Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 24ης Οκτωβρίου 2024
Στην υπόθεση C‑227/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Kwantum Nederland BV,
Kwantum België BV
κατά
Vitra Collections AG
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, A. Arabadjiev και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Kwantum Nederland BV και η Kwantum België BV, εκπροσωπούμενες από την C. Garnitsch, τον M. R. Rijks και την M. van Gerwen, advocaten,
– η Vitra Collections AG, εκπροσωπούμενη από τους S. A. Klos και A. Ringnalda, advocaten, και τον M. A. Ritscher, Rechtsanwalt,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. M. M. Besselink και την M. K. Bulterman,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. Cottin και την A. Van Baelen, επικουρούμενους από τον A. Strowel, avocat,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την E. Timmermans,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Afonso, την O. Glinicka, τον P.‑J. Loewenthal και την J. Samnadda,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2 έως 4 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10), καθώς και του άρθρου 17, παράγραφος 2, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979 (στο εξής: Σύμβαση της Βέρνης), και του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vitra Collections AG (στο εξής: Vitra), εταιρίας ελβετικού δικαίου, και των Kwantum Nederland BV και Kwantum België BV (στο εξής, από κοινού: Kwantum), εταιριών εκμεταλλευόμενων, στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο, αλυσίδα καταστημάτων πώλησης ειδών εσωτερικής διακόσμησης, συμπεριλαμβανομένων επίπλων, λόγω της εμπορίας από την Kwantum καρέκλας η οποία προσβάλλει, κατά τη Vitra, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των οποίων είναι κάτοχος η ίδια.
Το νομικό πλαίσιο
Το διεθνές δίκαιο
Η Σύμβαση της Βέρνης
3 Το άρθρο 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης προβλέπει τα ακόλουθα:
«Επιφυλάσσεται εις τας νομοθεσίας των χωρών της Ενώσεως [που συστάθηκε με τη Σύμβαση αυτή] να προσδιορίσουν τον χώρον εφαρμογής των νόμων, οίτινες αφορούν τα έργα των εφηρμοσμένων τεχνών και τα βιομηχανικά σχέδια και πρότυπα, ως και τους όρους προστασίας των έργων, σχεδίων και προτύπων τούτων, λαμβανομένων υπ’ όψιν των διατάξεων του άρθρου (7[, παράγραφος,] 4) της παρούσας Συμβάσεως. Διά τα προστατευόμενα εις τας χώρας προελεύσεως απλώς ως σχέδια ή πρότυπα έργα, δεν δύναται να ζητηθή εις άλλην χώραν της Ενώσεως [που συστάθηκε με τη Σύμβαση αυτή] ειμή η ειδική προστασία η παρεχόμενη εις την χώραν ταύτην, εις τα σχέδια και πρότυπα. Πάντως, εάν εις την χώραν ταύτην δεν παρέχεται τοιαύτη ειδική προστασία, τα εν λόγω έργα προστατεύονται ως καλλιτεχνικά έργα.»
4 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης αυτής ορίζει τα εξής:
«Οι δημιουργοί απολαμβάνουν, όσον αφορά τα έργα διά τα οποία προστατεύονται δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως εις τας χώρας της Ενώσεως [που συστάθηκε με τη Σύμβαση αυτή] άλλας από την χώραν προελεύσεως του έργου, των δικαιωμάτων, τα οποία οι αντίστοιχοι νόμοι αναγνωρίζουν ή μέλλουν να αναγνωρίσουν εις τους υπηκόους των, ως και των δικαιωμάτων, άτινα ειδικώς παρέχονται διά της παρούσης Συμβάσεως.»
5 Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 8, της εν λόγω Σύμβασης:
«Εις όλας τα περιπτώσεις, η διάρκεια θα διέπεται από τον νόμον της χώρας, ένθα ζητείται η προστασία. Πάντως, πλην διαφόρου ρυθμίσεως από την νομοθεσίαν της τελευταίας ταύτης χώρας, δεν θα υπερβαίνει αύτη την διάρκειαν, την οριζομένην εις την χώραν προελεύσεως του έργου.»
6 Το άρθρο 14 τρις, παράγραφος 2, της ίδιας Σύμβασης προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η προβλεπομένη εις το ανωτέρω εδάφιον προστασία δύναται να αξιωθή, εις έκαστην χώραν της Ενώσεως [που συστάθηκε με τη Σύμβαση αυτή], εφ’ όσον μόνον η εθνική νομοθεσία του δημιουργού παραδέχεται την προστασίαν ταύτην και εν ώ μέτρω επιτρέπει τούτο η νομοθεσία της χώρας, ένθα ζητείται η εν λόγω προστασία.»
7 Το άρθρο 19 της Σύμβασης της Βέρνης έχει ως εξής:
«Αι διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως δεν εμποδίζουν την διεκδίκησιν εφαρμογής ευρύτερων διατάξεων αίτινες θα εθεσπίζοντο υπό της νομοθεσίας μιας των χωρών της Ενώσεως [που συστάθηκε με τη Σύμβαση αυτή]».
