Κείμενο
Οι απόψεις της παρούσας μελέτης εκφράζουν αποκλειστικά τον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις οποιουδήποτε οργανισμού στον οποίο εργάζεται ή με τον οποίο συνεργάζεται.
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Α. Γενικό πλαίσιο
Η διεθνοποίηση των συναλλαγών οδήγησε τα περισσότερα νομικά πρόσωπα σε μια εξωστρέφεια, η οποία είναι σύμφυτη με το διασυνοριακό στοιχείο που δύναται να χαρακτηρίζει μια διαδικασία αφερεγγυότητας. Έτσι, τα ζητήματα που γεννώνται σε μια υπόθεση αφερεγγυότητας με διασυνοριακό χαρακτήρα είναι κυρίως ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αλλά και ερμηνείας των εθνικών πτωχευτικών κανόνων. Από την αντιμετώπιση των εν λόγω ζητημάτων, τα οποία πρέπει κάθε φορά να εντάσσονται στο ανάλογο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, εξαρτάται ως ένα βαθμό η ισορροπία του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά, καθώς επίσης και η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων που ενδέχεται να επιφέρουν οι διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας στις εθνικές οικονομίες.
Αυτό έγινε αντιληπτό από νωρίς και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπάθησαν επί σειρά ετών να συμφωνήσουν σε κανόνες επίλυσης των συγκρούσεων στο πλαίσιο μιας διασυνοριακής διαδικασίας αφερεγγυότητας. Εγγεγραμμένες σε αυτό το πλαίσιο, οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πλαισίου κανόνων επίλυσης των συγκρούσεων νόμων και κανόνων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα της διασυνοριακής αφερεγγυότητας στέφθηκαν εν τέλει με επιτυχία, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες για τη θέσπιση κοινώς αποδεκτών κανόνων διεθνούς εμβέλειας. Οι προσπάθειες αυτές εκκίνησαν τη δεκαετία του 1960 όταν και συστήθηκε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών να απλουστεύσουν τις διατυπώσεις για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 220 ΣυνθΕΟΚ. Καρπός των προσπαθειών αυτών υπήρξε ο Κανονισμός
Σελ. 473 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (Εφεξής «Κανονισμός 1346»), ο οποίος συνιστά το ακροτελεύτιο εγχείρημα μιας μακράς σειράς συμβατικών σχεδίων κοινοτικής ρύθμισης και ο οποίος παροχετεύθηκε στον Κανονισμό 1346/ τερματίζοντας διαβουλεύσεις που διήρκησαν για πάνω από τέσσερις δεκαετίες.
Ο Κανονισμός 1346 υιοθετήθηκε από τον Ευρωπαίο Νομοθέτη την 29η Μαΐου 2000 και τέθηκε σε ισχύ την 31η Μαΐου 2002. Υπήρξε αντικείμενο έντονου διαλόγου τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο προσφέροντας μια σπάνια διαλεκτική μεταξύ των εθνικών δικαίων και των εθνικών δικαστηρίων, η οποία οδήγησε εν τέλει στην αναθεώρησή του. Μια αναθεώρηση που εκκίνησε επίσημα το 2012 για να ολοκληρωθεί τρία χρόνια αργότερα με την υιοθέτηση του Κανονισμού 848/2015 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (εφεξής «Κανονισμός 848»), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 26η Ιουνίου 2017/.
Β. Η επιλογή του κέντρου κύριων συμφερόντων ως δικαιοδοτικού συνδέσμου
Το ευρωπαϊκό δίκαιο της αφερεγγυότητας δομήθηκε επί τη βάσει δύο δικαιοδοτικών συνδέσμων που αντανακλούν τις βασικές αρχές που το διέπουν. Πρόκειται για το «κέντρο κύριων συμφερόντων» και την «εγκατάσταση». Το κέντρο κύριων συμφερόντων καθορίζει το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου θα εκκινήσει η κύρια διασυνοριακή διαδικασία αφερεγγυότητας, ενώ η εγκατάσταση είναι ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος από τον οποίο εξαρτάται η κήρυξη δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας. H κύρια με τη δευτερεύουσα διαδικασία αντιπροσωπεύουν αφενός την αρχή της καθολικότητας και αφετέρου την αρχή της εδαφικότητας. Η επιλογή διαπλοκής των δύο αυτών αρχών οδήγησε στη δημιουργία μιας αρχής με μεικτά στοιχεία, η οποία ονομάστηκε «τροποποιημένη καθολικότητα». Ο λόγος που κατέστη αναγκαία αυτή η πρόσμειξη ήταν ότι η αρχική ιδέα για ένα σύστημα που θα βασιζόταν σε μια και μόνο αρχή με υπερόρια ισχύ κρίθηκε ότι δεν ήταν ρεαλιστική.
Βασική παραδοχή της τροποποιημένης καθολικότητας συνιστά η θέση ότι η κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας καλύπτει το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη και το σύνολο των πιστωτών όπου και εάν ευρίσκονται αλλά επιτρέπει την εκκίνηση δευτερευουσών διαδικασιών στα κράτη μέλη όπου ο οφειλέτης διατηρεί εγκατάσταση, οι οποίες σκοπούν κυρίως στην προστασία των τοπικών συμφερόντων. Επιδίωξη του Ευρωπαίου Νομοθέτη δεν ήταν η ομογενοποίηση του δικαίου της αφερεγγυότητας αλλά η διατήρηση των ιδιαιτεροτήτων των εθνικών δικαίων των κρατών μελών με σκοπό την αρμονική συνύπαρξη και παράλληλη εφαρμογή τους.
Ο λόγος επιλογής του όρου «κέντρο κύριων συμφερόντων» θα πρέπει να αναζητηθεί στους σκοπούς που καλείται να εξυπηρετήσει στο πλαίσιο μιας διασυνοριακής διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ειδικότερα, ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος της κύριας διαδικασίας καλείται να αναζητήσει το κράτος μέλος με το οποίο ο οφειλέτης έχει τη μεγαλύτερη σύνδεση προκειμένου να υφίσταται η εγγύτητα του αρμόδιου δικαστηρίου (δικαιοδοτική σύγκρουση) αφενός με τον οφειλέτη και αφετέρου με την πτωχευτική (ή προ-πτωχευτική) περιουσία και τους πι
Σελ. 474 στωτές ούτως ώστε να εξυπηρετηθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι επιδιώξεις της πτωχευτικής διαδικασίας όπως αυτές ορίζονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά το πεδίο σύγκρουσης νόμων, η διεθνής δικαιοδοσία συγκαθορίζει και το εφαρμοστέο δίκαιο. Κατά συνέπεια, κάθε αρμόδιο εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το οικείο εθνικό δίκαιο (lex fori concursus). Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος της κύριας διαδικασίας θα πρέπει συγχρόνως να εξασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου και τη νομική προβλεψιμότητα αποτρέποντας στο βαθμό του δυνατού την καταχρηστική άγρα δικαστηρίου (forum shopping).
Δεδομένου ότι πρόκειται για κανόνα άμεσης διεθνούς δικαιοδοσίας, το αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται πράγματι εντός της δικαιοδοσίας του. Η σημασία αυτού εντείνεται λόγω της αρχής της άνευ ετέρου αναγνώρισης της εναρκτήριας απόφασης που κηρύσσει την κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας και των αποτελεσμάτων που παράγει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έναρξης σε κάθε άλλο κράτος μέλος. Αυτή η πρόβλεψη υπήρχε στον Κανονισμό 1346 και διατηρήθηκε στον Κανονισμό 848, με τη διαφορά ότι πλέον έχουν προστεθεί ασφαλιστικές δικλείδες που επιτρέπουν τον έλεγχο της απόφασης κήρυξης της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Η δοκιμασμένη στην πράξη αποτελεσματικότητα του κέντρου κύριων συμφερόντων ως δικαιοδοτικού συνδέσμου της κύριας διαδικασίας δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας κατά την αναθεώρηση του Κανονισμού 1346 για το εάν έπρεπε να διατηρηθεί ή όχι. Έτσι, μόνο στοχευμένες παρεμβάσεις έλαβαν χώρα, οι οποίες κατά βάση ενσωμάτωναν τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔικΕΕ) και βελτίωναν τις νομοτεχνικές ατέλειες.
Γ. Η έναρξη μιας νέας εποχής: Εταιρικό δίκαιο σε ψηφιακό οίστρο
Η επιλογή και διαμόρφωση του κέντρου κύριων συμφερόντων ως του κύριου δικαιοδοτικού συνδέσμου των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας έλαβε χώρα σε μια εποχή όπου οι τεχνολογικές επιρροές ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Η απουσία τεχνολογικής βιοποικιλότητας στο οικοσύστημα του εταιρικού θεσμού, επέτρεψε στο νομοθέτη να εισάγει την ανθρώπινη υποκειμενική αντίληψη ως στοιχείο του ορισμού προκειμένου να ενισχύσει την προβλεψιμότητα. Ωστόσο, η με γεωμετρική πρόοδο μεταβολή των συνθηκών και η εισαγωγή της ψηφιοποίησης ως αναπόσπαστου πλέον τμήματος του θεσμού της εταιρίας φαίνεται ότι προκαλούν κλυδωνισμούς και στο δίκαιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας. Η παγκόσμια υγειονομική κρίση των τελευταίων ετών, πέρα από τα δεινά τα οποία προκάλεσε, ώθησε τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα να κινηθούν με ταχύτερα βήματα προς μια ψηφιακή ωρίμανση. Έτσι, η πανδημία επιτάχυνε τις εξελίξεις σε διάφορους τομείς συμπεριλαμβανομένου του εταιρικού δικαίου, επιτάσσοντας τη χρήση ψηφιακών εργαλείων, μέσων και πρακτικών ούτως ώστε, αφενός να προωθηθεί η αποϋλοποίηση και αφετέρου, η αυτοπρόσωπη παρουσία να μην είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η λειτουργική συνέχεια τόσο σε επιχειρηματικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο άσκησης δημόσιας εξουσίας. Η τάση αυτή είχε εκκινήσει μερικά έτη πριν την εμφάνιση του COVID-19, αλλά απέκτησε σημαντική ορμή κατά τα χρόνια της πανδημίας όταν όλοι εργάζονταν πυρετωδώς ούτως ώστε οι ιδιαίτερες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί να επηρεάσουν όσο το δυνατόν λιγότερο την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ενιαίας αγοράς, περιορίζοντας συγχρόνως τις απώλειες από τα αναγκαία κατά της πανδημίας μέτρα.
