ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ 1451/2024 Πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ - Πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας της δήλωσης - Αναδρομική εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης - Προσφυγή - Αρχή τηρήσεως προδικασίας - Παραδεκτό αίτημα εφαρμογής διάταξης μεταγενέστερης του χρόνου άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής

Αριθμός:
1451
Έτος:
2024
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Ημ. Δημοσίευσης:
09/10/2024
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
2502
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η υπόθεση αφορά αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή της αναιρεσίβλητης ετερόρρυθμης εταιρείας κατά απόφασης ΔΕΔ, με την οποία απορρίφθηκε η ενδικοφανής προσφυγή της εταιρείας κατά πράξεων προσδιορισμού ΦΠΑ. με τις πράξεις αυτές είχε καταλογστείι κύριος φόρος και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας στις δηλώσεις της εταιρείας και μη υποβολής δήλωσης για το 2011. Η αναιρεσίβλητη αμφισβήτησε τις πράξεις αυτές, και η προσφυγή της απορρίφθηκε από την ΔΕΔ. Ακολούθως, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, ζητώντας την εφαρμογή ευνοϊκότερων φορολογικών διατάξεων, ειδικότερα του άρθρου 58Α παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), το οποίο προβλέπει την επιβολή προστίμου 50% επί του φόρου. Το Διοικητικό Εφετείο τροποποίησε τις επιβληθείσες φορολογικές επιβαρύνσεις, εφαρμόζοντας την ευνοϊκότερη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4509/2017, που επιβάλλει πρόστιμο με βάση το άθροισμα του προστίμου του άρθρου 58Α του ΚΦΔ, μαζί με τόκο από 1.1.2014. Το αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίζεται ότι ο πρόσθετος λόγος της προσφυγής περί αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης του άρθρου 58Α παρ. 2 του ΚΦΔ, έπρεπε να έχει απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης προδικασίας, δηλαδή λόγω της μη προβολής του με την ενδικοφανή προσφυγή. Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί παραδεκτής προβολής του προπαρατεθέντος προσθέτου λόγου προσφυγής είναι ορθή, προεχόντως, καθόσον οι ευνοϊκότερες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 8 του ν. 4337/2015, την αναδρομική εφαρμογή των οποίων ζήτησε η αναιρεσίβλητη, είναι μεταγενέστερες του χρόνου άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής της τελευταίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο επίκλησης κατά το στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας. Η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 1451/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Δημήτριος Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ευσταθία Σκούρα, Βασιλική Μόσχου, Σύμβουλοι, Χρήστος Νέγρης, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Καλλιόπη Ανδρέου.
Για να δικάσει την από 16 Ιανουαρίου 2019 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με την Ζωή Φάμα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της υπό εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.", που εδρεύει στις Αχαρνές Αττικής (...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Μπατσίλα (Α.Μ. 20046), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 3536/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Κωνσταντίνου Χριστόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας αρχής, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά τον νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3536/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά της 463/11.3.2014 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ), απορριπτικής ενδικοφανούς προσφυγής της αναιρεσίβλητης κατά των …, …, …, … και …/21.10.2013 οριστικών πράξεων προσδιορισμού ΦΠΑ του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Κηφισιάς, για τα έτη 2007-2011 αντίστοιχα. Με τις πράξεις αυτές είχε καταλογισθεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης κύριος φόρος ποσού 318.848,19, 336.425,34, 53.797,77, 124.345,32 και 688.719,42 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας των οικείων δηλώσεων ποσού 382.617,83, 403.710,41, 64.557,32 και 126.832,23 ευρώ, όπως και μη υποβολής δήλωσης ποσού 455.400 ευρώ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τροποποιήθηκε η απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΓΓΔΕ κατά το κεφάλαιό της που αφορά τους επιβληθέντες με τις ως άνω πράξεις πρόσθετους φόρους, οι οποίοι προσδιορίσθηκαν σε 159.424, 168.212,67, 26.898,88, 62.172,66 και 344.359,71 ευρώ αντίστοιχα.
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (21.1.2019), υπάγεται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 περαιτέρω και με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου 4, όπως έχουν παγίως ερμηνευθεί, επί προσβολής περισσότερων πράξεων, για τον προσδιορισμό του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη χωριστά και, μάλιστα, ανεξαρτήτως αν οι περισσότερες πράξεις έχουν προσβληθεί με μία ή περισσότερες προσφυγές και αν επ’ αυτών έχουν εκδοθεί μία ή περισσότερες αποφάσεις, καθόσον τόσο η προσβολή με κοινή προσφυγή περισσότερων πράξεων όσο και η έκδοση από τα διοικητικά δικαστήρια κοινής απόφασης αποτελούν τυχαία γεγονότα που δεν λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να κριθεί εάν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται, από την άποψη του ποσού, παραδεκτώς (ΣτΕ 1070-1071/2019).
3. Επειδή, όπως προκύπτει από το από 5.12.2018 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς του Προϊσταμένου της ΔΕΔ, το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των προσθέτων φόρων που καταλογίσθηκαν με τις ένδικες πράξεις της φορολογικής αρχής και του ποσού των προστίμων που προσδιορίσθηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, υπολείπεται του ορίου των 40.000 ευρώ ως προς την …/21.10.2013 πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ (διαχειριστική χρήση 2009). Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, η κρινόμενη αίτηση ασκείται απαραδέκτως από την άποψη του ποσού της διαφοράς. Αντιθέτως, ως προς κάθε μία από τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, η παρούσα αίτηση ασκείται παραδεκτώς από απόψεως ποσού.
4. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρία συστάθηκε το έτος 2006 με αντικείμενο εργασιών, ως κύρια δραστηριότητα, το λιανικό εμπόριο (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαίου κίνησης. Κατά τις ένδικες διαχειριστικές περιόδους των ετών 2007, 2008, 2009 και 2010 υπέβαλε εκκαθαριστικές δηλώσεις, ενώ, όσον αφορά τη διαχειριστική χρήση 2011, δεν υπέβαλε δήλωση. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ … εξέδωσε τις ένδικες πράξεις προσδιορισμού ΦΠΑ, με τις οποίες καταλόγισε σε βάρος της αναιρεσίβλητης κύριο φόρο ύψους 318.848,19, 336.425,34, 53.797,77, 124.345,32 και 688.719,42 ευρώ, αντίστοιχα και πρόσθετο φόρο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), λόγω ανακρίβειας των οικείων δηλώσεων (των χρήσεων 2007, 2008, 2009, 2010) ποσού 382.617,83, 403.710,41, 64.557,32 και 126.832,23 ευρώ καθώς και μη υποβολής δήλωσης (έτους 2011) ποσού 455.400 ευρώ. Ο επιβληθείς πρόσθετος φόρος ανήλθε σε ποσοστό 120% του οφειλόμενου κύριου φόρου για τις χρήσεις 2007, 2008 και 2009, σε ποσοστό 102% για τη χρήση 2010 και σε ποσοστό 66% για τη χρήση 2011. Κατά των ανωτέρω πράξεων η αναιρεσίβλητη κατέθεσε στη ΔΟΥ … την .../22.11.2013 ενδικοφανή προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την 463/11.3.2014 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΓΓΔΕ. Στη συνέχεια, η αναιρεσίβλητη άσκησε, μεταξύ άλλων και κατά της ως άνω 463/11.3.2014 απόφασης, την από 14.4.2014 προσφυγή. Με την 4847/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών διατάχθηκε ο χωρισμός του κοινού δικογράφου της προσφυγής, με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου κατά της 463/11.3.2014 απόφασης του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΓΓΔΕ. Το εν λόγω αυτοτελές δικόγραφο κατατέθηκε από την αναιρεσίβλητη στις 17.11.2017. Ακολούθως, με το από 9.2.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων η αναιρεσίβλητη προέβαλε το πρώτον ότι, ως προς τον επιβληθέντα σε βάρος της πρόσθετο φόρο, έπρεπε να εφαρμοσθούν αναδρομικά οι ευμενέστερες διατάξεις του άρθρου 58Α παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 4174/2013, Α΄ 170), όπως αυτές προστέθηκαν με το άρθρο 3 παρ.8 του ν. 4337/2015 (Α΄ 129), οι οποίες προβλέπουν, σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης, την επιβολή προστίμου σε ποσοστό 50% του φόρου που θα προέκυπτε από την μη υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς αντίστοιχα. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/99, Α΄ 97) ορίζεται ότι: “Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή της παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊσταμένου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή ...”. Εξάλλου, στο άρθρο 63 του “Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας” (ν. 4174/13 Α΄ 170), όπως η παρ. 1 αυτού ισχύει μετά την τροποποίησή της από την παρ.1 του άρθρου 49 του ν. 4223/13, ορίζονται τα εξής: “1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης…. 8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας … . Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη”. Από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας συνάγεται ότι, πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά πράξης προσδιορισμού φόρου, που έχει εκδοθεί από τη Φορολογική Διοίκηση, πρέπει να ασκηθεί, επί ποινή απαραδέκτου, ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης και ήδη ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Συνεπώς, αιτήματα, τα οποία δεν περιελήφθησαν στην ενδικοφανή προσφυγή και τα οποία υποβάλλονται το πρώτον με την προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είναι απορριπτέα λόγω έλλειψης προδικασίας. Δεν απαιτείται, πάντως, η ενδικοφανής προσφυγή να ταυτίζεται απολύτως με την προσφυγή από την άποψη των προβαλλόμενων λόγων, αλλά αρκεί να υπάρχει ομοιότητα κατά τα ουσιώδη και εκάστοτε κρίσιμα στοιχεία του πραγματικού και των αιτημάτων τους, με συνεκτίμηση του όλου περιεχομένου τους (πρβλ. ΣτΕ 3131/2015). Αντίθετη ερμηνεία - με δεδομένο την έλλειψη σχετικής ρύθμισης τόσο στην παραπάνω διάταξη, όσο και στη γενική διάταξη του άρθρου 63 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας - όσον αφορά το δικαίωμα του φορολογουμένου να προσθέσει με την προσφυγή του και νέους λόγους, που δεν είχαν περιληφθεί στην ενδικοφανή προσφυγή του, και να καταθέσει, νομίμως και εμπροθέσμως, πρόσθετους λόγους, σύμφωνα με το άρθρο 131 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, θα οδηγούσε στον περιορισμό του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου, που θεσπίζει το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ παράλληλα θα παραβίαζε την αρχή της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνουν τα άρθρα 6 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. 4. Επειδή, τα προβαλλόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο ότι απαραδέκτως προβάλλονται με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων ισχυρισμοί που δεν είχαν προβληθεί με την ενδικοφανή προσφυγή ή το δικόγραφο της δικαστικής προσφυγής, είναι απορριπτέα, καθόσον αίτημα όλων αποτελεί η απαλλαγή της προσφεύγουσας από τις φορολογικές επιβαρύνσεις που της επιβλήθηκαν με τις καταλογιστικές του φ.π.α. πράξεις και η ακύρωση αυτών. Περαιτέρω, τόσο με την ενδικοφανή, όσο και με την κρινόμενη προσφυγή αμφισβητείται, αφενός η νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης των καταλογιστικών του φόρου προστιθέμενης αξίας πράξεων και, αφετέρου η νομιμότητα της διενέργειας από τα φορολογικά όργανα εξωλογιστικού προσδιορισμού των φορολογητέων εκροών και εισροών της προσφεύγουσας για τις κρινόμενες διαχειριστικές χρήσεις, λόγω ανυπαρξίας της παράβασης που της αποδόθηκε, καθώς, επίσης, γίνεται και επίκληση της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης, ως προς την επιβολή κυρώσεων, διάταξης, με το ασκηθέν δε δικόγραφο των προσθέτων λόγων γίνεται αναλυτικότερη διατύπωση των ανωτέρω ισχυρισμών». Περαιτέρω, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, ως ευνοϊκότερη διάταξη, ήταν όχι αυτή του άρθρου 58Α παρ. 2 του ΚΦΔ, την εφαρμογή της οποίας είχε ζητήσει η αναιρεσίβλητη, αλλά αυτή του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201), σύμφωνα με την οποία, αντί του πρόσθετου φόρου του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το άθροισμα του προστίμου του άρθρου 58Α παρ. 2 του ΚΦΔ, πλέον του τόκου του άρθρου 53 του ίδιου Κώδικα, υπολογιζομένου από 1.1.2014. Ενόψει αυτού, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τροποποιήθηκε η 463/11.3.2014 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΓΓΔΕ, ως προς το σκέλος του επιβληθέντος προσθέτου φόρου, και επιβλήθηκε, για κάθε μία από τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2007-2011, πρόστιμο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4509/2017, ίσο με το άθροισμα του προστίμου του άρθρου 58Α παρ. 2 του ΚΦΔ, ποσού 159.424, 168.212,67, 26.898,88, 62.172,66 και 344.359,71 ευρώ, αντίστοιχα, πλέον του τόκου του άρθρου 53 του Κώδικα αυτού, υπολογιζομένου από 1.1.2014.
5. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 63 του ΚΦΔ, 63 παρ. 3 και 4 και 131 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999, Α΄ 97), άλλως, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, το δικάσαν εφετείο έκανε δεκτό τον πρόσθετο λόγο προσφυγής περί αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης του άρθρου 58Α παρ. 2 του ΚΦΔ, ενώ έπρεπε να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω έλλειψης προδικασίας, δηλαδή λόγω της μη προβολής του με την ενδικοφανή προσφυγή της αναιρεσίβλητης. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι, ως προς το τιθέμενο νομικό ζήτημα, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, άλλως, ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης έρχεται σε αντίθεση προς τις 98/2015, 2188/2009 και 3519/2004 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι, κατά το πρώτο σκέλος του, βάσιμος και, ως εκ τούτου, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Είναι, όμως, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί παραδεκτής προβολής του προπαρατεθέντος προσθέτου λόγου προσφυγής είναι, ανεξαρτήτως της ειδικότερης θεμελίωσής της, ορθή, προεχόντως, καθόσον οι ευνοϊκότερες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 8 του ν. 4337/2015, την αναδρομική εφαρμογή των οποίων ζήτησε η αναιρεσίβλητη, είναι μεταγενέστερες του χρόνου άσκησης (22.11.2013) της ενδικοφανούς προσφυγής της τελευταίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο επίκλησης κατά το στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας. Επομένως, παραδεκτώς επικαλέστηκε τις διατάξεις αυτές η αναιρεσίβλητη το πρώτον με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προσφυγής (πρβλ. ΣτΕ 2170/2023, 1030-1032/2022).
6. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή των διατάξεων των άρθρων 49 του ν. 4509/2017, 53, 58 και 58Α του ΚΦΔ και 79 του ΚΔΔ έγινε δεκτός με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο πρόσθετος λόγος προσφυγής περί εφαρμογής της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης και εφαρμόστηκαν, ως ευνοϊκότερες για την αναιρεσίβλητη, οι διατάξεις του άρθρου 49 του ν. 4509/2017. Και τούτο, διότι: α) ο λόγος περί αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης ρύθμισης του άρθρου 58 του ΚΦΔ προβλήθηκε αορίστως, ασύνδετα προς το πραγματικό της υπόθεσης και χωρίς να επεξηγείται, με την παράθεση των αναγκαίων μαθηματικών υπολογισμών, κατά ποίο τρόπο η επίμαχη διάταξη, αν εφαρμοστεί υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, συνεπαγόταν την επιβολή προστίμου κ.λπ. μικρότερου ποσού από τον ήδη επιβληθέντα πρόσθετο φόρο και β) το δικάσαν εφετείο εφήρμοσε αυτεπαγγέλτως, ως ευμενέστερη, τη ρύθμιση του άρθρου 49 του ν. 4509/2017, ενώ η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του ΚΦΔ. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι, ως προς το τιθέμενο νομικό ζήτημα, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, άλλως, ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης έρχεται σε αντίθεση προς τις 1438/2018 και 389/2018 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Όμως, ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι: α) με το πρώτο σκέλος του, όπως διατυπώνεται, δεν τίθεται νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, αλλά αμφισβητείται η ορθή υπαγωγή στους κανόνες αυτούς των πραγματικών περιστατικών της κρινομένης υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ 2217/2019 7μ.) και β) ως προς το δεύτερο σκέλος του, ο λόγος προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από το αναιρεσείον Δημόσιο καθώς η αποδοχή του θα είχε ως συνέπεια η αναιρεσίβλητη να οφείλει στο αναιρεσείον ποσό μικρότερο, ελαττωμένο κατά το ύψος των τόκων που προβλέπονται στο άρθρο 53 του ΚΦΔ, από αυτό που οφείλει με βάση τα κριθέντα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 972/2024, 1520/2023, 111, 2065-6, 2071/2021, 52/2020).
7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο αναιρεσείον Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρίας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2024
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Δημήτριος Εμμανουηλίδης Καλλιόπη Ανδρέου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 2024.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Δημήτριος Εμμανουηλίδης Ευθυμία Ψωίνου
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα