1. Φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράςΣχετικές διατάξεις: [Άρθρο 24 του Ν 5193/2025, Εγκύκλιος ΑΑΔΕ: Ο. 3018/25-4-2025]«Χορήγηση προσαυξημένης έκπτωσης για δαπάνες που αφορούν στην εισαγωγή πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε ρυθμιζόμενη αγορά». Επισημάνσεις: Προσθήκη νέου άρθρου 22ΣΤ στον ΚΦΕ (Ν 4172/2014), με στόχο την χορήγηση προσαυξημένης έκπτωσης για δαπάνες που αφορούν στην εισαγωγή πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε ρυθμιζόμενη αγορά. Υπενθυμίζεται ότι, ρυθμιζόμενη αγορά (κεφαλαιαγορά) είναι ένας τύπος αγοράς όπου οι συναλλαγές διενεργούνται υπό αυστηρούς κανόνες, ενώ η εποπτεία της έχει ανατεθεί σε μια αρμόδια ρυθμιστική αρχή που συνήθως είναι το Χρηματιστήριο ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε χώρας. Με την ρύθμιση αυτή, επιχειρείται η προσέλκυση κατηγορίας οικονομικών οντοτήτων να εισαχθούν σε ρυθμιζόμενη αγορά, εν προκειμένω στο Χρηματιστήριο. Ως κίνητρο ορίζεται, οι δαπάνες που αφορούν στην εισαγωγή μετοχών και άλλων τίτλων ισοδύναμων με μετοχές πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων (μικρομεσαίων) επιχειρήσεων
σε ρυθμιζόμενη αγορά που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα,
να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα αυτών, κατά τον χρόνο της πραγματοποίησής τους, προσαυξημένες κατά ποσοστό 100%, με ανώτατο όριο της προκύπτουσας ωφέλειας, λόγω της προσαύξησης αυτής, το ποσό των 200.000,00 ευρώ. Η διάταξη εφαρμόζεται για δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τα φορολογικά έτη 2025, 2026 και 2027.
Δαπάνες που εμπίπτουν στην παραπάνω ρύθμιση, μπορεί να είναι:
α) Οι δαπάνες για την διενέργεια απαραίτητων νομικών, οικονομικών και φορολογικών ελέγχων στο πλαίσιο εισαγωγής στην ρυθμιζόμενη αγορά.β) Οι δαπάνες για την ανάθεση σε ανάδοχο/σύμβουλο του συντονισμού και της διαχείρισης της διαδικασίας εισαγωγής στην ρυθμιζόμενη αγορά.γ) Οι δαπάνες που αφορούν σε εκπιπτόμενους, σύμφωνα με την σχετική διάταξη, φόρους, τέλη και χρεώσεις που προκύπτουν στο πλαίσιο εισαγωγής στην ρυθμιζόμενη αγορά.δ) Οι δαπάνες για την εκτύπωση ενημερωτικών δελτίων, καθώς και οι λοιπές δαπάνες που αφορούν στην προετοιμασία του φακέλου εισαγωγής στην ρυθμιζόμενη αγορά.Αν προκύψουν ζημίες μετά από την αφαίρεση του ως άνω ποσοστού δαπανών, αυτές μεταφέρονται με βάση το άρθρο 27 του ΚΦΕ, κατά τα γνωστά.
Ωστόσο, σε περίπτωση διατήρησης των μετοχών και άλλων τίτλων ισοδύναμων με μετοχές μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ρυθμιζόμενη αγορά για χρονικό διάστημα μικρότερο των 10
συναπτών ετών από την εισαγωγή τους, αίρεται η χορηγηθείσα προσαυξημένη έκπτωση. Από την γραμματική διατύπωση προκύπτει, ότι θα υπάρξει αναδρομική τακτοποίηση των οικείων δαπανών που έχουν εκπέσει κατά το φορολογικό έτος εισαγωγής των τίτλων στην ρυθμιζόμενη αγορά. Αναμένεται σχετική διευκρίνιση, αναφορικά με την διαδικασία αίρεσης της χορηγηθείσας έκπτωσης.
