Η επίδραση του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στο ιδιωτικό δίκαιο με έμφαση στο εταιρικό δίκαιο

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη καλείται να φωτίσει το κρίσιμο ερώτημα του κατά πόσο το δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο επηρεάζει τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις και αν εισάγει εν τέλει ειδικούς κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Ως εργαλείο για την απάντηση του εν λόγω ερωτήματος χρησιμοποιείται η επίδραση του δικαίου αυτού στο εταιρικό δίκαιο και ιδίως στις σχέσεις των μετόχων με το διοικητικό συμβούλιο ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή μίας εισηγμένης σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρίας καθώς και στα δικαιώματα των μετόχων αυτών.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Κείμενο

Ως «δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο» ορίζεται το δίκαιο εκείνο που περιλαμβάνει το σύνολο των διατάξεων δημοσίου δικαίου μέσω των οποίων επιδιώκεται, κατά κύριο λόγο η υλοποίηση αιτημάτων ρυθμιστικής παρέμβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο περιλαμβάνει τους εξής επιμέρους κλάδους: (i) το δημόσιο τραπεζικό δίκαιο, (ii) το δημόσιο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς, (iii) το δημόσιο ασφαλιστικό δίκαιο, (iii) το δημόσιο δίκαιο συμπληρωματικής εποπτείας των ομίλων ετερογενών χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, (iv) το δημόσιο δίκαιο των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού και (v) το δημόσιο δίκαιο της προστασίας οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η εξέλιξη του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο και οι εκτεταμένες ρυθμίσεις εποπτικού δικαίου που ρυθμίζουν τις σχέσεις των χρηματοπιστωτικών οργανισμών με τους πελάτες τους, τους μετόχους τους και τα τρίτα μέρη έχουν δημιουργήσει προβληματισμούς για την επίδραση του δικαίου εποπτείας χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο ιδιωτικό δίκαιο και τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Συχνά είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν μία διάταξη έχει θεσπιστεί με σκοπό την προάσπιση δημοσίου συμφέροντος ή μεμονωμένων ιδιωτικών συμφερόντων. Σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να επιχειρείται η προστασία ιδιωτικών συμφερόντων με μέσα που χρησιμοποιεί παραδοσιακά το δημόσιο δίκαιο. Γενικότερα, παρατηρείται το φαινόμενο της όλο και συχνότερης υιοθέτησης μέτρων προστασίας και θεραπείας ιδιωτικού δικαίου από το ευρωπαϊκό δίκαιο για την επιβολή των εποπτικών στόχων του. Κατωτέρω, επιχειρείται μία συνοπτική παρουσίαση της εν λόγω προβληματικής στο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς και στο τραπεζικό δίκαιο.
Η επίδραση του δημόσιου δικαίου της κεφαλαιαγοράς
Ως δημόσιο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς μπορεί να οριστεί το σύνολο των διατάξεων που επιδιώκει την διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών και της ακεραιότητας, αποτελεσματικότητας και διαφάνειας της κεφαλαιαγοράς. Περαιτέρω, ως στόχοι του δημόσιου δικαίου της κεφαλαιαγοράς αναγνωρίζονται και η διασφάλιση της σταθερότητας της κεφαλαιαγοράς μέσω της μείωσης του συστημικού κινδύνου καθώς και η αποζημίωση των επενδυτών σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας μία επιχείρησης που παρέχει κατ’ επάγγελμα επενδυτικές υπηρεσίες. Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι δύο αυτοί στόχοι μπορούν να ενταχθούν στους γενικότερους στόχους της ακεραιότητας, αποτελεσματικότητας και διαφάνειας της κεφαλαιαγοράς και της προστασίας των επενδυτών.
