ΕισαγωγήΑν ρωτούσαμε επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων τι είναι ρευστότητα, θα παίρναμε μία σειρά διαφορετικών ορισμών για την έννοια της ρευστότητας και του κεφαλαίου κινήσεως. Μπορεί όμως να υπάρχει μία διαφορετική προσέγγιση, ωστόσο όλοι εντοπίζουν και κατανοούν το πρόβλημα της ρευστότητας. Η πληθώρα των εννοιών της ρευστότητας ερμηνεύεται από το γεγονός ότι οι διάφοροι ορισμοί και οι έννοιες δεν αναφέρονται γενικά στη ρευστότητα αλλά σε ιδιαίτερα τμήματα και χαρακτηριστικά αυτής. Όσο και να φαίνεται παράξενο, η ρευστότητα αποτελεί ένα ποιοτικό στοιχείο για την επιχείρηση το οποίο της δίνει μία δυναμική και επιχειρηματική αίγλη. Το γεγονός ότι η ρευστότητα είναι παράγωγο αποτέλεσμα, αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο «ποιότητας» της ρευστότητας της επιχείρησης συνδέεται με όλες τις επιμέρους λειτουργίες της επιχείρησης. Παράλληλα, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις αναφέρεται στην πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως. Είναι αλήθεια ότι στην έννοια του κεφαλαίου κινήσεως συναντούμε σειρά ορισμών με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση όσον αφορά στην έννοια αυτή. Έτσι, μεταξύ των εννοιών αυτών είναι, το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως, το ελάχιστο κεφάλαιο κινήσεως, οι ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως, το κυμαινόμενο κεφάλαιο κινήσεως, το διαρκές κεφάλαιο κινήσεως, το καθαρό κεφάλαιο κινήσεως, το ίδιο κεφάλαιο κινήσεως κλπ.
Η έννοια της ρευστότητας Υπάρχουν πολλά παραδείγματα οντοτήτων οι οποίες, αν και διαχρονικά «κερδοφόρες», χρεοκόπησαν. Γιατί; Διότι αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους και γιατί η κερδοφορία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ρευστότητα.
Για να γίνει αντιληπτή η παραδοχή αυτή, έστω ότι μια εταιρεία αγοράζει εμπορεύματα αξίας 1.000€ με πίστωση 90 ημερών τα οποία στη συνέχεια τα πουλά αντί 5.000€. Επίσης, ας υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν άλλα κόστη και το κέρδος από αυτή τη δραστηριότητα ανέρχεται σε 4.000€ (5.000€-1.000€). Η εταιρεία οφείλει να αποπληρώσει την υποχρέωσή της προς τον προμηθευτή εντός τριών (3) μηνών, αλλά από την άλλη πλευρά κατά την πώληση των εμπορευμάτων στον πελάτη της παρείχε πίστωση έξι (6) μηνών. Το ερώτημα που αναφύεται είναι, πώς θα καλυφθεί η διαφορά των 3 μηνών σε ταμειακή βάση που προκύπτει από τη διάσταση μεταξύ της πιστοληπτικής και πιστοδοτικής πολιτικής;
Από το συγκεκριμένο παράδειγμα προκύπτει ότι, αν και η εταιρεία αυτή θα παρουσιάσει κέρδη προ φόρων 4.000€, εντούτοις αντιμετωπίζει ταμειακό πρόβλημα, γιατί το λογιστικό κέρδος που παρουσιάζει δεν είναι κέρδος σε μετρητά στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή των 3 μηνών που το χρειάζεται, για να καλύψει την υποχρέωση των 1.000€.
Αυτό το πρόβλημα, στη σύνθετη μορφή του, καλούνται να λύσουν καθημερινά οι επιχειρήσεις.
Για αυτό στις περισσότερες των περιπτώσεων η ρευστότητα σε μια επιχείρηση είναι σημαντικότερη από την κερδοφορία για τη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητά της.