2. Περίπτωση μη επιβολής Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής – Τροποποίηση ΚώδικαΕμμέσων ΦόρωνΣχετικές διατάξεις: [Άρθρο 213 του Ν 5193/2025 και άρθρο 19 του Ν 5177/2025, Κώδικας Έμμεσων Φόρων]«1. Δεν επιβάλλεται Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής σε χρηματικά ποσά ή συνδρομές που καταβάλλονται σε επιμελητήρια, ενώσεις, συλλόγους και σωματεία από τα μέλη αυτών για την συμμετοχή τους. 2. Καταργείται». Σημειώσεις:Τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται, η παράγραφος 1, ως άνω, του άρθρου 19
(«Συνδρομές καταβαλλόμενες σε επιμελητήρια, ενώσεις, συλλόγους και σωματεία»), του Κώδικα Έμμεσων Φόρων
(βλέπε σχετικά στο τεύχος Μαρτίου 2025, 5η Επισήμανση, Ν 5177/2025), με την θεσμοθέτηση της απαλλαγής από την επιβολή Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής επί των συνδρομών που καταβάλλονται σε Επιμελητήρια, Ενώσεις, Συλλόγους και Σωματεία από τα μέλη τους, με παράλληλη αλλαγή του τίτλου του σχολιαζόμενου άρθρου, σε:
«Μη επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής στα χρηματικά ποσά ή συνδρομές που καταβάλλονται σε επιμελητήρια, ενώσεις συλλόγους και σωματεία από τα μέλη τους». Ταυτόχρονα, καταργείται, λόγω νομοτεχνικής προσαρμογής, η δεύτερη παράγραφος, η οποία αναφερόταν στον υποκείμενο στο Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής και στον υπόχρεο για την υποβολή δήλωσης και την απόδοσή του. Υπενθυμίζεται ότι με το προηγούμενο καθεστώς του αναλογικού τέλους χαρτοσήμου, υπήρχε η υποχρέωση αυτή, δηλαδή η καταβολή τελών. Συνεπώς, έχουμε άλλη μία απαλλαγή από την επιβολή Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής.
Το κείμενο της διάταξης που αντικαταστάθηκε και, συνεπώς, καταργήθηκε, είχε ως εξής:
«1. Επιβάλλεται Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής σε χρηματικά ποσά ή συνδρομές που καταβάλλονται σε επιμελητήρια, ενώσεις, συλλόγους και σωματεία από τα μέλη αυτών για τη συμμετοχή τους, χωρίς να αντιστοιχούν σε ιδιαίτερη αντιπαροχή εκ μέρους του λήπτη της συνδρομής. Το ποσό του οφειλόμενου Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου χρηματικού ποσού ή της συνδρομής με την εφαρμογή συντελεστή:α) ένα κόμμα είκοσι τοις εκατό (1,20%), εφόσον πρόκειται για συνδρομή σε σωματεία,β) δύο κόμμα σαράντα τοις εκατό (2,40%), σε κάθε άλλη περίπτωση.2. Υποκείμενος στο Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής υπόχρεος για την υποβολή δήλωσης και την απόδοση του Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής είναι ο λήπτης της συνδρομής».3. Διάθεση και διανομή κερδών στην ανώνυμη εταιρείαΣχετικές διατάξεις: [Άρθρα 158 κ.ε. του Ν 4548/2018 περί του Δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών]«Κάθε έτος αφαιρείται το 1/20 ή 5%, τουλάχιστον των καθαρών κερδών για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η αφαίρεση για σχηματισμό αποθεματικού παύει να είναι υποχρεωτική, μόλις τούτο φθάσει το 1/3 τουλάχιστον του κεφαλαίου. Το τακτικό αποθεματικό χρησιμοποιείται αποκλειστικά πριν από κάθε διανομή μερίσματος προς εξίσωση του τυχόν χρεωστικού υπολοίπου της κατάστασης αποτελεσμάτων.Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη μείωση του κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διανομή στους μετόχους, εφόσον, κατά την ημερομηνία λήξης της τελευταίας χρήσης, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας (καθαρή θέση), όπως προσδιορίζονται στο νόμο, είναι ή, ύστερα από τη διανομή αυτή, θα γίνει κατώτερο από το ποσό του κεφαλαίου, προσαυξημένου με:
(α) τα αποθεματικά, των οποίων η διανομή απαγορεύεται από τον νόμο ή το καταστατικό,
|
(β) τα λοιπά πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να διανεμηθούν, και
|
(γ) τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη.
|
Το ποσό του κεφαλαίου που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο μειώνεται κατά το ποσό του κεφαλαίου που έχει καλυφθεί αλλά δεν έχει καταβληθεί, όταν το τελευταίο δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού.Το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει, προσαυξημένο με τα κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και δεν έχουν διατεθεί, και τα αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση η διανομή τους, και μειωμένο:
(α) κατά το ποσό των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη,
|
(β) κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων και
|
(γ) κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό.
|
Η έννοια της διανομής των παραγράφων 1 και 2 περιλαμβάνει ιδίως την καταβολή μερισμάτων και τόκων από μετοχές.Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων και είναι τα προκύπτοντα κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.Σειρά διάθεσης κερδών:
Τα καθαρά κέρδη, εφόσον και στο μέτρο που μπορούν να διατεθούν, σύμφωνα με το άρθρο 159, διατίθενται με απόφαση της γενικής συνέλευσης κατά την εξής σειρά:
α) Αφαιρούνται τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη.
|
β) Αφαιρείται η κατά τον παρόντα νόμο (σ.σ.: Ν 4548/2018) και το καταστατικό κράτηση για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού.
|
γ) Κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, όπως τούτο ορίζεται στο άρθρο 161 (βλέπε κατωτέρω).
|
δ) Το υπόλοιπο των καθαρών κερδών, όπως και τα τυχόν λοιπά κέρδη, που μπορεί να προκύψουν και να διατεθούν, σύμφωνα με το άρθρο 159, διατίθεται κατά τους ορισμούς του καταστατικού και τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης.
|
Το προς διανομή ποσό καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε δύο (2) μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και αποφάσισε τη διανομή.Ελάχιστο ποσοστό μερίσματος:
Το ελάχιστο μέρισμα υπολογίζεται επί των καθαρών κερδών, ύστερα από αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη.Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό 35% των καθαρών κερδών μετά τις μειώσεις της παραγράφου 1 και καταβάλλεται σε μετρητά. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία μπορεί να μειωθεί το ως άνω ποσοστό, όχι όμως κάτω του 10%. Μη διανομή του ελάχιστου μερίσματος επιτρέπεται μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με την αυξημένη απαρτία των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 130 και πλειοψηφία 80% του εκπροσωπουμένου στην συνέλευση κεφαλαίου.Μετατροπή μερισμάτων σε τίτλους:
Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατόν τα κέρδη, που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα, να χορηγηθούν με μορφή τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή ιδίων τίτλων τους οποίους έχει στην κυριότητά της η εταιρεία, εφόσον είναι και αυτοί εισηγμένοι, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων και με την προϋπόθεση ότι οι ως άνω τίτλοι θα αποτελέσουν αντικείμενο αποτίμησης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18. Διανομή άλλων περιουσιακών στοιχείων αντί μετρητών είναι επιτρεπτή με τις παραπάνω προϋποθέσεις μόνο ύστερα από ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία.Οι παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται αναλόγως και στη διανομή των περαιτέρω κερδών. Στην περίπτωση αυτή η γενική συνέλευση αποφασίζει επί όλων των σχετικών θεμάτων με απλή απαρτία και πλειοψηφία. Διανομή προσωρινών μερισμάτων: «
Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται εντός της χρήσης, είναι δυνατή η διανομή προσωρινών μερισμάτων με τις εξής προϋποθέσεις: α)
καταρτίζονται οικονομικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει ότι υφίστανται τα προς τούτο αναγκαία ποσά, β)
οι παραπάνω οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας δύο (2) μήνες πριν από τη διανομή.»Ιδιαίτερα χρήσιμη διάταξη:
«Διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών μέσα στην τρέχουσα εταιρική χρήση είναι δυνατή και με απόφαση γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου, υποκείμενη σε δημοσιότητα».Ανάλυση:Ο Ν 4548/2018,
για την αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών, από την έναρξη ισχύος του, την 1/1/2019 (άρθρο 190), κατάργησε τα εναπομείναντα άρθρα 1 έως 63δ και 90 έως 146 του ΚΝ 2190/1920, όπως είχαν τροποποιηθεί και ίσχυσαν μέχρι την 31/12/2018. Με τις διατάξεις του νέου πλαισίου των ανωνύμων εταιρειών, σε ότι αφορά την διάθεση των κερδών, προβλέπονται τα εξής (άρθρα 158 κ.ε.):
Υποχρεωτικά, κάθε έτος κρατείται το 1/20, ή το 5%, τουλάχιστον των καθαρών λογιστικών κερδών για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η αφαίρεση για σχηματισμό αποθεματικού παύει να είναι υποχρεωτική, μόλις τούτο φθάσει το 1/3, κατ’ ελάχιστον, του (μετοχικού) κεφαλαίου. Το τακτικό αποθεματικό, ως γνωστό και από την πρόβλεψη της προηγούμενης διάταξης, χρησιμοποιείται αποκλειστικά πριν από κάθε διανομή μερίσματος προς εξίσωση του τυχόν χρεωστικού υπολοίπου της κατάστασης αποτελεσμάτων (λογιστικές ζημιές). Κατά την γνώμη μας, η αληθής έννοια της διάταξης είναι ότι το τακτικό αποθεματικό θα πρέπει να υπολογίζεται επί των λογιστικών κερδών που απομένουν μετά την αφαίρεση
και του φόρου εισοδήματος του νομικού προσώπου, δεδομένου ότι ενδέχεται τα κέρδη να μην επαρκούν, για να διενεργηθεί η κράτηση αυτή. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην περίπτωση που τα λογιστικά κέρδη δεν καλύπτουν τα ποσά της φορολογικής αναμόρφωσης και της (θετικής) προσωρινής διαφοράς λογιστικής και φορολογικής βάσης.
Αν για παράδειγμα καταγράφονται μεν λογιστικά κέρδη 30.000,00 ευρώ, ενώ μετά την φορολογική αναμόρφωση (προσθήκη μη εκπιπτόμενων εξόδων), έστω ποσού 120.000,00 ευρώ, προκύπτει φόρος 33.000,00 ευρώ (150.000,00 χ 22%), είναι αυτονόητο ότι δεν απομένει βάση υπολογισμού για τον σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού, αλλά αντιθέτως, σχηματίζονται μεταφερόμενες ζημιές σε νέο.
Αφού ληφθούν υπόψη οι διατάξεις για την μείωση του κεφαλαίου, περαιτέρω, κατά ρητή διατύπωση, δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διανομή στους μετόχους, εφόσον, κατά την ημερομηνία λήξης της τελευταίας χρήσης, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας (δηλαδή, η καθαρή της θέση), όπως προσδιορίζεται στο νόμο, είναι ή, ύστερα από την διανομή αυτή,
θα γίνει κατώτερο από το ποσό του (μετοχικού) κεφαλαίου, προσαυξημένου με:
Τα αποθεματικά, των οποίων η διανομή απαγορεύεται από τον νόμο ή το καταστατικό
|
Τα λοιπά πιστωτικά κονδύλια της καθαρής θέσης, τα οποία δεν επιτρέπεται να διανεμηθούν
|
Τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη
|
Το ποσό του κεφαλαίου που διαμορφώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω, μειώνεται κατά το ποσό του κεφαλαίου που έχει καλυφθεί μεν, αλλά δεν έχει ακόμη καταβληθεί, όταν το τελευταίο
δεν εμφανίζεται στο ενεργητικό του ισολογισμού. Πρόκειται δηλαδή για το ποσό του «οφειλόμενου κεφαλαίου», το οποίο με το προηγούμενο λογιστικό πλαίσιο του ΕΓΛΣ παρουσιαζόταν σε ειδική κατηγορία στο ενεργητικό του ισολογισμού της οικονομικής οντότητας.
Το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει, προσαυξημένο με τα κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και δεν έχουν διατεθεί και τα αποθεματικά, για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από την γενική συνέλευση των μετόχων, που είναι το ανώτατο και αρμόδιο όργανο για να αποφασίσει, η διανομή τους, και μειωμένο:
Κατά το ποσό των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη
|
Κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων
|
Κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για τον σχηματισμό αποθεματικών, σύμφωνα με τον νόμο και το καταστατικό (π.χ. το τακτικό αποθεματικό)
|
Σημειώνεται ότι η έννοια της διανομής, περιλαμβάνει, κατά κανόνα, την καταβολή μερισμάτων και τόκων από μετοχές.
Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων και είναι τα προκύπτοντα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, δηλαδή στο λογιστικό πλαίσιο των ΕΛΠ, ή των ΔΠΧΑ. Τα καθαρά κέρδη, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω περιορισμών, διατίθενται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, κατά την εξής σειρά:
Αφαιρούνται τα ποσά των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη
|
Αφαιρείται η προβλεπόμενη από τον νόμο και το καταστατικό κράτηση για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού
|
Κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του ελάχιστου μερίσματος, όπως τούτο ορίζεται στο άρθρο 161
|
Το υπόλοιπο των καθαρών κερδών, όπως και τα τυχόν λοιπά κέρδη, που μπορεί να προκύψουν και να διατεθούν, σύμφωνα με το άρθρο 159, διατίθεται κατά τους ορισμούς του καταστατικού και τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης
|
Το προς διανομή ποσό καταβάλλεται στους μετόχους εντός δύο (2) μηνών από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης, η οποία ενέκρινε τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και αποφάσισε την διάθεση, άρα και την διανομή των κερδών. Επισημαίνεται ότι η έννοια της διάθεσης των κερδών είναι ευρεία και περιλαμβάνει τόσο την διανομή όσο και τον σχηματισμό αποθεματικών (αποθεματικοποίηση).
Η βασική αρχή είναι ότι:
«το ελάχιστο μέρισμα υπολογίζεται επί των καθαρών κερδών, ύστερα από αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη». Για παράδειγμα, βάσει των ρυθμίσεων των ΕΛΠ (αλλά και με βάση το ΔΛΠ 21), οι συναλλαγματικές διαφορές καταχωρίζονται, είτε στα αποτελέσματα, όταν αυτές προκύπτουν από τον διακανονισμό νομισματικών στοιχείων ή από την μετατροπή τους στο τέλος της χρήσης με ισοτιμία διαφορετική από την ισοτιμία μετατροπής κατά την αρχική καταχώριση, είτε στην καθαρή θέση, όταν αυτές προέρχονται από μετατροπή στοιχείων ισολογισμού υποκαταστημάτων ή άλλων κέντρων, τα οποία διενεργούν συναλλαγές σε διαφορετικό λειτουργικό νόμισμα από το αντίστοιχο νόμισμα της έδρας. Από τις καθαρές πιστωτικές συναλλαγματικές διαφορές (πιστωτικές μείον χρεωστικές) που καταχωρίζονται στα αποτελέσματα, αυτές μεν που προκύπτουν από τον διακανονισμό νομισματικών στοιχείων, συνιστούν, κατά την γνώμη μου, «πραγματοποιημένα κέρδη» και μπορούν να διανεμηθούν, αφού υπολογιστεί και ο αναλογών φόρος εισοδήματος. Αυτές όμως που προκύπτουν, επίσης από την μετατροπή νομισματικών στοιχείων, αλλά στο τέλος της χρήσης (από την αποτίμηση), συνιστούν «μη πραγματοποιημένα κέρδη» και δεν μπορούν να διανεμηθούν. Επομένως, οι συναλλαγματικές διαφορές (πιστωτικές μείον χρεωστικές) που καταχωρίζονται στα βιβλία, στο τέλος της περιόδου αναφοράς (τέλος χρήσης) και προκύπτουν από την αποτίμηση, βάσει ισοτιμίας νομισμάτων,
δεν μπορούν να διανεμηθούν, επειδή δεν έχει συντελεστεί ο πλήρης διακανονισμός των εμπλεκομένων νομισματικών στοιχείων. Οι ως άνω συναλλαγματικές διαφορές, συνιστούν «πραγματοποιημένα κέρδη» και εξ αυτού του λόγου, εν δυνάμει, μπορούν να διανεμηθούν, εφόσον όμως, διακανονιστούν πλήρως και οριστικώς οι συναλλαγές που τις προκάλεσαν.
Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό 35% επί των καθαρών κερδών, μετά τις παραπάνω μειώσεις και καταβάλλεται σε μετρητά, στην ουσία με κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία μπορεί να μειωθεί το ως άνω ποσοστό, όχι όμως κάτω του 10%. Δηλαδή μπορεί να μειωθεί κατά 3,5% και να γίνει 31,5%. Μη διανομή του ελάχιστου μερίσματος επιτρέπεται μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με την αυξημένη απαρτία των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 130, του νόμου, όπου γίνεται αναφορά σε, κατ’ εξαίρεση, απαρτία της γενικής συνέλευσης, αλλά και πλειοψηφία 80% του εκπροσωπουμένου στην γενική συνέλευση κεφαλαίου.
Πάντως, η γενική ιδέα που διατρέχει, πολύ σωστά κατά την γνώμη μας, τις προσθήκες που έγιναν στο οικείο κεφάλαιο του Ν 4548/2018, για την διάθεση των κερδών, το οποίο αναπαράγει σε κάποιο βαθμό τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΝ 2190/1920,
είναι να εξασφαλισθεί ότι η διανομή κερδών στους μετόχους γίνεται με βάση
τα πραγματικά καθαρά κέρδη και όχι με βάση τυχόν υπεραξίες ή άλλα μη πραγματικά κέρδη που έχουν σχηματισθεί (βλέπε την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου).