Κείμενο
1. Το ιστορικό πλαίσιο θέσπισης
Οι εκτεταμένες καταστροφές των μνημείων και η επακόλουθη λεηλασία των κινητών πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέδειξαν την επιτακτική ανάγκη για την θέσπιση ενός θεσμικού πλαισίου που θα στόχευε στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών από τις εμπόλεμες συγκρούσεις και τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στον απόηχο του πολέμου κατέστη σαφές ότι οι τότε υπάρχουσες διεθνείς Συνθήκες Ειρήνης δεν επαρκούσαν για να διασφαλίσουν την προστασία και την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών. Η UNESCO ανέλαβε την εκπόνηση της Σύμβασης της Χάγης του 1954, της πρώτης διεθνούς πολυμερούς συνθήκης, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης. Στη Σύμβαση αποκρυσταλλώνονται οι αρχές, που είχαν καθιερωθεί με τις προγενέστερες Συμβάσεις, ταυτόχρονα όμως, η Σύμβαση της Χάγης του 1954, επιλέγοντας έναν διευρυμένο ορισμό για τον όρο «πολιτιστικά αγαθά», υπερκαλύπτει και αντικαθιστά τις προκατόχους της.
2. Οι βασικές διατάξεις
Οι συντάκτες της Σύμβασης, κατανοώντας τον ευάλωτο χαρακτήρα των πολιτιστικών αγαθών, έκριναν ότι οι διατάξεις της Σύμβασης θα πρέπει να εφαρμόζονται σε περιόδους πολέμου, σε στρατιωτικές συρράξεις, σε καταστάσεις στρατιωτικής κατοχής και σε ένοπλες εμφύλιες συρράξεις. Παράλληλα, η Σύμβαση περιέχει διατάξεις σχετικές με τα ληπτέα, κατά την περίοδο της ειρήνης, μέτρα, ώστε τα συμβαλλόμενα μέρη
Σελ. 13 να μεριμνούν εκ των προτέρων για την περιφρούρηση των πολιτιστικών αγαθών.
Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης καταλαμβάνει κάθε στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Υπό την προστασία της Σύμβασης τίθενται τόσο τα κινητά όσο και τα ακίνητα πολιτιστικά αγαθά. Ενδεικτικά, ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται τα μνημεία της αρχιτεκτονικής, της τέχνης και της ιστορίας, τα εκκλησιαστικά ή κοσμικά αντικείμενα, οι αρχαιολογικές τοποθεσίες, τα οικοδομικά σύνολα με ιστορικό ή καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, τα χειρόγραφα, τα βιβλία, ή άλλα αντικείμενα με ιστορικό ή αρχαιολογικό ενδιαφέρον, οι επιστημονικές συλλογές και οι συλλογές βιβλίων, αρχείων ή αντιγράφων.
Κατά τη Σύμβαση, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συνίσταται σε δύο στοιχεία∙ στη διαφύλαξη και στο σεβασμό των πολιτιστικών αγαθών. Ως διαφύλαξη νοούνται τα μέτρα που κάθε κράτος μέρος οφείλει να θεσπίσει για να προστατεύσει την πολιτιστική κληρονομιά του. Οι διατάξεις της Σύμβασης δεν παρέχουν κατευθύνσεις για το είδος των μέτρων, αλλά αφήνουν στα κράτη ένα ευρύ φάσμα επιλογών και δράσεων. Η έννοια του σεβασμού συνίσταται στην υποχρέωση αποχής από επιθέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πολιτιστική κληρονομιά. Στο πλαίσιο των μέτρων, που θα πρέπει να λάβουν τα κράτη μέρη για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών, εντάσσεται και η απαγόρευση της κλοπής, της λεηλασίας και της υπεξαίρεσης των πολιτιστικών αγαθών.
Η Σύμβαση της Χάγης του 1954 θεσπίζει δύο επίπεδα προστασίας. Στο πρώτο επίπεδο ανήκουν όλα τα πολιτιστικά αγαθά. Στο δεύτερο επίπεδο προστασίας ανήκουν συγκεκριμένα πολιτιστικά αγαθά, τα οποία, επειδή πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, έχουν εγγραφεί στο «Διεθνές Μητρώο Πολιτιστικών Αγαθών υπό Καθεστώς Ειδικής Προστασίας», φέρουν έμβλημα ειδικής προστασίας και απολαύουν ειδικής προστασίας. Αναλυτικότερα, το άρθρο 8 καλύπτει τρεις τύπους προστασίας πολιτιστικών αγαθών∙ α) έναν περιορισμένο αριθμό καταφυγίων που προορίζονται για την προστασία των κινητών πολιτιστικών αγαθών, β) κέντρα που περιέχουν μνημεία, και γ) ακίνητα πολιτιστικά αγαθά πολύ μεγάλης σπουδαιότητας.
Η Σύμβαση της Χάγης του 1954 συμπληρώνεται από δύο Πρωτόκολλα. Το πρώτο (στο εξής Πρώτο Πρωτόκολλο) συνήφθη ταυτόχρονα με τη Σύμβαση. Οι διατάξεις του επικεντρώνονται κυρίως στην πρόληψη της εξαγωγής πολιτιστικών αγαθών από μία περιοχή που τελεί, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, υπό την κατοχή ενός κράτους μέρους της Σύμβασης. Αν ορισμένα πολιτιστικά αγαθά εξαχθούν κατά παράβαση των διατάξεών του, τα κράτη στα οποία θα εισαχθούν οφείλουν να τα διαφυλάξουν μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών το κράτος στο οποίο έχει εισαχθεί το πολιτιστικό αγαθό οφείλει να το επιστρέψει στις αρμόδιες αρχές της περιοχής που βρισκόταν υπό κατοχή. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται τα πολιτιστικά αγαθά να παρακρατηθούν ως πολεμική αποζημίωση.
Το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ, τη δεκαετία του 1980, και η συνακόλουθη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ιράκ, αλλά και ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατά τη δεκαετία του 1990 έφεραν στο προσκήνιο την αδυναμία της Σύμβασης να προστατεύσει τα πολιτιστικά αγαθά από εκτεταμένες καταστροφές. Οι συγκρούσεις αυτές ανέδειξαν την ανάγκη για τη δημιουργία του Δευτέρου Πρωτοκόλλου (στο εξής Δεύτερο Πρωτόκολλο) το οποίο υπογράφηκε το 1999. Οι διατάξεις του ενισχύουν τα άρθρα της Σύμβασης που σχετίζονται με τη διασφάλιση και τον σεβασμό των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης και σε περιόδους ειρήνης. Η βασική καινοτομία του είναι ότι συμπληρώνει τις διατάξεις της Σύμβασης στο ζήτημα των κυρώσεων προσδιορίζοντας ποιες είναι οι σοβαρές παραβιάσεις που θα πρέπει να τιμωρούνται. Από κοινού τα τρία αυτά νομοθετήματα παρέχουν ένα λεπτομερές διεθνές νομικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών στη διάρκεια των ενόπλων συρράξεων και της πολεμικής κατοχής.
Σελ. 143. Ο αντίκτυπος της Σύμβασης
α. Η αίσθηση της κοινής υποχρέωσης διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς
Η Σύμβαση της Χάγης του 1954, θεμελιώνοντας την αρχή ότι η υποχρέωση διαφύλαξης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς ισχύει erga omnes, επηρέασε σημαντικά το μετέπειτα θεσμικό πλαίσιο και τις πολιτικές των κρατών. Αυτή η αρχή καθιστά σαφές ότι η απώλεια, η ζημία, η φθορά, η λεηλασία που υφίσταται η πολιτιστική κληρονομιά ενός κράτους, θίγει συνολικά όλα τα κράτη. Παράλληλα δημιουργεί στα κράτη μέρη ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά των υπόλοιπων κρατών. Σε διεθνές επίπεδο καταλυτικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση και στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών επιτελούν τα Ηνωμένα Έθνη μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας, της UNESCO, και της Μπλε Ασπίδας. Συντασσόμενα με αυτή την αρχή τα κράτη αναπτύσσουν μία σειρά στρατηγικών για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για παράδειγμα, το σύνολο των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζει την εφαρμογή της Σύμβασης μέσα από τα νομοθετήματά της και τα μη δεσμευτικά κείμενα που εκδίδει, όπως για παράδειγμα το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2021 σχετικά με την επίτευξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής παρακαταθήκης για το Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ειδικότερα ως προς το ζήτημα της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς κρατών που πλήττονται από ένοπλες συρράξεις, η Σύμβαση της Χάγης του 1954 και τα Πρωτόκολλά της αποτέλεσαν τη βάση του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιανουαρίου 2019 σχετικά με τις διασυνοριακές αιτήσεις επιστροφής έργων τέχνης και πολιτιστικών αγαθών που λεηλατήθηκαν σε περίοδο ενόπλων συγκρούσεων και πολέμων.
