Ενεργειακή ρύθμιση και αποτελεσματική δικαστική προστασία

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η στενή διασύνδεση της ανάπτυξης μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής με την προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου υιοθέτηση κανονιστικών ρυθμίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες διακρίνονται για τον άκρως τεχνικό τους χαρακτήρα, την πολυπλοκότητά τους και τη διαρκή αναθεώρησή τους, υπό το φως των νέων δεδομένων που δημιουργούνται στις ενεργειακές αγορές. Η φύση της ενεργειακής κανονιστικής ρύθμισης οδήγησε το νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προβεί στη σύσταση του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, γνωστότερος ως ACER, ο οποίος επιφορτίζεται με διαρκώς περισσότερα καθήκοντα, η άσκηση των οποίων σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στην έκδοση ατομικών αποφάσεων που ενδέχεται να πλήξουν δικαιώματα ιδιωτών. Το κρίσιμο θέμα που τίθεται είναι η προστασία αυτών των δικαιωμάτων από τις αποφάσεις που λαμβάνει ο εν λόγω οργανισμός, ο τεχνικός χαρακτήρας των οποίων δεν επιτρέπει το δικαστή της Ένωσης να τις ελέγξει σε βάθος. Τίθεται επομένως θέμα αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από την ενεργειακή κανονιστική ρύθμιση και κατ’ επέκταση επάρκειας του δικαστικού συστήματος προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιδιώκει να λύσει ο νομοθέτης της Ένωσης μέσω της σύστασης του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο εντάσσεται στο νομικό πρόσωπο του ACER, και το οποίο πρέπει να ασκεί έλεγχο πλήρους δικαιοδοσίας.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Ι. Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση και ρυθμιστικές αρχές
Ήδη από το 2001, η Επιτροπή με την ανακοίνωσή της για την «Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση», επιδίωξε να συνδέσει τις αρχές της χρηστής διακυβέρνησης με την αναμόρφωση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και μέσω αυτής τον καθορισμό των βάσεων για το μέλλον της Ευρώπης. Κατά την ανακοίνωση της Επιτροπής, η Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Ένωση κάνει χρήση των εξουσιών που της αναθέτουν οι πολίτες της, προωθώντας τη μεγαλύτερη διαφάνεια, λογοδότηση και ευθύνη των συμμετεχόντων. Με αυτόν τον τρόπο, οι πολίτες θα κατανοήσουν καλύτερα το γεγονός ότι τα κράτη μέλη, ενεργώντας από κοινού με την Ένωση, μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα στις ανησυχίες τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να επικεντρώσει τη δράση της στις σαφείς προτεραιότητες εντός των καθηκόντων που της ανατίθενται από τις Συνθήκες της Ένωσης, ήτοι του δικαιώματος πρωτοβουλίας, της εφαρμογής της πολιτικής, του ρόλου της ως θεματοφύλακα της συνθήκης και της διεθνούς εκπροσώπευσης. Το πλήθος λεπτομερειών στη νομοθεσία της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα η προσαρμογή των κανόνων στις τεχνικές αλλαγές ή στις αλλαγές της αγοράς να είναι πολύπλοκη και χρονοβόρα. Συνολικά, το αποτέλεσμα εμφανίζει έλλειψη ευελιξίας και βλάπτει την αποτελεσματικότητα. Η αργή νομοθετική διαδικασία συνδυάζεται με την αργή εκτέλεση. Εάν οι κανόνες δεν στηρίζονται από τους πολίτες ή δεν εφαρμόζονται επαρκώς, τότε υπάρχει συνολική αμφισβήτηση των οργάνων. Η Ένωση χρειάζεται, εκτός από μια νέα, περισσότερο σφαιρική προσέγγιση της χάραξης πολιτικής, να βελτιώσει την εμπιστοσύνη στη γνώμη των ειδικών στην οποία βασίζει την πολιτική της.
A. Ανάγκη ίδρυσης ρυθμιστικών αρχών
Ήδη στα κράτη μέλη αναπτύχθηκαν ειδικές διοικητικές αρχές που συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας και στην καλύτερη εφαρμογή και εκτέλεση. Υπάρχει ένα φάσμα εθνικών ρυθμιστικών οργανισμών στα κράτη μέλη σε τομείς όπου απαιτείται η λήψη συνεπών και ανεξάρτητων ρυθμιστικών αποφάσεων. Κατά την ανακοίνωση, ολοένα και περισσότερο αυτοί οι φορείς πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Ήδη έως το 2001 στο επίπεδο της Ένωσης είχαν ιδρυθεί δώδεκα τέτοιοι ανεξάρτητοι οργανισμοί. Η πλειοψηφία αυτών των φορέων είχε ως καθήκον είτε τη συγκέντρωση πληροφοριών όπως είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος στην Κοπεγχάγη είτε να επικουρεί την Επιτροπή με την εφαρμογή ειδικών κοινοτικών προγραμμάτων και πολιτικών όπως είναι το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στο Τορίνο. Σε τρεις περιπτώσεις οι οργανισμοί αυτοί διαδραματίζουν ρυθμιστικό ρόλο.
Κατά την ανακοίνωση η δημιουργία νέων αυτόνομων ρυθμιστικών οργανισμών σε σαφώς προσδιορισμένους τομείς θα βελτιώσει τον τρόπο εφαρμογής και εκτέλεσης των κανόνων σε όλη την Ένωση. Σε αυτούς τους οργανισμούς πρέπει να χορηγηθεί η εξουσία να λαμβάνουν ατομικές αποφάσεις για την εφαρμογή ρυθμιστικών μέτρων. Πρέπει να λειτουργούν με ένα βαθμό ανεξαρτησίας και εντός σαφούς πλαισίου που καθορίζεται από τη νομοθεσία. Οι ρυθμίσεις με τις οποίες δημιουργείται κάθε οργανισμός πρέπει να προσδιορίζουν τα όρια των δραστηριοτήτων και εξουσιών τους, τις ευθύνες τους και τις απαιτήσεις διαφάνειας. Το πλεονέκτημα των οργανισμών έγκειται συχνά στην ικανότητά τους να εκμεταλλεύονται την τομεακή τεχνογνωσία υψηλού τεχνικού επιπέδου, την αυξημένη διαφάνεια που παρουσιάζουν στους ενδιαφερόμενους τομείς (και μερικές φορές στο κοινό) και την εξοικονόμηση δαπανών που προσφέρουν στις επιχειρήσεις. Για την Επιτροπή, η δημιουργία οργανισμών αποτελεί επωφελές τρόπο για τη διασφάλιση της συγκέντρωσης των πόρων στα κύρια καθήκοντα.
