Κείμενο
Η απόφαση της υπόθεσης C-436/22 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην ερμηνεία και εφαρμογή της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Η υπόθεση αυτή επικεντρώνεται στον λύκο (Canis lupus), ένα είδος που απολαμβάνει αυστηρή προστασία στο πλαίσιο της Οδηγίας.
Ακολουθεί μια αναλυτικότερη παρουσίαση των βασικών σημείων της απόφασης:
Ιστορικό και Νομικό Πλαίσιο
Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, γνωστή και ως «Οδηγία για τους Οικοτόπους», στοχεύει στη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας μέσω της προστασίας φυσικών οικοτόπων και των ειδών που ζουν σε αυτούς. Ένα από τα είδη που προστατεύονται αυστηρά από την Οδηγία είναι ο λύκος, που θεωρείται κρίσιμο για την ισορροπία των οικοσυστημάτων.
Η Οδηγία για τους οικοτόπους αφορά στον καθορισμό Ειδικών Ζωνών Διατήρησης (ΕΖΔ).
Το δε άρθρο 3 της Οδηγίας προβλέπει την υπόδειξη από τα κράτη-μέλη των ΕΖΔ και την ένταξή τους σε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο, γνωστό ως Natura 2000. Το δεύτερο βασικό σημείο της 92/43 αφορά στην προστασία των ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Εμπεριέχονται στις ΕΖΔ και τα φυσικά πάρκα.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1γ΄ της Οδηγίας, το ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 περιλαμβάνει τις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) που έχουν χαρακτηριστεί σύμφωνα με τη 92/43, αλλά και τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ, ενώ οι υποχρεώσεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 6, εφαρμόζονται από κοινού στις ΕΖΔ και στις ΖΕΠ (άρθρο 7).
Προβλέπονται έτσι συνοπτικώς: α) Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για την ορνιθοπανίδα, οριοθετούμενες βάσει της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και β) Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), βάσει και των Παραρτημάτων Ι-ΙΙ-ΙΙΙ. Οι ΖΕΠ και οι ΕΖΔ (Ειδικές Ζώνες Διατήρησης) που κηρύσσονται από τα κράτη μέλη συνιστούν το δίκτυο Natura 2000, ενώ για τους ΤΚΣ απαιτείται επιστημονική αξιολόγηση και αντίστοιχη διαπραγμάτευση με την Επιτροπή. Το άρθρο 4 παρ. 4 της Οδηγίας ορίζει ότι, όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ), υπ’ αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε δυνάμει της διαδικασίας της παρ. 2, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ) το ταχύτερο δυνατόν – και το αργότερο μέσα σε μια εξαετία – καθορίζοντας παράλληλα τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάστασή τους, σε «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης», ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.
Πυρηνική για τη Δέουσα Εκτίμηση είναι η «ακεραιότητα του τόπου» που δεν πρέπει να παραβλάπτεται. Ταυτόχρονα, σκοπείται η διατήρησή του σε «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης». Τα κριτήρια αυτά στη διαδικασία αποτιμώνται με οικολογικά και λοιπά εξω-νομικά, επιστημονικά δεδομένα και στοιχεία. Η ακεραιότητα του τόπου συνιστά μία έννοια που εξειδικεύεται in concreto, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του εκάστοτε οικοτόπου και αφορά στα οικολογικά του χαρακτηριστικά και μόνον.
Η συγκεκριμένη υπόθεση έφτασε στο ΔΕΕ μέσω προδικαστικής παραπομπής από ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο είχε αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 2, 4, 11, 12, 14, 16 και 17 της Οδηγίας. Το βασικό ερώτημα ήταν κατά πόσον η θηρευτική εκμετάλλευση του λύκου είναι συμβατή με τις διατάξεις της Οδηγίας, δεδομένης της κατάστασης διατήρησης του είδους.
Όπως ειπώθηκε και ως άνω, παγίως γίνεται δεκτό ότι πρωταρχικό κριτήριο για να αποφανθούμε αν παραβλάπτεται η ακεραιότητα του οικοτόπου είναι η ύπαρξη της ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης, η οποία συνίσταται στη μακροπρόθεσμη διατήρηση των χαρακτηριστικών του, λόγω και των οποίων ενετάχθη στον κοινοτικό κατάλογο.
Νομικά Ζητήματα
1. Καθεστώς αυστηρής προστασίας των ειδών
Το ΔΕΕ επανέλαβε τη σημασία της αυστηρής προστασίας που προβλέπεται από την Οδηγία για τα είδη όπως ο λύκος. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη της ΕΕ οφείλουν να εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα για την προστασία των ειδών από κάθε απειλή, συμπεριλαμβανομένης της θήρας, της θανάτωσης, της παγίδευσης ή οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή τους.
2. Κατάσταση διατήρησης του είδους
Ένα από τα κεντρικά σημεία της απόφασης αφορά την «κατάσταση διατήρησης» των πληθυσμών του λύκου. Το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να αξιολογείται με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και να χαρακτηρίζεται ως «ικανοποιητική» ή «μη ικανοποιητική». Εάν η κατάσταση διατήρησης ενός είδους κριθεί «μη ικανοποιητική», τότε οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά αυτήν την κατάσταση είναι απαγορευμένη.
3. Θηρευτική εκμετάλλευση και επιστημονικά δεδομένα
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η θηρευτική εκμετάλλευση ενός προστατευόμενου είδους όπως ο λύκος μπορεί να επιτραπεί μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις, και μόνον εάν δεν επηρεάζει την ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης του είδους. Η εκτίμηση αυτής της κατάστασης πρέπει να βασίζεται σε σύγχρονα και έγκυρα επιστημονικά δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ενημερώνονται συνεχώς και να προσαρμόζουν τις πρακτικές τους βάσει των πιο πρόσφατων ερευνητικών ευρημάτων.
Η απόφαση καθορίζει ότι οποιαδήποτε μορφή εκμετάλλευσης του είδους, συμπεριλαμβανομένης της θήρας, η οποία δεν συνάδει με την ανάγκη διατήρησης ή αποκατάστασης της κατάστασης διατήρησης του είδους σε ικανοποιητικά επίπεδα, θεωρείται ασυμβίβαστη με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει της Οδηγίας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διαχείριση ειδών που βρίσκονται σε κίνδυνο, καθώς επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στην εκμετάλλευσή τους.
Επιπτώσεις της Απόφασης
Η απόφαση αυτή του ΔΕΕ έχει σημαντικές επιπτώσεις για την προστασία του λύκου και άλλων ειδών που προστατεύονται αυστηρά στην ΕΕ. Τα κράτη μέλη πρέπει να επανεξετάσουν και, ενδεχομένως, να προσαρμόσουν τις πολιτικές και τις πρακτικές τους, ώστε να εξασφαλίσουν ότι είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Οδηγίας.
Η απόφαση καθιστά σαφές ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την κατάσταση διατήρησης των προστατευόμενων ειδών πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο και να βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Αυτό ενισχύει την ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση και έρευνα για την κατάσταση των ειδών και των οικοτόπων τους.
Επιπλέον, η απόφαση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο σχετικά με τη διαχείριση της άγριας ζωής και τις δραστηριότητες που αφορούν προστατευόμενα είδη, όπως το κυνήγι, η κατασκευή υποδομών ή η χρήση γης.
Συνοψίζοντας, η απόφαση C-436/22 αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο στην ερμηνεία της Οδηγίας για τους Οικοτόπους, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για αυστηρή προστασία των ειδών και την εφαρμογή επιστημονικών κριτηρίων στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρησή τους.
Σύγκριση με άλλες αποφάσεις
Για ν΄ αποφανθεί επί της αίτησης ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά του διατάγματος 2000-754, της 1ης Αυγούστου 2000, περί καθορισμού των ημερομηνιών θήρας των αποδημητικών πτηνών και των υδροβίων θηραμάτων και περί τροποποιήσεως του code rural, το γαλλικό Conseil d΄ Etat υπέβαλε στο ΔΕΚ δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, που επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παρεκκλίσεις από την αρχή της απαγορεύσεως της θήρας κατά τις περιόδους αποδημίας, φωλεοποιήσεως και αναπαραγωγής των πτηνών.