Η δυνατότητα, λοιπόν, των επιχειρήσεων να ανταποκρίνονται στις βραχυπρόθεσμες (ληξιπρόθεσμες) υποχρεώσεις τους εκφράζεται με τον όρο ρευστότητα, η οποία μετριέται συνήθως ως μια σχέση μεταξύ των στοιχείων του κυκλοφορούντος ενεργητικού και των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Η ανάλυση της ρευστότητας περιλαμβάνει μια διερεύνηση των σχέσεων των κυκλοφορούντων ενεργητικών προς τις βραχύχρονες υποχρεώσεις, τη μελέτη της φύσης και του μεγέθους των συνολικών υποχρεώσεων της επιχείρησης προς τους κάθε φύσης δανειστές και τους κεφαλαιούχους (π.χ. μια επιχείρηση που δανείζεται χρήματα πρέπει να είναι σε θέση να αποπληρώνει την τοκοχρεολυτική δόση του δανείου ή μια επιχείρηση που αγόρασε τα αποθέματά της με πίστωση να είναι σε θέση να εξοφλήσει τον προμηθευτή της μέσα στα συμφωνημένα όρια πίστωσης), τις εξασφαλίσεις που έχουν παρασχεθεί στους δανειστές, την πραγματική αξία των ενεργητικών, καθώς και την τάση εξέλιξης των κερδών των επιχειρήσεων.
Οι δείκτες ρευστότητας δείχνουν τη δυνατότητα της επιχείρησης να πληρώνει εμπρόθεσμα τις ληκτές και απαιτητές από τους πιστωτές υποχρεώσεις της, χρησιμοποιώντας στοιχεία του ενεργητικού, που, κάτω από ομαλές συνθήκες, μπορούν να μετατραπούν σε μετρητά μέσα στην ίδια περίοδο λήξης των υποχρεώσεων.
Η ρευστότητα διαφέρει από τη φερεγγυότητα. Η φερεγγυότητα εκφράζει την ικανότητα της επιχείρησης να προσφέρει εξασφάλιση για τις υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές της. Ωστόσο, μια φερέγγυα επιχείρηση είναι δυνατόν να βρεθεί σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας.
Για να πούμε ότι μια επιχείρηση έχει ρευστότητα, πρέπει η ικανότητα εμπρόθεσμης πληρωμής των υποχρεώσεών της να προκύπτει από τη γενικότερη λειτουργία της και όχι από δανειοληψία. Στην τελευταία περίπτωση έχουμε ταμειακή ισορροπία, αλλά όχι επαρκή ρευστότητα.
Η ρευστότητα δημιουργείται, όταν η επιχείρηση στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου εισπράττει τουλάχιστον τα ίδια ή περισσότερα χρήματα από όσα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει. Αυτό εξαρτάται τόσο από τον τρόπο χρηματοδότησης (σύνθεση παθητικού σε σχέση με τη σύνθεση του ενεργητικού) όσο και από τη διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης.
Η ρευστότητα νοείται τόσο ως απόλυτο ποσό όσο και ως σχέση (πηλίκο) των διαθέσιμων ρευστών προς τα αναγκαία μέσα πληρωμών μιας επιχείρησης.
Η στατική ρευστότητα ερευνάται για ορισμένη ημέρα, συνήθως αυτή της σύνταξης του ισολογισμού και δείχνει την ικανότητα της επιχείρησης να πραγματοποιεί απρόσκοπτα πληρωμές.
Η δυναμική ρευστότητα εκδηλώνεται με βάση ένα σχέδιο προεκτιμώμενης χρηματοδότησης των κυκλοφοριακών ενεργητικών και βραχύχρονων παθητικών κονδυλίων του ισολογισμού ταξινομώντας την ανάγκη αυτή κατά προθεσμία. Στο σημείο αυτό διακρίνουμε:
– Τον ταμειακό προϋπολογισμό (cash budgeting)
Ο ταμειακός προϋπολογισμός είναι ένα πρόγραμμα στο οποίο προσδιορίζεται ο χρόνος και το ποσό των ταμειακών ροών. Είναι βασικό εργαλείο αντιμετώπισης του προβλήματος της ρευστότητας.
– Τον χρηματοοικονομικό σχεδιασμό (financial planning)
Ο χρηματοοικονομικός σχεδιασμός είναι ένα ακόμη πιο ισχυρό εργαλείο στη διοίκηση των επιχειρήσεων, αφού προσδιορίζει τις πηγές και τις χρήσεις κεφαλαίων σε συνάρτηση με την παραγωγή ή και τις πωλήσεις της επιχείρησης. Ο ταμειακός προϋπολογισμός εστιάζεται στο να προϋπολογίσει την ημερήσια κίνηση του ταμείου και γίνεται το πολύ για περίοδο ενός μήνα, ενώ ο χρηματοοικονομικός σχεδιασμός παρουσιάζει τις εισροές (πηγές) και τις εκροές (χρήσεις) των κεφαλαίων για περίοδο τουλάχιστον τριμηνιαία. Εισροή κεφαλαίων δημιουργείται, όταν μειώνεται ένα στοιχείο του ενεργητικού ή όταν αυξάνεται ένα στοιχείο του παθητικού. Αντίστροφα, εκροή κεφαλαίων δημιουργείται, όταν αυξάνεται ένα στοιχείο του ενεργητικού ή όταν μειώνεται ένα στοιχείο του παθητικού. Έτσι, για παράδειγμα, το κέρδος αποτελεί μια από τις πηγές και οι επενδύσεις μια από τις χρήσεις κεφαλαίων.
Σε περίοδο πληθωρισμού μπορεί να ευνοούνται οι επιχειρήσεις που χρωστούν, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αρνητικές επιπτώσεις από τον πληθωρισμό στις εισπράξεις (αύξηση κατ’ ανάγκη των τιμών και πτώση του κύκλου εργασιών), αλλά και στα κόστη και τα επιτόκια, δεν θα υπεραπορροφήσουν ό,τι η επιχείρηση επωφελείται. Γι’ αυτόν το λόγο οι μηχανισμοί της αυτοχρηματοδότησης συνδέονται άμεσα με τη διαχρονική εξέλιξη του μεγέθους της ρευστότητας.
Ενώ μια επιχείρηση μπορεί να έχει λογιστικά κέρδη, μπορεί συγχρόνως να παρουσιάζει κρίση ρευστότητας, π.χ. γιατί έχει αποκτήσει μεγαλύτερα αποθέματα πρώτων υλών, ενώ δέχτηκε να πουλήσει σε καλούς πελάτες με μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις πληρωμής. Οι αγορές κανονικά θα μειώσουν το κόστος, ενώ το άλλο θα αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά μέχρι να πραγματοποιηθεί το κέρδος με τη μορφή είσπραξης η επιχείρηση πρέπει να κάνει τις πληρωμές της και μπορεί να βρεθεί χωρίς χρηματικά διαθέσιμα.
Επειδή χρονικά οι δαπάνες και τα έξοδα από τη μια και οι πρόσοδοι και εισπράξεις από την άλλη δεν συμπίπτουν, ακόμη και μια επιχείρηση που λειτουργεί με λογιστικό κέρδος μπορεί σε ορισμένες περιόδους να έχει έλλειψη ρευστών, δηλαδή να παρουσιάζει χρηματοοικονομική ανισορροπία.
Η χρηματοοικονομική ισορροπία απαιτεί, οι εισπράξεις (ταμειακές εισροές) μιας περιόδου να είναι μεγαλύτερες από τις πληρωμές της περιόδου αυτής. Η οικονομολογιστική ισορροπία απαιτεί το συνολικό κόστος να είναι χαμηλότερο της τιμής πώλησης. Τα δυο αυτά είδη ισορροπίας δεν ταυτίζονται.
Η έννοια του κεφαλαίου κίνησηςΗ συνήθης έννοια του κεφαλαίου κίνησης, με την οποία λαμβάνεται κατά κανόνα στην πράξη και στη λογιστική επιστήμη, είναι εκείνη που ταυτίζεται με το καθαρό κυκλοφορούν ενεργητικό, δηλαδή με τη διαφορά του κυκλοφορούντος ενεργητικού (συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτό των διαθεσίμων και των μεταβατικών λογαριασμών ενεργητικού), από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και τους μεταβατικούς λογαριασμούς παθητικού. Πρόκειται για το αποκαλούμενο ειδικότερα «καθαρό κεφάλαιο κίνησης» ή «αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης». Ενώ η περιορισμένης χρήσης ευρεία έννοια του κεφαλαίου κίνησης είναι εκείνη του «μικτού κεφαλαίου κίνησης» που ταυτίζεται με το σύνολο του (μικτού) κυκλοφορούντος ενεργητικού.
Υπολογισμός του κεφαλαίου κίνησης
Ο υπολογισμός του καθαρού κεφαλαίου κίνησης γίνεται με τους ακόλουθους δύο τρόπους, που βασίζονται στα δεδομένα του υποδείγματος ισολογισμού του Ε.Γ.Λ.Σ.:
Α. Τρόπος
Αθροίζονται τα σύνολα των κατηγοριών του ενεργητικού του υποδείγματος ισολογισμού Δ «Κυκλοφορούν Ενεργητικό» (μειωμένο κατά τα ποσά των λογαριασμών 33.04 «Οφειλόμενο κεφάλαιο» και 33.05 «Δόσεις μετοχικού κεφαλαίου σε καθυστέρηση») και Ε «Μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού» και από το άθροισμα αυτό αφαιρούνται τα σύνολα των κατηγοριών του Παθητικού Γ-ΙΙ «Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις» και Δ «Μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού».
Συγκεκριμένα:
Δ. Κυκλοφορούν ενεργητικό
|
| Ι. Αποθέματα
| | |
| ΙΙ. Απαιτήσεις βραχυπρόθεσμες
| ΧΧΧΧ
| |
| Μείον: Τα ποσά των λογαριασμών 33.04 και 33.05 «κεφάλαιο εισπρακτέο στην επόμενη χρήση»
| ΧΧΧΧ
| |
| ΙΙΙ. Χρεόγραφα
| ΧΧΧΧ
| |
| IV. Διαθέσιμα
| ΧΧΧΧ
| ΧΧΧΧ
|
Ε. Μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού
| | ΧΧΧΧ
| ΧΧΧΧ
|
| Σύνολο
| | ΧΧΧΧ
|
| Μείον:
| | |
| Γ-ΙΙ Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις
| ΧΧΧΧ
| |
Δ. Μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού
| | ΧΧΧΧ
| ΧΧΧΧ
|
Κεφάλαιο κίνησης (+) θετικό ή (–) αρνητικό
| | | ΧΧΧΧ
|
Β. Τρόπος
Αθροίζονται (από την κατηγορία Α του παθητικού του υποδείγματος ισολογισμού) τα καταβλημένα ίδια κεφάλαια με τα σύνολα των κατηγοριών Β και Γ-Ι «Προβλέψεις» και «Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις» και από το άθροισμά τους αφαιρούνται τα σύνολα των αναπόσβεστων υπολοίπων των κατηγοριών Β και Γ του ενεργητικού «Έξοδα εγκατάστασης» και «Πάγιο ενεργητικό».
Συγκεκριμένα:
Α. Ίδια κεφάλαια
| | | ΧΧΧΧ
|
Μείον: Οφειλόμενο κεφάλαιο (τα ποσά των κατηγοριών) του ενεργητικού Α και Δ-ΙΙ -4, δηλαδή οι λογαριασμοί 18.12, 33.04 και 33.05
| | | ΧΧΧΧ
| |
Καταβλημένα ίδια κεφάλαια
| | | ΧΧΧΧ
| |
Β. Προβλέψεις για κινδύνους και έξοδα
| | | ΧΧΧΧ
| |
Γ-Ι Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις
| | | ΧΧΧΧ
| |
| Σύνολο
| | ΧΧΧΧ
| |
Μείον:
| Β. Έξοδα εγκατάστασης (αναπόσβεστο υπόλοιπο)
| | ΧΧΧΧ
| |
| Γ. Πάγιο ενεργητικό (αναπόσβεστο υπόλοιπο)
| ΧΧΧΧ
| ΧΧΧΧ
| |
Κεφάλαιο κίνησης (+) θετικό ή (–) αρνητικό
| | | | ΧΧΧΧ
|
Και οι δύο τρόποι καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο αποτέλεσμα.
Επισημάνσεις ως προς το πρόσημο του κεφαλαίου κίνησης1. Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, ουσιαστικά το (καθαρό) κεφάλαιο κίνησης είναι η διαφορά μεταξύ εκείνων των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού που (μέσω του συναλλακτικού κυκλώματος της επιχείρησης), ρευστοποιούνται και ανακυκλώνονται τουλάχιστον μια φορά μέσα στη χρήση. Η διαφορά αυτή υποδηλώνει τη δυνατότητα της επιχείρησης να καλύπτει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της και αντιπροσωπεύει το γενικό δείκτη ρευστότητας, ο οποίος ταυτίζεται με το κεφάλαιο κίνησης, η μορφή του οποίου έχει ιδιαίτερη σημασία.
Συγκεκριμένα:
- Όταν το κεφάλαιο κίνησης είναι (+) θετικό, η επιχείρηση κατέχει ίδιο κεφάλαιο κίνησης που αντιπροσωπεύει το τμήμα του κυκλοφορούντος ενεργητικού το οποίο χρηματοδοτείται από το πλεόνασμα των διαρκών κεφαλαίων (ιδίων κεφαλαίων και μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων). Όσο μεγαλύτερη είναι η θετική διαφορά, τόσο καλύτερη είναι και η θέση της επιχείρησης.
- Όταν το κεφάλαιο κίνησης είναι μηδέν (=0), δεν υπάρχει κεφάλαιο κίνησης.
- Όταν το κεφάλαιο κίνησης είναι (–) αρνητικό, όχι μόνο δεν υπάρχει κεφάλαιο κίνησης, αλλά και τμήμα των ακινητοποιήσεων χρηματοδοτείται από βραχυπρόθεσμα δανειακά κεφάλαια, γεγονός που χαρακτηρίζει τη δυσμενή θέση της επιχείρησης, ο βαθμός της οποίας είναι αντίστοιχος του ύψους της αρνητικής διαφοράς.
2. Επισημαίνεται ότι –επειδή τα προηγούμενα βασίζονται στα δεδομένα του ισολογισμού– οι προκύπτουσες εκτιμήσεις είναι στατικές. Για δυναμικές και ακριβείς εκτιμήσεις πρέπει να ερευνάται και η ταχύτητα κυκλοφορίας των επιμέρους στοιχείων του κυκλοφορούντος ενεργητικού, σε σύγκριση με την ταχύτητα κυκλοφορίας των επιμέρους βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Βασικές αρχές χρηματοδοτικής ισορροπίαςΣύμφωνα με τη βασική αρχή της χρηματοοικονομικής ισορροπίας η σύνθεση του παθητικού σε σχέση με το ενεργητικό της επιχείρησης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε οι πόροι (το παθητικό) που έχει η επιχείρηση να παραμένουν στη διάθεσή της τουλάχιστον τόσο χρόνο, όσο χρειάζεται για να ρευστοποιηθούν τα ενεργητικά της (πάγιο και κυκλοφορούν).
Πρακτικά η παραπάνω αρχή σημαίνει ότι τα ενεργητικά που ρευστοποιούνται μακροχρόνια (πάγια), πρέπει να καλύπτονται από μακροχρόνια χρηματοδότηση, ενώ εκείνα που ρευστοποιούνται βραχυχρόνια (κυκλοφοριακά) πρέπει να καλύπτονται από βραχυχρόνια χρηματοδότηση. Ακόμη περισσότερο, ένα μέρος από τα κυκλοφοριακά ενεργητικά, και συγκεκριμένα οι ανάγκες κεφαλαίου κίνησης (ΑΚΚ), πρέπει να χρηματοδοτείται με μακροχρόνιους πόρους.
Οι ανάγκες κεφαλαίου κίνησης εκφράζουν το ύψος της επένδυσης που απαιτείται λόγω της χρονικής υστέρησης ανάμεσα στην ταμειακή εκροή (εκταμίευση) για την παραγωγή και διάθεση αγαθών από τη μια πλευρά και την ταμειακή εισροή (είσπραξη) της αξίας των πωλήσεων από την άλλη.
Δηλαδή η επιχείρηση πρέπει να καλύψει τις δαπάνες για αγορά πρώτων υλών, για πληρωμή μισθών και άλλων στοιχείων κόστους παραγωγής, για έξοδα διάθεσης των προϊόντων και για άλλα διοικητικά έξοδα. Όμως, ένα μέρος των δαπανών δεν πληρώνεται πάντοτε μετρητοίς, π.χ. η αγορά των πρώτων υλών ή των εμπορευμάτων, η αγορά υπηρεσιών κ.λπ. Έτσι, οι ΑΚΚ μειώνονται κατά το μέγεθος των πιστώσεων που μπορεί η επιχείρηση να αντλήσει από την αγορά χωρίς κόστος. Τα υπόλοιπο μέρος όμως, παρ’ όλο που μπορεί να ρευστοποιηθεί βραχυχρόνια, πρέπει να χρηματοδοτείται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από μακροχρόνια κεφάλαια (ίδια ή ξένα) προκειμένου να εξασφαλιστεί η ρευστότητα της επιχείρησης. Έτσι, η ρευστοποίηση των κυκλοφοριακών ενεργητικών θα πραγματοποιείται πριν από τη λήξη της απαίτησης των μακροχρόνιων πιστωτών και η επιχείρηση θα έχει άνεση πληρωμών, δηλαδή ικανοποιητική ρευστότητα. Στην αντίθετη περίπτωση η επιχείρηση θα βρίσκεται σε μια κατάσταση κατά την οποία «θα τρέχει συνεχώς πίσω από τις απαιτήσεις της» για να ικανοποιήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις της.
Συνεκδοχικά, οι βασικές αρχές της χρηματοδοτικής ισορροπίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στις εξής:
1. Το πάγιο ενεργητικό πρέπει να καλύπτεται από κεφάλαια μακράς διάρκειας ή τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης πρέπει τουλάχιστον να καλύπτουν την αξία του πάγιου ενεργητικού.
2. Μέρος του κυκλοφορούντος ενεργητικού πρέπει να χρηματοδοτείται από μακροπρόθεσμα κεφάλαια, διότι:
α) η επιχείρηση πρέπει να κρατά το ελάχιστο ύψος αποθεμάτων (σιδηρούν απόθεμα) για την απρόσκοπτη λειτουργία της,
β) ο κύκλος δέσμευσης κεφαλαίων σε κυκλοφοριακά στοιχεία είναι μεγαλύτερος της διάρκειας κεφαλαίων από τα οποία κατά κανόνα χρηματοδοτείται,
γ) ο κύκλος δέσμευσης κεφαλαίων σε κυκλοφοριακά στοιχεία δεν παραμένει πάντα σταθερός (εποχική ζήτηση) και
δ) στο κυκλοφορούν ενεργητικό πολλές φορές περιλαμβάνονται και στοιχεία βραδύτατης κυκλοφορίας (αποθέματα εκτός συρμού, επισφαλείς απαιτήσεις κ.λπ.).
3. Το κυκλοφορούν ενεργητικό πρέπει να υπερκαλύπτει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (θετικό κεφάλαιο κίνησης). Η υγιής χρηματοδοτική ισορροπία μιας επιχείρησης με βάση το κεφάλαιο κίνησης απεικονίστηκε διαγραμματικά στην προηγούμενη παράγραφο.
ΕπίλογοςΣυμπερασματικά, κατανοούμε πόσο σημαντική είναι η κατανόηση των εννοιών ρευστότητα και κεφάλαιο κίνησης για τις επιχειρήσεις, αλλά ταυτόχρονα και πόσο απαραίτητη η ορθή διαχείρισή τους από τα στελέχη των επιχειρήσεων. Σε επόμενο άρθρο θα ερευνήσουμε τους σχετικούς αριθμοδείκτες ρευστότητας ως τα ποιοτικά εργαλεία οικονομικής ανάλυσης.
ΒιβλιογραφίαΕπαμεινώνδας Γ. Μπατσινίλας/Κυριάκος Π. Πατατούκας, Σύγχρονη ανάλυση και διερεύνηση των Οικονομικών Καταστάσεων, Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε., Μάρτιος 2017.