Οι εταιρίες υπήρξαν στο επίκεντρο των σημαντικών αυτών εξελίξεων καθώς έπρεπε να επιδείξουν την αναμενόμενη ευελιξία που θα επέτρεπε τη συνέχιση της οικονομικής τους δραστηριότητας. Βέβαια, η ψηφιοποίηση του εταιρικού δικαίου είχε δρομολογηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα όταν ξεκινούσαν οι εργασίες της ομάδας εμπειρογνωμόνων που συνεπικουρεί το έργο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η οποία δημοσίευσε μια έκθεση που αξιολογούσε το βαθμό ψηφιοποίησης του εταιρικού δικαίου και πρότεινε συστάσεις για περαιτέρω ψηφιοποίηση του. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχετικές εργασίες της Επιτροπής ολοκληρώθηκαν με τη δημοσίευση και εν τέλει την υιοθέτηση από τον Ευρωπαίο Νομοθέτη της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1151 που προέβλεπε τη χρήση ψηφιακών εργαλείων σε διάφορες εκφάνσεις και διαδικασίες του εταιρικού δικαίου.
Επί του παρόντος, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του εταιρικού δικαίου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της εταιρίας, τα ψηφιακά μέσα φαίνεται ότι επικρατούν είτε ως εναλλακτική των παραδοσια
Σελ. 475 κών πρακτικών είτε ως αποκλειστική επιλογή του Ευρωπαίου Νομοθέτη. Με τον όρο εσωτερικές σχέσεις αναφερόμαστε στις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης και τους τρόπους με τους οποίους ασκείται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας, ενώ με τον όρο εξωτερικές σχέσεις στα στοιχεία που απαρτίζουν την εταιρία ως αυθύπαρκτη νομική οντότητα κατά την αντίληψη των τρίτων. Τέτοιου είδους στοιχεία είναι η καταστατική έδρα της εταιρίας, τα περιουσιακά της στοιχεία, οι εργαζόμενοι και ευρύτερα όλες οι πληροφορίες εκείνες τις οποίες υποχρεούται να διαθέτει δημόσια η εταιρία στα εθνικά εμπορικά μητρώα σύμφωνα με τα όσα ορίζει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Έτσι, τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές σχέσεις, παρατηρείται μια εκτεταμένη και ολοένα εντεινόμενη χρήση ψηφιακών εργαλείων προκειμένου να εξυπηρετηθούν πληρέστερα και συντομότερα οι σκοποί που θέτουν οι αρχές της νομικής προβλεψιμότητας και ασφάλειας που πρέπει να διέπουν τις εμπορικές συναλλαγές.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εξετάσουμε εάν το κέντρο κύριων συμφερόντων παραμένει αποτελεσματικό και επίκαιρο, ποια η επίδραση της ψηφιοποίησης στη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητά του και εν τέλει να θέσουμε το ερώτημα του κατά πόσο απαιτείται μια αναθεώρηση του κέντρου κύριων συμφερόντων κατά τρόπο που να συνάδει με τις επιταγές της νέας ψηφιακής εποχής.
II. Η εννοιολογική διαμόρφωση του κέντρου κύριων συμφερόντων
H έννοια του κέντρου κύριων συμφερόντων αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία: τον τόπο της κεντρικής διοίκησης της εταιρίας και την επαληθευσιμότητα του τόπου αυτού από τους τρίτους. Το πρώτο στοιχείο εκφράζεται με το λεκτικό: «ο τόπος που ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του». Φαίνεται ότι λόγω της λειτουργίας του πτωχευτικού δικαίου το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με το εταιρικό δίκαιο, το κέντρο κύριων συμφερόντων δανείζεται το δικαιοδοτικό σύνδεσμο της κεντρικής διοίκησης από το εταιρικό δίκαιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εμφανής η εννοιολογική εγγύτητα της κεντρικής διοίκησης που προκρίνει η ελευθερία εγκαταστάσεως στο άρθρο 54 ΣΛΕΕ με το κέντρο κύριων συμφερόντων, καθώς φαίνεται ότι έχει τουλάχιστον χρησιμοποιηθεί αυτός ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος όπως προβλέπεται στη ΣΛΕΕ με την προσθήκη της επαληθευσιμότητας από τους τρίτους χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν. Πράγματι, η έννοια της κεντρικής διοίκησης που εμπεριέχεται στο κέντρο κύριων συμφερόντων εμπνεύστηκε από τη ΣΛΕΕ, στη συνέχεια όμως, η αυτόνομη ερμηνεία που άρμοζε στον όρο αυτό και η νομολογιακή επεξεργασία που υπέστη, η οποία λάμβανε πάντα υπόψη το πλαίσιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας στο οποίο εγγράφεται, δεν επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί ως γενικός ερμηνευτικός κανόνας εφαρμόσιμος στο εταιρικό δίκαιο παρά την εννοιολογική συνάφεια.
Παρατηρούμε εξ αυτού την εισχώρηση μιας ιδιοτυπίας στο κέντρο κύριων συμφερόντων. Ο συγκεκριμένος δικαιοδοτικός σύνδεσμος δεν περιλαμβάνει απλώς ένα στοιχείο σύνδεσης με μια δικαιοδοσία αλλά υποβάλλει το στοιχείο αυτό στην υποκειμενική κρίση των τρίτων και ανάγει την κρίση αυτή σε συστατικό του στοιχείο ισοδύναμο της αναγκαίας σύνδεσης. Αυτό υποδηλώνει το βαθμό προσαρμογής που πρέπει να φέρει ένας δικαιοδοτικός σύνδεσμος προκειμένου να εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους έχει επιλεγεί. Η συμβολή της νομολογίας του ΔικΕΕ στην ερμηνεία του κέντρου κύριων συμφερόντων υπήρξε καθοριστική για την τελική μορφή που έλαβε ο συγκεκριμένος δικαιοδοτικός σύνδεσμος, ειδικά λόγω και της πίεσης που δέχθηκε εξαιτίας του δικαιοδοτικού ανταγωνισμού που αναπτύχθηκε μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών. Συγχρόνως, η πλούσια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων σε συνδυασμό με τον έντονο νομικό διάλογο των μελετητών ανά την Ευρώπη επέτρεψε την εύρυθμη αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.
Σκοπός της παρούσας ενότητας είναι η παρουσίαση των εννοιολογικών στοιχείων που συνθέτουν τον ορισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων, τόσο των βασικών αρχών ερμηνείας (Α) όσο και των ειδικών εννοιολογικών υφών αυτού (Β). Δεν θα μας απασχολήσουν συναφή ζητήματα όπως η μεταφορά της καταστατικής ή πραγματικής έδρας και το κέντρο κύριων
Σελ. 476 συμφερόντων εντός ενός ομίλου εταιριών. Σκοπός μας είναι να ορίσουμε κατά τρόπο σαφή και εύληπτο την έννοια του κέντρου κύριων συμφερόντων ούτως ώστε να είμαστε σε θέση, στη συνέχεια, να αξιολογήσουμε το κατά πόσο η «εισχώρηση» της ψηφιοποίησης στα ενδότερα του θεσμού της εταιρίας προκαλεί τη συσκότιση ορισμένων εκ των στοιχείων του ορισμού μη επιτρέποντας τον ευχερή εντοπισμό του.
Α. Οι βασικές αρχές ερμηνείας του κέντρου κύριων συμφερόντων
Ο Κανονισμός 1346 προέβλεπε στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι διεθνή δικαιοδοσία για την κήρυξη μιας κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο κύριων συμφερόντων του οφειλέτη. Η δεύτερη περίοδος της ίδιας διάταξης ορίζει ότι για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ότι το κέντρο κύριων συμφερόντων βρίσκεται στον τόπο της καταστατικής έδρας. Κατά συνέπεια, το κέντρο κύριων συμφερόντων τεκμαίρεται ότι βρίσκεται στην καταστατική έδρα μέχρι κάποιος να προσκομίσει αποδείξεις περί του αντιθέτου.
Αυτό το οποίο απουσίαζε από τη συγκεκριμένη διάταξη ήταν μια ένδειξη για το τι ήταν αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι χωρίς έναν ορισμό της έννοιας αυτής που να επιτρέπει την κατανόησή της, η προσκόμιση αποδείξεως περί του αντιθέτου ήταν απλώς ανέφικτη καθώς ένα δικαστήριο θα έπρεπε να αξιολογήσει το αποδεικτικό υλικό χωρίς να διαθέτει ένα σημείο αναφοράς. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία περαιτέρω διευκρίνιση στο κυρίως σώμα του Κανονισμού 1346 για το πώς ορίζεται το κέντρο κύριων συμφερόντων. Περαιτέρω, στοιχεία σχετικά με τον ορισμό πρέπει να τα αναζητήσουμε στο προοίμιο του Κανονισμού. Πράγματι, το προοίμιο μας ενημερώνει ότι ως κέντρο κύριων συμφερόντων νοείται ο τόπος όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι τόπος αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Ορισμένοι μελετητές εναντιώνονταν στον εκ του προοιμίου ορισμό προτάσσοντας το επιχείρημα ότι οι αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου δεν είναι υποχρεωτικές και κατά συνέπεια, δεν ήταν αυτή η πρόθεση του Νομοθέτη.
Το ζήτημα επιλύθηκε από το ΔικΕΕ (τότε ΔικΕΚ) στην υπόθεση Eurofood. Το Δικαστήριο αποσαφήνισε ότι το κέντρο κύριων συμφερόντων θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και σύμφωνο με το ευρωπαϊκό δίκαιο και δεν χωρεί ερμηνεία υπό το πρίσμα εθνικών ερμηνευτικών εργαλείων/. Απεδέχθη δε ότι η αιτιολογική σκέψη 13 συνιστά πράγματι ορισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων και κατέληξε ότι η ανατροπή του τεκμηρίου δύναται να λάβει χώρα εφόσον ληφθούν υπόψη αντικειμενικά και αναγνωρίσιμα από τρίτους κριτήρια που επιτρέπουν να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας διαφορετικής πραγματικής καταστάσεως. Έδωσε μάλιστα και παράδειγμα ότι μια τέτοια πλασματική κατάσταση μπορεί να υφίσταται στην περίπτωση μιας εταιρίας «κενό κέλυφος» ή άλλως «ταχυδρομική θυρίδα». Με αυτό το παράδειγμα, το Δικαστήριο ήθελε να τονίσει το γεγονός ότι το κέντρο κύριων συμφερόντων επικεντρώνεται στα πραγματικά περιστατικά και όχι στην τυπική εγγραφή μιας εταιρίας σε ένα εμπορικό μητρώο. Ωστόσο, η πλειοψηφία των μελετητών θεώρησαν ότι η Eurofood δεν προσέφερε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του κέντρου κύριων συμφερόντων κατά τρόπο που να επιτρέπει τον σαφή και δίχως αμφιβολία προσδιορισμό του, κυρίως διότι φάνηκε ότι το Δικαστήριο ακολούθησε μια περισσότερο φορμαλιστική προσέγγιση και δια το λόγο αυτό υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τη συμπληρωματική προς την Eurofood ερμηνεία του ΔικΕΕ στην υπόθεση Interedil.