Το ΔΕΚ διευκρίνισε ότι το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ. γ΄ της Οδηγίας αποδέχεται τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν παρεκκλίσεις από τις ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της κυνηγετικής περιόδου που προκύπτουν από τη συνεκτίμηση των στόχων του άρθρου 7 παρ. 4 της ίδιας Οδηγίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν συναφώς οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, ο οποίος υποστήριξε την αντίθετη άποψη, τονίζοντας τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα της θηρευτικής δραστηριότητας, ο οποίος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση θήρας, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των στόχων της Οδηγίας. Όσον αφορά την προηγούμενη νομολογία του ΔΕΚ, με την οποία είχε γίνει δεκτή η δυνατότητα παρεκκλίσεων,1 ο γενικός εισαγγγελέας επισημαίνει ότι με καμία από τις εν λόγω αποφάσεις δεν επιχειρείται να διευκρινιστεί αν η θήρα, ως απλώς ψυχαγωγική δραστηριότητα, εμπίπτει στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 9 παρ. 1 στοιχ. γ΄. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ. γ΄ επιτρέπει, υπό τους όρους που αναφέρει, τη θήρα περιορισμένου αριθμού πτηνών κατά την περίοδο κατά την οποία τα άγρια πτηνά είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα, όχι όμως τη θήρα για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Με τις παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση θήρας που προβλέπει η οδηγία επιδιώκονται σκοποί θεωρούμενοι ως ανωτέρου συμφέροντος έναντι της γενικής αρχής της πλήρους προστασίας των ειδών, όπως είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, η αεροπορική ασφάλεια, η πρόληψη σοβαρών ζημιών στις καλλιέργειες, τα οικιακά ζώα, τα δάση, την αλιεία και τα ύδατα καθώς και η προστασία της χλωρίδας και της πανίδας. Προβλέπεται επίσης παρέκκλιση για ερευνητικούς ή διδακτικούς σκοπούς, καθώς και για σκοπούς εμπλουτισμού πληθυσμών και επανεισαγωγής ή εκτροφής ειδών, οπότε η πλήρης προστασία υποχωρεί έναντι παρεμβάσεων που αποσκοπούν στην καλύτερη διατήρηση των ειδών μακροπρόθεσμα. Όμως η θήρα, ως αθλητική δραστηριότητα, δεν αποσκοπεί παρά στην ψυχαγωγία των συμμετεχόντων, δηλαδή εξυπηρετεί σκοπό, ο οποίος δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σημαντικότερος από την προστασία, την οποία καθιερώνει το άρθρο 7 παρ. 4 της Οδηγίας. Απαντώντας στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το ΔΕΚ διευκρινίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της ως άνω παρεκκλίσεως: δεν πρέπει να υφίσταται άλλη ικανοποιητική λύση, η παρέκκλιση πρέπει να διαμορφώνεται κατά τρόπον ώστε ν΄ ασκείται υπό αυστηρώς ελεγχόμενες συνθήκες και κατά επιλεκτικό τρόπο και ν΄ αφορά ορισμένα μόνον πτηνά σε μικρούς αριθμούς. Εξ άλλου, από τυπικής απόψεως, στα μέτρα παρεκκλίσεως πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται μνεία των ειδών που αποτελούν αντικείμενο παρεκκλίσεως, των μέσων, εγκαταστάσεων ή μεθόδων συλλήψης ή θανατώσεως, της αρχής που είναι αρμόδια να διαπιστώνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παρεκκλίσεως και ν΄ αποφασίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της και των ελέγχων που θα πραγματοποιούνται.
Στην ελληνική νομολογία, ξεχωρίζουν οι αποφάσεις που συσχετίζουν τη θήρα με τη βιοποικιλότητα. Η θήρα είναι καταρχήν επιτρεπτή, αλλά υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς εκ του νόμου για να μη διασαλευτεί η οικολογική ισορροπία. Σαφώς, η Ελλάδα είχε παραβιάσει τις επιβαλλόμενες σε αυτή υποχρεώσεις από την Οδηγία, η οποία επέβαλλε στα κράτη μέλη τη λήψη προστατευτικών μέτρων για τα πτηνά, τα αυγά και τα ενδιαιτήματά τους, αλλά και τη σχετική καταγραφή. Απαγορεύει την πώληση των αγρίων πτηνών (άρθρο 6). Εισάγεται μία διαφοροποίηση των ειδών ως προς τη δυνατότητα θήρευσής τους.