Ακολούθησε η ανακοίνωση της Επιτροπής για το «πλαίσιο λειτουργίας των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών οργανισμών», στην οποία αφού επαναλαμβάνει τη διαπίστωση της Λευκής Βίβλου ότι ένας τρόπος για να βελτιωθεί η εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών και ρυθμίσεων είναι η χρήση των ρυθμιστικών οργανισμών, προβαίνει στον ορισμό των κριτηρίων για τη δημιουργία, τη λειτουργία και τον έλεγχο των οργανισμών αυτών στο πλαίσιο του ισχύοντος νομικού και θεσμικού συστήματος. Κατά τη νέα ανακοίνωση, η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να επικεντρωθεί στα ουσιαστικά καθήκοντά της, την άσκηση δηλαδή της εκτελεστικής λειτουργίας που της αναθέτει η συνθήκη, όταν πρέπει να ληφθούν μέτρα για την εκτέλεση ορισμένων νομοθετικών ρυθμίσεων σε κοινοτικό επίπεδο. Εξυπακούεται ότι η Επιτροπή πρέπει να εκτελεί την αποστολή της αυτή τηρώντας παράλληλα τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και στο πλαίσιο των κατάλληλων ελέγχων που προβλέπονται για το σκοπό αυτό. Εξάλλου, για να κατοχυρωθούν η νομιμότητα, η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της Ένωσης, επιβάλλεται να προστατευτεί ή ακόμα και να ενισχυθεί η ενότητα και η ακεραιότητα της εκτελεστικής λειτουργίας, αν πραγματικά επιθυμούμε η τελευταία να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στους πολίτες, τα κράτη μέλη και τα άλλα θεσμικά όργανα. Είναι θεμελιώδους σημασίας να λάβουμε υπόψη μας την απαίτηση αυτή όταν μελετάμε το ζήτημα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών οργανισμών. Στην ουσία, λόγω της φύσης τους και των καθηκόντων που τους αναλογούν, οι εν λόγω οργανισμοί συμμετέχουν στην άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας σε κοινοτικό επίπεδο. Η οργάνωση της συμμετοχής αυτής πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνεκτικότητα και ισορροπία ενώ παράλληλα πρέπει να κατοχυρώνονται η ενότητα και η ακεραιότητα της εκτελεστικής λειτουργίας και των ευθυνών που απορρέουν για την Επιτροπή.
Κατά την ανακοίνωση, στο νομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μια σειρά από αποκεντρωμένους οργανισμούς οι οποίοι μπορούν να υπαχθούν στη γενική κατηγορία των ευρωπαϊκών οργανισμών. Ειδικότερα, στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται 15 οργανισμοί που ιδρύθηκαν με βάση τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ένας με βάση τη συνθήκη ΕΥΡΑΤΟΜ και τέσσερις οργανισμοί που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης τη στιγμή αυτή εκκρεμούν δύο προτάσεις κανονισμών για τη σύσταση και άλλων οργανισμών. Οι οργανισμοί αυτοί παρουσιάζουν ορισμένα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά: θεσπίσθηκαν διά της κανονιστικής οδού για την εκτέλεση καθηκόντων που ορίζονται σαφώς στην ιδρυτική τους πράξη, έχουν νομική προσωπικότητα και διαθέτουν σε κάποιο βαθμό τη δική τους οργανωτική και οικονομική αυτονομία. Ωστόσο οι μεταξύ τους διαφορές, όσον αφορά την εσωτερική τους δομή, τις σχέσεις τους με τα θεσμικά όργανα, τα καθήκοντα και τις εξουσίες τους, είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι οι ομοιότητες. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι ο κάθε οργανισμός δημιουργήθηκε διαφορετική χρονική στιγμή για να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ανάγκες. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει ένα μόνο μοντέλο οργανισμού της Ένωσης αλλά πολλά. Με αφετηρία την ετερογένεια αυτή ορισμένοι ειδικοί πρότειναν διάφορες θεωρητικές ταξινομήσεις των υφιστάμενων οργανισμών με διάφορα κριτήρια: το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς, τα καθήκοντά του, τις εξουσίες τους. Η κάθε κατηγορία υποδιαιρείται σε πολλές υποκατηγορίες. Ωστόσο, στην εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή ακολουθώντας έναν πιο πραγματιστικό προβληματισμό κατέληξε σε δύο είδη οργανισμούς: τους εκτελεστικούς οργανισμούς και τους ρυθμιστικούς οργανισμούς. Οι εκτελεστικοί οργανισμοί έχουν ως αποστολή την εκτέλεση καθηκόντων αμιγώς διαχειριστικών, επικουρούν δηλαδή την Επιτροπή στην υλοποίηση των κοινοτικών προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης ενώ ταυτόχρονα υπάγονται σε αυστηρό έλεγχο από αυτή. Αντίθετα, οι ρυθμιστικοί οργανισμοί έχουν ως αποστολή να συμμετέχουν ενεργά στην άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας θεσπίζοντας πράξεις που συμβάλλουν στη ρύθμιση ενός συγκεκριμένου τομέα. Με τον όρο ευρωπαϊκός ρυθμιστικός οργανισμός νοούνται οι οργανισμοί που έχουν την αποστολή να συμμετέχουν ενεργά στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας εκδίδοντας πράξεις που συμβάλλουν στη ρύθμιση ενός συγκεκριμένου τομέα. Δεν είναι δυνατόν να οριστεί ένα και μόνο πλαίσιο για όλους τους οργανισμούς που είναι δυνατό να δημιουργηθούν λόγω των μεγάλων διαφορών που υπάρχουν μεταξύ τους. Πράγματι, προκύπτουν διαφορές στις εσωτερικές δομές των οργανισμών - στη σύνθεση, για παράδειγμα, και τον τρόπο διορισμού των διοικητικών οργάνων- τις σχέσεις με τα θεσμικά όργανα - στο ρόλο, για παράδειγμα, που διαδραματίζει η Επιτροπή - και κυρίως τα καθήκοντα και τις εξουσίες δράσης των οργανισμών αυτών. Μεταξύ αυτών είναι και οι οργανισμοί, στους οποίους έχει ανατεθεί η εξουσία να εκδίδουν επιμέρους αποφάσεις με δεσμευτικά νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων.
Β. Το πλαίσιο λειτουργίας των ενωσιακών ρυθμιστικών οργανισμών
Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ χρήσιμο να τεθεί οριστικά μια σειρά από κριτήρια προκειμένου η δράση των οργανισμών αυτών να διαθέτει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ταυτοχρόνως οι τελευταίοι να ενταχθούν αρμονικά στο σύνολο των θεμελιωδών αρχών που απορρέουν από το σύστημα της συνθήκης. Έτσι, παρότι η ευθύνη γενικά για την εκτέλεση των πολιτικών της Ένωσης βαρύνει τα κράτη μέλη και τις εθνικές αρχές, σε ορισμένες περιπτώσεις οι συνθήκες ή οι νομοθετικές πράξεις προβλέπουν την κεντρική υλοποίησή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται η συνοχή της δράσης και η καλή λειτουργία των αντίστοιχων πολιτικών ή για να διατηρείται ο θεμιτός ανταγωνισμός από κανονιστικής άποψης με απώτερο σκοπό την αύξηση της εμπιστοσύνης των ενδιαφερόμενων φορέων και, γενικότερα, των πολιτών. Στις περιπτώσεις αυτές η Επιτροπή, θεσμικό όργανο που έχει κανονικά την αρμοδιότητα άσκησης της εκτελεστικής λειτουργίας, οφείλει να μεριμνά ώστε τα καθήκοντα αυτά να εκτελούνται κατά τρόπο ορθό και αποτελεσματικό. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να ενεργεί μόνη της σε όλες τις περιπτώσεις, ιδίως εάν ληφθούν υπόψη οι πεπερασμένοι πόροι που διαθέτει. Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να κρίνει ότι για την καλύτερη εκτέλεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων είναι σκοπιμότερη η αξιοποίηση ευρωπαϊκών ρυθμιστικών οργανισμών με τα αναγκαία εφόδια για να επιτύχουν τους στόχους που επιδιώκονται από τη σχετική νομοθεσία. Ειδικότερα, η συμβολή των οργανισμών αυτών ενισχύει την ικανότητα της εκτελεστικής εξουσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως σε τομείς αυξημένης τεχνικής εξειδίκευσης που απαιτούν υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας καθώς και συνεκτικότητα, αξιοπιστία και προβολή της δημόσιας δράσης.
α) Αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, αυτονομία και αρμοδιότητες
Είναι προφανές ότι οι οργανισμοί αυτοί εκπληρώνουν μια ιδιαίτερα σημαντική αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Η διάρθρωσή τους συνεπώς πρέπει να τους επιτρέπει να φέρουν πλήρως εις πέρας την αποστολή αυτή. Συγκεκριμένα, πρέπει να διαθέτουν ουσιαστική αυτονομία όσον αφορά την εσωτερική τους οργάνωση και λειτουργία έτσι ώστε η συμβολή τους να είναι αποτελεσματική και αξιόπιστη. Η ανεξαρτησία των τεχνικών και/ή επιστημονικών τους αξιολογήσεων αποτελεί το λόγο δημιουργίας τους. Στην ουσία η προστιθέμενη αξία που εξασφαλίζουν οι ρυθμιστικοί οργανισμοί προκύπτει από το ότι οι εργασίες τους βασίζονται σε καθαρά τεχνικές αξιολογήσεις ιδιαίτερα υψηλού ποιοτικού επιπέδου και δεν επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες ή άλλους περιορισμούς.
Ο νομοθέτης θα έχει πάντοτε την αρμοδιότητα, κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής, να κρίνει εάν για μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι σκόπιμο να συσταθεί ρυθμιστικός οργανισμός με την έκδοση ειδικής κανονιστικής πράξης που θα διέπει την οργάνωση, τη λειτουργία καθώς και τις σχέσεις του με τα θεσμικά όργανα και τους ενδιαφερόμενους φορείς. Ωστόσο, επιβάλλεται η τήρηση ορισμένων όρων που θα διέπουν τη σύσταση των ρυθμιστικών οργανισμών, με τη θέσπιση του κατάλληλου νομικού μέσου.
Θεμελιώδης όρος είναι ότι η δραστηριότητα των οργανισμών αυτών πρέπει να εντάσσεται κατά τρόπο συνεκτικό στο θεσμικό σύστημα της Ένωσης. Η αυτονομία τους πρέπει να σέβεται την ενότητα και την ακεραιότητα της εκτελεστικής λειτουργίας, έτσι ώστε η Επιτροπή να μπορεί να αναλαμβάνει τις γενικές ευθύνες που της αναλογούν. Κατά την ανακοίνωση της Επιτροπής, επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ των οργανισμών με εξουσία λήψης αποφάσεων - των οργανισμών δηλαδή που εξουσιοδοτήθηκαν να εκδίδουν, μεταξύ άλλων, δεσμευτικές νομικές πράξεις έναντι τρίτων - και των οργανισμών για την παροχή βοήθειας. Οι πρώτοι οργανισμοί είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι σε τομείς αυξημένης τεχνικής εξειδίκευσης. Οι τομείς αυτοί απαιτούν, αφενός, προσόντα και τεχνογνωσία ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου τα οποία δεν διαθέτει ένας διοικητικός οργανισμός όπως η Επιτροπή και, αφετέρου, περιθώριο αυτονομίας για τις τεχνικές και επιστημονικές αξιολογήσεις τις οποίες πρέπει να πραγματοποιούν οι εν λόγω οργανισμοί. Οι οργανισμοί του τύπου αυτού μπορούν να δημιουργηθούν σε τομείς στους οποίους έχει προτεραιότητα ένα και μόνο δημόσιο συμφέρον, καθώς και σε τομείς στους οποίους οι οργανισμοί αυτοί δεν καλούνται να παίξουν ρόλο διαιτητή έναντι συγκρούσεων δημόσιων συμφερόντων, να ασκήσουν εξουσία πολιτικής χροιάς ή να προβούν σε πολύπλοκες οικονομικές αξιολογήσεις. Εξάλλου στους οργανισμούς αυτούς δεν είναι δυνατόν να ανατεθούν αρμοδιότητες για τις οποίες η Επιτροπή σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ έχει άμεσα την εξουσία λήψης αποφάσεων. Όσον αφορά τη νομική βάση, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προσφεύγει είτε στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ, είτε στα άρθρα της που αφορούν μια συγκεκριμένη πολιτική.
β) Συμβούλια προσφυγών
Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι αρχές που πρέπει να διέπουν τα σώματα προσφυγής. Κατά την ανακοίνωση, στο μέτρο που οι αποφάσεις των οργανισμών με εξουσία λήψης αποφάσεων μπορούν να ζημιώσουν τρίτους, πρέπει να προβλέπεται η ύπαρξη σωμάτων προσφυγής στην εσωτερική οργάνωση των οργανισμών αυτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Γραφείου Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς, του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Ασφάλεια των Αερομεταφορών. Τα σώματα προσφυγής θα έχουν ως αποστολή τη διενέργεια ενός αρχικού εσωτερικού ελέγχου και θα είναι ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που λαμβάνει ο διευθυντής του οργανισμού προτού επιληφθεί ενδεχομένως του σχετικού θέματος το Πρωτοδικείο. Οι συγκεκριμένοι κανόνες σχετικά με τη σύνθεση και τη διαδικασία που ισχύει για τα σώματα αυτά προσφυγής ορίζονται από το νομοθέτη και συμπληρώνονται ενδεχομένως με εκτελεστικά μέτρα που εγκρίνει η Επιτροπή. Η βασική απαίτηση που πρέπει να τηρείται είναι η ανεξαρτησία των αποφάσεων που λαμβάνουν τα σώματα προσφυγής. Τα κριτήρια επιλογής και διορισμού των μελών τους πρέπει να διασφαλίζουν την τήρηση της απαίτησης αυτής.