Επί του ζητήματος του ορισμού που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 13, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η γραμματική διατύπωση αυτού, η οποία μαρτυρά με τη χρήση της λέξεως «συνεπώς» ότι η επαληθευσιμότητα από τους τρίτους συνιστά αποτέλεσμα του βασικού κριτηρίου που είναι ο τόπος άσκησης της διοίκησης των συμφερόντων και όχι ένα ισότιμο δομικό στοιχείο του. Ορισμένοι μελετητές θεώρησαν ότι πρόκειται για νομοτεχνικό ατόπημα ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι η υποκειμενική κρίση των τρίτων δεν μπορεί παρά να πηγάζει από την
Σελ. 477 κεντρική διοίκηση της εταιρίας καθώς η σταθερότητα του κέντρου κύριων συμφερόντων εξαρτιόταν από την επαληθευσιμότητα του από τους τρίτους. Ο Γενικός Εισαγγελέας στην υπόθεση Eurofood τάχθηκε κατά μιας τέτοιας ερμηνείας, ότι δηλαδή η επαληθευσιμότητα είναι απόρροια της κεντρικής διοίκησης και άρα ως ένα βαθμό απορροφάται από αυτήν, χωρίς όμως το Δικαστήριο να αποφαίνεται εν τέλει επί του ζητήματος παρά μόνο κατά τρόπο επιδερμικό. Ωστόσο, δόθηκε ακόμη μια ευκαιρία στο Δικαστήριο να απαντήσει με περισσότερη σαφήνεια την οποία και αξιοποίησε στην υπόθεση Interedil.
Στην υπόθεση αυτή, το ΔικΕΕ προσέφερε μια ερμηνεία του τόπου της συνήθους διοικήσεως της εταιρίας προβλέποντας ότι «το τεκμήριο που προβλέπει υπέρ της καταστατικής έδρας το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού και η αναφορά της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψης του εν λόγω κανονισμού στον τόπο διοίκησης των συμφερόντων εκφράζουν τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να αναχθεί ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας σε κριτήριο για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας».
Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι προκειμένου να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου και η νομική προβλεψιμότητα απαιτείται οι πληροφορίες που προσδιορίζουν τον τόπο από τον οποίο ασκείται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας να έχουν δημοσιοποιηθεί ή τουλάχιστον να χαρακτηρίζονται από επαρκή διαφάνεια, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι δεν θα πρέπει να απαιτείται ειδική έρευνα προκειμένου αυτές να αποκτηθούν, ώστε οι τρίτοι να είναι σε θέση να τις γνωρίζουν. Έτσι, το Δικαστήριο αναγνώρισε την ισοτιμία των δύο κριτηρίων που χαρακτηρίζουν το κέντρο κύριων συμφερόντων. Αυτό σημαίνει ότι η επαληθευσιμότητα από τους τρίτους συνιστά ένα ξεχωριστό κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται και να εκτιμάται κατά τρόπο αυτόνομο από το κριτήριο της κεντρικής διοίκησης. Τα πορίσματα της Interedil ενσωματώθηκαν στον Κανονισμό 848 και κατά τον τρόπο αυτό η εσφαλμένη αντίληψη που δημιουργούσε η γραμματική αυτή διατύπωση διορθώθηκε καθώς το «συνεπώς» αντικαταστάθηκε από τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και», ο οποίος αποκατέστησε τη νομική αξία του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας από τους τρίτους.
Μια ακόμη σημαντική συμβολή της αποφάσεως Interedil είναι ο καθορισμός του τρόπου εκτίμησης από τα εθνικά δικαστήρια των στοιχείων εκείνων που παρατίθενται προς ανατροπή του τεκμηρίου της καταστατικής έδρας. Το Δικαστήριο επεξήγησε ότι τα στοιχεία που συγκεντρώνονται πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συνολικής εκτίμησης, καθώς μεμονωμένα δεν παρέχουν επαρκή εχέγγυα ασφάλειας. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία που απαρτίζουν την έννοια της κεντρικής διοίκησης δεν δύνανται να προσδιοριστούν εκ των προτέρων κατά τρόπο που να εξειδικεύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους αλλά θα πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση σύμφωνα με κριτήρια ιδωμένα και εκτιμώμενα στο σύνολό τους μέσω της δέσμης αντικειμενικών, αποχρωσών και συγκλινουσών ενδείξεων. Θα πρέπει δηλαδή το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει τα στοιχεία που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα και άρα είναι προσβάσιμα από τους τρίτους και συγχρόνως να λάβει υπόψη το ποια στοιχεία θα μπορούσαν να γνωρίζουν οι τρίτοι κατά τη συνήθη ροή μιας εμπορικής σχέσης με την οφειλέτρια εταιρία κατά την αντίληψη ενός αντικειμενικού παρατηρητή.
Το ΔικΕΕ δεν προσδιόρισε ειδικώς ποια στοιχεία πρέπει ή δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Εναπόκειται στο εκάστοτε εθνικό δικαστήριο να σχηματίσει ελεύθερα την κρίση του περί του προσκομιζόμενου αποδεικτικού υλικού και των σχετικών σε αυτό αντικειμενικών στοιχείων για την ανατροπή του τεκμηρίου. Ωστόσο, κατά την εκτίμηση των στοιχείων αυτών, θα πρέπει το εθνικό δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη ότι μια εταιρία θα πρέπει να διέπεται από μια χρονική και τοπική σταθερότητα στην άσκηση των εξουσιών από το εντοπισθέν κέντρο, η οποία να δημιουργεί τα επιθυμητά εχέγγυα προβλεψιμότητας. Το ΔικΕΕ σημείωσε ότι τέτοιου είδους αντικειμενικά στοιχεία μπορεί να είναι η ακίνητη περιουσία της εταιρίας, η οποία μπορεί να είναι αντικείμενο μιας σύμβασης μίσθωσης καθώς επίσης και μια σύμβαση που έχει συναφθεί με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα λόγω της δημοσιότητας που είναι πιθανό να τους προσδοθεί και άρα να τα καταστήσει αναγνωρίσιμα από τους τρίτους.
Σελ. 478 Συνοψίζοντας τα πορίσματα της νομολογίας του Δικαστηρίου οδηγούμαστε στη δημιουργία ενός πολυπαραγοντικού ελέγχου για τον εντοπισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων. Η αναζήτηση του τόπου όπου βρίσκεται το κέντρο κύριων συμφερόντων εκκινεί από την παραδοχή ότι το κέντρο κύριων συμφερόντων πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα μόνο με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει σε πρώτο χρόνο, που βρίσκεται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας και σε δεύτερο χρόνο, εάν αυτός ο τόπος είναι αναγνωρίσιμος από τρίτους. Η έρευνα έχει ως αφετηρία τον κανόνα ότι η κεντρική διοίκηση της εταιρίας τεκμαίρεται ότι βρίσκεται στον τόπο της καταστατικής έδρα της εταιρίας. Το τεκμήριο είναι απλό και δύναται να ανατραπεί. Εάν τα εταιρικά όργανα διοίκησης συνεδριάζουν και λαμβάνουν αποφάσεις στον τόπο της καταστατικής έδρας παύει η δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου. Για την ανατροπή του τεκμηρίου απαιτείται η προσκόμιση στοιχείων που μπορούν να επαληθευτούν από τους τρίτους και τα οποία θα συνεκτιμηθούν και θα αξιολογηθούν κατά τρόπο σφαιρικό λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως.
Τα ανωτέρω ενσωματώθηκαν στον Κανονισμό 848 επιτρέποντας την ομοιόμορφη εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη μέλη. Μετά τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που δέχθηκε ο Κανονισμός 848 χαρακτηρίζεται πλέον από μια ερμηνευτική ωρίμανση, η οποία οφείλεται τόσο στις μακροχρόνιες διαμάχες που διαδραματίστηκαν στις δικαστικές αίθουσες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και στο σφοδρό επιστημονικό διάλογο που διεξήχθη από την ψήφιση του Κανονισμού 1346 έως την τελική αναθεώρησή του με την υιοθέτηση του Κανονισμού 848.
Β. Προσδιορίζοντας τις ειδικές εννοιολογικές υφές του κέντρου κύριων συμφερόντων
Παρά το γεγονός ότι το κέντρο κύριων συμφερόντων πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή, η παραγόμενη εκ των εθνικών δικαστηρίων νομολογία που αφορά την εφαρμογή του κέντρου κύριων συμφερόντων κατά την κήρυξη μιας κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας συνιστά μια πλούσια πηγή πληροφοριών. Εξ αυτής μπορούν να αντληθούν χρήσιμες πληροφορίες για το τι μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικό στοιχείο που δύναται να προσδιορίσει τον τόπο απ’ όπου ασκείται η συνήθης διοίκηση των συμφερόντων του οφειλέτη, ήτοι τον τόπο απ’ όπου συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του νομικού προσώπου και στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της εταιρίας αποφάσεις. Αυτό σημαίνει ότι η νομολογία των κρατών μελών συμπληρώνει αυτή του ΔικΕΕ κατά τρόπο λειτουργικό χωρίς να φθείρεται η αυτοτελής και σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία. Οι πληροφορίες περί των αντικειμενικών στοιχείων μπορούν να εξαχθούν ακόμη κι από αποφάσεις οι οποίες παραμέρισαν εν μέρει ή εν όλω το κριτήριο της επαληθευσιμότητας από τους τρίτους, καθώς ενδιαφερόμαστε για τα πραγματικά περιστατικά που δύνανται να αποτελέσουν τμήμα της εκτιμήσεως για τον εντοπισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων. Άλλωστε, η εκτίμηση της επαληθευσιμόητας διεξάγεται σε δεύτερο χρόνο.
Τα στοιχεία μπορεί να αφορούν αμιγώς τη διοίκηση της εταιρίας ή να υποδεικνύουν τον τόπο από όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις ή ασκείται η εποπτεία των αποφάσεων της διοίκησης. Σε περίπτωση μονομετοχικής εταιρίας, όπου ένας μέτοχος κατέχει την απόλυτη πλειοψηφία και λαμβάνει μονομερώς τις αποφάσεις για την εταιρία, τότε ο τόπος διαμονής του συνιστά ένα σημαίνον στοιχείο. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τόπος από όπου λαμβάνει χώρα η λήψη αποφάσεων καθημερινής διαχείρισης και ο τόπος όπου διεξάγονται οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή άλλων σημαντικών εταιρικών οργάνων.
Επίσης, σημαντικό ρόλο δύναται να διαδραματίσει η έδρα των σημαντικότερων πιστωτών της εταιρίας και κυρίως των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εκ των οποίων λαμβάνει χρηματοδότηση η εταιρία καθώς εξ αυτών εξαρτάται η λειτουργία της επιχείρησης δεδομένων και των δυσχερειών εξασφάλισης διασυνοριακής τραπεζικής χρηματοδότησης. Ισχυρή ένδειξη συνιστά το εφαρμοστέο δίκαιο των συμβάσεων τις οποίες συνάπτει η εταιρία. Οι συμβάσεις της εταιρίας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επιχειρηματικής πορείας της και γι’ αυτό θα πρέπει να αξιολογείται ο τόπος που έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις των σημαντικότερων εμπορικών συμβάσεων με τους προμηθευτές καθώς και ο τόπος σύναψης των συμβάσεων ενώ δεν μπορεί να αγνοηθεί και ο τόπος που πραγματοποιούνται οι παραγωγικές δραστηριότητες της εται
Σελ. 479 ρίας. Συμπληρωματικά, χρήσιμο στοιχείο μπορεί να είναι η εθνικότητα των διοικητών και ειδικότερα το εάν οι διοικητές έχουν την εθνικότητα του κράτους της καταστατικής έδρας ή αν διαμένουν μόνιμα στο κράτος της καταστατικής έδρα.
Περαιτέρω, δεν μπορεί να λείπουν από τη συνολική εκτίμηση ενδείξεις που αφορούν όλα τα στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό και το παθητικό της εταιρίας, συναλλαγές της εταιρίας με οικονομικό αντίκτυπο και κάθε πράξη ή κατάσταση που επηρεάζει την οικονομική κατάσταση της. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον τόπο όπου βρίσκονται οι σημαντικότεροι πελάτες της εταιρίας, διατηρείται ο βασικός τραπεζικός λογαριασμός της εταιρίας και από όπου διασφαλίζεται η λογιστική απεικόνιση της εταιρίας και/ή το λογιστικό δίκαιο της οποίας εφαρμόζεται. Στην ίδια λογική εντάσσεται και το στοιχείο του τόπου από όπου πραγματοποιήθηκαν οι διαπραγματεύσεις των εταιρικών οφειλών με τους πιστωτές της εταιρίας. Σημαντικό στοιχείο που φέρει υψηλό βαθμό αντικειμενικότητας είναι ο τόπος στον οποίο αποδίδεται ο φόρος καθώς η εμπλοκή μιας δημόσιας φορολογικής αρχής μειώνει την υποκειμενικότητα του κριτηρίου δεδομένων των δυνατοτήτων ενδελεχούς έρευνας και επιβεβαίωσης πληροφοριών που διαθέτουν οι εθνικές φορολογικές αρχές
Σημαντική ένδειξη για τον εντοπισμό της κεντρικής διοίκησης της εταιρίας είναι ο τόπος στον οποίο εδράζονται τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας. Ο Κανονισμός 848 διαθέτει μια λίστα με περιουσιακά στοιχεία για τα οποία προβλέπει με ποιο συνδετικό στοιχείο θα θεωρούνται ότι εδράζονται στο ένα ή το άλλο κράτος μέλος. Για παράδειγμα, εάν πρόκειται για στοιχείο ή δικαίωμα που εγγράφεται σε δημόσιο μητρώο, τότε θεωρείται ότι βρίσκεται στο κράτος μέλος στο οποίο τηρείται το μητρώο. Η λίστα περιλαμβάνει τα βασικότερα περιουσιακά στοιχεία που δύναται να κατέχει μια εταιρία αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξαντλητική.
Τέλος, στις ενδείξεις που πρέπει να λάβει υπόψη το εκάστοτε δικαστήριο πρέπει να συμπεριλαμβάνονται υποδομές που είναι απαραίτητες για την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως επίσης η απουσία επιχειρηματικής δραστηριότητας στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας ή ευρύτερα η ύπαρξη δεσμών με το κράτος σύστασης της εταιρίας. Ειδικότερα, θα πρέπει να αναζητείται ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα γραφεία της εταιρίας, η ύπαρξη τεχνολογικής και διαδικτυακής οργάνωσης και ο τόπος όπου απασχολείται το εργατικό δυναμικό.
Τα ως άνω παραδείγματα υποδεικνύουν άμεσα ή έμμεσα τον τόπο όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις της διοίκησης ή λαμβάνουν χώρα σημαντικές λειτουργίες της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, το σύνολο των στοιχείων αυτών πρέπει να συνεκτιμάται, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων και να σταθμίζονται μεταξύ τους κατά τρόπο ιεραρχικό προκειμένου να υπάρξει μια σαφής εικόνα του ζητούμενου τόπου.
III. Η «επαληθευσιμότητα από τους τρίτους» σε συσκότιση
Η κατανόηση της διάπλασης των ειδικών στοιχείων που συνθέτουν τη δομή του κέντρου κύριων συμφερόντων, μας επιτρέπει να κινηθούμε κατά λογική συνέπεια στην παρούσα ενότητα. Το εταιρικό δίκαιο βρίσκεται σε μια γόνιμη περίοδο αναθεώρησης κατευθυνόμενο προς μια ψηφιακή ωρίμανση που θα του επιτρέψει να ανταποκριθεί στις επιταγές της σύγχρονης εποχής για μεγαλύτερη ευελιξία, διαφάνεια, ακρίβεια και αποτελεσματικότητα. Η εν λόγω αναθεώρηση μεταβάλλει τον τρόπο λειτουργίας του εταιρικού δικαίου και επηρεάζει ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα του όπως είναι η καταστατική έδρα και η περιουσία της εταιρίας. Ως εκ τούτου, επηρεάζεται ως ένα βαθμό και η σύνδεση των εταιριών με την επικράτεια ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Ενόψει των ανωτέρω, θα επιδιώξουμε να αξιολογήσουμε το κατά πόσο οικοδομείται ένα ψηφιακό τοίχος γύρω από το κέντρο κύριων συμφερόντων το οποίο το εμποδίζει από το να επιτελέσει τις λειτουργίες που του αποδίδονται από τον Κανονισμό 848. Προς το σκοπό αυτό θα μελετήσουμε την ψηφι
Σελ. 480ακή εξέλιξη ως προς το κέντρο κύριων συμφερόντων σε δύο επίπεδα ανάλογα με το βαθμό διεισδυτικότητας των ψηφιακών εφαρμογών.
Θα εξετάσουμε καταρχάς την επίδραση των συμβατικών τεχνολογιών (Α) στο κέντρο κύριων συμφερόντων και εν συνεχεία, τις επιπτώσεις της όλο και μεγαλύτερης χρήσης νέων τεχνολογιών (Β) για την εξασφάλιση βασικών λειτουργιών των εταιρικών δραστηριοτήτων με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον λαμβάνοντας υπόψη και μια μελλοντική αλλά ενδεχόμενη και πολλά υποσχόμενη εκτεταμένη χρήση τους.
Α. Η επιρροή των συμβατικών τεχνολογιών
Οι συμβατικές τεχνολογίες χρησιμοποιούνται ήδη σε βασικούς τομείς του εταιρικού θεσμού συμβάλλοντας στην ευχερέστερη λειτουργία των επιχειρήσεων εντός της ενιαίας αγοράς. Θα επικεντρωθούμε σε δύο σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων ετών που σηματοδοτούν τη στροφή προς τη ψηφιακή εποχή. Θα εξετάσουμε, αφενός, την ψηφιοποίηση του ευρωπαϊκού εταιρικού δικαίου (1) και, αφετέρου, την ψηφιοποίηση της καταστατικής έδρας (2) που διαφαίνεται ως μια ανερχόμενη πρακτική στα κράτη μέλη.
1. Η ψηφιοποίηση του εταιρικού περιβάλλοντος
Με τον όρο ψηφιοποίηση στο πλαίσιο του εταιρικού περιβάλλοντος γίνεται αναφορά καταρχήν στη μετάβαση των εγγράφων από την έγχαρτη σε μια ψηφιακή μορφή και τη χρήση ψηφιακών εργαλείων που θα διευκολύνουν και θα επιταχύνουν την ολοκλήρωση των εργασιών που απαιτούνται σε σχέση με τα εθνικά εμπορικά μητρώα. Πρόκειται για μια τάση με μεγάλη απήχηση στην ενιαία αγορά, η οποία δεν περιορίζεται στις σχέσεις του κράτους με τις εταιρίες αλλά και των δρώντων στην αγορά ευρύτερα.
Η Οδηγία 2017/1132 κωδικοποιεί ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών κανόνων εταιρικού δικαίου που καλύπτουν ζητήματα όπως η ίδρυση της εταιρίας, το κεφάλαιο, οι υποχρεώσεις δημοσιότητας και οι εταιρικοί μετασχηματισμοί. Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2019/1151 που εισήγαγε τη χρήση ψηφιακών εργαλείων σε διάφορους τομείς του εταιρικού δικαίου καθώς επίσης από την Οδηγία 2019/2121 για τους διασυνοριακούς εταιρικούς μετασχηματισμούς (μετατροπές, συγχωνεύσεις, διασπάσεις). Η Οδηγία 2017/1132 θα πρέπει να αναγιγνώσκεται σε συνδυασμό με τον Εκτελεστικό Κανονισμό 2021/1042 που αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες για το σύστημα διασύνδεσης των εμπορικών μητρώων του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132.
Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στις ανωτέρω οδηγίες εισαγάγουν την ψηφιοποίηση στο εταιρικό δίκαιο επιτυγχάνοντας και προβλέποντας, μεταξύ άλλων, την ηλεκτρονική ταυτοποίηση των ιδρυτών της εταιρίας και της ίδιας της εταιρίας, την ηλεκτρονική ίδρυση της εταιρίας δίχως να απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία των ιδρυτών εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, την ηλεκτρονική τήρηση αρχείου για κάθε εταιρία, την ηλεκτρονική κατάθεση και δημοσίευση όλων των απαραίτητων εγγράφων στο αρμόδιο εμπορικό μητρώο και την πρόσβαση αυτών από τρίτα μέρη, τη διασύνδεση των μητρώων κατά τρόπο που να δίνεται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εμπορικών μητρώων με ηλεκτρονικά μέσα αλλά και πρόσβασης σε συγκεκριμένες πληροφορίες από τρίτους. Το σύνολο των ανωτέρω εφαρμόζεται αποκλειστικά στις εταιρίες που εμπίπτουν εντός του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2017/1132.
Συγχρόνως, ψηφιακά εργαλεία χρησιμοποιούνται και για την περάτωση των εργασιών στους διασυνοριακούς εταιρικούς μετασχηματισμούς όπως για παράδειγμα, η ηλεκτρονική καταχώριση στο εμπορικό μητρώο του σχεδίου μετατροπής/συγχώνευσης/διάσπασης, η αποστολή της αιτήσεως εξαγοράς μετοχών των διαφωνούντων μετόχων στην ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρίας και η ηλεκτρονική διαβίβαση του προ
Σελ. 481 της μετατροπής/συγχώνευσης/διάσπασης πιστοποιητικού μέσω του συστήματος διασύνδεσης μητρώων.
Αν και δεν αναφέρεται ρητά, η χρήση ψηφιακών εγγράφων οδηγεί και στην τήρηση ηλεκτρονικού αρχείου από την πλευρά της εταιρίας και άρα νομοτελειακά στην πλήρως αποϋλοποιημένη σύνταξη ενός εγγράφου συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής αυτού στο μέλλον. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις επιδιώκουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών κρατών μελών καθώς παρατηρήθηκε μεγάλη διαφοροποίηση στη χρήση ψηφιακών εργαλείων που κυμαινόταν από την πλήρη απουσία αυτών έως τη γενικευμένη χρήση τους. Σκοπός είναι η δημιουργία ενός ισορροπημένου νομικού πλαισίου που θα εκσυγχρονίσει και θα ψηφιοποιήσει το εταιρικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος θα επιτρέπει την απρόσκοπτη άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως με ευνοϊκότερες συνθήκες για τις εταιρίες θέτοντας ασφαλιστικές δικλείδες για την αποτροπή τυχόν καταχρηστικών συμπεριφορών έναντι εργαζομένων, πιστωτών ή άλλων εμπλεκομένων μερών. Χωρίς αμφιβολία οι ανωτέρω ρυθμίσεις δημιουργούν ένα ευνοϊκό κλίμα για την επιχειρηματικότητα, μειώνοντας τα έξοδα για τις επιχειρήσεις και το χρόνο ολοκλήρωσης των άλλοτε χρονοβόρων και κοστοβόρων διαδικασιών.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η ψηφιοποίηση του περιβάλλοντος της εταιρίας συμβάλλει συγχρόνως σε μια αποστασιοποίηση της εταιρίας από την υλική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ένα έγγραφο της εταιρίας μπορεί να έχει συνταχθεί στη Γαλλία, να έχει αποσταλεί και υπογραφεί ηλεκτρονικά στη Γερμανία και εν τέλει να κατατεθεί στο εμπορικό μητρώο της Ισπανίας όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της ενδιαφερόμενης εταιρίας χωρίς να λάβει ποτέ μορφή στον υλικό κόσμο. Η εγγύτητα του εθνικού δικαστηρίου με το κέντρο κύριων συμφερόντων υπό τη γεωγραφική έννοια του όρου είναι εξέχουσας σημασίας προκειμένου να υπάρχει η βέλτιστη εποπτεία και ο κατάλληλος έλεγχος της προ-πτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας. Ας μην ξεxνάμε ότι το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 1346 περιελάμβανε μόνο πτωχευτικές διαδικασίες, όπου η ένταση της εποπτείας του δικαστηρίου είναι εντονότερη. Αν και ο όρος δημοσίευση, υπό την έννοια της απόφασης Interedil, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά και κατά τρόπο που να περιορίζεται μόνο στις πληροφορίες που δημοσιεύονται στο εμπορικό μητρώο, αυτές συνιστούν μια σημαντική πηγή ενημέρωσης των τρίτων και θα πρέπει να εξετάζονται σε προσοχή.
Εάν εξετάσουμε το κέντρο κύριων συμφερόντων υπό το πρίσμα αυτής της σημαντικής εξέλιξης, θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο ο επίμαχος δικαιοδοτικός σύνδεσμος θα πρέπει να ακολουθήσει κι αυτός μια ανάλογη εξελικτική πορεία. Πράγματι, η αποστασιοποίηση από τον υλικό κόσμο δημιουργεί μια συνθήκη που δεν υπήρχε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, επιτρέπει την εισδοχή του διασυνοριακού στοιχείου στο πλαίσιο σύνταξης των εταιρικών εγγράφων. Αυτό σημαίνει ότι ο τόπος στον οποίο διατηρείται το αρχείο της εταιρίας και ο τόπος που συντάσσονται και υπογράφονται τα εταιρικά έγγραφα, δεν φαίνεται να μπορούν πλέον να διαδραματίσουν το ρόλο μιας επαρκούς ενδείξεως για το που βρίσκεται το κέντρο κύριων συμφερόντων. Αυτό συμβαίνει διότι δεν διαφαίνεται το πώς δύναται να διατηρηθεί η επαληθευσιμότητα από τους τρίτους αφού οι τρίτοι δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν που υπεγράφη το έγγραφο, δόθηκε η συναίνεση ή παρασχέθηκε η έγκριση για την εκάστοτε πράξη. Η μόνη πραγματικά επαληθεύσιμη πληροφορία θα είναι η αναγραφή του τόπου επί του σχετικού εγγράφου, ο οποίος δεν συνιστά παρά την εκπεφρασμένη βούληση της εταιρίας και άρα δεν αποτελεί αντικειμενική ένδειξη για τον τόπο από τον οποίο ασκείται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας σύμφωνα με τον ορισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων.
2. Η ψηφιοποίηση της καταστατικής έδρας της εταιρίας
Η καταστατική έδρα συνιστά μια πληροφορία δημοσιοποιημένη και διαθέσιμη στους πιστωτές της εταιρίας, άνευ κόστους, επομένως η επιλογή της ως αφετηριακό σημείο της διαδικασίας εντοπισμού του κέντρου κύριων συμφερόντων ήταν λογική συνέπεια του βαθμού διαφάνειας που την διακρίνει. Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι το ακόλουθο: Εξακολουθεί να υφίστανται η νομική πραγματικότητα και οι συνθήκες οι οποίες υποδεικνύουν την καταστατική έδρα ως τον επαρκή σύνδεσμο που κατά τρόπο αντικειμενικό εξυπηρετεί τους σκοπούς του κέντρου κύριων συμφερόντων; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα το οποίο θέσαμε, οφείλουμε να εξετάσουμε εάν υφίστανται διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας της καταστατικής έδρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αναφερόμαστε στην κλασσική διαμάχη μεταξύ των θεωριών περί καταστατικής ή πραγματικής έδρας αλλά για το εάν εκ της πράξεως ή του νόμου, η καταστατική έδρα έχει γνωρίσει κάποια εξέλιξη στα κράτη μέλη, η οποία δύναται να επηρεάσει το κέντρο κύριων συμφερόντων ή τουλάχιστον τη λειτουργική θέση την οποία κατέχει εντός αυτού του εννοιολογικού συστήματος.
Μια περιήγηση στο δίκαιο των κρατών μελών μας οδηγεί στο πρωταρχικό συμπέρασμα ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ευνοήσει τη δημιουργία μιας ψηφιακής καταστατικής έδρας (virtual registered office). Τι σημαίνει όμως ο όρος ψηφιακή καταστατική έδρα; Πρακτικά σημαίνει ότι δεν υφίσταται γραφείο της εταιρίας υπό την έννοια της μίσθωσης χώρου και απασχόλησης προσωπικού προς εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού. Δέον να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει εναρμονισμένος ορισμός ή κοινή πρακτική καθώς το ζήτημα δεν ρυθμίζεται
Σελ. 482 από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Έντονος διάλογος αναπτύσσεται για το κατά πόσο η έννοια της ψηφιακής καταστατικής έδρας αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2017/1132 (όπως τροποποιήθηκε), του Κανονισμού 1215/2012, στη νομολογία του Δικαστηρίου και στην ελευθερία εγκαταστάσεως εν γένει δεδομένου ότι φαίνεται να προσδίδεται το στοιχείο της εδαφικότητας ενδεχομένως υπό την αρχή της εγγύτητας στην έννοια της καταστατικής έδρας.
Παραμένει το ερώτημα, ποιες μορφές δύναται να λάβει η ψηφιακή καταστατική έδρα. Στην πιο ήπια μορφή της απαντάται ως μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών όπου η εταιρία μισθώνει μια «διεύθυνση». Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για μια εταιρία παροχής υπηρεσιών, ηλεκτρονική πλατφόρμα, δικηγορική εταιρία ή λογιστική εταιρία στη διεύθυνση της οποίας μπορεί να έχουν έδρα πλήθος εταιριών και στις οποίες η εν λόγω εταιρία παρέχει από υπηρεσίες γραμματειακής υποστήριξης (τηλεφωνικό κέντρο, παραλαβή αλληλογραφίας) έως εξειδικευμένες νομικές ή φορολογικές υπηρεσίες/.
Στην πιο έντονη μορφή της, η ψηφιακή καταστατική έδρα πραγματώνει τον χαρακτηρισμό «ψηφιακή». Στην περίπτωση αυτή δύναται να μην υπάρχει πραγματική «διεύθυνση» στον φυσικό κόσμο αλλά η επικοινωνία της εταιρίας με τις εκάστοτε κρατικές υπηρεσίες αλλά και τους ιδιώτες πραγματοποιείται μέσω μιας προ-εγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης που λειτουργεί ως το επίσημο στοιχείο επικοινωνίας με την εταιρία.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος της καταστατικής έδρας έχει ξεκινήσει το εξελικτικό του ταξίδι χωρίς να έχει φτάσει σε κάποιο ορόσημο ακόμη. Αναμένουμε να δούμε αν οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση επί των σχετικών κανόνων η οποία θα μπορούσε να συμπεριλάβει το θέμα της ύπαρξης μιας ψηφιακής μορφής της καταστατικής έδρας.
Επί του παρόντος, αρκεί να σημειώσουμε ότι όπου παρατηρείται μια έκφανση της ψηφιακής καταστατικής έδρας, το τεκμήριο υπέρ της καταστατικής έδρας φαίνεται ότι αποδυναμώνεται καθώς, από τελεολογικής απόψεως, η ψηφιακή καταστατική έδρα δεν προσφέρει τα ίδια εχέγγυα νομικής ασφάλειας και προβλεψιμότητας όπως η μη ψηφιακή καταστατική έδρα εκτός αν εμπλουτίζεται με ασφαλιστικές δικλείδες που διασφαλίζουν την επαρκή σύνδεση με τον υποδεικνυόμενο τόπο. Αυτό, βέβαια, θα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση χωρίς να επιτρέπεται σε αυτό το στάδιο η εξαγωγή συμπερασμάτων γενικής εφαρμογής.
Β. Η διείσδυση νέων τεχνολογιών στον πυρήνα του εταιρικού δικαίου – Δοκιμάζοντας τα όρια του κέντρου κύριων συμφερόντων
Οι νέες ή αναδυόμενες τεχνολογίες φαίνεται ότι έχουν κατορθώσει να βρουν εφαρμογή στην επιχειρηματική ζωή προσφέροντας συνεχώς νέες δυνατότητες στις εταιρίες για μείωση του κόστους, αύξηση των κερδών, καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης και προοπτική για το μέλλον. Τα κρυπτοστοιχεία (cryptoassets), η αλυσίδα συστοιχιών (blockchain), η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) συνιστούν παραδείγματα τα οποία σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό χρησιμοποιούνται από τις εταιρίες. Παρατηρούμε μια διείσδυση των νέων τεχνολογιών στον εσωτερικό υμένα του θεσμού της εταιρίας οδηγώντας την με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη ψηφιοποίηση τόσο των περιουσιακών της στοιχείων (1) όσο και της ίδιας της διοίκησης της εταιρίας (2). Με κάθε εφαρμογή των νέων αυτών τεχνολογιών εντός του εταιρικού πυρήνα, τα όρια του κέντρου κύριων συμφερόντων δοκιμάζονται. Αυτά τα όρια θα επιδιώξουμε να προσδιορίσουμε.
1. Η ψηφιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας
Τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας συνιστούν, όπως ήδη διαπιστώσαμε, ισχυρή ένδειξη για το που μπορεί να βρίσκεται το κέντρο διοίκησης της εταιρίας. Βέβαια, αυτή η ένδειξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το που θεωρείται ότι βρίσκεται η έδρα του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου. Ο Κανονισμός 848 δίνει ορισμένες σχετικές κατευθύνσεις. Ωστόσο, αναφέρεται σε παραδοσιακά περιουσιακά στοιχεία όπως οι μετοχές και τα χρήματα. Στη σημερινή εποχή πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία τα οποία δύνανται να έχουν εξαιρετικά υψηλή αξία. Ο ευρωπαϊκός κανονισμός MiCA ορίζει τα κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία ως ψηφιακή αναπαράσταση αξίας ή δικαιώματος που μπορεί να μεταβιβαστεί και να αποθηκευτεί ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοιας τεχνολογίας Τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία είναι τα κρυπτονομίσματα (cyptocurrency) και τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (non-fungible token - NFT). Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, θα εξετάσουμε την περίπτωση των κρυπτονομισμάτων. Ωστόσο, τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τα κρυπτονομίσματα,
Σελ. 483τουλάχιστον όσον αφορά το δίκαιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας (για τον εντοπισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων) στο βαθμό που χρησιμοποιούν αναγκαστικά και τα δύο τις λειτουργίες μιας πλατφόρμας blockchain για το σύνολο των συναλλαγών στις οποίες συμμετέχουν.
Τα κρυπτονομίσματα συνιστούν ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο που χρησιμοποιείται σε ψηφιακές συναλλαγές σε μια αποκεντρωμένη, αμετάβλητη και ανώνυμη μορφή και υπάρχουν πλήρως ανεξάρτητα από το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα. Το ΔικΕΕ έχει αποφανθεί ότι τα κρυπτονομίσματα συνιστούν ένα συμβατικό μέσο πληρωμής και μέσο εξοφλήσεως για τις επιχειρήσεις που το δέχονται. Ωστόσο, υπάρχει έντονη αμφισβήτηση για το κατά πόσο το bitcoin και άλλα κρυπτονομίσματα μπορούν να θεωρηθούν ως ισοδύναμα των εθνικών νομισμάτων. Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι αν τα κρυπτονομίσματα συνιστούν πράγματα και αποτελούν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη; Η απάντηση είναι μάλλον καταφατική, τουλάχιστον από την οπτική των ολλανδικών δικαστηρίων στην υπόθεση Koinz Tading BV. Το δικαστήριο του Άμστερνταμ έκρινε ότι «το bitcoin υπάρχει σε μια μοναδική, ψηφιακά κρυπτογραφημένη σειρά αριθμών και γραμμάτων που είναι αποθηκευμένα στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του δικαιούχου. Το bitcoin «παραδίδεται» με την αποστολή του από το ένα «ψηφιακό πορτοφόλι» σε ένα άλλο. Είναι αυτόνομα αρχεία που φέρουν ορισμένη αξία, τα οποία παραδίδονται απευθείας στον δικαιούχο σε περίπτωση πληρωμής». Έτσι, το δικαστήριο κατέληξε ότι «το bitcoin αντιπροσωπεύει μια αξία και είναι μεταβιβάσιμο. [...] δείχνει έτσι χαρακτηριστικά ενός δικαιώματος ιδιοκτησίας». Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο έκρινε ότι πρόκειται για περιουσιακό στοιχείο όπως κάθε άλλο υλικό ή άυλο πράγμα/. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και τα αμερικάνικα δικαστήρια όπoυ το πτωχευτικό δικαστήριο του Northern District of California (San Francisco Division) έκρινε ότι το bitcoin συνιστά άυλη προσωπική περιουσία η οποία δύναται να ανακτηθεί από το διαχειριστή αφερεγγυότητας για τους σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας.
Εκ των ανωτέρω, δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα κρυπτονομίσματα μπορούν να λάβουν τη θέση κεφαλαίων χρηματοδότησης μιας εταιρίας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και οι βασικοί χρηματοδότες μιας εταιρίας μπορεί να καλύπτονται από πέπλο ανωνυμίας. Δεδομένης δε της δυσκολίας ανάκτησης κεφαλαίων σε κρυπτονομίσματα, είναι σημαντικό να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε το εφαρμοστέο δίκαιο των κρυπτονομισμάτων ούτως ώστε να γνωρίζουμε με ποιο κράτος μέλος έχουν τα κρυπτονομίσματα τη μεγαλύτερη σύνδεση. Αυτή θα είναι μια σημαντική ένδειξη και για το που βρίσκεται το κέντρο κύριων συμφερόντων. Είναι όμως δυνατός ένας τέτοιος προσδιορισμός; Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν μας απασχολεί η ειδική περίπτωση της πτώχευσης του εκδότη ή του παρόχου υπηρεσιών κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων αλλά οποιουδήποτε νομικού προσώπου κατέχει κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία.
Η απόκτηση κρυπτονομισμάτων μπορεί να λάβει χώρα είτε μέσω «εξόρυξης» (mining) είτε μέσω αγοράς ή ανταλλαγής. Στην περίπτωση της εξόρυξης, εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους έχει αποφανθεί ότι δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός του πελάτη για τον οποίον παρασχέθηκε η υπηρεσία εξόρυξης από τον πάροχο. Ενώ στην περίπτωση της αγοράς ή ανταλλαγής, τα συμμετέχοντα σε μια συναλλαγή με κρυπτονομίσματα μέλη είναι πιθανό να μπορούν να ταυτοποιηθούν εάν αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας νόμιμης επιχείρησης, ωστόσο κατά βάση τα κρυπτονομίσματα προσφέρουν έναν υψηλό βαθμό ανωνυμίας που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό των συμμετεχόντων στις επίμαχες συναλλαγές.
Αυτό συμβαίνει διότι το στοιχείο της ανωνυμίας είναι εγγενές στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία αλλά και στο εκάστοτε αποκεντρωμένο δίκτυο στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι εν λόγω συναλλαγές. Πράγματι, ενδέχεται να υπάρχουν δυσκολίες στον εντοπισμό τυχόν συναλλαγών που αφορούν κρυπτονομίσματα καθώς τα δίκτυα αυτά έχουν σχεδιαστεί κατά τρό
Σελ. 484 πο που να διασφαλίζουν την ιδιωτικότητα των συναλλαγών. Πρακτικά, κάθε συναλλαγή που αφορά κρυπτονομίσματα είναι μια μεταφορά αυτών από μια ηλεκτρονική διεύθυνση σε μια άλλη. Οι εγγραφές των συναλλαγών στην πλατφόρμα blockchain είναι δημόσια. Ωστόσο, κάθε ηλεκτρονική διεύθυνση συνιστά μια τυχαία αλφαριθμητική σειρά, η οποία δεν επιτρέπει την επαλήθευση της ταυτότητας του ιδιοκτήτη/χρήστη αυτής. Το φαινόμενο αυτό γίνεται ιδιαιτέρως έντονο όταν η πτωχευτική διαδικασία αφορά τις εταιρίες διαχείρισης των κρυπτοπεριουσιακών στοιχείων όπως συνέβη στην περίπτωση των Binance, Kraken, Voyager, Celsius και FTX.
Επομένως, σε ποιο κράτος μέλος θα πρέπει να εντοπίζεται η έδρα των κρυπτονομισμάτων; Κατά τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων, αυτή είναι η έδρα του δικαιούχου. Στο πλαίσιο όμως της συζήτησης για τον εντοπισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων, το πόρισμα αυτό δεν είναι επιβοηθητικό. Ειδικότερα δε στην περίπτωση που παρεμβάλλεται μια πλατφόρμα ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων υπό την ιδιότητα του θεματοφύλακα, τότε η δυνατότητα διάκρισης της ιδιοκτησίας του θεματοφύλακα από αυτή των πελατών παύει να υφίσταται και η έννομη σχέση λαμβάνει τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης όπου ο θεματοφύλακας αποκτά κυριότητα επί των κατατεθειμένων πραγμάτων. Στην περίπτωση αυτή η χρήση των κρυπτονομισμάτων ως ενδείξεις εντοπισμού του κέντρου κύριων συμφερόντων καθίσταται ατελέσφορη. Βέβαια στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη η έδρα του θεματοφύλακα των κρυπτονομισμάτων, ωστόσο θα πρέπει να γνωρίζουμε την ύπαρξη των περιουσιακών αυτών στοιχείων εκ των προτέρων ούτως ώστε να στραφούμε εν συνεχεία στον θεματοφύλακα.
Πράγματι, η απόδειξη της ίδιας τους της ύπαρξης μπορεί να αποδειχθεί ένα δύσκολο εγχείρημα ακόμη και για έναν διορισμένο διαχειριστή αφερεγγυότητας, εάν η διοίκηση της εταιρίας δεν είναι συνεργάσιμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο το σύστημα blockchain είναι τόσο προστατευμένο που εάν χαθεί το ηλεκτρονικό κλειδί (ψηφιακό πιστοποιητικό) με το οποίο αποκτάει πρόσβαση ένας χρήστης στην πλατφόρμα, τότε φαίνεται να μην υπάρχει τρόπος ανάκτησής του και εκ νέου πρόσβασης και άρα δεν υπάρχει τρόπος πρόσβασης στα αντίστοιχα κρυπτοστοιχεία.
Τα ανωτέρω υποδεικνύουν τις τεχνικές δυσκολίες και την εξειδίκευση που απαιτείται για τον εντοπισμό των κρυπτοστοιχείων και την ενσωμάτωσή τους στην πτωχευτική περιουσία. Κατά συνέπεια, εάν θεωρήσουμε ότι οι τρίτοι έχουν γνώση ότι η εταιρία κατέχει ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, αυτά δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικειμενική ένδειξη για το που βρίσκεται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας καθώς δεν φαίνεται να μπορεί να αποτιναχθεί το πέπλο ανωνυμίας που είναι σύμφυτο με τη νέα αυτή τεχνολογία και άρα να πληρωθούν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της νομικής προβλεψιμότητας. Επομένως, η επαληθευσιμότητα από τους τρίτους δεν θα καταφάσκεται στην περίπτωση των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων παρά μόνο στις περιπτώσεις που η ίδια εταιρία προβαίνει σε σχετικές δηλώσεις προσδίδοντας υποκειμενικότητα στις σχετικές ενδείξεις.
2. Η ψηφιοποίηση της διοίκησης της εταιρίας
Ο εντοπισμός του τόπου όπου λαμβάνει χώρα η κεντρική διοίκηση της εταιρίας έγινε ακόμη δυσχερέστερος κατά την περίοδο της πανδημίας λόγω των συνεδριάσεων χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και μετά το τέλος των ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθιστώντας τις υβριδικές ή ακόμη και τις πλήρως ψηφιακές συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης των μετόχων κοινή πρακτική για όλες τις ανώνυμες εταιρίες. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται δεκτό ότι η συνεδρίαση λαμβάνει χώρα σε πραγματικό χρόνο αλλά όχι σε ορισμένο τόπο συνεδρίασης. Όταν στην εξίσωση αυτή προστεθεί η μεταβλητή των νέων τεχνολογιών και ειδικότερα της τεχνολογίας blockchain και της τεχνητής νοημοσύνης, τότε η δυνατότητα εντοπισμού του τόπου λήψης αποφάσεων γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη.
Ειδικότερα, το blockchain είναι ένα μητρώο (ledger) το οποίο δημιουργείται από ψηφιακά καταγεγραμμένα και κρυπτογραφημένα δεδομένα τα οποία κατανέμονται σε συστοιχίες οι ο
Σελ. 485 ποίες όταν συνδέονται δημιουργούν μια συνεχή αλυσίδα δεδομένων που διατηρείται κατά τρόπο αποκεντρωμένο. Κάθε υπολογιστής στον οποίο είναι αποθηκευμένη μια συστοιχία λαμβάνει μέρος ή ολόκληρη την αλυσίδα και εφαρμόζοντας έναν υπολογιστικό αλγόριθμο επιβεβαιώνει τα δεδομένα που εμπεριέχονται σε κάθε συστοιχία ξεχωριστά προκειμένου να επιτρέψει σε αυτή τη συστοιχία να προστεθεί στην αλυσίδα. Κάθε τροποποίηση μιας πληροφορίας εντός του μητρώου επηρεάζει αναγκαστικά κάθε μεταγενέστερη καταχώρηση λόγω της ενσωματωμένης συνάρτησης κατακερματισμού (hash function). Έτσι, η τεχνολογία αυτή χρησιμοποιεί κρυπτογραφημένες λειτουργίες για να επιτύχει τις απαιτήσεις ακεραιότητας των δεδομένων πιστοποίησης της ταυτότητας των συμμετεχόντων που αντιστοιχούν στις σχετικές καταγεγραμμένες συναλλαγές.
Η τεχνολογία blockchain έχει διάφορες εφαρμογές μεταξύ των οποίων και στην εταιρική διακυβέρνηση δεδομένου ότι ενδέχεται να παράσχει αυξημένη εμπιστοσύνη και ασφάλεια στην ηλεκτρονική απόδειξη. Ειδικότερα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβεβαίωση της ταυτότητας των συμμετεχόντων στη γενική συνέλευση προσφέροντας ασφάλεια και ακρίβεια ανεξαρτήτως της πολυπλοκότητας που μπορεί να χαρακτηρίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μετοχών και της σειράς από εξουσιοδοτήσεις ή ειδικές εντολές που μπορεί να έχουν δοθεί από τους μετόχους. Επίσης, δίνει τη δυνατότητα στους μετόχους να θέτουν ερωτήσεις, οι οποίες είναι διαθέσιμες σε όλους με τρόπο διαφανή, επαληθεύσιμο και χωρίς να μπορεί να παρεμβληθεί κανείς για να αλλοιώσει το περιεχόμενό τους. Είναι δε εφικτός και ο συνδυασμός ταυτοποίησης και ψηφιακής ψηφοφορίας που συνδυάζει την ευκολία της ψηφιακής ταυτοποίησης και πρόσβασης με τον αμετάβλητο χαρακτήρα που εξασφαλίζει η δημιουργία αλυσίδας συστοιχιών.
Επιπλέον, δύναται να αποτελέσει λύση στην ορθή ενημέρωση των μετόχων πριν από μια γενική συνέλευση καθώς όλοι οι μέτοχοι της εταιρίας θα λαμβάνουν ακριβώς τα ίδια στοιχεία, η ορθότητα των οποίων θα επιβεβαιώνεται μέσα από το σύστημα χωρίς την παρέμβαση της εταιρίας. Παρόμοιες παρατηρήσεις δύνανται να λεχθούν και για το διοικητικό συμβούλιο και τη δυνατότητα εικονικής συνεδρίασης και ηλεκτρονικής λήψης αποφάσεων χωρίς δυνατότητα προσδιορισμού του τόπου συνεδριάσεως. Η εφαρμογή της τεχνολογίας blockchain στην εταιρική διακυβέρνηση δύναται να συμβάλλει στην ολοκλήρωση και καλύτερη λειτουργία της πλήρως ψηφιακής γενικής συνέλευσης των μετόχων ή της εικονικής συνεδρίασης και ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου. Λόγω αυτής της λειτουργίας της φαίνεται ότι δύναται να συμβάλλει στη δημιουργία αμφιβολιών όσον αφορά τον τόπο λήψης των αποφάσεων μη επιτρέποντας τόσο τον εντοπισμό του τόπου καθαυτού όσο και της επαληθευσιμότητας τυχόν σχετικών ενδείξεων από τρίτους.
Περαιτέρω, φαίνεται ότι υπάρχουν εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης που μας οδηγούν ένα βήμα παραπέρα καθώς συμβάλλουν σε μια τμηματική (προς το παρόν τουλάχιστον) ψηφιοποίηση της διοίκησης της εταιρίας. Προκειμένου να κατανοήσουμε τη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης σε μια εταιρία θα πρέπει καταρχάς να θέσουμε ορισμένες εννοιολογικές παραμέτρους για το τι εννοούμε με τον όρο τεχνητή νοημοσύνη. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι μια έννοια που δεν εμπίπτει εντός ενός κοινά αποδεκτού ορισμού. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η τεχνητή νοημοσύνη αναφέρεται σε συστήματα που χαρακτηρίζονται από ευφυή συμπεριφορά, αναλύοντας το περιβάλλον τους και ενεργώντας με κάποιο βαθμό αυτονομίας για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Στο νέο ευρωπαϊκό κανονισμό για την τεχνητή νοημοσύνη ορίζεται το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ως «μηχανικό σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί με διαφορετικά επίπεδα αυτονομίας και μπορεί να παρουσιάζει προσαρμοστικότητα μετά την εφαρμογή του και το οποίο, για ρητούς ή σιωπηρούς στόχους, συνάγει, από τα στοιχεία εισόδου που λαμβάνει, πώς να παράγει στοιχεία εξόδου, όπως προβλέψεις, περιεχόμενο, συστάσεις ή αποφάσεις που μπορούν να επηρεάσουν υλικά ή εικονικά περιβάλλοντα». Οι εφαρμογές αυτές διακατέχονται από τη λεγόμενη αυτόνομη νοημοσύνη, η οποία ενδέχεται να υπερβεί τις σχεδιαστικές παραμέτρους και τους τιθέμενους εξ αυτές σκοπούς, γεγονός που τις καθιστά μη προβλέψιμες.
Αυτές λοιπόν οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης φαίνεται ότι αρχίζουν να βρίσκουν τη θέση τους στο τραπέζι των συνεδριάσεων των εταιρικών οργάνων και κατά συνέπεια στη διαδικα
Σελ. 486 σία λήψης αποφάσεων είτε ως επιβοηθητικό εργαλείο των διοικητών είτε λαμβάνοντας τη θέση διοικητών. Σκόπιμο είναι δε να αναφερθεί ότι δεν πρόκειται για ένα υποθετικό σενάριο αλλά για μια υφιστάμενη πραγματική κατάσταση. Ειδικότερα, στο Χονγκ Κονγκ, μια επενδυτική εταιρία έχει ορίσει ως μη εκτελεστικό μέλος στο διοικητικό συμβούλιο με δικαίωμα ψήφου ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης. Παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για επίσημο κατά το νόμο διορισμό μέλους του διοικητικού συμβουλίου, τα υπόλοιπα μέλη το αντιμετωπίζουν ισότιμα και μάλιστα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις επενδυτικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λόγω της ακρίβειας των επενδυτικών του προβλέψεων.
Το γεγονός αυτό μαρτυρά την ολοένα αυξανόμενη χρήση των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στην εταιρική διακυβέρνηση. Επί του παρόντος, δεν προβλέπεται σε κανένα από τα δίκαια των κρατών μελών η δυνατότητα αντικατάστασης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου από ένα μηχάνημα τεχνητής νοημοσύνης ως μέλους στο διοικητικό συμβούλιο παρά μόνο ως μηχανήματος που συνεπικουρεί το έργο των μελών. Φαίνεται όμως ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα συμμετέχει όλο και περισσότερο στη λήψη των αποφάσεων εντός της εταιρίας λόγω της ακρίβειας και επάρκειας των αναλύσεων που προσφέρει και οι οποίες θα επιτρέπουν τη λήψη αποφάσεων προς το συμφέρον της εταιρίας. Η δημιουργία υβριδικών διοικητικών συμβουλίων στο μέλλον με μέλη φυσικά/νομικά πρόσωπα μαζί με μηχανές τεχνητής νοημοσύνης είναι μια πιθανή εκδοχή, η οποία θα θέσει υπό εξέταση την ουσία του κέντρου κύριων συμφερόντων που δεν είναι άλλη από τον τόπο όπου λαμβάνει τις αποφάσεις η διοίκηση της εταιρίας.
Εάν τώρα συνδυάσουμε την τεχνητή νοημοσύνη με το blockchain τότε μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια αυτοματοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσω ενός αποκεντρωμένου αυτόνομου οργανισμού (decentralised autonomous organisation – DAO). Ένας DAO είναι μια σύνθετη δικαιοπρακτούσα εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης, ήτοι μια σύνθετη μορφή έξυπνης σύμβασης (smart contract). Πρόκειται για ένα είδος αυτοδιοικούμενης αλγοριθμικής οντότητας με τη χρήση τεχνολογίας blockchain, η οποία λειτουργεί σε ένα ομότιμο δίκτυο (peer-to-peer network), και ενσωματώνει το καταστατικό της αποκεντρωμένης δομής και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων η οποία προσδιορίζεται από ένα κωδικοποιημένο πρωτόκολλο. Παραδείγματα τέτοιων οντοτήτων έχουν υπάρξει στην πραγματικότητα και κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν σημαντικά κεφάλαια αν και όχι χωρίς προβλήματα.
Μια τέτοια οντότητα δεν έχει διοικητικό συμβούλιο στον υλικό κόσμο και δύναται να λειτουργήσει χωρίς διοικητές ή εργαζομένους, ακόμη και χωρίς μετόχους ενδεχομένως σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, ενώ η εταιρική του διακυβέρνηση δομείται επί τη βάσει ενός κώδικα και μιας έξυπνης σύμβασης. Η προοπτική μιας τέτοιας δομής να αποτελέσει εναλλακτική των παραδοσιακών μοντέλων εταιρικής διακυβέρνησης περιορίζεται από νομικά ζητήματα που είναι σύμφυτα με την πολυπλοκότητα που τη διακατέχει. Πρέπει να σημειωθεί ότι προς το παρόν ένας DAO δεν δύναται να λάβει νομική προσωπικότητα εάν δεν ακολουθηθούν περαιτέρω διαδικασίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εμπλεκόμενου κράτους μέλους. Ωστόσο, ο διάλογος για το αν πρέπει να λάβει νομική προσωπικότητα παραμένει ανοιχτός. Η ύπαρξη τέτοιων δομών και η δυνατότητες που προσφέρουν δημιουργούν περαιτέρω ερωτήματα για το κατά πόσο το κέντρο κύριων συμφερόντων είναι πράγματι σε θέση να υποδείξει το κράτος μέλος με το οποίο η εταιρία έχει τον στενότερο δεσμό.
Εκ των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω δύναται να συναχθεί ότι ο παραδοσιακός δικαιοδοτικός σύνδεσμος του κέντρου κύριων συμφερόντων φαίνεται να μην λειτουργεί όταν εφαρμογές προηγμένων τεχνολογιών εισβάλλουν στα ενδότερα των εταιριών. Η άμεση και όλο αυξανόμενη επιρροή των αναδυόμενων τεχνολογιών στην ίδια τη διοίκηση της εταιρίας φαίνεται ότι οδηγεί σε μια ψηφιακή «τύφλωση» των τρίτων οι οποίοι δεν θα είναι σε θέση να επαληθεύσουν τις ενδείξεις εκείνες οι οποίες θα επαρκούν για τον εντοπισμό του κέντρου κύριων συμφερόντων. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να μην είναι εφικτή μια τέτοια επαλήθευση διότι δεν θα υφίσταται ένας τέτοιος σύνδεσμος ή τουλάχιστον δεν θα υφίσταται υπό την έννοια που προκρίνει το κέντρο κύριων συμφερόντων στη σημερινή του μορφή.
IV. Συνθετικές παρατηρήσεις
Η δημιουργία της έννοιας του κέντρου κύριων συμφερόντων έλαβε χώρα σε μια εποχή που δεν ήταν ορατή η έκταση που θα λάμβανε η ψηφιακή επανάσταση που βιώνουμε σήμερα και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να προβλεφθεί η επίδραση της τεχνολογίας στους παραδοσιακούς δικαιοδοτικούς συνδέσμους. Στην παρούσα μελέτη αναδείξαμε την πολυπλοκότητα των νέων συνθηκών την οποία καλείται να αντιμετωπίσει και να υπερκεράσει το κέντρο κύριων συμφερόντων λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων στα διάφορα επίπεδα της εταιρικής δομής.
Παρατηρήσαμε ότι η ψηφιοποίηση επηρεάζει τόσο τα στοιχεία που συνιστούν ενδείξεις για τον εντοπισμό του τόπου της κεντρικής διοίκησης της εταιρίας όσο και το κριτήριο της επαληθευσιμότητας από τους τρίτους. Παρά την ψηφιοποίηση σημαντικών ενδείξεων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στον
Σελ. 487εντοπισμό του αναζητούμενου τόπου, όπως τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας και η εταιρική διακυβέρνηση, το σημαντικότερο πλήγμα το δέχθηκε το κριτήριο της επαληθευσιμότητας. Η ψηφιοποίηση είναι συνυφασμένη με την ανωνυμία σε επίπεδο συναλλαγών εφόσον ειδικές ασφαλιστικές δικλείδες δεν την συνοδεύουν (π.χ. ενσωμάτωση εργαλείων ψηφιακής ταυτοποίησης). Όσο μεγαλύτερος ο βαθμός ψηφιοποίησης (σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από την απλή ψηφιοποίηση των σχέσεων με το εμπορικό μητρώο έως την πλήρη εφαρμογή ενός DAO), τόσο μεγαλύτερος ο βαθμός ανωνυμίας των συναλλαγών. Όσο μεγαλύτερος ο βαθμός ο ανωνυμίας των συναλλαγών, τόσο δυσχερέστερη η επαληθευσιμότητα των ενδείξεων από τους τρίτους.
Το κέντρο κύριων συμφερόντων επινοήθηκε σε μια εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Δεδομένου ότι κάθε νομική έννοια πρέπει να ανάγεται στην εποχή στην οποία εντάσσεται, η έννοια του κέντρου κύριων συμφερόντων αρχίζει να παραμορφώνεται μέσα από το πρίσμα της τεχνολογίας του σήμερα. Η βασική αντίληψη ότι το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να είναι αυτό όπου βρίσκεται η διοίκηση της εταιρίας διότι αυτό προσφέρει μεγαλύτερη εγγύτητα με την οφειλέτρια εταιρία και τα περιουσιακά της στοιχεία δεν φαίνεται να βρίσκει πλέον πλήρη εφαρμογή στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα. Θεωρούμε ότι θα πρέπει ο νομικός διάλογος να επικεντρωθεί στην επιρροή των νέων τεχνολογιών στους παραδοσιακούς δικαιοδοτικούς συνδέσμους και ειδικότερα όσον αφορά την αρχή της εγγύτητας η οποία θα πρέπει να εμφορείται από ευελιξία και πραγματισμό, αρετές που αντανακλώνται στον Κανονισμό 848 και την ροπή προς μια νέα αρχή, αυτή της συμβατικής καθολικότητας.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις στο εταιρικό δίκαιο που αναπτύξαμε ανωτέρω συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της διαφάνειας, στη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, δημιουργούν αγκυλώσεις υπό την οπτική του δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας, για τις οποίες ρυθμιστικές παρεμβάσεις θα χρειαστούν στο μέλλον με γνώμονα τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της νομικής προβλεψιμότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι είθισται ο νόμος να ακολουθεί την πραγματικότητα και όχι το αντίστροφο. Η τεχνολογική εξέλιξη είναι δείγμα προόδου τόσο για την κοινωνία όσο και για την οικονομία και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να υποστηρίζονται και να προωθούνται δράσεις σχετικές με την καινοτομία. Η μετάβαση σε ένα νέο ψηφιακό πρότυπο θα πρέπει να θέσει ως κύριο μέλημα τη διατήρηση των βασικών αρχών στις οποίες οικοδομήθηκε η έννοια του κέντρου κύριων συμφερόντων επί τη βάσει μιας εξέλιξης κατά τη δαρβινική θεώρηση του όρου παρά μιας εκ θεμελίων ανασύστασής του. Αναμένουμε να δούμε το επόμενο διάστημα την προσπάθεια προσαρμογής στις νέες συνθήκες και τη διαδικασία αναζήτησης νέων στοιχείων σύνδεσης με μια έννομη τάξη, τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τον ψηφιακό χαρακτήρα των έννομων σχέσεων που διαπλάθονται μέσα από την ολοένα και μεγαλύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών.