Κείμενο

1. Πραγματικά περιστατικά και κρίση του Δικαστηρίου
Η σχολιαζόμενη υπ’ αριθ. 184/2023 απόφαση του Corte Costituzionale (Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου) αποτελεί απόφαση σταθμό για τον αθλητισμό στην Ευρώπη, καθώς για πρώτη φορά ελέγχεται δικαστικώς η συμφωνία διατάξεων σχετικά με την επιβολή ορίων στις θητείες των διοικούντων τα αθλητικά νομικά πρόσωπα και δη τις αθλητικές ομοσπονδίες, με τα εθνικά συντάγματα των χωρών αυτών αλλά και με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Εν προκειμένω, μετά την απόρριψη των υποψηφιοτήτων που υπέβαλαν δύο φυσικά πρόσωπα για ανάληψη καθηκόντων σε περιφερειακά όργανα διοίκησης της Ιταλικής Ομοσπονδίας Αντισφαίρισης και Υαλοσφαίρισης με την αιτιολογία ότι έχουν συμπληρώσει το όριο των θητειών που ορίζει ο ιταλικός νόμος, τα φυσικά αυτά πρόσωπα προσέφυγαν ενώπιον αθλητικού δικαιοδοτικού οργάνου (Συμβουλίου Εγγύησης του Αθλητισμού της Εθνικής Ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής) και ενώπιον κρατικού δικαιοδοτικού οργάνου (Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου του Λάτσιο). Το τελευταίο παρέπεμψε ερώτημα περί συνταγματικότητας της διάταξης που προέβλεπε το όριο των τριών -και στη συνέχεια, κατόπιν τροποποίησης, τριών συνεχόμενων- θητειών σε όργανα διοίκησης αθλητικών ομοσπονδιών και λοιπών αθλητικών νομικών προσώπων με το ιταλικό Συντ., το άρθρο 11 ΕΣΔΑ και το άρθρο 12 ΧΘΔΕΕ. Κατόπιν μιας ενδιαφέρουσας ανάλυσης, εστιαζόμενης κυρίως στους ελέγχους για την τήρηση του κριτηρίου της αναλογικότητας, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε την επίμαχη διάταξη του νόμου σχετικά με τα όργανα διοίκησης των αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών νομικών προσώπων ως αντισυνταγματική.
2. Η προστασία της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και της βούλησης των μελών των νομικών προσώπων
Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των νομικών προσώπων και δη εν προκειμένω των αθλητικών ομοσπονδιών, που αποτελούν δευτεροβάθμια αθλητικά σωματεία σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν 2725/1999, και των φυσικών προσώπων που συμμετέχουν σε αυτές, κατοχυρώνεται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1-2 Συντ., 12 και 52 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ και 11 ΕΣΔΑ και συμπεριλαμβάνει και την ελευθερία ανάδειξης διοίκησης των νομικών προσώπων και δη εν προκειμένω των αθλητικών ομοσπονδιών με την ελεύθερη και γνήσια βούληση των μελών τους. Η αρχή της αυτοδιοίκησης κάθε νομικού προσώπου σημαίνει ότι η τύχη και η λειτουργία του δεν επιτρέπεται με νομικούς μηχανισμούς και νομικές μεθοδεύσεις να ανατεθεί στα χέρια τρίτων μη μελών, δεν επιτρέπεται να είναι προϊόν κρατικού παρεμβατισμού. Η αυτοδιοίκηση αποτελεί την ουσία της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Έτσι, κάθε νομοθετική παρέμβαση που παρακωλύει στην ουσία την βούληση των μελών για ανάδειξη της διοίκησης μιας σωματειακής οργάνωσης συνιστά αφαίρεση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και είναι φυσικά ανεπίτρεπτη από το Σύνταγμα.
Όπως άλλωστε γίνεται παγίως δεκτό και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η ελευθερία ανάδειξης διοίκησης των νομικών προσώπων με την ελεύθερη και γνήσια βούληση των μελών τους εμποδίζει, μεταξύ άλλων, την άμεση ή έμμεση παρέμβαση του Κράτους σε εσωτερικές υποθέσεις νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, π.χ. εμποδίζει να παρεμβαίνει το Κράτος σε απόφαση σωματείου για συγκεκριμένο μέλος του και να επιβάλει την ακύρωση της απόφασης αυτής, εμποδίζει να αρνείται το Κράτος να διορίσει τον Μουφτή που είχε εκλεγεί από το ανώτατο όργανο της κοινότητας και εμποδίζει να αρνείται το Κράτος να καταχωρίσει στο μητρώο αλλαγές των μελών διοίκησης πολιτικού κόμματος. Συναφώς, η ελευθερία αυτή ανάδειξης διοίκησης των νομικών προσώπων με την ελεύθερη και γνήσια βούληση των μελών τους συμπεριλαμβάνει ιδίως και την ελευθερία των νομικών προσώπων από τη θεσμική επιρροή τρίτων, π.χ. του Κράτους. Οι περιορισμοί της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, π.χ. ως προς την υποψηφιότητα και την εκλογή προσώπων στο Διοικητικό Συμβούλιο αθλητικής ομοσπονδίας, είναι επιτρεπτοί μόνο στο βαθμό που το Σύνταγμα και ο νόμος το επιτρέπουν για λόγους προστασίας του αθλητισμού και για λόγους δημοσίου συμφέροντος εφόσον δεν είναι υπέρμετροι και δεν αναιρούν το πυρήνα των Συνταγματικών δικαιωμάτων.
3. Η ελληνική πραγματικότητα μετά τον Ν 5128/2024 - Κριτική προσέγγιση
Στην Ελλάδα, όπως και εν προκειμένω στην Ιταλία, το Κράτος επιχείρησε με νόμο του να επέμβει στον τρόπο με τον οποίον αναδεικνύεται η διοίκηση των αθλητικών ομοσπονδιών, θεσπίζοντας ετερόνομους προληπτικούς περιορισμούς. Ειδικότερα, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 4421/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 7 του Ν 2725/1999 σχετικά με την επιβολή ηλικιακού περιορισμού εκλογής σε Διοικητικό Συμβούλιο αθλητικής ομοσπονδίας κρίθηκε (ορθώς) αντίθετη με το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο, ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε σε νομοθετική τροποποίηση της διάταξης αυτής, εισάγοντας πλέον απαγόρευση εκλογής προσώπων στη θέση του προέδρου, αντιπροέδρου, γραμματέα ή ταμία, του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας, εφ’ όσον έχουν συμπληρώσει 20 χρόνια σε οποιαδήποτε από τις θέσεις αυτές. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 94 του Ν 5128/2024 τροποποίησε ως ανωτέρω το άρθρο 22 παρ. 7 του Ν 2725/1999, θεσπίζοντας μάλιστα και βαρύτατες έννομες συνέπειες (κυρώσεις) από τυχόν παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, όπως είναι η αυτοδίκαιη ακυρότητα υποψηφιότητας, η υποχρέωση απόρριψής της καθώς και η έκπτωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που παρ’ όλα αυτά εγκρίνουν μια τέτοια υποψηφιότητα.
Ωστόσο, ιδωμένη τόσο από το πρίσμα της σχολιαζόμενης υπ’ αριθ. 184/2023 απόφασης του Corte Costituzionale (Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου) όσο και του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου σχετικά με την προστασία της συλλογικής και ατομικής ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και την επιβολή περιορισμών σε αυτήν μόνο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 7 του Ν 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 94 του Ν 5128/2024, καθώς και οι έννομες συνέπειες από παραβίαση αυτής, θα πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστες ως αντίθετες με τις υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1-2 Συντ., 12 και 52 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ και 11 ΕΣΔΑ, για πληθώρα συντρεχόντων λόγων.
Πρώτον, δεν εντοπίζεται σε κανένα άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου στην Ελλάδα, π.χ. ούτε σε (απλά, αστικά) σωματεία σύμφωνα με τα άρθρα 78 επ. ΑΚ, ούτε σε επαγγελματικά σωματεία (συνδικαλιστικές οργανώσεις) σύμφωνα με τον Ν 1264/1982, ούτε σε αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και αγροτικούς συλλόγους σύμφωνα με τον Ν 1361/1983, ούτε σε επαγγελματικές ενώσεις εμπόρων και βιοτεχνών σύμφωνα με τον Ν 1712/1987, ούτε σε φιλανθρωπικά σωματεία σύμφωνα με το ΝΔ 1111/1972, ούτε σε κυνηγετικά σωματεία σύμφωνα με τον Ν 177/1975, ούτε σε αγροτικούς συνεταιρισμούς σύμφωνα με τον Ν 4673/2020, ούτε σε αστικούς συνεταιρισμούς σύμφωνα με τον Ν 1667/1986 αντίστοιχος ετερόνομος περιορισμός της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου με καθορισμό με νόμο συγκεκριμένου αριθμού θητειών σε εκτελεστικές θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου. Σημειώνεται ότι οι αθλητικές ομοσπονδίες αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και συγκεκριμένα δευτεροβάθμια αθλητικά σωματεία με μέλη πρωτοβάθμια αθλητικά σωματεία (άρθρο 19 παρ. 1 του Ν 2725/1999 που παραπέμπει στα άρθρα 78 επ. ΑΚ), που δεν ασκούν διοικητική εξουσία ως διοικητικές αρχές, ώστε δεν προσήκει για αυτές νομοθετική μεταχείριση αντίστοιχη με αυτήν των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Δεύτερον, αντίστοιχος ετερόνομος περιορισμός της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου με καθορισμό με νόμο συγκεκριμένου αριθμού θητειών σε εκτελεστικές θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου έχει επιχειρηθεί κατά το παρελθόν σε μόνο μία περίπτωση και συγκεκριμένα μόνο για το αξίωμα του νομάρχη σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ΠΔ 30/1996, το οποίο ωστόσο κρίθηκε επίσης αντισυνταγματικό και συγκεκριμένα αντίθετο με το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ., δεδομένου ότι συνιστά αδικαιολόγητο και μη αναλογικό περιορισμό της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι.
Τρίτον, η προληπτική επέμβαση της Πολιτείας στον τρόπο ανάδειξης διοίκησης αθλητικών ομοσπονδιών (δευτεροβάθμιων αθλητικών σωματείων) με νόμους ή διοικητικές πράξεις ή άλλες ενέργειες (π.χ. με υπόδειξη ή υποστήριξη υποψηφίων) είναι άνευ ετέρου αντίθετη με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, καθώς: α. η ελευθερία ίδρυσης σωματείων δεν είναι νοητή άνευ της ελευθερίας διοίκησης σωματείων και της ελευθερίας ανάδειξης της διοίκησής τους με την ελεύθερη και γνήσια βούληση των μελών τους, β. η επέμβαση της Πολιτείας δέον να εκδηλώνεται μόνο κατασταλτικώς και εξαιρετικώς, σε περίπτωση κατάστασης ανάγκης προς αποτροπή μείζονος κινδύνου ως προς τη συνέχιση λειτουργίας τους ή ως προς το δημόσιο συμφέρον, και όχι προληπτικώς και άνευ in concreto εξέτασης για τυχόν ύπαρξη τέτοιας κατάστασης ανάγκης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω και γ. ειδικώς η υπόδειξη ή υποστήριξη υποψηφίων στοιχειοθετεί αυθαίρετη αναχαίτιση και διαστρέβλωση του μηχανισμού ανάδειξης των διοικήσεών τους με την ελεύθερη και γνήσια βούληση των μελών τους.
Τέταρτον, η διοικητική ανανέωση των αθλητικών ομοσπονδιών, που αναφέρεται ως σκοπός της διάταξης στην αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νομοσχεδίου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλίας και βούλησής τους, δηλαδή αποτέλεσμα αυτοπεριορισμού (αποτέλεσμα της άσκησης της ελευθερίας ανάδειξης της διοίκησης και εν γένει εκλογής μελών οργάνων με την ελεύθερη και γνήσια βούληση των μελών τους ως επί μέρους έκφανσης της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι) και όχι αποτέλεσμα ετερόνομου περιορισμού. Έτσι, στο βαθμό που η επίμαχη απαγόρευση εκλογής προσώπων στη θέση του προέδρου, αντιπροέδρου, γραμματέα ή ταμία του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας, εφ’ όσον έχουν συμπληρώσει 20 χρόνια σε οποιαδήποτε από τις θέσεις αυτές δεν αποτελεί καταστατικό περιορισμό ως προς τις υποψηφιότητες για τις αρχαιρεσίες της εκάστοτε εθνικής αθλητικής ομοσπονδίας, δηλαδή δεν αποτελεί περιορισμό που να προβλέπεται στο καταστατικό της (στο πλαίσιο της καταστατικής της ελευθερίας να θέσει από μόνη της -και όχι με έξωθεν παρέμβαση και επιβολή- τυχόν προϋποθέσεις ή κωλύματα εκλογιμότητας) και να είναι πράγματι επιθυμητός από την εκάστοτε εθνική αθλητική ομοσπονδία και τα σωματεία-μέλη της, αλλά περιορισμό που επιβάλλεται έξωθεν, αψηφώντας και τις επιθυμίες και την αληθινή βούληση της εκάστοτε εθνικής αθλητικής ομοσπονδίας και των σωματείων-μελών της ως προς τις προϋποθέσεις και τα κωλύματα εκλογιμότητας, όπως αυτά αποτυπώνονται στο καταστατικό της, και τις επιθυμίες και την αληθινή βούληση της και των σωματείων-μελών της ως προς τα πρόσωπα που επιθυμούν ως νέα διοίκηση της.
Πέμπτον, η διοικητική ανανέωση των αθλητικών ομοσπονδιών, που αναφέρεται ως σκοπός της διάταξης στην αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νομοσχεδίου, δηλαδή η προώθηση των διοικητικών συμφερόντων μεμονωμένων προσώπων (π.χ. με λιγότερες θητείες) έναντι των διοικητικών συμφερόντων άλλων προσώπων (π.χ. με περισσότερες θητείες), δεν αποτελεί καν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όπως απαιτείται σύμφωνα με τη νομολογία για να δύναται να υπάρξει νόμιμος περιορισμός της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και δεν στοιχειοθετεί καν πρόσφορο και αναγκαίο περιορισμό για την επίτευξη του σκοπού, αφού οι θητείες από μόνες τους δεν συνέχονται άμεσα με τις ηθικές ιδιότητες ούτε αναγκαίως μειώνουν τις πνευματικές και διανοητικές ικανότητες για την εθελοντική άσκηση του συγκεκριμένου λειτουργήματος και την εφεξής προσφορά στο εκάστοτε άθλημα. Εξάλλου, εν όψει της εθελοντικής αυτής προσφοράς, δεν δύναται καν (εκ των πραγμάτων) να τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα καλλιέργειας «πελατειακών σχέσεων» από την πολυετή εθελοντική προσφορά. Επιπλέον, από την εμπειρική επισκόπηση των διοικητικών στελεχών των αθλητικών ομοσπονδιών, είναι προφανές ότι πολλά διοικητικά στελέχη με θητείες περισσότερα από 20 χρόνια σε εκτελεστικές θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικών ομοσπονδιών είναι πολύ (πιο) ικανά και πολύ (πιο) παραγωγικά. Η αστοχία θέσπισης περιορισμών με βάση την ηλικία ή τον αριθμό θητειών συνάγεται ευχερώς και από την απουσία αντίστοιχων περιορισμών για πολύ σοβαρότερα αξιώματα, π.χ. τους Βουλευτές ή ακόμα και τους Πρωθυπουργούς, και από τις αδιαμφισβήτητες ηθικές ιδιότητες και πνευματικές και διανοητικές ικανότητες Βουλευτών και Πρωθυπουργών με πολλές θητείες.
Έκτον, η διοικητική ανανέωση των αθλητικών ομοσπονδιών δεν αποτελεί καν πειστικό (convaincante) και πιεστικό (impérative) σκοπό επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης (besoin social impérieux) και δη δεν αποτελεί σκοπό εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας, προάσπισης της τάξης, πρόληψης του εγκλήματος, προστασίας της υγείας και της ηθικής, προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων που να δικαιολογεί την εισαγωγή του περιορισμού, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ και τη νομολογία για να δύναται να υπάρξει νόμιμος περιορισμός της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Σημειώνεται ότι περιορισμοί της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι μπορούν να επιβληθούν μόνο προς εξυπηρέτηση των ως άνω συγκεκριμένων εξαντλητικά και περιοριστικά απαριθμούμενων στο άρθρο 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ σκοπών, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται ο σκοπός της επίμαχης διάταξης του άρθρου 22 παρ. 7 του Ν 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 94 του Ν 5128/2024.
Έβδομον, η διοικητική ανανέωση των αθλητικών ομοσπονδιών, που αναφέρεται ως σκοπός της διάταξης στην αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νομοσχεδίου, δεν μπορεί να υλοποιηθεί καν με την επίμαχη απαγόρευση, η οποία επομένως καθίσταται ομολογημένα αλυσιτελής και άρα ανεφάρμοστη: Ορθώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ότι επιβάλλεται κατάργηση του μέχρι τότε υφιστάμενου ηλικιακού ορίου 70 ετών για την εκλογή στο Διοικητικό Συμβούλιο αθλητικής ομοσπονδίας (εν όψει και της υπ’ αριθ. 4421/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), «διότι σε αρκετές ομοσπονδίες είναι μικρή η δεξαμενή των στελεχών, από την οποία προέρχονται οι διοικήσεις και, άρα, δεν είναι δυνατή η εναλλαγή των προσώπων». Ωστόσο, η ορθή αυτή διαπίστωση, επιβάλλει όχι την εισαγωγή της επίμαχης απαγόρευσης εκλογής προσώπων στη θέση του προέδρου, αντιπροέδρου, γραμματέα ή ταμία του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας, εφ’ όσον έχουν συμπληρώσει 20 χρόνια σε οποιαδήποτε από τις θέσεις αυτές, αλλά ακριβώς την κατάργηση και μη εφαρμογή της απαγόρευσης αυτής, ακριβώς διότι και πάλι εν τέλει συνήθως στα επίμαχα αθλήματα «είναι μικρή η δεξαμενή των στελεχών, από την οποία προέρχονται οι διοικήσεις και, άρα, δεν είναι δυνατή η εναλλαγή των προσώπων», όπως ορθώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του επίμαχου νομοσχεδίου.
Όγδοον, ο προληπτικός ετερόνομος αποκλεισμός προσώπων από την εκλογή στο Διοικητικό Συμβούλιο αθλητικών ομοσπονδιών λόγω των θητειών τους, ακόμα και αν αυτοί έχουν αποδεδειγμένα προσφέρει με επιτυχία πολύ σημαντικές εθελοντικές υπηρεσίες και έχουν αποδεδειγμένα συμβάλει στην αγωνιστική προώθηση και ανάπτυξη αθλημάτων, είναι επίσης αντίθετος και με την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία επίσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 Συντ..
