Απόφαση

ΑΡΙΘΜΟΣ 361/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
9° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μόσχα Πολέμη, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Μαρία Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Δε¬κεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ... του … και της …, κατοίκου Αθηνών, οδός ... Παγκράτι, τον οποίο εκπρο¬σώπησε στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Α¬λέξανδρος Αλχανάτης.
Ο αϊτών και ήδη καλών εκκαλών ..., με την από 18 Απριλίου 2019 αίτησή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που είχε κατατεθεί με αριθμό .../2019, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1218/2020 οριστική απόφασή του, με παρόντα τον αιτούντα και απέρριψε την αίτηση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο καλών εκκαλών αιτών ..., με την από 20 Οκτωβρίου 2020 (αριθμ. καταθ. δικ. .../2020) έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Το Δικαστήριο τούτο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2164/2021 με την οποία κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της εφέσεως.
Η υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 10 Μαΐου 2021 (αριθμ. καταθ. .../2021) κλήση του καλούντος εκκαλούντος αιτούντος, εκφωνήθηκε από τη σει¬ρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος εκκαλού¬ντος αιτούντος, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέ¬θεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση με την από 10.5.2021 και με αριθμ. καταθέσεως .../2021 κλήση του εκκαλούντος-αιτούντος, η από 20.10.2020 και με αριθμ. κατάθεση .../2020 έφεση του εκκαλούντος/αιτούντος, κατά της υπ’ αριθμ. 1218/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) που απέρριψε την από 18.4.2019 και με αριθμ.καταθ..../2019 αίτηση του, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 741, 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 499, 761 ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθύλην και κατά τόπο (άρθρο 19 ΚΠολΔ) δικαστηρίου. Από τον εκκαλούντα καταβλήθηκε το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως ποσού 100 ευρώ (βλ. τα υπ’ αριθμ. .../2020, .../2020 και .../2020 παρά¬βολα), ενώ με επιμέλεια του επιδόθηκε η κλήση προς συζή¬τηση της εν λόγω έφεσης νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 760 και 748 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ στον Εισαγγελέα Εφετών και Εισαγγελέα Πρωτοδικών (βλ. τις υπ’ αριθμ. ... και .../8.10.2021 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... αντίστοιχα) καθώς και στα δύο φυσικά του τέκνα που απέκτησε από τον πρώτο του γάμο και συγκεκριμένα την ... και την ..., οι οποίες αν και κλητεύθηκαν, προκειμένου να εκφέρουν την γνώμη τους για την προκειμένη υιοθεσία δεν εμφανίσθηκαν (βλ. τις υπ’ αριθμ. .../11.10.2019 και .../14.10.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ...). Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 764 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ) κατά την ίδια ειδική διαδικασία, που εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 741 και 533 ΚΠολΔ).
Ο αιτών και ήδη εκκαλών, ο οποίος έχει ήδη αποκτήσει βιολογικά τέκνα, με την από 18.4.2019 και με αριθμ. καταθ. .../2019 αίτηση του, επικαλούμενος κατά τρόπο σαφή και δικονομικά ορισμένο, ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, ζητεί να κηρυχθεί θετό τέκνο του ο ανήλικος με το όνομα ..., το οποίο υιοθέτησε η σύζυγος του ... το έτος 2016.
Επί της αιτήσεως αυτής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατά τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας, την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1218/2020 οριστική απόφαση του, που απέρριψε την ένδικη αίτηση, ως αβάσιμη, λαμβάνοντας υπόψιν πρωτίστως το αληθινό συμφέρον του υιοθετουμένου.
Κατά της εν λόγω απόφασης, παραπονείται ήδη ο εκκαλών-αιτών με την υπό κρίση έφεση του, ζητώντας, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο του λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και κακή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της και την παραδοχή της πιο πάνω αίτησης του.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων αποτελεί κοινωνικό θεσμό πρόνοιας, με αποστολή τη βελτίωση της θέσης των υιοθετούμενων παιδιών, την παροχή δυνατότητας ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξης τους σε ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον, με πλήρως διασφαλισμένα τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους και την ενσωμάτωση τους σε μια οικογένεια, η οποία, από την άποψη των έννομων συνεπειών, δεν διαφέρει από την πραγματική οικογένεια, στην υποκατάσταση της οποίας αποβλέπει. Για το λόγο αυτό, βάσει του άρθρου 1561 του ΑΚ, το οποίο καθορίζει τις συνέπειες τέλεσης της υιοθεσίας ανηλίκων, το ανήλικο θετό τέκνο εξομοιώνεται πλήρως με γνήσιο κατιόντα του θετού γονέα, εντάσσεται στην οικογένεια του τελευταίου, έχοντας έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο και, ταυτόχρονα, διακόπτονται οι δεσμοί του με τη φυσική του οικογένεια.. Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου του συζύγου, καθώς και αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και όταν υπάρχει διαφορά ηλικίας μικρότερη, αλλά όχι κάτω των δεκαπέντε ετών». Με την ανωτέρω διάταξη τάσσεται ως προϋπόθεση της υιοθεσίας η διαφορά ηλικίας μεταξύ αυτού που υιοθετεί και αυτού που υιοθετείται, η οποία προσδιορίζεται μεταξύ ενός ελάχιστου ορίου δεκαοκτώ ετών και ενός μεγίστου πενήντα ετών. Η θέσπιση κατώτατου και ανώτα¬του ορίου διαφοράς επιβλήθηκε από ηθικούς και κοινωνικούς λόγους, για την ομαλή πορεία της υιοθεσίας, με την ύπαρξη ενός γονέα ηλικιακά ώριμου και ακμαίου και επιπρόσθετα, ως προς το ανώτατο όριο διαφοράς, με τη δικαιολογία ότι οι θετοί γονείς με μεγάλη ηλικία δεν παρέχουν τα εχέγγυα για την ομαλή ανατροφή του τέκνου. Η δικαιολογία, ωστόσο, ως προς το τελευταίο, θα ήταν συνεπής και αρκετή, αν εκφραζόταν και μόνο μέσα από τη ρύθμιση του άρθρου 1543 του, που θέτει ανώτατο όριο ηλικίας του υιοθετούντος το εξηκοστό έτος, χωρίς να χρειάζεται ένας επιπλέον φραγμός για την τέλεση της υιοθεσίας, σε περίπτωση μάλιστα που αυτή αποβλέπει αποδεδειγμένα στο συμφέρον του υιοθετούμενου τέκνου. Η υιοθεσία, άλλωστε, πρέπει πάντοτε να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1542 εδ. 2 του και με γνώμονα την τελευταία αυτή διάταξη, που αποτελεί την προμετωπίδα του περί υιοθεσίας κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα, πρέπει να ερμηνεύονται και όλες οι διατάξεις που ακολουθούν, επομένως και αυτή του ως άνω άρθρου 1544 του η οποία, ως προς τη θέσπιση του ανώτατου ορίου διαφοράς, δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται αποκομμένη, αλλά σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της προστασίας του συμφέροντος του τέκνου. Ο περιορισμός δε της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή που έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του. Πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι στο άρθρο 8 παρ. 3 της Διεθνούς Σύμβασης, που υπογράφηκε, στις 244-1967, από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο και κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν. 1049/1980, αποκτώντας έτσι αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του εσωτερικού νόμου (άρθρο 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος), γίνεται λόγος για μη πλήρωση των προϋποθέσεων της υιοθεσίας στην περίπτωση που η διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου είναι μικρότερη από την ηλικία που συνήθως χωρίζει τους γονείς από τα τέκνα τους. Η διαφορά όμως ηλικίας κατά τη σύμβαση, και μάλιστα η κατώτατη, δεν αποτελεί «προϋπόθεση» της υιοθεσίας αλλά «κριτήριο», για το πότε η υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του υιοθετούμενου, αλλά και τη δημόσια τάξη, η οποία διασφαλίζεται όταν με τη διαφορά μιας «πλήρους ήβης», που είναι το ελάχιστο όριο για την τεκνογονία, επιτυγχάνεται η απομίμηση της φύσης. Το ανώτατο, αντίθετα, όριο διαφοράς ηλικίας δεν αποτελεί κατά τη σύμβαση «κριτήριο», που να διασφαλίζει το συμφέρον του υιοθετούμενου, όπως ισχύει και στα δίκαια των περισσότερων ευρωπαϊκό) χωρών (άρθρο 265 ελβ.ΑΚ, 1713 γερμανΑΚ, 344 γαλλ ΑΚ), αλλά ούτε και επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης. Επομένως, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας, που δεν αποτελεί κριτήριο κατά τη σύμβαση, αλλά ούτε και επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης, πρέπει ως επιλογή του εσωτερικού νομοθέτη να συμπορεύεται προς τους ορισμούς των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δηλαδή η υιοθεσία πρέπει να διασφαλίζει το συμφέρον του ανηλίκου. Τέλος, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 της ίδιας ως άνω Διεθνούς Σύμβασης «Η ανάκρισις δέον όπως, εν τω ιδιάζοντι εις εκάστην περίπτωσιν μέτρω, επεκταθή μεταξύ άλλων και επί των κάτωθι σημείων: α) την προσωπικότητα, υγείαν και οικονομικά μέσα του υιοθετούντος, της οικογενειακής ζωής του, του τρόπου διαβίωσης και της επιθυμίας προς υιοθεσίαν του παιδιού γ)....δ) την αμοιβαίαν καταλληλότητα μεταξύ υιοθετούμενου και υιουετούντος, το χρονικό διάστημα καθ’ ο το παιδίον παρέμεινεν υπό τας φροντίδας του υιοθετούντος». Τόσο η Διεθνής Σύμβαση όσο και οι ως άνω διατάξεις του ΑΚ θέτουν ως γενική αρχή, που διέπει το δίκαιο της υιοθεσίας, το συμφέρον του υιοθετούμενου, τη γενική δε αυτή αρχή πρέπει να υπηρετεί κάθε ερμηνεία των επιμέρους ρυθμίσεων. Υπό το πνεύμα αυτό, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας της διάταξης του άρθρου 1544 εδ. α' του έχει σχετική και επιβοηθητική σημασία και δεν πρέπει να ερμηνευθεί, ως αυστηρή προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό κώλυμα υιοθεσίας, ιδίως δε όταν η τελευταία γίνεται με την τήρηση του ανώτατου ορίου ηλικίας του υιοθετούντος, που επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 1543 του ΑΚ και συντρέχει σπουδαίος λόγος για να πραγματοποιηθεί, που βέβαια δεν είναι άλλος από την όσο γίνεται πιο άρτια εξυπηρέτηση του συμφέροντος του υιοθετουμένου, καθόσον στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου ανήλικου τέκνου και στην παροχή δυνατότητας σ’ αυτό να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με α¬νάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητας του (ΑΠ 1632/2014, ΑΠ 2084/2009, ΕΑ 489/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Το συμφέρον του Δικαστηρίου δεν αρκεί να εξυπηρετείται μόνο κατά τον χρόνο τέλεσης της υιοθεσίας, αλλά και μελλοντικά, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επίσης, οι δημιουργούμενοι με την υιοθεσία όροι για τη βιολογική και ψυχοπνευματική ανάπτυξη του υιοθετούμενου πρέπει να είναι ευνοϊκότεροι από τους πριν από αυτήν υπάρχοντες (Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τομ 11 εκδ. 1998 σ. 312-313). Το δικαστήριο απαγγέλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση του προηγούμενου άρθρου, ότι, ενόψει της προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετουμένου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητας τους προσαρμο¬γής, η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του υιοθετουμένου. Με τη διάταξη εξάλλου του άρθρου 1557 του ΑΚ επιβάλλεται στην υιοθεσία ανηλίκου η διενέργεια κοινωνικής έρευνας, με αντικείμενο την διακρίβωση της συνδρομής της προϋπόθεσης της εξυπηρέτησης με την υιοθεσία του συμφέροντος του θετού τέκνου. Η έκθεση αυτή δεν έχει δεσμευτική ισχύ για το Δικαστήριο, υπό την έννοια ότι δεν αποκλείεται διαφοροποίηση του Δικαστηρίου από το πόρισμα αυτής, αλλά στην περίπτωση αυτή η απόφαση πρέπει να αιτιολογεί ειδικά τον λόγο της διαφοροποίησης, αλλιώς είναι αναιρετέα για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 3911/1993 ΑρχΝ 44.315).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ... που εξετάσθηκε με επιμέλεια του αιτούντος εκκαλούντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δι¬καστηρίου, περιλαμβάνονται δε οι δηλώσεις του αιτούντοςεκκαλούντος και της ... του … ως σύζυγος του, περί συναίνεσης τους στην επίδικη υιοθεσία στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τόσο αυτά, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο αιτώνεκκαλών, όσο και εκείνα, που περιέχονται στο φάκελο της Κοινωνικής Υπηρεσίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 και 741), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια χωρίς να παραλείπεται η συνεκτίμηση κανενός από αυτά, μεταξύ των οποίων και η νομοτύπως και εμπροθέσμως συνταχθείσα ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ... υπ’ αριθμ. …/2020 ένορκη βεβαίωση των ..., ... και ..., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Ο αϊτών και ήδη εκκαλών είναι Έλληνας, και στις 26. 6.2016 τέλεσε πολιτικό γάμο στον Βύρωνα Αττικής με την ..., ο οποίος ήταν ο δεύτερος κατά σειρά για τον ίδιο και ο τρίτος κατά σειρά για τη σύζυγο του (βλ. το σχετικό πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης - τμήμα έκδοσης πιστοποιητικών του Δήμου Αθηναίων και την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/29.9.2016 ληξιαρχική πράξη γά¬μου του Ληξιαρχείου Βύρωνος). Η ... κατά την διάρκεια του γάμου της με τον δεύτερο σύζυγο της ... προέβη στην υιοθεσία, από κοινού με τον τελευταίο ενός ανήλικου κοριτσιού, που γεννήθηκε στις 26.6.2010 από τη βιολογική μητέρα ..., βουλγαρικής καταγωγής, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 884/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το έτος 2012 διεκόπη η έγγαμη συμβίωση της με τον δεύτερο σύζυγο της, και δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3302/2014 απόφασης του Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών της ανατέθηκε η αποκλειστική επιμέλεια του ως άνω τέκνου. Ακολούθως η ως άνω σύζυγος του αιτούντος-εκκαλούντος δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1215/2017 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου και ενώ είχε προηγηθεί ο γάμος της με τον τελευταίο προέβη στην υιοθεσία του αβάπτιστου ανηλίκου βουλγαρικής υπηκοότητας, άρρενος τέκνου της ..., που γεννήθηκε στις 21. 8.2016 στη Νίκαια Αττικής. Το ως άνω τέκνο ζει στην ίδια οικία με τη θετή μητέρα του και τον αιτούντα εκκαλούντα από τότε που υιοθετήθηκε σε ιδιόκτητο διαμέρισμα της συζύγου του τελευταίου στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας, επί της οδού ... στο Παγκράτι, σύγχρονης κατασκευής, επιφάνειας 82 τμ, με τρία δωμάτια και βοηθητικούς χώρους, με κατάλληλη και επαρκή επίπλωση για την τετραμελή οικογένεια, όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ καλές.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο αιτών-εκκαλών, ο οποίος γεννήθηκε στις 12.3.1961 στη Νιγρίτα Σερρών, είναι ηλικίας 59 ετών και είναι μεγαλύτερος από τον ανήλικο κατά 55 έτη, γεγονός ωστόσο που δεν κωλύει από μόνο του την τέλεση της ένδικης υιοθεσίας, αφού η προϋπόθεση της νόμιμης ηλικίας συντρέχει στο πρόσωπο της επίσης υιοθετούσας συζύγου του γεγονός. Είναι ικανός προς δικαιοπραξία (βλ. το υπ’ αριθμ. …/24.9.2019 πιστοποιητικό περί μη έκδοσης απόφασης δικαστικής συμπαράστασης του τμήμα¬τος δημοσίευσης ειδικών διαδικασιών του Πρωτοδικείου Αθηνών) και ψυχικά υγιής, (βλ. την από 16.7.2018 ιατρική βεβαίωση γνωμάτευση της ψυχιάτρου-διευθύντριας ΕΣΥ στο ΓΝΑ «...» ...). Ωστόσο δεν είναι κλινικά υγιής, διότι κατά τη νοσηλεία του στις 22.10. 2018 διεγνώσθη με HIV λοίμωξη σταδίου 3C και CDC. Έκτοτε παρακολουθείται στη Μονάδα Λοιμώξεων της Α Παθολογικής κλινικής του ΓΝΑ «…», είναι ενημερωμένος για τον τρόπο μετάδοσης του ιού και λαμβάνει αντιρετροική αγωγή, με ανοχή και αποτελεσματικότητα, απόλυτη συμ-μόρφωση και συνέπεια, θα ευρίσκεται δε σε χρόνια παρακολούθηση εφόρου ζωής. (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/01/3/2019 ιατρική βεβαίωση της καθηγήτριας παθολογίας λοιμώξεων του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιατρού της Μονάδος Λοιμώξεων της Α Παθολογικής κλινικής του ΓΝΑ «…»). Η οικονομική κατάσταση του δεν είναι καλή, διότι δεν εργάζεται και δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία στο όνομα του. Λαμβάνει δε επίδομα ποσού 690 ευρώ μηνιαίως. Το εισόδημα της οικογένειας του προέρχεται από τα μισθώ¬ματα που λαμβάνει η σύζυγος του από την εκμίσθωση ακινήτων. Επίσης, έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για σωρεία υγειονομικών παραβάσεων και για παράβαση διατάξεων ΒΔ 29/71.
Η πρόταση της Κοινωνικής Λειτουργού ..., που διατυπώνεται στη από 9.10.2019 έκθεση κοινωνικής έρευνας είναι αρνητική, με το σκεπτικό ότι υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν η υπό κρίση υιοθεσία στοχεύει στην ευημερία του υιοθετούμενου τέκνου. Ως αρνητικά στοιχεία επισημαίνονται τα ακόλουθα στοιχεία 1) η διαφορά ηλικίας, 55 έτη μεταξύ του αιτούντος-εκκαλούντος και του υιοθετούμενου τέκνου, η οποία δεν παρέχει εχέγγυα για τη δημιουργία ομαλών σχέσεων και συνακόλουθα για την σωστή ανατροφή του είναι επιβαρυντικός παράγοντας για τη μετέπειτα εξέλιξη της υιοθεσίας, που μπορεί να σημαίνει ελάττωση της προσαρμοστικότητας σε νέες καταστάσεις, τυχόν προβλήματα σωματικής υγείας και κάποια απόσυρση από τα κοινωνικά δρώμενα 2) δεν υπάρχει το κριτήριο της καλής υγείας 3) δεν είναι εκπεφρασμένη η άποψη των φυσικών ενήλικων τέκνων του αιτούντος εκκαλούντος από τον προηγούμενο γάμο του 4) η έλλειψη επικοινωνίας αυτού με τις φυσικές του θυγατέρες και την αδελφή του δημιουργεί ερωτηματικά για την ικανότητα του να διατηρεί καλές σχέσεις με τους οικείους του. Η έκθεση αυτή, η οποία συνεκτιμάται δεν είναι όμως δεσμευτική για το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση καταλήγει σε αρνητικό πόρισμα, ενώ έχει διαπιστώσει την αγάπη που τρέφει ο αιτών-εκκαλών προς το υιοθετούμενο και το στοιχείο της προσαρμογής του τελευταίου στο νέο του περιβάλλον. Τα ίδια επιβεβαιώνει και η κοινωνική λειτουργός ... στην από 20.2.2017 έκθεση κοινωνικής έρευνας για την συντέλεση της υιοθεσίας του ιδίου τέκνου από την σύζυγο του «στην παρούσα φάση ο σύζυγος της … την βοηθάει και της συμπαραστέκεται στο μεγάλωμα των δύο παιδιών». Η προαναφερθείσα κοινωνική λειτουργός ... έχει διαπιστώσει ότι το τέκνο έχει καλή σχέση και φαίνεται ένα ευχαριστημένο και χαρούμενο παιδί, καθόσον μεταξύ όλων των μελών έχουν αναπτυχθεί σχέσεις ισορροπίας, συννενόησης και ηρεμίας. Ο αιτών-εκκαλών φροντίζει το προς υιοθεσία τέκνο με τον προσήκοντα τρόπο, προσπαθώντας να καλύψει τις ανάγκες αυτού με την σύζυγο του, μεταξύ τους δε έχει αναπτυχθεί ισχυρός δεσμός αγάπης και αφοσίωσης, έτσι ώστε λόγω της ως άνω ισορροπημένης σχέσης το προς υιοθεσία τέκνο αποκαλεί και αναγνωρίζει αυτόν ως «πατέρα». Το κίνητρο του υποψηφίου πατέρα είναι ανιδιοτελές και παιδοκεντρικό, όπως και της συζύγου του. Αποφάσισε να προχωρήσει στην υιοθεσία κατόπιν ώριμης σκέψης, μετά την υιοθεσία του ανηλίκου από την σύζυγο του, επιθυμώντας με αυτήν να προσφέρουν αγάπη, χωρίς μελλοντικά ανταλλάγματα. Λόγω δε της αγάπης και της στοργής με την οποία περιβάλλει το τέκνο αυτό, αναμένεται ν’ ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα θέματα που άπτονται της ανατροφής του. Δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι ο αϊτών δεν μπορεί να εμβαθύνει επαρκώς στις υποχρεώσεις του έναντι του παιδιού. Εξάλλου όπως προαναφέρθηκε η συζυγική ζωή του αιτούντα εκκαλούντος είναι αρμονική και ισορροπημένη, διότι αυτός και η σύζυγος του τηρούν την ίδια στάση σε θέματα αγωγής των τέκνων, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας με διάλογο επιχειρούν να καταλήξουν σε κοινή γραμμή. Η σχέση τους αφενός χαρακτηρίζεται αρμο¬νική και συντροφική και αφετέρου διέπεται από συναισθήματα αγάπης, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας, δεδομένου ότι σέβονται και εκτιμούν ο ένας την προσωπικότητα του άλλου και υπάρχει ανάμεσά τους ουσιαστική επικοινωνία. Το συμφέρον δε του υιοθετούμενου που αναφέρεται στην προσωπική του κατάσταση υπερέχει σε σχέση με το περιουσιακό, επομένως έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο αιτών-εκκαλών είναι σε θέση να προσφέρει μαζί με την σύζυγο του ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο αγάπη και φροντίδα και προστασία σε αυτό, όπου αυτό θα μπορέσει ν’ αναπτύξει την προσωπικότητα του. Έχει δε μάλιστα δημιουργηθεί εν τοις πράγμασι οικογενειακή σχέση, που χαρακτηρίζεται από συναισθηματικό δεσμό και την ψυχολογική ένταξη του τέκνου στο περιβάλλον του υποψηφίου πατέρα και της συζύγου του που έχει ήδη υιοθετήσει αυτό. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, ο αϊτών με την ήδη θετή μητέρα του προς υιοθεσία είναι σε θέση να εξασφαλίσουν στο θετό τέκνο τις κατάλληλες οικογενειακές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για την καλή ψυχοκοινωνική εξέλιξη του.
Τα ως άνω επιβεβαιώνουν οι εξετασθεντες μάρτυρες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, στενοί οικογενειακοί φίλοι, οι οποίοι γνωρίζοντας την πρόθεση του αιτούντος-εκκαλούντος να υιοθετήσει και αυτός το τέκνο της συζύγου του, τους στηρίζουν στην απόφαση τους αυτή και κατέθεσαν για τον μεγάλο συναισθηματικό δεσμό που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του αιτούντα εκκαλούντα και των τέκνων τα οποία αμφότερα «γνωρίζουν ως πατέρα».
Ως προς τα προαναφερόμενα αρνητικά στοιχεία πρέπει να ειπωθούν τα ακόλουθα:
1. Όσον αφορά στο θέμα της ηλικίας πρέπει να επισημανθεί ότι ουδόλως θεωρείται μεγάλη, με βάση τα σημερι¬νά δεδομένα, ενόψει του ότι και ως φυσικοί γονείς θα μπορούσαν να έχουν τεκνοποιήσει στην ηλικία αυτή, αλλά και του ότι πλήθος ζευγαριών αναλόγου ηλικίας προβαίνει σε υιοθεσία. 2. Η προαναφερόμενη κατάσταση της υγείας του υποψηφίου θετού πατέρα, δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την υιοθεσία, ενόψει του ότι σύμφωνα με τις ως άνω ιατρικές γνωματεύσεις η ανωτέρω νόσος δεν μεταδίδεται με την κοινωνική επαφή, ούτε θα καταστήσει δυσχερή την παροχή φροντίδων και την εκπλήρωση των πατρικών του υποχρεώσεων. 3. Η μη προσέλευση των φυσικών τέκνων του αιτούντος-εκκαλούντος προκειμένου να εκφέρουν την γνώμη τους για την συντέλεση της υιοθεσίας δεν έχει έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι η έκφραση της γνώμης τους, θετική ή αρνητική για την υιοθεσία, μόνο χαρακτήρα επιβοηθητικό έχει για την διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου περί της σκοπιμότητας ή μη αυτής, περιοριζομένου τούτου στη διερεύνηση της συνδρομής των λοιπών απαιτουμένων από τον νόμο όρων τέλεσης της υιοθεσίας. Εξάλλου αυτά δεν διαβιούν με τη νέα οικογένεια που έχει δημιουργήσει ο πατέρας τους, διότι οι ενήλικες θυγατέρες του, οι οποίες εξάλλου δεν έχουν καλή επικοινωνία με τον τελευταίο έχουν δημιουργήσει δικές τους οικογένειες. 4. Η καταδίκη για σωρεία υγειονομικών παραβάσεων και για παράβαση διατάξεων για τυχερά παίγνια δεν αποτελεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου κώλυμα για την προκειμένη υιοθεσία, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραβατική συμπε¬ριφορά του στο απώτατο παρελθόν όσον αφορά στη διάπραξη υγειονομικών διατάξεων και αυτών για ηλεκτρονικά παίγνια συνδέεται με την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως υπεύθυνου, δεδομένου μάλιστα της μη επανάληψης για λίαν μακρά χρονική περίοδο άλλης αξιόποινης πράξης σε καμία περίπτωση, δεν καταδεικνύει ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του, ώστε αυτός να μην μπορεί να συμβάλει στην ορθή διαπαιδαγώγηση του υιοθετούμενου, στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη του και ότι εν τέλει η υπό κρίση υιοθεσία δεν θα αποβεί σε όφελος του υιοθετούμενου.
Το ανήλικο μεγαλώνει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, με πολλή αγάπη, οποιαδήποτε δε αλλαγή θα οδηγούσε σε δυσμενή αποτελέσματα για τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο, αφού τυχόν απομάκρυνση του τέκνου από το ασφαλές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον αποδοχής, στοργής και οικογενειακής θαλπωρής, στο οποίο έχει ήδη εισέλθει και εγκλιματιστεί θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον του, το οποίο σε κάθε περίπτωση αξιολογικής του στάθμισης με οτιδήποτε άλλο κρίνεται περισσότερο άξιο προστασίας, δεδομένου ότι είναι επιβεβλημένη η σταθερότητα και η συνέχεια στις συνθήκες ανάπτυξης τους. Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση η ζητούμενη από τον αιτούντα εκκαλούντα υιοθεσία είναι καθόλα επιτρεπτή και νόμιμη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η δε ολοκλήρωση της επιβάλλεται από το αληθινό συμφέρον του προς υιοθεσία τέκνου, το οποίο αποτελεί καίριο και καθοριστικό κριτήριο δικαστικής απαγγελίας οποιοσδήποτε υιοθεσίας. Εξάλλου και η περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως άγει σε αλυσιτελή αποτελέσματα και ανεπιεική ως προς το ανήλικο κατάσταση, εφόσον το ανήλικο ζει ήδη με την θετή μητέρα του και σύζυγο του τελευταίου στην ίδια οικία, διατρέφεται και ανατρέφεται από κοινού απ’ αυτούς, οι οποίοι επιβάλλεται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ν’ αποτελέσουν μία σταθερή και ενιαία οικογένεια για το υιοθετούμενο τέκνο, το οποίο αναγνωρίζει αυτούς ως γονείς.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος εκκαλούντος όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την συγκεκριμένη υιοθεσία, η οποία είναι προς το συμφέρον του. Έσφαλε συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως βάσιμα παραπονείται ο αϊτών, με τους σχετικούς λόγους έφεσης. Κατόπιν αυτού, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, στη συνέχεια δε αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη ως κατ’ ουσίαν και να κηρυχθεί θετό τέκνο το ανήλικο άρρεν τέκνο της ..., βουλγαρικής υπηκοότητας με το όνομα ..., που γεννήθηκε εκτός γάμου των γονέων του, στις 21.8.2016 στη Νίκαια Αττικής και που υιοθέτησε η ... το έτος 2016, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1215/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Λόγω δε της νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να του επιστραφεί το παράβολο που έχει καταθέσεις (άρθρα 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει παρισταμένου του εκκαλούντος.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1218/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
Δέχεται την αίτηση
Κηρύσσει θετό τέκνο του αιτούντος το ανήλικο άρρεν τέκνο της ..., με το όνομα ..., βουλγαρικής υπηκοότητας, που γεννήθηκε στις 21.8.2016 στη Νίκαια Αττικής, και που υιοθέτησε η ... το έτος 2016, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1215/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουάριου 2022 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