Αριθμός 1898/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Διομήδης Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βασίλειος Αραβαντινός, Κασσιανή Μαρίνου, Σύμβουλοι, Σταυρούλα Λαμπροπούλου, Δημήτριος Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λάμπρος Ρίκος.
Για να δικάσει την από 11 Νοεμβρίου 2020 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά του ... του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (…), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1564/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Βασιλείου Αραβαντινού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1564/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απερρίφθη έφεση του Δημοσίου κατά της 1931/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν προσφυγή - αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, αστυνομικού υπαλλήλου, είχε ακυρώσει την .../14.5.2013 πράξη της Διεύθυνσης Χρηματικού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης και αναγνώρισε την υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει ποσό ύψους 3.741,96 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιδόματος εξομαλύνσεως που έλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από 23.9.2010 έως 31.7.2013, κατ' άρθρον 51 παρ. 3 εδαφ. α΄ του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), και εκείνου που θα έπρεπε να είχε λάβει, ως τελών εν διαστάσει πατέρας ενός ανήλικου τέκνου.
2. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτώς συζητείται, καίτοι δεν παρέστη ο αναιρεσίβλητος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την Γ΄/.../1-3-2022 Έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης ..., αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως και της .../12-1-2021 πράξεως του Προέδρου του Στ΄ Τμήματος περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου έχουν επιδοθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως σε αυτόν.
3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικατεστάθησαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ως εξής: «3. [Όπως ισχύει, κατόπιν της αντικαταστάσεώς της δια του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, Α΄ 240] Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, …». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι: «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας, …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εάν το ποσό της αγομένης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαφοράς είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ, αίτηση αναιρέσεως δεν ασκείται παραδεκτώς, παρά μόνον εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, η οποία έκρινε διάταξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική ή αντίθετη προς άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγουμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί, κατά παρέκκλιση πάσης άλλης διατάξεως, προκειμένου να επιλυθεί από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο το ανωτέρω σοβαρό ζήτημα. Τούτο δε διότι σκοπός της ως άνω διατάξεως, εν αντιθέσει προς αυτήν του άρθρου 12 του ιδίου νόμου, που αποσκοπεί στον περιορισμό του μεγάλου αριθμού των αιτήσεων αναιρέσεως, είναι η κατά παρέκκλιση πάσης άλλης διατάξεως εκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως, για προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι προκειμένου να μην καταλείπονται αμφιβολίες στην έννομη τάξη σχετικά με την αντίθεση τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα ή προς υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη. Τούτο, όμως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το επίμαχο ζήτημα, κατά το χρόνο της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν έχει ήδη επιλυθεί με οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή, κατά μείζονα λόγο, του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκαν προ της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, (βλ. ΣτΕ 2696/2017, 667/2014, 855/2013, 2659/2013 επταμ.).
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2448/1996 «Μισθολογικά στελεχών Εν. Δυνάμεων, Αστυνομίας, Πυροσβεστικού (Α΄ 279): «Πέρα από το μηνιαίο μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται τα εξής επιδόματα κατά μήνα: 1. ... 2. ... 3. Εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών ποσού τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) για όλους τους στρατιωτικούς εν γένει. Για τους εγγάμους χωρίς τέκνα που αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος, το ανωτέρω ποσό ορίζεται σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δρχ. το μήνα. Για εγγάμους ή διαζευγμένους ή σε διάσταση ή σε χηρεία ή αγάμους οι οποίοι έχουν τέκνα, που αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος, το ποσό του επιδόματος αυτού ορίζεται σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) δρχ...». Στη συνέχεια, με το άρθρο 8 του ν. 2512/1997 (Α΄ 138) ορίσθηκε ότι: «1α. Τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 2448/1996 (Α΄ 279) ποσά του επιδόματος εξομαλύνσεως μισθολογικών διαφορών προσαυξάνονται, από 1.1.1997, κατά δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές, δεκαέξι χιλιάδες (16.000) δραχμές και είκοσι (20.000) δραχμές για τους αναφερόμενους στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου, αντίστοιχα ...». Εξάλλου, κατ' άρθρο 7 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151): «1. Θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο: α) ... β) Τα ανήλικα άγαμα τέκνα. γ) ... 2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ έως η΄ της προηγούμενης παραγράφου, θεωρείται ότι βαρύνουν το φορολογούμενο εφόσον συνοικούν με αυτόν ...». Το εν λόγω επίδομα εξομάλυνσης διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του νόμου 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις.» (Α΄ 297), με τον οποίο καταργήθηκαν (άρθρο 55), από την έναρξη ισχύος του (1.1.2004 κατ’ άρθρο 56 αυτού) οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2448/1996. Ειδικότερα, με τη διάταξη της παραγράφου 3 της περ. Α΄ του άρθρου 51 του ως άνω ν. 3205/2003, ορίσθηκαν τα εξής: «Α. Πέρα από το μηνιαίο βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: 1. … 2. … 3. Εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών, ποσού εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ (138 €) για όλους τους στρατιωτικούς εν γένει. Για τους έγγαμους χωρίς τέκνα, που αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος, το ανωτέρω ποσό ορίζεται σε διακόσια εννιά ευρώ (209 €). Για έγγαμους ή διαζευγμένους ή σε διάσταση ή σε χηρεία ή άγαμους οι οποίοι έχουν τέκνα, που αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος, το ποσό του επιδόματος αυτού ορίζεται σε διακόσια εβδομήντα εννιά ευρώ (279 €). Σε περίπτωση συζύγων που αμείβονται και οι δύο με τις διατάξεις του παρόντος, τα προστατευόμενα μέλη οικογένειας (τέκνα) λαμβάνονται υπόψη μόνο για τον έναν εξ αυτών. …». Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε, από 1-8-2012, αρχικώς με τη διάταξη του άρθρου πρώτου υποπαρ. Γ1 περ. 31.β΄ του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), στη συνέχεια δε, με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Οι διατάξεις αυτές περιέχουν απολύτως όμοιες ρυθμίσεις με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 51 περ. Α΄ παρ. 3 του ν. 3205/2003, διαφοροποιούμενες μόνον ως προς το ύψος του αυξημένου επιδόματος εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό προς τα πρωτοδίκως κριθέντα, ο αναιρεσίβλητος, αστυνομικός υπάλληλος, την 14.10.2009 τέλεσε νόμιμο γάμο από τον οποίον απέκτησε ένα τέκνο, γεννηθέν την 4.5.2010. Η έγγαμη συμβίωση του ζεύγους διεκόπη, όπως τούτο αναγνωρίσθηκε με την 17106/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, η επιμέλεια του τέκνου ανετέθη στην πρώην σύζυγό του, με την ως άνω δικαστική απόφαση, βάσει της οποίας ο αναιρεσίβλητος υποχρεώθηκε να καταβάλει μηνιαία διατροφή για το τέκνο του ύψους 200,00 ευρώ. Εν συνεχεία, ο γάμος λύθηκε με την 22796/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατόπιν των ανωτέρω, με την .../14.05.2013 πράξη της Διεύθυνσης Χρηματικού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, αποφασίσθηκε η παρακράτηση από τις αποδοχές του αναιρεσιβλήτου συνολικού ποσού ύψους 3.541,96 ευρώ, που έλαβε ως επίδομα εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών εγγάμου με ένα τέκνο κατά το διάστημα από 23.9.2010 έως 31.5.2013, κατά το οποίο ευρίσκετο σε διάσταση με τη σύζυγό του, και ακολούθως, διεκόπη από 1.6.2013 η χορήγηση του επιδόματος αυτού ύψους 200,00 ευρώ μηνιαίως, περιοριζόμενου σε 100,00 ευρώ μηνιαίως. Με την από 16.7.2013 προσφυγή - αγωγή του, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε, αφ’ ενός να ακυρωθεί η ως άνω πράξη της Διεύθυνσης Χρηματικού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και αφ’ ετέρου να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει ποσό ύψους 3.741,96 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ του επιδόματος εξομαλύνσεως που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 23.09.2010 έως 31.7.2013 κατ’ άρθρον 51 παρ. 3 εδαφ. α΄ του ν. 3205/2003 και εκείνου που θα έπρεπε να είχε λάβει, δυνάμει του εδαφίου γ΄ της αυτής διατάξεως [όπως αυτό αντικαταστάθηκε από 1.8.2012 με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Γ1 περ. 31β΄ του ν. 4093/2012 Α΄ 22]. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν την αγωγή του αναιρεσιβλήτου, επεδίκασε σε αυτόν το αιτηθέν ποσό, με την αιτιολογία ότι αυτός εδικαιούτο αυξημένο το επίδομα εξομάλυνσης κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ως βαρυνόμενος με τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου του. Έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτοβαθμίου αποφάσεως απερρίφθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι ήταν ορθή και νόμιμη η πρωτόδικη απόφαση. Τούτο δε, διότι κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων, σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων, λύεται μεν ο γάμος αλλά εξακολουθούν να υφίστανται οικογενειακές σχέσεις άξιες προστασίας, και συγκεκριμένα, αυτές των τέκνων με καθέναν από τους γονείς τους. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η εξαίρεση του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια των τέκνων και δεν συγκατοικεί με αυτά, από τη λήψη της συγκεκριμένης προσαυξήσεως, εφόσον αυτός έχει, κατά τον νόμο, υποχρέωση διατροφής των τέκνων. Συνεπώς, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι διατάξεις αυτές, καθ’ ο μέρος, αποκλείουν τη χορήγηση της προσαυξήσεως του επιδόματος εξομάλυνσης, σε διαζευγμένο σύζυγο, ο οποίος δεν συγκατοικεί με τα τέκνα του, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1 και 21 παρ.1 του Συντάγματος.
6. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση, κατατεθείσα την 12.11.2020, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010, το δε ποσό της διαφοράς κατ’ αναίρεση είναι κατώτερο του ελάχιστου κατά τον νόμο αυτό ορίου των 40.000 ευρώ, για το κατ’ αρχήν παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Με το εισαγωγικό δικόγραφο το αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η αίτηση ασκείται παραδεκτώς, διότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει επιλυθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι δεν έχει κριθεί αν, σύμφωνα με τη προαναφερθείσα διάταξη, δικαιούνται αυξημένου επιδόματος εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών όχι μόνον όσοι εκ των διαζευγμένων και εν διαστάσει τελούντων συζύγων συνοικούν μετά των τέκνων τους, αλλά και όσοι αποδεδειγμένως καταβάλλουν διατροφή σ’ αυτά, παρά το ότι δεν συνοικούν μετ' αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχύε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω χρόνο. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 3900/2010 και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.
7. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 4, συνάγεται ότι το επίδομα εξομαλύνσεως χορηγείται αυξημένο στους διαζευγμένους μετά τέκνων υπαλλήλους των Ενόπλων Δυνάμεων, της Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού σώματος, μόνον εφόσον τα τέκνα αυτών αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος, δηλαδή, όταν οι υπάλληλοι αυτοί συνοικούν μετά των τέκνων τους και όχι όταν απλώς καταβάλλουν στον (στην) πρώην σύζυγό τους διατροφή γι' αυτά, χωρίς, όμως, να συνοικούν με αυτά. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος, αφού ο μη συγκατοικών με τα τέκνα του πρώην σύζυγος δεν τελεί υπό τις αυτές συνθήκες ούτε έχει τις αυτές υποχρεώσεις με τους εγγάμους ή διαζευγμένους οι οποίοι συγκατοικούν με τα τέκνα τους ώστε να λαμβάνει το αυτό ακριβώς με εκείνους επίδομα. Ούτε και στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος αντίκειται, δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία της οικογένειας, του γάμου και της παιδικής ηλικίας κατ' ουδέν συναρτάται με το ύψος ειδικού επιδόματος χορηγουμένου σε διαζευγμένους που δεν συγκατοικούν ούτε έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, αλλά είναι απλώς υπόχρεοι καταβολής ορισμένου χρηματικού ποσού για την διατροφή τους (ΣτΕ 1751/2016, 391/2016, 3511/2014, 172/2014, 4020/2012, 4909/2012 και ΣτΕ εν συμβ., 2617/2014). Η ερμηνεία αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι με νεώτερη ρύθμιση (άρθρο 11 του ν. 4361/2016, Α΄ 10), αντικαταστάθηκε εκ νέου η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυε, και ορίσθηκε ότι το επίδομα εξομάλυνσης καταβάλλεται αυξημένο και στους συζύγους που τελούν σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι ή άγαμοι και έχουν τέκνα αναγνωριζόμενα ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειας για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος «ή αποδεδειγμένα καταβάλλουν διατροφή». Τούτο δε, διότι η νεώτερη αυτή διάταξη δεν έχει αναδρομική ισχύ, ούτε έχει τον χαρακτήρα ερμηνευτικής διατάξεως, διότι οι προγενέστερες διατάξεις δεν ήσαν ασαφείς, ώστε να χρήζουν αυθεντικής ερμηνείας. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 11 του νεωτέρου ν. 4361/2016, απηχούσα τη μεταβολή των αντιλήψεων του τυπικού νομοθέτη ως προς τη θέσπιση προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να χορηγηθεί αυξημένο το επίδομα εξομάλυνσης, ισχύει για τον εφεξής χρόνο από της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού, οπότε και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 40 αυτού, και δεν εφαρμόζεται σε προγενέστερα χρονικά διαστήματα όπως είναι και το κρίσιμο χρονικό διάστημα στην κρινόμενη υπόθεση.
8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω η κρίση του δικάσαντος εφετείου περί αντισυνταγματικότητος των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 4 παρίσταται εσφαλμένη και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Η δε υπόθεση ως χρήζουσα διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν εφετείον προς νέα νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 1564/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση προς νέα νόμιμη κρίση.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2022
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας
Διομήδης Κυριλλόπουλος Λάμπρος Ρίκος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ής Οκτωβρίου 2023.
Η Πρόεδρος του Στ´ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ´ Τμήματος
Ιωάννης Β. Γράβαρης Σταυρούλα Χάρου