Η Συμφωνία TRIPS
8 Το επιγραφόμενο «Εθνική μεταχείριση» άρθρο 3 της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία TRIPS), η οποία αποτελεί το παράρτημα 1Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986‑1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1), ορίζει τα εξής:
«1. Κάθε μέλος παρέχει στους υπηκόους των υπολοίπων μελών μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που παρέχει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ισχύουν ήδη δυνάμει, αντιστοίχως, της σύμβασης των Παρισίων (1967), της σύμβασης της Βέρνης (1971), της σύμβασης της Ρώμης ή της συνθήκης για την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Προκειμένου περί των καλλιτεχνών ερμηνευτών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, η προαναφερθείσα υποχρέωση υφίσταται μόνο ως προς τα δικαιώματα που προβλέπει η παρούσα συμφωνία. Κάθε μέλος, το οποίο κάνει χρήση κάποιας από τις δυνατότητες που παρέχει το άρθρο 6 της σύμβασης της Βέρνης (1971) ή το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο (β) της σύμβασης της Ρώμης προβαίνει στην προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις γνωστοποίηση προς το συμβούλιο για τα TRIP.
2. Τα μέλη δύνανται να προσφεύγουν στις εξαιρέσεις που επιτρέπονται βάσει της παραγράφου 1 προκειμένου περί διαδικασιών παροχής δικαστικής προστασίας ή διοικητικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής νόμιμης διεύθυνσης ή του διορισμού εντολοδόχου στην έννομη τάξη ενός μέλους, μόνο όταν η προσφυγή στην εκάστοτε εξαίρεση είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς νόμους και κανονισμούς που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και υπό την προϋπόθεση ότι οι πρακτικές αυτού του είδους δεν ασκούνται κατά τρόπο που να συνεπάγεται συγκεκαλυμμένους περιορισμούς για το εμπόριο.»
9 Το άρθρο 9 της Συμφωνίας TRIPS, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέση με τη σύμβαση της Βέρνης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Τα μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα άρθρα 1 έως 21 της σύμβασης της Βέρνης (1971), καθώς και το προσάρτημα της ίδιας σύμβασης. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη δεν αποκτούν δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις βάσει της παρούσας συμφωνίας αναφορικά με τα δικαιώματα που παραχωρούνται βάσει του άρθρου 6α της προαναφερθείσας σύμβασης και με τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη.»
Η ΣΠΙ
10 Η Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για την πνευματική ιδιοκτησία (στο εξής: ΣΠΙ), που υπεγράφη στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου 1996, εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000 (EE 2000, L 89, σ. 6).
11 Το άρθρο 1 της ΣΠΙ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέση με τη σύμβαση της Βέρνης», ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής:
«Τα συμβαλλόμενα μέρη συμμορφώνονται με τα άρθρα 1 έως 21 και με το παράρτημα της σύμβασης της Βέρνης.»
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2001/29
12 Οι αιτιολογικές σκέψεις 6, 9 και 15 της οδηγίας 2001/29 διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:
«(6) Ελλείψει εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο, οι νομοθετικές δραστηριότητες που έχουν ήδη αρχίσει σε αρκετά κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο για να αντιμετωπιστούν οι τεχνολογικές προκλήσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντικές διαφορές ως προς την προστασία και, ως εκ τούτου, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και των προϊόντων που ενσωματώνουν ή βασίζονται σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, προκαλώντας εκ νέου κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και νομοθετική δυσαρμονία[.] […]
[…]
(9) Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία[.] [Η] προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα[.] [Ω]ς εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.
[…]
(15) Η διπλωματική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της [ΠΟΔΙ] τον Δεκέμβριο του 1996, κατέληξε στην έγκριση δύο νέων συνθηκών, της [ΣΠΙ] και της [Σ]υνθήκης του ΠΟΔΙ για τις ερμηνείες και εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα[, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου 1996 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278], που αφορούν την προστασία των δημιουργών και την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων αντίστοιχα[.] […] [Η] παρούσα οδηγία συμβάλλει επίσης στην εκπλήρωση ορισμένων από τις νέες αυτές διεθνείς υποχρεώσεις.»
13 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/29, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία αφορά την νομική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, με ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνία της πληροφορίας.»
14 Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», ορίζει τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:
α) στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,
[…]».
15 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων [προστατευόμενων] αντικειμένων στο κοινό», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.»
16 Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διανομής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.»
17 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν εξαιρέσεις και περιορισμούς όσον αφορά τα αποκλειστικά δικαιώματα των άρθρων 2 έως 4 της οδηγίας.
18 Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαχρονική εφαρμογή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται σε όλα τα έργα και τα λοιπά προστατευόμενα αντικείμενα που αναφέρονται σε αυτήν και τα οποία στις 22 Δεκεμβρίου 2002, προστατεύονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα ή πληρούν τα κριτήρια προστασίας κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.»
Η οδηγία 2001/84/ΕΚ
19 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2001/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης (ΕΕ 2001, L 272, σ. 32), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιούχοι των ποσοστών-υπήκοοι τρίτων χωρών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δημιουργοί που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και, με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 2, οι δικαιοδόχοι τους απολαύουν του δικαιώματος παρακολούθησης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους μόνον εφόσον η νομοθεσία της χώρας ιθαγενείας του δημιουργού ή του δικαιοδόχου του προστατεύει το δικαίωμα παρακολούθησης στη συγκεκριμένη χώρα υπέρ των δημιουργών από κράτη μέλη και των δικαιοδόχων τους.»
