Κείμενο
Η απόφαση που εκδίδεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του νόμου 4072/2012, με την οποία διατάσσεται ο αποκλεισμός εταίρου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, παράγει άμεσα τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 263 του νόμου 4072/2012 «Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το Μονομελές Πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρείας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου».
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 259 και 263 του ν. 4072/2012, η εταιρική ιδιότητα επί ομόρρυθμης εταιρείας (τόσο ορισμένου χρόνου όσο και στις αορίστου και ετερόρρυθμης, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 271 του ν. 4072/2012, κατά την οποία, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο αντίστοιχο κεφάλαιο, στην ετερόρρυθμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία), χάνεται και με τον αποκλεισμό του εταίρου.
Με βάση λοιπόν το άρθρο 263 του ως άνω νόμου, αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, αντί της λύσης της εταιρείας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου και αποσκοπεί προφανώς να υποκαταστήσει τη ρύθμιση του άρθ. 771 ΑΚ, που ισχύει επί αστικών εταιρειών και εφαρμοζόταν, μέχρι πρότινος, και στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 739, 740 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 17 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 και 3 παρ. 4 του Εισ. Ν. ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθ. 20 του Ν. 4055/2012, στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπήχθησαν όλες οι υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, οι οποίες υπάγονταν στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Ωστόσο μετά την τροποποίηση του άρθ. 740 με το άρθ. 9 παρ.1 του Ν. 4138/2013, η ισχύς του οποίου αρχίζει από 01.03.2013 (άρθ. 9 παρ. 4 Ν. 4138/2013) και στη συνέχεια μετά την αντικατάστασή του με το άρθ. 8 παρ. 1 του Ν. 4198/2013 (ΦΕΚ Α΄ 215/11.10.2013), στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου περιλαμβάνονται οι σαφώς αναφερόμενες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες δεν εμπίπτουν οι ερειδόμενες στη διάταξη του άρθ. 263 του Ν. 4072/2012.
Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 263 του νόμου 4072/2012 προκάλεσε διχογνωμία στη θεωρία και τη νομολογία για τον βαθμό της απαιτούμενης δικανικής ωριμότητας της ως άνω απόφασης που διατάσσει τον αποκλεισμό του εταίρου, ώστε να επέλθουν τα αποτελέσματά της, δηλαδή αν απαιτείται απλώς οριστική ή τελεσίδικη απόφαση.
Εφόσον δεχθούμε ότι η οριστική απόφαση που διατάσσει τον αποκλεισμό του εταίρου έχει, ως άμεση συνέπεια, τη διάπλαση που απαγγέλλει, δηλαδή την έξοδο του εταίρου από την εταιρεία, αυτό έχει και πρακτική αξία, αφενός μεν, πέραν των άλλων και ως προς την αφετηρία του χρόνου εντός του οποίου επιβάλλεται να γίνει η είσοδος του νέου εταίρου στην εταιρεία, ενόψει της διάταξης του άρθρου 267 του ν. 4072/2012, κατά την οποία, αν αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνο ένας εταίρος, η εταιρεία λύ
Σελ. 5νεται, εφόσον μέσα σε τέσσερις μήνες δεν δημοσιευτεί στο Γ.Ε.ΜΗ. η είσοδος νέου εταίρου, αφετέρου δε και ως προς την τύχη της τυχόν καταγγελίας της εταιρείας από τον αποκλειόμενο εταίρο, με σκοπό τη λύση της (εφόσον επιτρέπεται από το καταστατικό της), η οποία καταγγελία, εάν ασκηθεί μετά την αίτηση αποκλεισμού και πριν τη δημοσίευση της σχετικής οριστικής απόφασης που αποδέχεται την αίτηση, θα έχει έννομες συνέπειες, εάν όμως ασκηθεί μετά τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης και πριν την τελεσιδικία της, δεν θα έχει έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο της καταγγελίας ο καταγγέλλων δεν έχει πλέον την εταιρική ιδιότητα, η οποία επέρχεται με τον αποκλεισμό του από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης και συνακόλουθα δεν είναι νομιμοποιούμενο πρόσωπο για την άσκηση της καταγγελίας.
