Αριθμός 1959/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ειρήνη Σάρπ, Πρόεδρος, Παναγιώτα Καρλή, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Όλγα Ζύγουρα, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Ηλίας Μάζος, Βικτωρία Πλαπούτα, Όλγα Παπαδοπούλου, Μαρία Σωτηροπούλου, Ιωάννης Σπερελάκης, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Φραντζέσκα Γιαννακού, Ευσταθία Σκούρα, Κωνσταντία Λαζαράκη, Κασσιανή Μαρίνου, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Ελένη Γεωργούτσου, Σύμβουλοι, Ιωάννης Δημητρακόπουλος, Ιωάννης Παπαγιάννης, Νικόλαος Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Βικτωρία Πλαπούτα και Φραντζέσκα Γιαννακού, καθώς και ο Πάρεδρος Ιωάννης Παπαγιάννης, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.
Για να δικάσει την από 21 Ιουλίου 2020 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,
κατά του ..., κατοίκου Αθηνών (...), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ευαγγελία Καραμπίνα (Α.Μ. 27301), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της σπουδαιότητάς της, κατόπιν της από 28ης Σεπτεμβρίου 2020 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 3ης Φεβρουαρίου 2021 πράξη της Προέδρου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1 εδ. β΄, 14 παρ. 2 περ. α΄ και γ΄, 20 και 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1399/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κωνσταντίνας Φιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Διομήδη Κυριλλόπουλου και Ηλία Μάζου, τακτικών μελών της σύνθεσης που εκδίκασε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Βικτωρία Πλαπούτα και Φραντζέσκα Γιαννακού, αναπληρωματικά μέλη της σύνθεσης (βλ. 51/28.5.2021 πρακτικό διάσκεψης της Ολομελείας του Δικαστηρίου).
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση νομίμως ασκήθηκε χωρίς καταβολή παραβόλου.
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1399/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 15487/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που με την τελευταία αυτήν, κατόπιν μερικής αποδοχής αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου, πρώην βουλευτή, είχε αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσείοντος να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 75.110,43 ευρώ, ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παράλειψης του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει, για το χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009, τη βουλευτική αποζημίωσή του ώστε να είναι ίση προς τις αποδοχές, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, του «Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού».
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, με την από 28.9.2020 πράξη της Προέδρου του, όπως τροποποιήθηκε με την από 3.2.2021 πράξη της.
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και στη συνέχεια η παρ. 3 με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), και ισχύουν, στις υποθέσεις εκείνες των οποίων το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει το απαιτούμενο ελάχιστο όριο ή οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένο χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με τη δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει, με ειδικούς, αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, ως προς το ζήτημα δε αυτό είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία -επί του αυτού (και όχι ανάλογου ή παρόμοιου) νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 696/2020, 1618/2018, 1534/2016, 1613, 1439/2014, 3008/2013, 4987, 3933/2012, 916/2012 επτ., 2301/2011 επτ. κ.ά.).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό και με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος διετέλεσε βουλευτής κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως και 30.9.2009 και έλαβε ως βουλευτική αποζημίωση α) κατά το έτος 2008 συνολικώς το ποσό των 80.192,40 ευρώ [και ειδικότερα έλαβε κατά τους μήνες Ιανουάριο έως και Ιούνιο 5.617,40 ευρώ μηνιαίως, κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο 5.707 ευρώ μηνιαίως και κατά τους μήνες Οκτώβριο έως και Δεκέμβριο 5.780,60 ευρώ μηνιαίως, καθώς και επιδόματα για τις εορτές Πάσχα (2.808,70 ευρώ) και Χριστουγέννων (5.780,60 ευρώ) και επίδομα αδείας (2.853,50 ευρώ)] και β) κατά το έτος 2009 συνολικώς το ποσό των 61.226,20 ευρώ [και ειδικότερα έλαβε μηνιαίως 5.780,60 ευρώ, καθώς και επιδόματα για τις εορτές Πάσχα (2.890,30 ευρώ) και Χριστουγέννων (3.420,20 ευρώ) και επίδομα αδείας (2.890,30 ευρώ)]. Επιπλέον, ο αναιρεσίβλητος έλαβε και έξοδα κίνησης, επίδομα οργάνωσης γραφείου, ταχυδρομικά τέλη και αμοιβές κοινοβουλευτικών επιτροπών, ύψους, αντιστοίχως, για το έτος 2008, 9.000 ευρώ, 17.176,20 ευρώ, 13.725,44 ευρώ και 23.161,75 ευρώ, και, για το έτος 2009, 6.750 ευρώ, 13.006,35 ευρώ, 12.319,89 ευρώ και 7.225,75 ευρώ, με συνέπεια να λάβει, για την άσκηση των καθηκόντων του, συνολικώς (βουλευτική αποζημίωση, δαπάνες και αμοιβές κοινοβουλευτικών επιτροπών), το ποσό των 143.255,79 ευρώ, κατά το έτος 2008, και το ποσό των 100.528,19 ευρώ, κατά το από 1.1.2009 έως 30.9.2009 χρονικό διάστημα [δηλαδή συνολικώς, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2009, το ποσό των 243.783,98 ευρώ]. Με την επίμαχη από 18.2.2010 αγωγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσίβλητος προέβαλε ότι κατά το ανωτέρω από 1.1.2008 έως 30.9.2009 χρονικό διάστημα της βουλευτικής του θητείας υπέστη θετική ζημία από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να εξισώσουν τη βουλευτική του αποζημίωση προς το σύνολο των αποδοχών που ελάμβανε, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ανώτατος δικαστικός λειτουργός, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 57 του ν. 3691/2008, ανερχομένων στο ποσό των 8.964,40 ευρώ μηνιαίως (βασικός μισθός 2.067 ευρώ Χ 2 συντελεστή = 4.134 ευρώ, μετά των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης και αντιστάθμισης δαπανών δημιουργίας και ενημέρωσης βιβλιοθήκης και οργάνωσης γραφείου, καθώς και της πάγιας αποζημίωσης ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών και της αποζημίωσης εξόδων παράστασης). Ενόψει αυτών, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει, για το ως άνω χρονικό διάστημα, την ανερχόμενη σε 82.691,40 ευρώ διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έλαβε κατά το διάστημα αυτό ο ανώτατος δικαστικός λειτουργός [224.110 ευρώ: 8.964,40 ευρώ ανά μήνα Χ 25 μήνες, δηλαδή 12 μήνες το 2008 + 9 μήνες το 2009 + 4 μήνες συνολικά για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για τα δύο αυτά έτη] και της βουλευτικής αποζημίωσης που έλαβε ο ίδιος [141.418,60 ευρώ: 80.192,40 ευρώ κατά το έτος 2008 και 61.226,20 ευρώ κατά το διάστημα από 1.9.2009 έως 30.9.2009, δηλαδή της βουλευτικής αποζημίωσης χωρίς τα έξοδα κίνησης, το επίδομα οργάνωσης γραφείου, τα ταχυδρομικά τέλη και τις αμοιβές κοινοβουλευτικών επιτροπών], ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη, κατά τα ανωτέρω, καθώς και ποσό 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ισχυρίσθηκε δε ο αναιρεσίβλητος ότι η καταβαλλόμενη στους βουλευτές κατά μήνα αποζημίωση, η οποία δεν έχει τα εννοιολογικά στοιχεία του μισθού, αλλά αποβλέπει στην κάλυψη των οικονομικών συνεπειών από την απομάκρυνση του βουλευτή από το επαγγελματικό και βιοποριστικό του έργο και την αποκλειστική του ενασχόληση με το λειτούργημά του, συνδέεται άρρηκτα με τις αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, εφόσον, σε ό,τι αφορά το ύψος της, εξισώνεται, χωρίς να εξομοιώνεται με αυτές, με συνέπεια κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του εν λόγω λειτουργού να επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, κατά πρώτον, ότι η αξίωση του αναιρεσιβλήτου, που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως και 19.2.2008, είχε υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού (Α΄ 247) κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής (19.2.2010) και ότι, ως εκ τούτου, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη όσον αφορά τις αξιώσεις του χρονικού αυτού διαστήματος. Περαιτέρω, ως προς το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009, η αξίωση του αναιρεσιβλήτου κρίθηκε βάσιμη, με τις εξής ειδικότερες αιτιολογίες: α) στους βουλευτές καταβάλλεται από το Δημόσιο αποζημίωση για την αποστέρηση των ωφελημάτων από την επαγγελματική τους ενασχόληση, καθώς και για την κάλυψη των δαπανών που συνεπάγονται τα βουλευτικά τους καθήκοντα, η οποία (αποζημίωση) δεν έχει τα εννοιολογικά στοιχεία του μισθού, β) η σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης, σύμφωνα με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής (Συνεδρίαση ΚΔ΄), η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, με τις συνολικές αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών αυτού, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων, επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, γ) με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3691/2008 επήλθε, από 1.1.2008, αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, δ) η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 12 του νόμου αυτού, σύμφωνα με την οποία δεν έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικώς με δικαστικούς λειτουργούς, δεν καταλαμβάνει τους βουλευτές, καθόσον, αφενός, καταβάλλεται σε αυτούς αποζημίωση και όχι μισθός και, αφετέρου, διότι η διασύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, ως προς τον προσδιορισμό του ύψους αυτής, στηρίζεται στη διατηρηθείσα σε ισχύ από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, όπως συνάγεται δε από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 63 παρ. 1 και 111 παρ. 2 του Συντάγματος, για τον καθορισμό του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης απαιτείται απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής και δεν αρκεί τυπικός νόμος και ε) η βουλευτική αποζημίωση, κατά τα ανωτέρω, υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που λαμβάνει αυτός, σύμφωνα με το προβλεπόμενο από το Σύνταγμα ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, και, επομένως, δεν δύναται να συμψηφισθούν, σχετικώς, τυχόν αποζημιώσεις και επιδόματα που λαμβάνει ο βουλευτής για τη συμμετοχή του σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, για έξοδα κίνησης, για οργάνωση γραφείου και για ταχυδρομικά τέλη, δοθέντος ότι αυτά δεν προσμετρώνται στη βουλευτική αποζημίωση. Κατόπιν των σκέψεων αυτών, με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνωρίσθηκε ότι αυτός δικαιούται να λάβει αποζημίωση, ύψους 74.910,43 ευρώ, λόγω της παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου να αναπροσαρμόσουν τη βουλευτική αποζημίωσή του κατά το χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, ύψους 200 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης από την παράλειψη αυτή, και, συνολικώς και νομιμοτόκως, το ποσό των 75.110,43 ευρώ. Με την έφεσή του, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύχθηκαν με το από 17.1.2010 υπόμνημά του, κατά του ανωτέρω, περί αποδοχής της αγωγής, μέρους της πρωτόδικης αποφάσεως το Δημόσιο προέβαλε, όπως αναφέρεται σχετικώς και στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, α) ότι με τη διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 57 του ν. 3691/2008 περί του νέου ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών αποσυνδέθηκε πλέον η βουλευτική αποζημίωση από τις αποδοχές του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων, β) ότι στο πλαίσιο αυτό, με απόφασή της, ληφθείσα κατά τη Συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009, η Ολομέλεια της Βουλής διατήρησε τη βουλευτική αποζημίωση στα επίπεδα του προϊσχύσαντος ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών (ν. 3205/2003) και ότι, με τη μεταγενέστερη από 18.11.2015 απόφασή της (υπ’ αριθ. 16345), μείωσε αυτήν περαιτέρω κατά ποσοστό 10% και γ) ότι εσφαλμένως δεν συνυπολογίσθηκαν στο σύνολο της βουλευτικής αποζημίωσης και τα ποσά που έλαβε ο αναιρεσίβλητος, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, για τη συμμετοχή του σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, καθώς και για έξοδα κίνησης, ταχυδρομικά τέλη και την οργάνωση γραφείου, το σύνολο των οποίων υπερβαίνει τις μηνιαίες αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού. Η έφεση του Δημοσίου απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Συντάγματος, έτους 1952, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, ληφθείσα κατά την ΚΔ΄ Συνεδρίαση της 22.12.1964, με την οποία προσδιορίσθηκε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις νόμιμες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, ήτοι του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, με την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως κάθε φορά καθορίζονται από τις κείμενες διατάξεις. Η απόφαση αυτή της Βουλής διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, ως νόμος δε “που μπορεί να καταργήσει τις διατάξεις του Ψηφίσματος αυτού που ρυθμίζουν το ποσό της αποζημίωσης και των δαπανών που καταβάλλονται στους βουλευτές νοείται η απόφαση της Ολομέλειας ή ο Κανονισμός της Βουλής και όχι ο τυπικός νόμος”. Συνεπώς, κατά το Διοικητικό Εφετείο, κάθε μεταβολή των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων, όπως και αυτή που επήλθε από 1.1.2008 με τη θέσπιση, με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008, του νέου (αυξημένου) μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων, επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, που αποτελεί και τη βάση προσδιορισμού της βουλευτικής σύνταξης. Τούτο δε, κατά το δικάσαν δικαστήριο, δεν μεταβλήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 12 του ως άνω άρθρου 57 του ν. 3691/2008, σύμφωνα με την οποία το νέο αυξημένο μισθολόγιο, που θεσπίστηκε από 1.1.2008 για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δεν έχει εφαρμογή σε όσους «εξομοιώνονται μισθολογικά» με αυτούς, διότι δεν είναι δυνατή η αποσύνδεση με τυπικό νόμο του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης από τις αποδοχές που προβλέπονται κάθε φορά για τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων. Κατ’ ακολουθία δε των ερμηνευτικών αυτών παραδοχών, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι, εν προκειμένω, η αύξηση των μηνιαίων αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, που έλαβε χώρα δυνάμει του ως άνω άρθρου 57 του ν. 3691/2008, είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης, που εδικαιούτο να λάβει ο αναιρεσίβλητος για το επίδικο χρονικό διάστημα, ότι η βουλευτική αποζημίωση υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που λαμβάνει αυτός, σύμφωνα με το προβλεπόμενο από το Σύνταγμα ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, και ότι, συνεπώς, δεν δύνανται να συμψηφισθούν, σχετικώς, τυχόν αποζημιώσεις και επιδόματα που λαμβάνουν οι βουλευτές από τη συμμετοχή τους σε κοινοβουλευτικές επιτροπές καθώς και για έξοδα κίνησης, για οργάνωση γραφείου και για ταχυδρομικά τέλη, καθόσον “αυτά δεν προσμετρώνται στη βουλευτική αποζημίωση, αλλά καταβάλλονται λόγω της ιδιότητας των τελευταίων”.
7. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (29.7.2020), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, όπως προκύπτει δε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της αγόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς υπερβαίνει το νόμιμο όριο των 40.000 ευρώ.
8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 35 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) περί αυτεπάγγελτου ελέγχου των διαδικαστικών προϋποθέσεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 71 και 72 του ίδιου Κώδικα περί ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης επί αγωγής και του άρθρου 5 του π.δ. 458/1985 (Α΄ 165) περί εκπροσωπήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, δεν έλεγξε αυτεπαγγέλτως τα ζητήματα, αφενός, της, για λογαριασμό της Βουλής των Ελλήνων, νόμιμης διεξαγωγής της δίκης επ’ ονόματι του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, και, αφετέρου, της παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου αντί της Βουλής. Προβάλλεται δε, ειδικότερα, ότι, ενώ η επίδικη διαφορά αφορά την παράλειψη της αρμόδιας υπηρεσίας της Βουλής να αναπροσαρμόσει αναδρομικώς τη βουλευτική αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3691/ 2008, η αγωγή δεν στρεφόταν κατά της Βουλής αλλά κατά του Δημοσίου, μολονότι η Βουλή, σύμφωνα με τον Κανονισμό της, έχει αυτοτέλεια και αυτονομία έναντι των λοιπών κρατικών υπηρεσιών, εκπροσωπούμενη από τον Πρόεδρό της, ως τον μόνο νόμιμο εκπρόσωπο της Βουλής και μόνο δικαιούμενο να διεξάγει οποιαδήποτε δίκη που την αφορά. Συνεπώς, όφειλε, κατά το αναιρεσείον, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, εφαρμόζοντας ορθά τις ως άνω διατάξεις, να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του καθ’ ου η αγωγή Δημοσίου, να κρίνει μη νόμιμη την παράστασή του και να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, ενώ, εξάλλου, η κρίση του περί ευθύνης εν προκειμένω των οργάνων του Δημοσίου “είναι παντελώς αστήριχτη”. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι «υφίσταται αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου [...] ως προς την υποχρέωση του Διοικητικού Δικαστηρίου να ερευνά αυτεπάγγελτα τη νόμιμη εκπροσώπηση του διαδίκου [...]», ήτοι τη συνδρομή των προϋποθέσεων αρμοδιότητας διεξαγωγής της δίκης επ’ ονόματι του Ελληνικού Δημοσίου από τον Υπουργό Οικονομικών, καθώς και ως προς τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου (ενδεικτικώς, ΣτΕ 1191/2018) αντί της Βουλής των Ελλήνων. Επιπλέον, κατά το αναιρεσείον, αντιθέτως προς την αναιρεσιβαλλομένη έχει κρίνει η 3928/2019 αμετάκλητη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε όμοια αγωγή, προεχόντως ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως του Δημοσίου, και κρίθηκε ότι η Βουλή των Ελλήνων, δια του Προέδρου της, δύναται να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων ως διάδικος. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψη 6), δεν περιέχεται σε αυτήν ερμηνεία, ρητή ή συναγόμενη (ενόψει σχετικής αιτίασης που να είχε προβληθεί παραδεκτώς ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, δηλαδή με το δικόγραφο της έφεσης ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων), των μνημονευόμενων ως άνω διατάξεων του Κ.Δ.Δ., όσον αφορά την εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να ελέγχει, αυτεπαγγέλτως ή όχι, το ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης ή της εκπροσώπησης του Δημοσίου επί ασκηθείσης αγωγής όπως η επίμαχη, ή και σκέψη η οποία να αναφέρεται στο ζήτημα της εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων στην παρούσα υπόθεση. Και ναι μεν με το από 17.1.2020 υπόμνημα του Δημοσίου, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου, είχε προβληθεί, ειδικώς και μόνον ο λόγος περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου (και όχι και περί εκπροσωπήσεως αυτού από τον Υπουργό Οικονομικών, αντί της παραστάσεως του Προέδρου της Βουλής), πλην, απαραδέκτως· διότι, όπως γίνεται δεκτό, καθ’ ερμηνεία, μεταξύ άλλων, των άρθρων 35, 95 και 97 του Κ.Δ.Δ., η παράλειψη του Διοικητικού Πρωτοδικείου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παθητική νομιμοποίηση του καθ’ ου η αγωγή Δημοσίου δεν είναι αυτεπαγγέλτως ληπτέα υπόψη από το Διοικητικό Εφετείο, αλλά απαιτείται η προβολή σχετικού λόγου είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων (βλ. ΣτΕ 1708/2014, 3282/2011, βλ. και 2957, 1752/2009, 3842/1999 επτ., 449/1999, 4664/1984 Ολομ. κ.ά.). Κατ’ ακολουθία, ο ως άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο δεν τίθεται νομικό ζήτημα, το οποίο να κρίθηκε, ρητώς ή εμμέσως/σιωπηρώς, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρέπει, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 5, να απορριφθεί ως απαράδεκτος (πρβλ. ΣτΕ 2768, 441/2019, 1896/2018 επτ., 1879/2018, 3415/2017 κ.ά.). Κατόπιν δε αυτού, και ο αντίστοιχος ισχυρισμός, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση της παραδεκτής προβολής του λόγου, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.
9. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 1 του Συντάγματος, έκρινε ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 20.2.2008 έως 30.9.2009) επήλθε αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, όπως καθορίσθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3691/2008, και δεν έλαβε υπόψη του ότι κατά τη συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009 η Ολομέλεια της Βουλής, στο πλαίσιο της αυτονομίας της και της αποκλειστικής της αρμοδιότητας ως προς τον καθορισμό του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, ενέκρινε ομόφωνα πρόταση του Προέδρου της Βουλής να μην αυξηθεί η εν λόγω αποζημίωση κατ’ αντιστοιχία με την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, που έγινε κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω ν. 3691/2008, ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Εργασιών της Βουλής, ότι με τη μεταγενέστερη υπ’ αριθ. 16345/2015 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής επιβεβαιώθηκε ότι για τον καθορισμό του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης ουδέποτε εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του νόμου αυτού και ότι, συνεπώς, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 1.1.2016, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίμαχο χρονικό διάστημα (από 20.2.2008 έως 30.9.2009), δεν αυξήθηκε η βουλευτική αποζημίωση με βάση το μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών που θεσπίσθηκε με τον προαναφερόμενο νόμο. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του τιθέμενου με τον λόγο αυτόν νομικού ζητήματος εάν, ενόψει της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αυτονομίας της Βουλής, και παρά τις προαναφερόμενες από 1.4.2009 (Συνεδρίαση ΡΙΔ΄) και υπ’ αριθ. 16345/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας αυτής, νοείται αυτοδίκαιη αναπροσαρμογή της βουλευτικής αποζημίωσης με βάση το άρθρο 57 του ν. 3691/2008. Επικουρικώς, προβάλλεται ότι, ως προς το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, η αναιρεσιβαλλομένη έρχεται σε αντίθεση προς τις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 1482/2020, 1483/2020 και 1484/2020 “επί ad hoc υποθέσεων”.
10. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν περιέχεται σε αυτήν ρητή ερμηνευτική κρίση ειδικώς επί του ζητήματος εάν η Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009, έλαβε ή όχι απόφαση να μην αναπροσαρμοσθεί η βουλευτική αποζημίωση με βάση το θεσπισθέν με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 νέο (αυξημένο) μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, αφενός μεν στην αναιρεσιβαλλομένη αναφέρεται, ως προβληθείς λόγος εφέσεως, και η αιτίαση σχετικώς με τις ως άνω από 1.4.2009 και από 18.11.2015 αποφάσεις της Ολομέλειας της Βουλής περί διατηρήσεως της βουλευτικής αποζημίωσης στα προ του ν. 3691/2008 επίπεδα, αφετέρου δε κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ότι η αρχική από 22.12.1964 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (της ΚΔ΄ Συνεδρίασης), περί εξισώσεως της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, «διατηρήθηκε σε ισχύ» με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, καθώς και ότι ως “νόμος”, που μπορεί να καταργήσει τις διατάξεις του Ψηφίσματος αυτού, νοείται απόφαση της Ολομέλειας ή ο Κανονισμός της Βουλής, και όχι τυπικός νόμος, ότι, επομένως, δεν ήταν δυνατή η αποσύνδεση, με τυπικό νόμο, του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης από τις αποδοχές του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων, και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν έχει εφαρμογή, ως προς τη βουλευτική αποζημίωση, ούτε και η διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 57 του ν. 3691/2008. Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται, σαφώς, σιωπηρή ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κατά τη συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009 η Ολομέλεια της Βουλής δεν έλαβε απόφαση που να ασκεί επιρροή στον τρόπο καθορισμού του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, όπως αυτός προβλεπόταν στην απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος. Κατ’ ακολουθία, το νομικό ζήτημα, που προβάλλεται κατά τα άνω ως αναδεικνυόμενο με τον παρατιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη λόγο αναιρέσεως, είναι πράγματι κρίσιμο εν προκειμένω για την επίλυση της υποθέσεως. Δεδομένου δε ότι και ο αντίστοιχος, προς θεμελίωση του παραδεκτού, ισχυρισμός περί ελλείψεως νομολογίας παρίσταται βάσιμος, πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως. Κατόπιν δε αυτού, ο επικουρικός ισχυρισμός περί αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης προς τις μνημονευόμενες ως άνω αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως αλυσιτελής, εφόσον αρκεί για το παραδεκτό προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως η ανυπαρξία νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το τιθέμενο με αυτόν νομικό ζήτημα. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού, όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά στοιχεία, οι εφετειακές αποφάσεις, τις οποίες επικαλείται το αναιρεσείον Δημόσιο ως αντίθετες προς την ήδη αναιρεσιβαλλομένη, έχουν προσβληθεί με αιτήσεις αναιρέσεως, εκ των οποίων οι δύο (κατά των 1482 και 1484/2020 αποφάσεων) εκδικάσθηκαν κατά την ίδια δικάσιμο κατά την οποία συζητήθηκε και η κρινόμενη υπόθεση, η δε τρίτη εκκρεμεί ακόμη προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου.
11. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 63 παρ. 1 ότι «Οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες· το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής». Με την απόφαση της Βουλής, που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 συνεδρίασή της, ορίσθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 του Συντάγματος έτους 1952, αντίστοιχου προς το ως άνω άρθρο 63 του ισχύοντος Συντάγματος, ότι «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού». Η απόφαση αυτή της Βουλής, η οποία δεν προκύπτει ότι έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ.: Γ54039/25.9.2018 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 23/18.2.1975), κατά την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του οποίου, «Η βουλευτική αποζημίωσις, ως αύτη έχει καθορισθή δι’ αποφάσεως της Βουλής, ληφθείσης κατά την συνεδρίασιν ΚΔ΄ αυτής της 22ας Δεκεμβρίου 1964, διατηρουμένης εν ισχύϊ, υπόκειται εις τας κάτωθι μόνον κρατήσεις: α) [...] β) […]». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του άρθρου 111 του ισχύοντος Συντάγματος, το εν λόγω Ζ΄/1975 Ψήφισμα εξακολουθεί να ισχύει και κατά τις αντιτιθέμενες στο Σύνταγμα διατάξεις του και επιτρέπεται να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με νόμο, ενώ, συναφώς, και κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ίδιου αυτού Ψηφίσματος, οι διατάξεις του «δύνανται να τροποποιώνται δια νόμου».
12. Επειδή, το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος επιτάσσει την καταβολή από το Δημόσιο στους βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους και την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός των δαπανών τους, και μιας χρηματικής παροχής, υπό τη μορφή «αποζημίωσης» για την παροχή των υπηρεσιών τους. Ο καθορισμός του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης, όπως και του είδους και του ύψους των προς κάλυψη δαπανών τους, έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής και γίνεται με απόφαση της Ολομέλειας αυτής και όχι με τυπικό νόμο. Όπως ήδη εκτέθηκε, η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, με την προαναφερθείσα απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 (Συνεδρίαση ΚΔ΄), η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975, οι διατάξεις του οποίου μπορούν, κατά τα ανωτέρω, να τροποποιηθούν ή καταργηθούν με “νόμο”. Ως νόμος δε, ειδικώς ως προς τα ζητήματα που αφορούν το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, νοείται, στο πλαίσιο της κατά τα άνω εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής, μόνον απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής και όχι τυπικός νόμος (βλ. Ε.Σ. 2365/2014 Ολομ., 324/2017, 2068/2016 κ.ά.). Εξάλλου, με την ανωτέρω από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής προσδιορίσθηκε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, που είναι ο Πρόεδρος των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, υπό την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Η σύνδεση δε της βουλευτικής αποζημίωσης με τις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού έχει ως συνέπεια ότι κάθε τροποποίηση του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, όσον αφορά τον βασικό μισθό και τα πάσης φύσεως επιδόματα και τις προσαυξήσεις που προβλέπεται από το εν λόγω μισθολόγιο ότι καταβάλλονται σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κυρίων καθηκόντων του δικαστικού αυτού λειτουργού, επιφέρει, κατά την έννοια της ανωτέρω αποφάσεως της Βουλής, αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί σχετικώς απόφαση από την Ολομέλεια της Βουλής [βλ. σελ. 712 και 716 των πρακτικών συζητήσεων της ΚΔ΄ συνεδρίασης της Βουλής της 22.12.1964, στις οποίες αναφέρεται ότι η βουλευτική αποζημίωση πρέπει να καθορισθεί «σταθερώς και απαρασαλεύτως, συνδεομένη με το κρατικόν μισθολόγιον» και να εξισούται «προς το σύνολον των πάσης φύσεως μηνιαίων αποδοχών του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού, ήτοι του βασικού μηνιαίου μισθού, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων και προσαυξήσεων»].
13. Επειδή, στον Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής (μέρος κοινοβουλευτικό), ο οποίος κυρώθηκε με την από 3.6.1987 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (Α΄ 106/24.6.1987), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 61 παρ. 1: «Οι αγορεύσεις των ομιλητών, καθώς και όλα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, καταγράφονται λέξη προς λέξη στα πρακτικά, που δημοσιεύονται σε ιδιαίτερα τεύχη με τον τίτλο "Πρακτικά Βουλής"». Άρθρο 69 παρ. 6: «Το αποτέλεσμα κάθε ψηφοφορίας ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής και καταχωρίζεται στα Πρακτικά». Άρθρο 166 παρ. 1: «Τα τεύχη των Πρακτικών των συνεδριάσεων βιβλιοδετούνται σε ιδιαίτερους τόμους με τον τίτλο "Πρακτικά της Βουλής". [...]». Εξάλλου, στο άρθρο 91 του ψηφισθέντος με την από 1.4.1997 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β΄ - Κώδικας Οργανώσεως των Υπηρεσιών της Βουλής, Καταστάσεως του Προσωπικού της και άλλες διατάξεις) (Α΄ 51/10.4.1997), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «Αποφάσεις ή πράξεις της Βουλής ή του Προέδρου της Βουλής δημοσιεύονται με παραγγελία του και χωρίς καμιά άλλη διατύπωση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, έστω και αν αυτό δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις».
14. Επειδή, με το προαναφερθέν άρθρο 57 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) θεσπίσθηκε, από 1.1.2008, νέο, αυξημένο σε σχέση με το θεσπισθέν με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα με το άρθρο αυτό ορίσθηκαν τα εξής: «1. α. [...] β. Ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη (άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει) ορίζεται, από 1.1.2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά (2.067) ευρώ. 2. Οι περιπτώσεις α΄ έως και ζ΄ της παρ. A3 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 [για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών κατά την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, μηνιαίως κατά βαθμό] αντικαθίστανται από 1.1.2008 ως εξής: "α. […] ζ. Πρόεδρος και αντίστοιχοι χίλια εκατό (1.100) ευρώ". 3. α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. Α5 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 [πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών, μηνιαίως κατά βαθμό] αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως ακολούθως: "Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ. [...]". β. Μετά την παράγραφο Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 [αποζημίωση εξόδων παράστασης] προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: "7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής". 4. Η παρ. Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1.1.2008, ως εξής: "Α6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Πρόεδρος ΣτΕ και αντίστοιχοι τριακόσια (300) ευρώ. [...]" 5. […] 11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2008 προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους όλων των βαθμίδων. 12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που παραπέμπουν για τον καθορισμό αποδοχών στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αυτές θεωρούνται ότι παραπέμπουν στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέχρι και την ισχύ του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α΄). 13. [...]».
15. Επειδή, όπως προκύπτει από τα τηρηθέντα πρακτικά της προαναφερόμενης Συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της Βουλής, της 1.4.2009 (Πρακτικά Βουλής, ΙΒ΄ Περίοδος, Σύνοδος Β΄, σελ. 7645-7646), στον κατάλογο των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης της συγκεκριμένης συνεδρίασης είχε περιληφθεί, μεταξύ των ειδικών θεμάτων προς συζήτηση και ψήφιση, και το ζήτημα της παρακράτησης ποσοστού 5% από τη βουλευτική αποζημίωση υπέρ του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής (Ε.ΤΑ.Κ.Σ.) για ένα έτος. Η Ολομέλεια ψήφισε τη σχετική απόφαση, αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, τα άρθρα 63 παρ. 1 και 65 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς και «την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση […] και τις εξ αυτής επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία που καθίστανται ιδιαίτερα αισθητές στα φυσικά πρόσωπα και τα νοικοκυριά με χαμηλό ετήσιο εισόδημα και […] την ανάγκη έκφρασης κοινωνικής αλληλεγγύης εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων προς όσους στην παρούσα συγκυρία τελούν σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες». Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω πρακτικά, ο Πρόεδρος της Βουλής εξέθεσε τα εξής: «[…] εκφράζοντας όλους τους βουλευτές και τη σύμφωνη γνώμη τους για την παρακράτηση από τη βουλευτική αποζημίωση αυτού του ποσού [εννοείται το προαναφερθέν 5%], θέλω να κάνω γνωστό και στο Σώμα αλλά και σ’ ολόκληρο τον ελληνικό λαό τα κάτωθι: Πρώτον, γνωρίζετε ότι οι Βουλευτές με απόφαση και του Προέδρου της Βουλής αλλά και των Αρχηγών των κομμάτων δεν δέχτηκαν να εφαρμοστεί το 2008 η αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης παρακολουθώντας σύμφωνα με το Ζ΄ ψήφισμα τις αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου και συνεπώς αυτό το οποίο κατά συνταγματική πρόβλεψη με το Ζ΄ ψήφισμα καθορίζεται. [...] Επίσης, όπως οι δικαστικοί, […] [οι βουλευτές] δεν θα λάβουν καμμία αύξηση στη βουλευτική αποζημίωση για το 2009. Ακόμα, οι Βουλευτές συμμετέχουν ανάλογα με το ατομικό συνολικό εισόδημα του 2007 που δηλώθηκε το 2008 και στα ποσά που θα συνεισφέρουν εκείνοι που έχουν συνολικά εισοδήματα από 60.000 ευρώ και πάνω, δηλαδή από 1.000 ευρώ μέχρι και 25.000 ευρώ. […] Συνεπώς πρώτον από τη βουλευτική αποζημίωση, […] παρακρατείται το 10% από την πρώτη μέρα της εκλογής των Βουλευτών υπέρ των κομμάτων. Δεύτερον, θεσπίζεται τώρα, για ένα χρόνο, η παρακράτηση του 5% από τη βουλευτική αποζημίωση. Δεν θα λάβουν καμμία αύξηση το 2009. Δεν πήραν την αύξηση των δικαστών από το 2008, σύμφωνα με την αύξηση του μισθού και των αποδοχών των δικαστών. Ακόμα, θα συμμετάσχουν με το ατομικό συνολικό εισόδημα πάνω από τα 60.000 ευρώ. Συνεπώς, συμμετέχουν με τέσσερις τρόπους στην όλη διαδικασία από τη βουλευτική αυτή αποζημίωση, […] Αυτή την ανακοίνωση ήθελα να κάνω. Πιστεύω ότι βρίσκω σύμφωνους και τους τριακόσιους Βουλευτές, όλες τις πολιτικές δυνάμεις και όλους όσους βρίσκεστε αυτήν την ώρα στην Εθνική Αντιπροσωπεία». Κατόπιν τούτου, αναφέρεται στα πρακτικά ότι ο Πρόεδρος της Βουλής έθεσε το εξής ερώτημα: «Η Βουλή εγκρίνει;», ότι «ΟΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ» απάντησαν «Μάλιστα, μάλιστα» και ότι ο Πρόεδρος της Βουλής διαπίστωσε ότι «Η Βουλή ενέκρινε ομοφώνως». Η ληφθείσα κατά την ανωτέρω συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής απόφαση για την παρακράτηση από τη βουλευτική αποζημίωση ποσού αντιστοιχούντος στο 5% της εν λόγω αποζημίωσης και την απόδοση του ποσού αυτού στο Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, προκειμένου να διατεθεί κατά τον σκοπό του Ταμείου αυτού, δημοσιεύθηκε στο φύλλο 57 της 3.4.2009 του Α΄ τεύχους της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως με τον αριθμό 3603, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 91 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Β΄). Στη συνέχεια, κατά την ΚΖ΄ συνεδρίαση της 18.11.2015 (Κοινοβουλευτικής Περιόδου ΙΖ΄) η Ολομέλεια της Βουλής αποφάσισε την τροποποίηση του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος ως προς το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Α΄ 151/ 19.11.2015) με αριθμό 16345 και έναρξη ισχύος, κατά ρητή πρόβλεψή της, από 1.1.2016. Με την παράγραφο δε 1 αυτής προβλέφθηκε η αντικατάσταση του «α΄ εδαφίου» [πρόκειται περί της πρώτης περιόδου της παραγράφου 1, στη συνέχεια της οποίας παρατίθενται δύο περιπτώσεις με τα στοιχεία α και β, με τις οποίες θεσπίζονται δύο κρατήσεις που γίνονται στη βουλευτική αποζημίωση] της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ως εξής: «Η βουλευτική αποζημίωση, όπως καθορίσθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που ελήφθη κατά τη Συνεδρίαση ΚΔ΄ της 22ας Δεκεμβρίου 1964 και όπως διατηρείται σε ισχύ, μειωμένη στο σύνολο των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 3691/2008, μειώνεται περαιτέρω κατά 10%, με μείωση του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος, και υπόκειται στις εξής κρατήσεις:». Στο προοίμιο της αποφάσεως αυτής αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, «2. Τα πρακτικά της Συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της 1ης Απριλίου 2009, της Ολομέλειας της Βουλής, κατά την οποία εγκρίθηκε ομόφωνα πρόταση του Προέδρου της Βουλής να μην παρακολουθήσει η βουλευτική αποζημίωση την αύξηση των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου κατ’ εφαρμογή του Ν. 3691/2008. 3. Την έμπρακτη ευαισθησία του Σώματος στη δοκιμασία της ελληνικής κοινωνίας, λόγω της οικονομικής κρίσης. 4. Την ανάγκη περαιτέρω μείωσης, κατά 10%, της βουλευτικής αποζημίωσης που καταβάλλεται σήμερα, με αποτέλεσμα συνολική μείωση 38% περίπου σε σχέση με τις σημερινές αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου, ώστε να μειωθούν, αντίστοιχα, οι δαπάνες του Προϋπολογισμού της Βουλής».
16. Επειδή, από το παρατιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη περιεχόμενο των πρακτικών της Συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της Βουλής της 1.4.2009, συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Βουλής πρότεινε στους κατά τον χρόνο εκείνο βουλευτές, ενόψει της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, εκτός από την, ήδη αποφασισθείσα αμέσως προηγουμένως κατά την ίδια συνεδρίαση, παρακράτηση από τη βουλευτική αποζημίωση ποσού αντιστοιχούντος στο 5% της εν λόγω αποζημίωσης και την απόδοσή του στο Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, τη μη αύξηση κατά τα έτη 2008 και 2009 της βουλευτικής αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, με το οποίο επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, με βάση την κατά το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 αύξηση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού. Η πρόταση αυτή του Προέδρου της Βουλής εγκρίθηκε ομόφωνα από τους βουλευτές και, με τον τρόπο αυτό, περιβλήθηκε τον τύπο της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής. Η εν λόγω δε απόφαση, η οποία ελήφθη κατά τη διάρκεια δημόσιας συνεδρίασης του Κοινοβουλίου και δημοσιεύθηκε στα πρακτικά της Βουλής (της Συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της 1.4.2009), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα ειδικότερα στο προαναφερθέν άρθρο 166 παρ. 1 του Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής, έχει λάβει, μέσω της διαδικασίας αυτής, επαρκή δημοσιότητα. Με τα δεδομένα αυτά, δεν επηρεάζει το κύρος της συγκεκριμένης αποφάσεως το γεγονός ότι δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον, πάντως, με αυτήν έγινε αποδεκτή πρόταση του Προέδρου της Βουλής, ο οποίος είναι ο αρμόδιος διατάκτης των δαπανών της [βλ. άρθρο 1 του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β΄ - Κώδικας Οργανώσεως των Υπηρεσιών της Βουλής, […])], και αφορά τους βουλευτές (μεταξύ των οποίων και τον αναιρεσίβλητο), οι οποίοι ομοφώνως την ενέκριναν, ο δε αναιρεσίβλητος, εν πάση περιπτώσει, δεν ισχυρίζεται ότι ο ίδιος εξεδήλωσε τη διαφωνία του ενώπιον της Βουλής, ενώ, εξάλλου, με αυτήν, ως εκ του περιεχομένου της (μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης κατά τα έτη 2008 και 2009), δεν επήλθε καμία μεταβολή στον προϋπολογισμό της Βουλής ή στον κρατικό προϋπολογισμό. Αντιθέτως, η ληφθείσα κατά την ίδια συνεδρίαση απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής περί παρακρατήσεως επί ένα έτος ποσοστού 5% της βουλευτικής αποζημίωσης και αποδόσεώς του στο Ε.ΤΑ.Κ.Σ., λόγω των οικονομικής φύσεως συνεπειών που είχε για τους βουλευτές, η αποζημίωση των οποίων θα υφίστατο για ένα έτος μείωση ανερχόμενη στο εν λόγω ποσοστό, καθώς και για το νομικό αυτό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, και της υποχρεώσεως που συνεπαγόταν για τον διατάκτη των δαπανών της Βουλής, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Α΄ 57/3.4.2009). Εξάλλου, με την ανωτέρω απόφαση περί μη αυξήσεως της βουλευτικής αποζημίωσης κατ’ αντιστοιχία προς την αύξηση των αποδοχών του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους κατά τα έτη 2008 και 2009, κατά την αληθή έννοιά της, δεν τροποποιήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η οποία, μη δημοσιευθείσα και αυτή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είχε, κατά τα προεκτεθέντα, επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, αλλά αποφασίσθηκε, ως προσωρινό μέτρο, η αναστολή πράγματι της ισχύος της, ενόψει της υπάρχουσας κατά τον χρόνο εκείνο παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και προς αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης αυτής στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Λόγω, όμως, της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε στη συνέχεια ειδικώς στην Ελλάδα -εξ αιτίας της οποίας, όπως συνάγεται, αλλά και ενόψει και της εν τω μεταξύ μειώσεως των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών με αλλεπάλληλους νόμους, είχε συνεχισθεί, και μετά το 2009, η καταβολή στους βουλευτές, που μετείχαν στη σύνθεση της Βουλής, η οποία προέκυψε από τις εκλογές που διενεργήθηκαν στις 4.10.2009, 17.6.2012 και 25.1.2015, αποζημίωσης ίσης με τις αποδοχές του Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3691/2008-, η Ολομέλεια της Βουλής, η οποία προέκυψε από τις εκλογές της 20.9.2015, αποφάσισε, με την απόφαση της 18.11.2015, να τροποποιήσει την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975 και όχι μόνον να διατηρήσει το, προκύψαν μετά την απόφαση της Ολομέλειας της 1.4.2009, ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, επιβεβαιώνοντας την εν λόγω απόφαση, αλλά να το μειώσει και περαιτέρω κατά 10%. Με τη νέα αυτή ρύθμιση η βουλευτική αποζημίωση αποσυνδέθηκε πράγματι από τις αποδοχές του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους και καθορίσθηκε κατ’ ουσίαν σε συγκεκριμένο ύψος. Ενόψει δε του ότι η ρύθμιση αυτή θεσπίσθηκε πλέον ως πάγια και απέβλεπε πράγματι στην κατάργηση για το μέλλον της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, όπως αυτή είχε επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, η σχετική απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξάλλου, από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει ότι η Ολομέλεια της Βουλής δεν είχε την αρμοδιότητα να αναστείλει την ισχύ της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964 αναδρομικώς (για το έτος 2008 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.3.2009) και για όσο χρονικό διάστημα η ίδια έκρινε ότι τούτο ήταν επιβεβλημένο προς αντιμετώπιση της εκδηλωθείσης κρίσης, εφόσον, στο πλαίσιο της αυτονομίας που, κατά το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος, διαθέτει η Βουλή ως προς τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης των μελών της, στην κρίση της ίδιας (είτε υπό τη σύνθεση που είχε όταν ελήφθη η απόφαση της 1.4.2009 είτε υπό νέα σύνθεση που θα προέκυπτε από μεταγενέστερες εκλογές) εναπέκειτο αν θα συνεχιζόταν η αναστολή αυτή ή αν θα επανερχόταν η ισχύς του κανόνα της εξισώσεως της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου και της αυτοδίκαιης μεταβολής του ύψους της εν λόγω αποζημίωσης σε περίπτωση μεταβολής του ύψους των αποδοχών του τελευταίου. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι με το από 26.3.2001 υπόμνημα του αναιρεσιβλήτου ισχυρισμοί ότι κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής της 1.4.2009 δεν ελήφθη καμία απόφαση για μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και ότι επρόκειτο «απλά για μια άτυπη ανακοίνωση» του Προέδρου της Βουλής, η οποία δεν είχε καμία νομική συνέπεια, καθώς και ότι η μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης με βάση το θεσπισθέν με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών παραβιάζει διάφορες συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων τα άρθρα 4, 26, 63 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τον χαρακτήρα απλής ανακοινώσεως είχε μόνον η μνεία από τον Πρόεδρο της Βουλής των τριών άλλων επιβαρύνσεων της βουλευτικής αποζημίωσης, που αφορούσαν μέτρα που είχαν ήδη θεσπισθεί ή αποφασισθεί, και, ειδικότερα, της παρακράτησης 10% από τη βουλευτική αποζημίωση υπέρ των κομμάτων με βάση τη διάταξη της περιπτώσεως α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 3016/2002 (Α΄ 110), της αποφασισθείσης κατά την ίδια συνεδρίαση της 1.4.2009 παρακράτησης ποσοστού 5% της εν λόγω αποζημίωσης για ένα έτος υπέρ του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής και της επιβάρυνσης της αποζημίωσης με την επιβληθείσα το 2008 εισφορά εις βάρος όλων των φορολογουμένων με το άρθρο 18 του ν. 3758/2009 (Α΄ 68/5.5.2009). Εξάλλου, επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι η Ολομέλεια της Βουλής δεν έλαβε απόφαση για μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης κατά τα έτη 2008 και 2009 δεν αποτελεί το γεγονός ότι με το άρθρο 23 παρ. 4 στοιχείο β΄ του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) παρεσχέθη εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει με απόφασή του τον τρόπο, τον χρόνο και τη διαδικασία καταβολής «των αναδρομικών ποσών σύνταξης, που δικαιούνται συνταξιούχοι του Δημοσίου κατά το Ν.Δ. 99/1974 […], καθώς και οι κληρονόμοι τους, λόγω της αναπροσαρμογής των συντάξεών τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 57 του Ν. 3691/2008 […] σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων», όπως υποστηρίζει ο αναιρεσίβλητος με το ανωτέρω υπόμνημά του, διότι η διάταξη αυτή αποβλέπει απλώς στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως που κατά το Σύνταγμα έχουν τα κρατικά όργανα να συμμορφώνονται προς δικαστικές αποφάσεις.
17. Επειδή, συνεπώς, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (20.2.2008 έως 30.9.2009), η βουλευτική αποζημίωση που εδικαιούτο να λάβει ο αναιρεσίβλητος έπρεπε να αυξηθεί κατά το ποσό κατά το οποίο είχαν αυξηθεί οι αποδοχές των Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων με βάση το θεσπισθέν με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 νέο μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι ναι μεν η προπαρατεθείσα παράγραφος 12 του άρθρου 57 του ν. 3691/2008, με την οποία ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του νέου μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών δεν εφαρμόζονται σε όσους «εξομοιώνονται μισθολογικά» με τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δεν έχει εφαρμογή για τους βουλευτές, για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης των οποίων και την τροποποίηση της αφορώσης το ζήτημα αυτό αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, απαιτείτο, ενόψει της κατά το άρθρο 63 παρ. 1 του Συντάγματος αυτονομίας της Βουλής, και πάλι απόφαση της Ολομέλειας αυτής και δεν αρκούσε διάταξη τυπικού νόμου (βλ. και Ε.Σ. Ολομ. 1796/2018, 478/2016, 3407, 2942/2015, 2365/2014 κ.ά.), όπως ορθώς δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Κατά τα γενόμενα, όμως, δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η ισχύς της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, όπως είχε επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος και προέβλεπε την εξίσωση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου, ανεστάλη με τη νεότερη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 1.4.2009 για τα επίμαχα έτη 2008 και 2009. Για τον λόγο αυτόν, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Κατόπιν δε αυτού, είναι περιττή η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
18. Επειδή, οι δύο Πάρεδροι διατύπωσαν την ακόλουθη συγκλίνουσα γνώμη: Όπως προκύπτει από την προεκτεθείσα ανακοίνωση του Προέδρου της Βουλής, κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής ΡΙΔ΄ της 1ης Απριλίου 2009, οι υπηρετούντες κατά τον χρόνο αυτό βουλευτές, μεταξύ των οποίων και ο ήδη αναιρεσίβλητος, δέχθηκαν (ομόφωνα, όπως σημειώνεται στο στοιχείο 2 του προοιμίου της απόφασης 16345/2015 της Ολομέλειας της Βουλής) να μην εφαρμοσθεί το 2008 και το 2009 αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσής τους, σύμφωνα με το Ζ΄ Ψήφισμα του 1975, σε συνδυασμό με την αύξηση των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008. Η τοιαύτη εκδήλωση της βούλησης των μελών της Βουλής, η οποία αφενός μεν συνιστά απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του (δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης) Ζ΄ Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, αφετέρου δε συνεπάγεται έννομες συνέπειες για τους διατάκτες του προϋπολογισμού (υπό την έννοια της μη εφαρμογής των ρυθμίσεων του ν. 3691/2008 περί μισθολογικών αποδοχών των δικαστικών λειτουργών για τον υπολογισμό της βουλευτικής αποζημίωσης) δεν περιβλήθηκε τον τύπο της απόφασης του θεσμικού οργάνου της Ολομέλειας της Βουλής και, για τον λόγο αυτό, δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 91 του Β΄ Μέρους του Κανονισμού της Βουλής (κατά το οποίο οι αποφάσεις ή πράξεις της Βουλής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, έστω και αν αυτό δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν υπήρξε υποστατή απόφαση του θεσμικού οργάνου της Ολομέλειας της Βουλής περί τροποποίησης της εν λόγω διάταξης του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975 ούτε, άλλωστε, η 16345/2015 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής παραπέμπει σε τέτοια απόφαση (ούτε, περαιτέρω, μπορεί να θεωρηθεί ότι την εγκρίνει και, δη, αναδρομικά). Ωστόσο, η προαναφερόμενη από κοινού εκδήλωση της βούλησης των μελών της Βουλής να μη δεχθούν αύξηση της βουλευτικής τους αποζημίωσης για τα έτη 2008 και 2009, κατ’ εφαρμογή του Ζ΄ Ψηφίσματος, εκφράζει την (πολιτική και νομική) ατομική δέσμευση των βουλευτών, έναντι της Βουλής και του ελληνικού λαού, να μη λάβουν, για τα έτη 2008 και 2009, αύξηση της αποζημίωσής τους, κατ’ εφαρμογή του Ζ΄ Ψηφίσματος. Εξάλλου, ο αναιρεσίβλητος ουδόλως υποστηρίζει ότι αντιτάχθηκε, ενώπιον της Βουλής, στην ανάληψη της παραπάνω δέσμευσης, η οποία ενέχει παραίτηση των μελών της Βουλής από την εφαρμογή, ως προς το ύψος της οφειλόμενης βουλευτικής αποζημίωσης, για τα έτη 2008 και 2009, της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3691/2008. Τούτων έπεται ότι ο αναιρεσίβλητος δίχως έννομο συμφέρον προέβαλε με την αγωγή του αξίωση αποζημίωσης, λόγω παραβίασης των διατάξεων αυτών, και, επομένως, η αγωγή του έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
19. Επειδή, η υπόθεση, η οποία δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί περαιτέρω, να γίνει δεκτή η έφεση του Δημοσίου, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνώρισε την υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σε αυτόν, νομιμοτόκως, το ποσό των 75.110,43 ευρώ και να απορριφθεί η αγωγή του αναιρεσιβλήτου και κατά το μέρος που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως και 30.9.2009.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 1399/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει την έφεση του Δημοσίου και δέχεται αυτήν.
Εξαφανίζει, σύμφωνα με το αιτιολογικό, την απόφαση 15487/2018 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που, κατά μερική αποδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, αναγνώρισε την υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σε αυτόν, νομιμοτόκως, το ποσό των 75.110,43 ευρώ.
Δικάζει την αγωγή, κατά το μέρος που αφορά το χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009, και την απορρίπτει και κατά το μέρος τούτο.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου για την κατ’ αναίρεση δίκη, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ, και απαλλάσσει αυτόν, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ.1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.), από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου για τις δίκες επί της αγωγής και της εφέσεως.
Η διάσκεψη έγινε στις 28 Μαΐου 2021
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Ελένη Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Νοεμβρίου 2023.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ευαγγελία Νίκα Ελένη Γκίκα