Η οδηγία 2006/116/ΕΚ
20 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2006/116/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (ΕΕ 2006, L 372, σ. 12), το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία έναντι τρίτων χωρών», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Όταν η χώρα προελεύσεως ενός έργου, κατά την έννοια της Σύμβασης της Βέρνης, είναι τρίτη χώρα και ο δημιουργός του έργου δεν είναι υπήκοος της Κοινότητας, η διάρκεια προστασίας την οποία χορηγούν τα κράτη μέλη λήγει κατά την ημερομηνία λήξεως της προστασίας που χορηγείται στη χώρα προελεύσεως του έργου, χωρίς να είναι δυνατή υπέρβαση της διάρκειας που καθορίζεται με το άρθρο 1.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
21 Η Vitra κατασκευάζει έπιπλα επώνυμων σχεδιαστών, μεταξύ άλλων καρέκλες σχεδιασμένες από το ζεύγος των εκλιπόντων Αμερικανών Charles και Ray Eames, είναι δε κάτοχος των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας επί των καρεκλών αυτών.
22 Μία από τις καρέκλες που κατασκεύασε η Vitra είναι η καρέκλα Dining Sidechair Wood (στο εξής: καρέκλα DSW), η οποία σχεδιάστηκε από το συγκεκριμένο ζεύγος στο πλαίσιο διαγωνισμού σχεδιασμού επίπλων τον οποίο διοργάνωσε το Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες) το 1948 και εκτίθεται εκεί από το 1950.
23 Η Kwantum εκμεταλλεύεται, στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, αλυσίδα καταστημάτων πώλησης ειδών εσωτερικής διακόσμησης, συμπεριλαμβανομένων επίπλων.
24 Στη διάρκεια του έτους 2014 η Vitra διαπίστωσε ότι η Kwantum εμπορευόταν καρέκλα υπό την ονομασία Paris, προσβάλλοντας, σύμφωνα με τη Vitra, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί της καρέκλας DSW των οποίων ήταν κάτοχος η ίδια.
25 Το rechtbank Den Haag (πρωτοδικείο Χάγης, Κάτω Χώρες), ενώπιον του οποίου άσκησε αγωγή η Vitra, έκρινε ότι η Kwantum δεν προσέβαλε τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της Vitra στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο και δεν ενήργησε παράνομα διαθέτοντας την καρέκλα Paris στο εμπόριο. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο αυτό απέρριψε τα αιτήματα της Vitra και δέχθηκε εν πολλοίς τα αιτήματα της Kwantum.
26 Το Gerechtshof Den Haag (εφετείο Χάγης, Κάτω Χώρες) εξαφάνισε την ως άνω απόφαση, εκτιμώντας ότι η Kwantum, εμπορευόμενη την καρέκλα Paris, είχε προσβάλει στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της Vitra επί της καρέκλας DSW.
27 Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, εκτιμά ότι η διαφορά έχει ως αντικείμενο τη δυνατότητα εφαρμογής και το περιεχόμενο του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης, το οποίο, για τα έργα που προστατεύονται μόνον ως σχέδια και υποδείγματα στη χώρα προέλευσής τους, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μόνον η ειδική προστασία που παρέχεται εντός της χώρας αυτής στα σχέδια και υποδείγματα μπορεί να ζητηθεί εντός άλλης χώρας, ανήκουσας στη συσταθείσα με τη συγκεκριμένη Σύμβαση Ένωση, θέτοντας, κατά τον τρόπο αυτόν, κριτήριο ουσιαστικής αμοιβαιότητας.
28 Συναφώς, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει, πρώτον, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Βέρνης, εντούτοις οφείλει, δυνάμει διεθνών συνθηκών, να τηρεί τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης αυτής. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η νομοθεσία της Ένωσης δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετικά με το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος, 7, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω Σύμβασης, ανακύπτει το ζήτημα αν τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν τα ίδια αν θα αφήσουν ανεφάρμοστο ή αν θα εφαρμόσουν το συγκεκριμένο κριτήριο στην περίπτωση έργου του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα και του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας.
29 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη. Εκτιμά ότι η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers (C‑265/19, EU:C:2020:677), με την οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε διάταξη της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις ερμηνείες και εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, της οποίας είναι συμβαλλόμενο μέρος η Ένωση, θέτει το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιτάσσει, προκειμένου για περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης δυνάμει του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, να προβλέπεται ο περιορισμός αυτός από τον νόμο, ήτοι από κανόνα σαφή και ακριβή. Συναφώς, από την εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να συναχθεί ότι απόκειται αποκλειστικώς στον νομοθέτη της Ένωσης, αποκλειομένων των εθνικών νομοθετών, να καθορίσει αν, εντός της Ένωσης, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης μπορεί να περιοριστεί δυνάμει εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης στην περίπτωση έργου των εφαρμοσμένων τεχνών προερχόμενο από τρίτη χώρα του οποίου ο δημιουργός δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης και, συνακόλουθα, να προσδιορίσει τον περιορισμό αυτόν κατά τρόπο σαφή και ακριβή. Πλην όμως, στο παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει προβλέψει τέτοιον περιορισμό.
30 Τρίτον, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Kwantum υποστήριξε ότι το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πλην όμως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να προσδιοριστεί κατά πόσον η διάταξη αυτή ασκεί επιρροή ως προς την εφαρμογή, σε σχέση με τους ισχυρισμούς που αφορούν το Βασίλειο του Βελγίου, του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εμπίπτει η διαφορά της κύριας δίκης στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, υποβάλλονται περαιτέρω τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
2) Έχει το γεγονός ότι η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη καλύπτει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης ως συνέπεια ότι, προκειμένου για περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (κατά την έννοια της οδηγίας [2001/29]) επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης, μέσω της εφαρμογής του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, απαιτεί να προβλέπεται ο περιορισμός αυτός από τον νόμο;
3) Έχουν τα άρθρα 2 έως 4 της οδηγίας [2001/29] καθώς και τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ερμηνευόμενα υπό το φως του άρθρου 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, την έννοια, ότι εναπόκειται αποκλειστικώς και μόνο στον νομοθέτη της Ένωσης (και όχι στους εθνικούς νομοθέτες) να ορίσει εάν η άσκηση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (κατά την έννοια της οδηγίας [2001/29]) επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα κατά την έννοια της Σύμβασης της Βέρνης και του οποίου ο δημιουργός δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους μπορεί να περιοριστεί στην Ένωση μέσω της εφαρμογής του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να οριοθετήσει με σαφήνεια και ακρίβεια τον περιορισμό αυτό […];
4) Έχουν τα άρθρα 2 έως 4 της οδηγίας [2001/29] καθώς και τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη την έννοια ότι, ενόσω ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει θεσπίσει περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (κατά την έννοια της οδηγίας [2001/29]) επί έργου εφαρμοσμένης τέχνης μέσω της εφαρμογής του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν το κριτήριο αυτό στην περίπτωση έργου εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα κατά την έννοια της Σύμβασης της Βέρνης και του οποίου ο δημιουργός δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους;
5) Υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης και δεδομένου του χρόνου έναρξης της ισχύος (της προϊσχύσασας ρύθμισης) του άρθρου 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, πληρούνται για το Βέλγιο οι προϋποθέσεις του άρθρου 351, [πρώτο εδάφιο], ΣΛΕΕ, με συνέπεια το Βέλγιο να είναι ελεύθερο να εφαρμόσει το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης, λαμβανομένου υπόψη ότι εν προκειμένω η χώρα προέλευσης προσχώρησε στη Σύμβαση της Βέρνης την 1η Μαΐου 1989;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
32 Κατά πρώτον, η Kwantum υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εξήγησε για ποιον λόγο η «διαφορά της κύριας δίκης», όπως χρησιμοποιείται η φράση στη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς σε τι συνίσταται αυτή εν προκειμένω, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, επίσης, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν καθίσταται αναγκαία ώστε να είναι σε θέση το εν λόγω δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του επί της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιόν του, οπότε τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικά.
33 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων χάρη στην οποία το μεν παρέχει στα δε τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Castorama Polska και Knor, C‑628/21, EU:C:2023:342, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Επιβάλλεται να υπομνησθεί συναφώς ότι, στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες κάθε υποθέσεως, τόσο αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα άπτονται της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει. Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης τεκμαίρονται λυσιτελή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Castorama Polska και Knor, C‑628/21, EU:C:2023:342, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Επίσης από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, λόγω της ανάγκης να δοθεί χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, είναι απαραίτητο να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο όπου εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματά του. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει επιπλέον να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Castorama Polska και Knor, C‑628/21, EU:C:2023:342, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36 Εν προκειμένω, από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 28 έως 30 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε με σαφήνεια το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, με το δε πρώτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται ειδικώς να διευκρινιστεί αν η διαφορά αυτή εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, από τις ίδιες σκέψεις προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων τις οποίες κρίνει αναγκαίες ώστε να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ζητούμενη ερμηνεία δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το ζήτημα το οποίο εγείρεται έχει υποθετικό χαρακτήρα. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, το τεκμήριο λυσιτέλειας που μνημονεύεται στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να ανατραπεί.
37 Κατά δεύτερον, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Kwantum και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι τα ζητήματα επί των οποίων πρέπει να αποφανθεί στη διαφορά της κύριας δίκης το αιτούν δικαστήριο αφορούν αποκλειστικά το άρθρο 2, παράγραφος 7, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης, με αποτέλεσμα να μη χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης.
38 Πλην όμως, ένα τέτοιο επιχείρημα, το οποίο αφορά κατ’ ουσίαν το κατά πόσον είναι αναγκαία τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε η οδηγία 2001/29, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων του Χάρτη καθώς και του άρθρου 351 ΣΛΕΕ, αντιτίθεται στην εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου εφαρμογή, στη διαφορά της κύριας δίκης, του άρθρου 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης.
39 Το ζήτημα αυτό άπτεται της ουσίας των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων.
40 Επιπλέον, όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, μολονότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Βέρνης, εντούτοις υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης αυτής, δυνάμει, αφενός, του άρθρου 1, παράγραφος 4, της ΣΠΙ, της οποίας είναι συμβαλλόμενο μέρος (αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C‑310/17, EU:C:2018:899, σκέψη 38, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Cofemel, C‑683/17, EU:C:2019:721, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, αφετέρου, του άρθρου 9 της Συμφωνίας TRIPS, οπότε η εν λόγω Σύμβαση παράγει έμμεσα αποτελέσματα εντός της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2012, SCF, C‑135/10, EU:C:2012:140, σκέψη 50, και της 18ης Νοεμβρίου 2020, Atresmedia Corporación de Medios de Comunicación, C‑147/19, EU:C:2020:935, σκέψη 36) και το Δικαστήριο ενδέχεται να κληθεί να ερμηνεύσει τις διατάξεις της (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Infopaq International, C‑5/08, EU:C:2009:465, σκέψη 34, της 16ης Μαρτίου 2017, AKM, C‑138/16, EU:C:2017:218, σκέψεις 21 και 44, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Cofemel, C‑683/17, EU:C:2019:721, σκέψη 42).
41 Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.
Επί της ουσίας
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
42 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η περίπτωση της κύριας δίκης εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
43 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αγωγή ασκηθείσα από τη Vitra ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων προς διεκδίκηση, στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο, προστασίας βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί της καρέκλας DSW Αμερικανών σχεδιαστών και προέλευσης από την ίδια τρίτη χώρα, της οποίας απομιμήσεις διέθεσε στο εμπόριο η Kwantum.
44 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, η συγκεκριμένη οδηγία αφορά τη νομική προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.
45 Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 31 και 33 των προτάσεών του, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δεν ορίζεται με βάση το κριτήριο της χώρας προέλευσης του έργου ή της ιθαγένειας του δημιουργού του, αλλά διά της αναφοράς στην εσωτερική αγορά, η οποία αντιστοιχεί στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 52 ΣΕΕ. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 355 ΣΛΕΕ, το εν λόγω πεδίο εφαρμογής περιλαμβάνει τα εδάφη των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C‑265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Επιπλέον, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής, η οποία εναρμονίζει ορισμένες πτυχές του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, εφαρμόζονται σε όλα τα έργα και τα λοιπά προστατευόμενα αντικείμενα που αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία και τα οποία, κατά την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά δίκαια, πληρούν τα κριτήρια προστασίας κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της συγκεκριμένης οδηγίας. Επομένως, χωρεί εφαρμογή της οδηγίας 2001/29 στη διαφορά της κύριας δίκης.
47 Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ορίζουν με σαφήνεια τα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής του έργου και παρουσίασής του στο κοινό των οποίων απολαύουν οι κάτοχοι του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ένωση, οι δε διατάξεις αυτές παρέχουν ένα εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο το οποίο διασφαλίζει αυξημένη και ομοιογενή προστασία των δικαιωμάτων αναπαραγωγής και παρουσίασης στο κοινό και συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης του ουσιαστικού περιεχομένου των δικαιωμάτων που προβλέπουν (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Funke Medien NRW, C‑469/17, EU:C:2019:623, σκέψεις 35 έως 38). Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, από το γράμμα του προκύπτει ότι η διάταξη αυτή ορίζει, επίσης με σαφήνεια, το σε αυτήν προβλεπόμενο αποκλειστικό δικαίωμα διανομής στο κοινό το οποίο συνιστά, όπως και οι ως άνω διατάξεις, μέτρο πλήρους εναρμόνισης του ουσιαστικού περιεχομένου του συγκεκριμένου δικαιώματος.
48 Περαιτέρω, όσον αφορά το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αντικειμένου των εφαρμοσμένων τεχνών, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη καρέκλα DSW, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, εφόσον πληροί σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Αφενός, το αντικείμενο πρέπει να είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι αποτελεί προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του. Αφετέρου, ο χαρακτηρισμός του «έργου», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, επιφυλάσσεται σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνιστούν έκφραση τέτοιας πνευματικής δημιουργίας (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C‑310/17, EU:C:2018:899, σκέψεις 35 έως 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Όταν ένα αντικείμενο εφαρμοσμένης τέχνης παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως και, ως εκ τούτου, αποτελεί έργο, πρέπει αυτό, ως τέτοιο, να τύχει προστασίας βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη οδηγία (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Cofemel, C‑683/17, EU:C:2019:721, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2001/29 και, ειδικότερα, εφόσον αντικείμενο εφαρμοσμένης τέχνης, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη αντικείμενο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της.
51 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης η περίπτωση εταιρίας που διεκδικεί προστασία βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί αντικειμένου εφαρμοσμένης τέχνης που διατίθεται στο εμπόριο εντός κράτους μέλους, εφόσον το αντικείμενο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29.
Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος
52 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον είναι αναγκαίο, να αναδιατυπώσει τα ερωτήματα που του υποβάλλονται. Συναφώς, σε αυτό απόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρειάζονται ερμηνεία λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N.
(EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
53 Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 22 των προτάσεών του, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, η επίδικη συμπεριφορά συνίσταται στην εκ μέρους της Kwantum εμπορία αντικειμένων, ήτοι αντιγράφων καρέκλας, με συνέπεια την προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας της Vitra και την εφαρμογή συναφώς του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, τα οποία παρέχουν στον δημιουργό ενός έργου, αντιστοίχως, τα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής και διανομής του έργου αυτού. Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η εν λόγω συμπεριφορά συνιστά παρουσίαση έργου στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.
54 Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 2, και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης όσον αφορά έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα και του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας.
55 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει, κατά πρώτον, να προσδιοριστεί αν οι προαναφερθείσες διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής ως προς έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα ή του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας και, εν συνεχεία, αν οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν την εφαρμογή, στο εθνικό δίκαιο, του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης.
56 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι διάταξη του ενωσιακού δικαίου η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό του νοήματος και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται σε ολόκληρη την Ένωση με αυτοτελή και ομοιόμορφο τρόπο, με βάση το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C‑265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, επισημαίνεται ότι, κατά τις διατάξεις αυτές, τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς τα αποκλειστικά δικαιώματα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, αφενός, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή, με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, των έργων τους και, αφετέρου, τη διανομή στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή, μέσω πώλησης ή άλλως, του πρωτοτύπου ή αντιγράφων των έργων τους.
58 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν διευκρινίζουν ρητώς αν η κατ’ αυτές έννοια του «έργου» καλύπτει έργο εφαρμοσμένης τέχνης που προέρχεται από τρίτη χώρα ούτε αν η έννοια του «δημιουργού», κατά τις ίδιες διατάξεις, καλύπτει τον δημιουργό ενός τέτοιου έργου που έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας.
59 Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν ένα αντικείμενο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, πρέπει, ως τέτοιο, να τύχει προστασίας βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, δεδομένου ότι στην οδηγία αυτή δεν προβλέπεται άλλωστε προϋπόθεση σχετικά με τη χώρα προέλευσης του οικείου έργου ή την ιθαγένεια του δημιουργού του.
60 Κατά δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι ανωτέρω διατάξεις, διαπιστώνεται, πρώτον, λαμβανομένων υπόψη όσων προκύπτουν από τις σκέψεις 44 και 45 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, καθορίζοντας το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/29 μέσω εδαφικού κριτηρίου, έλαβε κατ’ ανάγκην υπόψη το σύνολο των έργων των οποίων ζητείται η προστασία εντός της Ένωσης, ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσης των έργων αυτών ή της ιθαγένειας του δημιουργού τους.
61 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ορισμένα νομοθετήματα της εναρμονισμένης νομοθεσίας σχετικά με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τα έργα των οποίων η χώρα προέλευσης, κατά την έννοια της Σύμβασης της Βέρνης, είναι τρίτη χώρα και των οποίων ο δημιουργός δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, η οδηγία 2006/116, ειδικότερα δε το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέπει ότι η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας η οποία, στα κράτη μέλη, παρέχεται σε τέτοια έργα λήγει κατά την ημερομηνία λήξεως της προστασίας που χορηγείται στη χώρα προέλευσης του έργου, χωρίς να είναι δυνατή υπέρβαση της καθοριζόμενης στην οδηγία αυτή διάρκειας. Πλην όμως, όπως υπογραμμίζει η Vitra, ένα τέτοιο καθεστώς, το οποίο αφορά ειδικώς την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας καθώς και των έργων των οποίων η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα, θα στερούνταν χρησιμότητας αν η προστασία των οικείων έργων δεν διασφαλιζόταν βάσει της οδηγίας 2001/29.
62 Κατά τρίτον, η ερμηνεία που παρατίθεται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2001/29.
63 Συναφώς, πρώτον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας αυτής, σκοπός της οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, να αποφευχθούν οι σημαντικές διαφορές ως προς την προστασία και, ως εκ τούτου, οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και των προϊόντων που ενσωματώνουν ή βασίζονται σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, περιστάσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα τον εκ νέου κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και τη νομοθετική δυσαρμονία, κάθε δε εναρμόνιση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει, κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας, να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας. Πλην όμως, ένας τέτοιος σκοπός θα διακυβευόταν αν η οδηγία 2001/29 ρύθμιζε, εντός της Ένωσης, μόνον την προστασία βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί των έργων που προέρχονται από κράτος μέλος ή των οποίων ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους.
64 Δεύτερον, η αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2001/29 αναφέρει ότι η οδηγία αυτή συμβάλλει επίσης στην εκπλήρωση ορισμένων από τις διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ΣΠΙ. Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμφωνίας TRIPS και το άρθρο 1, παράγραφος 4, της ΣΠΙ, η Ένωση οφείλει να συμμορφώνεται, αφενός, με τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης της Βέρνης, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, και, αφετέρου, με το παράρτημα της Σύμβασης αυτής. Πλην όμως, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης προκύπτει ότι οι δημιουργοί απολαύουν, όσον αφορά τα έργα τα οποία προστατεύονται δυνάμει της Σύμβασης αυτής, στις χώρες της Ένωσης που συστάθηκε με την εν λόγω Σύμβαση οι οποίες δεν συνιστούν τη χώρα προέλευσης του έργου, των δικαιωμάτων τα οποία οι αντίστοιχοι νόμοι αναγνωρίζουν ή μέλλουν να αναγνωρίσουν στους ημεδαπούς.
65 Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, θα ήταν ασύμβατο προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης που υλοποιούνται με την οδηγία 2001/29 στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας να εναρμόνιζε η οδηγία αυτή το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των έργων των οποίων η χώρα προέλευσης είναι κράτος μέλος ή των οποίων ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους, καταλείποντας παράλληλα στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος που θα είχε εφαρμογή όσον αφορά τα έργα των οποίων η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα ή των οποίων ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας.
66 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 τυγχάνουν εφαρμογής ως προς έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα ή του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας.
67 Όσον αφορά το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, στο εθνικό δίκαιο, το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης όσον αφορά έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα ή του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας, υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς τα αποκλειστικά δικαιώματα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους καθώς και τη διανομή τους στο κοινό. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής ως προς έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα ή του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας.
68 Πλην όμως, αφενός, η εφαρμογή από κράτος μέλος του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας δεν θα προσέκρουε μόνον στο γράμμα των ανωτέρω διατάξεων, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, αλλά επίσης θα υπονόμευε τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην εναρμόνιση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου αυτού, ένα έργο των εφαρμοσμένων τεχνών προερχόμενο από τρίτη χώρα θα μπορούσε να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης στο εσωτερικό διαφορετικών κρατών μελών δυνάμει διατάξεων συμβατικού δικαίου οι οποίες θα εφαρμόζονταν διμερώς μεταξύ ενός κράτους μέλους και μιας τρίτης χώρας.
69 Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως προστατεύονται δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών πρέπει, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1, του Χάρτη, να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών.
70 Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή, από κράτος μέλος, του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης είναι δυνατό να συνιστά τέτοιον περιορισμό, καθόσον η εφαρμογή αυτή μπορεί να εμποδίσει την απόλαυση και την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων από τον κάτοχό τους σε τμήμα της εσωτερικής αγοράς, ήτοι στο έδαφος του κράτους μέλους που εφαρμόζει τη συγκεκριμένη ρήτρα.
71 Όπως προκύπτει από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ένας τέτοιος περιορισμός πρέπει να προβλέπεται στον νόμο.
72 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν κανόνας του δικαίου της Ένωσης εναρμονίζει την προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, εναπόκειται αποκλειστικώς στον νομοθέτη της Ένωσης, αποκλειομένων των εθνικών νομοθετών, να αποφασίσει αν πρέπει να περιοριστεί η αναγνώριση εντός της Ένωσης του δικαιώματος αυτού σε σχέση με έργα των οποίων η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα ή των οποίων ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C‑265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 88).
73 Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης της Ένωσης, εκδίδοντας την οδηγία 2001/29, λογίζεται ότι άσκησε τις αρμοδιότητες που είχαν προηγουμένως ανατεθεί στα κράτη μέλη όσον αφορά τον σχετικό τομέα. Συνεπώς, ως προς το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, η Ένωση πρέπει να θεωρείται ότι υποκατέστησε τα κράτη μέλη, τα οποία παύουν να είναι αρμόδια για τη θέση σε εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης της Βέρνης (απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, DR και TV2 Danmark, C‑510/10, EU:C:2012:244, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
74 Εν προκειμένω, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, ούτε το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 1, αλλά ούτε και κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας 2001/29 περιέχουν, στο παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, περιορισμό όπως αυτός του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως.
75 Επιπλέον, είναι αληθές ότι η οδηγία 2001/29 έχει πράγματι ως σκοπό να εναρμονίσει ορισμένες μόνον πτυχές του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ενώ σε πολλές διατάξεις της διαφαίνεται, εξάλλου, η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να παράσχει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή της (αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 2019, Funke Medien NRW, C‑469/17, EU:C:2019:623, σκέψη 34, και της 29ης Ιουλίου 2019, Spiegel Online, C‑516/17, EU:C:2019:625, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
76 Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο κατάλογος των εξαιρέσεων και των περιορισμών τον οποίο περιλαμβάνει το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 σε σχέση με τα αποκλειστικά δικαιώματα των άρθρων 2 έως 4 της οδηγίας αυτής έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, διότι άλλως θα θιγόταν τόσο η αποτελεσματικότητα της εναρμόνισης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην οποία προβαίνει η οδηγία όσο και ο σκοπός της ασφάλειας δικαίου που επιδιώκεται με την εν λόγω οδηγία καθώς και η απαίτηση συνεπούς εφαρμογής των εξαιρέσεων και των περιορισμών (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Funke Medien NRW, C‑469/17, EU:C:2019:623, σκέψεις 56, 62 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πλην όμως, το εν λόγω άρθρο 5 δεν περιέχει, στο παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, περιορισμό ανάλογο με εκείνον του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης.
77 Επομένως, η οδηγία 2001/29 διακρίνεται, συναφώς, από άλλα νομοθετήματα εναρμονίσεως του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της συγκεκριμένης Σύμβασης.
78 Ειδικότερα, η εν λόγω Σύμβαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, εξαιρέσεις περιοριζόμενες, όσον αφορά τα έργα των εφαρμοσμένων τεχνών, στη διάρκεια της προστασίας και στο δικαίωμα παρακολούθησης, βάσει των οποίων τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να εφαρμόζουν το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας και, υπό τους όρους αυτούς, δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν εθνική μεταχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης αυτής.
79 Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης, μολονότι αποφάσισε να εφαρμόσει κριτήριο ουσιαστικής αμοιβαιότητας, αφενός, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 20006/116 όσον αφορά τη διάρκεια της προστασίας και, αφετέρου, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/84 όσον αφορά το δικαίωμα παρακολούθησης, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 8, και το άρθρο 14 τρις, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Βέρνης, εντούτοις δεν προέβλεψε στην οδηγία 2001/29 ούτε σε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης περιορισμό των αποκλειστικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους δημιουργούς δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής υπό τη μορφή κριτηρίου ουσιαστικής αμοιβαιότητας αντίστοιχου με εκείνο του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης. Συναφώς, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται αποκλειστικώς στον νομοθέτη της Ένωσης, αποκλειομένων των εθνικών δικαστών, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, να προβλέψει, διά της νομοθεσίας της Ένωσης, αν πρέπει να περιορίσει την αναγνώριση, εντός της Ένωσης, των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και στο εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1 (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C‑265/19, EU:C:2020:677, σκέψεις 88 και 91).
80 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 2, και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, στο παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, αντιτίθενται στην εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή, στο εθνικό τους δίκαιο, του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης όσον αφορά έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα και του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας. Εναπόκειται αποκλειστικώς στον νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, να προβλέψει, διά της νομοθεσίας της Ένωσης, αν πρέπει να περιορίσει την αναγνώριση εντός της Ένωσης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και στο εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1.
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
81 Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να εφαρμόζει, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης όσον αφορά έργο του οποίου η χώρα προέλευσης είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
82 Κατά το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν προ της 1ης Ιανουαρίου 1958 ή, για τα κράτη που προσχωρούν, προ της ημερομηνίας της προσχωρήσεώς τους, μεταξύ, αφενός, ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και, αφετέρου, ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, δεν θίγονται από τις διατάξεις των Συνθηκών.
83 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η Σύμβαση της Βέρνης έχει τα χαρακτηριστικά διεθνούς συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 351 ΣΛΕΕ (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Luksan, C‑277/10, EU:C:2012:65, σκέψη 58).
84 Το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως αντικείμενο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ότι η εφαρμογή της Συνθήκης δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων χωρών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Luksan (C‑277/10, EU:C:2012:65, σκέψη 61).
85 Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να κάνουν χρήση της ευχέρειας εφαρμογής του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης, έστω και αν η Σύμβαση αυτή τέθηκε σε ισχύ πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958.
86 Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν διεθνής σύμβαση συναφθείσα από κράτος μέλος πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση τού επιτρέπει, όπως ισχύει εν προκειμένω, να λάβει μέτρο προφανώς αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης, χωρίς όμως να το υποχρεώνει, το κράτος μέλος οφείλει να απόσχει από τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1995, Evans Medical και Macfarlan Smith, C‑324/93, EU:C:1995:84, σκέψη 32, και της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Luksan, C‑277/10, EU:C:2012:65, σκέψη 62).
87 Επιπλέον, στην περίπτωση που, λόγω της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, νομοθετικό μέτρο που έχει ληφθεί από κράτος μέλος βάσει ευχέρειας παρεχόμενης από προγενέστερη διεθνή σύμβαση καθίσταται αντίθετο προς το δίκαιο αυτό, το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω σύμβαση ώστε να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που διαμορφώθηκαν, μεταγενέστερα, από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Luksan, C‑277/10, EU:C:2012:65, σκέψη 63).
88 Περαιτέρω, τονίζεται ότι, εν προκειμένω, το άρθρο 2, παράγραφος 7, πρώτη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη περιθώριο εκτιμήσεως, καθόσον προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι εναπόκειται στις νομοθεσίες των χωρών της Ένωσης που συστάθηκε με τη συγκεκριμένη Σύμβαση να ρυθμίζουν το πεδίο εφαρμογής των νόμων που αφορούν τα έργα των εφαρμοσμένων τεχνών καθώς και τα βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα, όπως και τις προϋποθέσεις προστασίας των έργων, σχεδίων και υποδειγμάτων.
89 Πλην όμως, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 59 έως 62 των προτάσεών του, πρώτον, από το γράμμα της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ότι απαγορεύει σε συμβαλλόμενο κράτος της Σύμβασης της Βέρνης να προστατεύει βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας έργο εφαρμοσμένης τέχνης το οποίο, στη χώρα προέλευσής του, προστατεύεται μόνον δυνάμει ειδικού καθεστώτος ως σχέδιο ή υπόδειγμα. Δεύτερον, μια τέτοια απαγόρευση θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό της εν λόγω Σύμβασης, ο οποίος αποτυπώνεται στην αρχή της «εθνικής μεταχείρισης» καθώς και στο ελάχιστο επίπεδο προστασίας που απορρέει από τις ουσιαστικές διατάξεις της, συνίσταται δε στη διασφάλιση για τον δημιουργό προστασίας εκτός της χώρας προέλευσης του έργου. Τέλος, τρίτον, από το άρθρο 19 της ίδιας Σύμβασης προκύπτει ρητώς, εν πάση περιπτώσει, ότι οι διατάξεις της δεν εμποδίζουν να ζητηθεί η εφαρμογή ευρύτερων διατάξεων που έχουν θεσπιστεί από τη νομοθεσία χώρας συμβαλλόμενης στη Σύμβαση αυτή.
90 Υπό τις συνθήκες αυτές, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 2, παράγραφος 7, της Σύμβασης της Βέρνης προκειμένου να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 2001/29.
91 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εφαρμόζει, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βέρνης όσον αφορά έργο του οποίου η χώρα προέλευσης είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Επί των δικαστικών εξόδων
92 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης η περίπτωση εταιρίας που διεκδικεί προστασία βάσει δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί αντικειμένου εφαρμοσμένης τέχνης που διατίθεται στο εμπόριο εντός κράτους μέλους, εφόσον το αντικείμενο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.
2) Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 2, και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχουν την έννοια ότι:
στο παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, αντιτίθενται στην εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή, στο εθνικό τους δίκαιο, του κριτηρίου της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979, όσον αφορά έργο εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης είναι τρίτη χώρα και του οποίου ο δημιουργός έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας. Εναπόκειται αποκλειστικώς στον νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, να προβλέψει, διά της νομοθεσίας της Ένωσης, αν πρέπει να περιορίσει την αναγνώριση εντός της Ένωσης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και στο εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1.
3) Το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εφαρμόζει, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, το κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979, όσον αφορά έργο του οποίου η χώρα προέλευσης είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
(υπογραφές)