Από τη διάταξη του άρθρου 263 του ν. 4072/2012 σαφώς προκύπτει ότι το δικαίωμα των λοιπών εταίρων να ζητήσουν με αίτησή τους τον αποκλεισμό από την εταιρεία κάποιου εκ των εταίρων για σπουδαίο λόγο, προϋποθέτει ότι η εταιρεία δεν έχει λυθεί με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο και επομένως και με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου εφόσον αυτό προβλέπεται ως λόγος λύσης της εταιρείας στο καταστατικό (άρθρο 259 εδ. τελ. ν. 4072/2012). Η προϋπόθεση αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνο κατά τον χρόνο άσκησης της αίτησης αποκλεισμού, αλλά και κατά τον χρόνο της συζήτησης αυτής. Στην περίπτωση δε που η καταγγελία γίνει κατά τον χρόνο που είναι εκκρεμής η περί αποβολής αίτηση, η τελευταία καθίσταται χωρίς αντικείμενο και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα.
Ειδικότερα, ως προς το θέμα, κατά πόσο η απόφαση που εκδίδεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του νόμου 4072/2012, με την οποία διατάσσεται ο αποκλεισμός εταίρου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, παράγει άμεσα τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της, θα θέλαμε να αναφέρουμε τα κάτωθι:
Κατ’ αρχήν, είναι αποδεκτό ότι η οριστική απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 763 παρ. 1 ΚΠολΔ έχει άμεση ισχύ και εκτελεστότητα και εκδηλώνει τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της, γι’ αυτό άλλωστε δεν δύναται να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Εντούτοις το Δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση έχει τη δυνατότητα κατά την παρ. 2 να αναστείλει την ισχύ και εκτελεστότητα της απόφασης μέχρι αυτή να γίνει απρόσβλητη από έφεση, κάτι που από μόνο του καταδεικνύει ότι, αν δεν είχε άμεση ισχύ η απόφαση από τη δημοσίευσή της (με τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο νόμος), δεν θα προβλεπόταν η δυνατότητα κατά την παρ. 2 του άρθρου 763 ΚΠολΔ να αναστείλει το δικαστήριο την ισχύ και εκτελεστότητα της απόφασης μέχρις ότου αυτή να γίνει απρόσβλητη από έφεση.
Σε κάποιες βέβαια υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με ρητή όμως διάταξη του νόμου, η προθεσμία για έφεση και η άσκησή της αναστέλλουν την ισχύ της απόφασης, όπως στις περιπτώσεις κήρυξης κάποιου σε αφάνεια ή μεταβολής του χρόνου αφάνειας (α. 785 παρ.1 ΚΠολΔ) ή παροχής κληρονομητηρίου (α. 824 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ), όπως επίσης και σε αποφάσεις συναινετικού διαζυγίου (α. 1438 ΑΚ), υιοθεσίας (α. 1560 ΑΚ.) κ.λπ..
Από τις διατάξεις του άρθρου 763 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ που ορίζουν η μεν πρώτη ότι «η προθεσμία της έφεσης και η άσκηση της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης» εκούσιας δικαιοδοσίας, η δε δεύτερη ότι «αν ασκηθεί έφεση το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο Πρόεδρος του μπορούν κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεση της μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση», σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 786 § 3 ΚΠολΔ κατά την οποία, «το δικαστήριο μπορεί με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να αντικαταστήσει τους εκκαθαριστές (νομικού προσώπου ή εταιρείας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα) για σπουδαίους λόγους», συνάγεται ότι στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως π.χ. και στην περίπτωση της αντικατάστασης του εκκαθαριστή νομικού προσώπου ή εταιρείας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, η διαπλαστική ενέργεια του διατασσόμενου μέτρου καθώς και η εκτελεστότητα της απόφασης, ως εκτελεστού τίτλου επέρχονται και ισχύουν αμέσως μόλις εκδοθεί η απόφαση. Κατά την ΑΠ 1200/2019 (ΤΝΠ QUALEX), από τη διάταξη του άρθρου 763 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση των αποφάσεων, που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, συνάγεται ότι η ισχύς αυτών, ήτοι η διαπλαστική ενέργεια του διατασσομένου ρυθμιστικού μέτρου, αλλά και η εκτελεστότητα, που τυχόν αναπτύσσουν, επέρχεται αμέσως με τη δημοσίευσή τους και συνεπώς η προθεσμία και η άσκηση έφεσης κατ’ αυτών δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Κατ’ εξαίρεση δε από τον κανόνα της άμεσης ενεργοποίησης της ισχύος και της εκτελεστότητας της πρωτοβάθμιας
Σελ. 6 οριστικής απόφασης, επιτρέπεται να διαταχθεί με δικαστική απόφαση η αναστολή της ισχύος της, δηλαδή της διαπλαστικής ενέργειας της και της εκτελεστότητάς της.
Η προσωρινή παρεμπόδιση που διατάσσεται με την απόφαση που αναστέλλει (αν διαταχθεί) έχει την έννοια ότι για την επίκληση και ενεργοποίηση των εννόμων συνεπειών της είναι απαραίτητη η προηγούμενη τελεσιδικία μετά όμως από αυτή η μεταβολή θεωρείται ότι επήλθε αναδρομικά, δηλαδή από τον χρόνο της δημοσιεύσεως της πρωτόδικης απόφασης.
Περαιτέρω η απόφαση με την οποία διατάσσεται η αναστολή της εκτελέσεως προσομοιάζει (χωρίς όμως και να είναι) με ασφαλιστικό μέτρο, ως ειδικότερη εκδήλωση της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, ώσπου να χορηγηθεί οριστική δικαστική προστασία με την τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί σχετικά με την έφεση, ώστε να αποφεύγεται ζημία αυτού που άσκησε το ένδικο μέσο. Με την απόφαση αυτή, που είναι επίσης διαπλαστική η δε διάπλασή της τοποθετείται στον χρόνο της δημοσιεύσεώς της, ακινητοποιείται η ενεργοποίηση της διαπλαστικής ενέργειας της ή η τυχόν εξελισσόμενη διαδικασία της εκτελέσεως της στο σημείο που βρίσκεται κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της περί αναστολής αποφάσεως. Η πρωτόδικη απόφαση δεν θίγεται με την αναστολή (δηλαδή δεν καθίσταται ανίσχυρη), ούτε αποδυναμώνονται οι άλλες συνέπειες της οι οποίες παράγονται και κατά τη διάρκεια της αναστολής, απλώς η αναστολή οδηγεί σε αδράνεια την ισχύ (διαπλαστική ενέργεια) ή κατά τις περιπτώσεις την εκτελεστότητα της απόφασης. Συνακόλουθα, στην περίπτωση π.χ. που αντικαθίσταται ο εκκαθαριστής προσωπικής εταιρείας και αναστέλλεται με μεταγενέστερη απόφαση η εκτελεστότητά της μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, οι έννομες συνέπειες που επήλθαν αυτομάτως με τη δημοσίευση της απόφασης αυτής όπως το κύρος του διορισμού του νέου εκκαθαριστή καθώς και αυτές που επήλθαν από την εκτέλεση της απόφασης και πριν από τη δημοσίευση της ανασταλτικής.
Ειδικότερα η απόφαση (της εκούσιας δικαιοδοσίας) που απαγγέλει τον αποκλεισμό του εταίρου από την ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρεία είναι διαπλαστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του νόμου 4072/2012, υπόκειται σε ένδικα μέσα (761 ΚΠολΔ), δεν ανακαλείται, ούτε μεταρρυθμίζεται κατά την διάταξη του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, διότι ο αποκλεισμός εταίρου είναι μη γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία συντελείται δεσμευτική διάγνωση του δικαιώματος.
Η απόφαση έχει ως άμεση συνέπεια τη διάπλαση που απαγγέλει, δηλαδή την έξοδο του εταίρου από την εταιρεία, από τη δημοσίευσή της.
Κατά την τείνουσα να επικρατήσει στη νομολογία των δικαστηρίων άποψη (με πειστική πάντα και εμπεριστατωμένη αιτιολογία), η οποία προκρίνεται ως ορθή και από την πλευρά μας, δεν απαιτείται τελεσιδικία της απόφασης που απαγγέλει τον αποκλεισμό του εταίρου από την ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρεία, ως προϋπόθεση της διαπλαστικής της ενέργειας, αλλά αρκεί οριστική απόφαση για να παράγει άμεσα τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της.
Στην παραπάνω άποψη καταλήγουμε, λαμβάνοντας υπόψη ιδία:
Α) Το γράμμα του νόμου, δηλ. το κείμενο της ως άνω διάταξης (263 του ν. 4072/2012), που ουδόλως αναφέρεται σε τελεσιδικία της απόφασης, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 771 ΑΚ, που αφορά τον αποκλεισμό εταίρου από αστική εταιρία και η οποία ρητά αναφέρει την τελεσιδικία της απόφασης ως προϋπόθεση της διαπλαστικής ενέργειας της οικείας απόφασης. Αναλογική δε εφαρμογή της, κατ’ άρθρο 249 παρ. 2 του ν. 4072/2012, αποκλείεται, αφενός διότι υπάρχει ρητή ειδική (ουσιαστικού δικαίου) διάταξη και αφετέρου διότι ο αποκλεισμός εταίρου από αστική εταιρία εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, όπου η άσκηση της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ ο αποκλεισμός από ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, όπου η άσκηση της έφεσης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (763 ΚΠολΔ) και η απόφαση εκδηλώνει την ισχύ της από τη δημοσίευσή της (756 ΚΠολΔ).
Σελ. 7 Β) Στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης του ν. 4072/2012 θέλησε τελεσιδικία, το αναφέρει ρητά, όπως στην περίπτωση αποκλεισμού εταίρου από την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία (ΙΚΕ), όπου στο άρθρο 93 εδ. δ΄ αυτού ορίζει ότι η σχετική αίτηση εκδικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, αλλά απαιτείται να καταστεί τελεσίδικη η εκδοθησόμενη απόφαση για να επέλθουν τα αποτελέσματά της.
Διαφοροποιούνται λοιπόν οι περιπτώσεις αποκλεισμού του εταίρου από τον αποκλεισμό σε άλλους τύπους εταιριών (αστική, ΕΠΕ), όπου ο αποκλεισμός εκδικάζεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Εκεί απαιτείται τελεσίδικη απόφαση είτε η προϋπόθεση αυτή προβλέπεται ρητά από τον νόμο, όπως στο άρθρο 771 ΑΚ είτε όχι, όπως το άρθρο 33 § 3 ν. 3190/1955 για την ΕΠΕ.
Γ) Η επιλογή του νομοθέτη, περί μη τελεσίδικης απόφασης, εναρμονίζεται με τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας περί ταχείας επίλυσης της διαφοράς με άμεση ισχύ της απόφασης, αλλά και με την αποσύνδεση του αποκλεισμού του εταίρου από την καταβολή σε αυτόν της πλήρους αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, όπως π.χ. συμβαίνει στην περίπτωση εταίρου της ΙΚΕ (93 του ν. 4072/2012) ή ΕΠΕ (33 παρ. 3 ν. 3190/1955). Και
Δ) Με δεδομένο ότι στις προσωπικές εταιρείες ισχύει ο κανόνας της ομόφωνης λήψης των αποφάσεων (253 παρ. 1 του ν. 4072/2012), η διατήρηση της εταιρικής ιδιότητας από τον αποκλειόμενο εταίρο όλο το διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης που απαγγέλει τούτο μέχρι την τελεσιδικία της, λόγω των διαταραγμένων μεταξύ των εταίρων σχέσεων, οδηγεί σε ισχυρή διακινδύνευση της ομαλής πορείας της εταιρείας και ενδεχομένως στην οικονομική της καταστροφή, έρχεται δε σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της διατήρησης της εταιρείας, στην οποία αποσκοπεί ο ν. 4072/2012.
Εξάλλου, για περιπτώσεις στις οποίες, από την πορεία ή την περιπλοκότητα της αίτησης αποκλεισμού, προκύψει η ανάγκη για αυξημένο βαθμό δικαστικής ωριμότητας της απόφασης, ώστε να επέλθουν τα έννομα αποτελέσματά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αναστείλει την ισχύ της, έως την τελεσιδικία της, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 763 παρ. 2 ΚΠολΔ (σταθμίζοντας τον βαθμό πιθανότητας αντίθετης κρίσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως προς την σπουδαιότητα των γεγονότων των οποίων έγινε επίκληση, για τον αποκλεισμό του εταίρου και τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης του αποκλεισθέντος εταίρου από την άμεση ισχύ της απόφασης
, αυτή δε η δυνατότητα αναστολής της ισχύος της απόφασης, την οποία το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, δύναται να δώσει τη λύση, όταν χρειάζεται, στην όποια ανασφάλεια δικαίου δημιουργείται μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης.
Κατά την έξοδο του εταίρου από την εταιρεία, η εταιρική του συμμετοχή προσαυξάνει αναλόγως τις εταιρικές συμμετοχές των συνεταίρων του αυτοδικαίως, με τη δικαστική απόφαση που απαγγέλλει την έξοδο του εταίρου από την εταιρεία και τροποποίηση του καταστατικού, η οποία δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ..
Ο αποκλειόμενος εταίρος δεν στερείται της περιουσίας του, καθόσον διατηρεί ενοχική αξίωση κατά της εταιρείας, για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Η αντικατάσταση των περιουσιακών δικαιωμάτων του αποκλειόμενου εταίρου από την ενοχικής φύσεως αξίωση κατά της εταιρείας, για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής επέρχεται, εκ του νόμου, ως επακόλουθο του αποκλεισμού, που διέταξε η απόφαση, και όχι δυνάμει της αποφάσεως αυτής.
Κατά άλλη άποψη, την οποία ασπάζεται μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας, για να επέλθουν οι έννομες συνέ
Σελ. 8πειες της απόφασης που δέχεται την αίτηση αποκλεισμού, απαιτείται η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και από την επίδοση της οποίας τελεσίδικης απόφασης στον αποκλειόμενο επέρχεται μεταξύ των εταίρων η απώλεια της εταιρικής ιδιότητας του αποκλειόμενου και η συνέχιση της εταιρείας με τους υπόλοιπους εταίρους, ενώ έναντι των καλόπιστων τρίτων, η απώλεια της εταιρικής ιδιότητας του αποκλειόμενου επέρχεται από την καταχώρηση του αποκλεισμού στο Γ.Ε.ΜΗ. (άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3419/2005)
Όλες όμως οι εν λόγω αποφάσεις, αντίθετα από το πνεύμα και το γράμμα του νόμου, χωρίς να μπαίνουν στη διαδικασία ερμηνείας του, χωρίς καμία απολύτως προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης του νομικού πλαισίου με επιχειρήματα που να πείθουν, αναφέρονται απλώς στο ότι απαιτείται έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που δέχεται την αίτηση αποκλεισμού, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και από την επίδοση αυτής της τελεσίδικης απόφασης στον αποκλειόμενο επέρχεται μεταξύ των εταίρων απώλεια της εταιρικής ιδιότητας του αποκλειόμενου και συνέχιση της εταιρείας με τους υπόλοιπους εταίρους.