Αριθμός 943/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη-Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 16η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος-καλούντος: ..., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην …., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρίκα Γερασίμου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου-καθ' ου η κλήση: Μ. Σ. του Σ., κατοίκου Κ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Μπρεντόη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κ. και συνεκδικάσθηκε με την από 30-6-2009 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 480/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 103/2010 του Τριμελούς Εφετείου Κ.. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το ήδη αναιρεσείον με την από 7-11-2012 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 208/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 18/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κ.. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 25-5-2020 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 596/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως σε νέα δικάσιμο. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 14-7-2021 κλήση του ... και την …/2021 πράξη του Προέδρου του Τμήματος, που όρισε δικάσιμο την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αναιρεσίβλητος Μ. Σ. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κ. την από 25/05/2009 αίτηση διόρθωσης ανακριβούς πρώτης (αρχικής) κτηματολογικής εγγραφής, επικαλούμενος ότι είναι κύριος με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο του επίδικου ακινήτου (αγροτεμαχίου), που βρίσκεται στο Δ.Δ Καναλίου του δήμου Κ., το οποίο εσφαλμένα φέρεται στις κτηματολογικές εγγραφές ως ‘‘άγνωστου ιδιοκτήτη''. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 30/06/2009 κύρια παρέμβαση με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριο του επιδίκου, να διορθωθεί η ως άνω εσφαλμένη κτηματολογική εγγραφή και να καταχωρηθεί το ίδιο κύριο του επιδίκου στο αντίστοιχο κτηματολογικό βιβλίο, επικαλούμενο ότι τούτο είναι κοινόκτητο και κοινόχρηστο ως αιγιαλός. Μετά τη συνεκδίκαση της άνω αίτησης και της κύριας παρέμβασης, εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η αριθμ. 480/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κ., που απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την κύρια παρέμβαση και δέχθηκε κατ'ουσίαν την αίτηση. Κατά της απόφασης αυτής το κυρίως παρεμβαίνον άσκησε ενώπιον του Εφετείου Κ. την από 16/11/2009 έφεση και εκδόθηκε η αριθμ. 103/2010 απόφαση, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσία την ένδικη έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση ως προς το αναφερόμενο στην κύρια παρέμβαση κεφάλαιό της, και δικάζοντας αυτήν (κύρια παρέμβαση) την απέρριψε ως μη νόμιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου με την από 07/11/2012 αίτηση αναίρεσης το κυρίως παρεμβαίνον, επί της οποίας εκδόθηκε η 208/2017 απόφαση που αναίρεσε την προσβαλλόμενη ως άνω 103/2010 απόφαση, κατά το κεφάλαιο που απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως μη νόμιμη, για την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1α'του ΚΠολΔ και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο Εφετείο για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς τη διόρθωση της εγγραφής και την αναγραφή του κυρίως παρεμβαίνοντος ως ιδιοκτήτη του επιδίκου. Το τελευταίο με την αριθμ.18/2018 απόφασή του δέχθηκε κατ'ουσία την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη 480/2009 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κ., κράτησε και δίκασε την υπόθεση, απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσιαστικά αβάσιμη και δέχθηκε ως βάσιμη κατ'ουσίαν την αίτηση. Κατά της τελευταίας απόφασης το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων του ν. 2664/1998 ("Περί Εθνικού Κτηματολογίου”) 1 παρ. 2 εδάφ. α' και παρ. 3 περ. α', 6 παρ. 1, 2 και 3, όπως η παρ. 2 ίσχυε μετά την αρχική τροποποίησή της με το άρθρο 5 του ν. 3552/2007 και η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006, συνάγεται ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης (αρχικής) εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως "άγνωστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα στο ακίνητο ασκεί αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου οριστεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει διόρθωση της ανακριβούς πρώτης (αρχικής) εγγραφής. Αντικείμενο της εν λόγω δίκης είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης (αρχικής) εγγραφής, σύμφωνα με τη διαπίστωση αυτή, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή "άγνωστου ιδιοκτήτη" δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του δικαιώματος που υπάρχει. Έτσι, αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση αμφισβητούμενου δικαιώματος, ανεξάρτητα από το ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης (αρχικής) εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι' αυτό, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998 αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης (αρχικής) εγγραφής, όχι, όμως, και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, ενώ στην τροποποιημένη αυτή διάταξη ορίζεται (κατά μεταγλώττιση βάσει του άρθρου 2, παρ. 3, εδάφ. θ', ν. 4164/2013) ότι "εάν η αίτηση απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του ......" (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1107/2018, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 632/2013, ΑΠ 259-258/2013). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στην τελευταία αυτή δίκη, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης με την οποία ανοίχθηκε η δίκη ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ779/2020, ΑΠ208/2017). Β.Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, ιδρύεται αν στο αναιρετήριο αναφέρονται ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 623/2015, ΑΠ 673/2013). Ειδικότερα, με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης (Ολ ΑΠ 12/2000, ΑΠ 164/2017, ΑΠ 204/2017). Η εκδίκαση δε της διαφοράς κατά την προσήκουσα διαδικασία δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 591 παρ.6 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται.
Συνεπώς η μη τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναίρεσης, ενώ μόνο αν λόγω λανθασμένης διαδικασίας, και εφόσον η διαφορά υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου, δεν εφαρμόστηκε συγκεκριμένος δικονομικός κανόνας που έπρεπε να εφαρμοστεί και ο οποίος, προδήλως, περιέχει ή ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις, δημιουργουμένης έτσι δικονομικές παράβασης, μπορεί να ιδρυθεί κάποιος λόγος αναίρεσης υπό του περιοριστικώς απαριθμούμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 402/1981, ΑΠ 940/2020, ΑΠ 1355/2012, ΑΠ 1596/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις υπό στοιχ. α' και β', ενώ για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη πρέπει και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000, ΑΠ 149/2015, ΑΠ 834/2013). Εξάλλου, το ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν έχει σημασία, διότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως, λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρέσεις, την οποία, όμως, εξαίρεση ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλεσθεί με την αναίρεσή του (ΟλΑΠ 43/1990, ΑΠ 148/2006). Περαιτέρω και στις περιπτώσεις των εξαιρέσεων αυτών, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, που προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΑΠ231/2020). Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αφορά όλους τους λόγους αναίρεσης (ΑΠ978/2020, ΑΠ673/2020, ΑΠ1059/2017). Τέλος, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης (ΑΠ 1313/2014). Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο αναιρετικό λόγο το αναιρεσείον -κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αίτηση του αναιρεσιβλήτου περί διόρθωσης ανακριβούς πρώτης (αρχικής) κτηματολογικής εγγραφής ως προς τα επίδικα εδαφικά τμήματα που εμφανίζονται, στο από Φεβρουάριος 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σταματίου Μάλλιου, με στοιχεία 223, 296, 91, 223, εμβαδού 60,20τ.μ. και 296, 284, 282, 281, 306, 91, 296, εμβαδού 136,97τ.μ. των με ΚΑΕΚ ... και ..., αντίστοιχα, γεωτεμαχίων, τα οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, δεν φέρονται στις κτηματολογικές εγγραφές ως ‘‘άγνωστου ιδιοκτήτη'', αλλά ανήκοντα στους κληρονόμους Κ. και Σ. Γ., αντίστοιχα, καθόσον ως προς τα εν λόγω εδαφικά τμήματα το σχετικό αίτημα θα έπρεπε να κριθεί στο πλαίσιο της προσήκουσας αμφισβητουμένης (τακτικής) διαδικασίας και όχι της εκουσίας δικαιοδοσίας, δια της ασκήσεως σχετικής αγωγής στρεφομένης εναντίον των φερομένων ως κυρίων των εδαφικών αυτών τμημάτων. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, ο λόγος αυτός της αίτησης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το είδος της διαδικασίας δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση, η μη τήρηση της οποίας δεν μπορεί να ιδρύσει την αναιρετική πλημμέλεια που επικαλείται το αναιρεσείον ούτε άλλωστε γίνεται απ'αυτό επίκληση δικονομικής βλάβης (ΑΠ940/2020, ΑΠ174/2014). Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός, είναι απαράδεκτος, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, ότι ο σχετικός ισχυρισμός και τα περιστατικά που τον στηρίζουν υποβλήθηκαν στο Εφετείο και δή είτε με νόμιμη επαναφορά τους (άρθρο 240 ΚΠολΔικ), είτε το πρώτον στο εφετείο, ενόψει του ότι αυτός (ισχυρισμός) λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα (άρθρο 527 ΚΠολΔικ), ούτε επίσης επικαλείται με το αναιρετήριο κάποια από τις παραπάνω εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ.. Τα παραπάνω δε ισχύουν ανεξάρτητα του ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το αναιρεσείον δεν είχε προβάλει ενώπιον του Εφετείου τον εν λόγω ισχυρισμό, ειδικά για τα εν λόγω εδαφικά τμήματα.
Β. Κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ793/2015), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 42/2002). Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Ο λόγος, όμως, είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Ωστόσο, ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν, παρά τη διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα και επικληθέντα αποδεικτικά μέσα, ο Άρειος Πάγος, συνεκτιμώντας και το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καταλήγει ότι δεν καθίσταται οπωσδήποτε βέβαιο ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το συγκεκριμένο αποδεικτικό έγγραφο, το οποίο, αν το είχε λάβει υπόψη, θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα (Ολ. Α.Π. 2/2008, ΑΠ180/2017, ΑΠ566/2017). Εξάλλου, ο λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ δεν ιδρύεται, όταν η παράλειψη του δικαστηρίου αφορά στη μη αξιολόγηση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη, σε συνδυασμό με τα άλλα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα ή αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 694/2009). Για την πληρότητα δε του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού, δηλαδή κρίσιμου για την έκβαση της δίκης, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1093/2020, ΑΠ667/2020, ΑΠ716/2012, ΑΠ1185/2010, ΑΠ333/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον με το δεύτερο αναιρετικό λόγο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ειδικότερα, μέμφεται το Εφετείο ότι, κατέληξε στην κρίση του για το ουσία αβάσιμο της ένδικης κύριας παρέμβασής του, χωρίς να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει με τις λοιπές αποδείξεις τα νομίμως προσαχθέντα: α)με αριθμό …/8-2-2018 και β) με αριθμό πρωτ. .../1-9-2009 έγγραφα της Κτηματικής Υπηρεσίας Κ. από τα οποία προέκυπτε ότι τμήματα του φερόμενου ως'' άγνωστου ιδιοκτήτη'' επιδίκου, αποτελούν αιγιαλό και παραλία, ανήκοντα στην κυριότητά του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, από την παραδεκτή, κατ'άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία ρητά βεβαιώνεται ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, πλην των άλλων, και " ... και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι ...", σε συνδυασμό και με τις λοιπές αιτιολογίες αυτής, καμιά αμφιβολία δεν καταλείπεται ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα πιο πάνω με αριθμό .../8-2-2018 και με αριθμό πρωτ. .../1-9-2009 έγγραφα της Κτηματικής Υπηρεσίας, στα οποία επισημαίνεται ότι κάνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση (φύλλο 5ο, 2η σελίδα). Σε κάθε δε περίπτωση οι διαλαμβανόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι, με το πρόσχημα της αναιρετικής πιο πάνω πλημμέλειας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο, με επαναξιολόγηση αυτών (αποδεικτικών μέσων) που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένη, κατά το αναιρεσείον, για τα πράγματα κρίση (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Κατόπιν τούτου, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματος που ο τελευταίος υπέβαλε με τις προτάσεις του(άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ.) μειωμένα κατ'άρθρο 22 του ν.3693/1997, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-05-2020 αίτηση του ... για αναίρεση της αριθμ. 18/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κ..
Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