Σελ. 348 Η σύνδεση του δικαίου της κεφαλαιαγοράς με το ιδιωτικό δίκαιο επιτυγχάνεται άλλοτε ευθέως με θέσπιση διατάξεων αστικής ευθύνης και άλλοτε αντανακλαστικά ή έμμεσα με τον μετασχηματισμό εποπτικών υποχρεώσεων σε υποχρεώσεις ιδιωτικού δίκαιου. Η νομοθεσία για το ενημερωτικό δελτίο αλλά και η νομοθεσία για τις δημόσιες προτάσεις αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα νομοθετημάτων εποπτικού δικαίου που περιέχουν συγκεκριμένες διατάξεις ιδιωτικού δικαίου. Σε άλλες περιπτώσεις η σύνδεση και επίδραση στο ιδιωτικό δίκαιο δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι υποχρεώσεις δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών του άρθρου 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς και οι κανόνες δεοντολογίας κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που προβλέπονται στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.
Πιο συγκεκριμένα, ο ενωσιακός νομοθέτης δεν έχει συνδέσει τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης του άρθρου 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 με κυρώσεις αστικού χαρακτήρα, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι εθνικοί νομοθέτες των κρατών-μελών να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της αστικής ευθύνης και της εκτέλεσης πολύ διαφορετικά. Στη νομική θεωρία υπάρχει διχογνωμία για το κατά πόσο τα κράτη-μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια να προβλέψουν αστική ευθύνη στην περίπτωση αυτή καθώς ο ενωσιακός νομοθέτης περιορίζεται σε διοικητικές κυρώσεις. Επιπλέον, μέρος της θεωρίας επικαλούμενο τον προστατευτικό σκοπό της διάταξης που είναι η προστασία των επενδυτών θεωρούν ότι υπάρχει έρεισμα για αξίωση αποζημίωσης, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ευθεία εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 σε αστικές υποθέσεις. Στην ελληνική έννομη τάξη πάντως ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει αστικού δικαίου κυρώσεις στην περίπτωση αυτή. Δεν αποκλείεται βέβαια υπό προϋποθέσεις η αξίωση αποζημίωσης από πλευράς θιγόμενων προσώπων σε συνδυασμό με την ΑΚ 914. Αντίστοιχος είναι ο προβληματισμός και στην περίπτωση των υποχρεώσεων που θεσπίζει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων η Οδηγία 2014/65/ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα το ζήτημα είναι εντονότερο καθώς οι κανόνες δεοντολογίας της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ διευκολύνουν τον καθορισμό προ-συμβατικών και συμβατικών υποχρεώσεων καθήκοντος επιμέλειας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Επίσης, σε περίπτωση διαχείρισης χαρτοφυλακίου θεσμικών επενδυτών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων το καθήκον επιμέλειας που προβλέπεται από το διοικητικό δίκαιο ενσωματώνεται στις συμβάσεις των μερών. Για παράδειγμα, σε τέτοιες συμβάσεις προστίθεται συχνά όρος που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διατηρούν την άδεια λειτουργίας τους και να συμμορφώνονται με τις εποπτικές τους υποχρεώσεις. Η επίδραση του δημόσιου τραπεζικού δικαίου
Γενικά, το δημόσιο τραπεζικό δίκαιο θα μπορούσε να οριστεί ως οι κανόνες εκείνοι που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των ιδρυτών τους και των προσώπων, τα οποία ασκούν έλεγχο σε αυτά, απέναντι στον κράτος. Λόγω των εκτεταμένων διατάξεων που περιλαμβάνει το δημόσιο τραπεζικό δίκαιο, μία προσέγγιση ενός ορισμού με βάση τους στόχους που επιδιώκονται από το εν λόγω δίκαιο φαίνεται να είναι πληρέστερη. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ως δημόσιο τραπεζικό δίκαιο μπορεί να οριστεί το δίκαιο που επιδιώκει την διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προς εκπλήρωση του στόχου αυτού, έχουν ειδικότερα υιοθετηθεί κανόνες που αφορούν την αδειοδοδοσία, την άσκηση δραστηριότητας και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, την μικρό-προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την μακρο-προληπτική επίβλεψη, την ανάκαμψη και εξυγίανση τους, την παροχή κρατικών ενισχύσεων με στόχο την ανακεφαλαιοποίησή τους και την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων. Η επίδραση του δημοσίου τραπεζικού δικαίου στο ιδιωτικό δίκαιο φαίνεται πιο δυσχερής καθώς κύρια στόχευση του είναι η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, από τις αιτιολογικές σκέψεις και τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/EE και του Κανονισμού (EE) 757/2013 σχετικά με την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων αναδεικνύεται και ένας παράλληλος στόχος, ο οποίος είναι η προστασία των καταθετών και επενδυτών. Βέβαια, δεν έχει αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της προστασίας των καταθετών και των επενδυτών με κάποιους να ισχυρίζονται ότι η προστασία αφορά τους καταθέτες/επενδυτές ως σύνολο, ενώ άλλοι βρίσκουν έρεισμα και για μία εξατομικευμένη προστασία. Περαιτέρω, η παρείσφρηση του δημόσιου τραπεζικού δικαίου στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις γίνεται ακόμα πιο εμφανής στην Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και Οδηγία 2014/17/ΕΕ για τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία στις οποίες καθορίζονται κανόνες δεοντολογίας στους φορείς παροχής πιστώσεων με σκοπό την προστασία των καταναλωτών.
Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν υποστηρικτές της άποψης ότι είναι απαραίτητο να αναζητηθούν ερείσματα για ισχυρότερη επιβολή του προληπτικού τραπεζικού εποπτικού δικαίου με μέσα ιδιωτικού δικαίου. Βασικός δικαιολογητικός λόγος αποτελεί η ομοιότητα του δημόσιου τραπεζικού δικαίου με το δημόσιο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς καθώς και τα δύο δίκαια ρυθμίζουν χρηματοδοτικά σχήματα και σχέσεις με τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές παρουσιάζοντας αρκετά δομικές ομοιότητες. Από μία λειτουργική σκοπιά, οι καταθέτες των τραπεζών και οι επενδυτές της κεφαλαιαγοράς αποτελούν
Σελ. 349 αμφότεροι πιστωτές. Ενώ στο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς επιχειρείται ο περιορισμός της πληροφοριακής ασυμμετρίας, στο τραπεζικό δίκαιο επιχειρείται να αντιμετωπιστούν οι «οργανωτικές ασυμμετρίες» μεταξύ της τράπεζας και των καταθετών. Υπό αυτό τον παραλληλισμό, τα μέτρα του ιδιωτικού δικαίου δεν θα πρέπει να περιορίζονται στο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς αλλά να επεκτείνονται και στο τραπεζικό δίκαιο. Η επίδραση του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στο εμπορικό δίκαιο
Ο προβληματισμός για την επίδραση του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στο ιδιωτικό δίκαιο συχνά ταυτίζεται με τη σύνδεση με αστικού δικαίου προεκτάσεις και συγκεκριμένα συμβατικές και αδικοπρακτικές ευθύνες. Ωστόσο, αρκετά έντονη είναι η επίδραση του δικαίου αυτού στο εμπορικό δίκαιο. Οι κανόνες εποπτικού δικαίου επηρεάζουν σημαντικά την οργανωτική δομή των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τις σχέσεις με τα όργανα διοίκησης και τους μετόχων, τις ευθύνες τους καθώς και πτυχές της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις του εποπτικού δικαίου που παρουσιάζουν παρεκκλίσεις, συμπληρώσεις και εξειδικεύσεις στο δίκαιο αυτό και στην λειτουργία της ανώνυμης εταιρίας.
Ιδιαίτερες αποκλίσεις παρουσιάζονται στο πτωχευτικό δίκαιο όταν πρόκειται για τα εξυγιαντικά μέτρα κατά των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Ο ενωσιακός νομοθέτης έχει δημιουργήσει ένα ειδικό δίκαιο εξυγίανσης στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων με την Οδηγία 2014/59/ΕΕ, η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 2 του Ν 4335/2015, προβλέποντας συγκριμένα εργαλεία εξυγίανσης μέσα από μία ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, η οποία διαφέρει ουσιωδώς από τα εργαλεία εξυγίανσης του Ν 4738/2020. Επιπλέον, σημαντική απόκλιση είναι και το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν πτωχεύουν αλλά τίθενται στην διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης ακολουθώντας μία ειδική πτωχευτική διαδικασία. Παρόμοια διαδικασία προβλέπεται και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες δύναται είτε να πτωχεύσουν είτε να τεθούν σε ειδική εκκαθάριση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν έχουν ως δικαιολογητικό λόγο την συλλογική ικανοποίηση των πιστωτικών, όπως στο παραδοσιακό πτωχευτικό δίκαιο, αλλά τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την διασφάλιση των καταθέσεων που καλύπτονται από το σύστημα εγγύηση καταθέσεων, την αποφυγή της προσφυγής των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κρατική ενίσχυση, την προστασία των καλυμμένων καταθετών, των επενδυτών, των κεφαλαίων των πελατών και των περιουσιακών στοιχείων των πελατών.
Δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο και εταιρικό δίκαιο
Σημαντική, επίσης, είναι η επίδραση του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στο εταιρικό δίκαιο. Κατά κανόνα οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρίες έχουν την μορφή ανωνύμων εταιριών και συνεπώς η λειτουργία τους διέπεται από το δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας. Βέβαια, το δημόσιο τραπεζικό δίκαιο φαίνεται να έχει παρεισφρήσει στο εταιρικό δίκαιο με την καθιέρωση εκτεταμένων ρυθμίσεων που αφορούν ενδεικτικά τις υποχρεώσεις των μελών του ΔΣ των πιστωτικών ιδρυμάτων, τη σύνθεση του ΔΣ τους, τις επιτροπές του ΔΣ, τις αποδοχές των μελών ΔΣ και του προσωπικού. Οι διεξοδικοί αυτοί κανόνες έχουν οδηγήσει μέρος της θεωρίας να υποστηρίζει ότι έχει δημιουργηθεί ένα ειδικότερο τραπεζικό εταιρικό δίκαιο, ιδιαίτερα όσον αφορά ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, και ότι πολλές φορές οι κανόνες του γενικού εταιρικού δικαίου επισκιάζονται από τους κανόνες ρυθμιστικού δικαίου.

Αντίστοιχες είναι και οι σκέψεις για την σύνδεση του δημοσίου δικαίου της κεφαλαιαγοράς με το εταιρικό δίκαιο. Μάλιστα, στο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς η σύνδεση φαίνεται να είναι ακόμα στενότερη καθώς οι εταιρίες αποτελούν το κύριο όχημα άντλησης κεφαλαίων από την αγορά. Επιπλέον, οι επικαλύψεις ανάμεσα στους κανόνες του δικαίου της κεφαλαιαγοράς και του εταιρικού δικαίου έχουν συντελέσει στη δημιουργία ενός ειδικού αντικειμένου, το οποίο είναι το δίκαιο της εισηγμένης εταιρίας.
Δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο και μετοχικές σχέσεις
Από το ευρύ φάσμα επηρεασμού του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στο εταιρικό δίκαιο βαρύνουσα σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο το δίκαιο αυτό επιδρά στους μετόχους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των εισηγμένων εταιριών, στις σχέση τους με το διοικητικό συμβούλιο αλλά και στα δικαιώματά τους εν γένει. Κατωτέρω θα επιχειρηθεί η ανάδειξη ορισμένων πτυχών της επίδρασης αυτής σε κάποιους βασικούς άξονες.