β. Το ζήτημα των τρομοκρατικών επιθέσεων υπό το πρίσμα της Σύμβασης
Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, επιδιώκοντας να εξαλείψουν κάθε ίχνος του μη ισλαμικού παρελθόντος των κατεχόμενων εδαφών, κατέστρεψαν ολοσχερώς τα ακίνητα μνημεία των κρατών που κατέλαβαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταστροφή που υπέστησαν οι Βούδες του Bamiyan στο Αφγανιστάν. Η σκόπιμη ανατίναξη των κολοσσιαίων αυτών αγαλμάτων από τους Ταλιμπάν το 2001, προκάλεσε ανησυχίες στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη σκόπιμη συνεχιζόμενη καταστροφή των κειμηλίων και μνημείων που ανήκουν στην κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου η δίωξη κατά οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας για λόγους πολιτικούς, φυλετικούς, εθνικούς, εθνοτικούς, πολιτιστικούς ή θρησκευτικούς θεωρείται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Τον βανδαλισμό των μνημείων ακολουθεί η λεηλασία των κινητών ευρημάτων και η απόσπαση τμημάτων από τα ακίνητα μνημεία. Το ζήτημα αυτό άρχισε να απασχολεί εντονότερα τη διεθνή κοινότητα όταν κατέστη φανερό ότι τα αντικείμενα αυτά διοχετεύονται στην παράνομη αγορά έργων τέχνης αποφέροντας σημαντικό οικονομικό όφελος για τις τρομοκρατικές οργανώσεις, το οποίο χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως ο ISIS και η Αλ Κάιντα, δεν είναι κρατικοί φορείς, οπότε δεν δεσμεύονται από τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 και τα Πρωτόκολλά της. Εφόσον η Σύμβαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, η διεθνής κοινότητα τη λαμβάνει υπόψη της έμμεσα, ως εθιμικό δίκαιο, και προσπαθεί να εφαρμόσει άλλα μέσα ώστε να καταδικάσει και να αποτρέψει τη λεηλασία και την καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών των κρατών που πλήττονται από τρομοκρατικές επιθέσεις.
Επιπλέον, επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις, μεγάλη ευθύνη φέρουν τα κράτη που συνδράμουν άμεσα ή έμμεσα στη δράση των τρομοκρατών, είναι σημαντική, όπως τονίστηκε τον Νοέμβριο του 2001 στο Ψήφισμα της Γενικής Διάσκεψης της UNESCO, η προσχώρηση όλων των κρατών στη Σύμβαση της Χάγης του 1954 και στα Πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν. Ορισμένα κράτη παραλείπουν να ασκήσουν τους ενδεδειγμένους ελέγχους κατά την εισαγωγή των πολιτιστικών αγαθών και να λάβουν αυστηρά μέτρα για την καταστολή αυτών των πράξεων. Προκειμένου να καταπολεμήσει αυτή την πρακτική, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το Ψήφισμα 2199/2015, κατά το οποίο τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών οφείλουν να λάβουν μέτρα για την απαγόρευση του διασυνοριακού εμπορίου των πολιτιστικών αγαθών, που προέρχονται από τη Συρία και το Ιράκ.
Επιπρόσθετα, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε την Απόφαση 2249/2015 με την οποία καταδίκαζε τις συνεχιζόμενες κατάφωρες, συστηματικές και εκτεταμένες παραβιάσεις των αν
Σελ. 15 θρωπίνων δικαιωμάτων και παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου καθώς και τις βάρβαρες πράξεις καταστροφής και λεηλασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς που πραγματοποιούνται από τον ISIS. Δύο χρόνια αργότερα, το 2017, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το Ψήφισμα 2347/2017 για την καταδίκη της καταστροφής και του λαθρεμπορίου της πολιτιστικής κληρονομιάς από ομάδες τρομοκρατών. Επιπλέον, η UNESCO, το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC), η Διεθνής Οργάνωση Αστυνομίας (INTERPOL), οι τελωνειακές υπηρεσίες, ο ιδιωτικός τομέας και τα μουσεία συντονίζουν επίσης τη δράση τους για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μέσω των εν λόγω μη δεσμευτικών κειμένων ενθαρρύνονται οι επιστροφές των πολιτιστικών αγαθών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, η επιστροφή 18 ψηφιδωτών από το Λίβανο στη Δαμασκό. Συγκεκριμένα, το 2014, η Συρία κατάφερε να ανακτήσει ορισμένα πολιτιστικά αγαθά που είχαν εξαχθεί παράνομα από το έδαφός της προς τον Λίβανο. Τα αντικείμενα αυτά, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τμήματα ψηφιδωτών και άλλα 89 πολιτιστικά αγαθά, μεταξύ των οποίων 20 αγάλματα από την Παλμύρα, ρωμαϊκά κιονόκρανα και αρχιτεκτονικά τμήματα, κατασχέθηκαν από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Λιβάνου τον Οκτώβριο του 2012. Τα προαναφερθέντα Ψηφίσματα αλλά και η στάση των κρατών απέναντι στη λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των κρατών που πλήττονται από τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν επηρεάσει και τους ιδιώτες συλλέκτες σε ορισμένες περιπτώσεις. Το 2017, επιστράφηκε, από τον κάτοχό του, στο Εθνικό Μουσείο του Αφγανιστάν, ένα έκθεμα που είχε κλαπεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Το εν λόγω αντικείμενο είχε αγοραστεί από έναν Ιάπωνα συλλέκτη, στην παράνομη αγορά. Επρόκειτο για ένα τμήμα αγάλματος, ένα αριστερό πόδι με σανδάλι, στο λουράκι του οποίου διακρίνεται ένας κεραυνός. Εξαιτίας αυτού του συμβόλου το έκθεμα φέρει την ονομασία το «πόδι του Δία».
γ. Η επιρροή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της σε άλλα νομοθετήματα
Η υποχρέωση επιστροφής θεσπίζεται στο άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, τα κράτη μέρη θα πρέπει στο τέλος των εχθροπραξιών να επιστρέψουν τα πολιτιστικά αγαθά στις αρμόδιες αρχές του εδάφους, το οποίο τελούσε προηγουμένως υπό κατοχή. Η διάταξη του άρθρου 3 επηρέασε σημαντικά το μετέπειτα διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο καθώς καθιέρωσε για πρώτη φορά την αρχή ότι η επιστροφή ενός πολιτιστικού αγαθού συνίσταται στην υλική/φυσική μεταφορά του αντικειμένου στο κράτος όπου αρχικά εντοπίστηκε ή δημιουργήθηκε. Αυτό αποτυπώθηκε ρητώς στο άρθρο 2(5) της Οδηγίας 2014/60, σύμφωνα με το οποίο ως επιστροφή ορίζεται η υλική επαναφορά του πολιτιστικού αγαθού στο έδαφος του αιτούντος κράτους μέλους·
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη δύνανται να ερμηνεύουν τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/60 υπό το πρίσμα της Σύμβασης προκειμένου να διασφαλίσουν την καλύτερη εφαρμογή της. Σε αυτό συμβάλλει κυρίως το γεγονός ότι όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης του 1954. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2014/60, το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νομοθετήματος καταλαμβάνει μόνο όσα πολιτιστικά αγαθά απομακρύνθηκαν παράνομα από το έδαφος ενός κράτους μέλους από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά. Κατά το άρθρο 15 του ίδιου νομοθετήματος, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας σε αιτήσεις επιστροφής που αφορούν πολιτιστικά αγαθά, τα οποία απομακρύνθηκαν παράνομα πριν από την ημερομηνία αυτή. Ωστόσο, αρκετά κράτη μέλη ήταν διστακτικά στη διεύρυνση του χρονικού πεδίου εφαρμογής. Για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή αυτής της διάταξης, αλλά και για να καμφθούν αυτές οι ανησυχίες των κρατών, στην πρώτη Έκθεση για την εφαρμογή της Οδηγίας προτάθηκε στα κράτη μέλη να ακολουθούν το διεθνές θεσμικό πλαίσιο και ιδίως τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 και τα Πρωτόκολλά της κατά την ερμηνεία του άρθρου 15.
δ. Ο εθιμικός χαρακτήρας της Σύμβασης
i. Ο εθιμικός χαρακτήρας της Σύμβασης κατά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία
Ο εθιμικός χαρακτήρας της Σύμβασης είχε επισημανθεί ήδη από τα τέλει της δεκαετίας του 1999 στην υπόθεση Prosecutor κατά Duško Tadić, στην οποία το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia, στο εξής ICTY), στην απόφασή του στην υπόθεση Prosecutor κατά Duško Tadić τόνισε ότι η Σύμβαση εφαρμόζεται τόσο σε διεθνείς όσο και σε μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις και υπογράμμισε τον εθιμικό χαρακτήρα της Σύμβασης. Το ICTY ιδρύθηκε με την απόφαση 827/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ως ad hoc δικαστήριο με σκοπό να απονείμει δικαιοσύνη για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Πρώην Γιουγκοσλαβία από το 1991 και έπειτα. Παρόλο που το Καταστατικό του δεν μνημονεύει ρητώς τη Σύμβαση της Χάγης του
Σελ. 16 1954, είναι έμμεσα επηρεασμένο από αυτή. Ιδιαίτερα, το άρθρο 3(δ) του Καταστατικού του ICTY αναφέρεται στην πολιτιστική κληρονομιά και ορίζει ως έγκλημα πολέμου τις κατασχέσεις και τις καταστροφές ή βλαπτικές πράξεις που τελούνται με δόλο και στρέφονται κατά των ιστορικών μνημείων, των έργων τέχνης, και των θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, επιστημονικών, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων.
ii. Η Αφροδίτη της Κυρήνης
Λόγω του εθιμικού της χαρακτήρα η Σύμβαση έχει ενισχύσει τις αξιώσεις των κρατών σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών. Αυτό αποτυπώνεται για παράδειγμα στην απόφαση του Ιταλικού Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Tribunale Amministrativo Regionale, στο εξής TAR) για την υπόθεση της Αφροδίτης της Κυρήνης. Εν προκειμένω, το 1913, κατά τη διάρκεια της ιταλικής κυριαρχίας στη Λιβύη τα ιταλικά στρατεύματα ανακάλυψαν τυχαία ένα ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Αφροδίτης στον ελληνιστικό οικισμό της Κυρήνης. Το άγαλμα που αποτελούσε ρωμαϊκό αντίγραφο αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου, στάλθηκε στην Ιταλία για φύλαξη υπό το πρόσχημα ότι δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος αποθήκευσης που να διασφαλίζει τη προστασία του αγάλματος από τις στρατιωτικές δραστηριότητες. Το 1947 μετά την πτώση των Δυνάμεων του Άξονα, η Ιταλία παραιτήθηκε από όλες τις αξιώσεις της στη Λιβύη και στις 24 Δεκεμβρίου του 1951 η Ιταλία κήρυξε την ανεξαρτησία της περιοχής.
Το 1989 οι αρχές της Λιβύης αξίωσαν για πρώτη φορά την απόδοση της Αφροδίτης της Κυρήνης. Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν ένα κοινό ανακοινωθέν στις 4 Ιουλίου του 1998, το οποίο αφορούσε την επιστροφή όλων των πολιτιστικών αγαθών που αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια της Ιταλικής κατοχής. Ειδικότερα, για την απόδοση του αγάλματος της Αφροδίτης οι δύο χώρες συνήψαν συμφωνία το 2000. Δύο χρόνια αργότερα το Ιταλικό Υπουργείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Δραστηριοτήτων εξέδωσε Διάταγμα που αφορούσε την εφαρμογή του κοινού ανακοινωθέντος του 1998 και της συμφωνίας του 2000, κατά το οποίο η Ιταλία δεν είχε πλέον δικαίωμα να κατέχει το διεκδικούμενο άγαλμα και έπρεπε να το επιστρέψει στη Λιβύη.
Η ιταλική μη κυβερνητική οργάνωση Italia Nostra υπέβαλε μήνυση ενώπιον του TAR κατά του Υπουργείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Δραστηριοτήτων επιδιώκοντας την ακύρωση του διατάγματος της 1ης Αυγούστου 2002. Η αγωγή ανέκοψε την επιστροφή του αγάλματος της Αφροδίτης. Το 2007 το TAR απέρριψε την αξίωση της Italia Nostra και επικύρωσε το Διάταγμα, επιβεβαιώνοντας ότι η Ιταλία είχε την υποχρέωση να επιστρέψει την Αφροδίτη της Κυρήνης στη Λιβύη. Κατά το Δικαστήριο η Ιταλία ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει το άγαλμα τόσο λόγω του κοινού ανακοινωθέντος του 1998 όσο και της συμφωνίας του 2000. Επιπλέον, το Δικαστήριο στην απόφασή του επιβεβαίωσε ότι η Σύμβαση της Χάγης και τα Πρωτόκολλά της, λόγω του μεγάλου αριθμού κυρώσεων, συνιστούν εθιμικό δίκαιο. Εν συνεχεία η Italia Nostra άσκησε έφεση κατά της απόφασης ενώπιον του Consiglio di Stato, το οποίο επικύρωσε την απόφαση της επιστροφής και στις 30 Αυγούστου 2008 η Αφροδίτη της Κυρήνης επέστρεψε στη Λιβύη.
iii. Το ψήφισμα 2024/2605 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Λόγω του εθιμικού της χαρακτήρα, η Σύμβαση της Χάγης του 1954 έχει ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των χωρών για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών και την προστασία των μνημείων σε περιόδους κρίσης. Παραδείγματος χάρη, πρόσφατα, τον Μάρτιο του 2024, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων, το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί η Σύμβαση της Χάγης και τα δύο Πρωτόκολλά της, ενέκρινε το Ψήφισμα 2024/2605 σχετικά με την επιστροφή των εθνικών θησαυρών της Ρουμανίας που είχε οικειοποιηθεί παράνομα η Ρωσία. Το εν λόγω Ψήφισμα, έχοντας δεχθεί σημαντικές επιρροές από τη Σύμβαση της Χάγης του 1954, τονίζει ότι η καταστροφή και η λεηλασία έργων πολιτιστικής κληρονομιάς στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων συνιστούν σοβαρές επιθέσεις κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ειδικότερα, το Ψήφισμα παροτρύνει τη Ρωσία να επιστρέψει πάραυτα και άνευ όρων τους εθνικούς θησαυρούς στη Ρουμανία και στον ρουμανικό λαό. Ταυτόχρονα, την καλεί να καταβάλει αποζημίωση για την περίοδο κατά την οποία ο ρουμανικός λαός στερήθηκε το δικαίωμα να απολαύσει αυτό που νόμιμα του ανήκε. Τα αντικείμενα αυτά είχαν μεταφερθεί κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Ρωσία με σκοπό να διατηρηθούν ασφαλή έως ότου καταστεί δυνατή η επιστροφή τους. Η συλλογή αυτή απαρτιζόταν από πολύτιμα πολιτιστικά, θρησκευτικά και ιστορικά αντικείμενα, όπως βασιλικές συλλογές κοσμημάτων, σπάνια νομίσματα και ιστορικά αρχεία, των οποίων η αξία αποτιμάται σήμερα σε περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Στις αρχές του 1918, η νέα σοβιετική κυβέρνηση διέκοψε κάθε διπλωματική σχέση με τη Ρουμανία, με αποτέλεσμα να παραμένουν τα εν λόγω αντικείμενα στην κατοχή της Ρωσίας έως σήμερα.
Σελ. 174. Προκλήσεις και προτάσεις για βελτίωση
α. Η διαστρεβλωμένη ερμηνεία των όρων της Σύμβασης
i. Η έννοια της αδήριτης στρατιωτικής ανάγκης
Κατά το άρθρο 4(2) της Σύμβασης της Χάγης του 1954, τα κράτη μέρη δεν δύνανται να αθετήσουν την υποχρέωσή τους για προστασία των πολιτιστικών αγαθών, εκτός και εάν υπάρχει στρατιωτική ανάγκη, η οποία απαιτεί κατά τρόπο αδήριτο τη διενέργεια εχθρικής πράξης εναντίον ενός πολιτιστικού αγαθού. Η μόνη υποχρέωση από την οποία δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνουν τα κράτη μέρη, ακόμα και σε περίπτωση αδήριτης στρατιωτικής ανάγκης, είναι αυτή που περιγράφεται στη διάταξη 4(3).
Η έννοια της αδήριτης στρατιωτικής ανάγκης δεν αναλύεται περαιτέρω από το άρθρο 4(2). Το Δεύτερο Πρωτόκολλο, συμπληρώνοντας αυτή την ασάφεια, ορίζει ότι η επιτακτική στρατιωτική ανάγκη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4(2), μπορεί να προβληθεί μόνο όταν, και για όσο διάστημα, το πολιτιστικό αγαθό έχει καταστεί στρατιωτικός στόχος λόγω της λειτουργίας του και όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη εφικτή εναλλακτική λύση για την απόκτηση στρατιωτικού πλεονεκτήματος. Η απόφαση για την επίκληση αυτής της έννοιας λαμβάνεται από τον αξιωματικό που διοικεί δύναμη ίση ή μεγαλύτερη του τάγματος και η επίθεση γίνεται αφού δοθεί αποτελεσματική προηγούμενη προειδοποίηση. Παρόλο που το άρθρο 6 του Δευτέρου Πρωτοκόλλου προσπαθεί να παράσχει κατευθύνσεις στα κράτη μέρη, δεν κατορθώνει να αποσαφηνίσει την έννοια της αδήριτης στρατιωτικής ανάγκης, η οποία έως σήμερα παραμένει αρκετά αόριστη.
Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να μελετηθούν στη βάση του ιστορικοπολιτικού πλαισίου στο οποίο θεσπίστηκαν. Όταν υιοθετήθηκε η Σύμβαση, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κίνδυνος μίας νέας πολεμικής σύρραξης ήταν ένα αρκετά πιθανό σενάριο. Οι αμερικανοσοβιετικές σχέσεις σχοινοβατούσαν σε μια λεπτή γραμμή λόγω των εντάσεων της ψυχροπολεμικής εποχής. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και υπό τη σκιά της πυρηνικής απειλής, η καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών για λόγους στρατιωτικής ανάγκης θα μπορούσε να αποτελέσει ένα «νόμιμο εργαλείο» εθνικής πολιτικής. Σήμερα, σε θεωρητικό επίπεδο, η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εναντίον της πολιτιστικής κληρονομιάς φαίνεται ασυμβίβαστη με το πνεύμα της Σύμβασης της Χάγης του 1954. Εξάλλου, την εποχή που θεσπίστηκε η Σύμβαση, ο τύπος των όπλων δικαιολογούσε την υιοθέτηση της εξαίρεσης της στρατιωτικής ανάγκης. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχουν πλέον εξελιγμένα όπλα και στρατιωτικά μέσα ικανά να μειώσουν στο ελάχιστο τις παράπλευρες ζημίες και να μη θίξουν τα πολιτιστικά αγαθά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο αφαίρεσης της εν λόγω διάταξης σε μία μελλοντική τροποποίηση της Σύμβασης.
Η κατάργηση της εν λόγω διάταξης θα ενίσχυε και την αποτελεσματική λειτουργία της Σύμβασης. Η έννοια της στρατιωτικής ανάγκης είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ερμηνευτεί και να εφαρμοστεί ορθά, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει πρόσχημα για όσους δεν ενδιαφέρονται να προστατεύσουν τους πολιτιστικούς θησαυρούς ενός κράτους αλλά αντίθετα επιδιώκουν να τους καταστρέψουν. Η τελική απόφαση για τη διενέργεια της πράξης εναντίον ενός πολιτιστικού αγαθού επαφίεται στην κρίση ενός στρατιωτικού, ο οποίος ενδέχεται να μην διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις και τον χρόνο για να αξιολογήσει σωστά την κατάσταση και να αντιληφθεί το μέγεθος της ζημίας που θα προκαλέσει στην πολιτιστική κληρονομιά ενός κράτους. Η ασάφειά της επιτρέπει καταχρηστικές πρακτικές που υπονομεύουν τους στόχους της Σύμβασης. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να τεθούν, υπό το πρόσχημα της στρατιωτικής ανάγκης, άλλες προτεραιότητες και σκοπιμότητες, οι οποίες θα θέσουν σε κίνδυνο τη διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών.
ii. Το ζήτημα της μεταφοράς για λόγους προστασίας
Η ερμηνεία ορισμένων διατάξεων μπορεί να είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την προστασία και τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η διαστρεβλωμένη ερμηνεία τους ενδέχεται να δημιουργήσει συγκρούσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών και να επιδεινώσει τις ήδη τεταμένες, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, σχέσεις τους. Παραδείγματος χάρη, παρόλο που η δυνατότητα της μεταφοράς για λόγους προστασίας έχει θεσπιστεί με σκοπό να διαφυλάξει την πολιτιστική κληρονομιά από την καταστροφή, στην πράξη μία διαστρεβλωμένη ερμηνεία αυτής της διάταξης θα μπορούσε να επιτρέψει τη συγκεκαλυμένη λεηλασία των πολιτιστικών αγαθών ενός κράτους.
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 12 της Σύμβασης παρέχει το δικαίωμα στα κράτη μέρη να μεταφέρουν, είτε προς το εσωτερικό της χώρας που πλήττεται από τη σύγκρουση, είτε στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους μέρους, τα πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονται υπό ειδική προστασία. Συμπληρωματικά το άρθρο 18 του Εκτελεστικού Κανονισμού διευκρινίζει ότι το κράτος μέρος που αναλαμβάνει να αποθηκεύσει το προς προστασία πολιτιστικό αγαθό, οφείλει να το διαφυλάξει, όπως διαφυλάσσει και τα δικά του πολιτιστικά αγαθά και να το παραδώσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους προέλευσης μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Το άρθρο 5 του Πρώτου Πρωτοκόλλου διευρύνει τόσο το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 της Σύμβασης της Χάγης του 1954 όσο και τους χρονικούς περιορισμούς που θέτει το άρθρο 18 του Εκτελεστικού Κανονισμού. Το άρθρο 5 του Πρώτου Πρωτοκόλλου διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 της Σύμβασης, προβλέποντας
Σελ. 18ότι όλα τα πολιτιστικά αγαθά μπορούν να μεταφερθούν για λόγους προστασίας.
Ωστόσο, στον Πόλεμο του Κόλπου (Πόλεμος του Κουβέιτ) αρκετά πολιτιστικά αγαθά απομακρύνθηκαν από τη χώρα προέλευσής τους με πρόσχημα την προστασία τους. Συγκεκριμένα, το Ιράκ χρησιμοποίησε τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 για να δικαιολογήσει τη λεηλασία και την αφαίρεση 20.000 πολιτιστικών αντικειμένων από το Κουβέιτ στη Βαγδάτη. Το Σεπτέμβριο του 1991, περισσότερα από 17 φορτηγά μετέφεραν στη Βαγδάτη πολιτιστικά αγαθά που είχαν λεηλατηθεί από το μουσείο του Κουβέιτ.
Μετά την ήττα του, το Ιράκ υποχρεώθηκε βάσει των κυρώσεων του ΟΗΕ να αποζημιώσει το Κουβέιτ για την οικονομική καταστροφή που είχε προκαλέσει. Μεταξύ άλλων, το Ιράκ αναμενόταν να επιστρέψει και τα πολιτιστικά αγαθά που είχε απομακρύνει. Το Κουβέιτ κατέφυγε στην UNESCO προκειμένου να ενισχύσει το αίτημά του για επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών του. Σε σχετική ερώτηση της UNESCO, το Ιράκ επιχειρώντας μία διαστρεβλωτική ερμηνεία της Σύμβασης της Χάγης ισχυρίστηκε ότι αφαιρώντας τα αντικείμενα αυτά τα προστάτευσε από μία πιθανή καταστροφή και συνεπώς η πράξη του ήταν σύμφωνη με τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη Σύμβαση. Η UNESCO τόνισε ότι το Ιράκ, ως κράτος μέρος της Σύμβασης και του Πρώτου Πρωτοκόλλου, όφειλε, στη βάση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, να επιστρέψει τα πολιτιστικά αγαθά. Ύστερα από σειρά ενεργειών της UNESCO της INTERPOL και του Συμβουλίου Ασφαλείας, η επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών συντελέστηκε υπό την επίβλεψη των ΗΠΑ και της Ομάδας των Ηνωμένων Εθνών για ην Αποκατάσταση της Ιδιοκτησίας (Group of United Nations for the Restitution of Property (UNROP)) που προέβη στην απογραφή, στην επιθεώρηση και την αξιολόγηση της ζημιάς. Παρά ταύτα αρκετά πολιτιστικά αγαθά εξακολουθούν να μην έχουν παραδοθεί στο Εθνικό Μουσείο του Κουβέιτ καθώς είχαν ήδη διοχετευτεί στην παράνομη αγορά τέχνης.
β. Η αδυναμία διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης
Η διάταξη του Πρώτου Πρωτοκόλλου καθώς και το πνεύμα της Σύμβασης της Χάγης του 1954, η οποία αναφέρεται στην κοινή κληρονομιά όλων των λαών, αρκετές φορές, δεν επαρκούν για τη δημιουργία ενός κανονιστικού πλαισίου που να αναγκάζει την κατοχική δύναμη να προστατεύσει τα πολιτιστικά αγαθά της κατακτημένης περιοχής. Συχνά, τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση κράτη υποκινούνται από το μένος του πολέμου και προσπαθούν να επιδείξουν και να επιβάλουν τη δύναμή τους.
Η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, κατέδειξε ότι οι επιθέσεις εναντίον της πολιτιστικής κληρονομιάς εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως μέσο επίδειξης ισχύος και υπεροχής του εισβολέα. Οι δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις είναι μέρη της Σύμβασης της Χάγης του 1954 και του Πρώτου Πρωτοκόλλου ήδη από το 1957. Σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τα νομοθετήματα που έχουν κυρώσει οφείλουν να προστατεύουν την πολιτιστική κληρονομιά σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης. Παρόλο που το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) υπενθύμισε τις υποχρεώσεις που εκπορεύονται τόσο από τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 όσο και από τη Σύμβαση της Παγκόσμιας Κληρονομιάς του 1972, υπέστησαν σοβαρές ζημίες αρκετά χαρακτηρισμένα, από την UNESCO, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, πολλές εκκλησίες, καθεδρικοί ναοί συμπεριλαμβανομένων και των ιερών αντικειμένων τους, μεγάλος αριθμός κτηρίων στα οποία φυλάσσονταν αρχεία και συλλογές, βιβλιοθήκες και θέατρα των ουκρανικών πόλεων.
Εκτός από τους βανδαλισμούς, παρατηρήθηκαν λεηλασίες μουσειακών συλλογών. Για παράδειγμα, Ρώσοι στρατιώτες απήγαγαν τη διευθύντρια του Μουσείου Τοπικής Ιστορίας της Μελιτόπολης και την ανέκριναν έως ότου ομολόγησε ότι η συλλογή του χρυσού των Σκυθών έχει τοποθετηθεί για προστασία στο κελάρι του μουσείου. Κατόπιν, μία διμοιρία Ρώσων στρατιωτών αφαίρεσε από το μουσείο σπάνια όπλα, ασημένια νομίσματα, μετάλλια, και 198 χρυσά αντικείμενα που προέρχονται από τη σκυθική αυτοκρατορία και χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ..
γ. Η παράνομη διακίνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου
Η κατοχική δύναμη οφείλει κατά τη διάταξη 4(3) να αποτρέπει την κλοπή, τη λεηλασία ή την υπεξαίρεση των πολιτιστικών αγαθών. Η υποχρέωση αυτή δεν υπόκειται στην εξαίρεση της αδήριτης στρατιωτικής ανάγκης, ούτε μπορεί να παρακαμφθεί επειδή το κράτος που δέχεται την επίθεση αμέλησε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διαφύλαξη των πολιτιστικών του αγαθών. Πιο στοχευμένες διατάξεις περί παράνομης διακίνησης διαθέτει το Πρώτο Πρωτόκολλο. Στις διατάξεις του καλεί τα κράτη μέρη να εμποδίσουν την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών από τα εδάφη, τα οποία καταλαμβάνουν και να θέσουν υπό επιτήρηση τα εισαγόμενα στην επικράτειά τους πολιτιστικά αγαθά, που έχουν εξαχθεί, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από κάποιο κράτος, το οποίο βρίσκεται υπό κατοχή. Ωστόσο, στην πράξη η ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων εξαρτά
Σελ. 19 ται πλήρως από τον τρόπο δράσης της κατοχικής δύναμης, η οποία, ακόμα και αν έχει κυρώσει τα παραπάνω νομοθετήματα, σπανίως ενδιαφέρεται για την διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών του κατεχόμενου κράτους. Συχνά τα εμπλεκόμενα σε μία σύγκρουση μέρη παραβλέπουν ή και υποβοηθούν πράξεις λεηλασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου, όπου η Τουρκία, παρόλο που είχε κυρώσει, ήδη από το 1965, τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 και το Πρώτο Πρωτόκολλο, συστηματικά επιτρέπει τη βεβήλωση και τη λεηλασία των πολιτιστικών αγαθών της Κύπρου. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Κυπριακής Αστυνομίας, πάνω από 60.000 αρχαία αντικείμενα έχουν μεταφερθεί παράνομα εκτός Κύπρου από το 1974 και εξής. Κρίνοντας δε από την έκταση της καταστροφής και την επανειλημμένη καταπάτηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι ενέργειες των εισβολέων στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού προσιδιάζουν σε σκόπιμη «πολιτιστική εκκαθάριση». Μελετώντας δε τον τρόπο δράσης του Aydin Dikmen, ο οποίος ήταν επικεφαλής του βασικότερου κυκλώματος λαθρεμπόρων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, γίνεται αντιληπτό, αφενός, ότι ο κατοχικός στρατός δεν απέτρεψε την εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών από τη βόρεια Κύπρο, αφετέρου, ότι η Τουρκία λειτούργησε ως δίαυλος (transit country) επιτρέποντας την εισαγωγή των παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών στο έδαφός της και την επανεξαγωγή τους σε χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης ή στις ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, το 1984 ο Aydin Dikmen απέσπασε δύο τοιχογραφίες από τον Ναό του Αγίου Ευφημιανού (Θεμωνιανού) της κατεχόμενης επαρχίας Λύσης. Ακολουθώντας την πρακτική που εφαρμόζεται σε αυτές τις περιπτώσεις διακίνησης, κατέκοψε τις τοιχογραφίες σε 38 μικρότερα τμήματα, ώστε να καταστεί εφικτή η απόκρυψή τους και η μεταφορά τους στην Τουρκία. Οι τοιχογραφίες εντοπίστηκαν σε εγκαταλειμμένη εκκλησία στη Νότια Τουρκία και το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου έσπευσε να αποδείξει ότι οι τοιχογραφίες αποτοιχίστηκαν βίαια από τον Ναό του Αγίου Ευφημιανού. Μετά από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε το 1986 ότι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Στην παραπάνω περίπτωση, η παραβίαση της Τουρκίας είναι διττή∙ παραβίασε τόσο το άρθρο το άρθρο 1, το οποίο απαγορεύει την εξαγωγή, όσο και το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το οποίο θέτει περιορισμούς στην εισαγωγή των πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες.
δ. Η επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών στα υπό κατοχή κράτη
i. Η ρύθμιση της επιστροφής μέσω του Πρωτοκόλλου
Το ζήτημα της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους απασχόλησε ιδιαίτερα τους συντάκτες της Σύμβασης καθώς, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκετά από τα λεηλατημένα πολιτιστικά αγαθά εντοπίστηκαν σε αποθήκες, αλατωρυχεία κάστρα, και υπόγεια καταφύγια σε περιοχές της Γερμανίας και της Αυστρίας. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό αντιμετωπίστηκε τελικά με τη μορφή ενός χωριστού Πρωτοκόλλου, διότι ορισμένα κράτη αντιτάχθηκαν έντονα στην προσθήκη διατάξεων αναφορικά με την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών. Οι συντάκτες της Σύμβασης προσπαθώντας να αιτιολογήσουν αυτόν τον διαχωρισμό, επεσήμαναν ότι η Σύμβαση εστιάζει σε περιόδους ένοπλων συγκρούσεων, ενώ οι αξιώσεις για επιστροφή εγείρονται μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Δεδομένου ότι η Σύμβαση περιέχει διατάξεις που εφαρμόζονται μόνο σε περιόδους ειρήνης, το παραπάνω επιχείρημα φαίνεται αδύναμο.
Η διαχείριση του προβλήματος της παράνομης εξαγωγής και της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών από το Πρώτο Πρωτόκολλο και όχι από την ίδια την Σύμβαση αποτελεί μία από τις κυριότερες αδυναμίες, καθώς παρέχει τη δυνατότητα σε ορισμένες χώρες, κυρίως σε αυτές όπου ανθεί η αγορά τέχνης, να κυρώσουν τη Σύμβαση χωρίς να δεσμευτούν από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί, σε μία ενδεχόμενη μελλοντική τροποποίηση της Σύμβασης, η προσθήκη μίας διάταξης που θα ρυθμίζει την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών που έχουν απομακρυνθεί παράνομα από το έδαφος των κατεχόμενων κρατών.
ii. Το δικαίωμα του κατεχόμενου κράτους να αξιώσει την επιστροφή του πολιτιστικού αγαθού
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, τα κράτη μέρη θα πρέπει στο τέλος των εχθροπραξιών να επιστρέψουν τα πολιτιστικά αγαθά στις αρμόδιες αρχές του εδάφους, το οποίο τελούσε προηγουμένως υπό κατοχή. Η εν λόγω διάταξη δημιουργεί ορισμένα ερμηνευτικά προβλήματα∙ κατά τη διατύπωσή της, η λήξη των εχθροπραξιών και της κατοχής συμπίπτουν χρονικά. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις πα
Σελ. 20 ρόλο που η εμπόλεμη κατάσταση έχει τερματιστεί, οι κατοχικές δυνάμεις εξακολουθούν να ελέγχουν, εν όλω ή εν μέρει, την περιοχή. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της Κύπρου, όπου το βόρειο τμήμα του νησιού τελεί ακόμα υπό κατοχή. Εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με το εάν το υπό κατοχή κράτος έχει δικαίωμα να αξιώσει την επιστροφή ενός πολιτιστικού αγαθού. Αυτό το ζήτημα τέθηκε έντονα στην υπόθεση Αυτοκέφαλη Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου κατά Goldberg κ.α.
Στην προκειμένη περίπτωση, τέσσερα ψηφιδωτά, τα οποία χρονολογούνται το 6ο αιώνα μ.Χ., αποσπάστηκαν από τον Ναό της Παναγίας της Κανακαριάς στην Λυθράγκωμη το 1976. Υπεύθυνος για την λεηλασία τους και την περαιτέρω διακίνησή τους ήταν ο Aydin Dikmen, ο οποίος, το 1988, τα πούλησε, μέσω των εμπόρων τέχνης Fitzgerald και Michael van Rijn, στην συλλέκτρια Peg Goldberg. Η αγορά τους πραγματοποιήθηκε στην Ελβετία έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Όταν η κυπριακή πλευρά αξίωσε την επιστροφή τους, η Goldberg υποστήριξε πως η εγκαθίδρυση της τουρκικής διοίκησης στη βόρεια Κύπρο, δημιούργησε ένα «de facto» καθεστώς, το οποίο αφαίρεσε από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου κάθε δικαίωμα κυριότητας επί της Εκκλησίας της Κανακαριάς και της κινητής περιουσίας που προέρχεται από αυτόν τον Ναό. Επιπλέον, αξίωσε από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τα Διατάγματα που είχε εκδώσει ο κατοχικός τουρκικός στρατός, σύμφωνα με τα οποία όλα τα κινητά περιουσιακά στοιχεία εντός των ορίων της κατεχόμενης περιοχής που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους ανήκουν στη τουρκική κοινότητα και όλα τα θρησκευτικά κτήρια και οι αρχαιότητες, που βρίσκονται βόρεια της Πράσινης Γραμμής, αποτελούν πλέον ιδιοκτησία του λεγόμενου Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομικός συλλογισμός της εναγόμενης είναι αλισυτελής, διότι στηρίζεται στα Διατάγματα ενός μορφώματος, το οποίο δεν αναγνωρίζεται ως κράτος από καμία χώρα πλην της Τουρκίας. Επιπλέον, στο σκεπτικό της απόφασής του τόνισε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει η μόνη αναγνωρισμένη κυβέρνηση και το κυρίαρχο έθνος σε ολόκληρο το νησί. Ως εκ τούτου, τα Διατάγματα που επικαλούνταν η Goldberg δεν μπορούν να αφαιρέσουν από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία το δικαίωμα κυριότητας επί των ψηφιδωτών. Βάσει αυτής της απόφασης, τα ψηφιδωτά επεστράφησαν, το 1991, στο νόμιμο κάτοχό τους, την Εκκλησία της Κύπρου.
iii. Το δικαίωμα επί του πολιτιστικού αγαθού
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η λήξη των εχθροπραξιών δεν συμπίπτει χρονικά με την απόσυρση των κατοχικών δυνάμεων, η ασαφής διατύπωση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου εγείρει αμφιβολίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πολιτιστικών αγαθών που έχουν απομακρυνθεί από τα κατεχόμενα εδάφη. Για παράδειγμα, στις αρχές του 2014, το μουσείο Allard Pierson της Ολλανδίας υπέγραψε ένα συμβόλαιο με τέσσερα μουσεία της Κριμαίας και ένα του Κιέβου. Κατά τα συμφωνηθέντα, η Ουκρανία δάνεισε ορισμένα αρχαιολογικά αντικείμενα στην Ολλανδία, προκειμένου να παρουσιαστούν στην έκθεση με τίτλο «Η Κριμαία: Χρυσός και μυστικά της Μαύρης Θάλασσας». Μετά το τέλος της έκθεσης, τα πολιτιστικά αγαθά αναμενόταν ότι θα επιστραφούν στην Ουκρανία, όμως η απρόσμενη ρωσική εισβολή στην Κριμαία στις 20 Φεβρουαρίου του 2014 και η προσάρτηση της Χερσονήσου από τη Ρωσία πυροδότησαν αμφιβολίες ως προς την κυριότητα των αντικειμένων. Η Ολλανδία, ως κράτος μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 1954 και στο Πρώτο Πρωτόκολλο, επιθυμούσε να πράξει σύμφωνα τις διατάξεις τους. Ωστόσο, δεν ήταν σαφές στην ολλανδική πλευρά εάν τα αντικείμενα θα έπρεπε να επιστραφούν στην Ουκρανία ή εάν θα έπρεπε να επιστραφούν στο μουσείο από όπου προήλθαν, το οποίο βρισκόταν, πλέον, σε έδαφος που κατείχε η Ρωσία.
Το Κίεβο διεκδικούσε τα αντικείμενα υποστηρίζοντας ότι συνιστούν κρατική περιουσία. Οι επιμελητές των Μουσείων Κριμαίας αντέτασσαν σε αυτό το επιχείρημα ότι συμβαλλόμενοι στο συμβόλαιο για τον δανεισμό των εκθεμάτων ήταν τα μουσεία και όχι τα κράτη. Επιπλέον υποστήριζαν ότι εφόσον τα αντικείμενα ανακαλύφθηκαν, πριν την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας, στην περιοχή της Κριμαίας αποτελούν πολιτισμική κληρονομιά των λαών της εν λόγω περιοχής. Οι ολλανδοί δικαστές κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τους ουκρανικούς νόμους περί πολιτισμικής κληρονομιάς προκειμένου να κατανοήσουν εάν τα μουσεία μπορούσαν να δράσουν ανεξάρτητα από το ουκρανικό κράτος ή εάν το ουκρανικό κράτος ήταν έστω και έμμεσα συμβαλλόμενο μέρος στο συμβόλαιο του δανεισμού.
Το 2016, το Δικαστήριο του Άμστερνταμ αποφάνθηκε πρωτοδίκως ότι τα πολιτιστικά αγαθά πρέπει να επιστραφούν στην Ουκρανία. Εν συνεχεία, ασκήθηκε έφεση από την πλευρά των μουσείων. Το 2021, το Εφετείο δεν ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και αποφάνθηκε υπέρ της επιστροφής τους στην Ουκρανία καθώς, σύμφωνα με τη εθνική νομοθεσία της Ουκρανίας, τα εν λόγω πολιτιστικά αγαθά προέρχονται από κρατικές συλλογές. Παράλληλα, θέλοντας να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των Μουσείων της Κριμαίας, το Εφετείο πρόσθεσε ότι, κατόπιν εντολής του Υπουργείου Πολιτισμού της Ουκρανίας, τα επίδικα πολιτιστικά αγαθά θα φυλαχθούν στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο του Κιέβου έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Κριμαία. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας, το οποίο το 2023 επιβεβαίωσε ότι τα 300 αρχαία αντικείμενα αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουκρανίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιστραφούν στην Ουκρανία και όχι στην Κριμαία, η οποία, κατά το Δικαστήριο, τελεί υπό την κατοχή του ρωσικού στρατού .
Σελ. 21iv. Το ζήτημα της αποζημίωσης του κατόχου
Το Πρώτο Πρωτόκολλο δεν παρέχει κατευθύνσεις σχετικά με το ζήτημα της αποζημίωσης. Κατά το άρθρο 4 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το κράτος, το οποίο ήταν υπεύθυνο να αποτρέψει την εξαγωγή ενός πολιτιστικού αγαθού από την κατεχόμενη περιοχή, οφείλει να αποζημιώσει τον καλόπιστο κάτοχο που επιστρέφει το εν λόγω αντικείμενο στη χώρα προέλευσής του. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της αποζημίωσης επιλύεται μεταξύ του καλόπιστου κατόχου και του κράτους κατοχής. Μέσω αυτής της διάταξης ασκείται πίεση στην κατοχική δύναμη προκειμένου να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει την παράνομη εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο κάτοχος ενός πολιτιστικού αγαθού, το οποίο προέρχεται από εμπόλεμη ζώνη, οφείλει να το επιστρέψει ανεξάρτητα από το αν θα λάβει ή όχι αποζημίωση. Σε αυτή την περίπτωση εναπόκειται στο κράτος, το οποίο επιστρέφει το πολιτιστικό αγαθό, στον καλόπιστο κάτοχο ή στο κράτος της ιθαγένειας του κατόχου, να αξιώσει την αποζημίωση από το κράτος προέλευσης, το οποίο όμως ενδέχεται να μην έχει κυρώσει το Πρώτο Πρωτόκολλο.
Η διατύπωση του άρθρου 4 παραμένει ελλιπής καθώς δεν ορίζει με σαφήνεια ποιος φέρει το βάρος να αποδείξει αφενός, ότι δεν καταβλήθηκε από την κατοχική δύναμη κάποια προσπάθεια αποτροπής της εξαγωγής του προς διεκδίκηση πολιτιστικού αγαθού, και αφετέρου, ότι ο κάτοχός του το απέκτησε καλή τη πίστη. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διατάξεις άλλων νομοθετημάτων, προκειμένου να συμπληρωθεί η εν λόγω διάταξη∙ για παράδειγμα το άρθρο 4(4) της Συμβάσης UNIDROIT 1995 (για τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά) θα μπορούσε να αποτελέσει μία σημαντική «πυξίδα» σχετικά τα στοιχεία που θα πρέπει να εξεταστούν για να διαπιστωθεί η καλή πίστη του κατόχου, ενώ η ερμηνεία του άρθρου 7β(ii) της Σύμβασης UNESCO 1970 (για την παρεμπόδιση και πρόληψη της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταφοράς κυριότητας πολιτιστικών αγαθών) θα μπορούσε να παράσχει κατευθύνσεις σχετικά με τον υπολογισμό της αποζημίωσης.
ε. Συμπεράσματα και τελικές σκέψεις
H Σύμβαση της Χάγης του 1954 θεσπίστηκε σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία τα κράτη δεν είχαν αντιληφθεί ότι τα πολιτιστικά αγαθά αποτελούν έναν μη ανανεώσιμο πόρο ιστορίας και μία κληρονομιά, η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί ώστε να παραδοθεί ακέραιη στις επερχόμενες γενιές. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθούν και οι πολιτικές περιστάσεις και σκοπιμότητες της εποχής που δεν επέτρεψαν στα κράτη να είναι αρκετά σαφή και πρωτοπόρα σε σχέση με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δυσκολία διατήρησης των πολιτικών ισορροπιών στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής περιόδου, οι τεχνικές και οικονομικές προκλήσεις επέβαλαν πιο γενικές και συμβιβαστικές διατάξεις, ώστε να επιτευχθεί η ευρύτερη αποδοχή και συνεργασία των κρατών. Οι υποχωρήσεις και ασάφειες ήταν απαραίτητες προκειμένου να επιτευχθεί το ζητούμενο: η κύρωση της Σύμβασης από όσο τον δυνατόν περισσότερα κράτη. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας της γενικόλογης διατύπωσής τους, ορισμένες διατάξεις της Σύμβασης δεν επαρκούν προκειμένου να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια ενόπλων συρράξεων.
Οι κύριες αδυναμίες της Σύμβασης πηγάζουν από τη γενική και αόριστη διατύπωση των διατάξεών της. Η ασαφής γλώσσα της δημιουργεί προβλήματα κατά την ερμηνεία τους και επιτρέπει την διαστρεβλωμένη εφαρμογή τους. Όσον αφορά το ζήτημα της παράνομης διακίνησης και της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι συντάκτες της Σύμβασης υπήρξαν ιδιαίτερα διστακτικοί. Η Σύμβαση θίγει μόνο τα ζητήματα της κλοπής, της λεηλασίας, και της υπεξαίρεσης. Οι πράξεις αυτές αποτελούν ένα μόνο στάδιο της παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών αγαθών. Ζητήματα όπως η λαθρανασκαφή, η παράνομη εξαγωγή και εισαγωγή πολιτιστικών αγαθών, η παράνομη απόκτηση και κυρίως η επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους ρυθμίζονται από τα Πρωτόκολλα που συνοδεύουν τη Σύμβαση. Ωστόσο, η κατοχική δύναμη ενδέχεται να μην έχει κυρώσει τα Πρωτόκολλα. Επιπλέον, ακόμα και αν τα έχει κυρώσει ενδέχεται, υπό την ένταση του πολέμου, να μην τα εφαρμόζει με ορθό τρόπο.
Όσον αφορά την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών, όπως αναλύθηκε η διάταξη του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν επαρκεί, καθώς αφενός, δεν προβλέπει έναν συγκεκριμένο δεσμευτικό μηχανισμό για επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν στο πλαίσιο της επιστροφής, και αφετέρου, αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο δύο διαφορετικές καταστάσεις∙ την περίοδο των εχθροπραξιών και την περίοδο κατά την οποία οι εχθροπραξίες έχουν λήξει αλλά το κράτος τελεί υπό κατοχή. Δεδομένου ότι το υπό κατοχή κράτος έχει εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα να ελέγξει τον τρόπο δράσης της κατοχικής δύναμης, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης διατάξεων, οι οποίες στοχευμένα να αναφέρονται στην περίοδο της κατοχής.
Μολονότι έχουν παρέλθει αρκετές δεκαετίες από τη θέσπιση της Σύμβασης, η ύπαρξη ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου εξακολουθεί να είναι απαραίτητη, αλλά και επίκαιρη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονοι κίνδυνοι που απειλούν την πολιτιστική κληρονομιά. Η κύρια απειλή πλέον προέχεται από τον θρησκευτικό εξτρεμισμό των τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίες επιδιώκουν την πολιτική γενοκτονία και την πολιτιστική εκκαθάριση των περιοχών που καταλαμβάνουν. Εξετάζοντας, όμως, τη δράση των εμπλεκόμενων κρατών σε περιπτώσεις, όπως η διάλυση της ΕΣΣΔ, η παρέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, γίνεται αντιληπτό ότι ακόμα και
Σελ. 22 κράτη που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση, συνεχίζουν να υποτάσσουν την πολιτιστική κληρονομιά στις πολιτικο-στρατιωτικές τους φιλοδοξίες. Υπό το πρίσμα αυτό, θα ήταν ωφέλιμο να μελετηθεί το ενδεχόμενο μίας τροποποίησης της Σύμβασης της Χάγης του 1954. Μολονότι η Σύμβαση, χάρη στον εθιμικό χαρακτήρα που έχει αποκτήσει, είναι αρκετά λειτουργική, η επανεξέταση των διατάξεών της θα μπορούσε να εξαλείψει τις αδυναμίες της και να την καταστήσει πιο αποτελεσματική απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις.
Ωστόσο θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι παρά τα τρωτά της σημεία, η Σύμβαση της Χάγης του 1954 θεμελιώνει την αρχή ότι η υποχρέωση διαφύλαξης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς ισχύει erga omnes. Με βάση την εν λόγω αρχή, κάθε κράτος είναι υπεύθυνο να προστατεύει τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των υπόλοιπων κρατών. Η ιδέα που εκπορεύεται από αυτήν την αρχή είναι εξαιρετικά σημαντική προκειμένου να γίνει αντιληπτό ότι η ζημία που υφίσταται η πολιτιστική κληρονομιά ενός κράτους πλήττει ολόκληρη την ανθρωπότητα.
References
Books and Theses
Chamberlain Kevin, War and Cultural Heritage: An Analysis of the 1954 Convention for the Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict and Its Two Protocols (Institute of Art and Law, 2004).
Grammatikaki-Alexiou Anastasia, International Circulation of Cultural Goods and Private International Law (Sakkoulas, 2002).
Kranias Giorgos, “The Current International Legal Framework for the Protection of Cultural Heritage” (Diploma thesis, Aristotle University of Thessaloniki 2010).
Noblecourt F. André and Henri Lavachery, Protection of cultural property in the event of armed conflict (UNESCO, 1956).
O’Keefe Roger, The 1954 Hague Convention and First Hague Protocol (Cambridge University Press, 2009).
O’Keefe Roger, The Protection of Cultural Property in Armed Conflict (Cambridge University Press, 2006).
Stamatoudi A. Irini, Cultural Property Law and Restitution: A Commentary to International Conventions and European Union Law (IHC series in Heritage Management, Edward Elgar Publishing 2011).
Trova Eleni, The Cultural Heritage of Europe: Concept and Content (Sakkoulas Publications 2018).
Chapters and Journal Articles
Antoniadou Sophia and Bernard Knapp Arthur, “Archaeology, Politics and the Cultural Heritage of Cyprus” in Lynn Meskell (ed), Archaeology under Fire: Nationalism, Politics and Heritage in the Eastern Mediterranean and the Middle East (Kritiki, 2006) 37.
Birov A. Victoria, “Prize or Plunder?: The Pillage of Works of Art and the International Law of War” (1998) 30 N.Y.U. J. INT’L L. & POL. 201.
Clement Etienne, “Some Recent Practical Experience in the implementation of the 1954 Hague Convention” (1994) 3 International Journal of Cultural Property 11.
Colwell-Chanthaponh Chip and Piper John, “War and Cultural Property: The 1954 Hague Convention and the Status of U.S. Ratification” (2001) 10 International Journal of Cultural Property 217.
Cox Douglas, “Archives and Records in Armed Conflict: International Law and the Current Debate Over Iraqi Records and Archives” (2010) 59 (4) Catholic University Law Review 1001.
Drazewska Berenika, “Military Necessity in International Cultural Heritage Law” (2022) 61 International Humanitarian Law Series 1.
Fabris Alice Lopes, “Military Necessity under the 1954 Hague Convention” (2015) 2015 Santander Art & Culture L Rev 275.
Fardis Apostolos, “Armed Conflicts and the Protection of Cultural Heritage – The Blue Shield of the 1954 Hague Convention” (2021) 4 Environment and Law 542, 552.
Gioia Andrea, “The Development of International Law Relating to the Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict: The Second Protocol to the 1954 Hague Convention” (2011) 11 Italian Yearbook of International Law 25.
Giardini Giuditta, “The Principle of International Restitution of Cultural Property in the 1954 Hague Convention: the UNIDROIT Contribution” (2018) 23 Uniform Law Review 42.
Howe Zoe, “Can the 1954 Hague Convention Apply to Non-State Actors: A Study of Iraq and Libya” (2012) 47 Tex Int’l L J 403.
Linardatou Olympia, “Looting and Destruction of Cultural Goods by German Forces During the Second World War: Legal and Ethical Dimensions” (2021) 1 Environment and Law 384.
Merryman John Henry, “Two Ways of Thinking about Cultural Property” (1986) 80 (4) American Journal of International Law 831.
Mahnad Polina Levina, “Protecting cultural property in Syria: New opportunities for States to enhance compliance with international law?” (2017) 99 (3) International Review of the Red Cross 1037.
Posner Eric, “The International Protection of Cultural Property: Some Skeptical Observations” (2007) 8 Chicago Journal of International Law 213.
Roehrenbeck A.Carol, “Repatriation of Cultural Property–Who Owns the Past? An Introduction to Approaches and to Selected Statutory Instruments” (2010) 38 (2) International Journal of Legal Information 185.
Toman Jiri, «The Hague Convention – A Decisive Step taken by the International Community» (2005) 57 (4) Museum International 7.
Trova Eleni, “War and Culture – The Al-Mahdi Case ICC-01/12-01/15 – Special Issue: Environment and Culture” (2017) 3 Law and Environment 437.
Varner Elizabeth, “The Art οf Armed Conflicts: An Analysis οf The United States’ Legal Requirements towards Cultural Property Under The 1954 Hague Convention” (2011) 44 Creighton Law Review 1185.
Online Sources
“Almost 70% of Smuggled Objects Seized in Syria and Lebanon Are Fakes, Antiquities Chief Says” (The Art Newspaper) accessed 7 August 2022.
Chechi Alessandro, Bandle Anne Laure and Renold Marc-André, ‘Case Venus of Cyrene – Italy and Libya’ (ArThemis, Art-Law Centre, University of Geneva) accessed 15 March 2022.
“Churches and Places of Worship in Occupied Cyprus” (Kypros 74: I Do Not Forget, I Demand, I Create) accessed 6 August 2022.
“Cultural Heritage & Armed Conflicts: States Parties” (UNESCO, 2 October 2024) accessed 6 February 2025.
“Cyprus Problem” (Embassy of the Republic of Cyprus in Rome) accessed 6 August 2022.
Gavriilidis Michalis, “The Looted Antiquities from the Occupied Territories Were Found Even in Japan” (Kathimerini Cyprus) accessed 27 November 2024
“End to the Legal Dispute over the Crimean Treasures: ‘They Must Be Returned to Ukraine’” (Insider, 9 September 2023) accessed 24 January 2025.
“ICOMOS: World Cultural Heritage Monuments in Kyiv in Immediate Danger” (Huffington Post, 2 March 2022) Σελ. 23istikes-kleronomias-toe-kievoe_gr_621f41a0e4b018aad3c105d3> accessed 7 August 2022.
“Saint Themonianos, Lysi” (Polignosi: Bank of Cyprus & Politis Newspaper) accessed 6 August 2022
“The “Foot of Zeus” Returns to Afghanistan” (Anaskafi) accessed 7 August 2022
“To Whom Does the Gold of Scythia Belong? A Dutch Museum at the Centre of an International Dispute” (Finestre sull’arte, 17 November 2021) accessed 24 January 2025.
“Turkey Turns a Blind Eye to Antiquities Looting, Syria Alleges” (Anaskafi) accessed 7 August 2022.
“Ukrainians Accuse Russians of Stealing the Scythian Treasure” (Anaskafi) accessed 7 August 2022.
“UNESCO: More than 150 Monuments Have Been Destroyed in Ukraine” (Aftodioikisi, 30 June 2022) accessed 7 August 2022.
Legislation
Commission, ‘First Report on the Implementation of Directive 2014/60/EU of the European Parliament and of the Council of 15 May 2014 on the return of cultural objects unlawfully removed from the territory of a Member State and amending Regulation (EU) No 1024/2012 (recast)’ COM(2021) 705 final.
European Parliament Resolution of 14 March 2024 on the return of Romania’s national treasure illegally appropriated by Russia (2024/2605(RSP)).
Hague Convention (II) with Respect to the Laws and Customs of War on Land 1899.
Hague Convention (IV) respecting the Laws and Customs of War on Land and its annex: Regulations concerning the Laws and Customs of War on Land 1907.
Rome Statute of the International Criminal Court (adopted 17 July 1998, entered into force 1 July 2002)
TFSC Edict, Abandoned Movable Property Law 1975.
TFSC Edict, Antiquities Ordinance 1975.
UNESCO, Protect Cultural Property in the Event of Armed Conflict (UNESCO 2005).
CASES
Associazione Nazionale Italia Nostra Onlus v Ministero per i Beni e le Attività Culturali et al, Consiglio di Stato, No 3154, 23 June 2008.
Associazione Nazionale Italia Nostra Onlus v Ministero per i Beni e le Attività Culturali et al, TAR Lazio (Sez II-quater), No 3518, 28 February 2007.
Autocephalous Greek-Orthodox Church of Cyprus v Lans, No 44053 Ha Za 95-2403 (District Court of Rotterdam, 4 February 1999).
Prosecutor v Duško Tadić (Appeals Chamber Judgment) IT-94-1-A (ICTY, 15 July 1999)