Αριθμος απόφασης 567/2020
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ελένη Τσίτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α: ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... - ΔΙΑΝΟΜΕΣ ΕΙΔΩΝ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ Α.Ε.» και υπό τον διακριτικό τίτλο «... Ε.Ε.», με Α.Φ.Μ...., ήδη τελούσας υπό εκκαθάριση, που εδρεύει στη Νίκαια Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χριστόπουλο κατά
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α. Χ. του Γ., κατοίκου Νίκαιας Αττικής, οδός ..., με ΑΦΜ ..., 2) Μ. Ψ. του Ν., κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, οδός ..., με ΑΦΜ ... και 3) Ε. Φ. του Θ., κατοίκου Νίκαιας Αττικής, οδός ..., με ΑΦΜ ..., οι οποιοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λιανουλόπουλου, βάσει δήλωσης και
Β ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:Π. Μ. του Π., κατοίκου Αγίας Βαρβάρας Αττικής, με ΑΦΜ ... ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Βασίλειου Τρεμόπυλου και
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ –ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ 1) Α. Χ. του Γ., κατοίκου Νίκαιας Αττικής, οδός ..., με ΑΦΜ ..., 2) Μ. Ψ. του Ν., κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, οδός ..., με ΑΦΜ ... και 3) Ε. Φ. του Θ., κατοίκου Νίκαιας Αττικής, οδός ..., με ΑΦΜ ..., οι οποιοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λιανουλόπουλου, βάσει δήλωσης και ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... - ΔΙΑΝΟΜΕΣ ΕΙΔΩΝ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ Α.Ε.» και υπό τον διακριτικό τίτλο «... Ε.Ε.», με Α.Φ.Μ.... που εδρεύει στη Νίκαια Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χριστόπουλο.
Οι ενάγοντες – καθών η κλήση-εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β και εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο Α έφεσης, άσκησαν κατά των εναγομένων – εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Β έφεσης την από 9.1.2016 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ .../2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η αγωγή αυτή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2287/2018 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) οι ενάγοντες–εκκαλούντες –καθών η κλήση, με την από 19.6.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2018 έφεση και β) η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα με την από 22.6.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 έφεση. Δικάσιμος για τη συζήτηση των δυο ως άνω εφέσεων ορίστηκε αρχικά αυτή της 9.5.2019 και μετά από αναβολή η δικάσιμος της 6.6.2019, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε και επαναφέρθηκαν προς συζήτηση, η υπό στοιχείο β με την από 11.6.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 κλήση και η υπό στοιχείο α με την από 11.6.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 κλήση και προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι υποθέσεις εγγράφηκαν στο πινάκιο με αύξοντες αριθμούς 68 και 69 αντίστοιχα εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά τους και συζητήθηκαν.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχείο Α καλούσας αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, δήλωσε οτι η καλούσα τελεί υπό εκκαθάριση και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος- εφεσίβλητου της υπό στοιχείο Β κλήσης αφού έλαβε το λόγο αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων –καθών η κλήση της υπό στοιχείο Β κλήσης και εφεσίβλητων-καθών η κλήση της υπό στοιχείο Α κλήσης ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε με δήλωση.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισαγόνται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού τα ακόλουθα δικόγραφα: α) η από 19.6.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2018 έφεση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 11.6.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 κλήση και β) η από 22.6.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 έφεση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 11.6.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 ΚΛΗΣΗ. Οι ως άνω εφέσεις κατά της με αριθμό 2287/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκαν νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ1 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης επιδόθηκε στους ενάγοντες την 23.5.2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ... σε ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης και οι κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκαν με την κατάθεσή τους στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 20.6.2018 η έφεση των εναγόντων και την 22.6.2018 η έφεση της πρώτης εναγομένης, ήτοι εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης Επομένως, οι εφέσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικαστούν καθώς εκκρεμούν στο ίδιο Δικαστηριο, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από την ένωσή τους επέρχεται επιτάχυνση της δίκης και μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 524 παρ. 1, και 246 του KΠολΔ ).
Με την από 9.1.2016 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2017 αγωγή τους, οι ενάγοντες εξέθεταν οτι προσλήφθηκαν από την μη διάδικο, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... Α.Ε.», Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας ήταν ο δεύτερος εναγόμενος Π. Μ., με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, την 31.5.1999 ο πρώτος, την 26.6.2006 η δεύτερη και την 20.8.2007 ο τρίτος και οτι απασχολήθηκαν στην ως άνω ΑΕ υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες μέχρι την απόλυσή τους, την 12.10.2012 ο πρώτος, την 14.5.2012 η δεύτερη και την 13.12.2011 ο τρίτος. Οτι με βάση τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, τους επιδικάστηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά που αφορούν αξώσεις τους πηγάζουσες από την εργασιακή τους σχέση με την πρώην εργοδότρια εταιρεία. Οτι δυνάμει της με αριθμό 682/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε σε πτώχευση η πρώην εργοδότριά τους εταιρεία, μετά απο σχετική της αίτηση. Οτι ο δεύτερος εναγόμενος εκτός από νόμιμος εκπρόσωπος της κηρυχθείσας σε πτώχευση Α.Ε., ήταν και ετερόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «... Ε.Ε.», η οποία αν και ιδρύθηκε το έτος 2013, δραστηριοποιήθηκε το έτος 2014, ενα μήνα πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης της ΑΕ οτι οι δυο εταιρείες είχαν την ίδια έδρα, σε ακίνητο ιδιοκτησίας της ΑΕ, ίδιους διακριτικούς τίτλους και σήματα, ίδιο εταιρικό σκοπό και αντικείμενο εργασιών, κοινά γραφεία, κοινό τηλεφωνικό κέντρο, κοινό λογιστήριο και κοινό προσωπικό, και οτι αφού ο δεύτερος εναγόμενος μεταβίβασε στην πρώτη εναγομένη τα απαραίτητα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕ, τον εξοπλισμό αυτής και ενημέρωσε τους συναλλασσόμενούς του οτι η ΑΕ εξακολουθεί να λειτουργεί υπό τον τίτλο της πρώτης εναγομένης,κατέθεσε προσχηματικά την αίτηση πώλησης με σκοπό να ματαιώσει την είσπραξη, μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης των επιδικασθέντων στους ενάγοντες ποσών. Οτι με τον τρόπο αυτό ο δεύτερος εναγόμενος εξακολούθησε να δραστηριοποιείται μέσω της πρώτης εναγομένης, ενώ αν και εξήλθε από αυτήν εικονικά την 20.5.2015 με μεταβίβαση των μεριδίων του, ουσιαστικά ασκεί τη διοίκηση αυτής και αποφασίζει για κάθε ζήτημα αυτής έχοντας συστήσει αφανή εταιρεία με την πρώτη εναγομένη εμφανή εταίρο και τον ίδιο αφανή εταίρο. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να καταβάλουν τα επιδικασθέντα στους ίδιους ποσά, ζητώντας κατά την κύρια βάση της αγωγής τους την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου,της πρώτης εναγομένης ισχυριζόμενοι, οτι είναι de facto συνδεδεμένη με την κηρυχθείσα σε πτώχευση ανώνυμη εταιρεία, τεθείσες υπο την ενιαία διεύθυνση του δεύτερου εναγομένου, ο οποίος τις ελέγχει χρησιμοποιώντας καταχρηστικά την αυτοτέλεια των νομικών προσώπων τους προς εξυπηρέτηση ιδιων συμφερόντων και ειδικότερα κατευθύνοντας τις εργασίες της ΑΕ στην πρώτη εναγομένη, αυξάνοντας το παθητικό της και προκαλώντας την πτώχευσή της, με σκοπό να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τρίτους. Κατά την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής ισχυρίζονται οτι ευθύνονται αμφότεροι οι εναγόμενοι απέναντί τους, λόγω της σύστασης αφανούς εταιρείας μεταξύ τους. Οτι ειδικότερα η πρώτη εναγομένη λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης της κηρυχθείσας σε πτώχευση ΑΕ, κατέστη καθολική διάδοχος αυτής, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος, μετά την εικονική αποχώρησή του από αυτήν με τη μεταβίβαση των μεριδίων του, εξακολουθεί να την διοικεί, συστήνωντας αφανή εταιρία με εμφανή εταίρο την πρώτη εναγομενη και αφανή εταίρο τον ίδιο, Κατά την δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, ως προς την πρώτη εναγομένη, τους οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί αυτή ως καθολική διάδοχος της κηρυχθείσας σε πτώχευση ΑΕ, επειδή δραστηριοποιείται στην ίδια έδρα, με τον ίδιο τρόπο, τον ίδιο εξοπλισμό και προσφέροντας τις ίδιες υπηρεσίες, στους πελάτες αυτής χωρίς καμμία διακοπή, καταστάσα καθολική διάδοχός της, λόγω μεταβίβασης της περιουσίας της σε αυτήν. Τέλος με την δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής τους ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ισχυρίζονται οτι ο τελευταίος ενέχει αδικοπρακτική ευθύνη απέναντί τους προς καταβολή των επιδικασθέντων ποσών καθώς αφενός ως εργοδότης δεν τους καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές τους και αφετέρου μεθόδευσε την πτώχευση της ΑΕ με δόλο ματαίωσης της δικαστικής τους επιδίωξης, ζητώντας την προσωπική του κράτηση. Η αγωγή αυτή εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2287/2018 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, ως αόριστη κατά την κύρια και πρώτη επικουρική της βάση και ως μη νόμιμη κατά την δεύτερη επικουρική της βάση. Ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, απορρίφθηκε ως αόριστη η πρώτη επικουρική της βάση και ως ουσία αβάσιμες οι λοιπές, ενώ συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση οι ενάγοντες παραπονούμενοι επειδή κατά πλημμελή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγη τους, ζητώντας την εξαφανισή της και την καθ ολοκληρίαν αποδοχή της αγωγής τους. Επίσης κατά της εκκαλουμένης απόφασης άσκησε έφεση η πρώτη εναγομένη, παραπονούμενη επειδή εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως προς την εκκαλουσα λόγω της αοριστίας αυτής, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως ουσία αβάσιμη αλλως ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εναγόντων προς άσκηση της αγωγής σε βάρος της.
Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83§2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρ. 1§3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 3604/2007, 41 §2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Εξάλλου, στην ημεδαπή έννομη τάξη, δεν προσδιορίζεται από το νόμο η έννοια της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, (η οποία δεν διευκρινίζεται ούτε στο κείμενο των σχετικών Οδηγιών, όπου αναφέρεται μόνο ο όρος "επιχείρηση " ως νομική έννοια του κοινοτικού δικαίου, (απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση Rockfon σκέψη 25). Νοείται όμως ως επιχείρηση η περί το πρόσωπο του φορέα της οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας προς επιδίωξη κέρδους, ενώ εκμετάλλευση νοείται κάθε οργανωμένη οικονομική μονάδα που αποβλέπει στην επίτευξη τεχνικού, επιστημονικού ή παραγωγικού σκοπού. Όταν η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά συγκεντρωτικό τρόπο σε μία παραγωγική μονάδα, οι έννοιες της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως συμπίπτουν, ενώ, εάν είναι οργανωμένη κατά μη συγκεντρωτικό τρόπο σε κλάδους παραγωγής, οι έννοιες μπορεί να διαχωρίζονται και η επιχείρηση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες χωριστές εκμεταλλεύσεις, ανά μία έκαστη και με λειτουργική (διοικητική), οικονομική και νομική αυτοτέλεια, όπως συμβαίνει με τις θυγατρικές εταιρείες. Τούτο δεν αναιρείται από το αν σε τελικό στάδιο επέρχεται συνένωση αποτελεσμάτων σε ενιαίο λογαριασμό κερδών και ζημιών στο επίπεδο της επιχειρήσεως ή μητρικής επιχειρήσεως (ΟλΑΠ 36/2005). Περαιτέρω, ο όμιλος εταιριών (βλ. άρθρο 42Ε παρ. 5 ν. 2190/20 και οδηγία 94-145/ΕΚ του Συμβουλίου της 22.9.1994) χαρακτηρίζεται από κοινή διεύθυνση, κοινή οικονομική πολιτική, κοινή χρηματοδότηση, δηλ. κοινά οικονομικά συμφέροντα. Ενώ συντίθεται από πολλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αποτελεί μια οικονομική ενότητα. Ο όμιλος εταιριών κατά το ελληνικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί, όμως, ενιαίος εργοδότης, έτσι που για διάφορα δικαιώματα του μισθωτού (μισθοί, αποζημιώσεις κλπ) να είναι υπεύθυνες όλες οι εταιρίες ανεξαρτήτως του ποια εταιρία τον απασχολεί σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΑΠ 10/2018, ΑΠ 650/1982). Περαιτέρω, επί αφερέγγυου νομικού προσώπου η άρση της νομικής του προσωπικότητας, που είναι περιορισμένη και αφορά μόνο σε συγκεκριμένη συναλλαγή, αποσκοπεί μεν στην επέκταση της ευθύνης προς εκπλήρωση της εκ της συναλλαγής αυτής οφειλής και πέραν του συμβατικού δεσμού, στην πρόσθεση, δηλαδή, ενός ακόμη μη συμβληθέντος οφειλέτη, από την προσωπική περιουσία του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί ο εταιρικός δανειστής, δεν επάγεται όμως διάχυση ή μετακύλιση της ευθύνης αυτής παρά μόνο καθέτως, σ` εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που κυριαρχεί στη διοίκηση του αφερέγγυου οφειλέτη και υποτάσσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα στη δική του επιχειρηματική βούληση, όχι δε και οριζοντίως σε άλλα νομικά πρόσωπα, που εκ παραλλήλου με το αφερέγγυο πρόσωπο συναλλάσσονται προς εξυπηρέτηση των αθέμιτων σκοπών του πρόσθετου οφειλέτη, δεν μετείχαν όμως στη συγκεκριμένη συναλλαγή, για την οποία αίρεται η περιουσιακή αυτοτέλεια του συμβατικού οφειλέτη.(ΑΠ 615/2019 Τράπεζα Νομικών πληροφοφιών ΝΟΜΟΣ). Οι εκκαλούντες αμφότερων των εφέσεων παραπονούνται κατά της απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης, με την οποία επιχειρείται να εδραιωθεί η αξίωση των εναγόντων σε βάρος της πρώτης εναγομένης, στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου αυτής ως αόριστης. Οι μεν ενάγοντες με τον τρίτο λόγο της εφεσής τους διατείνονται οτι η ως άνω αγωγική βάση ήταν πλήρως ορισμένη αλλά και ουσία βάσιμη, ζητώντας την αποδοχή της, η δε εναγομένη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται οτι εσφαλμένα απορρίφθηκε ως αόριστη, ενώ έδει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, θεμελιώνοντας έννομο συμφέρον στην υποβολή του σχετικού λόγου έφεσης, αν και νικήσασα διάδικος, (Εφ.Αθ. 2229/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Σε σχέση με την απόρριψη της εν λόγω αγωγικής βάσης η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε οτι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήτοι οτι αμφότερες οι εταιρείες (η πρώτη εναγομένη και η κηρυχθείσα σε πτώχευση ΑΕ), τελούσαν υπό την διοίκηση του δεύτερου εναγομένου και είχαν το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας, δεν δύναται να θεμελιωθεί συνευθύνη της εναγομένης εταιρείας, ως μέλους του ιδίου ομίλου εταιρειών με την ως άνω ανώνυμη εταιρεία, δεδομένου οτι δεν περιγράφεται στην αγωγή η ύπαρξη μεταξύ των εν λόγω εταιρειών σχέσης μητρικής προς θυγατρική,αλλά ούτε και πραγματική de facto σύνδεση αυτών, ως μελών του ίδιου ομίλου εταιρειών, καθώς μάλιστα η πραγματική δραστηριότητα των δυο εταιρειών, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής , δεν συνέπιπτε χρονικά, αλλά ήταν διαδοχική και ειδικότερα η έναρξη λειτουργίας της εναγομένης εταιρείας τοποθετείται με την αγωγή στο χρονικό σημείο διακοπής της δραστηριότητας της ανώνυμης εταιρείας και την υποβολή αίτησης πτώχευσης αυτής. Η εκκαλουμένη έσφαλε στην κρίση της αυτή καθώς στην αγωγή περιλαμβάνονταν επαρκή στοιχεία για την de facto σύνδεση των εταιρειών, ήτοι η άσκηση διοίκησης και στις δυο από τον δεύτερο εναγόμενο. Πλην όμως σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, η κρινόμενη αγωγή ως προς την βάση της αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς λόγω του περιορισμού της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου σε σχέση μόνο σε συγκεκριμένη συναλλαγή, ναι μεν επεκτείνεται η ευθύνη εκπλήρωσης της οφειλής που προκύπτει από τη συναλλαγή αυτή, στο πρόσωπο που κυριαρχεί στη διοίκηση του αφερέγγυου οφειλέτη και υποτάσσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα στη δική του επιχειρηματική βούληση, όχι όμως και σε άλλα νομικά πρόσωπα, που εκ παραλλήλου με το αφερέγγυο πρόσωπο συναλλάσσονται προς εξυπηρέτηση των αθέμιτων σκοπών του φυσικού προσώπου που ασκεί την διοίκηση, δεν μετείχαν όμως στη συγκεκριμένη συναλλαγή, για την οποία αίρεται η περιουσιακή αυτοτέλεια του συμβατικού οφειλέτη. Με δεδομένο επομένως οτι στην υπό κριση αγωγή εκτίθεται οτι οι συμβάσεις εργασίας των εναγομένων με την μετέπειτα κηρυχθείσα σε πτώχευση ΑΕ, από τις οποίες πηγάζουν οι απαιτήσεις αυτών, λύθηκαν λόγω της απόλυσής τους, την 12.10.2012 για τον πρώτο ενάγοντα, την 14.5.2012 για την δεύτερη ενάγουσα και την 13.12.2011 για τον τρίτο ενάγοντα, ήτοι πριν την ίδρυση της πρώτης εναγομένης, η οποία σύμφωνα με τα ομοίως στην ένδικη αγωγή εκτιθέμενα συστάθηκε δυνάμει του από 24.7.2013 καταστατικού και εγγράφηκε στο μητρώο του ΓΕΜΗ στις 7.8.2013, η κρινόμενη αγωγή σε βάρος της κατά την κύρια βάση της τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη καθώς αυτή δεν μετείχε κατ ουδένα τρόπο στην εργασιακή σχέση των εναγόντων και της υπό κηρυχθείσας σε πτώχευση πρώην εργοδότριάς τους, δυνάμει της οποίας ζητείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού της προσώπου. Πρέπει επομένως να εξαφαστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξή της αυτή και να απορρριφθεί η κύρια βάση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη ως μη νόμιμη.
Επίσης μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή ως προς τη βάση της που επιχειρεί να θεμελειώσει την αδικοπρακτική ευθύνη του δεύτερου των εναγομένων στην μη καταβολή των αποδοχών των εναγόντων και τούτο διότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή των οφειλομένων στους εργαζόμενους πάσης φύσεως αποδοχών δεν συνιστά αδικοπραξία (ΕφΛαρ. 412/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου, 4 παρ. 1, 2 του ΠΔ 178/2002 προκύπτει ότι, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβίβασης δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 330/2015 ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 525/2013 ΝΟΜΟΣ).
Για να επέλθουν όμως τα ως άνω εκτιθέμενα αποτελέσματα και να ευθύνεται παράλληλα με τον αρχικό εργοδότη και ο υπεισερχόμενος νέος εργοδότης, στην έκταση που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις που ρυθμίζουν τις συνέπειες από τη μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, πρέπει κατά το χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης να υφίσταται ενεργής εργασιακή σχέση μεταξύ του εργαζόμενου που αξιώνει την παράλληλη ευθύνη του διαδόχου εργοδότη και του μεταβιβάζοντας εργοδότη (βλ. ΑΠ 1147/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση η δε ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει ....", καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο, ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος, περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί, ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 1151/2014- ΑΠ 451/12 ΝΟΜΟΣ). Σκοπός της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη, απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές. Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης απαιτούνται α) σύμβαση οριστικά καταρτισμένη και έγκυρη και β) μεταβίβαση ανεξαρτήτως αν η αιτία είναι επαχθής ή χαριστική. Η μεταβίβαση αυτή μπορεί να πραγματώνεται και με περισσότερες πράξεις σύγχρονες ή διαδοχικές και με περισσότερα από ένα πρόσωπα, αρκεί να γνωρίζουν ότι μεταβιβάζεται σ` αυτά το σύνολο της περιουσίας και ότι οι πράξεις αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Η ευθύνη του αποκτώντος περιορίζεται έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων και αρχίζει από τότε που καταρτίστηκε η ενοχική σύμβαση για τη μεταβίβαση. Ενώ, αν η σύμβαση είναι ακύρη ή δεν καταρτίστηκε καθόλου, η ευθύνη αρχίζει από τότε που πράγματι επήλθε η μεταβίβαση (βλ. ΕφΘεσ 1831/2008 Αρμ2009, 220- ΕφΑΘ 5235/1990 ΕλλΔνη 1990, 1532, Γεωργιάδη ΕνοχΔ, Γεν. Μέρος, έκδ.1990, παρ. 64-65, σ. 449-450). Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμα η ενοχική σύμβαση είναι άκυρη για οποιοδήποτε λόγο ή και όταν δεν καταρτίστηκε καμία ενοχική σύμβαση, αρκεί όμως και στις δύο περιπτώσεις να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή επιχείρησης και ειδικότερα των κατ` ιδίων στοιχείων, που απαρτίζουν την περιουσία για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τρόπος που αρμόζει στο καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα, εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (βλ. ΕφΠατρ 798/2004 ΑχΝομ 2005,103). Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντι τους, ενώ, εξάλλου, για την ευθύνη του αποκτώντος είναι αδιάφορο αν αυτός γνώριζε την ύπαρξη των χρεών, απαιτείται όμως να γνώριζε ότι του μεταβιβάζεται όλη η περιουσία ή επιχείρηση ή κατά το σημαντικότερο μέρος της (ΑΠ 1384/2005 ΝΟΜΟΣ- ΕφΔωδ .251/2006• ΕφΘεσ 2361/2005 ΕπισκΕΔ 2006, 1196). Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση αυτού που μεταβίβασε και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη σ` αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το πιο σημαντικό τμήμα αυτής, η δε αναφορά των ειδικών αυτών συνθηκών είναι αναγκαία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1384/2005 όπ.π.• ΕφΑΘ 2446/2006 ΔΕΕ 2006, 915). Σε περίπτωση δε μεταβίβασης επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής ομάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντας προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίΚΛΗΣΗ και απόδειξη αυτής (ΕφΘεσ 1831/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα χρέη στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη, μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσης και να πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από το νόμο είτε από αδικοπραξία (βλ. ΕφΑΘ 2545/2003 ΕλλΔνη 2004, 590). Όπως προαναφέρθηκε, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 479 ΑΚ, δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά τα άρθρα 481 επ. ΑΚ, μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου που απέκτησε. Ο δανειστής μπορεί επιλεκτικά να εναγάγει και τους δύο μαζί συγχρόνως ή διαδοχικώς, ή όποιον από τους δύο θέλει (ΕφΘεσ 922/2006 ΝΟΜΟΣ). Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα αρ. 111,117,118 και 216 ΚΠολΔ, να αναφέρει τα εξής στοιχεία α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση β) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι τούτο το γνώριζε ο εναγόμενος και γ) την απαίτηση του εναντίον εκείνου πού μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του (ΑΠ 318/2008, Μιχαηλίδης - Νουάρος, ΕρμΑΚ 479, αριθ. 48, Σταθόπουλου/Γεωργιάδη ΑΚ, άρθ. 479, αριθ. 42). Δεν αποτελεί, όμως, στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων, που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου, που απέκτησε, προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 318/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η επιχείρηση σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό, που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες) το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα και ανήκει σε ορισμένο φορέα (ΑΠ 451/2012 ΝοΒ 2012, 2.019 ΑΠ 14/2012 ΝοΒ 2012,1.233). Έτσι η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Αποτελεί επομένως η επιχείρηση, ως σύνολο, αντικείμενο δικαιώματος, που είναι: α) περιουσιακό, αφού έχει χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο, αφού, όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει, επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται με τη μεταβίβαση καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθία, το άυλο αγαθό της επιχείρησης ως σύνολο, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πώλησης, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς, αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κλπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κλπ.), εις τρόπον ώστε ο αποκτών μετά την πώληση να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επί μέρους δικαιωμάτων. Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επί μέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη, αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για την μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού, παρά την εκποίηση, διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα (βλ. ΟλΑΠ 7/2009- ΑΠ 737/2011 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση αμφιβολίας, μάλιστα, η μεταβίβαση της πελατείας θα σημαίνει και μεταβίβαση της επιχείρησης, πολύ περισσότερο όταν ο μεταβιβάζων την πελατεία κλείνει την επιχείρησή του, διότι η πελατεία συνιστά το κεντρικό συστατικό στοιχείο της επιχείρησης, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει (ΕφΛαρ 23/2013 ΝΟΜΟΣ), Εξάλλου, η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη, μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης ως οικονομικής ενότητας στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δε μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία όμως συνθέτουν τον πυρήνα, που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΑΠ 1039/2010 ΝΟΜΟΣ). Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα να είναι ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό. Θα πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης, κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κλπ.) 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων, που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007, 258). Σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη προυπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης της παρ.4 του ΠΔ 178/2002, σύμφωνα με την οποία με τη μεταβίβαση της επιχείρησης, μεταβιβάζονται στο διάδοχο οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που είχε ο μεταβιβάζων από σχέση εργασίας, είναι η ύπαρξη ενεργής κατά το χρόνο μεταβίβασης εργασιακής σχέσης. Υπό τα εκτθέμενα στην αγωγή οι εργασικές σχέσεις των εναγόντων είχαν λυθεί πριν την διισχυριζόμενη μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώην εργοδότριάς τους στην πρώτη εναγομένη και επομένως η αγωγή κατά το μέρος που εδράζεται στη βάση αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νομιμη και ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος έφεσης των εκκαλούντων τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Πλην όμως, από την επισκόπηση του περιεχομένου του αγωγικού δικογράφου, το οποίο στην αρχή της παρούσας απόφασης εκτέθηκε, συνάγεται οτι η ένδικη αγωγή περιλαμβάνει αγωγική βάση που εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 479ΑΚ, καθώς σε αυτήν εκθέτεται οτι μεταβιβάστηκαν από την κηρυχθείσα σε πτώχευση ΑΕ στην πρώτη εναγομένη, ο εξοπλισμός αλλά και η πελατεία αυτής, οτι απασχολήθηκαν στην πρώτη εναγομένη εργαζόμενοι της ανώνυμης εταιρείας, συνεχίζοντας την ίδια δραστηριότητα στην ίδια έδρα, χωρίς να επέλθει διακοπή στην λειτουργία της κατά την μεταβίβαση. Με αυτό το περιεχόμενο η ως άνω βάση της αγωγής είναι ορισμένη και νόμιμη και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστικη της βασιμότητα, ενώ η εκκαλουμένη απόφαση που δεν εξέτασε την ως άνω αγωγική βάση έσφαλε,γενομένου δεκτού του πέμπτου λόγου έφεσης των εκκαλούντων.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα υπό των διαδίκων έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τα οποία με τον ίδιο τρόπο επαναπροσκομίζονται από αυτούς και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και των εγγράφων που πρώτη φορά προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα ( Ολ. Α.Π. 848/1981 ΝοΒ 30.441 , Ολ. Α.Π. 8/1987 ΝοΒ 1988.75 , Α.Π. 187/2010 , Α.Π. 1697/2010 , Α.Π. 722/2004 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 152/2002 Δημοσ. ΤΝΠ « Δ.Σ.Α. » ), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς όμως να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς ( Α.Π. 211/2006 ΝοΒ 54.849 , Α.Π. 1659/2005 ΔΕΕ 2006.173 , Α.Π. 250/2000 ΕλλΔνη 41.980 ), εκτός από τη με αριθμό .../22.9.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειριαά, που προσκομίστηκε κατά την προσθήκη των προτάσεων των διαδίκων, στον πρώτο βαθμό, αν και με αυτήν σκοπείται η αντίκρουση αγωγικών ισχυρισμών, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και οι εξομοιούμενες με τα έγγραφα, ως προς την αποδεικτική τους δύναμη, προσαγόμενες με επίκληση φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται ( άρθρα 444 αρ. 3 , 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 KΠολΔ - Α.Π. 239/2004 ΝοΒ 53.256 ), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως(άρθρο 336 παρ. 4 KΠολΔ ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν και παρείχαν τις υπηρεσίες τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην μη διάδικο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... Α.Ε. Εμπόριο Καπνοβιομηχανικών Προιόντων, Ειδών Περιπτέρου και Καρτών Σταθερής –Κινητής Τηλεφωνίας», από την 31.5.1999 ο πρώτος, την 26.6.2006 η δεύτερη και την 20.8.2007 ο τρίτος. Η ως ανω εταιρεία που ιδρύθηκε κατά το έτος 2004, είχε ως σκοπό την εμπορία και διανομή καπνοβιομηχανικών προιόντων και ειδών περιπτέρου, την εμπορία και διανομή προιόντων και παροχή υπηρεσιών κινητής και σταθερής τηλεφωνίας καθώς και υπηρεσιών διαδικτύου, εισαγωγές, εξαγωγές και παραγωγή των παραπάνω ειδών και οποιαδήποτε άλλη εργασία σχετιζόμενη με τους ανωτέρω σκοπούς. Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ήταν ο δεύτερος εναγόμενος Π. Μ.. Η εταιρεία αυτή είχε προέλθει από τη συγχώνευση με απορρόφηση, άλλων εταιρειών, την «... Α.Ε.» και «... Card AE», μέσω των οποίων ο δεύτερος εναγόμενος είχε αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα ήδη από το έτος 1988, και κύριο αντικείμενό της αποτελούσε η πρακτόρευση καπνοβιομηχανικών προιόντων τσιγάρων και προιόντων καπνού καθώς και η πρακτόρευση υπηρεσιών κινητής κυρίως τηλεφωνίας, ενώ ασχολείτο ευκαιριακά με την διάθεση και εμπορία ζαχαρωδων προιόντων. Οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων καταγγέλθηκαν από την εργοδότρια εταιρεία με συνέπεια την απόλυσή τους, την 12.10.2012 του πρώτου, την 14.5.2012 της δεύτερης και την 13.12.2011 του τρίτου. Από την σχέση εργασίας τους με την εργοδότρια εταιρεία, οι ενάγοντες διατηρούσαν αξιώσεις τις οποίες δικεκδίκησαν ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων. Δυνάμει της με αριθμό 4938/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επιδικάστηκε στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 22.123,10 ευρώ και η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ, ενώ δυνάμει της με αριθμό 264/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης που άσκησε η πρώην εργοδότρια εταιρεία κατά της πρωτόδικης απόφασης. Στην δεύτερη ενάγουσα επιδικάστηκε τελεσίδικα με την με αριθμό 438/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, το ποσό των 26.619, 74 ευρώ, ενώ στον τρίτο ενάγοντα επιδικάστηκε δυνάμει της με αριθμό 859/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το ποσό των 9.000 ευρώ και η απόφαση κηρύχθηκε προσωπινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ. Δυνάμει της με αριθμό 1729/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιρρήσεις, μεταξύ άλλων, και των εναγόντων, κατά τη διαδικασία εξέλεγξης απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας της πρώην εργοδότριάς τους, αναγνωρίστηκε ο τρίτος ενάγων ως πτωχευτικός πιστωτής για το ποσό των 10.226,05 ευρώ, η δεύτερη ενάγουσα για το ποσό των 21.619,74 ευρώ και ο πρώτος ενάγων για το ποσό των 18.787,01 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι την χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Από τα ως ανω ποσά είχαν αφαιρεθεί τα ποσά των 4.000 ευρώ και 5.000 ευρώ που είχαν εισπράξει ο πρώτος και δεύτερη των εναγόντων (δυνάμει της εξαφανισθείσας πρωτόδικης απόφασης), πλην όμως παρά την ύπαρξη εκτελεστών τίτλων οι ενάγοντες δεν εισέπραξαν οποιοδήποτε άλλο ποσό και επομένως καθώς δεν έχουν ικανοποιηθεί οι τελεσιδίκως αναγνωρισμένες απαιτήσεις τους, έχουν έννομο συμφέρον τόσο στην άσκηση της αγωγής, με την οποία διώκεται η αναγνώριση ύπαρξης και άλλων οφειλετών ευθυνόμενων για την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεών τους, απορριπτομένου του περί του αντίθετου δεύτερου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας ως ουσία αβάσιμου, όσο και στην άσκηση της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια, όπως παραπάνω, αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στη σχετική θέση της παρούσας απόφασης, προέκυψε ότι, η εταιρεία «... Α.Ε», δραστηριοποιούνταν κυρίως στην πρακτορεία τσιγάρων και υπηρεσιών καρτών τηλεφωνίας. Σε οτι αφορά τον τομέα της πρακτορείας τσιγάρων και ειδών καπνού, πριν το Ν 3919/2011 οι καπνοβιομηχανίες και οι εισαγωγείς καπνικών προιόντων, είχαν την υποχρέωση να πωλούν χονδρικώς τα προιόντα τους σε επιχειρήσεις παρατηριούχων, όπως η εν λογω ανώνυμη εταιρεία, οι οποίες εν συνεχεία μεταπωλούσαν τα προιόντα στα λιανικά σημεία πώλησής τους. Μετά την ισχύ του ως άνω νόμου, ο οποίος έδινε τη δυνατότητα στις καπνοβιομηχανίες να εγκαθιδρύσουν δικό τους δίκτυο διανομής, οι τελευταίες άρχισαν να καταγγέλουν τις συμβάσεις που είχαν με την «... Α.Ε.». Ετσι, την 26.11.2012 η εταιρεία ... ΑΒΕΣ κατήγγειλε τη σύμβαση, με ισχύ της καταγγελίας την 31.5.2013, η «Εμπορική Ανώνυμος Εταιρεία ...», κατήγγειλε τη σύμβαση την 15.3.2013 με ισχύ της καταγγελίας από 15.9.2013, η εταιρεία «... ΕΛΛΑΣ ΑΕΕ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΚΑΠΝΟΥ», κατήγγειλε την σύμβαση την 27.3.2013 με ισχύ της καταγγελίας από 30.9.2013, η εταιρεία «... Tobacco», κατήγγειλε την σύμβαση την 17.4.2013, με ισχύ της καταγγελίας την 31.10.2013, η εταιρεία «ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», κατήγγειλε τη σύμβαση την 3.6.2013, με ισχύ της καταγγελίας από 11.11.2013, η εταιρεία «... Α.Ε.», κατήγγειλε τη σύμβαση την 14.8.2013, με ισχύ της καταγγελίας από 14.2.2014., αποστερώντας από την εταιρεία μεγάλο μέρος του κύκλου εργασιών της. Παράλληλα οι εταιρείες κινητής τηλεφωνία μείωσαν το ποσοσό έκπτωσης που χορηγούσαν στις εταιρείες πώλησης, το οποίο είχε ξεκινήσει στο 20% , μειώθηκε σε 13% την 1.2.2001 και σε 4,5 το Νοέμβριο του 2013, γεγονός που μείωσε σημαντικά το κέρδος της εταιρείας «... Α.Ε.» .Επιπλέον οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας μείωσαν το χρόνο πίστωσης που παρείχαν για την εξόφληση των αγορών αυλου χρόνου ομιλίας, από τις 45 στις 30 ημερες, επισημαίνοντας οτι επιταγές της εταιρείας με χρόνο λήξης πέραν των τριάντα ημερών δεν θα γίνονται δεκτές και κατά συνέπεια δεν θα εκτελούνται οι παργγελίες της, επιδεινώνοντας το πρόβλημα της ήδη πληγείσας ρευστότητας της ως άνω εταιρείας. Προσπάθεια της ανώνυμης εταιρείας, μετά τις πρώτες καταγγελίες των καπνοβιομηχανιών προς αναδιοργάνωση, με αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, μετά από απόφαση της ΓΣ των μετόχων την 7.9.2012, κατά 75.000 ευρώ με την έκδοση 2.500 νέων κοινών ονομαστικών μετοχών οι οποίες καλύφθηκαν από την κόρη του δεύτερου εναγομένου, όπως προκύπτει από το με αριθμό …./7.9.2012 πρακτικό συνεδρίασης του ΔΣ της ΑΕ δεν μπόρεσε να ανακόψει την πτωτική οικονομική πορεία της εταιρείας. Εν συνεχεία την 31.7.2013 η ανώνυμη εταιρεία ζήτησε και της χορηγήθηκε δάνειο από την Τράπεζα ... AE, ποσού 300.000 ευρώ, με το οποίο αποπλήρωσε μέρος των υποχρεώσεών της κυρίως στους προμηθευτές καρτών κινητής τηλεφωνίας, χωρίς όμως να μπορέσει να είναι ενήμερη στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής. Την 1.8.2014 κατατέθηκε αίτηση πτώχευσης της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας, η οποία έγινε δεκτή με την με αριθμό 682/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το σκεπτικό της οποίας, η εταιρία είχε ανεξόφλητα χρέη ποσού 1.600.000 ευρώ προς τους προμηθευτές της, 100.000 ευρώ από ανάληψη υποχρεώσεων εξ αξιογράφων, ποσού 300.000 ευρώ προς πιστωτικά ιδρύματα, ποσού 1.000 ευρώ προς το Δημόσιο, ποσού περίπου 4.300 ευρώ προς ασφαλιστικούς οργανισμούς και μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρούσε στην Τράπεζα ..., οφειλή ποσού 1.453.034,57 ευρώ. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται οτι η πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας οφειλόταν, σε αντικειμενικούς παράγοντες, ήτοι στη μείωση του κύκλου εργασιών της λόγω των καταγγελιών των συμβάσεων από τις συνεργαζόμενες καπνοβιομηχανίες και την πτώση των εσόδων λόγω της αντίστοιχης μείωσης του περιθωρίου κέρδους της από τις εταιρείες προμηθευτές καρτών τηλεφωνίας και με αποτέλεσμα την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Στην πτώχευση αυτή, δεν συντέλεσε κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ίδρυση και η λειτουργία της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε οτι με το με ημερομηνία 24.7.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, συστήθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «... –ΔΙΑΝΟΜΕΣ ΕΙΔΩΝ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «... ΕΕ», δεύτερη εναγομένη, με ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή τον Ε. Κ. και ετερόρρυθμους εταίρους τον δεύτερο εναγόμενο και τον Μ. Μ., με κεφάλαιο 20.000 ευρώ από το οποίο συνεισέφεραν ο μεν δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 12.000 ευρώ και οι δύο λοιποί το ποσό των 4.000 ευρώ έκαστος συμμετέχοντας κατά ποσοστό 60% ο δεύτερος εναγόμενος και κατά ποσοστό 20% έκαστος των λοιπών στα κέρδη και τις ζημίες της εταιρείας. Σκοπός της εταιρείας αυτής ορίστηκε το εμπόριο και η διανομή ειδών καπνιστού, η αποθήκευση και διανομή των ανωτέρω προιόντων, η παροχή υπηρεσιών συναφών με τις προηγούμενες δρατηριότητες και αν τυχόν στο μέλλον καταστεί εφικτό και οικονομικά συμφέρον η εταιρεία η εμπορία και διανομή και άλλων ειδών περιπτέρου και προιόντων καπνού. Σε σχέση με τον σκοπό της εταιρείας αυτής παρατηρείται οτι απουσιάζει τελείως από αυτόν, η πρακτόρεση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και η εμπορία τσιγάρων, η οποία προβλέφθηκε παντως ως δυνατότητα εμπορίας στο μέλλον και πράγματι αποδείχθηκε οτι σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, Μάιο του έτους 2015, η πρώτη εναγομένη προμηθευόταν περιστασιακά προς διάθεση τσιγάρα, προς εξυπηρέτηση όμως έκτακτων αναγκών των πελατών της και οχι σε σταθερη βάση, γεγονός που εμμέσως επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας των εναγόντων καταθέτοντας οτι προμήθευσε την πρώτη εναγομένη με μικρές ποσότητες τσιγάρων, έτσι ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί οτι αυτή προέβαινε σε χονδρική εμπορία προιόντων καπνού. Συνεπώς η ως άνω εταιρεία κατά την ίδρυσή της δεν μπορούσε να λειτουργήσει ανταγωνιστικά με την ΑΕ, αφού δεν δραστηριοποιούνταν στους ίδιους τομείς εμπορίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε οτι ως έδρα της πρώτης εναγομένης ορίστηκε ήδη από την ίδρυσή της, η οδός ... στη Νίκαια, σε μίσθιο ακίνητο, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας «... Α.Ε.», η οποία επί σειρά ετών έδρευε επί της οδού ... στη Νίκαια, ενώ μεταφέρθηκε στην οδό ... στο ιδιόκτητο ακίνητο αυτής, την 22.1.2014, όταν ήδη είχα καταγγελεθεί οι συμβάσεις των καπνοβιομηχανιών, για λόγους εξοικονόμησης δαπανών. Παρά τις διαφορετικές διευθύνσεις πρόκειται, περί ενιαίου ακινήτου, το οποίο έχει πρόσοψη και στις δυο παράλληλες οδούς που το περικλείουν, ήτοι και στην οδό ... στο ύψος του αριθμού ... και στην οδό ... στο ύψος του αριθμού …., όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, χωρίς όμως να αποδεικνύεται οτι οι δύο εταιρείες στεγάζονταν και λειτουργούσαν στον ίδιο χώρο και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί οτι είχαν την ίδια έδρα, ούτε οτι χρησιμοποιούσαν τον ίδιο εξοπλισμό, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ομοίως δεν αποδείχθηκε οτι οι δυο εταιρίες είχαν κοινό προσωπικό καθώς όπως προκύπτει από την παραβολή του πίνακα προσωπικού των δυο επιχειρήσεων, ο Ν. Ζ. και ο Μ. Κ., που ήταν υπάλληλοι της ανώνυμης εταιρείας μέχρι τον Νοέμβριο του 2011 φαίνονται να απασχολούνται ως υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης την 5.11.2013 χωρίς όμως να προκύπτει οτι απασχολούνταν ταυτόχρονα και στις δυο εταιρείες. Την λογιστική παρακολούθηση της πρώτης εναγομένης είχε αναλάβει ο λογιστής Γ. Α., ο οποίος ανά καιρούς είχε συνεργαστεί και με την «... Α.Ε.», (βλ υπογραφή και σφραγίδα του κάτωθι της από 11.10.2011 κατάστασης προσωπικού της ως άνω εταιρείας), γεγονός το οποίο δεν ασκεί έννομη επιρροή στις σχέσεις των δυο εταιρειών, καθώς δεν είναι ασύνηθες ένας λογιστής να παρακολουθεί περισσότερες εταιρείες, ούτε από το γεγονός αυτό μπορεί να συναχθεί άνευ άλλου τινός, οτι οι δύο εταιρείες είχαν το ίδιο λογιστήριο. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε οτι οι ως άνω δυο εταιρίες, έχοντας διαφορετικό σκοπό, λειτουργούσαν ως διακριτές νομικές προσωπικότητες, με ξεχωριστές, έδρες, εξοπλισμό, προσωπικό, εμπορική και οικονομική δραστηριότητα, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγόντων. Ακόμα αποδείχθηκε οτι ο δεύτερος εναγόμενος παράλληλα με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «... Α.Ε.», ουσιαστικά ασκούσε την διοίκηση της πρώτης εναγομένης, καθώς οχι μόνο κατείχε μερίδιο τριπλάσιο των υπόλοιπων εταίρων, αλλά είχε και την σχετική εμπειρία, λόγω της πολύχρονης ενασχόλησής του με την εμπορία εν γένει, ενώ ο Ε. Κ. που ορίστηκε ως ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγομένης ήταν πριν την ίδρυση της πρώτης εναγομένης υπάλληλος και δη πωλητής στην εταιρεία «... Α.Ε.» .Την κυρίαρχη δε θέση του δεύτερου εναγομένου στη διοίκηση της πρώτης εναγομένης επιβεβαίωσε με την κατάθεσή του στο ακροατήριο και ο μάρτυρας των εναγόντων, συναλλασσόμενος και με τις δύο εταιρείες, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται ως διαχειριστής αυτής σε καταγραφη σελίδας στο διαδίκτυο (find biz). κατά χρόνο που δεν προκύπτει επακριβώς πάντως μεταγενέστερο του Ιανουαρίου του έτους 2015, χωρίς η παραδοχή αυτη να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες καθώς σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης είναι απόλυτα θεμιτό ένας επιχειρηματίας να δραστηριοποιείται σε περισσότερες επιχειρήσεις, υπό τον όρο της αποφυγής κατάχρησης της νομικής τους προσωπικοτητας. Οπως δε αποδεικνύεται από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της δεύτερης εναγομένης, αυτή σημείωσε ζημίες ύψους 8.878,89 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2013-2014 και ύψους 16.037,98 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2014-2015 και επομένως τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγόντων, οτι ο δεύτερος εναγόμενος οδήγησε την ανώνυμη εταιρεία μεθοδευμένα σε πτώχευση, αφού προηγουμένως σύστησε την πρώτη εναγομένη καθοδηγώντας τις εργασίες και την πελατεία της κηρυχθείσας σε κατάσταση πτώχευσης ΑΕ στην πρώτη εναγομένη, συνεχίζοντας να εξοικονομεί μεγάλα κέρδη από τη λειτουργία αυτής.Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε μετά την αποχώρηση του δεύτερου εναγομένου τον μαιο του έτους 2015, η εταιρεία συνέχισε την λειτουργία της μέχρι την 25.7.2018, οπότε τέθηκε σε εκκαθάριση, (βλ. .../30.7.2018 ανακοίνωση του Προέδρου του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς), της οποίας οι εργασίες ολοκληρώθηκαν, πλην ομως επαναλαμβάνονται αυτοδικαίως,ενόψει των ένδικων απαιτήσεων. Σύμφωνα με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά τυγχάνουν απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες οι αγωγικές βάσεις της αγωγής με τις οποίες επιχειρείται να εδραιωθεί η ευθύνη του δεύτερου εναγομένου στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της κηρυχθείσας σε πτώχευσης εταιρείας «... ΑΕ», και στην αδικοπραξία αυτού, συνιστάμενη στην μεθόδευση της χρεωκοπίας της ανώνυμης εταιρείας και της διοχέτευσης της πελατείας και των εργασιών αυτής στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, καθώς αποδείχθηκε οτι η τελευταία παρά το γεγονός οτι ουσιαστικά διοικούνταν από τον δεύτερο εναγόμενο, τουλάχιστον μέχρι την αποχώρησή του τον Μαιο του έτους 2015, είχε αυτόνομη οργάνωση και λειτουργία, σε σχέση με την ανώνυμη εταιρεία, ενώ δεν αποδείχθηκε οτι ο δεύτερος εναγόμενος διοχέτευσε τη δραστηριότητα της ανώνυμης εταιρείας στην πρώτη εναγομένη, όπως ορθά έκρινε αν και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες η εκκαλουμένη και να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης των εκκαλούντων. Συνακόλουθα, τυγχάνει απορριπτέο το αίτημα που υπέβαλλαν οι εκκαλούντες, με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτου, κατ’ άρθρο 250 KΠολΔ, αναβολής από το πολιτικό δικαστήριο μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, που αφορά την εκδίκαση της κατηγορίας περί δόλιας χρεωκοπίας σε βάρος του δεύτερου κατηγορουμένου, καθώς ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως για το λόγο αυτό, καθώς από το προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, μπόρεσε να καταλήξει σε ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της αδικοπρακτικής ευθύνης του δεύτερου εναγομένου.
Περαιτέρω, αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής με την οποία οι ενάγοντες ισχυρίζονται οτι μεταβιβάστηκε η επιχείρηση της κηρυχθείσας σε πτώχευση ανώνυμης εταιρείας στην πρώτη εναγομένη, με αποτέλεσμα να καταστεί η πρώτη εναγομένη καθολική διάδοχος της κηρυχθείσας σε πτώχευση εταιρείας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στην πρώτη εναγομένη πωλήθηκαν την άνοιξη του 2014 τέσσερα φορτηγά κλειστού τύπου ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας, χωρίς να αποδεικνύεται η μεταβίβαση οποιουδήποτε άλλου εξοπλισμού αυτής, ενώ όπως προαναφέρθηκε δύο μόνο πρώην εργαζόμενοι της «... ΑΕ.» από τους εννέα που απασχολούσε κατά το αμέσως προηγούμενο της πτώχευσής της χρονικό διάστημα, προσλήφθηκαν και εργάστηκαν στην πρώτη εναγομένη, ηδη από τις αρχές της λειτουργίας της ως άνω εταιρείας κατά το έτος 2013, ήτοι ικανό χρόνο πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Περαιτέρω, δεν μεταβιβάστηκε άυλη περιουσία της ανώνυμης εταιρείας, καθώς αφενός οι καπνοβιομηχανίες ανέλαβαν την προμήθεια των ειδών καπνού, με αποτέλεσμα η πελατεία που σχετιζόταν με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα της ανύνυμης εταιρείας να στραφεί σε εκείνες και αφετέρου στην δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης δεν περιλαμβανόταν η πρακτορεία ειδών κινητής τηλεφωνίας, ώστε να μην δύναται αντικειμενικά να απορροφήσει το σχετικό κομμάτι του πελατολογίου της ανώνυμης εταιρείας. Επιπλέον ουδόλως αποδείχθηκε οτι η πρώτη εναγομενη είχε ή χρησιμοποίησε ίδιο διακριτικό σήμα με την ανώνυμη εταιρεία, ή παρουσιάστηκε ως συνέχεια αυτής στους τρίτους συναλασσόμενους.. Οι δραστηριότητες των δυο εταιρειών ήταν παρεμφερείς σε οτι αφορά τα είδη καπνιστών όχι όμως ίδιες, και όπως προαναφέρθηκε η πρώτη εναγομένη διακινούσε περιστασιακά ποσότητες τσιγάρων, χωρίς όμως να προβαίνει σε χονδρικό εμπόριο αυτών, διαδεχόμενη τη δραστηριότητα της εταιρείας «... Α.Ε.». Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εκτιμάται οτι δεν στοιχειοθετείται η μεταβίβαση της επιχείρησης της εταιρείας «... Α.Ε.» στην πρώτη εναγομένη, επειδή ουσιαστικά στην ως άνω εταιρεία μεταβιβάστηκαν τα φορτηγά αυτοκίνητα ιδιοκτησίας της πρώτης, που συνιστούσαν μεν σημαντικό περιουσιακό της στοιχείο, με δεδομένο οτι τα ακίνητα ιδιοκτησίας της έφεραν βάρη από την Τράπεζα ..., και δύο υπαλληλοι της προσέφεραν μετέπειτα την εργασία τους στην πρώτη εναγομένη, στοιχεία που δεν είναι ικανά να οδηγήσουν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα οτι υπήρξε μεταβίβαση της ανώνυμης εταιρείας ως ενιαίο οικονομικό και περιουσιακό σύνολο, λόγω της έλλειψης μεταβίβασης της αυλης περιουσίας αυτής, και της διαφορετικότητας των αντικειμένων δραστηριοποίησής της. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η επικουρική βάση της αγωγής, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εναγομένη ευθύνεται εις ολόκληρον με την κηρυχθείσα σε πτώχευση εταιρεία για την ικανοποίηση των αξιώσεων των εναγόντων, ως καθολική διάδοχος αυτής, λόγω μεταβίβασης της περιουσίας της. Περαιτέρω, μετά την απόρριψη της ως άνω αγωγικής βάσης, παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού των εναγόντων, περί σύστασης αφανούς εταιρείας μεταξύ των εναγομένων. Πρέπει επομένως, να συνεκδικαστούν οι εφέσεις των διαδίκων, να γίνουν αυτές εν μέρει δεκτές ως ουσία βάσιμες, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την κύρια αγωγική βάση ως προς την πρώτη εναγομένη ως αόριστη, ενώ έδει να την απορρίψει ως νόμω αβάσιμη, μη αρκούσης της αντικατάστασης των αιτιολογιών της, καθώς επέρχεται μεταβολή του δεδικασμένου αυτής ομοίως για τον ίδιο λόγο και κατά το μέρος που δεν εξέτασε την αγωγή ως προς την εμπεριεχόμενη σε αυτή βάση του άρθρου 479 ΑΚ., αλλά και κατά τις διατάξεις αυτές ως προς τις οποίες δεν εσφαλε-για την ενότητα της εκτέλεσης, να κρατηθεί η αγωγή των εναγομένων και να δικαστεί στην ουσία της και να απορριφθεί αυτή ως προς την πρώτη εναγομένη, ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση και την βάση της που εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 4 ΠΔ 178/2002, ως άνευ αντικειμένου κατά την πρώτη επικουρική της βάση και ως ουσία αβάσιμη κατά την δεύτερη επικουρική της βάση, κατά το μέρος που αυτή που εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ. Ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής και ως ουσία αβάσιμες οι λοιπές. Λόγω της εν μέρει παραδοχής των κρινόμενων εφέσεων πρέπει να αποδοθούν στους εκκαλούντες τα παράβολα που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας και κατατέθηκαν κατά την άσκησή της,(άρθρο 495 παρ 3Γ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει οι ενάγοντες να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, λόγω της απόρριψης της αγωγής τους. ( άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 19.6.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2018 έφεση η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 11.6.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/... /2019 κλήση και β) την από 22.6.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 έφεση η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 11.6.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/.../2019 κλήση, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ ουσία της ως άνω εφέσεις.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων που κατατέθηκαν κατά την άσκηση των εφέσεων στους εκκαλούντες
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 2287/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 9.1.2016 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ .../2017 αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους ενάγοντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