Απόφαση

Αριθμός 963/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλτάνα Κοκκοβού - Εισηγήτρια, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη και Χρήστο Τζανερρίκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Δ., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην …., και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Μαρία Λουΐζα Μπακαλάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καναβέλη και κατέθεσε προτάσεις, 2α) Π. Τ. του Α., 2β) Β. Π. του Α., κατοίκων ..., 2γ) Ε. Μ. του Π., κατοίκου ..., 2δ) Κ. Τ. του Ν., 2ε) Κ. Π. του Γ., κατοίκων ..., 2στ) Β. Φ. του Σ., κατοίκου ..., 2ζ) Μ. Ν. του Δ., κατοίκου ..., 2η) Κ. Τ. Μ., κατοίκου ..., 2θ) Χ. Β. του Ε., κατοίκου ..., 2ι) Έ. Γ. του Β., κατοίκου ….., 2ια) Γ. Σ. του Ν., 2ιβ) Α. Σ. του Α., κατοίκων ..., 2ιγ) Α. Κ. του Δ., 2ιδ) Α. Μ. του Π., κατοίκων ..., 2ιε) Α. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 2ιστ) Χ. Κ. του Α., 2ιζ) Ν. Κ. του Α., κατοίκου ..., 2ιη) Υ. Γ. του Δ., 2ιθ) Π. Κ. του Ι., 2κ) Δ. Ψ. του Ν., 2κα) Μ. Σ. του Β., 2κβ) Φ. Κ. του Γ., 2κγ) Ι. Μ. του Α., 2κδ) Ι. Π. του Α., 2κε) Α. Π. του Α., κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 3) Π. Μ. του Χ., κατοίκου Ναυπλίου, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις, 4) Συνεταιριστικής Οργάνωσης με την επωνυμία “...” που εδρεύει στο τρίτο χλμ. της επαρχιακής ... και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ορφανό και κατέθεσε προτάσεις, 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 6) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία “....”, που εδρεύει στην Αυστρία και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 7) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “...” και το διακριτικό τίτλο “...”, που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 8) Ν. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 9) Αγροτικού Συνεταιρισμού με την. επωνυμία “...”, που εδρεύει στη ..... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Παναγιώτη Αναστασάκο ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Σταθάκη και κατέθεσε προτάσεις, 10) Αγροτικής Συνεταιριστικής Οργάνωσης με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 11) Α. Ν. του Π., κατοίκου ..., 12) Ε. Ν. του Γ., κατοίκου ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 13) Αγροτικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 14) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “...” και τον διακριτικό τίτλο ..., που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/2/2010 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 365/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 281/2014 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 25/8/2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των αρθρ. 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 και 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ' αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιός από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του απολειπομένου διαδίκου από τον επισπεύδοντα τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τον απολειπόμενο διάδικο σε περίπτωση απλής ομοδικίας, ενώ σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (άρθρο 576 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθού η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 παρ. 2 εδ.β' ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπεια, όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (αρθρ. 74 περ.1 ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθών η ανακοπή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως αναιρεσίβλητοι, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας ( αρθρ. 74 περ. 2 ΚΠολΔ). Και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός αυτής χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς ένα έκαστο των καθών, χωρίς να επηρεάζονται εκ τούτου οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθών, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ των απαιτήσεών τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 1083/2013, ΑΠ 1510/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης συζήτηση στο ακροατήριο της από 25-8-2016 υπό κρίση αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθ. 281/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, που έγινε με εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν παραστάθηκαν, ούτε κατέθεσαν δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι αναιρεσίβλητοι 2 α έως κε (σύνολο 25), 5η , 6η , 7η , 8ος , 10η , 11ος , 12η , 13ος και 14η. Από την υπ` αριθ. .../29-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Ναυπλίου, Κ. Σ., τις υπ` αριθ. .../9-10-2018 και .../9-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Χ. Φ., την υπ' αριθ. .../28-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Α. Α., την υπ' αριθ. .../29-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Ναυπλίου, Κ. Σ., την υπ' αριθ..../28-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Σπάρτης, Π. Ζ., τις υπ' αριθ. .../29-10-2018, .../28-11-2018 και .../29-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Ναυπλίου, Κ. Σ., τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, προκύπτει ότι με επιμέλεια αυτού, το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως αντιστοίχως στους αναιρεσίβλητους 2 α έως κε (σύνολο 25), 5η, 7η, 8ο, 10η, 11ο, 12η, 13ο και 14η, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση προς συζήτηση για την, αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, ορισθείσα δικάσιμο, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ως προς τους αναιρεσίβλητους 2 α έως κε (σύνολο 25) και την 10η αναιρεσίβλητη η επίδοση έγινε προς τους παραστάντες κατά τη συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πληρεξούσιους δικηγόρους αυτών, ... για τους 2 α έως κε (σύνολο 25) και ... για τη 10η, ως αντικλήτους αυτών, κατ' άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ενώ ως προς τους λοιπούς η επίδοση έγινε προς αυτούς. Δεν προκύπτει όμως, ότι κλητεύθηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο η 6η αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία " ....”, δεδομένου, ότι το αναιρεσείον, που επισπεύδει τη συζήτηση, δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει έκθεση επίδοσης περί της κλήτευσής της. Ενόψει των εκτεθέντων και με δεδομένο, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ότι οι αναιρεσίβλητοι συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας, πρέπει, εφόσον η απολειπόμενη 6η αναιρεσίβλητη δεν έχει κλητευθεί, να χωριστεί η υπόθεση ως προς αυτή και κατ' επιταγή της διάταξης 576 παρ. 3 εδ. 2 ΚΠολΔ, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης, ενώ ως προς τους λοιπούς απολειπόμενους αναιρεσίβλητους, 2 α έως κε (σύνολο 25), 5η, 7η, 8ο, 10η, 11ο, 12η, 13ο και 14η , που έχουν νομίμως κλητευθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει, παρά την απουσία τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κατά το άρθρο 553 παρ. 1β ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, στις οποίες περιλαμβάνονται οι οριστικές αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται η όλη δίκη ή μόνο η δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 74, 75, 76 παρ. 4, 558 εδ. β' ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, κατά την οποία η θέση κάθε διαδίκου είναι ανεξάρτητη απέναντι στους λοιπούς, η οριστική απόφαση που εκδίδεται για κάποιον από τους ομοδίκους περατώνει τη δίκη ως προς αυτόν και καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς, με συνέπεια να μπορεί να προσβληθεί κατά το μέρος τούτο με το ένδικο μέσο της αναίρεσης και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση για τους άλλους ομοδίκους. Ως προς τους άλλους ομοδίκους, η απόφαση, εφόσον είναι μη οριστική, όπως συμβαίνει και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κηρύσσει ως προς αυτούς απαράδεκτη τη συζήτηση της στρεφομένης και εναντίον τους έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπόκειται σε αναίρεση και αν ασκηθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 902/1982, 744/1982, ΑΠ 1526/2014). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553, 309 εδ. 1, 321, 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι τελεσίδικη είναι η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης (ΑΠ 855/2015). Οι προθεσμίες δε της ανακοπής ερημοδικίας και της αναίρεσης είναι διαδοχικές, δηλαδή η προθεσμία της αναίρεσης κινείται μόλις εκπνεύσει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Κατά το άρθρο όμως 937 παρ.1 περ.2 ΚΠολΔ, στις δίκες περί την εκτέλεση δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας για οποιοδήποτε γενικώς λόγο, τόσο στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Συνακόλουθα τούτων, στις δίκες περί την εκτέλεση οι ερήμην οριστικές αποφάσεις του Εφετείου, ως μη υποκείμενες σε ανακοπή ερημοδικίας, είναι τελεσίδικες για όλους τους διαδίκους και παραδεκτώς έκτοτε προσβάλλονται με αναίρεση ( ΑΠ 686/2018, ΑΠ 770/2009, ΑΠ 1102/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ` αριθ. 281/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αλλά, ως δίκη περί την εκτέλεση, με τις αποκλίσεις των ειδικών κανόνων των άρθρων 933- 937 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο στην προκείμενη περίπτωση χρόνο. Με την απόφαση αυτή, το Εφετείο, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης ως προς τους 5η, 7η και 11ο των τότε εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσίβλητων, στη συνέχεια δίκασε ερήμην των 8ου, 9ου, 12ης, 13ου και 14ης των εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών και απέρριψε κατ` ουσίαν την από 16-12-2012 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθ. 365/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που είχε απορρίψει ως αόριστη την από 19-2-2010 ανακοπή του (αναιρεσείοντος) κατά του υπ' αριθ. …/19-1-2010 πίνακα κατάταξης δανειστών, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Άργους ..., την οποία απηύθυνε κατά των αναιρεσίβλητων. Η αίτηση αναίρεσης παραδεκτώς στρέφεται κατά της μη υποκείμενης σε ανακοπή ερημοδικίας και επομένως τελεσίδικης ως άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών, αφού η δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη ανακοπή είναι δίκη περί την εκτέλεση, κατά την οποία δεν χωρεί ανακοπή ερημοδικίας. Ενόψει δε, όπως έχει προαναφερθεί, υπόκειται σχέση απλής ομοδικίας μεταξύ των αναιρεσίβλητων, η αναίρεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά το μέρος, που στρέφεται κατά των 5ης, 7ης και 11ου των αναιρεσίβλητων, ως προς τους οποίους δεν είχε εκδοθεί οριστική απόφαση από το Εφετείο, αφού είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Δικαστικά έξοδα υπέρ αυτών δεν επιδικάζονται, καθόσον δεν παρέστησαν και δεν υπέβαλαν σχετικό αίτημα προς τούτο. Αντίθετα η αναίρεση είναι παραδεκτή και ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά το μέρος που κρίθηκε οριστικώς η διαφορά και περατώθηκε η δίκη, ήτοι κατά το μέρος, που στρέφεται κατά των λοιπών ομοδίκων αναιρεσίβλητων και συγκεκριμένα των 1ης , 2α-κε (σύνολο 25), 3ου, 4ης , 8ου, 9ου, 10ης ,12ης , 13ης και 14ης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρ.577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 216 παρ.1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρ. 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 1491/2003). Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ' ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, (β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ' ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, (γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ' ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1783/2001), αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ' ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ' ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 1501/2006, ΑΠ 1340/2004, ΑΠ1666/2003, ΑΠ 404/2003). Όμως ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και κατ' επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1281/2011, ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 849/2009, ΑΠ 440/2004). Περαιτέρω, από το άρθρο 61 παρ. 1 του ΝΔ 356/1974 "Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)”, που ορίζει ότι "1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ' αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας..... Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών....”, καθώς και από το άρθρο 55 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι "Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ' ου ο πλειστηριασμός, δι' αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι' έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας”, σαφώς προκύπτει, ότι για το ορισμένο των απαιτήσεων του Ε. Δ., στην περίπτωση άσκησης εκ μέρους του ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, αρκεί να προσδιορίζονται αυτές με βάση τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων κατά το προαναφερόμενο άρθρο 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ και συγκεκριμένα το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ΑΠ 461/2018, ΑΠ 129/2018, ΑΠ 679/2016, ΑΠ 1353/2015, ΑΠ 240/2015, ΑΠ 1860/2013). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, της ανακοπής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, την ανακοπή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, την ανακοπή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ανακοπής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στο δικόγραφο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική της βάση και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής ή της ανακοπής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 104/2014, ΑΠ 443/2011). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, του περιεχομένου του δικογράφου της ένδικης ανακοπής προκύπτει ότι το ανακόπτον και ήδη αναιρεσείον, Ελληνικό Δημόσιο, με την ανακοπή αυτή κατά του υπ' αριθ. …/19-1-2010 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Άργους, ..., ζητούσε την κατάταξή του για τη βεβαιωθείσα και αναγγελθείσα απαίτησή του, κατά της οφειλέτριάς του, καθής η εκτέλεση, συνολικού ποσού 220.947 ευρώ, ως έχουσα γενικό προνόμιο, ως ληξιπρόθεσμη, κατά την έννοια των άρθρων 5 και 61 παρ. 1 εδ.α ΚΕΔΕ, με τη μεταρρύθμιση του πίνακα και αντίστοιχη αποβολή των απαιτήσεων των καθών η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητων, που είχαν καταταγεί. Στην ανακοπή αυτή είχε ενσωματώσει την από 12-7-1996 αναγγελία του προϊσταμένου της ΔΟΥ ΑΡΓΟΥΣ και τον πίνακα χρεών της ιδιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου και οφειλέτιδάς του εταιρείας με την επωνυμία " ...”. Στην άνω αναγγελία αναγραφόταν η επωνυμία της οφειλέτιδας, ο ΑΦΜ αυτής, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων του Ε. Δ. κατά της οφειλέτιδάς του εταιρείας και ότι αυτές είναι προνομιακές κατά το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ. Στο συνημμένο δε πίνακα απαιτήσεων (χρεών) αναγραφόταν ο αριθμός και η ημερομηνία βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο αναγόταν, το είδος κάθε χρέους, το ποσό κάθε χρέους, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κάθε χρέους και το συνολικό ποσό της απαίτησης, ύψους 220.947,40 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 214.741,17 ευρώ αποτελεί το κεφάλαιο και ποσό 6.206,23 ευρώ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που είχαν υπολογισθεί μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του πίνακα, στις 25-9-2009. Το είδος δε του καθενός χρέους περιγραφόταν ως ακολούθως " ΥΠΕΡ ΕΛΓΑ”, "ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ”, "ΛΟΙΠΟΙ ΕΜΜΕΣΟΙ ΠΟΛ 1037/2005”, "ΛΟΙΠΟΙ ΑΜΕΣΟΙ ΠΟΛ 1037/2005”, "ΦΠΑ ΠΟΛ 1037/2005”, "ΦΠΑ ΠΟΛ 1037/2005”, "ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΥΠ. ΕΜΠΟΡΙΟΥ”, "ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΦΠΑ”. Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη ανακοπή είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον στο δικόγραφο αυτής εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν και εξειδικεύουν α) τις επιμέρους απαιτήσεις του αναιρεσείοντος, εφόσον περιέχονται όλα τα προσδιοριστικά αυτών στοιχεία, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, χωρίς να απαιτούνται, περισσότερα στοιχεία από αυτά, και β) τον προνομιακό χαρακτήρα αυτών, αφού αναφέρεται, ότι επρόκειτο για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, κατά την έννοια των άρθρων 5 και 61 παρ. 1 εδ. α του ΚΕΔΕ, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά του τρόπου του ληξιπροθέσμου κάθε επιμέρους απαίτησης του αναιρεσείοντος. Το είδος δε των απαιτήσεων του αναιρεσείοντος προσδιορίζεται, κατά τα παραπάνω, συνοπτικώς μεν, κατά τρόπο όμως σαφή και ορισμένο, χωρίς να απαιτείται η αναφορά κάποιου άλλου στοιχείου για την εξειδίκευσή τους. Όλα τα παραπάνω στοιχεία επέτρεπαν στους αναιρεσίβλητους να αμυνθούν και στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει τη βασιμότητα ή μη αυτής. Κατ' ακολουθίαν, το Εφετείο που απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος Ε. Δ. και ήδη αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη υπ' αριθ. 365/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, κρίνοντας ότι η ανακοπή, ως προς την περιγραφή των απαιτήσεων του εκκαλούντος Ε. Δ. είναι απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, διότι δεν προσδιορίζεται σ' αυτήν επ' ακριβώς το είδος και το ύψος των επιμέρους χρεών, αλλά αναφέρονται με στοιχεία κωδικοποίησης και καθίσταται έτσι ελλιπής η περιγραφή τους, ως προς την ιστορική και νομική αιτία αυτών, επιπλέον στον ως άνω πίνακα χρεών που ενσωματώνεται και αποτελεί τμήμα της ανακοπής στη στήλη "κεφάλαιο - τόκοι" αναγράφονται τα ποσά, χωρίς να γίνεται μνεία, αν πρόκειται για κεφάλαιο ή για τόκους και στην παράπλευρη στήλη "προσαυξ. - λοιπά Συν." αναφέρονται ποσά, χωρίς να αναλύονται ποια αφορούν προσαυξήσεις και ποιά λοιπά συνεισπραττόμενα και τέλος στην ανακοπή και στον συνημμένο πίνακα χρεών, δεν αναφέρεται, αν τα αναφερόμενα ως οφειλόμενα ποσά έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 5 παρ. 1 του ΚΕΔΕ τρόπους, αν και, όπως έχει προαναφερθεί, στην ένδικη ανακοπή αναφέρονταν με πληρότητα όλα τα θεμελιωτικά και εξειδικεύοντα τις επιμέρους απαιτήσεις του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα αυτών, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5 και 61 παρ. 1εδ α του ΚΕΔΕ, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και πρέπει ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ' ουσίαν και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσίβλητων, λόγω της ήττας τους, κατά το σχετικό περί τούτου αίτημα του, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης ως προς την έκτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “....”.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 25-8-2016 αίτησης του Ε. Δ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 281/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άνω έκτης αναιρεσίβλητης.
Απορρίπτει την παραπάνω αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πέμπτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “...”, έβδομης αναιρεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία “...” και ενδέκατου αναιρεσίβλητου Α. Ν.. Aναιρεί την παραπάνω απόφαση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των λοιπών αναιρεσίβλητων.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αμέσως παραπάνω αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία, o αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