Το απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής και η εξουσία του Δικαστηρίου παραπομπής μετά από μερική αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης, ως προς τη συνδρομή ή μη επιβαρυντικής περίστασης

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Με την παρούσα μελέτη, επιχειρείται ο προσδιορισμός του απώτατου χρονικού σημείου της παραγραφής των εγκλημάτων, με άξονα την ερμηνεία του όρου της «αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης». Ο συγκεκριμένος όρος, που οριοθετεί το απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, εμπεριέχεται σε σειρά διατάξεων του ΚΠΔ και έχει ερμηνευθεί διαχρονικώς, επιτρέποντας την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς το απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής, οι οποίες φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τις πάγιες νομολογιακές παραδοχές στο ζήτημα της εξουσίας του Δικαστηρίου της παραπομπής να ερευνήσει την παραγραφή επί μερικής αναίρεσης, σύμφωνα με τις οποίες το απώτατο χρονικό σημείο της παραγραφής τοποθετείται στο αμετάκλητο της απόφασης επί της ενοχής.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Ι. Εισαγωγή
Κατά την πάγια νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού μας, η αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, τρέχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της ενοχής. Κεντρική συνέπεια της εν λόγω παραδοχής, είναι ότι επί μερικής αναίρεσης, αποκλειστικά ως προς την απόφαση του Δικαστηρίου ουσίας επί της ποινής, γίνεται δεκτό ότι η απόφαση επί της ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη, με αποτέλεσμα να μην τρέχει πλέον ο χρόνος παραγραφής. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Ανώτατο Ακυρωτικό μας δέχεται παγίως ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο της παραπομπής περιορίζεται στην επιβολή νέας ποινής, χωρίς να έχει την εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση του εγκλήματος ή την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, αφού η παραγραφή αφορά την πράξη, η τέλεση της οποίας έχει κριθεί αμετάκλητα. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο της παραπομπής ερευνήσει και την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση της πράξης ή την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, ιδρυομένου του αναιρετικού λόγου του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ.
Η ανωτέρω πάγια νομολογιακή θέση, δεν είναι αναντίρρητη. Και αυτό διότι για τον ακριβή προσδιορισμό του απώτατου χρονικού σημείου συμπλήρωσης της παραγραφής, κρίσιμο ρόλο επιτελεί η ερμηνεία του όρου «καταδικαστική απόφαση», που σύμφωνα με το άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, αποτελεί το έσχατο χρονικό σημείο μέχρι το οποίο διαρκεί η αναστολή της παραγραφής λόγω επιδικίας, σε συνδυασμό με τη συστηματική ένταξη της παραγραφής στους λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου. Η ίδια θέση γίνεται δεκτή και στην περίπτωση της αναίρεσης ως προς τη συνδρομή ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων, όπου η νομολογία δέχεται παγίως ότι το Δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση προς νέα συζήτηση, κατ’ άρθρα 519 και 524 ΚΠΔ, περιορίζεται στην κρίση περί της συνδρομής ή μη της επιβαρυντικής περίστασης και ακολούθως σε νέα επιμέτρηση της ποινής, χωρίς να έχει την εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση του εγκλήματος ή την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής.Σελ. 336Η ανωτέρω θέση ελέγχεται ως προς την ορθότητά της, δοθέντος ότι η συνδρομή ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων, είναι καταλυτική για τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης. Επομένως, η αναίρεση ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης, και ακολούθως η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της παραπομπής, προκειμένου το τελευταίο να διαγνώσει το εάν στοιχειοθετείται η επιβαρυντική περίσταση ή όχι, συνιστά αναίρεση πρωτίστως της απόφασης του Δικαστηρίου επί της ενοχής, και όχι αποκλειστικά της αντίστοιχης απόφασης επί της ποινής.
Με την παρούσα μελέτη, επιχειρείται να προσδιορισθεί το απώτατο χρονικό σημείο της παραγραφής, με άξονα την ερμηνεία του όρου «καταδικαστική απόφαση», σύμφωνα με το άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, καθώς και να καταδειχθεί το άτοπο της ταύτισης των επιβαρυντικών περιστάσεων (η συνδρομή ή μη των οποίων οδηγεί σε διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης) αποκλειστικά με το σκέλος της ποινής, παραδοχή η οποία επηρεάζει ασφαλώς και την έκταση της εξουσίας του Δικαστηρίου της παραπομπής.
II. H έννοια της «καταδικαστικής απόφασης» στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ
Η απολύτως κρατούσα νομολογιακή θέση, σύμφωνα με την οποία εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρεθεί μερικώς, αποκλειστικά επί της ποινής, τότε η απόφαση επί της ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη, με αποτέλεσμα να μην τρέχει πλέον ο χρόνος παραγραφής, επικαλείται ως κεντρικό επιχείρημα τη συναγόμενη από το άρθρο 369 ΚΠΔ (και αντίστοιχα άρ. 371 προϊσχ. ΚΠΔ) αυτοτέλεια των αποφάσεων επί της ενοχής και επί της ποινής. Στη θεωρία, έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία χρόνος έκδοσης της αμετάκλητης απόφασης, και άρα χρόνος μέχρι τον οποίο εξακολουθεί να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής, είναι ο χρόνος που επιβλήθηκε ποινή. Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη, με βάση τις ακόλουθες σκέψεις:
Πρώτον, διότι δεν νοείται αμετάκλητη «καταδικαστική απόφαση», σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητη και η απόφαση του Δικαστηρίου επί της ποινής.
Και αυτό διότι, κεντρική συνέπεια που επέρχεται με το αμετάκλητο, είναι η εκτελεστότητα της απόφασης (άρ. 545-546 ΚΠΔ). Η απόφαση όμως επί της ενοχής, ακόμα και εάν καταστεί αμετάκλητη (οριζόντιο μερικό δεδικασμένο), δεν μπορεί να αναπτύξει ένα από τα βασικά αποτελέσματα του δεδικασμένου, δηλαδή την εκτελεστότητα. Συνεπώς, μία καταδικαστική ποινική απόφαση ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί αμετάκλητη, εφόσον δεν καταστεί αμετάκλητη και η σχετική διάταξη επί της ποινής, αφού χωρίς τη συμπλήρωση της απόφασης επί της ενοχής με την απόφαση επί της ποινής, η ποινική απόφαση στερείται εκτελεστότητας.
Ως εκ τούτου, αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 113 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι η παραγραφή αναστέλλεται μεταξύ άλλων για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, δεν νοείται χωρίς να καταστεί αμετάκλητη και η διάταξη της απόφασης επί της ποινής, αφού μία απόφαση που απαγγέλει απλώς την ενοχή, στερείται οποιασδήποτε εκτελεστότητας, η οποία αποτελεί την κεντρική συνέπεια του αμετακλήτου.
Στο ανωτέρω συμπέρασμα συνηγορούν και οι νομολογιακές παραδοχές ως προς την έννοια της «καταδικαστικής απόφασης», με αφορμή τον προϊσχύσαντα θεσμό της πολιτικής αγωγής. Ειδικότερα, στη νομολογία γινόταν δεκτό ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με την πολιτική αγωγή κατ’ άρθρο 65 παρ. 1 προϊσχ. ΚΠΔ, με τη μορφή της επιδίκασης χρηματικού ποσού στον αμέσως ζημιωθέντα πολιτικώς ενάγοντα, περιοριζόταν μόνο στις περιπτώσεις «καταδικαστικών αποφάσεων», δηλαδή αποφάσεων που και ενοχή αναγνωρίζουν και ποινή επιβάλλουν. Η ίδια ακριβώς θέση έγινε δεκτή (κατά πλειοψηφία) και στην ΟλΑΠ 5/2000. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ως προς το εάν θεωρούνται «καταδικαστικές» οι αποφάσεις των Δικαστηρίων παραπομπής που προβαίνουν σε νέα επιμέτρηση της ποινής, κατόπιν μερικής αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς επιμέρους μερικότερες πράξεις επί κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και συνακόλουθα επί της ποινής, και κατά συνέπεια εάν είναι επιτρεπτή η άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο κατά αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 προϊσχ. ΚΠΔ. Στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης, γίνεται μεταξύ άλλων δεκτό ότι «εφόσον όμως το δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλει, ύστερα από επιμέτρηση, νέα ποινή, η απόφασή του είναι και αυτή “καταδικαστική”, όπως και η προηγούμενη». Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη παραδοχή αφορά πρωτίστως την ερμηνεία του όρου «καταδικαστική απόφαση» στο πλαίσιο του άρ. 473 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠΔ, προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα εάν μία τέτοια απόφαση μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης, δεν παύει να κατατείνει στο συμπέρασμα ότι ως καταδικαστικές αποφάσεις, νοούνται και αυτές οι οποίες εκδίδονται από το Δικαστήριο παραπομπής, κατόπιν μερικής αναίρεσης, και επιβάλλουν αποκλειστικά ποινή.
Επομένως, εφόσον κατά το άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, έσχατο χρονικό σημείο μέχρι του οποίου εξακολουθεί να τρέχει ο χρό
Σελ. 337νος παραγραφής, είναι η έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, η δε απόφαση του Δικαστηρίου παραπομπής, με την οποία λαμβάνει χώρα νέα επιμέτρηση και επιβάλλεται ποινή, είναι «καταδικαστική», σύμφωνα με την κρίση της ΟλΑΠ 5/2000, εύλογα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση μερικής αναίρεσης της απόφασης του Δικαστηρίου ουσίας, αποκλειστικά ως προς την ποινή, ο χρόνος παραγραφής εξακολουθεί να τρέχει, μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του Δικαστηρίου παραπομπής που επιβάλλει ποινή, και όχι μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της ενοχής.
Συνεπώς, η διαφοροποίηση της ερμηνείας του όρου «αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση» αποκλειστικά στο πλαίσιο του άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, δεν φαίνεται να διαθέτει επαρκές έρεισμα, αφού έρχεται σε αντίθεση με τις πάγιες νομολογιακές παραδοχές ως προς την ερμηνεία του ανωτέρω όρου, ενώ επίσης, στο σκεπτικό των οικείων αποφάσεων, δεν παρατίθεται ο οποιοσδήποτε συλλογισμός προς τεκμηρίωση της εν λόγω μεταστροφής.
Κατόπιν τούτων, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό ότι η αληθής έννοια του όρου αμετάκλητη «καταδικαστική απόφαση» που περιλαμβάνεται στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, και οριοθετεί τον χρόνο μέχρι τον οποίο εξακολουθεί να τρέχει η παραγραφή, έχει την έννοια της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης (και) επί της ποινής.
Δεύτερον, οι διατάξεις των άρθρων 141 παρ. 1, 142 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ, που καθιερώνουν την ανεξαρτησία και αυτοτέλεια των αποφάσεων για την ενοχή και την επιβολή της ποινής, τις οποίες επικαλείται η αντίθετη άποψη προς θεμελίωση της επιχειρηματολογίας της, ουδέν συνεισφέρουν σχετικά με τον προσδιορισμό του απώτατου χρονικού σημείου μέχρι το οποίο τρέχει η παραγραφή. Ειδικότερα, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται μεν με σαφήνεια ο διαχωρισμός της απόφασης του Δικαστηρίου επί της ενοχής, από την αντίστοιχη επί της ποινής, πλην όμως ουδέν συνάγεται αναφορικά με την ερμηνεία του όρου (αμετάκλητη) καταδικαστική απόφαση, που περιλαμβάνεται στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, και προσδιορίζει το απώτατο χρονικό σημείο, μέχρι το οποίο τρέχει η ανασταλείσα λόγω επιδικίας παραγραφή.
Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί το εξής: Εάν μπορεί να εξαχθεί κάποιο επιχείρημα από τις ανωτέρω διατάξεις για την ερμηνεία του ανωτέρω όρου, αυτό κατατείνει στο ότι η καταδικαστική απόφαση περιλαμβάνει αναπόσπαστα και την ποινή, αφού κατά άρθρο 142 παρ. 4 τελ. εδ. ΚΠΔ, καθαρογράφονται οι ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις, ως τέτοιες δε νοούνται προφανώς εκείνες που κηρύσσουν ενοχή και επιβάλλουν ποινή, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα.
Περαιτέρω, η ανωτέρω άποψη παραβλέπει το περιεχόμενο έτερων διατάξεων του ΚΠΔ, οι οποίες συμβάλλουν πολύ περισσότερο στην ερμηνεία του όρου «καταδικαστική απόφαση» και κατ’ επέκταση στο προσδιορισμό του απώτατου χρονικού σημείου μέχρι το οποίο τρέχει η παραγραφή.
Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις των άρ. 466 παρ. 2, 470, 473 παρ. 2, 489, 490, 491, 497, 503 παρ. 2, 525 παρ. 1 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ, στις οποίες περιλαμβάνονται οι όροι «καταδικαστική απόφαση», «καταδίκη», «καταδικασθείς», προκύπτει με σαφήνεια ότι ως «καταδικαστική απόφαση» στον ΚΠΔ, νοείται όχι εκείνη με την οποία κηρύσσεται η ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά εκείνη με την οποία κηρυχθέντος ενόχου του κατηγορουμένου, επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή. Ιδίως μάλιστα από τη διάταξη του άρ. 489 ΚΠΔ, προκύπτει ευθέως ότι ο όρος «καταδικαστική απόφαση», συνδέεται αναγκαία (αν όχι αποκλειστικά) με την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ποινής, αφού σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, το δικαίωμα του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα σε άσκηση έφεσης εναντίον καταδικαστικής απόφασης, εξαρτάται άμεσα από το ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Επομένως, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠΔ, συμπεραίνεται ότι κατ’ ορθή εκδοχή, «καταδικαστική απόφαση» χωρίς την επιβολή ποινής, δεν νοείται.
Ως εκ τούτου, η κρατούσα στη νομολογία άποψη, σύμφωνα με την οποία το απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής τοποθετείται στο αμετάκλητο της απόφασης επί της ενοχής, με αποτέλεσμα επί μερικής αναίρεσης, αποκλειστικά ως προς την ποινή, να μην τρέχει πλέον ο χρόνος παραγραφής, με αποκλειστικό επιχείρημα τη συναγόμενη από τις προαναφερόμενες δικονομικές διατάξεις ανεξαρτησία και αυτοτέλεια των αποφάσεων για την ενοχή και την επιβολή της ποινής, παραβλέπει ευθέως ότι ο όρος «καταδικαστική απόφαση» περιλαμβάνεται αυτούσιος σε σειρά διατάξεων του ΚΠΔ, ιδίως στο σχετικό κεφάλαιο περί ενδίκων μέσων, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ευθέως η άρρηκτη σύνδεσή του (και) με την απόφαση επί της ποινής.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η αιτιολόγηση της κρατούσας νομολογιακής άποψης, με την επίκληση δικονομικών διατάξεων, οι οποίες ωστόσο ουδέν συνεισφέρουν ως προς την ερμηνεία του όρου «καταδικαστική απόφαση», παρά καθορίζουν την σειρά ψηφοφορίας επί της ενοχής και επί της ποινής, καθώς και τον τρόπο δημοσίευσης των αποφάσεων του Δικαστηρίου, δεν φαίνεται πειστική, στον βαθμό που ζητούμενο δεν είναι το εάν η απόφαση του Δικαστηρίου επί της ενοχής είναι αυτοτελής από εκείνη επί της ποινής, αλλά το τι ακριβώς εννοεί ο νομοθέτης ως «καταδικαστική απόφαση», όταν θέτει το αμετάκλητο της τελευταίας ως απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ.
Τρίτον, η παραδοχή ότι ουδόλως είναι αυτονόητη η ταύτιση του απώτατου χρονικού ορίου της παραγραφής με την επέλευση του αμετακλήτου της απόφασης επί της ενοχής, ενισχύεται (και) από την νομολογιακή ερμηνεία του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχύοντος ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003.
Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003 «αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στα στοιχεία Α΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ και Η΄ της παρ. 1 του άρθρου 510. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της».Σελ. 338Από την επισκόπηση της διάταξης του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχ. ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, προκύπτει ότι εφόσον μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης έως τη συζήτηση της ασκηθείσας αναίρεσης, επήλθε εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, ο Άρειος Πάγος όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή της, παύοντας οριστικά τη ποινική δίωξη, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ανωτέρω διάταξης, μεταξύ των οποίων και η βασιμότητα ενός αναιρετικού λόγου.
Κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, ανέκυψε το εύλογο ερώτημα εάν απαιτείται ο αναιρετικός λόγος που κρίνεται ως βάσιμος, να στρέφεται κατά του περί ενοχής σκέλους της απόφασης ή αρκεί να αφορά το περί ποινής σκέλος αυτής.
Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, στην πλειοψηφία των αποφάσεων του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτό ότι για την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της παραγραφής από τον Άρειο Πάγο, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχ. ΚΠΔ, ο βάσιμος αναιρετικός λόγος, κατόπιν παραδοχής του οποίου η απόφαση αναιρείται και παύει οριστικά στη συνέχεια η ποινική δίωξη, μπορεί να αναφέρεται τόσο στο περί ενοχής σκέλος της απόφασης όσο και στο σκέλος περί της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο ποινής. Αντιθέτως, ένα μικρότερο μέρος της νομολογίας του Αρείου Πάγου, έκρινε ότι για την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της παραγραφής από τον Άρειο Πάγο, υπό τις προϋποθέσεις του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχ. ΚΠΔ, απαιτείται ο αναιρετικός λόγος που θα κριθεί βάσιμος να αφορά την απόφαση επί της ενοχής, και όχι την αντίστοιχη επί της ποινής. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε στη θεωρία, η κρατούσα στη νομολογία άποψη, κατά την εφαρμογή του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχ. ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003, δεν συμβάδιζε με τις βασικές παραδοχές της νομολογίας ως προς την αυτοτέλεια των αποφάσεων ενοχής-ποινής, το αμετάκλητο της απόφασης περί της ενοχής όταν αυτή αναιρείται μόνο ως προς το σκέλος της ποινής καθώς και ως προς την παύση της παραγραφής του αξιοποίνου μετά το αμετάκλητο της περί ενοχής απόφασης, παρά την ομοιότητα των δύο περιπτώσεων. Συνεπεία των ανωτέρω, προκύπτει με σαφήνεια ότι στην περίπτωση της οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχ. ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003, το μεγαλύτερο τμήμα της αρεοπαγιτικής νομολογίας ουδέποτε αξίωσε ο βάσιμος αναιρετικός λόγος να βάλλει κατά της απόφασης επί της ενοχής, λόγω της αυτοτέλειας των αποφάσεων ενοχής και ποινής, σε αντίθεση με όσα το Ανώτατο Ακυρωτικό μας έκρινε παγίως (και) υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, στην απολύτως συναφή περίπτωση της εξουσίας του Δικαστηρίου της παραπομπής να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον κρίνει ότι έχει επέλθει παραγραφή, όταν η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς το σκέλος της ποινής.
Υπό αυτά τα δεδομένα, εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι μόνη η απορρέουσα από τα άρθρα 369 παρ. 3, 141 παρ. 1 και 142 παρ. 2 ΚΠΔ αυτοτέλεια των αποφάσεων ενοχής και ποινής, δεν επαρκεί προκειμένου να εξαχθεί κάποιος γενικότερος κανόνας ως προς το απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής, πολλώ δε μάλλον για την ταύτιση του εν λόγω χρονικού σημείου με το αμετάκλητο της απόφασης επί της ενοχής, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων και από τη θέση που ακολούθησε το μεγαλύτερο τμήμα της νομολογίας, κατά την ερμηνεία του άρ. 511 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003.
Τέταρτον, το ανωτέρω συμπέρασμα απορρέει και από την ίδια τη φύση της παραγραφής, ως λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου. Οι λόγοι της διαχρονικής καθιέρωσης του θεσμού της παραγραφής στην ελληνική έννομη τάξη, συνίστανται κατά κύριο λόγο στο ότι μετά την πάροδο του προβλεπόμενου στο νόμο χρονικού διαστήματος, ανάλογα με τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως πλημμελήματος ή ως κακουργήματος, η αξίωση ποινικού κολασμού της πολιτείας αποδυναμώνεται, φτάνοντας στο σημείο της εξάλειψης, ώστε η κίνηση ποινικής δίωξης, και πολύ περισσότερο η επιβολή ποινής, να μην κρίνεται πλέον ως αναγκαία, ενώ επίσης, υπέρ της καθιέρωσής της συντρέχουν και πρακτικοί λόγοι, όπως η δυσχέρεια στην απόδειξη των διερευνώμενων πράξεων, μετά την πάροδο του καθορισμένου στο νόμο χρονικού διαστήματος. Ταυτόχρονα, υπέρ του θεσμού της παραγραφής συνηγορεί και η με την πάροδο του χρόνου άμβλυνση της γενικοπροληπτικής και ειδικοπροληπτικής αναγκαιότητας καταδίκης του δράστη και επιβολής ποινής. Η δικαιολόγηση της θεσμοθέτησης της παραγραφής θα πρέπει να αναζητηθεί στην αλλοίωση που επιφέρει ο χρόνος στο ποινικό φαινόμενο, και συγκεκριμένα στην αναίρεση της ποινής. Συγκεκριμένα, το ποινικό φαινόμενο αποτελείται από τέσσερις διαστάσεις: έννομο αγαθό – έγκλημα – ποινή – χρόνος, όπου το έγκλημα αναιρεί το έννομο αγαθό, η ποινή αναιρεί το έγκλημα, και ο χρόνος αναιρεί την ποινή, αποκαθιστώντας την κοι
Σελ. 339 νωνική ισορροπία, η οποία διαταράχθηκε. Η πάροδος επομένως μακρού χρόνου από την τέλεση της άδικης πράξης μέχρι την επιβολή της απειλούμενης ποινής αποδυναμώνει την ποινή ενόψει του σκοπού της σε αυτό το στάδιο εμφανίσεώς της και την καθιστά ανάξια να επιβληθεί. Ενόψει λοιπόν του ότι η παραγραφή εντάσσεται τόσο θεματικά, όσο και νοηματικά στο κεφάλαιο της ποινής, κεντρική δε συνέπειά της είναι η εξάλειψη της αξίωσης της πολιτείας για την επιβολή ποινής, σε περίπτωση παρέλευσης του καθοριζόμενου στο νόμο χρονικού διαστήματος, λόγω αλλοίωσης του ποινικού φαινομένου σε τέτοιο βαθμό ώστε η ποινή να έχει αναιρεθεί από τον χρόνο, σε συνδυασμό με το ότι πλέον δεν εξυπηρετείται ούτε η ειδικοπροληπτική ούτε και η γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής, συμπεραίνεται ότι ο χρόνος της παραγραφής εξακολουθεί να τρέχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της ποινής (και όχι επί της ενοχής).
Η αντίθετη άποψη που δέχεται ότι η παραγραφή τρέχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της ενοχής, τυχόν δε παρέλευση του χρονικού ορίου της μετά το ανωτέρω σημείο δεν επηρεάζει την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας, ιδίως σε περίπτωση μερικής αναίρεσης της βαλλόμενης απόφασης, αποκλειστικά ως προς τη διάταξή της επί της ποινής, εκλαμβάνει εσφαλμένα την παραγραφή ως θεσμό που προβλέπεται αποκλειστικά για πρακτικούς λόγους, δηλαδή μόνο για περιπτώσεις όπου λόγω της παρόδου σημαντικού χρονικού διαστήματος από την τέλεση της πράξης, δεν είναι ευχερής η απόδειξή της, παραγνωρίζοντας σαφώς ότι οι λόγοι θέσπισης της παραγραφής, ανάγονται σαφώς και στη μη αναγκαιότητα επιβολής ποινής, εφόσον από την τέλεση της πράξης έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, όπως αυτό ορίζεται στον νόμο.
Κατόπιν των ανωτέρω, η νομολογιακή θέση κατά την οποία η έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, ως απώτατο χρονικό σημείο παραγραφής, ταυτίζεται με την εκφορά αμετάκλητης κρίσης επί της ενοχής, αφενός έρχεται σε αντίθεση με τις πάγιες νομολογιακές παραδοχές κατά την ερμηνεία του όρου της «καταδικαστικής απόφασης» (ο οποίος εμπεριέχεται σε σειρά διατάξεων του ΚΠΔ) καθώς και με την άρρηκτη σύνδεση αυτού με την επιβολή ποινής, όπως προκύπτει από τη χρήση του συγκεκριμένου όρου σε πλείστες διατάξεις του ΚΠΔ, αφετέρου παραβλέπει τη φύση της παραγραφής, ως λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου, καθώς επίσης και τους δικαιολογητικούς λόγους της διαχρονικής πρόβλεψής της.
III. Η σύνδεση των επιβαρυντικών περιστάσεων με τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης
Εισαγωγικά, η αποδοχή ή μη της συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων, υπό προϋποθέσεις διαφοροποιεί τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνδέεται άμεσα με τον νομικό χαρακτηρισμό που καλείται να προσδώσει το Δικαστήριο στην εκδικαζόμενη πράξη.
Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ο Α, ο οποίος κατηγορείται για υπεξαίρεση (άρ. 375 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ), έφερε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης την ιδιότητα του μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (επιβαρυντική περίσταση), τότε το Δικαστήριο, εφόσον αχθεί σε κρίση περί ενοχής του, θα πρέπει να τον κηρύξει ένοχο διακεκριμένης υπεξαίρεσης, τελεσθείσα από μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρ. 375 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ), κατ’ επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας.
Επομένως, εφόσον η κρίση επί της συνδρομής ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων, συνδέεται με την απόδοση ορθού νομικού χαρακτηρισμού στην πράξη, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία (άρ. 343 παρ. 2, 369 παρ. 3 ΚΠΔ), τοποθετείται στο στάδιο της ενοχής.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγείται κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία δημιουργείται υποχρέωση ενημέρωσης, όταν ο κατηγορούμενος καταδικάζεται για έγκλημα, το οποίο έχει διαφορετικά στοιχεία σε σχέση με εκείνο, για το οποίο ασκήθηκε αρχικά ποινική δίωξη, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης που προστίθενται επιβαρυντικές περιστάσεις στην αρχική κατηγορία. Η υπό προϋποθέσεις αναγνώριση στον κατηγορούμενο του δικαιώματος για ενημέρωση και παροχή ευλόγου χρόνου προετοιμασίας, επί προσθήκης επιβαρυντικών περιστάσεων στην αρχική κατηγορία, καταδεικνύει την άρρηκτη σύνδεση των επιβαρυντικών περιστάσεων με τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, και κατά συνέπεια με το κεφάλαιο της ενοχής.
Ομοίως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 369 παρ. 3 ΚΠΔ, η κρίση του Δικαστηρίου διασπάται σε δύο αυτοτελείς, δηλαδή σε μία για την ενοχή ή την αθωότητα για τη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατόπιν της αποδεικτικής διαδικασίας, εφόσον συντρέχει περίπτωση (επιτρεπτής) βελτίωσης της κατηγορίας, σε σχέση με την αρχική, που περιλαμβάνεται στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (βούλευμα ή κλητήριο θέσπισμα). Μετά την εκφορά της κρίσης του Δικαστηρίου για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, ακολουθεί η κρίση για την επιβολή ποινής.
Από την ανωτέρω διάταξη, στην οποία βρίσκει επίσης νομοθετικό έρεισμα η επιτρεπόμενη τροποποίηση-βελτίωση της κατηγορίας, συνάγεται με σαφήνεια ότι η κρίση του Δικαστηρίου επί της συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων ή μη, εντάσσεται θεματικά στο πεδίο της ενοχής, αποτελώντας αντικείμενο που θα εξεταστεί και θα κριθεί στην πρώτη ψηφοφορία, και όχι στη δεύτερη, που αφορά αποκλειστικά την ποινή. Και τούτο διότι η κρίση για το συγκεκριμένο ζήτημα, σχετίζεται άμεσα με τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης και τη διαμόρφωση της κατηγορίας, για την οποία θα κηρυχθεί ένοχος ή αθώος ο κατηγορούμενος.
Κατά τη διαφοροποιημένη άποψη των Λ. Μαργαρίτη και Ν. Βασιλειάδη, η κρίση του Δικαστηρίου επί της συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων, είναι θεματικά διακριτή, μεταβιβαστικά αυτοτελής και ανεξάρτητη της βασικής κατηγορίας, η δε κρίση του Δικαστηρίου περί ενοχής του κατηγορουμένου για το βασικό έγκλημα, ενώ η αρχική κατηγορία είχε εισαχθεί με
Σελ. 340τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, έχει στην πραγματικότητα μεικτή φύση (μερικώς αθωωτική, ως προς την κρίση περί μη συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων και μερικώς καταδικαστική, ως προς τη κρίση περί ενοχής για το βασικό έγκλημα).
Παρά την εκτεταμένη επιχειρηματολογία της ανωτέρω άποψης, η διάσπαση της ψηφοφορίας του Δικαστηρίου σε μία για την ενοχή για το βασικό έγκλημα, και μία άλλη για τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τα οριζόμενα στο άρ. 369 παρ. 3 ΚΠΔ, στο οποίο προβλέπονται ρητά δύο ψηφοφορίες, μία για την ενοχή και μία για την ποινή.
Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι πράγματι η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων είναι θεματικά και μεταβιβαστικά αυτοτελής, δεν παύει να τοποθετείται στο κεφάλαιο της ενοχής (και όχι σε αυτό της ποινής), όπως προκύπτει από τη θέση περί «μεικτής φύσης» της απόφασης του Δικαστηρίου που κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο για την τέλεση του βασικού εγκλήματος, ενώ η αρχική κατηγορία είχε εισαχθεί με τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, ως εν μέρει αθωωτικής (για τις επιβαρυντικές περιστάσεις) και εν μέρει καταδικαστικής (για το βασικό έγκλημα). Με άλλα λόγια, με την ανωτέρω άποψη φαίνεται να διασπάται η κρίση του Δικαστηρίου επί της ενοχής σε δύο αυτοτελείς, ήτοι σε μία για το βασικό έγκλημα και άλλη μία για τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, ενώ ακολουθεί η αυτοτελής διάταξη του Δικαστηρίου για την ποινή, χωρίς ωστόσο η κρίση περί συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων να συνδέεται (πολλώ δε μάλλον αποκλειστικά) με την ποινή.
Ανεξαρτήτως λοιπόν του εάν υφίσταται ή όχι θεματική και μεταβιβαστική αυτοτέλεια των επιβαρυντικών περιστάσεων, η κρίση για τη συνδρομή τους ή μη, δεν παύει να εκφέρεται στο στάδιο της ενοχής, αφού σε αυτό καλείται να αποδοθεί ο τελικός νομικός χαρακτηρισμός στην εκδικαζόμενη πράξη, που διαμορφώνει το αρχικό κυρωτικό πλαίσιο, εντός του οποίου στη συνέχεια θα λάβει χώρα η επιμέτρηση αυτής, ανεξαρτήτως του εάν αυτό θα μεταβληθεί εν συνεχεία, λόγω π.χ. αναγνώρισης ελαφρυντικής περιστάσεως στον κατηγορούμενο.
Οι ανωτέρω παραδοχές, ασκούν άμεση επιρροή στην έκταση της εξουσίας του Δικαστηρίου της παραπομπής να υπεισέλθει στο ζήτημα της παραγραφής, εφόσον η σχετική υπόθεση εισάγεται ενώπιόν του κατόπιν μερικής αναίρεσης λόγω συνδρομής ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων. Ειδικότερα, εφόσον η συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων συνδεθεί με την ενοχή και όχι με την ποινή, συνάγεται ότι εφόσον η κρίση για τη συνδρομή τους ή μη είναι ακόμα εκκρεμής, η απόφαση επί της ενοχής δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, με αποτέλεσμα (ακόμα και με την κρατούσα στη νομολογία άποψη) να εξακολουθεί να τρέχει η παραγραφή.
Για την πληρέστερη διερεύνηση του συγκεκριμένου ζητήματος, είναι επιβεβλημένη η αναγωγή στις πάγιες θεωρητικές επισημάνσεις για το οριζόντιο μερικό δεδικασμένο και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα επί μερικής αναιρέσεως, όπως αναλύεται αμέσως κατωτέρω.
IV. Η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής από πλευράς οριζοντίου μερικού δεδικασμένου και μεταβιβαστικού αποτελέσματος
Στις περιπτώσεις όπου η απόφαση αφορά μία πράξη και εφεσιβάλλεται ή αναιρείται μόνο ως προς ένα σκέλος, γίνεται λόγος για οριζόντιο μερικό δεδικασμένο. Η συνηθέστερη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία προσβάλλεται με έφεση ή αναιρείται μόνο το κεφάλαιο της ποινής, οπότε μεταβιβάζεται προς νέα κρίση στο δευτεροβάθμιο ή κατόπιν αναίρεσης στο κατά παραπομπήν Δικαστήριο το κεφάλαιο αυτό, κατ’ ακολουθίαν δε καθίσταται απρόσβλητο και επομένως παράγει (μερικό) δεδικασμένο το σκέλος της απόφασης, που αποφαίνεται επί της ενοχής του κατηγορουμένου. Το πρόβλημα της δέσμευσης στο οριζόντιο μερικό δεδικασμένο οφείλει πρωτίστως την ύπαρξή του στο γεγονός ότι ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την περί ενοχής κρίσης, είναι συγχρόνως καθοριστικά και για το ύψος της επιβαλλόμενης ποινής. Πρόκειται για τα λεγόμενα γεγονότα διπλής σημασίας, που είναι καθοριστικά τόσο για την ενοχή, όσο και για τη ποινή. Στον αντίποδα αυτών κινούνται τα μονοσήμαντα γεγονότα, τα οποία επηρεάζουν μόνο την ενοχή η μόνο την ποινή, δεν μετέχουν δηλαδή και των δύο κεφαλαίων της καταδικαστικής απόφασης.
Όπως επισημαίνεται από τον Α. Τζαννετή, τα περιστατικά που στοιχειοθετούν επιβαρυντικές περιστάσεις, έχοντας ήδη αξιολογηθεί προεπιμετρητικώς κατά την αντικειμενική υπόσταση και οδηγώντας σε προκαθορισμένο αυξημένο πλαίσιο ποινής αποτελούν μονοσήμαντα περιστατικά επί της ενοχής, τα οποία απαγορεύεται να επαναξιολογηθούν στο στάδιο της επιμέτρησης κατ’ άρθρο 79 ΠΚ, λόγω πρόσκρουσης στον κανόνα της διπλής αξιολόγησης. Με άλλα λόγια, ενόψει του ότι το στοιχείο εκείνο που αξιολογείται για τη διαμόρφωση του κυρωτικού κανόνα εντός του οποίου θα λάβει χώρα επιμέτρηση της ποινής, δεν μπορεί να ληφθεί εκ νέου υπόψη κατά την επιμέτρηση, κατ’ άρθρο 79 ΠΚ, λόγω πρόσκρουσης στον κανόνα της διπλής αξιολόγησης, είναι σαφές ότι η κρίση για την συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης (λ.χ. για τη συνδρομή ή μη της επιβαρυντικής περίστασης του διαχειριστή ξένης περιουσίας στο έγκλημα της υπεξαίρεσης) αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται αμιγώς με την ενοχή, ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί επ’ ουδενί να θεωρηθεί αυτοτελές κεφάλαιο, μη εξαρτώμενο από το υπόλοιπο-μη αναιρεθέν μέρος της απόφασης που κηρύσσει ενοχή για το βασικό έγκλημα, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από το οριζόντιο μερικό δεδικασμένο.
Συνεπώς, όταν αναιρείται η απόφαση και για τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης, όπου το Δικαστήριο της παραπομπής καλείται να διεξάγει διαγνωστική διαδικασία επί μονοσήμαντων πραγματικών περιστατικών που αφορούν αποκλειστικά την ενοχή (αφού η συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης δεν θα ληφθεί εκ νέου υπόψη και κατά την επιμέτρηση), προκύπτει ότι δεν υφίσταται μερικό δεδικασμένο για την ενοχή, ειδάλλως θα κωλυόταν το Δικαστήριο να ερευνήσει τέτοιου είδους περιστατικά-μονοσήμαντα επί της ενοχής και άσχετα με την επιμέτρηση, λόγω πρόσκρουσης στο μερικό δεδικασμένο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, κατά την απολύτως κρατούσα στη γερμανική νομολογία άποψη, το Δικαστήριο που κρίνει ως προς το κεφάλαιο της ποινής, κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου αποκλειστικά ως προς αυτό, δεσμεύεται πλήρως από τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος πρότασης, τα οποία
Σελ. 341 δεν δύναται να μεταβληθούν. Έτσι, στη γερμανική νομολογία έχει γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά που συγκροτούν τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κλοπής, είναι δεσμευτικά λόγω μερικού δεδικασμένου από το αμετάκλητο σκέλος της απόφασης επί της ενοχής, και άρα ανεπίδεκτα μεταβολής. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει κανείς για την οριοθέτηση της εξουσίας του κατόπιν παραπομπής Δικαστηρίου, με άξονα το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισημάνθηκε στη θεωρία, το οριζόντιο μερικό δεδικασμένο δεν συνιστά επί της ουσίας δεδικασμένο, αφού ελλείπουν οι βασικές προϋποθέσεις του (ne bis in idem, εκτελεστότητα). Πράγματι, η απόφαση επί της ενοχής, που καθίσταται εν μέρει αμετάκλητη στην περίπτωση του οριζόντιου μερικού δεδικασμένου, δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο φορέα δεδικασμένου, καθόσον δεν είναι από μόνη της (δηλαδή μέχρι να συμπληρωθεί με την απόφαση επί της ποινής) σε θέση να αναπτύξει ένα από τα βασικά αποτελέσματα του ολικού δεδικασμένου, δηλαδή την εκτελεστότητα. Οι ανωτέρω σκέψεις οδήγησαν στην αναζήτηση της λύσης του ζητήματος, μέσω των διατάξεων για το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, και ιδίως μέσω της δεύτερης όψης αυτού, που συνίσταται στην ποσοτική διάσταση αυτού, καθορίζοντας το μέρος της απόφασης, το οποίο άγεται προς νέα κρίση, αναλόγως με την έκταση των λόγων του ενδίκου μέσου.
Κεντρικές διατάξεις για το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, είναι αυτές των άρ. 502 παρ. 2 και 524 παρ. 2 ΚΠΔ, από τις οποίες συνάγεται ότι το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται μόνο του κεφαλαίου της ποινής, κωλύεται συνεπεία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος να ερευνήσει μόνο εκείνες τις περιστάσεις που επηρεάζουν αποκλειστικώς και μόνον τη μη προσβαλλόμενη απόφαση επί της ενοχής. Πρόκειται για περιστατικά τα οποία είναι συστατικά στοιχεία του εγκλήματος και λόγω του ότι εμπίπτουν στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος λόγω του κανόνα της απαγόρευσης της διπλής αξιολόγησης δεν επηρεάζουν την επιμέτρηση (π.χ. ιδιότητα υπαλλήλου στα υπηρεσιακά εγκλήματα). Υπό αυτό το πρίσμα, η αναίρεση ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης (λ.χ. ιδιότητα διαχειριστή στην υπεξαίρεση-άρ. 375 ΠΚ, ιδιότητα υπαλλήλου οργανισμού ή επιχείρησης παροχής ταχυδρομικών, τηλεγραφικών ή ηλεκτρονικών υπηρεσιών στο έγκλημα της παραβίασης απορρήτου εγγράφου-άρ. 370 ΠΚ) και η εκφορά κρίσης εκ μέρους του Δικαστηρίου της παραπομπής ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, θα ήταν κατ’ ορθή εκδοχή απαγορευμένη, εάν η σχετική αναίρεση αφορούσε αποκλειστικά την ποινή, αφού οι συγκεκριμένες ιδιότητες σχετίζονται μονοσήμαντα με την ενοχή, η δε κατάφασή τους οδηγεί στη διαμόρφωση ενός νέου, επιβαρυμένου κυρωτικού πλαισίου, χωρίς να λαμβάνονται εκ νέου υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, λόγω πρόσκρουσης στο κανόνα της διπλής αξιολόγησης.
Επίσης, γίνεται δεκτό ότι λόγω του περιορισμού του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, η κρίση επί της ενοχής πρέπει να παραμείνει απρόσβλητη όχι μόνο από πλευράς πραγματικών περιστατικών, αλλά και από πλευράς νομικού χαρακτηρισμού.
Κεντρική συνέπεια της εν λόγω παραδοχής αποτελεί το ότι συνεπεία του περιορισμένου μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται μόνο του κεφαλαίου της ποινής κατόπιν περιορισμένης έφεσης ή μερικής αναίρεσης του εν λόγω κεφαλαίου, στερείται τη δικαιοδοσία να εξετάσει την ορθότητα του νομικού χαρακτηρισμού, που προσδίδει στην πράξη η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.
Επομένως, στις εν λόγω περιπτώσεις, δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης, για την οποία απαγγέλθηκε αμετάκλητη καταδίκη. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι η ποινική διάταξη, βάσει της οποίας εχώρησε αμετάκλητη καταδίκη, διαγράφει το πλαίσιο ποινής, εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί το Δικαστήριο, που καλείται να προβεί μόνο σε επιμέτρηση της ποινής. Το πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί με την υπαγωγή της εκδικαζόμενης πράξης σε άλλη ποινική διάταξη με αποκλίνουσα πρόβλεψη ως προς την επιβλητέα ποινή. Από τις ανωτέρω θεωρητικές επισημάνσεις, προκύπτει ότι η μερική αναίρεση ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, είναι εντελώς διαφορετική από τη περίπτωση της μερικής αναίρεσης αποκλειστικά ως προς την ποινή (π.χ. λόγω έλλειψης αιτιολογίας ως προς την επιμέτρηση αυτής) και ουδόλως θα πρέπει να συγχέονται οι δύο περιπτώσεις.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της μερικής αναίρεσης αποκλειστικά ως προς την ποινή, το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος πρότασης, τα οποία δεν δύναται να μεταβληθούν. Αντιθέτως, στην περίπτωση της αναίρεσης ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, το Δικαστήριο της παραπομπής καλείται να αναδιαμορφώσει τα περιστατικά αυτά, εφόσον κρίνει ότι δεν συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση. Ομοίως, στην περίπτωση της αναίρεσης αποκλειστικά ως προς την ποινή, το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από τον αμετακλήτως δοθέντα νομικό χαρακτηρισμό, ενώ αντιθέτως, στην περίπτωση της αναίρεσης ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, το Δικαστήριο της παραπομπής καλείται είτε να επικυρώσει τον νομικό χαρακτηρισμό της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης (διατηρώντας π.χ. την επιβαρυντική περίσταση, παραθέτοντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή της) άλλως να τον μεταβάλει (με την απαλοιφή της επιβαρυντικής περίστασης, εφόσον δεν στοιχειοθετείται η τελευταία). Επομένως, οι δύο περιπτώσεις είναι ουσιωδώς ανόμοιες, παραδοχή η οποία είναι κρίσιμη και για την έκταση της εξουσίας του Δικαστηρίου της παραπομπής.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τις πάγιες θεωρητικές και νομολογιακές παραδοχές, ως προς την εξουσία του Δικαστηρίου, όταν η πράξη τιμωρείται ηπιότερα με νόμο που ίσχυσε μετά την αμετάκλητη καταδίκη και ισχύει πλέον όταν επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής για το κεφάλαιο της ποινής. Τη θεωρία έχει απασχολήσει το ειδικότερο ερώτημα που συνίσταται στο τι θα συμβεί, εφόσον με νεότερο νόμο καταργούνται επιβαρυντικές περιστάσεις, οι οποίες ωστόσο έχουν ήδη ληφθεί υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, η δε σχετική απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη ως προς το ανωτέρω σκέλος και εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής λόγω αναίρεσης της απόφασης επί της ποινής.
Σε σχετική μελέτη του Μπρακουμάτσου Π. αναφέρονται για το συγκεκριμένο ζήτημα τα εξής: Η περίπτωση όπου η πράξη
Σελ. 342τιμωρείται ηπιότερα λόγω διαφοροποίησης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης (π.χ. εξάλειψη επιβαρυντικών περιστάσεων) διαφοροποιείται από εκείνη που απλώς αποκλιμακώνεται η ποινική κύρωση επί το επιεικέστερο κατά το εξής: στην πρώτη περίπτωση εκ πρώτης όψεως υφίσταται δέσμευση από περιορισμένο μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της αναίρεσης ως προς το ότι η ποινική διάταξη για το εκδικασθέν αμετάκλητα έγκλημα διαγράφει το πλαίσιο ποινής. Επομένως, διαφοροποίηση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (π.χ. επιβαρυντικές περιστάσεις) που δεν καταλύουν το αξιόποινο, αλλά τιμωρούν ηπιότερα την πράξη, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο της παραπομπής, διότι θα επέρχετο υπέρβαση των περιορισμών του μεταβιβαστικού αποτελέσματος.
Με βάση αυτή τη θεώρηση, στο ερώτημα τι θα συμβεί στην ενδεικτική περίπτωση που κάποιος καταδικάστηκε για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σύμφωνα με το άρ. 386 παρ. 1 εδ. β΄ προϊσχ. ΠΚ, και εναντίον της καταδικαστικής απόφασης ασκήθηκε αναίρεση από τον καταδικασθέντα, η οποία απορρίφθηκε ως προς το κεφάλαιο της ενοχής και αναιρέθηκε ως προς την ποινή, ο συγγραφέας καταλήγει στο ότι το Δικαστήριο της παραπομπής, που επιλαμβάνεται της υπόθεσης μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, θα λάβει μεν υπόψη του ότι η απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με τη θέση σε ισχύ του Ν. 4619/2019 και πριν τη θέση σε ισχύ του Ν 4855/2021, δεν τιμωρούνταν πλέον, αλλά τιμωρούνταν με πλαίσιο ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, αντί φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών με την προϊσχύσασα διάταξη, χωρίς όμως να εφαρμόσει τη νεότερη επιεικέστερη διάταξη ευθέως, μεταβάλλοντας τον νομικό χαρακτηρισμό, διότι έτσι θα παραβίαζε το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, αφού η απόφαση επί της ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη, με αποτέλεσμα να μην έχει την εξουσία να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό, απαλείφοντας τις επιβαρυντικές περιστάσεις, πλην όμως, προκειμένου να μην καταλήξει σε ιδιαίτερα ανεπιεική για το κατηγορούμενο αποτελέσματα, που αντίκεινται στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 15 ΔΣΑΠΔ και 49 ΧΘΔΕΕ, το Δικαστήριο της παραπομπής θα επιβάλλει ποινή σύμφωνα με τη νεότερη και επιεικέστερη διάταξη. Με αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο της παραπομπής δεν παραβιάζει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, αφού αρκείται στην επιβολή ηπιότερης ποινής, χωρίς να υπεισέλθει στο ζήτημα του αμετακλήτου της ενοχής. Η ίδια θέση γίνεται δεκτή και από τον Τσόγκα Λ. Στο ίδιο μήκος κύματος, με την ΑΠ 1305/2017 κρίθηκε ότι ορθώς το Δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο εισήχθη η υπόθεση κατόπιν μερικής αναίρεσης αποκλειστικά ως προς τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, δεν εφάρμοσε τις ευμενέστερες διατάξεις του Ν 4139/2013 και ως προς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων κατά τη διακίνηση ναρκωτικών διατάξεις του άρθρου 23 του ίδιου Νόμου, σε σχέση με αυτές των άρθρων 5 και 8 του Ν 1729/1987 και 3459/2006, διότι το κεφάλαιο της ενοχής είχε κριθεί αμετάκλητα και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επανέλθει σε αυτό με την ευκαιρία επανάκρισης των ελαφρυντικών που χορηγήθηκαν, δηλαδή δεν είχε σχετική δικαιοδοσία να ερευνήσει το κεφάλαιο της ενοχής.