Ένατον, σε κάθε περίπτωση, προβλέπονται και στον Αστικό Κώδικα επαρκή (και λιγότερο επαχθή έναντι του επίμαχου) μέσα άσκησης των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων σε περίπτωση διαφωνίας τους με την ασκούμενη διοίκηση της εκάστοτε εθνικής αθλητικής ομοσπονδίας, π.χ. παύση και ανάκληση της διοίκησης σύμφωνα με το άρθρο 94 ΑΚ και στη σωματειακή και αθλητική νομοθεσία επαρκή (και λιγότερο επαχθή) μέσα (του μόνου επιτρεπτού κατασταλτικού) κρατικού παρεμβατισμού λόγω παράβασης δυναμένης να επισύρει ποινική καταδίωξη ή σπουδαίας διαχειριστικής ανωμαλίας ή χρηματικής κατάχρησης δυνάμενης να επισύρει ποινική καταδίωξη ή παραβίασης της αθλητικής νομοθεσίας, π.χ. έκπτωση μελών Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τα άρθρα 32 περ. β΄ και 33 του Ν 281/1914 σε συνδυασμό με το άρθρο 136 παρ. 1 του Ν 2725/1999, αναστολή κρατικών επιχορηγήσεων σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 7 του Ν 3479/2006, θέση υπολόγων εκτός διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν 3492/2006. Επομένως ο επίμαχος περιορισμός δεν πληροί τα κριτήρια που θέτουν η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Συντ.) και η αρχή της νομιμότητας των περιορισμών (άρθρα 8 παρ. 2, 9 παρ. 2, 10 παρ. 2, 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ).
Η αντίθεση του επίμαχου περιορισμού με την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι καθίσταται ακόμα πιο προφανής και σχεδόν αυταπόδεικτη σε περίπτωση έλλειψης οποιωνδήποτε αντίπαλων υποψήφιων των προσώπων με θητείες περισσότερα από 20 χρόνια σε εκτελεστικές θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικών ομοσπονδιών και σε περίπτωση πλειονότητας των ψήφων (π.χ. 100% ή 90% ή 80% ή 70% ή 60% των ψήφων) των προσώπων με θητείες περισσότερα από 20 χρόνια σε εκτελεστικές θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικών ομοσπονδιών: πράγματι, με τις επίμαχες διατάξεις επιχειρείται οι αθλητικές ομοσπονδίες και τα μέλη τους να έχουν στις περιπτώσεις αυτές διοίκηση (Διοικητικό Συμβούλιο) που δεν εκφράζει καν την πλειοψηφία των μελών τους, κατά προφανή διαστρέβλωση της ελεύθερης και γνήσιας βούλησης των μελών. Αντίστοιχα προβλήματα προκύπτουν και σε περίπτωση που όλα ή πολλά από τα μέλη της πλειοψηφούσας (άτυπης) παράταξης έχουν ήδη συμπληρώσει θητείες περισσότερα από 20 χρόνια σε εκτελεστικές θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικών ομοσπονδιών, οπότε τα αξιώματα αυτά θα πρέπει πλέον να απονεμηθούν σε μέλη της μειοψηφούσας (άτυπης) παράταξης, επίσης κατά διαστρέβλωση της ελεύθερης και γνήσιας βούλησης των μελών. Μάλιστα, το επιχείρημα αυτό υιοθετήθηκε εν προκειμένω ως ιδιαιτέρως κρίσιμο στη σχολιαζόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη εφαρμογή της διάταξης για απαγόρευση εκλογής των επίμαχων υποψηφίων σε όργανα διοίκησης αθλητικής ομοσπονδίας θα συνεπαγόταν εν τέλει την αδυναμία ανάδειξης διοίκησης, ήτοι την έλλειψη διοίκησης (άρθρο 69 ΑΚ), η οποία ωστόσο συνιστά εκ των πραγμάτων εξαιρετική περίσταση, που δεν νοείται να επιβάλλεται ετερόνομα και προληπτικά από τον νομοθέτη.
Όπως ορθώς αναλύεται και στη σχολιαζόμενη απόφαση, οι αξιολογήσεις αυτές ισχύουν προφανώς όχι μόνο για τα όρια θητειών σε όργανα διοίκησης αθλητικών ομοσπονδιών, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και για τα (νόμιμα ή καταστατικά) όρια θητειών σε όργανα της οικείας ολυμπιακής επιτροπής και οικείας παραολυμπιακής επιτροπής και λοιπών αθλητικών νομικών προσώπων.