Αριθμός 911/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βουρτζούμη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Κ. του Σ., συζ. Ε. Μ. και 2) Ε. Μ. του Δ., κατοίκων Χώρας ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Μαργαρίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 20-6-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1777/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4289/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-9-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αλεξάνδρα Αποστολάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 222 ΚΠολΔ: "Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη”. Το από την ανωτέρω διάταξη απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας, αποτελεί εκδήλωση της έννομης σχέσης της δίκης και συνίσταται στο ότι το δικαστήριο δεσμεύεται να μη συζητήσει εκ νέου την ίδια διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων. Όμως, η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας κατά την προαναφερθείσα διάταξη, μη επιβαλλόμενη από το νόμο, προς κατοχύρωση του αποτελέσματος δικονομικής ακυρότητας ή προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου, υπό την έννοια της διάταξης του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο απλώς χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο όμως που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλάφησης για την τελευταία απόφαση κατ' άρθρα 544 § 1 και 549 § 2 ΚΠολΔ. (ΑΠ 867/2019, ΑΠ 985/2018, ΑΠ 600/2016, ΑΠ 431-432/2015, ΑΠ 1377/2012). Επίσης, επειδή το άρθρο 222 του ΚΠολΔ αποτελεί κανόνα δικονομικού δικαίου, η παραβίασή του δεν θεμελιώνει αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 751/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα μισθώτρια με τον 1ο λόγο αναίρεσης υποστηρίζει, ότι κατά παράβαση του άρθρου 222 του ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβληθείσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ένσταση εκκρεμοδικίας και δεν ανέστειλε την εκδίκαση της από 23-12-2013 αγωγής των αναιρεσίβλητων εκμισθωτών για την επιδίκαση μισθωμάτων και αποζημίωσης για φθορές στο μίσθιο, έως ότου περατωθεί η εκκρεμής δίκη, η οποία ανοίχθηκε με την προγενεστέρως ασκηθείσα από αυτήν (αναιρεσείουσα) από 02-07-2013 ανακοπή κατ' άρθρο 933 του ΚΠολΔ κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος της από τους αναιρεσίβλητους δυνάμει της 515/2013 διαταγής απόδοσης της χρήσης του ένδικου μισθίου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, αφού οι προβαλλόμενες αιτιάσεις δεν ιδρύουν αναιρετικό λόγο ούτε από τον αριθμό 1, ούτε από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης κατ' αρχήν αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Ποία πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής.
Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση του δικαιώματος αυτού με την άσκηση της αγωγής, που επικαλείται ο ενάγων, συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής και ως εκ τούτου δεν αποτελεί "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 260/2008, ΑΠ 871/2003). Στις διαφορές, που ανακύπτουν από τη σύμβαση μίσθωσης, προς άσκηση της σχετικής αγωγής κατά του μισθωτή, νομιμοποιείται ο εκμισθωτής, o οποίος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, δικαιούμενος να ζητήσει τόσο την καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων, όσο και αποζημίωση, για τυχόν φθορές στο μίσθιο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης και έννομου συμφέροντος των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων δεν αποτελούν, κατά τα προεκτιθέμενα, "πράγματα”, κατά την έννοια του νόμου, αλλά συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών του αναιρεσιβλήτων. Επομένως οι προβαλλόμενες με το 2ο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αντίθετες αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδ. γ' του ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Καμία, ωστόσο, διάταξη νόμου δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος, ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και, ιδίως, από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναίρεσης (ΑΠ 760/2020, ΑΠ 717/2020, 700/2020, ΑΠ 595/2020, ΑΠ 1199/2018). Με τον 3ο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην πληττομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη α) την ένορκη κατάθεση της μάρτυρός της Β. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και β) τα νομίμως προσαχθέντα από αυτήν έγγραφα και δη τα από 8-5-2013, 24-5-2013, 30-5-2013, 30-52013 και 30-5-2013 παραστατικά καταβολής του συμφωνημένου μειωμένου μισθώματος ποσού 1.800 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσαν οι αναιρεσίβλητοι στην … Τράπεζα, και το από 30-5-2013 παραστατικό καταβολής ποσού 480 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του πληρεξουσίου των αναιρεσίβλητων στην ..., αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προκύπτει αφενός μεν η σύναψη προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για μείωση του μισθώματος στο ποσό των 1.800 ευρώ αναδρομικά από το Δεκέμβριο του 2012, αφετέρου δε η έλλειψη φθορών στο μίσθιο κατάστημα πέραν της συνήθους χρήσης. Από την αναφορά όμως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα υπ' αριθμ. …/2014 πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέστηκαν νόμιμα, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, στο οποίο, μάλιστα, γίνεται και λεπτομερής παράθεση των ανωτέρω παραστατικών κατάθεσης των μειωμένων καταβολών της αναιρεσείουσας, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι έλαβε υπόψη και τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα της αναιρεσείουσας και, επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο λόγος από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ιδρύεται, μόνο, αν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε, κατά το νόμο και όχι, αν απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 268/2020, 570/2016, 327/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, ο 4ος λόγος της αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Εφετείο, μη λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, καθώς και τη νομίμως προσκομισθείσα με επίκληση από 20-10-2014 τεχνική έκθεση του μηχανικού της Σ. Κ., παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτος, διότι δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα τα επικαλούμενα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σ' ένα από αυτά.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. ε' του ΚΠολΔ, όπως ισχύει) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-09-2019 αίτηση (αριθμ. κατάθ. …/10-09-2019) για αναίρεση της 4289/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Μαΐου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