(α) Σχέση των μετόχων με το διοικητικό συμβούλιο
i. Εποπτεία του Δ.Σ. από τους μετόχους
Στο δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο παρουσιάζονται διατάξεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των μετόχων σε εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρίες και σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Σημαντικότερες από αυτές είναι οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίοι επιδρούν έντονα στην σχέση μεταξύ των μελών διοικητικού συμβουλίου και των μετοχών μίας τέτοιας εταιρίας. Λόγω της σημασίας των εταιριών αυτών στην εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και της αγοράς, το τραπεζικό δίκαιο εποπτείας και το δίκαιο κεφαλαιαγο
Σελ. 350 ράς εισάγει ειδικούς κανόνες με κύρια στόχευση την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των μετόχων και τρίτων που σχετίζονται με την εταιρία. Αρχικά, εκτεταμένοι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης εισήχθησαν με την τραπεζική νομοθεσία για την ομαλή λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ανάλογες ρυθμίσεις θεσπίστηκαν αργότερα και για τις εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρίες, το πεδίο των οποίων έχει διευρυνθεί αρκετά με την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου για την εταιρική διακυβέρνηση. Ο Ν 4706/2020 διατηρεί κάποιες από τις προβλέψεις του προηγούμενου Ν 3016/2002 και παράλληλα εισάγει πληθώρα νέων προβλέψεων με στόχο την ορθή διακυβέρνηση των εισηγμένων εταιριών. Με τις ρυθμίσεις αυτές γίνεται προσπάθεια να ενισχυθεί η διαφάνεια στον τρόπο λήψης των αποφάσεων και να επιτυγχάνεται καλύτερα ο έλεγχος της διοίκησης από τους μετόχους. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου που ο νόμος δεν θέλει να παραμένουν παθητικοί αποδέκτες των αποφάσεων των εκτελεστικών μελών αλλά να ασκούν κριτική και έλεγχο στις αποφάσεις τους. Μάλιστα, εκτός ότι πλέον απαριθμούνται τα καθήκοντα των μη εκτελεστικών μελών, «τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη υποβάλλουν, από κοινού ή το καθένα χωριστά, αναφορές και εκθέσεις προς την τακτική ή έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρίας, ανεξάρτητα από τις εκθέσεις που υποβάλλει το Διοικητικό Συμβούλιο». Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης προσπαθεί να αμβλύνει την ασυμμετρία της πληροφόρησης ανάμεσα στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τους μετόχους ή μεταξύ των μετόχων πλειοψηφίας και των μετόχων μειοψηφίας. Η εποπτεία από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία είναι σε θέση να ελέγξουν και να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις της διοίκησης, θεωρείται ευρέως ως μέσο προστασίας των συμφερόντων των μετόχων. Οι παραβιάσεις των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης εν γένει δεν επηρεάζουν το κύρος των αποφάσεων των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης αλλά επισύρουν διοικητικές κυρώσεις. Ωστόσο, παρόλο που οι εν λόγω παραβιάσεις δεν δημιουργούν ακυρότητα των αποφάσεων, οι προβλέψεις του νέου νόμου είναι σημαντικές για την ποιοτική διαβάθμιση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου απέναντι στους μετόχους. Με την κατανομή αρμοδιοτήτων που προβλέπει ο Ν 4706/2020 μεταξύ των μελών διοικητικού συμβούλιου και ο ρόλος αυτών εντός των επιτροπών του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διακρίβωση της έντασης της ευθύνης κάθε μέλους ανάλογα με τα καθήκοντα που του αναθέτει ο νόμος.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν διατάξεις στο Ν 4706/2020 για την εταιρική διακυβέρνηση που εισάγουν αποκλίσεις στον τρόπο λήψης ορισμένων αποφάσεων από εταιρικά όργανα, όπως στην περίπτωση των αποκλίσεων στη χρήση αντληθέντων κεφαλαίων σε σχέση με αυτή που προβλέπεται στο ενημερωτικό δελτίο και στις σχετικές αποφάσεις της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου και στη διάθεση περιουσιακών στοιχείων με αξία που αντιπροσωπεύει άνω του πενήντα ένα τοις εκατό (51%) της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων μίας εισηγμένης εταιρίας. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιος να υποστηρίξει ότι παρόλο που βρίσκονται σε ένα νομοθέτημα δημοσίου δικαίου της κεφαλαιαγοράς αποτελούν διατάξεις εταιρικού δικαίου. Επομένως, είναι αμφίβολο αν η μη τήρησή τους θα επισύρει μόνο δημοσίου δικαίου κυρώσεις ή αν η μη τήρησή τους μπορεί να επιφέρει ακυρωσία των αποφάσεων αυτών.
ii. Περιορισμοί των μετόχων στη λήψη αποφάσεων
Διατάξεις του δημόσιου τραπεζικού δικαίου και του δικαίου της κεφαλαιαγοράς θέτουν, επίσης, περιορισμούς στα διοικητικά δικαιώματα των μετόχων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των εισηγμένων εταιριών.
