίνεται δεκτό ότι έχουμε εισέλθει στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, σε χρόνο κατά τον οποίο αφενός ο Εισαγγελέας Εφετών ελέγχει τα πορίσματα της προδικασίας, αφετέρου σε χρόνο κατά τον οποίο η εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δεν είναι επικείμενη.
Β. Την έλλειψη ρητής αντίθετης ρύθμισης στο κείμενο του νόμου, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των διατάξεων του ΚΠΔ, επί παραπομπής του κατηγορουμένου με βούλευμα
Σύμφωνα με τα άρθρα 314 εδ. β΄ και 319 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ, η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 321 ΚΠΔ, λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον το παραπεμπτικό βούλευμα γίνει αμετάκλητο, δηλαδή όταν το βούλευμα είτε εξ’ αρχής δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, είτε γιατί τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν, είτε, τέλος, γιατί δεν ασκήθηκαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία μετά τη νόμιμη επίδοση του βουλεύματος στον κατηγορούμενο. Επομένως, παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος παραπέμπεται με βούλευμα, προηγείται το αμετάκλητο αυτού και ακολουθεί η κλήτευσή του. Έτσι, επί παραπομπής με βούλευμα, προκειμένου να λάβει χώρα έναρξη της κύριας διαδικασίας, και συνακόλουθα έναρξη της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 113 ΠΚ, απαιτείται α) το αμετάκλητο του βουλεύματος, β) έγκυρη και έγκαιρη κλήτευση του κατηγορουμένου, κατά τους όρους του άρθρου 321 ΚΠΔ.
Σημειώνεται μάλιστα ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, φυσικά δεν απαιτείται να γίνει δεκτό ως βάσιμο το στρεφόμενο κατά του βουλεύματος ένδικο μέσο, αλλά αντι
Σελ. 157θέτως, προϋπόθεση εδώ αποτελεί το αμετάκλητο του βουλεύματος, είτε λόγω μη υπάρχουσας δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων, είτε λόγω μη άσκησής τους, είτε και λόγω απόρριψής τους (ως απαράδεκτων ή ως αβάσιμων).
Τα ανάλογα θα πρέπει να γίνουν δεκτά και επί της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, λόγω της φύσεώς της ως «οιονεί» ενδίκου μέσου. Έτσι, σε αντίθεση με τη διαδικασία παραπομπής στο ακροατήριο με βούλευμα, όπου προϋποτίθεται το αμετάκλητο αυτού, προκειμένου να κλητευθεί ο κατηγορούμενος, κατά τα προαναφερόμενα, το επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα δεν είναι αμετάκλητο, εφόσον υφίσταται ενεργός δυνατότητα προσβολής του, με την προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης του άρθρου 322 ΚΠΔ. Αμετάκλητη καθίσταται η παραπομπή, είτε α) εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε
β) εφόσον περατωθεί τελειωτικά η διαδικασία που άνοιξε με την άσκηση της προσφυγής. Σε περίπτωση εξ’ αρχής απόρριψης της προσφυγής, η εν λόγω περάτωση της διαδικασίας που άνοιξε με την άσκηση της προσφυγής, λαμβάνει χώρα με την επίδοση της σχετικής απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών, κατ’ άρθρο 322 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠΔ.
Κατ’ ανάλογη δε εφαρμογή των άρθρων 314 εδ. β΄ και 319 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ, σύμφωνα με τα οποία προϋπόθεση της κλήτευσης του κατηγορουμένου αποτελεί το αμετάκλητο του βουλεύματος (και συνακόλουθα της παραπομπής), έτσι και επί προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, προϋπόθεση της κλήτευσης αποτελεί το αμετάκλητο της παραπομπής. Συνεπώς, η επίδοση της απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών, επί προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, συνεπάγεται, αφενός το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αφετέρου την «τελειωτική» κλήτευσή του στο ακροατήριο, και συνακόλουθα, με βάση το αντίστοιχο σχήμα επί βουλευμάτων (αμετάκλητο αυτού-κλήτευση του κατηγορουμένου), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έναρξη της κύριας διαδικασίας και αντίστοιχα η τριετής αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 113 ΠΚ, λαμβάνει χώρα σε εκείνο το στάδιο, δηλαδή στο στάδιο είτε της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής είτε στο στάδιο της επίδοσης της απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών στον προσφεύγοντα κατηγορούμενο, και όχι αναδρομικά, από την επίδοση του (ήδη προσβληθέντος με την προσφυγή) κλητηρίου θεσπίσματος.
Εφόσον λοιπόν, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠΔ, για την έναρξη της κύριας διαδικασίας, επί παραπομπής του κατηγορουμένου μέσω της ενδιάμεσης διαδικασίας του Δικαστικού Συμβουλίου, απαιτείται το αμετάκλητο του βουλεύματος (είτε με την εξαρχής έλλειψη δυνατότητας προσβολής του με ένδικο μέσο, είτε λόγω άσκησης και απόρριψής του, είτε τέλος γιατί δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο εντός της νομίμου προθεσμίας) και ακολουθεί η κλήτευση του κατηγορουμένου, ορθότερο φαίνεται να ισχύουν τα ανάλογα και επί της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ, λόγω της φύσης της ως «οιονεί» ένδικο μέσο.
Κατά της ανωτέρω επιχειρηματολογίας, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και η παραπομπή του μέσω της ενδιάμεσης διαδικασίας του Δικαστικού Συμβουλίου, συνιστούν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους μοντέλα παραπομπής του κατηγορουμένου σε δίκη. Και πράγματι, η εν λόγω παρατήρηση είναι ακριβής. Ως προς το συγκεκριμένο σκέλος όμως, δεν φαίνεται να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι διαφοροποίησης. Όπως και το ένδικο μέσο της έφεσης κατά βουλεύματος, έτσι και η άσκηση της προσφυγής του άρ. 322 ΚΠΔ, αποσκοπεί στον έλεγχο των παραδοχών εκείνων με βάση τις οποίες δικαιολογείται η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου, ενώ επίσης, τόσο με την άσκηση έφεσης κατά βουλεύματος, όσο και με την άσκηση προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, προτείνονται τυχόν ακυρότητες της προδικασίας. Δεν φαίνεται επομένως να υπάρχει κάποιος λόγος, ευχερώς τουλάχιστον διαπιστώσιμος, που να δικαιολογεί γιατί μεν στη περίπτωση της παραπομπής με βούλευμα, το οποίο προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη αυτής, απαιτείται για να λάβει χώρα έναρξη της κύριας διαδικασίας να καταστεί αυτό αμετάκλητο, ενώ στην περίπτωση της παραπομπής με κλητήριο θέσπισμα, όπου παρέχεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά αυτού, εφόσον τελικά η τελευταία απορριφθεί, να γίνεται λόγος για «αναδρομική» έναρξη της κύριας διαδικασίας, με μόνη προϋπόθεση την έγκυρη επίδοση έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος.
Συνεπώς, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό ότι η έναρξη της κύριας διαδικασίας, και συνακόλουθα της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής, κατ’ άρθρο 113 ΠΚ, λαμβάνει χώρα σε εκείνο το σημείο (δηλαδή της επίδοσης της διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών στον προσφεύγοντα κατηγορούμενο, με την οποία απορρίπτεται η ασκηθείσα προσφυγή του) και όχι αναδρομικά, συμπέρασμα το οποίο προκύπτει, πέρα από την ορθότερη υποστηριχθείσα εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η έναρξη της κύριας διαδικασίας προϋποθέτει το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, και από τις διατάξεις των άρθρων 314 εδ. β΄ και 319 παρ. 5 εδ. β΄ ΚΠΔ, επί παραπομπής του κατηγορουμένου με βούλευμα, όπου προϋποτίθεται το αμετάκλητο του βουλεύματος, προκειμένου να κλητευθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, και όχι πρώτα κλήτευση, μετά άσκηση του οιονεί ενδίκου μέσου της προσφυγής, και αναδρομική επικύρωσή της κλήτευσης, εφόσον απορριφθεί η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ, από τον Εισαγγελέα Εφετών (όπως συμβαίνει υπό την αντίθετη-κρατούσα εκδοχή).
Σελ. 158Γ. Τον θεσμό της παραγραφής και τους δικαιολογητικούς λόγους θέσπισής του
Οι λόγοι της διαχρονικής καθιέρωσης του θεσμού της παραγραφής στην ελληνική έννομη τάξη, συνίστανται κατά κύριο λόγο στο ότι, μετά την πάροδο του προβλεπόμενου στο νόμο χρονικού διαστήματος, ανάλογα με το χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως πλημμελήματος ή ως κακουργήματος, η αξίωση ποινικού κολασμού της πολιτείας αποδυναμώνεται, φτάνοντας στο σημείο της εξάλειψης, ώστε η κίνηση ποινικής δίωξης, και πολύ περισσότερο η επιβολή ποινής, να μην κρίνεται πλέον ως αναγκαία, ενώ επίσης, υπέρ της καθιέρωσής της συντρέχουν και πρακτικοί λόγοι, όπως η δυσχέρεια στην απόδειξη των διερευνώμενων πράξεων, μετά την πάροδο του καθορισμένου στο νόμο χρονικού διαστήματος. Ταυτόχρονα, υπέρ του θεσμού της παραγραφής συνηγορεί και η με την πάροδο του χρόνου άμβλυνση της γενικοπροληπτικής και ειδικοπροληπτικής αναγκαιότητας καταδίκης του δράστη και επιβολής ποινής. Με βάση το άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη, και ταυτόχρονα παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της προθεσμίας παραγραφής, έως τρία έτη, κατ’ άρθρο 113 ΠΚ, για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία, και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Επομένως, επί πλημμελημάτων, ο νομοθέτης έχει κρίνει ως ικανό χρόνο αμετάκλητης περάτωσης της προδικασίας την πενταετία, ενώ προϋπόθεση της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής κατά τρία έτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 113 ΠΚ, αποτελεί η έναρξη της κύριας διαδικασίας, εντός της προαναφερθείσας πενταετίας.
Ως εκ τούτου, η αξίωση του κατηγορουμένου, να έχει κλείσει αμετάκλητα το ζήτημα της παραπομπής του, επί πλημμελημάτων, εντός της πενταετίας, δεν αποτελεί υπερβολική και αδικαιολόγητη διόγκωση των δικαιωμάτων του, αλλά αντιθέτως, η εν λόγω υποχρέωση των διωκτικών οργάνων απορρέει ευθέως από το κείμενο του νόμου, δηλαδή αφενός από τον ίδιο το θεσμό της παραγραφής και τους δικαιολογητικούς λόγους της διαχρονικής καθιέρωσής του, αφετέρου από την αρχή της δίκαιης δίκης, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία ορίζει ρητά μεταξύ άλλων και την υποχρέωση εύλογης διάρκειας της δίκης («Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας…» ).
Έτσι, εάν γίνει δεκτό ότι, εφόσον εξαρχής απορρίπτεται η προσφυγή κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ από τον Εισαγγελέα Εφετών, η έναρξη της κύριας διαδικασίας διασώζεται, μαζί με τη συνακόλουθη αναστολή της προθεσμίας παραγραφής κατ’ άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, καταλήγουμε στο άτοπο συμπέρασμα, στις περιπτώσεις που η κίνηση της ποινικής δίωξης με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, γίνεται στο τέλος της πενταετίας, και η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ και η απόρριψή της γίνεται μετά το πέρας αυτής, ουσιαστικά να έχουμε την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου μετά το πέρας της πενταετίας, και την εισαγωγή μιας πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξης στο ακροατήριο μετά από το εν λόγω εύλογο χρονικό περιθώριο.
Με άλλα λόγια, φαίνεται τουλάχιστον αντιφατικό, ο νομοθέτης να έχει ορίσει ως προθεσμία παραγραφής για τα πλημμελήματα τα πέντε έτη, ορίζοντας τη δυνατότητα αναστολής της προθεσμίας παραγραφής για περαιτέρω τρία έτη, από την έναρξη της κύριας διαδικασίας, έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, και ταυτόχρονα, στις περιπτώσεις επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στο τέλος της πενταετίας, και της άσκησης προσφυγής εκ μέρους του, κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ, η οποία ασκείται για οποιοδήποτε λόγο είτε νομικό, είτε ουσιαστικό, αλλά και προκειμένου να εξετασθεί συνδρομή απόλυτων ακυροτήτων της προδικασίας , να θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα έναρξη της κύριας διαδικασίας (και αντίστοιχα η αναστολή της παραγραφής του άρθρου 113 ΠΚ), τη στιγμή που έχει παρέλθει η πενταετία, και ακόμα μελετάται από τον Εισαγγελέα Εφετών η ουσιαστική βασιμότητα της παραπομπής, ή και το εάν έλαβαν χώρα απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας.
Καθίσταται σαφές εκ των ανωτέρω ότι, επί πλημμελημάτων, τα εν λόγω ζητήματα θα πρέπει να έχουν κλείσει οριστικά, εντός της πενταετίας, ενώ, η αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 113 ΠΚ, θεσπίστηκε προκειμένου να υπάρχει ικανό χρονικό περιθώριο για την επ’ ακροατηρίω εκδίκαση της υπόθεσης, και όχι φυσικά, προκειμένου κατά τη διάρκεια αυτής, της τριετούς δηλαδή αναστολής της προθεσμίας παραγραφής, να μελετάται (ακόμα) η (νομική και ουσιαστική) βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου, καθώς και οι τυχόν πλημμέλειες της προδικασίας, εφόσον π.χ. προταθεί η ίδρυση απόλυτης ακυρότητας, με την προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει φυσικά να παραβλέπεται ότι, πέραν της αυτονόητης δυσχέρειας στη διεξαγωγή αποδείξεων, και συνακόλουθα στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας επί της υπόθεσης, μετά την πάροδο ενός μακρού χρονικού διαστήματος, συντρέχουν περαιτέρω πρακτικοί λόγοι, για τους οποίους, κατ’ ορθότερη
Σελ. 159εκδοχή, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έναρξη της κύριας διαδικασίας (και συνακόλουθα η έναρξη της αναστολής παραγραφής του άρθρου 113 παρ. 2 ΠΚ), επί απόρριψης της προσφυγής του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ, λαμβάνει χώρα με την επίδοση της απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών, και όχι αναδρομικά.
Αυτό συμβαίνει λόγω της αδιαμφισβήτητης αναγκαιότητας αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος του κατηγορουμένου στην επανεξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της παραπομπής του, μέσω της άσκησης προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ. Έτσι, στην περίπτωση που στον κατηγορούμενο επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στο τέλος της πενταετίας, και ο τελευταίος το προσβάλλει με την προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ, η οποία εξετάζεται από τον Εισαγγελέα Εφετών μετά την συμπλήρωση της πενταετίας, συνάγεται ότι, με βάση την κρατούσα νομολογιακή θέση, η απόρριψη της προσφυγής αποτελεί κατ’ ουσίαν μάλλον «μονόδρομο» για τον Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον δεχθούμε ότι, με την ενέργεια αυτή, δεν επηρεάζεται η έναρξη της κύριας διαδικασίας και συνακόλουθα της αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής κατ’ άρθρο 113 ΠΚ, ενώ αντιθέτως, με την αποδοχή της βασιμότητας αυτής, και την παραγγελία εισαγωγής της υπόθεσης στο συμβούλιο, η υπόθεση επανέρχεται στην προδικασία (με συνέπεια την παραγραφή της), όπως έχει κριθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Ακυρωτικό μας.
Μόλις δε που χρειάζεται να επισημανθεί ότι, η διάσωση των ετεροχρονισμένα κινηθείσων ποινικών διώξεων με κάθε τρόπο, δεν δύναται και δεν πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημα του Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος στην προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ ενεργεί εν προκειμένω ως το ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο. Εφόσον γίνει δεκτή μια τέτοια λογική, σε περιπτώσεις όπου η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος λαμβάνει χώρα τους τελευταίους μήνες (ή και μέρες) της πενταετίας, αυτονόητα ο κατηγορούμενος στερείται το δικαίωμα σε ουσιαστική επανεξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της παραπομπής του, και ουδείς λόγος άσκησης της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ υπάρχει, καθώς τα χρονικά περιθώρια έχουν ήδη εξαντληθεί, «προϊδεάζοντας» με αυτόν τρόπο για την απόρριψη της προσφυγής από τον Εισαγγελέα Εφετών, άνευ ουσιαστικής εξέτασής της.
Με αυτόν τον τρόπο όμως, ακυρώνεται πλήρως η καθιέρωσή της προσφυγής ως οιονεί ή ειδικού ενδίκου μέσου, με το οποίο επιδιώκεται ο έλεγχος της επιπόλαιης παραπομπής των υποθέσεων στα ακροατήρια, καθώς ο εν λόγω επιδιωκόμενος έλεγχος μπορεί να λάβει χώρα αποτελεσματικά μόνο με την ουσιαστική εξέταση της βασιμότητας της προσφυγής και όχι με την «εξαναγκασμένη» έκδοση απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών, προς αποτροπή της παραγραφής.
Δ. Την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ υποχρέωση εκδίκασης της υπόθεσης εντός λογικής προθεσμίας
Στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται μεταξύ άλλων το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξασφάλιση της δυνατότητας να δικαστεί η εκκρεμούσα εις βάρος του υπόθεση «εντός λογικής προθεσμίας», χωρίς καθυστερήσεις που θέτουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της χρηστής απονομής δικαιοσύνης, οδηγώντας εν τέλει σε φαινόμενα αρνησιδικίας. Στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να δικασθεί εντός εύλογου χρόνου, πρέπει να αναζητηθεί το κατάλληλο για την άρση ή την άμβλυνση των συνεπειών της παραβιάσεως μέτρο. Αυτονόητα, στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση της παραβιάσεως με τη διεξαγωγή της δίκης εντός λογικής προθεσμίας, αφού έχει ήδη υπάρξει υπέρβαση αυτής. Όπως σημειώθηκε ήδη ανωτέρω, από τις διαχρονικές επιλογές του εθνικού νομοθέτη, συνάγεται ότι η εύλογη διάρκεια της προδικασίας, επί πλημμελημάτων, δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη, και συνεπώς, όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την παραπομπή του κατηγορουμένου, θα πρέπει να έχουν «κλείσει», εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Επιπλέον, με την ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠΔ, ο εθνικός νομοθέτης επέλεξε να χορηγήσει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, τη δυνατότητα αμφισβήτησης της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της παραπομπής του, μέσω της άσκησης ενός «οιονεί» ή ειδικού ενδίκου μέσου, το οποίο «εντάσσεται στη φάση της προδικασίας, της οποίας την εξέλιξη συνεχίζει, και αποσκοπεί στην ανατροπή της κρίσης του αρμόδιου Εισαγγελέα ότι συντρέχουν οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για πράξη που συνιστά έγκλημα κατά νόμο». Συνεπώς, η κρίση του Εισαγγελέα Εφετών επί της προσφυγής, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο, επιφορτισμένο να κρίνει επί της ασκηθείσας προσφυγής, με την οποία αμφισβητείται η βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα πρέπει να εκφέρεται εντός της πενταετίας, προκειμένου να θεωρηθεί εύλογη η διάρκεια της προδικασίας (και κατά συνέπεια της ποι
Σελ. 160νικής διαδικασίας), και ως εκ τούτου σύμφωνη με την αρχή της δίκαιης δίκης, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Με άλλα λόγια, επί πλημμελημάτων, εντός της πενταετίας θα πρέπει να έχει κλείσει «τελειωτικά» το ζήτημα της παραπομπής του κατηγορουμένου. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν γίνει όλες οι προβλεπόμενες στο νόμο ενέργειες προς τούτο, και, ειδικά επί πλημμελημάτων αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, όπου προβλέπεται η δυνατότητα του κατηγορουμένου να ασκήσει την προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ, συμπεριλαμβάνεται φυσικά και η οριστική περάτωση της διαδικασίας που ξεκίνησε, μετά την άσκηση της.
Άλλωστε, μέσα στο χρονικό διάστημα της πενταετίας, είναι δυνατό να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να βεβαιωθεί η τέλεση πλημμελήματος και η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής, σε βάρος των προσώπων στα οποία αποδίδεται η τέλεσή του. Σε περίπτωση όμως που, παρά την προέρευνα της υπόθεσης (είτε με τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία με τον Ν. 4620/2019 κατέστη υποχρεωτική για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, και τα δικονομικά υποκατάστατα αυτής, είτε με την παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης, σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ), δεν προκύψουν οι απαιτούμενες για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, επαρκείς ενδείξεις ενοχής, κατ’ άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ, τότε η διαδικασία θα πρέπει να περατώνεται, και όχι να διαιωνίζεται, όπως συχνά συμβαίνει στην πράξη, με την επίδοση «βιαστικών» κλητηρίων θεσπισμάτων, όταν υφίσταται υπαρκτός πλέον κίνδυνος παραγραφής.
Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ αποτελεί «οιονεί» ή ειδικό ένδικο μέσο και η άσκηση της σκοπεί στην ανατροπή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα πρέπει η διαδικασία που άνοιξε μετά την άσκησή της, να έχει περατωθεί εντός της πενταετίας, προκειμένου να ξεκινήσει η κύρια διαδικασία και να επέλθει συνακόλουθα η τριετής αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 113 ΠΚ.
Ειδάλλως, οδηγούμαστε στο άτοπο αποτέλεσμα, αφενός να θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα έναρξη της κύριας διαδικασίας και της τριετούς αναστολής της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 113 ΠΚ, εξέλιξη η οποία είναι ασφαλώς δυσμενής για τον κατηγορούμενο, αφετέρου, την ίδια στιγμή, ενώ έχει παρέλθει η πενταετία και θεωρείται ότι έχει λάβει πια χώρα έναρξη της κύριας διαδικασίας, ο Εισαγγελέας Εφετών να αποφαίνεται επί της προσφυγής του κατηγορουμένου, με την οποία αμφισβητείται η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της παραπομπής του, και ενδεχομένως να προτείνονται απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας.
Ε. Ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 322 παρ. 3 τελ. εδ. ΚΠΔ
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρ. 322 παρ. 3 ισχύοντος ΚΠΔ, «ο εισαγγελέας των εφετών μπορεί: α) να απορρίψει την προσφυγή, β) να κάνει δεκτή την προσφυγή, οπότε διατάσσει την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο, γ) να προβεί σε μία από τις παραπάνω ενέργειες, αφού προηγουμένως διατάξει προανάκριση για την συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. Αν από την επίδοση έως την δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που χρειάζεται για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί σε αυτήν για να δικαστεί χωρίς άλλη κλήτευση».
Σύμφωνα λοιπόν με τη ρύθμιση του τελικού εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 322 ΚΠΔ, εφόσον η απορριπτική διάταξη επιδοθεί σε χρόνο τουλάχιστον οχτώ ημερών, πριν την αρχική, δυνάμει του προσβληθέντος κλητηρίου θεσπίσματος, ορισθείσα δικάσιμο, τότε ο κατηγορούμενος έχει την υποχρέωση να εμφανισθεί στο ακροατήριο για να δικαστεί, χωρίς άλλη κλήτευση, αλλιώς δικάζεται ωσεί παρών. Στην περίπτωση αυτή, η επίδοση της απορριπτικής διάταξης επέχει στην ουσία θέση νόμιμης κλήτευσης, ενώ αντιθέτως, αν η απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών δεν προλάβει να επιδοθεί μέσα στην ανωτέρω προθεσμία, η συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που ορίσθηκε αρχικά ματαιώνεται, ορίζεται νέα δικάσιμος και ο κατηγορούμενος κλητεύεται ξανά, στην περίπτωση όμως αυτή με επίδοση κλήσεως για εμφάνιση, η οποία ως προς την αξιόποινη πράξη αναφέρεται στο προεπιδοθέν κλητήριο θέσπισμα, με συνέπεια να μη χωρεί η άσκηση νέας προσφυγής. Από τη συγκριμένη ρύθμιση, ειδικά επί απόρριψης της ασκηθείσας προσφυγής από τον Εισαγγελέα Εφετών, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, προς υποστήριξη της κρατούσας νομολογιακής άποψης ότι ο νόμος ρυθμίζει ειδικά το συγκεκριμένο ζήτημα, και, εφόσον απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών επιδίδεται εμπροθέσμως, η έναρξη της κύριας διαδικασίας και συνακόλουθα η επελθούσα αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, είναι καθ’ όλα ισχυρές.
Θεωρούμε ωστόσο ότι, το εν λόγω επιχείρημα στη πραγματικότητα ισχύει αντιστρόφως. Εφόσον η εμπρόθεσμη επίδοση της απορριπτικής διάταξης επέχει στην ουσία θέση νόμιμης κλήτευσης, μόνο από εκείνο το σημείο νοείται ορθότερα έναρξη της κύριας διαδικασίας και συνακόλουθα, αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας. Και πράγματι, τα πράγματα δεν μπορούν να έχουν διαφορετικά, αφού με την επίδοση στον κατηγορούμενο της αιτιολογημένα απορριπτικής κρίσης του
Σελ. 161Εισαγγελέως Εφετών, επί της ασκηθείσας προσφυγής, και την οριστική περάτωση της διαδικασίας αμφισβήτησης από πλευράς του κατηγορουμένου, «οριστικοποιείται» το μέχρι τότε «αμφισβητούμενο» ως προς τη βασιμότητά του κλητήριο θέσπισμα και «κλείνει» το σχετικό ζήτημα ως προς το εάν θα πραγματοποιηθεί εν τέλει ακροαματική διαδικασία ή όχι.
Το γεγονός μάλιστα ότι ο νομοθέτης έθεσε με ειδική ρύθμιση ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης κατά την καθορισμένη στο προσβληθέν κλητήριο θέσπισμα ημερομηνία, την επίδοση της απορριπτικής διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, αποτελεί κατ’ ουσίαν αντεπιχείρημα κατά της κρατούσας απόψεως, διότι, εάν η έγκαιρη επίδοση έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος σηματοδοτούσε αυτονόητα και αναντίρρητα την έναρξη της κύριας διαδικασίας, τα αποτελέσματα της οποίας (κύριας διαδικασίας) ανατρέπονται μόνο σε περίπτωση αποδοχής της ασκηθείσας προσφυγής, τότε δεν θα κρινόταν νομοθετικά απαραίτητη η επίδοση της απορριπτικής εισαγγελικής διάταξης τουλάχιστον 8 ημέρες πριν από τη καθορισμένη δικάσιμο, αλλά αντιθέτως, θα αρκούσε η επίδοση αυτής γενικά, χωρίς την απαραίτητη τήρηση ειδικής προθεσμίας.
Επομένως, θεωρούμε ότι, από την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 322 παρ. 3 τελ. εδ. ΚΠΔ μπορεί να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της αποδοχής της άποψης που δέχεται ότι, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, η έναρξη της κύριας διαδικασίας και η αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας επέρχονται με την επίδοση της απορριπτικής διάταξης –και όχι αναδρομικά, με την επίδοση του προσβληθέντος κλητηρίου θεσπίσματος. Και τούτο διότι, εφόσον η εμπρόθεσμη επίδοση της απορριπτικής διάταξης επέχει θέση νόμιμης κλητεύσεως, κλείνοντας μάλιστα οριστικά την αμφισβήτηση επί της βασιμότητας της παραπομπής του κατηγορουμένου, τότε και μόνο νοείται ως επικείμενη η εκδίκαση της υπόθεσης επ’ ακροατηρίω, με αποτέλεσμα να συντρέχουν από εκείνο το σημείο εφεξής οι λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 ΠΚ.
Αντίστοιχα, στην περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή η εμπρόθεσμη επίδοση της απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέως Εφετών, και ως εκ τούτου απαιτείται η εκ νέου κλήτευση του κατηγορουμένου σε δίκη με επίδοση κλήσεως προς εμφάνιση, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό ότι η έναρξη της κύριας διαδικασίας, και συνακόλουθα η αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, επέρχονται από την επίδοση της κλήσεως προς εμφάνιση, όπως έχει ήδη υποστηριχθεί στη θεωρία.
V. Επίλογος
Η απολύτως κρατούσα στη νομολογία θέση, σύμφωνα με την οποία η κύρια διαδικασία αρχίζει με την έγκυρη επίδοση έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, και συνακόλουθα σε αυτό το χρονικό σημείο επέρχεται η αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, οδηγεί σε σοβαρά «αδιέξοδα» στις περιπτώσεις των πλημμελημάτων αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, για τα οποία επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ.
Ομοίως, η παγιωμένη νομολογιακή θέση, κατά την οποία, μόνο επί αποδοχής της προσφυγής, με την παραγγελία του Εισαγγελέως Εφετών για την εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο, επέρχεται ανατροπή της έναρξης της κύριας διαδικασίας και συνακόλουθα της αναστολής της παραγραφής λόγω επιδικίας, ενώ αντιθέτως, επί απόρριψης της προσφυγής εκ μέρους του Εισαγγελέως Εφετών, είτε εξ’ αρχής είτε κατόπιν διενέργειας προανάκρισης, τα εν λόγω αποτελέσματα δεν ανατρέπονται, θα πρέπει να αναθεωρηθεί.
Και τούτο διότι, στην περίπτωση που ο Εισαγγελέας Εφετών διατάξει τη διενέργεια προανάκρισης, ακόμα και εάν, μετά την ολοκλήρωση αυτής, αχθεί σε απορριπτική κρίση επί της προσφυγής, είναι φανερό ότι, εφόσον διατάχθηκαν προανακριτικές ενέργειες, ουδέποτε κατ’ ουσίαν έλαβε χώρα έναρξη της κύριας διαδικασίας. Συνακόλουθα, δεν συντρέχουν οι δικαιολογητικοί λόγοι της αναστολής της παραγραφής λόγω επιδικίας, οι οποίοι καταφάσκονται μόνο όταν επίκειται άμεσα η εκδίκαση της υπόθεσης επ’ ακροατηρίω, και όχι φυσικά όταν διεξάχθηκε προανάκριση, η οποία αποτελεί κατ’ εξοχήν προδικαστικό στάδιο, ουδόλως συνδεόμενο με την ακροαματική-κύρια διαδικασία.
Ομοίως, και στην περίπτωση που εξ’ αρχής η ασκηθείσα προσφυγή του κατηγορουμένου απορρίπτεται από τον Εισαγγελέα Εφετών, χωρίς την προηγούμενη παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης, δεν μπορεί επίσης να γίνει λόγος για έναρξη της κύριας διαδικασίας, και συνακόλουθα αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Και τούτο διότι, εφόσον ο δικαιολογητικός λόγος της αναστολής της παραγραφής λόγω επιδικίας είναι η αποφυγή παραγραφής μιας αξιόποινης πράξης, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο επίκειται άμεσα η εκδίκασή της, δεν μπορεί να γίνει πειστικά δεκτό ότι ευρισκόμαστε σε αυτό το σημείο, όταν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, και αναμένεται η κρίση του Εισαγγελέως Εφετών, η οποία επηρεάζει όχι μόνο το χρονικό σημείο που θα λάβει χώρα η εκδίκαση (βλ. άρ. 322 παρ. 3 τελ. εδ. ΚΠΔ), αλλά και το εάν εν τέλει θα λάβει χώρα αυτή.
Η αποδοχή της κρατούσας θέσης, έχει ως συνέπεια, να γίνεται ουσιαστικά δεκτό ότι, συντρέχουν οι δικαιολογητικοί λόγοι της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι η αποφυγή της παραγραφής μιας αξιόποινης
Σελ. 162πράξης σε χρόνο κατά τον οποίο επίκειται άμεσα η εκδίκασή της, τη στιγμή που ακόμα μελετάται από τον Εισαγγελέα Εφετών η ουσιαστική βασιμότητα της παραπομπής καθώς και τυχόν πλημμέλειες της προδικασίας. Είναι σαφές όμως ότι, στο εν λόγω στάδιο, κατά λογική αναγκαιότητα, ουδόλως επίκειται άμεσα η εκδίκαση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης, παρά αντιθέτως, ενδέχεται ακόμα και να μη λάβει χώρα ουδέποτε επ’ ακροατηρίω διαδικασία. Περαιτέρω, με την κρατούσα νομολογιακή θέση, το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε επανέλεγχο από ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο της κινηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος του φαλκιδεύεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος λαμβάνει χώρα τον τελευταίο μήνα ή και της τελευταίες ημέρες πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Και τούτο διότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποδοχή της βασιμότητας της προσφυγής, με την παραγγελία για εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο, θα συνεπάγεται αυτομάτως την παραγραφή της επίδικης πράξης, ενώ αντιθέτως, η απόρριψη μιας καθ’ όλα βάσιμης προσφυγής, θα συνεπάγεται τη διάσωση της κινηθείσας ποινικής δίωξης.
Εφόσον λοιπόν η δυνατότητα άσκησης προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ παραμένει ως ισχυρή και εδραία επιλογή του νομοθέτη, παρά τις διατυπωθείσες προτάσεις περιορισμού του εύρους της, φτάνοντας στο όριο της κατάργησής της, θα πρέπει να εξασφαλισθεί αντίστοιχα η απρόσκοπτη άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον κατηγορούμενο, χωρίς πολύπλοκες νομικές σκέψεις, που κατατείνουν στη με κάθε κόστος αποφυγή της εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Η ταχεία διεξαγωγή της δίκης και η αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου επί πλημμελημάτων αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, για τα οποία επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, εντός πενταετίας, αποτελούν εφικτούς στόχους, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση αποτελούν μέλημα των διωκτικών οργάνων και ουδέποτε μπορούν στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης να επιτυγχάνονται με την περιστολή των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μέσω αμφιβόλου ορθότητας νομολογιακών κατασκευών.
Προς τη κατεύθυνση αυτή συμβάλλει αναπόφευκτα η αποδοχή της άποψης, σύμφωνα με την οποία η έναρξη της κύριας διαδικασίας μπορεί να λάβει χώρα μόνο μετά το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου, η οποία αφενός απλοποιεί σημαντικά τα πράγματα, εγκαταλείποντας θεωρήσεις που εξαρτούν την έναρξη ή μη της κύριας διαδικασίας από την αποδοχή ή απόρριψης της προσφυγής κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ, αφετέρου αποτελεί και την πλέον ορθή επιστημονικά πρόταση, διότι συμβαδίζει απόλυτα και με τη φύση της κύριας διαδικασίας, η οποία κατά βάση ταυτίζεται με την ακροαματική, καθώς και με τους λόγους εκείνους που δικαιολογούν την αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, η οποία (αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας) συγχωρείται μόνο προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο παραγραφής μίας αξιόποινης πράξης, κατά τον χρόνο που επίκειται άμεσα η εκδίκασή της.