Η ανωτέρω αρεοπαγιτική κρίση αναδεικνύει τη νομολογιακή ασυνέπεια ως προς τη μεταχείριση των επιβαρυντικών περιστάσεων, άλλοτε ως αναγόμενες αποκλειστικά στο κεφάλαιο της ενοχής, και άλλοτε ως σχετιζόμενες αποκλειστικά με τη διάταξη επί της ποινής. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι εφόσον η κρίση του Δικαστηρίου της παραπομπής περιορίζεται στη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου και κατ’ επέκταση στην επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εφαρμόσει τις επιεικέστερες διατάξεις του Ν. 4139/2013 και να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, λόγω του ότι η σχετική διάταξη για την ενοχή είχε καταστεί αμετάκλητη, με συνέπεια το αμετάβλητο του νομικού χαρακτηρισμού.
Με βάση την ανωτέρω (ορθή) συλλογιστική, θα ήταν αναμενόμενο η αναίρεση ως προς τη συνδρομή ή μη επιβαρυντικής περίστασης, να αντιμετωπίζεται ως ιδιότυπη αναίρεση της διάταξης επί της ενοχής, με συνέπεια αφενός η τελευταία να μην έχει καταστεί αμετάκλητη, αφετέρου να εξακολουθεί να τρέχει ο χρόνος παραγραφής, κάτι το οποίο ωστόσο δεν συμβαίνει σε επίπεδο νομολογίας.
Συνεπεία των ανωτέρω, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η περίπτωση που η αναίρεση αφορά τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης και το Δικαστήριο της παραπομπής καλείται να κρίνει ως προς τη συνδρομή ή μη αυτής, δεν συνιστά περίπτωση μερικής αναίρεσης ως προς την ποινή, αλλά ως προς την ενοχή. Και αυτό διότι όπως αναφέρθηκε εκτενώς ανωτέρω, στην περίπτωση της μερικής αναίρεσης αποκλειστικά ως προς την ποινή, δεν υφίσταται εξουσία του Δικαστηρίου να μεταβάλει ούτε τα πραγματικά περιστατικά, ούτε όμως και το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, λόγω του περιορισμένου μεταβιβαστικού αποτελέσματος
Αντιθέτως, επί αναίρεσης ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης, το θεματικό αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, εξικνείται στο εάν το τελευταίο θα μεταβάλει την κατηγορία, απαλείφοντας την επιβαρυντική περίσταση, ή αντιθέτως, εάν θα διατηρήσει αυτή, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία και τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος πρότασης να μεταβάλει (παραθέτοντας αιτιολογία ως προς τη μη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης), αλλά και τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης (με την απαλοιφή της επιβαρυντικής περίστασης).
Οι συγκεκριμένες δυνατότητες του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση με τη σαφώς στενότερη εξουσία του, στην περίπτωση που η υπόθεση εισάγεται σε αυτό κατόπιν μερικής αναίρεσης αποκλειστικά ως προς την ποινή, με συνέπεια να προκύπτει αφενός ότι η αναίρεση ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, συνιστά αναίρεση επί της ενοχής και όχι επί της ποινής, με αντίστοιχες πρακτικές συνέπειες στο ζήτημα της παραγραφής, αφετέρου ότι οι δύο περιπτώσεις (αναίρεση ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης και αναίρεση ως προς την ποινή) είναι εντελώς ανόμοιες και δεν θα πρέπει να ταυτίζονται.
Επομένως, επί μερικής αναίρεσης ως προς τη συνδρομή ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό αφενός ότι η παραγραφή εξακολουθεί να τρέχει (αφού δεν
Σελ. 343υφίσταται αμετάκλητη απόφαση για την ενοχή), αφετέρου ότι το Δικαστήριο της παραπομπής οφείλει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον από το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, έως την εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιόν του, έχει παρέλθει το προβλεπόμενο στο νόμο χρονικό διάστημα.
V. Τελικά συμπεράσματα
Η κρατούσα νομολογιακή θέση, σύμφωνα με την οποία το έσχατο σημείο της παραγραφής ταυτίζεται με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ενοχής, θα πρέπει να αναθεωρηθεί για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, διότι η αυτοτέλεια των διατάξεων επί της ενοχής και επί της ποινής, την οποία επικαλείται η κρατούσα άποψη προς θεμελίωσή της, δεν παρέχει σαφές ερμηνευτικό έρεισμα, προκειμένου η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, που αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο της παραγραφής, επί αναστολής της τελευταίας λόγω επιδικίας, κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 ΠΚ, να ταυτιστεί με το αμετάκλητο της απόφασης επί της ενοχής.
Δεύτερον, διότι ο όρος «καταδικαστική απόφαση» χρησιμοποιείται επανειλημμένα στον ΚΠΔ, κατά τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να συνδέεται άρρηκτα (και) με την επιβολή ποινής.
Στις ίδιες παραδοχές κατέληξε και η νομολογία του Αρείου Πάγου, με αφορμή τον θεσμό της πολιτικής αγωγής υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, κρίνοντας ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τη πολιτική αγωγή κατ’ άρθρο 65 παρ. 1 προϊσχ. ΚΠΔ, με τη μορφή της επιδίκασης χρηματικού ποσού στον αμέσως ζημιωθέντα πολιτικώς ενάγοντα, περιοριζόταν μόνο στις περιπτώσεις καταδικαστικών αποφάσεων, δηλαδή αποφάσεων που και ενοχή αναγνωρίζουν και ποινή επιβάλλουν.
Ομοίως, κατά την ερμηνεία του άρ. 473 παρ. 2 ΚΠΔ, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι και η απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής που επιβάλλει ποινή, ύστερα από νέα επιμέτρηση, κατόπιν μερικής αναίρεσης, είναι «καταδικαστική», με αποτέλεσμα να υφίσταται δυνατότητα προσβολής της με αναίρεση. Ιδίως από την τελευταία παραδοχή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία η απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, που επιβάλλει ποινή, ύστερα από νέα επιμέτρηση, κατόπιν μερικής αναίρεσης, είναι «καταδικαστική», σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή αναστέλλεται λόγω επιδικίας μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η «καταδικαστική απόφαση», συνάγεται ότι η παραγραφή εξακολουθεί να τρέχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, η οποία επιβάλλει ποινή, μετά από νέα επιμέτρηση, κατόπιν μερικής αναίρεσης.
Η επίκληση επομένως από την κρατούσα στη νομολογία άποψη των δικονομικών διατάξεων περί αυτοτέλειας των αποφάσεων ενοχής και ποινής, όταν ο όρος «καταδικαστική απόφαση», το αμετάκλητο της οποίας αποτελεί το έσχατο χρονικό σημείο της παραγραφής στην περίπτωση της αναστολής λόγω επιδικίας, κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 ΠΚ, περιλαμβάνεται σε σειρά διατάξεων του ΚΠΔ και εμπεριέχει (και) την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ποινής, όπως άλλωστε έχει επανειλημμένως κριθεί νομολογιακά, είναι αλυσιτελής.
Τρίτον, διότι κατά την ερμηνεία της διάταξης του άρ. 511 εδ. γ΄ προϊσχ. ΚΠΔ, όπως μεταρρυθμίσθηκε με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση που μεταξύ της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης, έως την εκδίκασή της, συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, ο Άρειος Πάγος όφειλε να παύσει οριστικά τη ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον ένας τουλάχιστον αναιρετικός λόγος κριθεί βάσιμος, το μεγαλύτερο τμήμα της νομολογίας ουδέποτε αξίωσε ο σχετικός αναιρετικός λόγος να στρέφεται αποκλειστικά κατά της απόφασης επί της ενοχής.
Επομένως, από τις συγκεκριμένες νομολογιακές παραδοχές, συνάγεται ότι η αυτοτέλεια των αποφάσεων ενοχής και ποινής, την οποία επικαλείται σταθερά η νομολογία στο εδώ εξεταζόμενο ζήτημα, αποκλείοντας τη δυνατότητα του Δικαστηρίου της παραπομπής να αχθεί σε κρίση περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, εφόσον η υπόθεση εισάγεται σε αυτό κατόπιν αναιρέσεως του σκέλους της απόφασης ως προς τη ποινή, ουδέποτε θεωρήθηκε ως καθοριστικής σημασίας, στο συναφές ζήτημα που ανέκυψε στο πλαίσιο ερμηνείας του άρ. 511 εδ. γ΄ προίσχ. ΚΠΔ, όπως τέθηκε μετά τη τροποποίησή του με το άρ. 50 παρ. 5 Ν. 3160/2003.
Τέταρτον, διότι λόγω της φύσης της παραγραφής ως λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό ότι η συμπλήρωσή της διαρκεί μέχρι και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ποινής.
Ομοίως, η περίπτωση της αναίρεσης ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, που διαφοροποιούν την αντικειμενική υπόσταση και έχουν ως συνέπεια τη στοιχειοθέτηση απλής ή ιδιαίτερα διακεκριμένης παραλλαγής, δεν θα πρέπει να συγχέεται, πολλώ δε μάλλον να ταυτίζεται με την περίπτωση της μερικής αναίρεσης αποκλειστικά ως προς την ποινή, όπως συμβαίνει λ.χ. με την αναίρεση ως προς τη συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης ή με την αναίρεση λόγω έλλειψης αιτιολογίας ως προς την επιμέτρηση της ποινής. Η προτεινόμενη διαφοροποίηση έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες, ιδίως ως προς το ζήτημα της παραγραφής.
Και αυτό διότι οι επιβαρυντικές περιστάσεις αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, τα οποία σχετίζονται άμεσα με τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, με αποτέλεσμα να τοποθετούνται θεματικά στην ενοχή, ενώ επίσης η κρίση περί της συνδρομής τους εκφέρεται κατά την αντίστοιχη ψηφοφορία για την ενοχή. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς με βάση τις πάγιες θεωρητικές παραδοχές, ως προς την εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής, συνεπεία του οριζοντίου μερικού δεδικασμένου και του μεταβιβαστικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων.
Ως εκ τούτου, η πάγια θέση του Ανώτατου Ακυρωτικού μας, κατά την οποία το Δικαστήριο της παραπομπής περιορίζεται στην κρίση περί της συνδρομής ή μη της επιβαρυντικής περίστασης και ακολούθως σε νέα επιμέτρηση της ποινής, χωρίς να έχει την εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, καταλήγει στο άτοπο αφενός το Δικαστήριο να διαθέτει την εξουσία μεταβολής της κατηγορίας (κηρύσσοντας π.χ. τον κατηγορούμενο ένοχο του βασικού εγκλήματος της παράνομης πρόσβασης σε σύστημα πληροφοριών ή σε δεδομένα –άρ. 370Β παρ. 1 ΠΚ, αντί της απλής διακεκριμένης παραλλαγής της τέλεσης από πρόσωπο που είναι στην υπηρεσία του νόμιμου κατόχου των στοιχείων-άρ. 370Β παρ. 4 ΠΚ), αφετέρου να μην διαθέτει την εξουσία να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ενώ είναι σαφές ότι το ζήτημα της ενοχής, που συναρτάται άμεσα με τον «τελικό» νομικό χαρακτηρισμό της εκδικαζόμενης πράξης, δεν έχει «κλείσει» αμετάκλητα.
Σελ. 344Έτσι όμως, το Δικαστήριο της παραπομπής από τη μία καλείται να διαμορφώσει το κυρωτικό πλαίσιο, με τη διατήρηση ή την απαλοιφή της επιβαρυντικής περίστασης, εντός του οποίου ακολούθως θα λάβει χώρα νέα επιμέτρηση της ποινής, και από την άλλη θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αναιρεθεί αποκλειστικά ως προς την ποινή, με τη σχετική κρίση επί της ενοχής, να έχει καταστεί αμετάκλητη. Κάτι τέτοιο όμως δε θα μπορούσε να συμβαίνει, όταν ο τελικός νομικός χαρακτηρισμός και η τελική κρίση για την ενοχή, θα αποδοθεί από το Δικαστήριο της παραπομπής.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, αφενός η παραγραφή εξακολουθεί να τρέχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, αφετέρου ότι το τελευταίο διαθέτει την εξουσία να αχθεί σε κρίση περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, εφόσον από την τέλεση της πράξης έως την εκδίκαση της υπόθεσης κατόπιν παραπομπής, έχει συμπληρωθεί ο προβλεπόμενος στον νόμο χρόνος παραγραφής.
References
• Brakoumatsos P., Court of Appeal and partial res judicata-Emerging Issues, Criminal Justice 2023, p. 999.
• Charalambakis A., The new Penal Code, Interpretation by Article of Law 4619/2019, Volume One (art. 1-234), Introductory Remarks at art. 111-113, 118-120 Penal Code, 2020, p. 910.
• Charalambakis A., Criminal Law-General Part, Volume Two, The penalty, 2021, pp. 390-391.
• Kaiafa-Gbandi M. at Kaiafa Gbandi M.-Bitzilekis N.-Symeonidou-Kastanidou E., Criminal Sanctions Law, 2020, pp. 297-298.
• Katsadonis A., The rule of prohibition of double assessment of elements of the constitutive elements of the criminal offense, Criminal Chronicles 1985, p. 97 ff.
• Kostaras A., Criminal Law-Concepts and Institutions of the General Part, 2019, p. 469.
• Kostaras A. at Spinellis D., Systematic Interpration of the Penal Code, art. 1-133, 2005, p. 1277-1278.
• Margaritis L.-Paraskevopoulos N.- Nouskalis G., Penology (art. 50-133 new Penal Code-updated to L. 5090/2024), 2024, p. 122 ff.
• Margaritis L., Civil Action: Relation between civil and criminal proceedings, Criminal Justice 2005, p. 717-722.
• Margaritis L.-Vasiliadis N., Aggravating circumstances and unanimous acquittal of the defendant-Professional commission of the crime and non confirmation of it-Delimitation of the admissibility of the prosecutor’s appeal (Private Opinion), Part A, Criminal Justice 2018, pp. 312-320.
• Margaritis M., Penal Code, Interpretation-Application, Introductory Remarks at art. 111-116, 2009.
• Michailos E., Appelate review of the statute of limitations and diachronic procedural law, Criminal Justice 2021, pp. 493-499.
• Mylonopoulos C., Criminal Law-General Part, 2020, pp. 1021-1023.
• Tzannetis A., Partial res judicata in criminal proceedings, 2001, p. 74.
• Tzannetis A, The information and preparation of the defendant for alteration of accusation (art. 343 par. 2 CPC), Criminal Justice 2024, pp. 320 ff.
• Tsogas L., New Codes-Issues after cassation at the referring Court of Appeal plus the institutions of criminal negotiation and criminal conciliation, Proposal at the National School of Judiciary, published at the website of National School of Judiciary.
• Zachariadis Ath.-Margaritis L., The new Code of Criminal Procedure, Interpretation by Article of Law 4620/2019 (as in force after L. 5090/2024, 5095/2024), Volume Two (art. 377-593), 2024, art. 524, p. 4762.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα