Αριθμός 104/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα -Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο και Γεώργιο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 και 17 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου 1)Βασίλειου Φλωρίδη και 2)Γεωργίου Οικονόμου αντίστοιχα, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου M. (Μ.) P. (Π.) του I. (Η.), κατοίκου Θεσσαλονίκης, ήδη κρατούμενου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθανασία Βακωνάκη - Χάιδου, κατά της υπ’αριθμ. 72/2023 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από 31.08.2023 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρχών Σουηδίας, με στοιχεία αναφοράς φακέλου ΕΒ-..., που εκδόθηκε από τη Σουηδική Αρχή Οικονομικού Εγκλήματος, σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου.
Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία …/19.10.2023 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2023. Προκειμένης συζητήσεως
Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα αναβολής για περαιτέρω διευκρινήσεις από τις Αρχές της Σουηδίας και το αίτημα αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και να διατηρηθεί η προσωρινή κράτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 9 και 18 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης κ.λ.π" προκύπτει ότι, αρμόδια αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, αν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του Εντάλματος, είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου αυτός διαμένει ή συλλαμβάνεται. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 22 του ίδιου νόμου, κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται η άσκηση έφεσης από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα, εντός προθεσμίας 24 ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 451 του ΚΠοινΔ, ενώπιον του Αρείου Πάγου, που αποφαίνεται σε συμβούλιο μετά από κλήτευση του εκζητούμενου. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η ασκηθείσα στις 19 Οκτωβρίου 2023, ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με αριθμό εκθέσεως …/2023 έφεση του εκζητούμενου από τις δικαστικές αρχές της Σουηδίας, (επ) P. (ον) M. του I. και της E., υπηκόου Ελλάδος, που γεννήθηκε στις 15-6-1984, στην Κορυτσά Αλβανίας και, ήδη κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Γρεβενών, της με αριθμό 72/19-10-2023 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία τούτο αποφάνθηκε ότι πρέπει να εκτελεστεί το από 31-8-2023, με στοιχεία αναφοράς φακέλου ΕΒ-... Ευρωπαϊκό ‘Ενταλμα Σύλληψης, που εκδόθηκε από τη Σουηδική Αρχή Οικονομικού Εγκλήματος, προκειμένου ο εκζητούμενος να δικαστεί για τα αδικήματα: 1) της απάτης σε βαθμό κακουργήματος (κεφάλαιο 9, άρθρα 1 και 3 του Σουηδικού Ποινικού Κώδικα), β) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 3 και 5 του νόμου 2014:307σχετικά με τις κυρώσεις για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), γ) του φορολογικού εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 2 και 4 του νόμου περί φορολογικών εγκλημάτων 1971:69), δ) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επιχειρήσεων σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 3 και 7 του νόμου 2104:307 περί κυρώσεων για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) και ε) του λογιστικού αδικήματος σε βαθμό κακουργήματος (κεφάλαιο 11, άρθρο 5 του Σουηδικού Ποινικού Κώδικα), πράξεις επίσης αξιόποινες και κατά την ελληνική νομοθεσία, ήτοι : α) απάτη με προκληθείσα ζημία η οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.000, 00 ευρώ (παράβαση άρθρου 386 παρ.1 εδ, β'-α'ΠΚ/κακούργημα), β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (παράβαση άρθρων 1,2,παρ. 1 περ. γ', 4 περ. ζ', 39 παρ.1 περ. β' υποπερ. αα ν.4557/2018/κακούργημα) και γ) φοροδιαφυγή για μη απόδοση ΦΠΑ ποσού που υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος τις 100.000,00 ευρώ (παράβαση άρθρων 66 παρ. 1 περ.β, 4, 67 παρ. 4 ν. 4987/2022/κακούργημα), ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3251/2004, το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του Εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του Εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του Εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του Εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης εκτελείται, εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του Εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών, ενώ κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του Εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών. Ακόμη, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου, όπως οι περιπτώσεις δ', ε, ‘στ’, ζ' και η' διαγράφηκαν και το άρθρο 11 διαμορφώθηκε με το άρθρο 30 του νόμου 4947/2022, ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης. Ορίζει ειδικότερα το άνω άρθρο 11 ότι : "Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του Εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, καλύπτεται από αμνηστία σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, εφόσον η Ελλάδα είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης, β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του Εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, γ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το Ένταλμα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους”. Το δε άρθρο 12 του ίδιου νόμου, ο τίτλος του οποίου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ.1 του Ν.4596/2019, ορίζει στην παρ.1, όπως είχε τροποποιηθεί με άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4596/2019 και διαμορφώθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4947/2022 ότι: "Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του Εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη, που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, β) αν οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη, γ) αν ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης, δ) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή, που αποφασίζει για την εκτέλεση του Εντάλματος, προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, ε) αν το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα ή είναι ‘Ελληνας υπήκοος και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους, στ) αν ο εκζητούμενος, με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, ζ) αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, η) αν το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία είτε θεωρείται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο με αυτόν τόπο είτε για αξιόποινη πράξη, η οποία τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του Εντάλματος και σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, απαγορεύεται η δίωξη για το έγκλημα που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Ελλάδας, θ) αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος Ελλάδας και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη, ι) αν το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας”. Ο Έλληνας δικαστής, ως δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του Εντάλματος, δηλαδή την εξωτερική (νομότυπη έκδοση του Εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει ακολούθως να ερευνήσει εάν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του Εντάλματος και σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου, ή αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής άρνησης εκτέλεσης του Εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του Εντάλματος (ΑΠ 533/2023, ΑΠ 385/2023, ΑΠ 1042/2020, ΑΠ 755/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και από τα με αριθμ. …/19-10-2023 πρακτικά του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, σε συνδυασμό με όσα ανέπτυξε η, εκπροσωπούσα τον εκκαλούντα, πληρεξουσία δικηγόρος του, προφορικά αλλά και εγγράφως στο υποβληθέν με ημερομηνία 10-1-2024 υπόμνημά της, ενώπιον του Αρείου Πάγου, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας με την εκκαλουμένη απόφασή του διέταξε την εκτέλεση του, από 31-8-2023, με αναφορά φακέλου ΕΒ-..., Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Αρχών της Σουηδίας, που είναι κράτος- μέλος της Ε.Ε., κατά του ως άνω εκκαλούντος, Έλληνα υπηκόου. Το ως άνω Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, εκδόθηκε από την Σουηδική Αρχή Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Τρίτη Οικονομική Εισαγγελία Στοκχόλμης), βάσει της απόφασης Β-13186-23/31-8-2023 του Πρωτοδικείου της Στοκχόλμης, η οποία είναι απόφαση περί προφυλάκισης (προσωρινής κράτησης) ερήμην, προκειμένου ο εκζητούμενος (επ) P. (ον) M. του I. και της E., που γεννήθηκε στις 15-6-1984, στην Κορυτσά Αλβανίας, να συλληφθεί και να προσαχθεί ενώπιον της δικαστικής αρχής που το εξέδωσε, για να δικαστεί για τις ποινικά αξιόποινες πράξεις οι οποίες λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτό (Ένταλμα). Συγκεκριμένα, για τις πράξεις της: 1) της απάτης σε βαθμό κακουργήματος (κεφάλαιο 9, άρθρα 1 και 3 του Σουηδικού Ποινικού Κώδικα), β) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 3 και 5 του νόμου 2014:307 σχετικά με τις κυρώσεις για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), γ) του φορολογικού εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 2 και 4 του νόμου περί φορολογικών εγκλημάτων 1971:69), δ) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επιχειρήσεων σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 3 και 7 του νόμου 2104:307 περί κυρώσεων για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) και ε) του λογιστικού αδικήματος σε βαθμό κακουργήματος (κεφάλαιο 11, άρθρο 5 του Σουηδικού Ποινικού Κώδικα), πράξεις επίσης αξιόποινες και κατά την ελληνική νομοθεσία, ήτοι : α) απάτη με προκληθείσα ζημία η οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ (παράβαση άρθρου 386 παρ.1 εδ, β'-α' ΠΚ/κακούργημα), β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (παράβαση άρθρων 1,2,παρ. 1 περ. γ',4 περ. ζ', 39 παρ.1 περ. β' υποπερ. αα ν.4557/2018/κακούργημα) και γ) φοροδιαφυγή για μη απόδοση ΦΠΑ ποσού που υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος τις 100.000,00 ευρώ (παράβαση άρθρων 66 παρ. 1 περ.β, 4, 67 παρ. 4 ν. 4987/2022/κακούργημα). Το επίμαχο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, φέρει ημεροχρονολογία εκδόσεως, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστικού λειτουργού που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του Εντάλματος, μνεία των διατάξεων στις οποίες βασίστηκε η δίωξη και η έκδοση Εντάλματος περί σύλληψης, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιοποίνων πράξεων, που αποδίδονται στον εκζητούμενο, ενώ περιγράφονται οι περιστάσεις τέλεσης αυτών, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος, ο τόπος τέλεσης κι η μορφή συμμετοχής του εκζητούμενου στις άνω αξιόποινες πράξεις καθώς και τα οριζόμενα πλαίσια ποινών. Περαιτέρω, συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 10 του Ν. 3251/2004 θετικές προϋποθέσεις για να επιτραπεί η εκτέλεση του άνω Εντάλματος, ενώ δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ίδιου νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεσή του ως άνω Εντάλματος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο εκζητούμενος, στις 12-9-2023 συνελήφθη από αστυνομικούς στην Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας, με βάση το ως άνω Ευρωπαϊκό ‘Ενταλμα Σύλληψης και προσήχθη αυθημερόν ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος βεβαίωσε την ταυτότητά του και επειδή αυτός δεν συναίνεσε στην έκδοσή του στη Σουηδία, ο Εισαγγελέας Εφετών Δυτικής Μακεδονίας με την υπ' αριθμ. …/12-9-2023 Διάταξή του, διέταξε την κράτησή του προσωρινά στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Γρεβενών, μέχρι την έκδοση απόφασης για την εκτέλεση ή μη του ανωτέρω Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Ο εκκαλών με το πρώτο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται, όπως επακριβώς αναγράφεται στο δικόγραφο αυτής, ότι <<εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το αίτημα αναβολής που υπέβαλε, προκειμένου να προσκομισθούν έγγραφα από τις Σουηδικές Αρχές, καθώς υπάρχει ασάφεια ως προς το εάν πρόκειται για Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ή για έκδοση απόφασης Δικαστηρίου της Σουηδίας, η οποία έπρεπε να εκτελεσθεί, δεδομένου ότι στα έγγραφα των Αστυνομικών Αρχών αναφερόταν επιβληθείσα ποινή έξι ετών, ενώ το συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό Ένταλμα δεν ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο επ' αυτού, αλλά αορίστως για πιθανή επιβλητέα ποινή>> και επομένως, στην περίπτωση που πρόκειται για δικαστική απόφαση, συντρέχει λόγος απαγορεύσεως της εκδόσεώς του κατά το άρθρο 438 παρ. η' ΚΠοινΔ, ήτοι "αν ο εκζητούμενος δικάστηκε ερήμην χωρίς να κλητευθεί”. Τα ίδια ανέπτυξε και η εκπροσωπούσα αυτόν συνήγορός του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, το συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό Ένταλμα αφενός περιέχει όλα τα αναγκαία κατά νόμον στοιχεία κατά τα προαναφερθέντα, αφετέρου δε επακριβώς αναφέρει ότι πρόκειται για Ένταλμα συλλήψεως με βάση την απόφαση του Πρωτοδικείου της Στοκχόλμης, που αποφάσισε την προφυλάκιση του για τα αναφερόμενα σ' αυτό αδικήματα, για τα οποία ζητείται η έκδοσή του προκειμένου να διωχθεί ποινικά και να δικαστεί γι' αυτά. Η αναγραφόμενη ως "επιβληθείσα ποινή φυλάκισης έξι (6) ετών”, στη δεύτερη σελίδα του μεταφρασμένου αποσπάσματος του Τμήματος Si.Re.N.E. Σουηδίας, είναι προφανές ότι τέθηκε εσφαλμένως και εκ παραδρομής, αντί του ορθού "επιβλητέα”, γεγονός που προκύπτει με ασφάλεια από την αναγραφή στο ίδιο το Ευρωπαϊκό Ένταλμα , στην πρώτη σελίδα αυτού , στην στήλη (γ) , που έχει τίτλο "Ενδείξεις για τη διάρκεια της ποινής”, όπου επακριβώς αναγράφεται ότι {{ 1. Μεγίστη διάρκεια της στερητικής ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου που μπορεί να επιβληθεί για τη διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη (ή πράξεις): (1) Απάτη βαθμού κακουργήματος, κάθειρξη έξι (6) ετών, (2) Ξέπλυμα χρήματος βαθμού κακουργήματος, κάθειρξη έξι (6) ετών, (3) φορολογικό αδίκημα βαθμού κακουργήματος, κάθειρξη έξι (6) ετών, (4) ξέπλυμα χρήματος εμπορικής δραστηριότητας βαθμού κακουργήματος, κάθειρξη έξι (6) ετών και (5) λογιστικό αδίκημα βαθμού κακουργήματος, κάθειρξη έξι (6) ετών. 2. Διάρκεια της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του επιβληθέντος στερητικού της ελευθερίας μέτρου : -- . }}. Επομένως, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία, ότι οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό Ένταλμα, δεν έχουν ακόμη εκδικαστεί στην Σουηδία και ότι με το συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης της Υπηρεσίας Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος-Τρίτης Οικονομικής Εισαγγελίας Στοκχόλμης, που εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο της Στοκχόλμης ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος, προκειμένου αυτός να διωχθεί και να δικασθεί για τα προαναφερόμενα αδικήματα, που έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το ως άνω αίτημά του για αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως. Περαιτέρω, ο εκκαλών, ισχυρίζεται ότι δεν έχει διαπράξει κανένα από τα αποδιδόμενα σ' αυτόν αδικήματα και ότι κάποιοι επιτήδειοι, που προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν να εργασθεί, εκμεταλεύθηκαν την άγνοιά του στην Σουηδική γλώσσα και τον χρησιμοποίησαν ως αχυράνθρωπο. Το Δικαστικό Συμβούλιο όμως, ως δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, έχει συγκεκριμένη και περιορισμένη αρμοδιότητα και δη, αρχικά να ελέγξει τη νομιμότητα του Εντάλματος, δηλαδή την εξωτερικά νομότυπη έκδοση (π.χ. έκδοση του Εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές, που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου) και, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του Ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του Εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου ή, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής άρνησης εκτέλεσης του Εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του Εντάλματος (ΑΠ 1485/2019). Η αρμοδιότητά του δηλαδή, δεν επεκτείνεται στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των κατηγοριών, που αποδίδονται στον εκζητούμενο, καθόσον ο έλεγχος αυτός ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους εκδόσεως του ανωτέρω Εντάλματος (ΑΠ 1553/2022, ΑΠ 304/2022), με αποτέλεσμα τέτοιος έλεγχος κατά το στάδιο της λήψης απόφασης για την εκτέλεση ή μη του Εντάλματος από τη δικαστική αρχή της εκτέλεσής του, καθίσταται περιττός και είναι αντίθετος με τις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης, στις οποίες εδράζεται το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Επομένως, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι ο εκκαλών έχει μόνιμη κατοικία στην Θεσσαλονίκη, είναι Έλληνας πολίτης και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, μαθητή δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, καθώς και ότι αντιμετωπίζει ο ίδιος σοβαρά προβλήματα υγείας και χρήζει απαραίτητης νοσηλείας ανά δίμηνο. Τούτο διότι, οι ανωτέρω επικαλούμενοι οικογενειακοί και λόγοι υγείας, δεν ασκούν έννομη επιρροή στην πρόοδο της ποινικής διαδικασίας και της παραδόσεώς του στο εκζητούν κράτος, το οποίο άλλωστε, όσον αφορά τα θέματα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, είναι γνωστό για την οργάνωση των σχετικών υπηρεσιών του, έτσι ώστε δεν αναμένεται καμία έκπτωση στο νέο περιβάλλον, στο επίπεδο των φροντίδων, που αυτός χρειάζεται. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 3251/2004, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 Ν. 4947/2022, στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται στην προσαγωγή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του Εντάλματος λαμβάνεται εντός σαράντα (40) ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου και σε κάθε περίπτωση η τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται εντός εξήντα (60) ημερών. Η ως άνω προθεσμία λήψεως τελεσιδίκου αποφάσεως είναι ενδεικτική και δεν έχει τεθεί με ποινή ακυρότητος, ώστε (σε περίπτωση υπερβάσεώς της) να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος, ενώ επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση στην έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως οφείλεται και στον ίδιο τον εκκαλούντα και ειδικότερα, σε αδυναμία εκπροσωπήσεώς του από την συνήγορό του, κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 6-12-2023, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος της (βλ. την 1529/2023 απόφαση του ιδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου). Επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος εφέσεως του εκκαλούντος. Κατ'ακολουθίαν τούτων, εφόσον το ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης πληροί όλες τις προϋποθέσεις της τυπικής νομιμότητάς του κατά τον Ν. 3251/2004, επί πλέον δε, συντρέχουν και οι προβλεπόμενες στο άρθρο 5 και 10 του ανωτέρω νόμου θετικές προϋποθέσεις για να επιτραπεί η εκτέλεσή του, ενώ δεν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 11 και 12 του ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής ή δυνητικής άρνησης εκτέλεσης του ανωτέρω ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση τούτου σε βάρος του εκκαλούντος, δεν έσφαλε, μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Μετά δε την απόρριψη της έφεσης, μη νόμιμο αποβαίνει το αίτημα του εκκαλούντος να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτησή του με περιοριστικούς όρους, αφού για την σύλληψη και την κράτησή του αποφάνθηκε, ως αρμόδιο, το Συμβούλιο Εφετών, που αποφάσισε για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.3 του Ν.3251/2004. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος - εκζητουμένου τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), καθόσον η πρόβλεψη του άρθρου 37 του Ν. 3251/2004, κατά την οποία "Αν από την εκτέλεση του ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες επί του ελληνικού εδάφους, αυτές βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο”, δεν αφορά και στα δικαστικά έξοδα (ΑΠ 385/2023, ΑΠ 1553/2022, ΑΠ 173/2022).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την υπ’αριθμ. …/19-10-2023 έφεση του (επ) P. (ον) M. του I. και της E., υπηκόου Ελλάδος, που γεννήθηκε στις 15-6-1984, στην Κορυτσά Αλβανίας και, ήδη κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Γρεβενών, κατά της με αριθμό 72/19-10-2023 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του από 31-8-2023, με στοιχεία αναφοράς φακέλου ΕΒ-... Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από τη Σουηδική Αρχή Οικονομικού Εγκλήματος, προκειμένου ο εκζητούμενος να δικαστεί για τα αδικήματα: 1) της απάτης σε βαθμό κακουργήματος (κεφάλαιο 9, άρθρα 1 και 3 του Σουηδικού Ποινικού Κώδικα), β) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 3 και 5 του νόμου 2014:307σχετικά με τις κυρώσεις για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), γ) του φορολογικού εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 2 και 4 του νόμου περί φορολογικών εγκλημάτων 1971:69), δ) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επιχειρήσεων σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 3 και 7 του νόμου 2104:307 περί κυρώσεων για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) και ε) του λογιστικού αδικήματος σε βαθμό κακουργήματος (κεφάλαιο 11, άρθρο 5 του Σουηδικού Ποινικού Κώδικα), πράξεις επίσης αξιόποινες και κατά την ελληνική νομοθεσία, ήτοι : α) απάτη με προκληθείσα ζημία η οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.00, 00 ευρώ (παράβαση άρθρου 386 παρ.1 εδ, β'-α'ΠΚ/κακούργημα), β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (παράβαση άρθρων 1,2,παρ. 1 περ. γ',4 περ. ζ', 39 παρ.1 περ. β' υποπερ. αα ν.4557/2018/κακούργημα) και γ) φοροδιαφυγή για μη απόδοση ΦΠΑ ποσού που υπερβαίνει ανά διαχειριστικό έτος τις 100.000,00 ευρώ (παράβαση άρθρων 66 παρ. 1 περ.β, 4, 67 παρ. 4 ν. 4987/2022/κακούργημα).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα - εκζητούμενο στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