γ) Σχέσεις με την Επιτροπή
Η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει για να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσλειτουργίες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να απειλήσουν την ακεραιότητα της ευρωπαϊκής εκτελεστικής λειτουργίας. Εννοείται ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να διαθέτει εξουσία νομικής κηδεμονίας. Με άλλα λόγια η Επιτροπή δεν πρέπει να δίνει εντολές στους ρυθμιστικούς οργανισμούς, να αναιρεί τις επιμέρους αποφάσεις τους ή να επιβάλει την απόσυρση των τελευταίων. Σκοπός είναι μάλλον να υπάρχει ένα σύνολο από σχέσεις συνεκτικότητας οι οποίες θα συνδυάζουν την αυτονομία των οργανισμών με την τελική ευθύνη που φέρει η Επιτροπή στο κοινοτικό σύστημα. Επίσης, η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκεί το ρόλο της ως «θεματοφύλακας» του κοινοτικού δικαίου και συνεπώς να μπορεί να παρεμβαίνει έτσι ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση από τους οργανισμούς των κοινοτικών διατάξεων. Όσον αφορά, για παράδειγμα, την εφαρμογή του καθεστώτος των υπαλλήλων στο προσωπικό του οργανισμού. Εξάλλου, είναι σημαντικό η Επιτροπή να μπορεί να διασφαλίζει ότι η γενική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που προβλέπεται στο άρθρο 317 ΣΛΕΕ, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τις ενέργειες των οργανισμών αυτών.
δ) Έλεγχος
Κατά την ανακοίνωση της Επιτροπής, είναι ζωτικής σημασίας να καταρτισθεί ένα σύστημα κατάλληλου ελέγχου των οργανισμών αυτών. Ο έλεγχος μπορεί να πάρει διάφορες μορφές.
Διοικητικός έλεγχος -Το δίκαιο της ΕΕ επιβάλλει στα όργανα την τήρηση μιας σειράς από υποχρεώσεις που αφορούν τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Δεδομένου ότι οι ρυθμιστικοί οργανισμοί συμμετέχουν ενεργά στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, οι πολίτες και τα κράτη μέλη μπορούν δίκαια να προσδοκούν ότι οι αρχές και οι κανόνες χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για θέματα γλωσσικού καθεστώτος, θα ισχύσουν και για τους οργανισμούς αυτούς. Είναι συνεπώς ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι οργανισμοί αυτοί θα τηρούν παρόμοιες υποχρεώσεις για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Μπορούν να αναφερθούν σχετικά οι αρχές που σχετίζονται με το δικαίωμα ακρόασης και ανταπάντησης των φορέων πριν από την έκδοση αποφάσεων που τους ζημιώνουν, η υποχρέωση αιτιολόγησης των πράξεων, οι διατάξεις σχετικά με τη διαφάνεια και την πρόσβαση στα έγγραφα, οι κανόνες προστασίας των προσωπικών δεδομένων και εμπιστευτικότητας των υποθέσεων, οι διατάξεις για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που ζημιώνει τα συμφέροντα της Ένωσης.
Πολιτικός έλεγχος - Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν έλεγχο πολιτικής φύσης έναντι των ρυθμιστικών οργανισμών. Για το σκοπό αυτό μπορεί να προβλεφθεί οι διευθυντές των οργανισμών να υποβάλλονται σε ακροάσεις ενώπιον των οργάνων αυτών και οι εν λόγω οργανισμοί να καταρτίζουν τακτικές εκθέσεις σχετικά με τη λειτουργία τους. Η ανακοίνωση προβαίνει στον προσδιορισμό των καθηκόντων που πρέπει να έχει το Διοικητικό Συμβούλιο τέτοιων οργανισμών, με την επισήμανση ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θεωρείται σκόπιμο να ορίζει μέλη στο διοικητικό συμβούλιο λόγω της φύσης που διακρίνει τα καθήκοντα των ρυθμιστικών οργανισμών και διότι το Κοινοβούλιο πρέπει να ασκεί εξωτερικό πολιτικό έλεγχο στη δράση τους χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε μορφής ανάμειξη στη διοίκηση των οργανισμών αυτών.
Δικαστικός έλεγχος - Πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι ρυθμιστικοί οργανισμοί τηρούν τις αρχές του θεσμικού συστήματος στο οποίο εντάσσονται όπως επίσης και τις ειδικές ρυθμίσεις που ισχύουν για αυτούς. Έτσι, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα προσφυγής των κρατών μελών στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να διαπιστώνονται ενδεχομένως οι παραβάσεις των αρχών και των κανόνων αυτών από τους οργανισμούς και να ακυρώνονται οι πράξεις που περιέχουν τέτοιες παραβάσεις. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τους οργανισμούς με εξουσία λήψης αποφάσεων, η τήρηση της γενικής αρχής της νομιμότητας εμπεριέχει την απαίτηση να προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής από ενδιαφερόμενους τρίτους στο Πρωτοδικείο ή σε ένα μελλοντικό ειδικευμένο δικαιοδοτικό σώμα για να ζητάται η ακύρωση των αποφάσεων που λαμβάνονται από τον εκάστοτε οργανισμό - αποφάσεων που έχουν ενδεχομένως αναθεωρήσει τα εσωτερικά σώματα προσφυγής - εις βάρος τρίτων καθώς και για να διαπιστώνεται η ανάγκη λήψης αποφάσεων εκ μέρους του οργανισμού αυτού σε περίπτωση αδικαιολόγητου ρυθμιστικού κενού.
ΙΙ. Ίδρυση και καθήκοντα του ACER
Την 13η Ιουλίου 2009, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον κανονισμό 713/2009 για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ και αγγλιστί ACER). Σύμφωνα με το σχετικό ιστορικό που εκτίθεται στο προοίμιο του κανονισμού, με την απόφαση 2003/796/ΕΚ της Επιτροπής συστάθηκε ανεξάρτητη συμβουλευτική ομάδα σε θέματα ηλεκτρικής ενεργείας και αερίου, καλούμενη «Ευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο» (ERGEG), ώστε να διευκολυνθεί η συνεννόηση, ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των ρυθμιστικών φορέων των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των εν λόγω φορέων και της Επιτροπής, με σκοπό την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Η ομάδα απαρτίζεται από εκπροσώπους των εθνικών ρυθμιστικών αρχών που δημιουργήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας, και της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου. Το έργο που επιτέλεσε η ERGEG από τη σύστασή της συνέβαλε θετικά στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζεται ευρέως από τον κλάδο και όπως προτείνει και η ίδια η ERGEG, η εθελοντική συνεργασία εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει πλέον να ενταχθεί σε μια κοινοτική δομή με σαφείς αρμοδιότητες και με εξουσία έκδοσης ατομικών ρυθμιστικών αποφάσεων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 8ης και 9ης Μαρτίου 2007 ζήτησε από την Επιτροπή να προτείνει μέτρα σχετικά με τη σύσταση ανεξάρτητου μηχανισμού συνεργασίας των εθνικών ρυθμιστικών αρχών.
Τελικά ο νομοθέτης της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, κατέληξε με την έκδοση του κανονισμού 713/2009 στην ίδρυση του ΟΣΡΑΕ. Όπως αιτιολογείται στο προοίμιο του κανονισμού «τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται στενά εξαλείφοντας τους φραγμούς στις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου με σκοπό την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής. Ύστερα από εκτίμηση των επιπτώσεων όσον αφορά τους απαιτούμενους πόρους για μια κεντρική οντότητα, διαπιστώθηκε ότι μια ανεξάρτητη κεντρική οντότητα εμφανίζει αρκετά μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες εναλλακτικές δυνατότητες. Κρίνεται σκόπιμο να ιδρυθεί ένας Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας, («ο Οργανισμός») που θα καλύψει το κενό στο ρυθμιστικό πλαίσιο σε κοινοτικό επίπεδο και να συμβάλει στην αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας και φυσικού αερίου. Ο Οργανισμός θα επιτρέψει επίσης στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να ενισχύσουν τη συνεργασία τους με κοινοτική προοπτική και να συμμετάσχουν, επί κοινής βάσεως, στην άσκηση των λειτουργιών της κοινοτικής διάστασης.
Σκοπός του Οργανισμού είναι να βοηθά τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και να συντονίζει τη δράση τους. Είναι όργανο της Ένωσης και διαθέτει νομική προσωπικότητα, εκπροσωπείται δε από το διευθυντή του. Ο Οργανισμός συντίθεται από α) το διοικητικό συμβούλιο, β) το ρυθμιστικό συμβούλιο, γ) το διευθυντή και δ) το συμβούλιο προσφυγών. Οι αρμοδιότητες του Οργανισμού προσδιορίζονται από το άρθρο 4 του κανονισμού. Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός: α) διατυπώνει γνώμες και συστάσεις προς τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς· β)διατυπώνει γνώμες και συστάσεις προς τις ρυθμιστικές αρχές· γ)διατυπώνει γνώμες και συστάσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή· δ)εκδίδει ατομικές αποφάσεις και ε)υποβάλλει στην Επιτροπή μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσιο (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσιο») σύμφωνα με τους κανονισμούς 714/2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και 715/2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου.
Στα καθήκοντα σχετικά με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ο Οργανισμός μεταξύ άλλων εκδίδει ατομικές αποφάσεις σχετικά με τεχνικά ζητήματα, εφόσον αυτές προβλέπονται στην οδηγία 2009/72/ΕΚ, την οδηγία 2009/73/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009. Η έκδοση ατομικών αποφάσεων προβλέπεται επίσης στα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν τους όρους και τις προϋποθέσεις πρόσβασης στις διασυνοριακές υποδομές και περιλαμβάνουν τα εξής: α)διαδικασία για την κατανομή δυναμικότητας· β)χρονικά πλαίσια της κατανομής· γ)κατανομή των προσόδων συμφόρησης και δ)επιβολή τελών στους χρήστες των υποδομών όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ. Παράλληλα, ο Οργανισμός δύναται να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009. Δύναται επίσης να εγκρίνει εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 36 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ, εφόσον η σχετική υποδομή βρίσκεται στην επικράτεια περισσότερων του ενός κρατών μελών.
Κατά των πράξεων του Οργανισμού προβλέπεται η άσκηση προσφυγής τόσο ενώπιον του Συμβουλίου Προσφυγών, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση, η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία, παρότι έχει τον τύπο απόφασης που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η προσφυγή, μαζί με το υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι υποβολής της, υποβάλλεται εγγράφως στον Οργανισμό εντός δύο μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, απουσία κοινοποιήσεως, από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης του Οργανισμού. Τα συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει σχετικά με την προσφυγή εντός δύο μηνών από την υποβολή της. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, εφόσον θεωρεί ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, το συμβούλιο προσφυγών δύναται να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εάν η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει κατά πόσον είναι βάσιμη. Καλεί, όσο συχνά απαιτείται, τους διαδίκους να καταθέσουν παρατηρήσεις σχετικά με κοινοποιήσεις που εκδίδει το ίδιο ή σχετικά με ανακοινώσεις εκ μέρους των άλλων διαδίκων, εντός καθορισμένων προθεσμιών. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να προβούν σε προφορική παρουσίαση. Υπό τους όρους του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο προσφυγών δύναται να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού. Το τελευταίο δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών δημοσιεύονται από τον Οργανισμό. Είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 263 της συνθήκης, κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών ή, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναρμόδιο, κατά αποφάσεων του Οργανισμού. Στην περίπτωση που ο Οργανισμός δεν λάβει απόφαση, είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή λόγω παραλείψεως ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 265 της συνθήκης. Ο Οργανισμός οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου.
Με τον κανονισμό 2019/942, αντικαταστάθηκε ο κανονισμός 713/2009 που θέσπισε τον ACER. Όπως επισημαίνεται στο προοίμιο, η ίδρυση του ACER έχει καταφανώς βελτιώσει τον συντονισμό μεταξύ ρυθμιστικών αρχών όσον αφορά διασυνοριακά ζητήματα. Οι αρχικές του αρμοδιότητες ενισχύθηκαν με νέες που δημιούργησαν οι μεταγενέστερες κανονιστικές πράξεις της ΕΕ. Η βαθιά αλλαγή που χαρακτηρίζει το ενεργειακό σύστημα, λόγω της εκμηδένισης του ανθρακικού αποτυπώματος, αναμένεται να ενισχύσει έτι περαιτέρω τις αρμοδιότητες του οργανισμού. Πράγματι, για τη μεγαλύτερη ολοκλήρωση της αγοράς και την αλλαγή προς περισσότερο μεταβλητή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας απαιτούνται αυξημένες προσπάθειες για τον συντονισμό των εθνικών ενεργειακών πολιτικών με τις γειτονικές χώρες και για την χρήση των δυνατοτήτων των διασυνοριακών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να δοθεί στον ACER ρόλος για την εκπόνηση συντονισμένης ευρωπαϊκής εκτίμησης της επάρκειας των πόρων, σε στενή συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας («ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενέργειας»), με σκοπό να αποφευχθούν τα προβλήματα των κατακερματισμένων εθνικών εκτιμήσεων για τις οποίες ακολουθούνται διαφορετικές ασυντόνιστες μέθοδοι και δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η κατάσταση σε γειτονικές χώρες. Ο ACER θα πρέπει επίσης να εποπτεύει τις τεχνικές παραμέτρους που έχουν εκπονηθεί από το ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενέργειας για αποδοτική συμμετοχή των διασυνοριακών δυναμικοτήτων και για άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά των μηχανισμών δυναμικότητας. Επιπρόσθετα, ο ACER θα πρέπει: 1) να συντονίζει τις εθνικές δράσεις που σχετίζονται με την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων, 2) να εγγυάται τη ρυθμιστική εποπτεία των περιφερειακών κέντρων συντονισμού, όπου είναι απαραίτητο, 3) να ενισχύει τη συνεργασία των ρυθμιστικών αρχών στο επίπεδο της Ένωσης και εν ανάγκη να «συμπληρώνει σε ενωσιακή κλίμακα τα ρυθμιστικά καθήκοντα που έχουν αναλάβει οι ρυθμιστικές αρχές σύμφωνα με την οδηγία 2019/944», 4) να παρακολουθεί την εκτέλεση των καθηκόντων άλλων οντοτήτων με ρυθμιζόμενα καθήκοντα που έχουν ενωσιακή διάσταση, όπως τα χρηματιστήρια ενέργειας.
Στο θεσμικό επίπεδο, αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, ο ACER θα πρέπει να εκδίδει ατομικές αποφάσεις μόνο σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις και για θέματα που συνδέονται αυστηρά με τους σκοπούς για τους οποίους ο ACER έχει ιδρυθεί. Παράλληλα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το πλαίσιο του ACER είναι αποδοτικό και συνεκτικό με άλλους αποκεντρωμένους οργανισμούς, οι κανόνες που διέπουν τον ACER θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με την κοινή προσέγγιση που συμφωνήθηκε μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς (κοινή προσέγγιση). Ωστόσο, στο μέτρο του αναγκαίου, η δομή του ACER θα πρέπει να προσαρμοστεί για να καλύψει τις ειδικές ανάγκες ρύθμισης του κλάδου της ενέργειας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ληφθεί πλήρως υπόψη ο ειδικός ρόλος των ρυθμιστικών αρχών και να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία τους, όπως επίσης και του ACER. Όπως επισημαίνεται, η ανεξαρτησία του ACER έναντι των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και των διαχειριστών των συστημάτων μεταφοράς και διανομής, καθώς και άλλων ιδιωτικών και εταιρικών συμφερόντων, αποτελεί θεμελιώδη αρχή της χρηστής διακυβέρνησης και βασική προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη της αγοράς. Χωρίς να θίγονται τα μέλη του που ενεργούν εξ ονόματος των αντιστοίχων εθνικών τους αρχών, το ρυθμιστικό συμβούλιο θα πρέπει συνεπώς να ενεργεί ανεξάρτητα από τα συμφέροντα της αγοράς, να αποφεύγει τις συγκρούσεις συμφερόντων και να μην επιζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες ούτε συστάσεις από καμία κυβέρνηση κράτους μέλους, από θεσμικά όργανα της Ένωσης ή από άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα ή πρόσωπο. Οι αποφάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου θα πρέπει ταυτόχρονα να τηρούν τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική, όπως την εσωτερική αγορά ενέργειας, το περιβάλλον και τον ανταγωνισμό. Το ρυθμιστικό συμβούλιο θα πρέπει να λογοδοτεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσον αφορά τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις του. Αυτονόητο είναι επίσης ότι όταν ο ACER έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, θα πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους, για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών, το οποίο θα πρέπει μεν να υπάγεται στον ACER αλλά να είναι ανεξάρτητο από τη διοικητική και ρυθμιστική δομή του. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών είναι δυνατόν να προσβληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσον αφορά τις διατάξεις κανονισμού, θα αναφερθούμε συνοπτικά και επιλεκτικά στις νέες ρυθμίσεις που εισάγει ο κανονισμός. Το άρθρο 8 με τίτλο «Καθήκοντα του ACER σχετικά με ορισθέντες διαχειριστές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας» προβλέπει ότι προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι ορισθέντες διαχειριστές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/943 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1222 της Επιτροπής, ο ACER: α)παρακολουθεί την πρόοδο που σημειώνουν οι ορισθέντες διαχειριστές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, β) διατυπώνει συστάσεις προς την Επιτροπή και γ)ζητεί πληροφορίες κατά περίπτωση. Το άρθρο 9 με τίτλο «Καθήκοντα του ACER σχετικά με την επάρκεια της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων» ορίζει ότι ο ACER εγκρίνει και τροποποιεί, όπου είναι αναγκαίο: α) τις προτάσεις για τις μεθοδολογίες και τους υπολογισμούς που σχετίζονται με την εκτίμηση της επάρκειας των πόρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφοι 3, 4, 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943· β)τις προτάσεις για τεχνικές προδιαγραφές για διασυνοριακή συμμετοχή σε μηχανισμούς δυναμικότητας σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943. Παράλληλα, εγκρίνει και τροποποιεί, όπου είναι αναγκαίο, τις μεθοδολογίες για: α) τον προσδιορισμό σεναρίων κρίσης ηλεκτρικής ενέργειας σε περιφερειακό επίπεδο δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/941 και β)για εκτιμήσεις βραχυπρόθεσμης και εποχικής επάρκειας, δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/941. Όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού με αέριο, ο ACER εκπροσωπείται στην ομάδα συντονισμού για το αέριο σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 και εκτελεί τις υποχρεώσεις όσον αφορά τη μόνιμη ικανότητα αμφίδρομης ροής των διασυνδέσεων για το αέριο που καθορίζονται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938. Το άρθρο 12 με τίτλο «Καθήκοντα του ACER σχετικά με την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά», ορίζει ότι προκειμένου να παρακολουθεί αποτελεσματικά την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στην αγορά χονδρικής, ο ACER, σε στενή συνεργασία με τις ρυθμιστικές αρχές και άλλες εθνικές αρχές: α) παρακολουθεί τις χονδρικές αγορές, συλλέγει και ανταλλάσσει στοιχεία και καταρτίζει ευρωπαϊκό μητρώο των παραγόντων της αγοράς σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011· β) διατυπώνει συστάσεις προς την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011· γ) συντονίζει τις έρευνες σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011. Το άρθρο 37 με τίτλο «Καταπολέμηση της απάτης» προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, καθώς και έλεγχο βάσει εγγράφων, σε σχέση με όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, εργολάβους και υπεργολάβους που έχουν λάβει πόρους της Ένωσης από τον ACER. Παράλληλα, η OLAF δύναται να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, με σκοπό να διαπιστωθεί αν υπάρχει απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετικά με επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον ACER, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου. Το άρθρο 42 με τίτλο «Προστασία διαβαθμισμένων και ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών» προβλέπει ότι ο ACER θεσπίζει δικούς τους κανόνες ασφαλείας που είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες ασφαλείας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων περί ανταλλαγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αυτών των πληροφοριών, όπως καθορίζονται στις αποφάσεις (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 και (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής.
ΙΙΙ. Ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων εφαρμογής των ενεργειακών κανόνων
Με πρόσφατη απόφασή του σχετική με απόφαση του ACER που απέρριψε αίτημα απαλλαγής αναφορικά με νέες ηλεκτρικές γραμμές διασύνδεσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 714/2009, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την ένταση του ελέγχου που πρέπει να ασκούν τα συμβούλια προσφυγών των οργανισμών της Ένωσης, όταν αποφαίνονται επί των ασκούμενων ενώπιόν τους προσφυγών. Τα συμβούλια προσφυγών έχουν αναγνωριστεί και σε άλλους οργανισμούς της Ένωσης, όπως είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA), ο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (CPVO). Η διαφορά ανέκυψε από απόφαση του ACER (05/2018) με την οποία ο τελευταίος αρνήθηκε να απαλλάξει την κατασκευή υποδομής σύνδεσης των βρετανικών και των γαλλικών δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ορισμένες υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι κανόνες για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με το άρθρο 19.8 του κανονισμού 713/2009: «1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση που αναφέρεται στα άρθρα 7, 8 ή 9, η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία, παρότι έχει τον τύπο απόφασης που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο». «4. Εάν η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει κατά πόσον είναι βάσιμη. Καλεί, όσο συχνά απαιτείται, τους διαδίκους να καταθέσουν παρατηρήσεις σχετικά με κοινοποιήσεις που εκδίδει το ίδιο ή σχετικά με ανακοινώσεις εκ μέρους των άλλων διαδίκων, εντός καθορισμένων προθεσμιών. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να προβούν σε προφορική παρουσίαση. 5. Υπό τους όρους του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο προσφυγών δύναται να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του Οργανισμού. Το τελευταίο δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών». Σύμφωνα με το άρθρο 20.1: «Είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 230 της συνθήκης, κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών ή, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναρμόδιο, κατά αποφάσεων του Οργανισμού.»
Όσον αφορά τις διατάξεις που διέπουν τη διαφορά, συνοπτικά εκφραζόμενες έχουν ως εξής. Το άρθρο 17 του κανονισμού 714/2009 έχει ως ακολούθως. «1. Οι νέες γραμμές διασύνδεσης συνεχούς ρεύματος είναι δυνατόν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να απαλλάσσονται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, από τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού καθώς και των άρθρων 9, 32 και 37 παράγραφοι 6 και 10 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ, με τους ακόλουθους όρους: α) η επένδυση πρέπει να αυξάνει τον ανταγωνισμό στην προμήθεια ηλεκτρικής ενεργείας· β)ο βαθμός κινδύνου μιας επένδυσης είναι τέτοιος που η επένδυση μπορεί γίνει μόνο εφόσον χορηγηθεί απαλλαγή· γ) η γραμμή διασύνδεσης πρέπει να αποτελεί ιδιοκτησία φυσικού ή νομικού προσώπου διαφορετικού, τουλάχιστον ως προς τη νομική του μορφή, από τους διαχειριστές συστημάτων στα συστήματα των οποίων θα δημιουργηθεί η γραμμή διασύνδεσης· δ)εισπράττονται τέλη από τους χρήστες της εν λόγω γραμμής διασύνδεσης». Κατά το στοιχείο στ): «η απαλλαγή δεν πρέπει να αποβαίνει εις βάρος του ανταγωνισμού ή της ουσιαστικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας ή της αποτελεσματικής λειτουργίας του ελεγχόμενου συστήματος με το οποίο συνδέεται η γραμμή διασύνδεσης». Κατά το ίδιο άρθρο η απόφαση απαλλαγής λαμβάνεται από τις ρυθμιστικές αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Ωστόσο, εάν όλες οι ενδιαφερόμενες ρυθμιστικές αρχές δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμφωνία εντός έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης απαλλαγής, η απόφαση λαμβάνεται από τον Οργανισμό.
Όσον αφορά το ιστορικό της διαφοράς, συνοπτικά εκφραζόμενο έχει ως εξής: η Aquind Ltd, ανώνυμη εταιρία συσταθείσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι φορέας υλοποίησης ενός έργου ηλεκτρικής γραμμής διασύνδεσης που συνδέει τα βρετανικά και γαλλικά δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Στις 17 Μαΐου 2017, η Aquind υπέβαλε αίτημα απαλλαγής για τη γραμμή διασύνδεσης Aquind στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι δύο αυτές αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία επί του αιτήματος απαλλαγής, οπότε το διαβίβασαν, αντιστοίχως, στις 29 Νοεμβρίου και στις 19 Δεκεμβρίου 2017, στον ACER, προκειμένου αυτός να λάβει την απόφαση. Στις 26 Απριλίου 2018, η γραμμή διασύνδεσης Aquind χαρακτηρίστηκε ως έργο κοινού ενδιαφέροντος. Με την απόφαση 05/2018 της 19ης Ιουνίου 2018, ο ACER απέρριψε το αίτημα απαλλαγής. Κατά τον ACER, καίτοι η Aquind πληρούσε τις αναγκαίες για τη χορήγηση απαλλαγής προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ έως στʹ, του κανονισμού 714/2009, δεν πληρούσε, εντούτοις, την προϋπόθεση του στοιχείου βʹ της ίδιας διάταξης. Ειδικότερα, ο ACER επισήμανε ότι, τον Απρίλιο του 2018, η γραμμή διασύνδεσης είχε χαρακτηρισθεί ως έργο κοινού ενδιαφέροντος, και, ως εκ τούτου, η Aquind θα μπορούσε να είχε ζητήσει την εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού 347/2013, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα διασυνοριακού επιμερισμού του κόστους, πλην όμως δεν το έπραξε. Επίσης, ο ACER έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να είναι διαθέσιμη για τη γραμμή διασύνδεσης Aquind χρηματοοικονομική στήριξη προβλεπόμενη από το ρυθμιζόμενο καθεστώς. Εξ αυτού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με την απαιτούμενη βεβαιότητα την ύπαρξη κινδύνου οφειλόμενου στην έλλειψη χρηματοοικονομικής στήριξης μέσω του ρυθμιζόμενου καθεστώτος. Τέλος, έκρινε ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με τα έσοδα, ο εξαιρετικός κίνδυνος που συνδέεται με την αγορά, ο κίνδυνος που συνδέεται με τον άμεσο ανταγωνισμό με τις λοιπές γραμμές διασύνδεσης και με την αβεβαιότητα ως προς τα έσοδα από τη συμφόρηση, ο κίνδυνος αποκοπής του βρετανικού δικτύου, ο κίνδυνος που συνδέεται με την κατασκευή της γραμμής διασύνδεσης Aquind καθώς και οι πολιτικοί και μακροοικονομικοί κίνδυνοι που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το Brexit δεν αρκούσαν ή δεν είχαν αποδειχθεί.
Στις 17 Αυγούστου 2018, η Aquind άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του ACER ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο, με την απόφασή του A‑001‑2018 της 17ης Οκτωβρίου 2018, επικύρωσε την απόφαση του ACER. Η Aquind άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών του ACER. Στις 27 Ιανουαρίου 2021, ο ACER άσκησε αναίρεση, ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρωταρχικό ζητούμενο ήταν η ένταση του δικαστικού ελέγχου, υπό την έννοια εάν ο έλεγχος αυτός πρέπει ή όχι να περιορίζεται στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.
Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή το στις 9 Μαρτίου 2023. Η απόφαση του Δικαστηρίου ξεκινά με αναφορά στη νομολογία του για την ερμηνεία μιας ασαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με την οποία για την ερμηνεία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος.
Όσον αφορά την ένταση του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει ο συμβούλιο προσφυγών του ACER, κατ’ αρχάς από το γράμμα των διατάξεων των άρθρων 18 και 19 του κανονισμού 713/2009, σχετικά με τη σύνθεση, την οργάνωση και τις εξουσίες του συμβουλίου προσφυγών, δεν προκύπτει ρητώς ότι ο έλεγχός του επί των αποφάσεων του ACER που προϋποθέτουν εκτιμήσεις επί περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων περιορίζεται στο έλεγχο του προδήλου σφάλματος. Δεύτερον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη σύσταση του συμβουλίου προσφυγών, διαπιστώνεται ότι η σύστασή του εντάσσεται σε μια σφαιρική προσέγγιση, την οποία προέκρινε ο νομοθέτης της Ένωσης, με σκοπό τη θέσπιση εντός των οργανισμών της Ένωσης οργάνων προσφυγής οσάκις στους οργανισμούς αυτούς έχει ανατεθεί εξουσία λήψεως αποφάσεως επί περίπλοκων τεχνικών ή επιστημονικών ζητημάτων η οποία μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων.
Εν συνεχεία, η απόφαση με βάση και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα προβαίνει στην περιγραφή των κοινών χαρακτηριστικών που έχουν τα διάφορα όργανα προσφυγής, όσον αφορά τη δομή, τη λειτουργία και τις εξουσίες του. Ειδικότερα, τα συμβούλια προσφυγών αποτελούν όργανα διοικητικής επανεξετάσεως, εσωτερικά των οργανισμών. Διαθέτουν ορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας, επιτελούν οιονεί δικαστικό έργο μέσω κατ’ αντιπαράσταση διαδικασιών και απαρτίζονται από νομικούς και τεχνικούς εμπειρογνώμονες, όπερ ενισχύει την ικανότητά τους να κρίνουν προσφυγές κατά αποφάσεων με έντονο συνήθως τεχνικό χαρακτήρα. Προσφυγή ενώπιόν τους μπορούν να ασκήσουν οι αποδέκτες των αποφάσεων των οργανισμών στους οποίους υπάγονται, καθώς και τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν άμεσα και ατομικά. Εξάλλου, ελέγχουν τις αποφάσεις οι οποίες παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων και για τις οποίες τους παρέχει αρμοδιότητα η πράξη του παράγωγου δικαίου βάσει της οποίας συνιστώνται. Τέλος, αποτελούν έναν ταχύ, προσιτό, εξειδικευμένο και ολιγοδάπανο μηχανισμό για την προστασία των δικαιωμάτων των αποδεκτών των εν λόγω αποφάσεων και των προσώπων τα οποία αυτές αφορούν.
Αναφορικά με το συμβούλιο προσφυγών του ACER, η εφαρμοστέα διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δεν διέπεται από άλλους κανόνες πλην αυτών του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο του 1, ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση που αναφέρεται στα άρθρα 7 έως 9 του ίδιου κανονισμού η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο. Aπό το εν λόγω άρθρο 19 δεν προκύπτει ότι η προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών υπόκειται σε περαιτέρω προϋποθέσεις παραδεκτού. Η εκτίμηση αυτή επιρρωνύεται από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 713/2009, το οποίο ορίζει ότι στην προσφυγή πρέπει να εκτίθενται οι λόγοι υποβολής της, χωρίς να διακρίνει, ως προς τους λόγους οι οποίοι πρέπει ως εκ τούτου να προβληθούν προς στήριξη της προσφυγής, μεταξύ νομικών και πραγματικών ισχυρισμών. Επιπρόσθετα, το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009, από έξι μέλη και έξι αναπληρωτές που επιλέγονται μεταξύ εν ενεργεία ή πρώην ανώτατων υπαλλήλων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, των αρχών ανταγωνισμού ή άλλων εθνικών ή θεσμικών οργάνων της Ένωσης με κατάλληλη πείρα στον τομέα της ενέργειας. Η σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών πληροί, συνεπώς, τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση πλήρους ελέγχου των αποφάσεων του ACER. Η απαίτηση περί προηγούμενης πείρας των μελών του στον τομέα της ενέργειας εξηγείται από το ότι διαθέτουν ή οφείλουν να διαθέτουν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για την εις βάθος εξέταση των προσφυγών. Κατά συνέπεια, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη ώστε να μπορεί να προβαίνει το ίδιο σε εκτιμήσεις που αφορούν περίπλοκα πραγματικά στοιχεία τεχνικής και οικονομικής φύσεως στον τομέα της ενέργειας. Επομένως, από τις διατάξεις σχετικά με την οργάνωση και τις εξουσίες του συμβουλίου προσφυγών προέκυπτε ότι αυτό δεν είχε συσταθεί με σκοπό να αρκείται στον περιορισμένο έλεγχο περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως.
Η προσέγγιση αυτή γίνεται πιο κατανοητή εάν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της εντάσεως του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής στη διοίκηση. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι ορθά το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι η νομολογία σχετικά με τον περιορισμένο χαρακτήρα του ελέγχου τον οποίον ασκεί ο δικαστής της Ένωσης στις περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής, επιστημονικής και οικονομικής φύσεως δεν έχει εφαρμογή στα όργανα προσφυγής των οργανισμών της Ένωσης. Εάν γινόταν δεκτό ότι ο έλεγχος τον οποίον ασκεί το συμβούλιο προσφυγών είναι περιορισμένος όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στις αποφάσεις του ΑCER περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής και οικονομικής φύσεως, τούτο θα σήμαινε ότι ο δικαστής της Ένωσης θα ασκούσε περιορισμένο έλεγχο επί αποφάσεως η οποία θα ήταν και η ίδια προϊόν περιορισμένου ελέγχου. Συνεπώς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εντεύθεν ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν θα παρείχε τις εγγυήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας της οποίας πρέπει να απολαύουν οι επιχειρήσεις που υπέβαλαν δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 714/2009 αίτημα απαλλαγής το οποίο απορρίφθηκε. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω όργανα προσφυγής αποτελoύν πρόσφορο μέσο για την προστασία των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων σε ένα πλαίσιο όπου, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι οι αρχές της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά τα άκρως περίπλοκα πραγματικά στοιχεία επιστημονικού και τεχνικού χαρακτήρα, προκειμένου να καθορίσουν τη φύση και την έκταση των μέτρων που λαμβάνουν, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η άσκηση της εν λόγω εξουσίας ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν οι αρχές της Ένωσης υπερέβησαν προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν.
IV. Συμπέρασμα
Ο αυτοπεριορισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον έλεγχο του πρόδηλου σφάλματος που διαπράττει η διοίκηση, όταν λαμβάνει αποφάσεις τεχνικού χαρακτήρα, επιβάλλει τη θέσπιση συμβουλίων προσφυγής, τα οποία λόγω της ειδικής γνώσης που διαθέτουν τα μέλη τους μπορούν να ελέγξουν σε βάθος τις εν λόγω αποφάσεις της διοίκησης. Αυτό αφορά κατ’ εξοχήν τους ρυθμιστικούς οργανισμούς που έχουν δημιουργηθεί από το νομοθέτη της Ένωσης, οι οποίοι καλούνται να πάρουν αποφάσεις που ενδεχομένως ζημιώνουν τρίτους. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται και ο ACER, οι αρμοδιότητες του οποίου διαρκώς διευρύνονται, κάτι που επιβάλλει να αναγνωριστεί στο σχετικό συμβούλιο προσφυγών αρμοδιότητα πλήρους ελέγχου για τις ατομικές αποφάσεις που λαμβάνει, στο όνομα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα