Κείμενο
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ανάλογα με την συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και η σύμβαση διανομής είναι δυνατόν να έχουν ορισμένη ή αόριστη διάρκεια. Στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου η διάρκεια του ενοχικού δεσμού είναι συμβατικώς καθορισμένη και τα μέρη έχουν ρητά ή σιωπηρά ορίσει το χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης, συμφωνώντας ότι με την πάροδο του εν λόγω χρονικού σημείου λήξης η σύμβαση θα λυθεί αυτοδικαίως, ενώ στις συμβάσεις αορίστου χρόνου η διάρκεια του ενοχικού δεσμού δεν έχει συμβατικώς ορισθεί και ούτε προκύπτει από το είδος ή τον σκοπό της σύμβασης. Η σημαντικότερη πρακτική διαφορά των δύο αυτών μορφών συμβάσεων αφορά στον τρόπο λύσης τους διά καταγγελίας. Κατά κανόνα, οι συμβάσεις εμπορι
Σελ. 1168 κής αντιπροσωπείας και διανομής αορίστου χρόνου λύονται με την άσκηση τακτικής καταγγελίας, ενώ οι συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής ορισμένου χρόνου με την άσκηση έκτακτης καταγγελίας.
2. Ειδικά περί της τακτικής καταγγελίας στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής αορίστου χρόνου
Η τακτική καταγγελία επιφέρει τα αποτελέσματά της, ήτοι την λύση του ενοχικού δεσμού, μόνο εφόσον παρέλθει ορισμένη προθεσμία από τότε που θα κοινοποιηθεί στον καθ’ ου αυτή απευθύνεται.
Στις συμβάσεις απλής διανομής αορίστου χρόνου, οι οποίες ρυθμίζονται από τις περί εντολής διατάξεις των άρθρων ΑΚ 713 επ., εφόσον η νομολογία δεν δέχεται την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 219/1991, η άσκηση της τακτικής καταγγελίας λύνει την σύμβαση μετά την παρέλευση «εύλογου» χρόνου. Εκτός και αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, ο χαρακτηρισμός μιας προθεσμίας ως «εύλογης» κρίνεται in concreto, βάσει μιας σωρείας κριτηρίων, το σημαντικότερο των οποίων είναι το χρονικό διάστημα που διήρκησε η σύμβαση.
Ειδικά για τις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου, στις οποίες εφαρμόζονται ευθέως οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991, και για τις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής αορίστου χρόνου, στις οποίες χωρεί η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 219/1991, προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ανωτέρω νομοθετήματος ότι προκειμένου η τακτική καταγγελία να παραγάγει τα αποτελέσματά της θα πρέπει να παρέλθει εύλογη προθεσμία που διαφοροποιείται ανάλογα με την διάρκεια της σύμβασης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται προθεσμία καταγγελίας ενός μηνός για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μηνών από την αρχή του δευτέρου έτους, τριών μηνών από την αρχή του τρίτου έτους, τεσσάρων μηνών από την αρχή του τέταρτου έτους, πέντε μηνών από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μηνών από την αρχή του έκτου έτους και για όλα τα επόμενα έτη. Δεν είναι δε δυνατό να οριστούν μικρότερες προθεσμίες με συμφωνία των συμβαλλομένων, είναι όμως δυνατό να οριστούν μεγαλύτερες.
Με την πρόβλεψη των ανωτέρω ειδικών προθεσμιών άσκησης τακτικής καταγγελίας ο νομοθέτης αποσκοπεί στο να παρέχει στον «αδύναμο» συμβαλλόμενο επαρκή χρόνο για να προετοιμάσει την επαγγελματική του δραστηριότητα για τον μετά την λύση της σύμβασης χρόνο. Η εν λόγω νομοθετική πρό
Σελ. 1169βλεψη είναι αναγκαία για την προστασία των συμβαλλομένων μερών και ειδικά του εμπορικού αντιπροσώπου και του διανομέα, που συνήθως θεωρούνται οι αδύναμοι συμβαλλόμενοι, ώστε να αποτραπεί τυχόν αιφνιδιασμός τους και να τους παρέχεται η δυνατότητα έγκαιρης και αποτελεσματικής επαγγελματικής προετοιμασίας τους για τη σύναψη νέων συνεργασιών, σε αντικατάσταση της καταγγελθείσας.
3. Ειδικά περί άκαιρης τακτικής καταγγελίας - ορισμός και αποτελέσματα της άσκησής της στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής
Σύμφωνα με τη νομολογία, ως άκαιρη λογίζεται η καταγγελία που «ασκείται σε μη δικαιολογούμενο -βάσει της αρχής της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών- χρονικό σημείο, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον αντισυμβαλλόμενο του καταγγέλλοντος (ΑΠ 94/2016 δημοσιευθείσα εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 496/2011 ΕΕμπΔ 2011, 355). Στο πλαίσιο αυτό, άκαιρη τυγχάνει η καταγγελία, η οποία χωρεί σε χρόνο, καθ' ον η διατήρηση της λειτουργίας της συμβάσεως έχει ιδιαίτερη σημασία για τον αντισυμβαλλόμενο, συνεπάγεται δε γι' αυτόν θετική ζημία ή διαφυγόντα κέρδη, ευλόγως προσδοκώμενα λόγω των ειδικών περιστάσεων σε συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1323/2014 ΕΕμπΔ 2015, 619, ΕφΠατρ 145/2018 δημοσιευθείσα εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 234/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015, 523, ΕφΘεσ 2538/2014 ΕπισκΕΔ 2015, 538), ή λαμβάνει χώρα άνευ συμφέροντος για τον καταγγέλλοντα και την επιχειρηματική του δράση και, εκ παραλλήλου, εκθέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα συμφέροντα του αποδέκτη της καταγγελίας.».
Στις περισσότερες περιπτώσεις, στη πράξη, η άσκηση άκαιρης τακτικής καταγγελίας ζημιώνει τον καθ’ ου όταν αυτός δεν πρόλαβε να αποσβέσει τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις του ή όταν δεν είχε αρκετό χρόνο για να βρει έναν νέο κατάλληλο εμπορικό συνεργάτη.
Κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, η άσκηση καταγγελίας χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του κύρους της, ήτοι η άσκηση άκαιρης (ή καταχρηστικής ή άνευ σπουδαίου λόγου) καταγγελίας, γεννά μεν υποχρέωση αποζημίωσης εις βάρος τού παρανόμως καταγγέλλοντος, αλλά πάντως λύνει την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής.
Σελ. 1170 Δυνάμει των διατάξεων των άρθρων ΑΚ 297 και 298, η αξίωση του καθ' ου η άκαιρη τακτική καταγγελία για την ανόρθωση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας τής εις βάρος του άσκησής περιλαμβάνει τόσο την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (λ.χ. αναπόσβεστες δαπάνες που έγιναν καθ' υπόδειξη ή με την έγκριση του καταγγέλλοντος και τυχόν ζημία που υπέστη στο πλαίσιο καλόπιστης εκτέλεσης της σύμβασης) όσο και το διαφυγόν κέρδος του, ήτοι «το κέρδος που προσδοκά με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, με εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια».
4. Οι νομολογιακές θέσεις ως προς τη φύση της ευθύνης από την άσκηση άκαιρης καταγγελίας
Για την γέννηση της αξίωσης ανόρθωσης της ζημίας που υπέστη ο καθ’ ου η άκαιρη καταγγελία εμπορικός αντιπρόσωπος ή διανομέας απαιτείται η ύπαρξη: α) νόμιμου λόγου ευθύνης, β) υπαιτιότητας και γ) ζημίας που να συνδέεται αιτιωδώς με τον νόμιμο λόγο ευθύνης. Ο νόμιμος λόγος ευθύνης μπορεί να έγκειται είτε στην υπαίτια παράβαση συμβατικής υποχρέωσης είτε στην τέλεση αδικοπραξίας, ενώ η ζημία του αντιπροσώπου ή διανομέα συνδέεται αιτιωδώς με τον νόμιμο λόγο ευθύνης μόνο εάν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την αδικοπρακτική ή αντισυμβατική συμπεριφορά του αντιπροσωπευομένου ή παραγωγού/προμηθευτή, ήτοι μόνο εάν η εν λόγω συμπεριφορά είναι κατ' αντικειμενική εκτίμηση ικανή, σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει την συγκεκριμένη ζημία που ο εμπορικός αντιπρόσωπος ή διανομέας υπέστη.
Αν και η νομιμότητα της εν λόγω αξίωσης δεν αμφισβητείται, η νομική θεμελίωσή της παρουσιάζει δυσκολίες. Συγκεκριμένα, η νομολογία φαίνεται να διχάζεται ως προς την νομική βάση, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση αποζημίωσης της ζημίας του εμπορικού αντιπροσώπου και του διανομέα, στην περίπτωση που ασκηθεί άκαιρη καταγγελία από τον αντιπροσωπευόμενο ή τον παραγωγό.
Σύμφωνα με μία νομολογιακή θέση, η άσκηση άκαιρης καταγγελίας γεννά μόνο ενδοσυμβατική ευθύνη του καταγγέλλοντος αντιπροσωπευομένου ή παραγωγού/προμηθευτή. Συγκεκριμένα, έχει γίνει δεκτό στη νομολογία ότι «... μόνο συμβατική ευθύνη απορρέει από την άκαιρη ή αντίθετη προς τη συμφωνία των μερών, αλλά όχι καταχρηστική, καταγγελία, η οποία χωρίς και πάλι να είναι άκυρη, δημιουργεί ωστόσο για τον καταγγέλλοντα υποχρέωση αποζημίωσης του άλλου μέρους για τη μη εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 979/2014, ΑΠ 697/2012, ΑΠ 390/2004, ΑΠ 849/2002, ΑΠ 588/2002)».
Στο ίδιο πλαίσιο, έχει γίνει δεκτό ότι η άσκηση άκαιρης καταγγελίας από τον αντιπροσωπευόμενο γεννά το δικαίωμα του εμπορικού αντιπροσώπου «...να προβάλλει αξιώσεις αποκατάστασης της προκληθείσας σε αυτόν ζημίας, με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη του καταγγέλλοντος...».
Ομοίως, έγινε δεκτό ότι «...η αιφνίδια και άκαιρη καταγγελία παρέχει στον διανομέα το δικαίωμα για αποζημίωση από την μεταξύ τους σύμβαση...».
Έτσι και η ΑΠ 852/2015, η οποία απεφάνθη επί διαφοράς που ανέκυψε στο πλαίσιο σύμβασης αποκλειστικής διανομής αορίστου χρόνου, επί της οποίας σύμβασης εφαρμόζονταν αναλογικώς οι διατάξεις των άρθρων του ΠΔ 219/1991. Στην εν λόγω περίπτωση, η μη ομαλή εξέλιξη της συνεργασίας των μερών ώθησε την εναγόμενη και αναιρεσίβλητη να προβεί σε τακτική καταγγελία της σύμβασης, χωρίς ωστόσο να τηρήσει τις προθεσμίες που προβλέπονται από την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΠΔ 219/1991. Το δικαστήριο, δεχόμενο ότι η ως άνω καταγγελία είναι άκαιρη, έκρινε ότι: «Η επικαλούμενη δε, επικουρικά, από τον ενάγοντα, μη τήρηση της εξάμηνης προθεσμίας καταγγελίας από την πρώτη εναγόμενη δεν καθιστά
Σελ. 1171την καταγγελία άκυρη, ούτε παράνομη, αλλά δημιουργεί υποχρέωση αυτής προς αποζημίωση του, λόγω μη εκπλήρωσης προς αυτόν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας των υποχρεώσεων της, που απορρέουν από τη σύμβαση της αποκλειστικής διανομής, η παράβαση δε της συμβατικής αυτής υποχρέωσής της, δεν συνιστά από μόνη της αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, αφού η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή, χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση δεν είναι παράνομη.».
Με την ανωτέρω νομολογιακή θέση φαίνεται να γίνεται δεκτό ότι καθεαυτή η άσκηση άκαιρης τακτικής καταγγελίας παράγει συμβατική μόνο ευθύνη, καθώς -είτε ευθέως είτε περιφραστικά- φαίνεται να αποκλείεται στη περίπτωση αυτή η αδικοπρακτική ευθύνη.
Από έτερη, ωστόσο, νομολογιακή θέση φαίνεται να γίνεται δεκτό ότι η άκαιρη καταγγελία γεννά καθεαυτή (και) αδικοπρακτική ευθύνη στο πρόσωπο του καταγγέλλοντος αντιπροσωπευομένου ή παραγωγού/προμηθευτή. Κατά την εν λόγω άποψη «... η άκαιρη και χωρίς σπουδαίο λόγο γενομένη τακτική καταγγελία, η οποία προκαλεί αιτιωδώς ζημία στον αποδέκτη αυτής αντισυμβαλλόμενο, στοιχειοθετεί αδικοπρακτική ευθύνη του καταγγέλλοντος (κατά τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 281 και 914 ΑΚ), ενώ αντιθέτως τέτοια ευθύνη δεν στοιχειοθετείται, εάν ο καταγγέλλων επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδρομή σπουδαίου λόγου».
Σημειώνεται ότι από τη λεκτική διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων που υιοθέτησαν την ως άνω θέση περί ύπαρξης αδικοπρακτικής ευθύνης στις περιπτώσεις άσκησης άκαιρης καταγγελίας δεν διευκρινίζεται εάν δέχονται ότι γεννάται αποκλειστικά αδικοπρακτική ευθύνη ή εάν δέχονται ότι υφίσταται συρροή αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης. Με δεδομένο ωστόσο ότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό, οι συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής διέπονται και ρυθμίζονται συμπληρωματικά από τις περί εντολής διατάξεις των άρθρων ΑΚ 713 επ. και, συνεπώς, από τις διατάξεις περί λύσης αυτής, συμπεριλαμβανομένης και της ΑΚ 725 (η δεύτερη παράγραφος της οποίας αναφέρεται στην άκαιρη και άνευ σπουδαίου λόγου τακτική καταγγελία), θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο πως η εν λόγω νομολογιακή θέση δέχεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη του ακαίρως καταγγέλλοντος συρρέει σε κάθε περίπτωση με την δεδομένη και παράλληλη ενδοσυμβατική του ευθύνη, όπως η τελευταία πηγάζει από την ΑΚ 725 παρ. 2.
Επισημαίνεται παρενθετικά ότι το γεγονός ότι κάποιες από τις ανωτέρω αποφάσεις αναφέρονται σε «άκαιρη» τακτική καταγγελία, ενώ άλλες σε «άκαιρη και χωρίς σπουδαίο λόγο» τακτική καταγγελία, δεν αναιρεί την ως άνω νομολογιακή αντίφαση, δεδομένου ότι η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δεν ακυρώνει τον «άκαιρο» χαρακτήρα μιας ασκηθείσας τακτικής καταγγελίας, αλλά απλώς τον δικαιολογεί και αποκλείει τις συνέπειες του. Κατά την έννοια λοιπόν αυτή, όλες ανεξαιρέτως οι εν λόγω αποφάσεις, ανεξαρτήτως της διατύπωσης που χρησιμοποιούν, αναφέρονται ούτως ή άλλως σε περιπτώσεις άσκησης άκαιρης και άνευ σπουδαίου λόγου τακτικής καταγγελίας.
Από την επισκόπηση των ανωτέρω νομολογιακών θέσεων φαίνεται να προκύπτουν αντιφατικές παραδοχές ως προς το ζήτημα αν η άσκηση άκαιρης -και άνευ σπουδαίου λόγου- τακτικής καταγγελίας στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπίας και διανομής προκαλεί, καθαυτή, ενδοσυμβατική -και μόνο- ευθύνη του καταγγέλλοντος αντιπροσωπευομένου ή του καταγγέλλοντος παραγωγού/προμηθευτή ή αν η άσκησή της προκαλεί παράλληλα από μόνη της (καθαυτή) και αδικοπρακτική ευθύνη.
5. Η προτεινόμενη ερμηνεία
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η θέση της ελληνικής νομολογίας για το υπό κρίση ζήτημα δεν φαίνεται έως και σήμερα να έχει παγιωθεί, με αποτέλεσμα να κρίνεται τούτο κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης καθορίζεται, κάθε φορά, ανάλογα με την άποψη που επιλέγει να εφαρμόσει το δικαστήριο επί της εκάστοτε περίπτωσης. Αν το δικαστήριο δεχθεί την δεύτερη από τις ανωτέ
Σελ. 1172 ρω απόψεις, δικαιούται να επιδικάσει στον εμπορικό αντιπρόσωπο και στον διανομέα τόσο την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του όσο και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη εξαιτίας της άκαιρης και άνευ σπουδαίου λόγου καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή διανομής, ενώ, αν δεχθεί την πρώτη από τις ανωτέρω απόψεις, δικαιούται να επιδικάσει στον αντιπρόσωπο και τον διανομέα μόνο την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του και όχι την χρηματική ικανοποίηση της τυχόν ηθικής βλάβης του. Η εν λόγω νομολογιακή ασάφεια δημιουργεί μια δικαιολογημένη ανασφάλεια, αφού δεν νοείται να διαφοροποιείται το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης ανάλογα με την άποψη που επιλέγει να εφαρμόσει το δικαστήριο στην εκάστοτε περίπτωση.
Κατά την κρίση μας, δικαιοπολιτικά ορθότερο και δογματικά συνεπέστερο είναι να υιοθετηθούν με σαφήνεια και πληρότητα (και) στο εν λόγω ζήτημα της άκαιρης και άνευ σπουδαίου λόγου τακτικής καταγγελίας των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής τα κριτήρια που ο Άρειος Πάγος έθεσε για τις περιπτώσεις συρροής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης ήδη με την ΑΠ Ολ 967/1973, με την οποία έγινε δεκτό ότι «υπαίτιος ζημιογόνος πραξις ή παράλειψις δι’ ης παραβιάζεται σύμβασις, δύναται πέραν τής εκ τής συμβάσεως αξιώσεως να έπιστηρίξη και τοιαύτην εξ αδικοπραξίας, εάν και άνευ της συμβατικής σχέσεως διαπραττομένη θα ήτο παράνομος ως αντικειμένη εις το υπό του δικαίου, κατ’ άρθρ. 914 ΑΚ, επιβαλλόμενον γενικόν καθήκον του υπαιτίως μη ζημιούν άλλον, μη απαιτουμένου προς τούτο άλλου τίνος στοιχείου». Η ανωτέρω γενική αρχή, όπως εν συνεχεία εξειδικεύτηκε από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, υιοθετεί ασφαλή και εναργή κριτήρια οριοθέτησης της συρροής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, κυριότερο των οποίων είναι να συνιστά η ελεγχόμενη ενέργεια μία πράξη παράνομη καθαυτή, η οποία, δηλαδή, θα ήταν παράνομη ακόμη κι αν είχε διαπραχθεί χωρίς να υφίστατο η συμβατική σχέση.
Το κριτήριο αυτό, μεταφερόμενο στο νομικό πεδίο της άκαιρης και χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και της σύμβασης διανομής από τον αντιπροσωπευόμενο και τον προμηθευτή αντιστοίχως, θα μπορούσε να περιορίσει στο προσήκον μέτρο τις περιπτώσεις παράλληλης κατάγνωσης (και) αδικοπρακτικής ευθύνης, όπως λ.χ. όταν ο καταγγέλλων αντιπροσωπευόμενος, έχοντας αποφασίσει να καταγγείλει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, αφήνει δολίως τον εμπορικό αντιπρόσωπό του να ολοκληρώσει εκτεταμένο και πολυδάπανο πρόγραμμα διαφήμισης και προβολής των προϊόντων στα οποία αφορά η εν λόγω σύμβαση και, αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του, προβαίνει στην άσκηση άκαιρης και άνευ σπουδαίου λόγου καταγγελίας, εκθέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον αντιπρόσωπό του στο καταναλωτικό κοινό, στο οποίο ο ίδιος προβλήθηκε ως αντιπρόσωπος των προϊόντων αυτών.
Υπό τα δεδομένα αυτά θεωρούμε ότι θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η άκαιρη καταγγελία δεν παράγει μεν καθαυτή -και άνευ άλλων συντρεχουσών περιστάσεων- αδικοπρακτική ευθύνη, αλλά, εφόσον συντρέχουν πρόσθετες προϋποθέσεις, όπως σε όλες τις περιπτώσεις της συρροής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, μπορεί αυτή να συνιστά και αδικοπραξία, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χρηματική ικανοποίηση της τυχόν ηθικής βλάβης του αντιπροσώπου και του διανομέως.