Απόφαση

Αριθμός 1105/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α)Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία “……. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, ως ειδικής διαδόχου λόγω απόσχισης κλάδου επιχείρησης της εταιρείας με την επωνυμία " ….. Α.Ε.-….." όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Β. Ν. του Π., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Κατερίνας Φλίνου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Β)Του αναιρεσείοντος: Β. Ν. του Π., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Κατερίνας Φλίνου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: εταιρίας με την επωνυμία “……. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, ως ειδικής διαδόχου λόγω απόσχισης κλάδου επιχείρησης της εταιρείας με την επωνυμία " …. Α.Ε.-….." όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-8-2011 αγωγή του ήδη Β) αναιρεσείοντος - Α)αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν η 686/2012 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 108/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας, ζήτησε ο ήδη Α) αναιρεσίβλητος με την από 26-7-2016 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 1473/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο.
Εκδόθηκε η 281/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεσή της ζητούν: η Α) αναιρεσείουσα με την από 29-6-2020 αίτησή της και ο Β) αναιρεσείων με την από 30-7-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δήμητρα Ζώη. Η πληρεξούσια του Β) αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του Α) αναιρεσίβλητου την απόρριψη της και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 367/2020, 293/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνεκδίκασης, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, των από 29-6-2020 και από 30-7-2020 αιτήσεων, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά τη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. 281/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 1478/2018 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία, κατόπιν παραδοχής της από 26-7-2016 αιτήσεως αναιρέσεως του ενάγοντος - τότε αναιρεσείοντος, αναιρέθηκε η προηγούμενη υπ’αριθμ.108/2015 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρ. 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ) και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Οι ως άνω αιτήσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτές (άρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Α: Επί της από 30-7-2020 (υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. …/2020) αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Ν.: Με το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι "αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ' αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ' αυτήν”. Στο άρθρο του 580 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι, "αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές" και στο άρθρο του 581 παρ. 2 αυτού, ότι "η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της αποφάσεως και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 251/2016). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναιρέσεως που έγινε δεκτός, καθώς και αυτά που συνάπτονται, άρρηκτα, με εκείνα που αναιρέθηκαν. H έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1282/2018, 1150/2017, 304/2016). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, ενώ οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που ήταν πριν από αυτήν. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους. Περίπτωση ολικής αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης αποφάσεως, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αποφάσεως, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 84/2017, 359/2017). Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ` αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι (ΑΠ 1476/2012, 738/2012). Στην περίπτωση της εν μέρει αναιρέσεως, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της αποφάσεως που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ασκήσεως κυρίας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής, επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαιτήσεως ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία τα οποία συναναιρούνται και επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΑΠ 443/2006, 570/2005) . Έτσι με την αναίρεση της αποφάσεως, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αιτήσεως, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 129/2005, 43/2005, 137/2004). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που εφόσον πρόκειται περί διαφοράς υπαγόμενης στις ειδικές διαδικασίες δικάζει κατ' εφαρμογή των αναλόγων διατάξεων, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναιρέσεως που έκανε δεκτό (ΑΠ 1145/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων με την από 22-8-2011 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυριζόμενος ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη ως τεχνικός τύπου από την 1-6-1987 μέχρι τις 24-5-2011, οπότε η τελευταία προέβη σε καταγγελία αυτής, και επικαλούμενος ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, για το λόγο ότι έλαβε χώρα, α) ενώ αυτός βρισκόταν σε άδεια, β) από λόγους εκδίκησης επειδή η εναγομένη είχε ενοχληθεί από τη συνδικαλιστική δράση που είχε αναπτύξει και γ) γιατί σε κάθε περίπτωση ακόμη και στην περίπτωση απόλυσης συνεπεία οικονομικοτεχνικών λόγων, η εναγομένη παρέλειψε να τηρήσει τα αναγκαία κριτήρια, ώστε η καταγγελία της σύμβασης να μην είναι αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ζήτησε, α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 24-5-2011 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία του δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως και γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 25-5-2011 μέχρι 25-1-2021, το ποσό των 15.500 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 686/2012 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και, α) αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ως καταχρηστική, β) επιδίκασε σ' αυτόν για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 13.000 ευρώ και γ) απέρριψε το αίτημά του για την υποχρέωση της εναγομένης να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία του, ως αόριστο. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς: Α) ο ενάγων, με την από 12-6-2012 (υπ' αριθμ. καταθ. …/2012) έφεσή του, παραπονούμενος για την απόρριψη του ως άνω αιτήματος της αγωγής του για επαναπρόσληψη και την απόρριψη του αιτήματός του για την επιδίκαση σ' αυτόν μισθών υπερημερίας και Β) η εναγομένη, με την 12-6-2012 (υπ’αριθμ. καταθ. …/2012) έφεσή της, παραπονούμενη για την κατ' ουσίαν παραδοχή του πρώτου αιτήματος της αγωγής, δηλαδή την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ως καταχρηστικής. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 108/2015 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω εφέσεις, α) απέρριψε την έφεση του ενάγοντος, κρίνοντας ως αόριστα τα δύο ως άνω αιτήματα αυτού για επαναπρόσληψη και επιδίκαση μισθών υπερημερίας, τα οποία είχαν προσβληθεί με σχετικούς λόγους εφέσεως και β) δέχθηκε την έφεση της εναγομένης και μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κράτησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Κατόπιν ασκήσεως της από 26-7-2016 αιτήσεως αναιρέσεως εκ μέρους του ενάγοντος, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1473/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ως άνω 108/2015 εφετειακή απόφαση, λόγω ελλείψεως νόμιμης βάσης, διότι περιείχε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες για το ουσιώδες ζήτημα του εάν η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας έγινε εκ λόγων εκδικήσεως στο πρόσωπο του ενάγοντος εξαιτίας της μέχρι τότε άτυπης συνδικαλιστικής δράσης αυτού, κάνοντας δεκτό τον σχετικό από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Με την από 4-12-2018 κλήση του ενάγοντος επαναφέρθηκαν προς κρίση ενώπιον του Εφετείου, τόσο η ως άνω έφεση του ενάγοντος, όσο και η έφεση της εναγομένης. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως υπ' αριθμ. 281/2020 απόφαση, με την οποία, α) κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, για το λόγο ότι με αυτή δεν πλήττεται το αναιρεθέν σκέλος της παραπάνω υπ' αριθμ. 686/2012 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και β) έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά το περί ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικότητας σκέλος της. Ειδικότερα το Εφετείο, αναφορικά με την ως άνω έφεση του ενάγοντος, δέχθηκε ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε σ' αυτό για εκδίκαση με την αναιρετική απόφαση, μόνο ως προς το προσβληθέν κεφάλαιό της που αφορούσε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ως καταχρηστικής και ότι, παρ' όλο που με το διατακτικό της δεν περιοριζόταν η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως σε κάποια διάταξη αυτής, από το αιτιολογικό της προέκυπτε ότι αυτή αφορούσε μόνο το συγκεκριμένο σκέλος της και ότι η αίτηση παροχής έννομης προστασίας και δη αμφότερες οι εφέσεις αναβίωναν μόνο ως προς αυτό. Έτσι, έκρινε ότι έπρεπε να ερευνήσει την υπόθεση μόνο ως προς τους αντίστοιχους λόγους της εφέσεως της εναγομένης που αφορούσαν την ακυρότητα ή μη λόγω τυχόν καταχρηστικότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και όχι τους λόγους της έφεσης του ενάγοντος και έπλητταν τις διατάξεις της εκκαλουμένης αποφάσεως που αφορούσαν την επιδίκαση μισθών υπερημερίας στον ενάγοντα και αποδοχή των υπηρεσιών αυτού εκ μέρους της εναγομένης, οι οποίες δεν είχαν προσβληθεί με την ως άνω αναίρεση, γιατί διαφορετικά θα πληττόταν το δεδικασμένο. Με την εν λόγω κρίση του το Εφετείο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις περί δεδικασμένου διατάξεις, δέχθηκε ότι με την υπ’αριθμ.1473/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε η υπ' αριθμ. 108/2015 απόφαση του Εφετείου μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορούσε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ως καταχρηστικής και όχι και ως προς τα λοιπά κεφάλαια αυτής. Η ως άνω 108/2015 απόφαση του Εφετείου, ως προς τους σχετικούς λόγους της έφεσης του ενάγοντος, που έπλητταν τις διατάξεις της εκκαλουμένης αποφάσεως που αφορούσαν την επιδίκαση μισθών υπερημερίας στον ενάγοντα και αποδοχής των υπηρεσιών αυτού εκ μέρους της εναγομένης, δεν είχε προσβληθεί με την αίτηση αναιρέσεως και συνεπώς δεν είχε αναιρεθεί ως προς τα κεφάλαια αυτά, παρά το ότι δεν αναφέρεται ρητά η υπ' αριθμ. 1473/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου σε μερική αναίρεση αυτής. Ετσι, είχε προκύψει δεδικασμένο από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ως προς την απόρριψη των ως άνω δύο λόγων της έφεσης του αναιρεσείοντος, και το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, δεσμευόμενο από το δεδικασμένο, δεν είχε εξουσία να εξετάσει εκ νέου τη βασιμότητα ή μη των λόγων αυτών της έφεσης του ενάγοντος με τους οποίους είχε προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς τα ανωτέρω δύο κεφάλαια αυτής που αφορούσαν την επαναπρόσληψη του ενάγοντος και την επιδίκαση σ' αυτόν μισθών υπερημερίας και να κρίνει διαφορετικά. Εν τούτοις, εκ παραδρομής το Εφετείο κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της εφέσεως του αναιρεσείοντος - ενάγοντος, ορολογία συμβατή με μη οριστική απόφαση, αντί της ορθής νομικής ορολογίας επί οριστικών αποφάσεων, της απορρίψεως της κλήσεως. Επομένως, οι σχετικοί, πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων, όπως αυτοί ορθά εκτιμώνται, προβάλλει την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καταλογίζοντας στο Εφετείο ότι, με το να δεχθεί τα παραπάνω και να μην προβεί στην εξέταση της εφέσεώς του έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατόπιν αυτών, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσιβλήτου εταιρείας που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
Β: Επί της από 29-6-2020 (υπ' αριθμ. καταθ…/2020) αιτήσεως αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας την επωνυμία: “….. Α.Ε. ..”.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 15/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, επιλαμβανόμενο του εκκαλουμένου με την ως άνω από 12-6-2012 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, κεφαλαίου της καταχρηστικότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων προσελήφθη από την αρχικώς εναγομένη με την επωνυμία “….ΑΕ-…”, ο εκδοτικός κλάδος της οποίας αποσχίσθηκε και μεταβιβάστηκε στην ήδη εκκαλούσα, κατά τα άρθρα 1 περ. ε' και 4 του ν. 2166/1993, η οποία δραστηριοποιείτο στην έκδοση ημερησίων εφημερίδων, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήφθη την 1-6-1987, παρέχοντας έκτοτε προσηκόντως τις υπηρεσίες του ως τεχνικός τύπου και στη συνέχεια μετά την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας, ως σελιδοποιός, χωρίς να διατυπωθεί καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του κανένα παράπονο από την εργοδότρια του. Οι αποδοχές του τον Ιανουάριο του έτους 2011 είχαν διαμορφωθεί στο ποσό των 3.853,61 ευρώ και ήταν ένας από τους πλέον υψηλά αμειβόμενους υπαλλήλους. Με την πάροδο των ετών ανέπτυξε συνδικαλιστική δραστηριότητα υπέρ των δικαιωμάτων των μισθωτών της εναγομένης και κατά τη διετία 2007-2009 συμμετείχε, κατόπιν εκλογής, στο διοικητικό συμβούλιο του συνδικαλιστικού σωματείου "ΕΝΩΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ" (ΕΤΗΠΤΑ). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι από το 2010 και μετά η γενικότερη οικονομική ύφεση επέδρασε αρνητικά στον χώρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας και, επομένως, και στη δραστηριότητα της εναγομένης, η οποία λόγω της γενικότερης πτώσης των πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών, τη δραστική μείωση των διαφημιστικών εσόδων της και την πτώση των εσόδων της από εκτυπώσεις τρίτων, εμφάνισε σημαντική μείωση του κύκλου των εργασιών της και των εσόδων της, με αντίστοιχη αύξηση των ζημιών της. Συγκεκριμένα, βάσει του δημοσιευθέντος στις 20-4-2011 ισολογισμού της (ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ 2213/20-4-2011), κατά τη χρήση 1/1 έως 31/12/2010 σε σχέση με την προηγούμενη χρήση 1/1 έως 31/12/2009, ο κύκλος των εργασιών της μειώθηκε από 76.054.094,30 σε 69.288.642,51 ευρώ, τα μικτά της κέρδη από 19.479.571,13 σε 17.895.327,50 ευρώ και οι ζημίες της μετά από φόρους, αυξήθηκαν από 4.436.680,39 σε 7.831.552,16 ευρώ. Υπό τα δεδομένα αυτά, αποφάσισε τη μείωση των δαπανών της και μεταξύ αυτών και τη μείωση του μισθολογικού κόστους. Εξάλλου, η εξέλιξη της τεχνολογίας είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του τομέα της προεκτύπωσης, με περαιτέρω συνέπεια τη μείωση των θέσεων εργασίας των τεχνικών. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 ανακοινώθηκε μείωση των αποδοχών των τεχνικών τύπου, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Καταγγέλθηκαν, ωστόσο, οι συμβάσεις εργασίας δύο τεχνικών τύπου και δύο ακόμη το καλοκαίρι του επομένου έτους, οι οποίοι δεν αποδεικνύεται ότι προσέφυγαν στο άνω συνδικαλιστικό σωματείο. Τον Νοέμβριο του έτους 2010 τέθηκε από τον διευθυντή παραγωγής της εναγομένης, Ν. Ν. το ζήτημα της εκ περιτροπής εργασίας και υπήρξε συνάντηση με τον πρόεδρο της ΕΤΗΠΤΑ …, ενώ για το ίδιο θέμα έλαβαν χώρα άλλες δύο συναντήσεις στις 21 και τις 27/12 του ίδιου έτους. Παρ’ ότι η πρόταση για το εργασιακό αυτό καθεστώς δεν έγινε αποδεκτή από τους εργαζομένους τεχνικούς τύπου, στις 30-12-2010 κατατέθηκε το υπ' αριθμ. πρωτ. 32141 έγγραφο της εναγομένης, περί εφαρμογής του για το σύνολο αυτών ήδη από την 1-1-2011, γεγονός που προκάλεσε την άμεση αντίδραση οκτώ εκ των δέκα θιγόμενων εργαζομένων αλλά και του ΕΤΗΠΤΑ. Τελικώς, λόγω της έντονης αντίδρασης των εργαζομένων της η εναγομένη ανακάλεσε τη σχετική απόφασή της, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα της εθελούσιας εξόδου με ευνοϊκούς όρους, για τρεις αρχικά τεχνικούς τύπου, που είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, τον Ιανουάριο του ιδίου έτους. Τον Μάρτιο προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μιας ακόμη τεχνικού, η οποία, δεν προσέφυγε στο άνω συνδικαλιστικό σωματείο και στις αρχές Μαΐου ανακοίνωσε την απόφασή της να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση των θέσεων εργασίας, με την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εννέα ακόμη τεχνικών, με αποτέλεσμα, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο ενάγων, το απομένον προσωπικό να μην επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της την ίδια στιγμή που η εναγομένη προσέλαβε και χρησιμοποιούσε τεχνικούς, μέσω άλλης εταιρείας συμφερόντων της, με τη μορφή της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Όλες αυτές οι ενέργειες της εναγομένης, παρ' ότι συνέπλεαν με το γενικότερο οικονομικό κλίμα που είχε πλήξει και τον τομέα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, είχαν αποτελέσει αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης με τους εργαζομένους της και το προαναφερθέν συνδικαλιστικό σωματείο. Για την διαφαινόμενη πλέον καθαρά αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις με τις περικοπές των μισθών, τις απολύσεις εργαζομένων" και την προώθηση πιο ελαστικών θέσεων εργασίας, όπως η εκ περιτροπής εργασία, υπήρξε έντονη αντίδραση και από το διασωματειακό σωματείο των εργαζομένων στα ΜΜΕ (δημοσιογράφων, διοικητικών υπαλλήλων, τεχνικών) με την εξαγγελία απεργιακής κινητοποίησης στις 17-3-2011, αλλά και προηγουμένως στις 23-2-2011. Σε όλες αυτές τις κινητοποιήσεις πρωτοστατούσε ο ενάγων, ο οποίος, ελλείψει επιχειρησιακού σωματείου, εκπροσωπούσε τους εργαζομένους στην εναγομένη, προς την οποία-αλλά και την ΕΤΗΠΤΑ- μετέφερε τα παράπονα και οποιοδήποτε άλλο θέμα προέκυπτε, και μετέφερε αντίστοιχα σε εκείνους οτιδήποτε αφορούσε γενικά το τμήμα των τεχνικών ή ατομικά κάποιο εργαζόμενο, μεριμνώντας για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Οι σχέσεις του με την εναγομένη διαταράχθηκαν αφής στιγμής άρχισαν οι απολύσεις του προσωπικού, με την επίμονη και σταθερή στάση που επέδειξε, ώστε να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίες και οι αποδοχές των εργαζομένων και να αποτραπεί ο κίνδυνος και άλλων απολύσεων, ενώ έντονη υπήρξε η αντίδρασή του στην εκ περιτροπής εργασία . Έτσι, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι την ιδιότητά του αυτή, ως εκπροσώπου δηλαδή των εργαζομένων, γνώριζαν και οι εκπρόσωποι της εναγομένης, ανεξαρτήτως του ότι δεν έφερε και επισήμως τη συνδικαλιστική ιδιότητα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξε μέλος του οικείου σωματείου την περίοδο 2007-2009. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι τελικά η εναγομένη άρχισε διαπραγματεύσεις με τους εργαζομένους για την μείωση των, άνω των 2.000 ευρώ μηνιαίως, αποδοχών όλων των υψηλόμισθων τεχνικών τύπου, συντάσσοντας μάλιστα σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης των ατομικών συμβάσεων εργασίας, προκειμένου να τις υπογράψουν οι εργαζόμενοι, κάποιοι εκ των οποίων το αποδέχθηκαν, ενώ ο ενάγων, αντιτάχθηκε, αποδεχόμενος ωστόσο τη μείωση αυτή προσωπικά για τον εαυτό του. Την ίδια χρονική περίοδο είχαν προγραμματιστεί για τις 28, 29, 30 και 31 Μαΐου 2011 οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη της διοίκησης της ΕΤΗΠΤΑ, στις οποίες επρόκειτο να συμμετάσχει και ο ενάγων με τον συνδυασμό "Ενωτικός Συνδυασμός Τεχνικών Τύπου”. Η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων έληγε στις 24-5-2011, ο ανωτέρω συνδυασμός όμως είχε ήδη ανακοινώσει και καταρτίσει το ψηφοδέλτιό του, και είχε αναρτήσει σχετική αφίσα στον πίνακα ανακοινώσεων της εναγομένης από τις 20-5-2011, ενώ ο ίδιος, όπως και όλοι οι υποψήφιοι, είχε ζητήσει και είχε λάβει προφορικά σχετική άδεια από τον διευθυντή προσωπικού, Ν. Ν., προκειμένου να επιμεληθεί τα της εκλογής του .Το απόγευμα της 20ής Μαΐου 2011, ημέρα Παρασκευή, ο ενάγων επισκέφθηκε τα τμήματα των τεχνικών της εναγομένης, και φέρεται ότι διαπληκτίστηκε με κάποιους συναδέλφους του και ειδικώς τον Κ. Β., οι οποίοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την εργασία τους, υπήρχαν όμως και κάποιοι, που τάχθηκαν στο πλευρό του, συμφωνώντας προφανώς σε πιο δυναμικές κινητοποιήσεις έναντι της απόφασης της εναγομένης για μείωση αποδοχών. Δημιουργήθηκε ένταση, η οποία ήταν λογική και αναμενόμενη, λόγω του κλίματος ανασφάλειας που είχε δημιουργηθεί στις εργασιακές σχέσεις, χωρίς να υπάρξει κάποια συνέχεια, αφού όλοι γνώριζαν ότι ο ενάγων ενδιαφερόταν πραγματικά και ενεργούσε προς το συμφέρον των εργαζομένων. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο εάν και με ποιό τρόπο ο ενάγων χλεύασε την απόφαση της εναγομένης για μείωση των μισθών, καταφερόμενος κατά του βασικού μετόχου της (Α.), καθώς μάλιστα ο ίδιος αρνήθηκε το γεγονός αυτό πρωτοδίκως αλλά και με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Το παραπάνω περιστατικό περιήλθε σε γνώση της εναγομένης, η οποία το θεώρησε απαράδεκτο και προκειμένου, κατά τους ισχυρισμούς της, να διατηρήσει την εργασιακή ειρήνη, προχώρησε αιφνιδίως στις 23-5-2011 στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Άμεση ήταν η αντίδραση του ενάγοντος, ο οποίος με την από 17-6-2011 αίτησή του προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Κεντρικού Τομέα Πειραιά προς επίλυση της διαφοράς. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο συνάγει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος υπήρξε καταχρηστική, καθώς υπαγορεύθηκε από εμπάθεια στο πρόσωπο του και από λόγους εκδίκησης, λόγω της προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στην εναγομένη δράσης του, που αποσκοπούμε στη διαφύλαξη των εργασιακών και οικονομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, και η οποία αναμενόταν να ενταθεί εφόσον επακολουθούσε εκλογή του στις επικείμενες αρχαιρεσίες, γεγονός που θα αποτελούσε νομικό κώλυμα για την απόλυσή του, υπερβαίνοντας έτσι προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό αλλά και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης προς καταγγελία της σύμβασης και ως εκ τούτου, βάσει των άρθρων 174, 180 και 281 του ΑΚ, είναι άκυρη. Το περιστατικό της 20ής Μαΐου αποτέλεσε πρόσχημα για την απόλυσή του, και δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος της, αφού πρόκειται για ένα μεμονωμένο σε κάθε περίπτωση γεγονός, που δεν θα μπορούσε να ανατρέψει την επί πολλά έτη αρμονική συνεργασία του με την εναγομένη, η οποία επέβαλλε να κληθεί ο ενάγων να παράσχει εξηγήσεις για την τυχόν απρεπή συμπεριφορά του. Το γεγονός ότι δεν προηγήθηκε απόλυσή του κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, οπότε και κλιμακώθηκε η αντιπαράθεσή του με την εναγομένη, δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της παραδοχής ότι η απόλυσή του υπαγορεύθηκε για λόγους αναγόμενους στη διακοπή της αρμονικής συνεργασίας τους και την ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς την εργοδότιδα αλλά και συναδέλφους του. Αυτή άλλωστε ήταν και η πεποίθηση των συναδέλφων του, οι οποίοι με δημοσίευμά τους στην εφημερίδα “….”, σε ένδειξη συμπαράστασης προς το πρόσωπό του και αναγνώρισης της προσφοράς του, ως εκπροσώπου τους, εξέφρασαν την έντονη αντίθεσή τους, αλλά και την πεποίθησή τους ότι η απόλυσή του υπήρξε ακριβώς αποτέλεσμα της εν γένει δράσης του, καλώντας τη διεύθυνση της εναγομένης να την ανακαλέσει”. Με την εν λόγω υπό τις ως άνω παραδοχές κρίση του το Μονομελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή η μη εφαρμογή της προαναφερθείσας ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, που εφαρμόσθηκε στο ανωτέρω ζήτημα της καταχρηστικότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, οφειλόμενης σε εκδικητικότητα της εναγομένης λόγω της προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής σ' αυτή δράσης του, που αποσκοπούσε στη διαφύλαξη των εργασιακών και οικονομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και ειδικότερα: Α) Ενώ δέχεται ότι "από το έτος 2010 και μετά η γενικότερη οικονομική ύφεση επέδρασε αρνητικά στο χώρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας και επομένως και στη δραστηριότητα της εναγομένης, η οποία λόγω της γενικότερης πτώσης των πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών, τη δραστική μείωση των διαφημιστικών εσόδων της και την πτώση των εσόδων της από εκτυπώσεις τρίτων, εμφάνισε σημαντική μείωση του κύκλου των εργασιών της και των εσόδων της, με αντίστοιχη αύξηση των ζημιών της”, ........ ότι "η εξέλιξη της τεχνολογίας είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του τομέα της προεκτύπωσης, με περαιτέρω συνέπεια τη μείωση των θέσεων εργασίας των τεχνικών και ότι στο πλαίσιο αυτό η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη αποφάσισε τη μείωση των δαπανών της και μεταξύ αυτών τη μείωση του μισθολογικού κόστους, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ωστόσο καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις εργασίας δύο (2) τεχνικών τύπου και ακόμη δύο (2) το καλοκαίρι του επόμενου έτους”, ......ότι "το Νοέμβριο του έτους 2010 τέθηκε το ζήτημα της εκ περιτροπής εργασίας, πλην όμως η εναγομένη ανακάλεσε τη σχετική απόφασή της λόγω της έντονης αντίδρασης των εργαζομένων, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα της εθελουσίας εξόδου με ευνοϊκούς όρους, για τρεις (3) τεχνικούς τύπου, που είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα τον Ιανουάριο του ιδίου έτους και το Μάιο ανακοίνωσε την απόφασή της να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση των θέσεων εργασίας, με την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εννέα (9) ακόμη τεχνικών ........., στη συνέχεια, όλως ασαφώς και αντιφατικώς προς τα ανωτέρω δέχεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου υπαγορεύτηκε από εμπάθεια στο πρόσωπό του και από λόγους εκδίκησης λόγω της προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στη διοίκηση δράσης του, που αποσκοπούσε στη διαφύλαξη των εργασιακών και οικονομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία ως προς το αν οι ως άνω εργαζόμενοι τεχνικού τύπου προσέφυγαν στον αναιρεσίβλητο ή αναζήτησαν την οποιαδήποτε παρέμβαση αυτού κατά την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, ή αν έλαβε χώρα κάποια παρέμβαση ή συγκεκριμένη αντίδραση του αναιρεσιβλήτου στις περιπτώσεις αυτές. Β) Ενώ δέχεται ότι οι σχέσεις του αναιρεσίβλητου με την αναιρεσείουσα διαταράχθηκαν αφ' ής στιγμής άρχισαν οι απολύσεις του προσωπικού, με την επίμονη και σταθερή στάση που επέδειξε, ώστε να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας και οι αποδοχές των εργαζομένων και να αποτραπεί ο κίνδυνος και άλλων απολύσεων, αντιφατικώς και ασαφώς προς τα ανωτέρω δέχεται ότι, το Σεπτέμβριο του έτους 2009 καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις εργασίας δύο (2) τεχνικών τύπου και δύο (2) ακόμη το καλοκαίρι του επόμενου έτους, οι οποίοι δεν αποδεικνύεται ότι προσέφυγαν στο συνδικαλιστικό σωματείο (ΕΤΗΠΤΑ)...... ότι τον Μάρτιο καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας μιας ακόμη τεχνικού, η οποία επίσης δεν προσέφυγε στο άνω συνδικαλιστικό σωματείο .... ότι στις αρχές Μαΐου η εναγομένη ανακοίνωσε την απόφασή της να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση των θέσεων εργασίας, με την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εννέα (9) ακόμη τεχνικών, χωρίς να γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε αντίδραση αυτών ή προσφυγή τους στο ως άνω συνδικαλιστικό όργανο ή οποιαδήποτε παρέμβαση ή συγκεκριμένη αντίδραση του αναιρεσιβλήτου στις περιπτώσεις αυτές. Γ) Ενώ δέχεται ότι, σε όλες τις κινητοποιήσεις πρωτοστατούσε ο ενάγων -αναιρεσίβλητος, ο οποίος ελλείψει επιχειρησιακού σωματείου εκπροσωπούσε τους εργαζόμενους στην εναγομένη, προς την οποία-αλλά και την ΕΤΗΠΤΑ- μετέφερε τα παράπονα...... όλως αντιφατικά αναφέρει ότι το απόγευμα της 20ης Μαΐου ο ενάγων επισκέφθηκε τα Τμήματα των τεχνικών της εναγομένης και φέρεται ότι διαπληκτίστηκε με κάποιους συναδέλφους του και ειδικώς τον Κ. Β., οι οποίοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την εργασία τους, ενώ περαιτέρω, δεν αναφέρεται κάποιος συγκεκριμένος τρόπος (απόφαση συνέλευσης ή συγκέντρωσης ή συλλογής υπογραφών ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας) μέσω του οποίου είχε ανατεθεί σ' αυτόν από τους ομότεχνους συναδέλφους του η αρμοδιότητα της εκπροσώπησής τους ενώπιον της αναιρεσείουσας εταιρείας και έναντι της ΕΤΗΠΤΑ. Δ) Παραλείπει να προβεί στην παράθεση περιστατικών εξηγούντων ικανοποιητικώς τις προαναφερόμενες παραδοχές της και επιτρεπτόντων τον έλεγχο της καταγγελίας ως ελαυνομένης εκ ταπεινών ελατηρίων, αφού ναι μεν η διαμαρτυρία και η συνδικαλιστική δράση δυνατόν να προκαλεί την ενόχληση και την δυσαρέσκεια του εργοδότη, δεν επαρκεί όμως αφ' εαυτής άνευ άλλων περιστατικών, να τεκμηριώσει ως αυτόθροο συνέπεια ότι η επακολουθήσασα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού υπήρξε προϊόν εμπάθειας και εκδικητικότητας του εργοδότη (ΑΠ 1070/2020, 258/2019, 1672/2018, 293/2018, 729/2018). Ε) Ωσαύτως παραλείπει να διευκρινίσει ποιό συγκεκριμένως φυσικό πρόσωπο της Διοικήσεως της αναιρεσίβλητης διακατείχετο από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς αυτόν και εάν η εν λόγω προσωπική εμπάθεια και εκδικητικότητα συνδέεται με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 1070/2020, 179/2016). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την από 12-6-2012 έφεση της εναγομένης κατά της υπ' αριθμ. 686/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς το σκέλος που αφορά την καταχρηστικότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ως και ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων. Εφόσον δε αναιρείται η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 281/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με την υπ' αριθμ. 1473/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από αναίρεση της προηγουμένης υπ' αριθμ. 108/2015 αποφάσεως του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο Τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα ύστερα από κλήση με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατ' εφαρμογή των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, τα οποία ορίζουν ότι αν η (μετ' αναίρεση) απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής αναιρεθεί εκ νέου, δεν γίνεται νέα παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης και ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο Τμήμα (ΑΠ 503/2017, 481/2016). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει: α) την από 30-7-2020 αίτηση του Β. Ν. και β) την από 29-6-2020 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΡΕΙΑ”, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 281/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την πρώτη ως άνω από 30-7-2020 αίτηση αναιρέσεως.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει και κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό την υπ' αριθμ. 281/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση που θα ορισθεί στο παρόν αναιρετικό Τμήμα, ύστερα από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