Για τον διορισμό των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των προσώπων που ασκούν καθήκοντα σχετιζόμενα με σημαντικές λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, σύμφωνα με το εκάστοτε οικείο τους πλαίσιο, απαιτείται ενημέρωση της εποπτεύουσας αρχής. Μάλιστα, τα πρόσωπα αυτά συχνά πρέπει να πληρούν προϋποθέσεις που ορίζονται στο νόμο, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Το γεγονός αυτό περιορίζει αισθητά τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να επιλέξουν οι μέτοχοι και να ψηφίσουν για να αναδείξουν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται στην ουσία του το δικαίωμα ψήφου των μετόχων. Και τούτο, διότι διαδικαστικά μεν δεν περιορίζεται το δικαίωμα ψήφου, αλλά οι επιλογές του μετόχου περιορίζονται ουσιαστικά. Αντίστοιχοι περιορισμοί και προϋποθέσεις καθιερώνονται και από τους σχετικούς κανόνες για την εταιρική διακυβέρνηση είτε αυτοί προβλέπονται από τα οικεία νομοθετήματα για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς είτε από τους γενικούς κανόνες για την εταιρική διακυβέρνηση των εισηγμένων εταιριών, ειδικότερα όσον αφορά τα ανεξάρτητα μη εκτε
Σελ. 351 λεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα εχέγγυα ανεξαρτησίας. Σημαντική, επίσης, παρέμβαση στην εισηγμένη εταιρία αποτελεί η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 40 του Ν 4640/2019 (ΦΕΚ Α΄ 190) που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με την εν λόγω ρύθμιση, αναγνωρίζεται ρητώς το έννομο συμφέρον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιδιώξει δικαστικά τον διορισμό προσωρινής διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα, καθώς και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τη μερική ή συνολική προσωρινή αντικατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου ή μελών αυτού. Επιπλέον, παρέχεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίστοιχο δικαίωμα με αυτό που έχουν οι μέτοχοι μειοψηφίας για σύγκληση γενικής συνέλευσης της εταιρίας. Θεσπίζεται, επομένως, η δυνατότητα ευρύτατης επέμβασης της εποπτικής αρχής στην ίδια την εισηγμένη εταιρία, καθώς και στα δικαιώματα και την αυτοδιάθεση των μετόχων, δεδομένου ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιδιώξει τον διορισμό προσωρινής διοίκησης αντίθετα στην βούληση των μετόχων.
(β) Περιορισμός του δικαιώματος περιουσιακής αυτοδιάθεσης επί των μετοχών της εταιρίας
Περαιτέρω, στο δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκαιο εντοπίζονται προβλέψεις που θέτουν περιορισμούς στην απόκτηση ή διάθεση συγκεκριμένων ποσοστών συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο ενός εποπτευόμενου χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή σε μία εταιρία εισηγμένη σε ρυθμιζόμενη αγορά που σχετίζονται κυρίως με την απόκτηση ελέγχου ή σημαντικής επιρροής. Κατωτέρω, αναλύονται ορισμένες από αυτές τις προβλέψεις.
i. Ειδική Συμμετοχή σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη, θέλοντας να προστατέψει την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και της αγοράς, έχει θεσπίσει αυξημένες υποχρεώσεις στους μετόχους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν σημαντική επιρροή ή τον έλεγχο σε έναν τέτοιο οργανισμό.
Βασική έννοια αποτελεί η «ειδική συμμετοχή», η οποία ορίζεται στα εκάστοτε εφαρμοστέα νομοθετήματα. Στον Κανονισμό 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα ως «ειδική συμμετοχή» νοείται «η άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή που καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής». Παρόμοια διάταξη περιλαμβάνεται στον Ν 4514/2018 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου «ειδική συμμετοχή» για τις επιχειρήσεις επενδύσεων νοείται η «άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του Ν 3556/2007 (Α' 91), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή». Αντίστοιχες είναι οι προβλέψεις και για τους διαχειριστές οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, τα ιδρύματα πληρωμών και ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τους διαχειριστές πιστώσεων και στους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Όπως είναι κατανοητό από τις επιμέρους διατάξεις η «ειδική συμμετοχή» συνδέεται με την απόκτηση ενός συγκεκριμένου ποσοστού στο μετοχικό κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού, το οποίο θεωρείται ικανό για τα επηρεάσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε αυτόν.
