ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 54/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Καλλιόπη Λόλα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Δέσποινα Μαυροειδή.
Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις µεταξύ:
Α΄ έφεση
Των εκκαλουσών: 1) Ναυτικής Εταιρίας με την επωνυμία «... Ν.Ε.», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ...», που εδρεύει στη …, και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ..., που κατέθεσε προτάσεις.
Των εφεσίβλητων: 1) ... του …, κάτοικου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Σαρρή, οι οποίοι κατέθεσαν τις με ημ. κατ. 10.11.2022 δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., και προκατέθεσαν προτάσεις και 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου”, το οποίο εδρεύει στη Ρόδο, ως προσθέτως παρεμβαίνοντος στην β΄ αγωγή, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανθούλας Καραολάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Β’ έφεση
Του εκκαλούντος: ... του …, κάτοικου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Σαρρή, οι οποίοι κατέθεσαν τις με ημ. κατ. 10.11.2022 Δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και προκατέθεσαν προτάσεις.
Των εφεσίβλητων: 1) Ναυτικής Εταιρίας με την επωνυμία «... Ν.Ε.», που εδρεύει στη Ρόδο και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ...», που εδρεύει στη …, και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ..., που κατέθεσε προτάσεις.
Κοινοποιούμενη: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου», το οποίο εδρεύει στη Ρόδο, ως προσθέτως παρεμβαίνοντος στην β΄ αγωγή, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανθούλας Καραολάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Γ’ πρόσθετη παρέμβαση
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου», το οποίο εδρεύει στη Ρόδο, ως προσθέτως παρεμβαίνοντος στην β΄ αγωγή, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανθούλας Καραολάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: ... του …, κάτοικου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Σαρρή, οι οποίοι κατέθεσαν τις με ημ. κατ. 10.11.2022 Δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και προκατέθεσαν προτάσεις.
Καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Ναυτικής Εταιρίας με την επωνυμία «... Ν.Ε.», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ...», που εδρεύει στη Ρόδο, και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ..., που κατέθεσε προτάσεις.
Δ’ πρόσθετη παρέμβαση
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου», το οποίο εδρεύει στη Ρόδο, ως προσθέτως παρεμβαίνοντος στην β΄ αγωγή, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανθούλας Καραολάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: ... του …, κάτοικου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Σαρρή, οι οποίοι κατέθεσαν τις με ημ. κατ. 10.11.2022 Δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και προκατέθεσαν προτάσεις.
Καθ’ ών η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Ναυτικής Εταιρίας με την επωνυμία «... Ν.Ε.», που εδρεύει στη Ρόδο και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ...», που εδρεύει στη …, και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ..., που κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων-εκκαλών της υπό στοιχείο Β΄έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου τις με αριθ. κατάθεσης …/2019 και …/2019 αγωγές του εναντίον των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και επίσης το προσθέτως παρεμβαίνον ΝΠΔΔ άσκησε την με αριθ. κατάθεσης …/2021 πρόσθετη παρέμβαση του υπέρ του ενάγοντος . Κατόπιν συνεκδίκασης των ανωτέρω εκδόθηκε , αντιμωλία των διαδίκων , η με αριθμό 44/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών), με την οποία έγιναν δεκτές εν μέρει οι αγωγές και έγινε δεκτή και η πράσθετη παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες- εναγόμενες, με την από 6-5-2022 υπό στοιχείο Α’ έφεση τους που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/6.5.2022 η οποία με την με αριθ. …/2022 πράξη, προσδιορίστηκε για να δικασθεί κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (11-11-2022) και γράφτηκε στο πινάκιο. Επίσης κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων, με την από 4-5-2022 υπό στοιχείο Β’ έφεση του που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/6.5.2022 η οποία με την με αριθ. …/2022 πράξη, προσδιορίστηκε για να δικασθεί κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (11-11-2022) και γράφτηκε στο πινάκιο. Τέλος το προσθέτως παρεμβαίνον ΝΠΔΔ άσκησε τις με αριθ. κατάθεσης … και …/2022 πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Β΄έφεσης και υπέρ του εφεσίβλητου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, που προσδιορίστηκαν για να δικασθούν κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (11-11-2022) και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγονται προς συζήτηση: Α) η από 6-5-2022 υπό στοιχείο Α’ έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/6.5.2022, Β) η από 4-5-2022 υπό στοιχείο Β’ έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/6.5.2022, , Γ) η με αριθ. κατάθεσης …/2022 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και Δ) η με αριθ. κατάθεσης …/2022 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εφεσίβλητου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης , οι οποίες πρέπει, κατ’ άρθρ. 246 ΚΠολΔ, να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης.
Η κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση κατά της με αριθμό 44/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό (19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4&2 ν.3994/2011), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθ. 495 επ., 511 επ., 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθότι η εκκαλούμενη απόφαση, επιδόθηκε στις εναγόμενες την 7-4-2022 (βλ. σχ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Ρόδου ..., επί αντιγράφου της εκκαλουμένης, που προσκομίζουν οι εκκαλούσες), και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 6.5.2022, ήτοι εντός τριάντα ημερών. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι για την άσκηση της δεν είναι απαραίτητη η κατάθεση παραβόλου ( άρθ. 495 παρ. 3 και 614 παρ. 5 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατά της με αριθμό 44/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό (19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4&2 ν.3994/2011), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθ. 495 επ., 511 επ., 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθότι η εκκαλούμενη απόφαση, επιδόθηκε στις εναγόμενες την 7-4-2022 (βλ. σχ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Ρόδου ..., επί αντιγράφου της εκκαλουμένης, που προσκομίζουν οι εφεσίβλητες), και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 6.5.2022, ήτοι εντός τριάντα ημερών. Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 614 αρ. 5 του ιδίου Κώδικα (διαφορές από αμοιβές). Στην προκειμένη περίπτωση, αν και η πρωτόδικη απόφαση αφορά διαφορά από αμοιβές, ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει το με αριθμό ... ηλεκτρονικό παράβολο ύψους. Επειδή η ως άνω διαφορά, ως διαφορά αμοιβών απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον εκκαλούντα ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της κρινόμενης έφεσης.
Από τη διάταξη του άρθρου 80ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου (και του Εφετείου), περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης (και της έφεσης αντίστοιχα), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (ΑΠ 1736/2017, δημ. ΤΝΠ Νόμος). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος, ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80ΚΠολΔ. νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη, ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012 , δημ. ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκαν, με ιδιαίτερο δικόγραφο, η με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 263 /2022 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις εφεσίβλητες -καθών η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις με αριθμό ... και .../6-10-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Δωδεκανήσου ...) και στον εκκαλούντα- υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. την με αριθ. .../6-10-2022 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή), και η με αριθ. κατάθεσης δικογράφου …/2022 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εφεσίβλητου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις εκκαλούσες -καθών η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις με αριθμό … και …/6-10-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Δωδεκανήσου ...) και στον εφεσίβλητο- υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. την με αριθ. …/6-10-2022 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή), το δε προσθέτως παρεμβαίνον επικαλείται ως έννομο συμφέρον του την διάταξη του άρθ. 90 περ. ζ του Κώδικα Δικηγόρων. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ` άρθ. 80 και 81 ΚΠολΔ.
Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και με αριθμό κατάθεσης …/2019 α’ αγωγή , κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων της υπό στοιχείο β’ έφεσης ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι ως Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου , στις 4-7-2001 συνήψε με την πρώτη εναγόμενη σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια μηνιαία αντιμισθία. Ότι στην πορεία των ετών παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες με την ίδια πάγια αντιμισθία τόσο στην πρώτη εναγομένη όσο και στη δεύτερη, καθώς και σε δύο ακόμη ναυτικές εταιρίες, των οποίων είχε την από κοινού διαχείριση η δεύτερη εναγομένη. Ότι στις 4-1-2017 συνήψε με τη δεύτερη εναγομένη -πρόσθετη και ανεξάρτητη από την αρχική- σύμβαση εντολής με πάγια αντιμισθία, χωρίς να υπαχθεί με αυτή στην κατηγορία του προσωπικού της, προκειμένου να μην ενέχεται η τελευταία για την πληρωμή των ασφαλιστικών του εισφορών, με τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές. Ότι η τελευταία σύμβαση καταγγέλθηκε στις 20-05-2019 από τη δεύτερη εναγομένη. Ότι η ως άνω καταγγελία είναι άκυρη διότι δεν επιδείχθηκε στον ίδιο πληρεξούσιο έγγραφο των κοινοπρακτούντων μελών της δεύτερης εναγομένης και επίσης διότι υπαγορεύτηκε από μίσος και ταπεινά ελατήρια. Ότι στο περιεχόμενό της προαναφερόμενης καταγγελίας όσο και στο περιεχόμενο της με ημερομηνία 4-7-2019 εξώδικης δήλωσης των εναγομένων αναφέρονται υβριστικοί και συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί για το πρόσωπό του και για τον λόγο αυτό έχει υποστεί ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του. Ότι η δεύτερη εναγομένη με την προαναφερόμενη καταγγελία της του κατέβαλε ως αποζημίωση το ποσό των 6.101,40 ευρώ το οποίο υπολείπεται της πραγματικά οφειλόμενης ποσού 35.938,00 ευρώ και για τον λόγο αυτό αρνήθηκε να δεχτεί την καταβολή της, ενώ μέχρι σήμερα δεν του έχει επιδοθεί η κατά τον νόμο απαιτούμενη συμβολαιογραφική πράξη κατάθεσης του γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, με συνέπεια να μην έχουν επέλθει οι έννομες συνέπειες της καταγγελίας και για τον λόγο αυτό. Κατ’ ακολουθία του ως άνω ιστορικού ο ενάγων ζητούσε (α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 20-05-2019 καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον η καθεμία άλλως ισομερώς να του καταβάλουν: 1) την πάγια μηνιαία αντιμισθία του από την 1η -5-2019 έως 22η-7-2019 (χρόνος κατάθεσης της αγωγής), πλέον ΦΠΑ 24% και λοιπών κρατήσεων και μετά της αναλογίας δώρου Πάσχα, δώρου Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας κάθε έτους, ως αποδοχές υπερημερίας λόγω ακυρότητας της προαναφερόμενης καταγγελίας, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής,2) την πάγια μηνιαία αντιμισθία του από την 1η -8-2019 και εφεξής, πλέον ΦΠΑ 24% και λοιπών κρατήσεων και μετά της αναλογίας δώρου Πάσχα, δώρου Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας κάθε έτους, ως αποδοχές υπερημερίας λόγω ακυρότητας της προαναφερόμενης καταγγελίας, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, 3) ποσό 15.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την ακυρότητα της ένδικης καταγγελίας και από την προσβολή της προσωπικότητάς του με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, ενώ επικουρικά εφόσον κριθεί έγκυρη η επίδικη καταγγελία ζητούσε 1)να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ίδιο εις ολόκληρον η καθεμία άλλως ισομερώς την νόμιμη αποζημίωση λόγω καταγγελίας ποσού 35.938,00 ευρώ (=2.567 ευρώ X 14 έτη) και να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν την πάγια μηνιαία αντιμισθία του, πλέον ΦΠΑ 24% και λοιπών κρατήσεων και μετά της αναλογίας δώρου Πάσχα, δώρου Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας κάθε έτους, μέχρι την πλήρη καταβολή στον ίδιο της πραγματικά οφειλόμενης αποζημίωσης με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, 2) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία άλλως ισομερώς την πάγια μηνιαία αντιμισθία του πλέον ΦΠΑ 24% μέχρι την πλήρη καταβολή στον ίδιο της πραγματικά οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και 3) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία άλλως ισομερώς την πάγια μηνιαία αντιμισθία του πλέον ΦΠΑ 24% από 1η-5-2019 μέχρι την πλήρη καταβολή στον ίδιο της πραγματικά οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../1-10-2019 β’ αγωγή του, κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ο ενάγων επαναλαμβάνοντας το αμέσως προαναφερόμενο ιστορικό εξέθετε ότι οι εναγόμενες από την ημέρα της πρόσληψής του (4-7-2001) μέχρι τον χρόνο της ένδικης καταγγελίας (20-5-2019) δεν του έχουν καταβάλει τα προβλεπόμενα από τον νόμο δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματα αδείας παρά το γεγονός ότι αναγνώριζαν προφορικά σε μεταξύ τους συζητήσεις την υποχρέωσή τους αυτή, την οποία διαρκώς ανέβαλαν με προσχηματικές δικαιολογίες. Ότι για τον λόγο αυτό επέδωσε σε αυτές την από 12-06-2019 εξώδικη καταγγελία του με την οποία τις κάλεσε να του καταβάλουν για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 77.200,00 ευρώ, όπως αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο, πλην όμως, δεν του έχουν καταβάλει κανένα ποσό. Για τους λόγους αυτούς ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον άλλως ισομερώς το συνολικό ποσό των 77.200,00 ευρώ για δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Επί των αγωγών αυτών που συνεκδικάστηκαν με την πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 44/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών , η οποία έκανε δεκτές εν μέρει τις δύο αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση και υποχρέωσε τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.338,66 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της από 20-5-2019 καταγγελίας και μέχρι την εξόφληση, ενώ επίσης υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 12.248,76 και τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ίδιο το ποσό των 14.013,93 ευρώ, αμφότερα δε τα προαναφερόμενα ποσά με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας για τα επιδόματα Πάσχα από την 01/05 του αντιστοίχου έτους και για τα επιδόματα Χριστουγέννων και αδείας από την 01/01 του αμέσως επομένου έτους εκείνου στο οποίο αφορούν και μέχρι την εξόφληση.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, για τους λόγους που εκθέτουν στο δικόγραφο της έφεσής τους και που ανάγονται ειδικότερα σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και να απορριφθούν στο σύνολο τους οι αγωγές. Επίσης παραπονείται και ο εκκαλών της υπό στοιχείο έφεσης για τους λόγους που εκθέτει στο δικόγραφο της έφεσής του και που ανάγονται ειδικότερα σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, και να γίνουν δεκτές στο σύνολο τους οι αγωγές.
Η παροχή, σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών, από δικηγόρο, με πάγια περιοδική, όπως μηνιαία, αμοιβή [άρθρα 63Α, 63 ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α. 235) - Κώδικας Δικηγόρων, 713, 361 ΑΚ], είναι επιτρεπτή και έγκυρη, μόνο, υπό τη μορφή της σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου. Αυτή η σύμβαση λύεται, για το μέλλον, με καταγγελία, είτε του εντολέα είτε του εντολοδόχου δικηγόρου. Η καταγγελία είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (άρθρα 94, 63 παράγραφοι 4 και 5 εδ. δ του ν.δ. 3026/1954). Η σύμβαση έμμισθης εντολής των δικηγόρων, περί παροχής υπηρεσιών, έναντι πάγιας αντιμισθίας, είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ακόμη και αν συμφωνήθηκε ως ορισμένου χρόνου (ΑΠ 1636/2012, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της έμμισθης εντολής, που συνάπτει δικηγόρος, με τον πελάτη του, είναι η περιοδικότητα της αμοιβής, η συμφωνία, δηλαδή, ότι η αμοιβή θα καταβάλλεται παγίως, κατά μήνα ή κατ’ έτος και θα είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των υποθέσεων, που θα του ανατεθούν ή των θεμάτων, επί των οποίων οφείλει να παράσχει τις νομικές συμβουλές του, γραπτές ή προφορικές. Η, ως άνω, σύμβαση, για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητώς ή σιωπηρώς και σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα, αποδεικνύεται με κάθε είδους έγγραφα, με απλές επιστολές, καθώς και με όρκο και ομολογία (ΑΠ 863/2018 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τη λύση της σύμβασης έμμισθης εντολής, για το μέλλον, με καταγγελία του εντολέα, επιφέρει, μόνο, η έγκυρη άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, διαφορετικά, η διαπλαστική ενέργεια της καταγγελίας δεν επέρχεται, η έννομη σχέση εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας (άρθρα 68, 70 ΚΠολΔ,167,174,180 ΑΚ), απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία, του πιο πάνω αποτελέσματός της. Ο εντολέας έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή, απροειδοποίητα και αναιτιολόγητα, καταβάλλοντος στο δικηγόρο, την, από την παρ. 1 του άρθρου 94 του ως άνω Κώδικα, προβλεπόμενη αποζημίωση. Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ο δικηγόρος, του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση, δικαιούται να λάβει, από τον εντολέα του, την προβλεπόμενη, στο άρθρο αυτό, αποζημίωση και σε περίπτωση μη καταβολής αυτής δικαιούται να λαμβάνει τη συμφωνημένη αμοιβή του, μέχρι πλήρους καταβολής της αποζημίωσης. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, σαφώς, ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εντολής, από τη μη καταβολή πλήρους της αποζημίωσης και επομένως, η σύμβαση, που καταγγέλθηκε λύεται οπωσδήποτε. Η υποχρέωση του εντολέα, για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο, μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης, είναι μία παροχή ex lege, προς τον δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του, για την καταβολή της αποζημίωσης, πρόκειται, δηλαδή, για μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται, κάτι άλλο, από το νόμο, το πταίσμα, όμως, αυτό τεκμαίρεται, από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της αποζημίωσης, γίνεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους απόδειξης και ο ζημιωθείς δικηγόρος δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από την μη καταβολή πλήρους της αποζημίωσης, κατά τον χρόνο αποχώρησης του δικηγόρου, μπορεί, όμως, ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί, αν αποδείξει, ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του ή σε εύλογη αμφιβολία του, αναφορικά με το ύψος της (βλ. ΑΠ 506/2018, 308/2017 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αποζημίωση, την οποία δικαιούται να λάβει ο δικηγόρος, που προσφέρει τις υπηρεσίες του, με πάγια δικηγορική αμοιβή, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως έμμισθης εντολής, εκ μέρους του εντολέα, υπολογίζεται, με βάση τις τακτικές αποδοχές, που καταβάλλονται σ` αυτόν "σταθερώς υφ’ οιανδήποτε μορφή”, κατά τον τελευταίο, πριν από την απόλυσή του, μήνα. Ως τακτικές αποδοχές, κατά την έννοια του άρθρου 648 ΑΚ, θεωρούνται ο συμφωνημένος μισθός (πάγια μηνιαία αντιμισθία) και κάθε άλλη παροχή, που χορηγείται σταθερά και μόνιμα, ως συμβατικό αντάλλαγμα των παρεχόμενων υπηρεσιών (ΑΠ 1695/2012, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στις τακτικές αποδοχές συνυπολογίζονται και τα επιδόματα εορτών, που δικαιούνται οι δικηγόροι, βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 της ΥΑ 19040/1981, καθώς και το επίδομα αδείας, που δικαιούνται, βάσει του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 4507/1966 και συνεπώς το ποσό της αποζημίωσης προσαυξάνεται, κατά 1/6, όσο, δηλαδή, το πηλίκον διαίρεσης των 2 επί πλέον μισθών (1/2 για επίδομα Πάσχα, συν 1 για επίδομα Χριστουγέννων συν 1/2 για επίδομα αδείας), διά των 12 μηνιαίων αντιμισθιών του έτους. Η καταγγελία αυτή, παρά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της σύμβασης, απαγορεύεται, αν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή, αν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Καταχρηστική είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά, μη αρεστής, στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου ή όταν γίνεται, για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή, για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του πρoσωπικoύ, εφόσον, οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν, πράγματι, μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυόμενων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι, τυχόν, επικαλούμενοι, από τον εργοδότη, λόγοι, που φέρονται, ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς ή πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί, ότι οι λόγοι, που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε, για συγκεκριμένους λόγους, που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 140/2020, ΑΠ 123/2016, ΑΠ 179/2016, ΑΠ 1636/2012 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σπουδαίο λόγο συνιστούν διάφορα περιστατικά ή ακόμη και ένα μεμονωμένο γεγονός ή ορισμένη συμπεριφορά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της σύμβασης, από τον ένα, εκ των συμβαλλομένων, ανεξάρτητα, από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος του αντισυμβαλλομένου. Ο υπερήμερος εντολέας, περί την αποδοχή των υπηρεσιών του εντολοδόχου δικηγόρου, οφείλει να καταβάλει στο δικηγόρο τη μετέπειτα και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του αμοιβή υπερημερίας («μισθούς υπερημερίας»), ήτοι, τη νόμιμη ή τη συμφωνημένη, ανώτερη της νόμιμης, αμοιβή, μετά των επιδομάτων αδείας, καθώς και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα [άρθρα 69 παρ. 1 περ. α` ΚΠολΔ, 648, 656 ΑΚ, 1 ν. 1082/1980, 3 παρ. 16 ν. 4506/1966, 1, 4, 5 α.ν. 539/1945, 1 ν. 1346/1983,3 ν.δ. 3755/1957, 1 ν.δ. 4547/1966, 6 ν. 3144/2003 (ΦΕΚ A΄ 111/8-5-2003), 1 ν. 3302/2004 (ΦΕΚ A΄ 267/28-12-2004), 6 της από 26-1-1977 ΕΓΣΣΕ - απόφαση Υπ. Εργασίας 4943/1971 (ΦΕΚ Β΄ 60), 8 ν. 549/1977, Κοινές Αποφάσεις Υπ. Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981 (ΦΕΚ Β΄ 742), 12921/1981 (ΦΕΚ Β΄ 212)]. Η συμφωνημένη αμοιβή (άρθρο 361 ΑΚ) περιλαμβάνει την πάγια μηνιαία αμοιβή, καθώς και τυχόν επιδόματα θέσης, έξοδα κίνησης και την αναλογία ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών του εντολοδόχου δικηγόρου προς Ταμεία. Υπερημερία του εντολέα, η οποία τον υποχρεώνει να καταβάλει τη χρηματική αμοιβή του δικηγόρου, ως άνω, με τον, επί αυτής, νόμιμο τόκο υπερημερίας, ανακύπτει και ύστερα από άκυρη, εκ μέρους του εντολέα, καταγγελία της έννομης σχέσης (άρθρα 340, 341, 345, 349, 350, 293 ΑΚ). Ο δικηγόρος δικαιούται να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να ζητήσει την αμοιβή, μέχρι την άρση της υπερημερίας του εντολέα (ΑΠ 921/2008 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1379/2007 ΕλλΔνη 48. 1387).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλομΑΠ 8/2001, ΟλομΑΠ 17/1995, ΟλομΑΠ 62/1990). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ 534/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις με αριθμό …/20-1-2020, …/20-1-2020, …/20-1-2020, …/20-1-2020, …/20-1-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ..., ..., ..., ..., ... αντίστοιχα οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου ... (σχετ. οι με αριθμό .../15-1-2020 και .../15-1-2020 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσων με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου ... σε καθεμία των εναγόμενων αντίστοιχα), παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγόμενων, εφόσον στις σχετικές κλήσεις αυτών αναγράφεται ρητά το χρονικό πλαίσιο που επρόκειτο να δοθούν κατά πρόδηλη αντιστοιχία της σειράς αναγραφής των εξεταζόμενων μαρτύρων, οι δε εναγόμενες δεν προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν παράτυπα σε διαφορετική ώρα, από τις με αριθμό …/15-11-2021 και ../15-11-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... και ... αντίστοιχα ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου ..., τη με αριθμό …/15-11-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ..., οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (σχετ. η με αριθμό .../10-11-2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσων με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου ...), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου. Στις 4-7-2001 σύναψε με την πρώτη εναγομένη σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία η οποία συμφωνήθηκε να ανέρχεται στο ύψος της εκάστοτε προβλεπόμενης πάγιας αμοιβής για δικηγόρους με τα αντίστοιχα προσόντα του ίδιου και σε κάθε περίπτωση να μην είναι κατώτερη των 400.000 δρχ. μηνιαίως (σχετ. το από 4-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό). Με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση ο ενάγων παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες (δικαστικές και εξώδικες) τόσο στη δεύτερη εναγομένη κοινοπραξία, η οποία συστάθηκε στις 27-2-2006 και έχει νομική προσωπικότητα καθώς καταχωρίστηκε στο ΓΕ.ΜΗ. με αριθμό ..., όσο και στις λοιπές ναυτικές εταιρίες των οποίων την κύρια εκμετάλλευση είχε ο εκπρόσωπος τους, .... Υπό το ανωτέρω πλαίσιο, η πρώτη εναγομένη και τα λοιπά νομικά πρόσωπα στα οποία παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες ο ενάγων δεν συνιστούσαν λόγω της αυτοτέλειας τους κοινό εντολέα, μολονότι ο προαναφερόμενος ... ασκούσε την κοινή διεύθυνση και την κοινή οικονομική πολιτική τους. Ενώ η συνεργασία των δύο πλευρών έβαινε ομαλά, στις 25-07-2003 ο ενάγων σύναψε σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία με το Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου, κατά τους όρους της με αριθμ. πρωτ. …/23-12-2002 προκήρυξης, προς εξυπηρέτηση όλων των νομικών αναγκών του τελευταίου (σχετ. η από 25-07-2003 σύμβαση έμμισθης εντολής). Η κατάρτιση δε της μεταγενέστερης σύμβασης του ενάγοντος με το Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου, ουδόλως επιδρά στο κύρος της προηγηθείσας ένδικης σύμβασης, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί ακυρότητας αυτής λόγω παράβασης της διάταξης περί πολυθεσίας δικηγόρων του Κώδικα περί Δικηγόρων ως ίσχυε, ως νομικά αβάσιμου. Συγκεκριμένα, στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη σύμβαση δεν έπασχε ακυρότητας αφού κατά τον χρόνο κατάρτισης της δεν υπήρχε δεύτερη σύμβαση ώστε να καταστεί αυτοδικαίως άκυρη, το αποτέλεσμα δε της παράβασης της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 63 Α του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων που προστέθηκε με το άρθρο 1 ν. 1093/1980 και αντικαταστάθηκε με το άρθ. 16 ν. 1366/1983, θα ήταν η ακυρότητα της δεύτερης σύμβασης. Συνεπώς, η σύμβαση δεν έληξε αυτοδίκαια ούτε όμως με νόμιμο τρόπο ήτοι με έγγραφη καταγγελία. Εξάλλου αυτό καθίσταται σαφές από το γεγονός ότι ο ενάγων προσκομίζει πλήθος αποδείξεων παροχής υπηρεσιών που εξέδιδε ο ίδιος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από τις οποίες σαφώς προκύπτει η περιοδικότητα της αμοιβής, η συμφωνία δηλαδή ότι η αμοιβή θα καταβάλλεται πάγια κατά μήνα, ανεξαρτήτως των υπηρεσιών που χρειαζόταν κάθε φορά να παράσχει ο ενάγων ως νομικός σύμβουλος της πρώτης εναγομένης, καθώς και πλήθος μηνυμάτων με άλλους συνεργάτες της εταιρίας, οι οποίοι απευθύνονταν στον ενάγοντα προεκειμένου να λάβουν εντολές για την κίνηση δικογραφιών και υποθέσεων που αφορούσαν τις εταιρίες που ανήκαν στον κ. .... Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι στη με ημερομηνία 4-7-2019 εξώδικη δήλωση των εναγομένων η οποία επιδόθηκε στον ενάγοντα την ίδια μέρα (σχετ. η με αριθμό …/4-7-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Δωδεκανήσου με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου ...) αναφέρεται αυτολεξεί: «Ζήτημα παράλληλης σύμβασης μεταξύ υμών εκάστης εξ ημών δεν υπήρξε ποτέ. Άλλωστε, ακόμη και υπό την εκδοχή τη δική σας, δεν θα μπορούσατε να συνδέεστε με δύο ή περισσότερες συμβάσεις έμμισθης εντολής την ίδια χρονική περίοδο. Εσείς ως πολύπειρος και δραστήριος δικηγόρος επιλέξατε να μην δεσμευθείτε αποκλειστικώς τόσο με την πρώτη (εν. δεύτερη εναγομένη) όσον νωρίτερα με τη δεύτερη εξ ημών (εν. πρώτη εναγομένη) δια συμβάσεως εμμίσθου εντολής με πάγια αντιμισθία και υποδείξατε ότι η επιθυμητή αρχικώς από τη δεύτερη εξ ημών και εν συνεχεία από την πρώτη εξ ημών σταθερή συνεργασία μας θα επιτυγχάνετο με τη σύμβαση που τελικώς καταρτίστηκε. Εσείς διαμορφώσατε το περιεχόμενο αυτής και ημείς επεδείξαμε καλή πίστη και εμπιστοσύνη στον δικηγόρο με τον οποίο συνεργαζόμασταν, χωρίς προφανώς να απευθυνθούμε σε άλλον συνάδελφό σας για να ελέγξει το περιεχόμενο της σύμβασης. Εσείς υποδείξατε ότι φορολογικώς θα ήταν συνεπές και νόμιμο να εκδίδετε δώδεκα (12) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών εντός του αυτού φορολογικού έτους, ήτοι ένα (1) κάθε μήνα. Πρόδηλον, ότι είχε προηγηθεί συμφωνία για τις ετήσιες αποδοχές σας με τις οποίες εξοφλείτο το σύνολο και η εξ οιασδήποτε αιτίας οφειλή μας εντός του αυτού έτους για παροχή νομικών υπηρεσιών από εσάς. Εκ των υστέρων ισχυρίζεστε αβασίμως ότι δήθεν σας οφείλεται 13ος και 14ος μισθός (!)».Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι οι εναγόμενες στην ως άνω εξώδικη δήλωσή τους, η οποία συνιστά απάντηση στις από 24-5-2019 και 12-6-2019 εξώδικες δηλώσεις του ενάγοντος -στις οποίες ο τελευταίος αναφέρει ότι προσέφερε αδιάλειπτα τις υπηρεσίες του στις ίδιες με τη μορφή σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία από το έτος 2001- δεν ανέφεραν ούτε ότι από το έτος 2005 η α΄ ένδικη σύμβαση είχε λυθεί άτυπα κατόπιν κοινής συναίνεσης των μερών ούτε ότι ο ενάγων αμοιβόταν μεμονωμένα για τις συγκεκριμένες υποθέσεις που ανά περιόδους του ανατίθετο, στάση η οποία δεν θα ήταν εύλογη αν το περιεχόμενό των εξωδίκων δηλώσεων του τελευταίου ήταν αναληθές, δοθέντων και των τεταμένων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αντίθετη κρίση δε δεν δύναται να προκύψει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τις εναγόμενες και με ημερομηνία 28-2-2014 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, το οποίο δεν ανήκει στην κατηγορία των γραμματίων που εκδίδονται για τους δικηγόρους με πάγια αντιμισθία διότι το γεγονός ότι ο ενάγων παραστάθηκε σε υπόθεση του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης αμειβόμενος αυτοτελώς γι’ αυτήν δε συνεπάγεται ότι ο ίδιος αμοιβόταν ξεχωριστά, ανά φάκελο, για τις νομικές του υπηρεσίες στην τελευταία. Άλλωστε, τούτο δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την χρονική ταύτιση της πρόσληψης και αποχώρησης του ενάγοντος από το Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου και της πρόσληψης και αποχώρησης της κόρης του ... από την πρώτη εναγομένη καθότι το γεγονός αυτό συνδέεται άρρηκτα με τις αυξημένες υποχρεώσεις του ενάγοντος και την ανάγκη πρόσθετου νομικού σύμβουλου στην εντολέα του λόγω της μειωμένης ικανότητας απόδοσής του. Συνεπώς ο ενάγων συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγόμενη μέχρι την 3-1-2017, οπότε λύθηκε σιωπηρά με κοινή συμφωνία των μερών, προκειμένου ο ενάγων να συνάψει στις 4-1-2017 με τη δεύτερη εναγομένη ομοίου περιεχομένου νέα σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία (εφεξής η «β΄ σύμβαση”). Η εν λόγω β΄ σύμβαση καταγγέλθηκε στις 20-5-2019 από τη δεύτερη εναγομένη εξ αιτίας τόσο της επικαλούμενης από την ίδια αδυναμίας συνεννόησής της με τον ενάγοντα για ζητήματα που άπτονταν του αντικειμένου των υπηρεσιών του όσο και της ισχυριζόμενης από αυτήν αναγκαιότητας αναδιάρθρωσης της σε σχέση με τις νομικές υποθέσεις της. Ταυτόχρονα, η τελευταία προσέφερε ως αποζημίωση το ποσό των 6.101,40 ευρώ (4.576,00 ευρώ ως αποζημίωση + 1.525,00 ευρώ ως αναλογία της μηνιαίας αντιμισθίας μηνός Μαϊου 2019) στον ενάγοντα. Το ποσό αυτό ο αμέσως προαναφερόμενος ουδέποτε εισέπραξε και επί του σώματος της με αριθμό .../20-5-2019 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, ..., με την οποία του επιδόθηκε η προαναφερόμενη καταγγελία δήλωσε: «Δεν αποδέχομαι την καταγγελία της μεταξύ μας σύμβασης έμμισθης εντολής διότι όσα αναφέρονται σε αυτή είναι καθ’ ολοκληρίαν ψευδή και ως εκ τούτου αβάσιμα και ανυπόστατα, και σε κάθε περίπτωση αυτή είναι καταχρηστική και επιπρόσθετα άκυρη διότι δεν μου έχει επιδειχθεί το πληρεξούσιο έγγραφο των κοινοπρακτούντων μελών της Κοινοπραξίας με το οποίο παρέχεται η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον υπογράφοντα την καταγγελία και αρνούμαι να παραλάβω την προσφερόμενη αποζημίωση και τον μισθό διότι η καταγγελία είναι άκυρη και σε κάθε περίπτωση επιφυλάσσομαι παντός δικαιώματός μου». Λόγω δε της προαναφερόμενης άρνησης του ενάγοντος να εισπράξει το ως άνω προσφερόμενο στον ίδιο ποσό η δεύτερη εναγομένη προέβη στη με ημερομηνία 21-5-2019 πράξη παρακατάθεσης (σχετ. το με αριθμό … γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης). Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι εφόσον η καταγγελία έγινε από τον Γεώργιο ..., ήτοι από το νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, για το έγκυρο και νομότυπο αυτής, δεν απαιτούνταν η επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου, κατ` άρθρο 226 ΑΚ ούτε απαιτούνταν η κοινοποίηση στον ίδιο του σχετικού γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η ένδικη καταγγελία ήταν αιφνιδιαστική και προσχηματική, υπαγορεύτηκε από μίσος και ταπεινά ελατήρια, με αόριστες, αδιαφανείς και προσβλητικές δικαιολογίες και ότι στηρίζεται σε αναληθή περιστατικά με σκοπό την επαγγελματική του εξόντωση, παρά την επιτυχή έκβαση που είχαν όλες οι υποθέσεις που του ανατέθηκαν και την αδιάλειπτη ηθική του στήριξη στον νόμιμο εκπρόσωπο των προαναφερόμενων νομικών προσώπων και παρά το γεγονός ότι υπήρχαν άλλα ηπιότερα μέσα όπως η τροποποίηση της ένδικης σύμβασης. Πράγματι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων διατηρούσε με τον νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης ισχυρούς φιλικούς και συναισθηματικούς δεσμούς, κυρίως, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας τους. Άλλωστε, μόνο το γεγονός ότι ο ενάγων παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες στην πρώτη εναγομένη για τόσο μακρό χρονικό διάστημα συνεπάγεται ότι η συνεργασία των μερών ήταν επιτυχής και ότι ο τελευταίος εκτελούσε με επάρκεια τα νομικά καθήκοντά του, για τον λόγο δε αυτό επιλέχθηκε για την ίδια ακριβώς θέση από τη δεύτερη εναγομένη. Ωστόσο, ο ίδιος δεν απέδειξε ότι η επίδικη καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης αλλά τουναντίον προκύπτει ότι αυτή συνιστά περιστατικό δυσμενούς εξέλιξης της σύμβασης, μεταξύ των μερών, το οποίο, πάντως, δεν είναι ασύνηθες σε παρόμοιου είδους σχέσεις. Από μόνη δε την πρόσληψη του ..., συζύγου της κόρης του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, δεν καθίσταται καταχρηστική η εν λόγω καταγγελία καθώς στη σύμβαση έμμισθης εντολής, προέχει η προσωπική σχέση εντολέα και δικηγόρου και συνεπώς δεν θα μπορούσε να αξιωθεί, από τη δεύτερη εναγόμενη, να διατηρήσει σε ισχύ την, μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, σύμβαση έμμισθης εντολής, παραμερίζοντας τη βούλησή της να αναθέτει αποκλειστικά σε πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης της τις νομικές της υποθέσεις. Ακόμη δε και αν ήθελε υποτεθεί ότι η συγκεκριμένη καταγγελία υπαγορεύθηκε χωρίς εμφανή αιτία ή περιλαμβάνει και λόγους, που δεν είναι αληθείς το γεγονός αυτό δεν την καθιστά άκυρη ως καταχρηστική ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω καταγγελία έγινε κατά τρόπο που ενέχει προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος σύμφωνα με το άρθρο 59 ΑΚ, ώστε να δικαιούται ο τελευταίος χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Τούτο διότι με τις αναφερόμενες φράσεις σε αυτήν αλλά και στην από 4-7-2019 εξώδικη δήλωση που απέστειλαν οι εναγόμενες στον ενάγοντα δεν προσάπτονται στον τελευταίο μειωτικές ιδιότητες αλλά αμφισβητούνται οι ένδικες αξιώσεις του, δίχως πρόθεση απόδοσης μομφών εις βάρος του αλλά με μοναδικό σκοπό την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων των εναγομένων στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας. Συνεπώς, εφόσον η εν λόγω καταγγελία δεν τυγχάνει άκυρη για οποιονδήποτε από τους αναφερόμενους στην α΄ αγωγή λόγους και συνακόλουθα η δεύτερη εναγομένη δεν έχει περιέλθει σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των νομικών υπηρεσιών του ενάγοντος ούτε συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, για ηθική βλάβη, από προσβολή της προσωπικότητας αυτού, τα υπό στοιχ. α, β1, β2 και β3 αιτήματα αυτής πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι με την καταγγελία της β΄ ένδικης σύμβασης η δεύτερη εναγομένη προσέφερε στον ενάγοντα το ποσό των 4.576,00 ευρώ ως αποζημίωση η οποία υπολογίστηκε με βάση τα έτη υπηρεσίας του στην ίδια. Το αμέσως προαναφερόμενο χρηματικό ποσό ο ενάγων αρνήθηκε, όπως προεκτέθηκε, να εισπράξει ισχυριζόμενος με την κρινόμενη α΄ αγωγή ότι η σχετική αποζημίωση έπρεπε να υπολογιστεί με βάση την προϋπηρεσία του και στην πρώτη εναγομένη και ότι συνακόλουθα έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 30.800 ευρώ (=2.200,00 ευρώ χ 14 μήνες για την επικαλούμενη από τον ίδιο 18ετή διάρκεια της έμμισθης εντολής). Ωστόσο, εφόσον η διάρκεια της β΄ σύμβασης με τη δεύτερη εναγομένη διήρκησε από τις 4-1-2017 έως τις 20-5-2019 το ποσό της σχετικής αποζημίωσης ισούται με δύο μηνιαίες παροχές κατ’ άρθρο 46 παρ. 3 περ. α του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος περί συνυπολογισμού των ετών της υπηρεσίας του και στην πρώτη εναγομένη, εφόσον η α΄ και η β΄ σύμβαση δεν συνιστούν μια ενιαία σύμβαση αλλά είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, λόγω της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, όπως προεκτέθηκε. Εντούτοις, σύμφωνα με το ίδιο ως άνω άρθρο για τον υπολογισμό του ύψους της μηνιαίας παροχής λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή που χορηγείται ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα των παρεχομένων υπηρεσιών, ενώ για τον καθορισμό της αποζημίωσης αυτής συνυπολογίζονται και τα επιδόματα εορτών καθώς και το επίδομα αδείας. Εν προκειμένω, από τη με ημερομηνία 16-9-2017 εκτύπωση συναλλαγής της τράπεζας Πειραιώς σε συνδυασμό με τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών τα οποία εξέδιδε ο ενάγων το χρονικό διάστημα από 31-7-2017 έως 6-5-2019 αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος λάμβανε από τη δεύτερη εναγομένη ποσό 2.200,00 ευρώ (ως συμφωνηθείσα με τη β΄ σύμβαση πάγια αντιμισθία) μείον 440,00 ευρώ (ως φόρος 20% ο οποίος παρακρατούνταν από την δεύτερη εναγομένη), συν 528,00 ευρώ (ως ΦΠΑ 24%). Συνεπώς, ο ενάγων λάμβανε σταθερά και μόνιμα ως πάγια μηνιαία αντιμισθία από τη δεύτερη εναγομένη το ποσό των [(2.200,00 ευρώ - 440,00 ευρώ) + 528,00 ευρώ=] 2.288 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, το οποίο πρέπει να ληφθεί ως βάση υπολογισμού της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημίωσης. Η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται ότι ως βάση υπολογισμού αυτής πρέπει να ληφθεί το ποσό των 1.760,00 ευρώ, διότι από το ποσό των 2.200,00 ευρώ της συμφωνηθείσας με τη β΄ σύμβαση πάγιας αντιμισθίας πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό του παρακρατούμενου φόρου ποσού 440,00 ευρώ και ταυτόχρονα να μη συνυπολογιστεί το ποσό των 528,00 ευρώ του αναλογούντος ΦΠΑ. Ωστόσο, ναι μεν το ποσό του αντίστοιχου φόρου δεν συνιστά μέρος της πάγιας αντιμισθίας του ενάγοντος, εφόσον αυτό παρακρατούνταν από τη δεύτερη εναγομένη προκειμένου εν συνεχεία να το αποδώσει η ίδια στις αρχές, πλην όμως το ποσό των 528,00 ευρώ του αναλογούντος ΦΠΑ εντάσσεται στην τακτική αντιμισθία, εφόσον ο ενάγων το λάμβανε σταθερά και μόνιμα, ως μέρος της αμοιβής του και ανεξάρτητα από το εάν ο ίδιος θα ανταποκρινόταν ή όχι εν συνεχεία στη σχετική φορολογική του υποχρέωση (βλ. αναλογικά Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2019 σελ. 1173 – 1176). Επομένως, η δεύτερη εναγομένη όφειλε στον ενάγοντα ως αποζημίωση ποσό [(2.288 ευρώ η τακτική μηνιαία αντιμισθία κατά το χρόνο της καταγγελίας X 2 μήνες =) 4.576 ευρώ) + 1/6=] 5.338,66 ευρώ, και συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό το σχετικό αίτημα της α΄ αγωγής. Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι το προσφερόμενο στον ενάγοντα από τη δεύτερη εναγομένη ποσό για την αιτία αυτή υπολείπεται της προαναφερόμενης νόμιμης αποζημίωσης κατά (5.338,66 - 4.576,00=) 762,33 ευρώ η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής λύεται σε κάθε περίπτωση εκ του νόμου. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ελλιπής προσφερόμενη από τη δεύτερη εναγομένη στον ενάγοντα αποζημίωση οφείλεται σε εύλογη, συγγνωστή πλάνη αυτής, και όχι σε πρόθεση της να ιδιοποιηθεί το εν λόγω ποσό. Τούτο διότι τυχόν αντίθετη εκδοχή βάσει της οποίας ήταν σκόπιμη η επιλογή της δεύτερης εναγομένης να μην καταβάλει στον ενάγοντα ολόκληρο το ύψος της νόμιμης αποζημίωσης προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του ιδιαίτερα χαμηλού σε σχέση με την οικονομική της επιφάνεια ποσού 762,33 ευρώ και να εκτεθεί κατά τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να καταβάλει ως πολλαπλάσια αστική ποινή, τις συμφωνημένες περιοδικές αμοιβές του ενάγοντος, μέχρι πλήρους καταβολής του εν λόγω ποσού, δεν ενέχει λογικό έρεισμα και είναι ασύμβατο με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Μολονότι δε η δεύτερη εναγομένη δεν διατύπωσε ένσταση συγγνωστής πλάνης της ως προς τον υπολογισμό της προαναφερόμενης αποζημίωσης το Δικαστήριο τούτο εκτιμά ότι ο αντίστοιχος ισχυρισμός εμπεριέχεται στον μείζονα ισχυρισμό της για τον ορθό -κατ’ αυτή- τρόπο υπολογισμού της σχετικής αποζημίωσης. Ως εκ τούτου εφόσον αποδείχθηκε ότι ο υπολογισμός της αποζημίωσης από τη δεύτερη εναγομένη οφείλεται σε πλάνη της ως προς το αληθές ύψος της και εφόσον η εν λόγω πλάνη κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο συγγνωστή καθώς δεν υπήρχε πρόθεση ιδιοποίησης της διαφοράς πρέπει να απορριφθούν τα εκτιμώμενα ενιαία υπό στοιχ. γ -ως προς το δεύτερο αναγνωριστικό σκέλος του-, δ και ε αιτήματα της α΄ αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων ουδέποτε έλαβε τόσο από την πρώτη (για το χρονικό διάστημα από 4-7-2001 έως 3-1-2017) όσο και από τη δεύτερη εναγομένη (για το χρονικό διάστημα από 4-7-2001 έως 20-5-2019) επιδόματα εορτών και αδείας. Από την εκτίμηση όλων των περιστατικών που αποδείχθηκαν ήτοι της εξαιρετικής σχέσης του ενάγοντος με τον κ. ..., η οποία μάλιστα βασιζόταν σε πολύχρονη φιλία, όπως αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, του γεγονότος ότι ο ίδιος ο ενάγων είχε καταρτίσει όλες τις συμβάσεις και είχε καθορίσει την αμοιβή του , του γεγονότος ότι και η θυγατέρα του ενάγοντος εργαζόταν επίσης με πάγια αντιμισθία στην πρώτη εναγόμενη χωρίς ποτέ να έχει διεκδικήσει δώρα εορτών και επιδόματα αδείας αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας από τα οποία προκύπτει ότι είναι σύνηθες στις πάγιες αντιμισθίες να συμφωνείται μία μηνιαία αμοιβή, την οποία συνήθως καθορίζει ο δικηγόρος μετά από διαπραγμάτευση, στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις του απασχολουμένου δικηγόρου, σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι ο ενάγων από το έτος 2003 μέχρι και το έτος 2017 απασχολούνταν με έτερη πάγια αντιμισθία στο νοσοκομείο Ρόδου, όπου μάλιστα σύμφωνα με την σύμβαση του έπρεπε να απασχολείται όλες τις εργάσιμες ώρες καθώς και πρώτιστα από το γεγονός ότι ο ενάγων επί μακρότατο χρονικό διάστημα (18 έτη) εισέπραττε αδιαμαρτύρητα και αναντίρρητα την αμοιβή του από τις εναγόμενες, χωρίς ουδέποτε να τις οχλήσει, είτε προφορικά είτε εγγράφως διά εξωδίκου, παρά το ότι ως δικηγόρος ήξερε ότι οι αξιώσεις του θα υπέπιπταν σε παραγραφή, αποδεικνύει ότι ουδέποτε υπήρχε συμφωνία καταβολής από τις εναγόμενες δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, αλλά ούτε και ποτέ ο ενάγων διεκδίκησε αυτές τις αμοιβές. Λόγω των ανωτέρω ο ενάγων δημιούργησε στις εναγόμενες την εδραία και εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα καταβολής δώρων εορτών και έτσι ουδόλως ανέμεναν την άσκηση της ένδικης αγωγής. Η δε επακολουθήσασα άσκηση αυτής από τον ενάγοντα, προς ικανοποίηση του ειρημένου δικαιώματός του, τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, και θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τις εναγόμενες, αιτιωδώς συνδεόμενες με την ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως. Και τούτο διότι οι εναγόμενες, επιχειρήσεις απασχολούν συνολικά 65 άτομα προσωπικό διοικητικό και ναυτικό με τεράστια έξοδα για μισθούς κυρίως του ναυτικού προσωπικού, προμήθεια καυσίμων , εξασφάλιση και κατ’ έτος ανανέωση εξοπλισμών για την ασφάλεια των πελατών οπότε η τυχόν επιδίκαση των ποσών αυτών θα έθετε σε κίνδυνο τόσο την λειτουργική επιβίωση όσο και τους μισθούς του προσωπικού των εναγομένων. Συντρεχόντων των ανωτέρω (μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος, προηγηθείσα της ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος συμπεριφορά αυτού, εύλογη πεποίθηση των εναγομένων ότι δεν θα ασκηθεί εκ μέρους του ενάγοντος οποιοδήποτε δικαίωμα με βάση το μεταξύ τους συμβατικό καθεστώς) η άσκηση της ένδικης αξίωσης παρίσταται, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα τα υπό της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ διαγραφόμενα όρια και συνεπώς η δεύτερη αγωγή πρέπει να απορριφθεί., ενώ, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η πρώτη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.338,66 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της από 20-5-2019 καταγγελίας και μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και έκανε δεκτές εν μέρει τις δύο αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 12.248,76 και τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ίδιο το ποσό των 5.338,66 και 14.013,93 ευρώ, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α΄ έφεση, καθώς και οι πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του εκκαλούντος και εφεσίβλητου, να γίνει δεκτή η έφεση υπό στοιχείο Β’ έφεση, και αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολο της να απορριφθεί η δεύτερη αγωγή και να γίνει εν μέρει δεκτή η πρώτη αγωγή κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθ. κατάθεσης …/6.5.2022 και …./6.5.2022 εφέσεις και τις αριθ. κατάθεσης …/2022 και …/2022 πρόσθετες παρεμβάσεις. .
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία την υπό στοιχείο Β’ έφεση ουσιαστικά την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’ αριθ. …. e παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις πρόσθετες παρεμβάσεις με αριθ. κατάθεσης … και …./2022.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την υπό στοιχείο Α’ έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄ αριθ. 44/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθ. κατάθεσης …/2019 και …/2019 αγωγές .
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθ. κατάθεσης …/2019 αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την με αριθ. κατάθεσης …/2019 αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (5.338,66) ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της από 20-5-2019 καταγγελίας και μέχρι την εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 7 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΔικαστήςΗ Γραμματέας