Αριθμός 966/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη - Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Δ., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην ….., και ήδη από την ..., που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα και εν προκειμένω 1) Από τον ... κατοικοεδρεύοντα στην ..., 2) Από τον Προϊστάμενο της ... κατοικοεδρεύοντα στην ..., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “...” και τον διακριτικό τίτλο “...”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο - Μάρκο Αχουζαρίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην Δημοκρατία της ... και εκπροσωπείται νόμιμα από την ως άνω αναιρεσίβλητη Τραπεζική Εταιρεία, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο - Μάρκο Αχουζαρίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/4/2016 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2669/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4914/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5/12/2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου και της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 5.12.2019 και με ειδ. αριθ. κατάθ…./5.12.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 4914/2.9.2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 933 επ., 975,979 ΚΠολΔ, και έκανε δεκτή τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ανακόπτοντος και ήδη αναιρεσείοντος Ε. Δ., κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 2669/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η ανακοπή του, και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της, με το οποίο έκανε δεκτό ως νομικά βάσιμο το αίτημα της ανακοπής, με το οποίο διώκεται η μεταρρύθμιση του ... πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., καθό μέρος ζητείται η είσοδος των μη ικανοποιηθεισών απαιτήσεων του ανακόπτοντος σε θέση έτερη εκείνης που κατέλαβε η εκ 3.017.631,07 ευρώ προσβαλλόμενη απαίτηση της εφεσίβλητης-καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την ανακοπή ως προς το παραπάνω ζήτημα, και, απέρριψε ως μη νόμιμο το παραπάνω αίτημα αυτής (ανακοπής). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ.552,553,556,558,564 παρ.1 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της αποφάσεως στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 362/2020, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού τιτλοποίησης, που εδρεύει στο Δουβλίνο της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας με την επωνυμία “...”, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 02.12.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ΠΠ 33/2020) άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “...” και τον διακριτικό τίτλο “...”, επικαλούμενη έννομο προς τούτο συμφέρον ενόψει του ότι έχει ήδη καταστεί ειδική διάδοχος για τις επίδικες καταταγείσες απαιτήσεις της τελευταίας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Από το σύνολο των με επίκληση προσκομισθέντων από την προσθέτως παρεμβαίνουσα εγγράφων, αποδεικνύεται ότι μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων από δάνεια του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, που καταρτίστηκε μεταξύ της ως άνω αναιρεσίβλητης και της εν λόγω προσθέτως παρεμβαίνουσας, η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα με αριθμ. πρωτ. …/30.04.2020, στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του Ν.3156/2003, στον τόμο … και αριθμ. …, η τελευταία αλλοδαπή παρεμβαίνουσα εταιρεία απέκτησε δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την αναιρεσίβλητη ... όλες τις απαιτήσεις και τα δικαιώματά της που απορρέουν από: α. την από 17.07.2006 Σύμβαση υπό τον τίτλο Πρόγραμμα Εκδόσεως Κοινού Ομολογιακού Δανείου, μετά Συμβάσεων Καλύψεως και Πρωτογενούς Διαθέσεως και Ορισμού Διαχειριστή Πληρωμών και εκπροσώπου των Ομολογιούχων Δανειστών και των ταυτόχρονων Παραρτημάτων αυτής με πιστούχο την εταιρεία με την επωνυμία “....” β. την από 09.10.2008 Σύμβαση υπό τον τίτλο Πρόγραμμα Εκδόσεως Κοινού Ομολογιακού Δανείου, μετά Συμβάσεων Καλύψεως και Πρωτογενούς Διαθέσεως και Ορισμού Διαχειριστή Πληρωμών και εκπροσώπου των Ομολογιούχων Δανειστών και των ταυτόχρονων Παραρτημάτων αυτής με πιστούχο την εταιρεία με την επωνυμία “....” γ. την υπ' αριθμόν ... Σύμβαση Πιστώσεως με Ανοικτό Αλληλόχρεο Λογαριασμό, ρητά συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων επί του οριστικού καταλοίπου του εν θέματι αλληλόχρεου λογαριασμού με πιστούχο την εταιρεία με την επωνυμία “....” και δ. την υπ' αριθμόν ... Σύμβαση Πιστώσεως με Ανοικτό Αλληλόχρεο Λογαριασμό, ρητά συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων επί του οριστικού καταλοίπου του εν θέματι αλληλόχρεου λογαριασμού με πιστούχο την εταιρεία με την επωνυμία “...” (με διακριτικό τίτλο “...”) και εγγυήτρια την εταιρεία με την επωνυμία “....”, καθώς και τις προσωπικές και εμπράγματες εξασφαλίσεις των απαιτήσεων αυτών. Οι απαιτήσεις δε αυτές της ... αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας της “....”, που έλαβε χώρα στο Ειρηνοδικείο Αχαρνών (αρ. .../16.12.2014 Έκθεση Αναγκαστικού Πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών ...) και κατατάχθηκαν κατά μέρος αυτών στον υπ' αριθμ. .../15.03.2016 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών .... Η μεταρρύθμιση του πίνακα αυτού, και συγκεκριμένα η αποβολή των απαιτήσεων της ... διωκόταν με την από 18.04.2016 και με αρ. κατάθ. .../2016 ανακοπή του αναιρεσείοντος Ε. Δ., η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς, η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως ειδική διάδοχος των επίδικων καταταγεισών απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης, στα δικαιώματα της οποίας υπεισέρχεται και τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει και μάλιστα αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εν λόγω αναιρεσίβλητης, προς απόρριψη της αναίρεσης, καθόσον η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί καταλαμβάνει και αυτήν, ως ειδική διάδοχο της απαίτησης που απορρέει από την επίδικη έννομη σχέση. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου αναιρεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναιρέσεως (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 978/2017). Ο λόγος δε αυτός αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν ιδρύεται επί παραβιάσεως κανόνων δικονομικού δικαίου, όπως είναι οι περί δικαιοδοσιών διατάξεις των άρθρων 1 και 2 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου, δεν ιδρύεται μεν ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 4 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται, όμως, ότι περίπτωση υπέρβασης δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν το πολιτικό δικαστήριο εξετάζει παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία, αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεν θα υπάγονταν στη δικαιοδοσία του, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται στο νόμο (άρθρα 2 και 282 ΚΠολΔ) με την απλή εξέταση αλλά όχι και τη διάγνωση του ζητήματος, το οποίο αποτελεί το παρεμπίπτον. Ειδικότερα, το πολιτικό δικαστήριο, όταν εξετάζει παρεμπιπτόντως μία διοικητική πράξη, ελέγχει μόνο, αν η διοίκηση ενήργησε μέσα στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσιοδότησης, αν τήρησε τους καθορισμένους τύπους, αν ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά το νόμο, αν εκδόθηκε από το αρμόδιο όργανο ή καθ` υπέρβαση της εξουσίας του και τέλος αν είναι ή όχι αιτιολογημένη. Δηλαδή παρεμπίπτων έλεγχος έχει την έννοια, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν τη διοικητική πράξη, που θεωρούν άκυρη κ.λπ., ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά απλώς δεν την εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 1/2018,ΑΠ 246/2019).Επομένως, στην περίπτωση του παρεμπίπτοντος ελέγχου υπάρχει εξαίρεση και δεν θεμελιώνεται ο ανωτέρω από το αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος(ΑΠ 1286/2020, ΑΠ 2248/ 2014, ΑΠ 647/2011,ΑΠ 2010/2009). Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή με τον λόγο αυτό ελέγχονται οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης για παραβιάσεις κανόνων του ουσιαστικού και όχι του δικονομικού δικαίου, όπως ακριβώς και για το λόγο του αριθμού 1(ΑΠ 1908/ 2008, ΑΠ 1703/2008, ΑΠ 1446/2007, ΑΠ 1140/2005). Αντίθετα, ως κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων συνιστά λόγο αναίρεσης, αποτελούν και οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί προνομίων (άρθρα 975,976), ως και εκείνη της διάταξης του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 585 και 933 ίδιου Κώδικα, που προβλέπει την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης και από την οποία προκύπτει ποιές απαιτήσεις ικανοποιούνται μετά την επιτυχή άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης των δανειστών(ΑΠ 1226/2006) και, συνεπώς, η παραβίασή τους ελέγχεται αναιρετικώς, για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση, μέσω των αριθμών 1 και 19 της διάταξης του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1434/2020, ΑΠ 370/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τα αντίστοιχα σκέλη των πρώτου και δεύτερου λόγων αναίρεσής του το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τις εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση, αφενός της διάταξης του άρθρου 2 ΚΠολΔ, αφετέρου των διατάξεων των άρθρων 585, 933 979 ΚΠολΔ και των αντίστοιχων των άρθρων 2 παρ.2,4 παρ.1,5 παρ.1, 7 και 73 ΚΕΔΕ. Οι λόγοι, όμως αυτοί, κατά τα αντίστοιχα σκέλη τους, τυγχάνουν απαράδεκτοι, γιατί η μεν φερομένη ως παραβιασθείσα διάταξη του άρθρου 2 ΚΠολΔ είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το Εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετικά με την ακυρότητα των επίδικων συμβάσεων εγγυήσεως του ανακόπτοντος και ήδη αναιρεσείοντος Ε. Δ. που η καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα επικαλέστηκε, κατ' ένσταση, πλήττοντας μέρος των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, που έγινε δεκτή, χωρίς να καταταγούν, τελικά, αυτές στον προσβληθέντα από το ανακόπτον και ήδη αναιρεσείον υπ' αριθ. ... πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το αίτημα της ανακοπής του τελευταίου, κατά το μέρος που ζητείτο η μεταρρύθμιση του ως άνω πίνακα δια κατατάξεως των ως άνω μη ικανοποιηθεισών απαιτήσεών του. Ως προς δε τις τελευταίες ως άνω διατάξεις των άρθρων 585, 933, 979 ΚΠολΔ και των αντίστοιχων των άρθρων 2 παρ.2,4 παρ.1,5 παρ.1, 7 και 73 ΚΕΔΕ, αμφότεροι οι λόγοι τυγχάνουν αόριστοι, καθόσον αναφέρεται στο αναιρετήριο δικόγραφο σε τι συνίσταται το ερμηνευτικό σφάλμα, των εν λόγω διατάξεων.
Περαιτέρω από μεν τις διατάξεις των άρθρων 1274, 1276, 1277 ΑΚ και 1007 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσημείωση υποθήκης, αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση, που πληρούται με την τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεως με αναδρομικά αποτελέσματα από την ημέρα της εγγραφής της προσημείωσης, και ασφαλίζει ορισμένη απαίτηση και ειδικώς εκείνη που αναγράφεται και περιγράφεται στη δικαστική απόφαση που χορηγεί την άδεια για την εγγραφή προσημείωσης, από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 975 έως 978 και 1007 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο προσημειούχος αποκτά ταυτόσημη ασφάλεια προς εκείνη του ενυπόθηκου δανειστή, εφόσον πληρωθούν οι (δύο) αιρέσεις υπό τις οποίες τελεί η προσημείωση, ήτοι η τελεσίδικη επιδίκαση της ουσιαστικής απαίτησης και η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη. Έτσι, μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που ασφαλίζεται με την προσημείωση, η τελευταία τρέπεται σε υποθήκη και ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημείωσης και θεωρείται σαν να έχει έκτοτε εγγραφεί. Σε περίπτωση δε που το υπέγγυο ακίνητο εκποιείται αναγκαστικώς πριν την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, τούτο μετουσιώνεται σε χρηματική αξία έναντι των δανειστών και του οφειλέτη, οπότε ο προσημειούχος δανειστής κατατάσσεται στο πλειστηρίασμα "τυχαίως”, ήτοι προσωρινώς μέχρι να κριθεί τελεσίδικα η ουσιαστική βασιμότητα της ασφαλιζόμενης απαίτησής του και, πάντως, προνομιακώς, με την έννοια ότι η κατάταξή του θα λάβει την τάξη και τη σειρά που θα ελάμβανε, αν αντί της προσημείωσης είχε εγγράψει υπέρ αυτού από την αρχή υποθήκη (ΑΠ 50/2021,ΑΠ 1543/2007).Επομένως, ο προσημειούχος εξομοιούται πλήρως με τον ενυπόθηκο δανειστή, με μόνη την διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ' άρθρο 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 14/2006, ΑΠ 1134/2012).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 23 α' N.2190/ 1920 "περί ανωνύμων εταιρειών”, που προστέθηκε με το άρθρο 4 Ν.5076/1931, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 Ν.Δ.4237/1962 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 Π.Δ.409/1986, άρθρο 2 Π.Δ.498/ 1987 και άρθρο 33 Ν.3604/2007, ίσχυε δε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, δάνεια της εταιρείας προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, γενικούς διευθυντές και διευθυντές αυτής, συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συμπεριλαμβανομένου ή συζύγους των, καθώς και προς τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω, και η παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ' οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα. Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί της εταιρείας, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 42 ε' (παρ.1 εδ. α'και 5). Επίσης, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα της παρ.5 χωρίς ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει προκειμένου για πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας με τρίτους. Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται την περιουσία της. Από τον επιδιωκόμενο με τις διατάξεις αυτές ως άνω σκοπό, που συνίσταται στη διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού, προκύπτει ότι οι πιο πάνω απαγορεύσεις αφορούν και τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ εταιρείας και τρίτων (φυσικών ή νομικών προσώπων), οι οποίοι (τρίτοι) ενεργούν, ως παρένθετα πρόσωπα των ανωτέρω (διευθυντών, μελών διοικήσεως κ.λπ.), αφού και στην περίπτωση αυτή αληθινά αντισυμβαλλόμενος και αποκτών ωφελήματα από την εταιρεία είναι όχι το παρένθετο πρόσωπο αλλά το κρυπτόμενο υπό αυτό (ΑΠ 2122/2017, ΑΠ 1857/2009). Τέτοιο παρένθετο πρόσωπο μπορεί να είναι εταιρεία της οποίας μέλος ή μέτοχος είναι κάποιο από τα προαναφερθέντα πρόσωπα, ήτοι διευθυντές, μέλη διοικήσεως κ.λ.π. (ΑΠ 1512/2011, 1511/2011). Οι, κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως, συναπτόμενες συμβάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, αν δεν προηγήθηκε ειδική έγκριση τους (άδεια) από τη γενική συνέλευση των μετόχων, παρεχόμενη με την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή πλειοψηφία, την έλλειψη δε της ειδικής αυτής άδειας δεν θεραπεύει η εκ των υστέρων έγκριση της Γενικής Συνέλευσης, έστω και αν έγινε ομόφωνα (ΟλΑΠ 32/1975, ΑΠ 1961/2013). Η ακυρότητα δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν έχουν προταθεί τα πραγματικά περιστατικά, που την παράγουν, ενώ μπορεί να προταθεί και κατ' ένσταση (ΑΠ 1142/1998). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, επίσης, την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα των άρθρων 23 α' και 42 ε' παρ.5 του Ν.2190/1920, και, ειδικότερα, μη εφαρμογή αυτών παρά το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αναφορικά με μια μερικότερη από τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης, για τις οποίες και κατετάγη προνομιακά, ύψους 1.879.353,44 ευρώ, που είχε αιτία την παρασχεθείσα υπέρ της “... ανώνυμος εταιρία" εγγύηση, για τις οφειλές που θα προέκυπταν από την ... σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) Λογαριασμό, επειδή αυτή προερχόταν από άκυρη σύμβαση εγγύησης, αιτίαση την οποία, όπως ισχυρίζεται, είχε περιλάβει στον πρώτο λόγο της ανακοπής του, που απερρίφθη από το πρωτόδικο δικαστήριο, και επανέφερε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τον αντίστοιχο πρώτο λόγο της έφεσής του, που, επίσης απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Από την παραδεκτή, όμως, κατ' άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 18.04.2016 ανακοπή του το ανακόπτον και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ζητούσε να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ' αριθμ.... πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., προβάλλοντας με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, επί λέξει τα εξής: "1.Διότι, σχετικά με την κατάταξη στα 2/3 του εναπομείναντος εκπλειστηριάσματος, της επισπεύδουσας, ως έχουσας εγγράψει πρώτες στη σειρά προσημειώσεις υποθήκης, σημειώνεται ότι αυτή ναι μεν κατετάγη τυχαία και προνομιακά υπό τον όρο της τελεσιδικίας της υπ' αριθμ.... διαταγής πληρωμής, πλην όμως αρνούμαστε ότι οι επίδικες απαιτήσεις της επισπεύδουσας, για τις οποίες είχαν εγγραφεί στις 23-9-2010 οι εν λόγω προσημειώσεις υποθήκης σειράς Α’, δυνάμει των υπ' αριθμ. 35193Σ/2010 και 35191Σ/2010 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ταυτίζονται με τις απαιτήσεις αυτές για τις οποίες εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, της οποίας θα ελεγχθεί η τελεσιδικία, καθόσον στον προσβαλλόμενο πίνακα δεν διαλαμβάνεται σχετική αιτιολογία. Δεδομένου δε ότι δεν προκύπτει η σχέση μεταξύ των απαιτήσεων για τις οποίες είχαν εγγραφεί οι ως άνω προσημειώσεις και αυτών για τις οποίες εκδόθηκε η ... διαταγή πληρωμής και λόγω των ζητημάτων, που αναφύονται σχετικά και δεν είμεθα σε θέση να ερευνήσουμε, αρνούμεθα τη μεταξύ τους σχέση. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει ο ανακοπτόμενος πίνακας να μεταρρυθμιστεί, ώστε να μη γίνει διαίρεση του εκπλειστηριάσματος και στο ποσό των 3.070.498,85 ευρώ, που απέμεινε προ της διαιρέσεως του εκπλειστηριάσματος να καταταγεί οριστικά και προνομιακά το Ελληνικό Δημόσιο μέχρι πλήρους εξόφλησης των επιδίκων απαιτήσεών του κατ' άρθρο (975 παρ. 2 και 5 ΚΠολΔ και 33 Ν.4141/ 15-4-2013), όπως αυτές προκύπτουν από τις συνημμένες στην παρούσα αναγγελίες των προϊσταμένων της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και Κηφισιάς, κατά το μέρος που εσφαλμένα δεν εξετάστηκαν από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και των απαιτήσεων της Δ.Ο.Υ. Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., όπως αναλυτικά θα εκθέσουμε κατωτέρω στο δεύτερο λόγο της ανακοπής μας.”. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 2669/2017 απόφασή του απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο τον σχετικό ως άνω λόγο ανακοπής. Στη συνέχεια το ηττηθέν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε, κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης, την από 29.05.2017 έφεσή του, επαναφέροντας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον απορριφθέντα ως άνω πρώτο λόγο της ανακοπής του, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, διαλαμβάνοντας, επί λέξει, τα εξής: "1.Κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και με ανεπαρκή αιτιολογία η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής μου, με τον οποίο αμφισβήτησα την απαίτηση της εφεσίβλητης, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Διότι, αναφορικά με την κατάταξη της εφεσίβλητης-επισπεύδουσας στα 2/3 του εναπομείναντος εκπλειστηριάσματος, αρνήθηκα, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής μου, ότι οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης, ως έχουσας εγγράψει στις 23-9-2010 πρώτες στη σειρά προσημειώσεις υποθήκης, δυνάμει των υπ' αριθμ. 35193Σ/2010 και 35191Σ/2010 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ταυτίζονται με τις απαιτήσεις για τις οποίες εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... διαταγή πληρωμής, της οποίας θα ελεγχθεί η τελεσιδικία, καθόσον στον προσβαλλόμενο πίνακα δεν διαλαμβάνονταν σχετική αιτιολογία. Ειδικότερα, δεδομένου ότι δεν προέκυπτε η σχέση μεταξύ των απαιτήσεων για τις οποίες είχαν εγγραφεί οι ως άνω προσημειώσεις και αυτών για τις οποίες εκδόθηκε η ... διαταγή πληρωμής και λόγω των ζητημάτων, που αναφύονται σχετικά αρνήθηκα τη μεταξύ τους σχέση. Επειδή από την αιτιολογία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι αυτό εξέτασε τη σχέση μεταξύ των απαιτήσεων για τις οποίες εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και των απαιτήσεων για τις οποίες εγγράφηκαν οι προσημειώσεις υποθήκης, ώστε από την έρευνα του αποδεικτικού υλικού να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι πράγματι αυτές ταυτίζονται, αλλά με εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ανεπαρκή αιτιολογία απέρριψε το λόγο της ανακοπής μου δεχόμενο ότι ορθά κατετάγη η ανακόπτουσα(εκ παραδρομής αναφορά της καθής η ανακοπή) υπό την αίρεση της τελεσιδίκου απαιτήσεως της. Για το λόγο αυτό, έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση, η οποία απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής μου, ενώ αν ορθώς εκτιμούσε τα αποδεικτικά στοιχεία, θα έκανε αυτόν δεκτό ως νόμω και ουσία βάσιμο, διότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν απέδειξε ότι οι επίδικες απαιτήσεις αυτής, για τις οποίες είχαν εγγραφεί στις 23-9-2010 οι προσημειώσεις υποθήκης σειράς Α’, δυνάμει των υπ' αριθμ.35193Σ/2010 και 35191Σ/2010 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ταυτίζονται με τις απαιτήσεις, για τις οποίες εκδόθηκε η υπ’αριθμ.... διαταγή πληρωμής”. Το δε Εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 4914/2019 απόφασή του, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, δέχθηκε, κατά το αναιρετικώς ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος της, τα εξής: "Με επίσπευση της καθ' ης η ανακοπή... εφεσίβλητης (και ήδη αναιρεσίβλητης) Τράπεζας διενεργήθηκε, προς αναγκαστική ικανοποίηση της ενσωματούμενης στη 15.522/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απαιτήσεως, ύψους 915.400,00 ευρώ, αναγκαστικός πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας της οφειλέτιδας ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία ¨....¨. Συγκεκριμένα, με την .../16.12.2015 Έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., πλειστηριάσθηκαν τα, κείμενα στη θέση ¨...¨, κτηματικής περιφερείας ..., τέσσερα αγροτεμάχια, συναποτελούντα ενιαίο γεωτεμάχιο, που κατασχέθηκαν δια της .../17.12.2015 σχετικής εκθέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Γ., το δε επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα ανήλθε στα 3.600.000,00 ευρώ. Πλην, το ποσό τούτο δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των χρηματικών απαιτήσεων των προσηκόντως αναγγελθέντων δανειστών της οφειλέτιδας, οπότε η άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον .../15.3.2016 πίνακα κατατάξεώς τους. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων (οι οποίοι δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), το ανακόπτον... εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο(και ήδη αναιρεσείον)αναγγέλθηκε (i) δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., για απαιτήσεις του ολικού ύψους 71.867,35 ευρώ, εκ των οποίων 18.999,57 ευρώ προέρχονταν από Φ.Π.Α.,(ii) δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, για απαιτήσεις του ολικού ύψους 5.352.140,23 ευρώ, εκ των οποίων 1.100.612,30 ευρώ προέρχονταν από Φ.Π.Α. και (iii) δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κηφισίας, για απαιτήσεις του ολικού ύψους 71.530,05 ευρώ, εκ των οποίων 44.445,90 ευρώ προέρχονταν από Φ.Π.Α. Η καθ' ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, ως επισπεύδουσα, δεν είχε υποχρέωση αναγγελίας για την κατάταξη της απαιτήσεώς της που ενσωμάτωνε ο, θεμελιώνων την αναγκαστική εκτέλεση, προαναφερόμενος εκτελεστός τίτλος (15.522/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Επειδή, όμως, ήταν, συγχρόνως, δανείστρια και άλλων χρηματικών οφειλών της καθ' ης η εκτέλεση, με την από 17.12.2015 αναγγελία της, ανακοίνωσε τη βούλησή της να συμμετάσχουν στη διαδικασία της κατατάξεως οι απαιτήσεις της α) ύψους 5.139.067,10 ευρώ που ανεφύη από την από 17.7.2006 σύμβαση ομολογιακού δανείου, β) ύψους 5.121.065,31 ευρώ που κατάγεται από την από 9.10.2008 σύμβαση ομολογιακού δανείου, γ) ύψους 4.390.594,69 ευρώ που γεννήθηκε από την ... σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) Λογαριασμό και δ) ύψους 1.879.353,44 ευρώ που έχει αιτία την παρασχεθείσα υπέρ της ¨... ανώνυμος εταιρία¨ εγγύηση, για τις οφειλές που θα προέκυπταν από την ... σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Μάλιστα, για την ύστερη αυτή απαίτηση εξεδόθη σε βάρος της πιστούχου και των εγγυητών η 19.343/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για οφειλόμενο, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, κεφάλαιο 1.847.862,94 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Οι τρεις πρώτες των αμέσως ανωτέρω απαιτήσεων είχαν εξασφαλισθεί με προσημείωση υποθήκης ποσού 2.000.000,00 ευρώ, εγγραφείσα επί των κατασχεθέντων ακινήτων, δυνάμει της 35.193Σ/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία τούτων είχε, επίσης, εξασφαλισθεί με προσημείωση υποθήκης ποσού 2.000.000 ευρώ, εγγραφείσα επί των κατασχεθέντων ακινήτων, δυνάμει της 35.191Σ/2010, αποφάσεως του ιδίου πιο πάνω Δικαστηρίου. Κατά τη σύνταξη του βληθέντος πίνακος, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος έλαβε υπόψη της το Α’ απόγραφο εκτελεστό της άνω 15.522/2013 διαταγής πληρωμής, στην οποία στηριζόταν η απαίτηση της επισπεύδουσας... και έλεγξε τις απαιτήσεις των αναγγελθέντων δανειστών. Διαπίστωσε, όμως, ότι στα αναγγελτήρια που είχαν υποβληθεί από τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών και Κηφισιάς υπήρχαν και χρέη, τα οποία δεν είχε δημιουργήσει η, με Α.Φ.Μ. 094002933, καθ' ης ο διενεργηθείς πλειστηριασμός ως πρωτοφειλέτιδα, αλλά είχαν βεβαιωθεί σε βάρος εκείνης ως συνυπόχρεης ενώ αφορούσαν έτερα πρόσωπα. Ειδικά το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν είχε απαιτήσεις για χρέη προς (i) τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών (πλην της μη επίδικης, εξ 9.251,71 ευρώ, από Φ.Π.Α. της οφειλέτιδας) των εταιρειών με Α.Φ.Μ. ... και (ii) τη ..., των προσώπων με Α.Φ.Μ. ... και ... Η άνω υπάλληλος δεν εξέτασε τις εν λόγω απαιτήσεις, καθότι έκρινε ότι στους αντίστοιχους πίνακες χρεών δεν μνημονευόταν μήτε προσκομίσθηκε κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει την εγγύηση της οφειλέτιδας για τα συγκεκριμένα χρέη. Σε συνέπεια αυτού δεν τις συμπεριέλαβε στη διανομή του πλειστηριάσματος. Έτσι, μετά την προαφαίρεση των, ύψους 31.293,06 ευρώ, γενόμενων εξόδων, έκρινε ότι το εναπομείναν ποσό των 3.568.706,94 ευρώ έπρεπε να διανεμηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 61 του Κ.Ε.Δ.Ε. και 975 έως 978 και 1007 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα), καθώς συνέτρεχαν απαιτήσεις δορυφορούμενες με ειδικά και γενικά προνόμια και απλές εγχειρόγραφες απαιτήσεις. Πρώτα, λοιπόν, έπρεπε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των Δ.Ο.Υ. που αφορούσαν Φ.Π.Α. (Φ.Α.Ε. Αθηνών ποσού 9.251 + Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. ποσού 18.999,57) 28.251,28 ευρώ, οι απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. ποσού 34.539,42 ευρώ και οι απαιτήσεις των εργαζομένων συνολικού ποσού 435.417,39 ευρώ. Το εναπομείναν ποσό των 3.070.498,85 ευρώ έπρεπε να διαιρεθεί, προκειμένου το 1/3 αυτού να διατεθεί για την ικανοποίηση της έχουσας γενικό προνόμιο υπολειπόμενης απαίτησης της Δ.Ο.Υ. Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. ποσού 52.867,78 ευρώ και τα 2/3 να διατεθούν για τη μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεων της καθ' ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ως προσημειούχου δανείστρας. Έτσι, κατέταξε Α. προνομιακά και οριστικά (i) τη Δ.Ο.Υ. Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. για το αναγγελθέν ποσό των 71.867,35 ευρώ,(ii) τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών για το ποσό των 9.251,71 ευρώ,(iii) το Ι.Κ.Α. για ποσό 34.539,42 ευρώ και (iv) τον Κ. Σ. για ποσό 16.114,68 ευρώ και Β. προνομιακά και υπό αίρεση (i) 61 εργαζομένους, για τις ειδικά ορισμένες χρηματικές ποσότητες που αντιστοιχούν σε καθένα από αυτούς, και (ii) την καθ' ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη για ποσό 3.017.631,07 ευρώ. Άρα, αποδεικνύεται ότι, πράγματι, οι απαιτήσεις, για τις οποίες κατετάγη προνομιακά η τελευταία, είχαν εξασφαλισθεί με προσημείωση υποθήκης, ανεξαρτήτως αν μέρος τούτων ενσωματώνεται στην 15.522/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει, με τον πρώτο ανακοπτικό λόγο, τον οποίο επαναφέρει ως πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν, καταδεικνύονται αβάσιμα...”. Επομένως, από το περιεχόμενο των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος που διαλαμβάνεται στον προαναφερόμενο τρίτο λόγο της αναίρεσης, που αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για την πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω παραβίασης, με τη μη εφαρμογή τους των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 23α' και 42ε' παρ.5 του Ν2190/1920, και συγκεκριμένα επικαλούμενος την ακυρότητα μιας μερικότερης από τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης, για τις οποίες και κατετάγη προνομιακά, ύψους 1.879.353,44 ευρώ, που είχε αιτία την παρασχεθείσα υπέρ της “...” εγγύηση, για τις οφειλές που θα προέκυπταν από την ... σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) Λογαριασμό, προβάλλεται, το πρώτον, όψιμα κατά την παρούσα αναιρετική διαδικασία, αφού τέτοιος ισχυρισμός ουδέποτε προτάθηκε από το αναιρεσείον, σε βάρος των απαιτήσεων της αντιδίκου του αναιρεσίβλητης, ούτε με τους λόγους της ανακοπής του κατά του επίδικου πίνακα κατάταξης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλ' ούτε και με λόγο έφεσης, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ισχυρισμό που αφορά στην δημόσια τάξη, προτείνεται, προεχόντως, απαράδεκτα, κατ' άρθρ.562 παρ.2 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, με αυτά που δέχθηκε, και έτσι που έκρινε το Εφετείο, όσον αφορά τη μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεων της καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης Τράπεζας, ως προσημειούχου δανείστριας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και ειδικότερα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 975 έως 978 και 1007 παρ.1 του ΚΠολΔ, που ήταν εφαρμοστέες, και όχι εκείνες των άρθρων 23α και 42ε παρ.5 του Ν.2190/1920, που δεν εφάρμοσε, σε σχέση με την προαναφερόμενη επίδικη αναγγελθείσα απαίτηση της καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης Τράπεζας, και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στις ανωτέρω διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες και εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση, αφού κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα από το Εφετείο πραγματικά περιστατικά, η καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα, έπρεπε, νομίμως, να καταταγεί τυχαία και προνομιακά υπό τον όρο της τελεσιδικίας της υπ' αριθμ. 15.522/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στον επίδικο πίνακα κατατάξεως για μέρος των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, ποσού 3.017.631,07 ευρώ, επειδή αυτές είχαν ήδη εξασφαλισθεί με προσημειώσεις υποθήκης, συνολικού ποσού 4.000.000 (2.000.000+ 2.000.000) ευρώ, εγγραφείσες επί των κατασχεθέντων ακινήτων, δυνάμει των υπ' αριθμ. 35.193Σ/2010 και 35.191Σ/2010 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις οποίες (εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης) περιλαμβανόταν και η προαναφερόμενη επίδικη, για την οποία είχε εκδοθεί σε βάρος της πιστούχου και των εγγυητών και η 19343/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για οφειλόμενο, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, κεφάλαιο 1.847.862,94 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Τέλος, ο ίδιος ως άνω λόγος, που με τις λοιπές αιτιάσεις του, με τις οποίες, υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, πλήττεται η ακυρωτικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος. Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί. Τέλος το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης και της αυτοτελώς υπέρ της αναιρεσίβλητης προσθέτως παρεμβαίνουσας, οι οποίοι παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ.18 ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Σημειώνεται τέλος, ότι το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο δεν υποχρεούται, κατ' άρθρο 19 παρ.1 του Ν.Δ. της 26-6/10-7-1944 σε συνδυασμό με το άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ Α’239/1931), σε κατάθεση του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ παραβόλου για την άσκηση αναίρεσης, γι' αυτό και δεν διαλαμβάνεται σχετική διάταξη στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5.12.2019 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθμ. 4914/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον να πληρώσει για τα δικαστικά έξοδα καθενός εκ των αναιρεσίβλητης και αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας,το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