Τίθεται, συνεπώς, η υποχρέωση στον μέτοχο που θα υπερβεί ή κατέλθει του συγκεκριμένου προβλεπόμενου ποσοστού να αξιολογηθεί από την αρμόδια εποπτική αρχή (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Τράπεζα της Ελλάδος, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), η οποία δεν θα πρέπει να αντιταχθεί στη συμμετοχή αυτή, προκειμένου να είναι σε θέση να προβεί στην απόκτηση ή διάθεση των εν λόγω μετοχών. Φυσικά για τη λήψη της έγκρισης από την αρμόδια αρχή απαιτείται ο μέτοχος να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια καταλληλότητας, τα οποία ορίζονται από την οικεία νομοθεσία. Παραδείγματος χάρη, θα πρέπει να διαθέτει εχέγγυα φήμης, γνώσεων, δεξιοτήτων και χρηματοοικονομικής ευρωστίας. Σε διαφορετική περίπτωση, αν και θεωρητικά το πρόσωπο μπορεί να γίνει μέτοχος της εταιρίας, η εποπτική αρχή έχει ευρύτατες αρμοδιότητες και δύναται να επιβάλει ποινές που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και σε αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου, αλλά και σε υποχρέωση διάθεσης των μετοχών. Μία τέτοια περίπτωση που απασχόλησε τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ήταν η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αντιταχθεί στην απόκτηση περίπου του 30% στη Banca Mediolanum από τον Silvio Berlusconi. Η ποινή της αναστολής δικαιωμάτων ψήφου είναι ευθεία παρέμβαση στο διοικητικό δικαίωμα του μετόχου, ενώ η υποχρέωση διάθεσης των μετοχών παρεμβαίνει καταλυτικά στην περιουσιακή αυτοδιάθεση. Παρουσιάζονται, επομένως, περιορισμοί στα δικαιώματα του μετόχου, οι οποίοι έχουν ως απώτερο σκοπό την προάσπιση της εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και της αγοράς
ii. Υποχρεώσεις Διαφάνειας σε Εισηγμένες σε Ρυθμιζόμενη Αγορά Εταιρίες
Μία άλλη πτυχή της επίδρασης του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου στα δικαιώματα των μετοχών φωτίζεται από τη
Σελ. 352 βασική υποχρέωση ενός μετόχου εισηγμένης εταιρίας να γνωστοποιεί αποκτήσεις συμμετοχής στην εισηγμένη εταιρία που ανέρχεται ή ξεπερνά συγκεκριμένα ποσοστά που προβλέπονται στον Ν 3556/2007 (ΦΕΚ Α΄ 91) τόσο στην ίδια την εισηγμένη εταιρία όσο και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατόπιν τούτου, η εισηγμένη εταιρία είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει την εν λόγω πληροφορία στην ιστοσελίδα της, αλλά και στην ιστοσελίδα του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Ανάλογη γνωστοποίηση προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μίας εισηγμένης εταιρίας που διενεργούν συναλλαγές, προκειμένου να αποκτήσουν ή να διαθέσουν μετοχές της εταιρίας. Οι προβλέψεις του δικαίου της κεφαλαιαγοράς θεσπίζουν ένα καθεστώς πλήρους διαφάνειας όσον αφορά τις συναλλαγές που αφορούν την εισηγμένη εταιρία, αλλοιώνοντας την αρχή του απρόσωπου των μετοχών. Παρόλο που η εν λόγω αρχή έχει αμβλυνθεί μέσω της υποχρεωτικής ονομαστικοποίησης των μετοχών, εντούτοις, σε εταιρίες, των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, οι μέτοχοι δεν γίνονται γνωστοί στο ευρύ κοινό, καθώς το μετοχολόγιο των εταιριών δεν είναι δημοσιευτέο. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της εισηγμένης εταιρίας, αφού οι μέτοχοι είναι υποχρεωμένοι να δημοσιεύουν τις συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5%, ενώ μέτοχοι που είναι και μέλη του διοικητικού συμβουλίου υποχρεούνται σε δημοσίευση κάθε συμμετοχής τους στην εταιρία.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι και στην περίπτωση αυτή, αν και η δικαιοπραξία στην οποία στηρίζεται η απόκτηση ή η διάθεσή μετοχών δεν είναι άκυρη, εν όψει σημαντικών παραβιάσεων των γνωστοποιήσεων που επιβάλλονται από το νόμο 3556/2007, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει βαρύτατες ποινές, μεταξύ των οποίων είναι και η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου.
iii. Υποχρεωτική Δημόσια Πρόταση
Άλλη περίπτωση επέμβασης είναι αυτή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 26 Ν 3461/2006 (ΦΕΚ Α΄ 106), σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο, το οποίο αποκτά καθ' οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, κινητές αξίες και, λόγω της απόκτησης αυτής, το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει το πρόσωπο αυτό, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, υπερβαίνει το όριο του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρίας, υποχρεούται, [...], να απευθύνει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το σύνολο των κινητών αξιών της υπό εξαγορά εταιρίας καταβάλλοντας δίκαιο και εύλογο αντάλλαγμα [...]». Με σκοπό την προστασία των μετόχων μειοψηφίας μίας εισηγμένης εταιρίας, το δίκαιο κεφαλαιαγοράς προχωρά στη θέσπιση μίας ιδιαιτέρως αυστηρής υποχρέωσης σε πρόσωπα που τυχόν επιθυμούν να αποκτήσουν ποσοστό άνω του 1/3 του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου σε μια εισηγμένη εταιρία. Η αυστηρότητα της υποχρέωσης αυτής εντοπίζεται ακριβώς στα σημαντικά κεφάλαια, τα οποία πρέπει να διαθέσει ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να αγοράσει –αν χρειαστεί- το σύνολο των μετοχών της εταιρίας. Ακριβώς τούτο θέτει έναν σημαντικό φραγμό αφενός στην ιδιωτική αυτονομία ενός τρίτου προσώπου, το οποίο επιθυμεί τυχόν να αποκτήσει μετοχές στην εταιρία που υπερβαίνουν το όριο αυτό, και αφετέρου στην αυτοδιάθεση απόκτησης περαιτέρω μετοχών που υπερβαίνουν το 1/3 του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου στην εταιρία από έναν υφιστάμενο μέτοχο, περίπτωση που είναι και η πλέον συνήθης.
Μάλιστα, και σε αυτή την περίπτωση της υπέρβασης της υποχρέωσης δημόσιας πρότασης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αναστείλει τα δικαιωμάτων ψήφου ή και άλλα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από τις κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρίας με κάτοχο το υπόχρεο πρόσωπο και τα τυχόν πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό, στην έκταση που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου. Φυσικά, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω η υπέρβαση αυτή δεν οδηγεί στην ακύρωση της δικαιοπραξίας της αγοράς των νέων μετοχών.
Αντί επιλόγου
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διατάξεις του δημόσιου χρηματοπιστωτικού δικαίου διαπλέκονται έντονα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου σε επίπεδο που πολλές φορές είναι δύσκολη η διάκρισή τους. Το εταιρικό δίκαιο αποτελεί μία πολύ χαρακτηριστική περίπτωση που αναδεικνύει τις πτυχές αυτής της επίδρασης. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το δημόσιο τραπεζικό δίκαιο και το δίκαιο της κεφαλαιαγοράς είναι απλώς ένα δίκαιο που εισάγει κανόνες δημοσίου δικαίου εποπτικού χαρακτήρα, ενώ άλλοι θα έλεγαν ότι στους κανόνες αυτούς εμφιλοχωρούν διατάξεις ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο, από μία συστηματική προσέγγιση των διατάξεων αυτών ορθότερο είναι να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες αυτοί, παρόλο που παραμένουν κανόνες δημοσίου δικαίου, εισάγουν έντονες διαφοροποιήσεις στο ιδιωτικό δικαίου και με τις αυστηρές κυρώσεις που προβλέπουν σε περίπτωση μη τήρησής τους, εν τέλει παρεμβαίνουν υπέρμετρα σε αυτό αλλοιώνοντας τις γενικές αρχές και τις έννοιες του και επιδρώντας καταλυτικά στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των εμπλεκόμενων μερών.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα