Αριθμός 617/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ελένη Μπερτσιά, Παναγιώτα Πασσίση και Λεωνίδα Χατζησταύρου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νίκης-Αναστασίας Μουζάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χ. Α., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Κ. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κοντό, για αναίρεση της 59/2023 απόφασης του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία τη Σ. Κ. του Σ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Μαζαράκη.
Το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ' αριθ. …/3-7-2023 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, με αριθμό …./2023 αίτηση του αναιρεσείοντος Α. Κ. του Μ., κατοίκου ..., με δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, στις 3-7-2023, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 59/2023 απόφασης του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ, 203, 210, 211 περ. β', 212 παρ. 1 και 213 παρ. 1 του ν. 2287/1995 "Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας”). Είναι, συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006 "Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας ...”, "Το μέλος της οικογένειας, το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση”. Ήδη, το έγκλημα της ενδοοικογενειακής απειλής σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ενσωματώθηκε στη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 εδ. β' του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει από 1-7-2019. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, "1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή......2. Επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν η πράξη τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν με αυτόν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. 3. Για την ποινική δίωξη της πράξης της παραγράφου 1 απαιτείται έγκληση”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της ενδοοικογενειακής απειλής είναι όχι η άσκηση βίας ή παράνομης πράξης εναντίον των προαναφερόμενων προσώπων, αλλά η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, εναντίον αυτών, η οποία να περιήγαγε τους τελευταίους σε τρόμο ή ανησυχία. Η απειλή δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, με νεύματα ή άλλες απειλητικές κινήσεις και με οποιαδήποτε γενικώς ενέργεια, με την οποία ο δράστης εξωτερικεύει τη θέλησή του να απειλήσει όχι εν προκειμένω οποιονδήποτε τρίτο αλλά τα αναφερόμενα ως άνω πρόσωπα, μεταξύ των οποίων η σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου. Για την υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται γνώση του υπαιτίου ότι η απειλούμενη ενέργειά του είναι βία ή άλλη παράνομη πράξη και θέλησή του να προκαλέσει στον παθόντα φόβο ή ανησυχία (ΑΠ 771/2023, ΑΠ 1042/2021, ΑΠ 550/2020, 1607/2019). Η τελευταία πιο πάνω διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, με την οποία τυποποιείται διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της απειλής σε βάρος ανηλίκων και αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη (εδάφ. α') και σε βάρος συζύγου κατά την διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου, κατά τη διάρκεια της συμβίωσης (εδάφ. β') και ενσωματώνονται οι πράξεις προσβολής της ελευθερίας, που τελούνται στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, εφαρμόζεται εν προκειμένω, για την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα πράξη, που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 12-4-2019, καθόσον περιέχει ευμενέστερες γι' αυτόν διατάξεις, διότι προβλέπεται με αυτήν ποινή φυλάκισης, που κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, έναντι εκείνης του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006, που προβλέπει ποινή φυλάκισης χωρίς ανώτερο όριο και κυμαίνεται, κατά το άρθρο 53 του ίδιου Κώδικα, από δέκα ημέρες έως πέντε έτη (ΑΠ 638/2020, ΑΠ 2055/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1438 του ΑΚ "Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία μεταξύ των συζύγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441”, δηλαδή με συναινετικό διαζύγιο. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι, από την αμετάκλητη λύση του γάμου με ένα από τους αναφερόμενους τρόπους, αίρεται η γαμική σχέση για το μέλλον, με συνέπεια να παύει η ιδιότητα του συζύγου και να μη βρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής η διάταξη της παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 333 ΠΚ, αλλά αυτή της παρ. 1 της ίδιας διάταξης (ΑΠ 771/2023).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 139, 177 του ισχύοντος ΚΠΔ, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για την έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο κατ' επιλογήν. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 1/2020, ΑΠ 782/2022, ΑΠ 221/2022). Η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του παραδεκτά. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι, που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και συγκροτούνται από πραγματικά περιστατικά, που ασκούν καταλυτική επίδραση από νομική άποψη στη στοιχειοθέτηση κάποιου ουσιαστικού στοιχείου της έννοιας του εγκλήματος (άρθρ. 14 ΠΚ), δηλαδή α) στην άρση του αδίκου, β) στον αποκλεισμό ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, γ) στην εξάλειψη του αξιοποίνου, δ) στον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, ε) στους λόγους που αυξομειώνουν την ποινή και στ) στους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου. Δεν αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς οι αρνητικοί ισχυρισμοί ή τα επιχειρήματα των διαδίκων, όπως η άρνηση των στοιχείων του εγκλήματος ή τα πραγματικά επιχειρήματα του διαδίκου, που αναφέρονται σε αρνητικούς ισχυρισμούς προς απόκρουση της ενοχής, ή νομικά επιχειρήματα με τον ίδιο σκοπό. Για να έχει το δικαστήριο υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης σε αυτοτελή ισχυρισμό, πρέπει ο ισχυρισμός να έχει υποβληθεί ενώπιόν του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή να περιέχονται σ' αυτόν τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά για τη θεμελίωσή του και δεν αρκεί η απλή παραπομπή στη διάταξη του νόμου ή επίκληση αυτής. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (Ολ. ΑΠ 2/2005, ΑΠ 722/2022, ΑΠ 1308/2019). Αν, όμως, το Δικαστήριο δεν απαντήσει σε ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό, που έχει προβληθεί παραδεκτά, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή του, τότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης ακρόασης, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ (ΑΠ 918/2022, ΑΠ 884/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, αναγνωσθέντων εγγράφων, απολογίας κατηγορουμένου), δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Κ. Α. του Μ. άσκησε την υπ' αριθμ. .../26-02-2020 έφεση κατά της υπ' αριθμ. 145/26-02-2020 απόφασης του Τριμελούς Στρατοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για απειλή σε βάρος συζύγου, πράξη που τελέστηκε στη ..., την ...-2019. Πιο συγκεκριμένα, αυτός ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλ. Ανθυπολοχαγός (ΔΒ) μετά τη λύση του γάμου του με την παρισταμένη προς υποστήριξη της κατηγορίας, Κ. Σ. και βάσει της υπ' αριθμ. 12562/2018 μη αμετάκλητης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είχε το δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του κάθε δεύτερο και τέταρτο Παρασκευοσαββατοκύριακο εκάστου μηνός. Η συνάντηση του κατηγορουμένου με το ανήλικο τέκνο του γινόταν πάντοτε παρουσία της μητέρας του τέκνου και πρώην συζύγου του κατηγορουμένου, Κ. Σ... στην οικία της τελευταίας, εκτός αν κρινόταν το αντίθετο μετά από μεταξύ τους συμφωνία, όπως ορίζει η παραπάνω δικαστική απόφαση, οπότε και το δικαίωμα επικοινωνίας ασκείτο σε δημόσιο χώρο, κυρίως σε παιδότοπους. Την ...-2019 και περί ώρα 18.00 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των ανωτέρω σ' έναν παιδότοπο της ... και ειδικότερα στον παιδότοπο όπου εργαζόταν η Μ. Μ., στα πλαίσια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του κατηγορουμένου με το ανήλικο τέκνο του. Ο κατηγορούμενος, ήδη κατά την είσοδό του στο χώρο του παιδοτόπου, όπου τον ανέμεναν η πρώην σύζυγός του μετά του ανηλίκου τέκνου τους, διατηρούσε απέναντι σ' αυτήν εριστική διάθεση και εν συνεχεία, αφού απασχολήθηκε για ελάχιστα λεπτά της ώρας με το ανήλικο τέκνο του, στράφηκε με βλοσυρό βλέμμα προς την Κ. Σ. και της απηύθυνε χαμηλόφωνα την απειλητική φράση: "Θα σε φτιάξω μωρή καργιόλα”. Η εγκαλούσα, αισθανόμενη τρόμο μετά το άκουσμα της παραπάνω έκφρασης απέστειλε γραπτό μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο της μητέρας της, προκειμένου αυτή να έρθει να την παραλάβει από τον παιδότοπο μαζί με το ανήλικο τέκνο της. Μάλιστα, μέχρι την έλευση της μητέρας της, η εγκαλούσα κάλεσε στο τραπέζι της την εργαζόμενη στον παιδότοπο, Μ. Μ., διότι αισθανόταν φόβο για την ίδια καθώς και για το τέκνο της, εξαιτίας της προηγούμενης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ο οποίος εξακολουθούσε να βρίσκεται εντός του ιδίου χώρου. Ακολούθως, όταν κατέφθασε η μητέρα της και, ενώ ετοίμαζε το παιδί για να αποχωρήσουν από τον παιδότοπο, αφού είχε λήξει ο χρόνος της επικοινωνίας, ο κατηγορούμενος την απείλησε ξανά λέγοντάς της "Δε φαντάζεσαι πόση δύναμη έχω και τί σας περιμένει, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα”. Κατόπιν τούτων μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα της ..., όπου βρισκόταν ήδη και ο κατηγορούμενος, για να τον μηνύσει, δίχως ωστόσο να προβεί τελικώς στην υποβολή εγκλήσεως προς αποφυγή της αυτόφωρης διαδικασίας. Υπέβαλε, όμως, έγκληση σε βάρος του την 18-06-2019, φοβούμενη από την παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου, καθώς αυτός είχε ενεργήσει κατά παρόμοιο τρόπο και στο παρελθόν. Όπως αποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, οι σχέσεις του πρώην ζευγαριού χαρακτηρίζονταν από συχνές έριδες και διαρκείς εντάσεις, κάτι που ευχερώς γίνεται αντιληπτό και από τις λοιπές εκκρεμούσες ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων μηνύσεις, που έχουν υποβληθεί εκατέρωθεν. Ενόψει, μάλιστα, της γενικότερης δυσκολίας στην επικοινωνία, που χαρακτήριζε τη σχέση του πρώην ζευγαριού, υπήρχαν μεταξύ τους επιπλέον δυσχέρειες και ως προς τη ρύθμιση ζητημάτων, που άπτονταν των σχέσεων του κατηγορουμένου με το τέκνο του και ειδικότερα τον τρόπο, τόπο καθώς και το χρόνο συνάντησης αυτών προς άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας. Όπως κατέθεσαν κατά την επ' ακροατηρίω εξέτασή τους οι μάρτυρες Κ. Σ. και Κ. Ά. (μητέρα της εγκαλούσας), ο κατηγορούμενος γενικότερα εκδήλωνε αντισυζυγική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, καθώς πολύ συχνά προέβαινε σε σωματική βία, η οποία μάλιστα συνοδευόταν από εξυβριστικές εκφράσεις και απειλές. Η βιαιότητα δε την οποία εκδήλωνε ο κατηγορούμενος χειροδικώντας συχνά κατά της συζύγου του κατά τη διάρκεια του γάμου τους, επέφερε σ' αυτήν τη δημιουργία ενός γενικότερου φοβικού αισθήματος κάθε φορά που τον συναντούσε, ακόμα και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους. Η αναμφισβήτητη, λοιπόν, ρήξη στις σχέσεις του ζευγαριού καθώς και οι συχνές έριδες και εντάσεις μεταξύ τους, όπως αναλυτικώς περιγράφησαν στο ακροατήριο, συνηγορούν στο γεγονός ότι την παραπάνω ημερομηνία ο κατηγορούμενος πράγματι απηύθυνε τις παραπάνω εξυβριστικές και απειλητικές εκφράσεις του κατηγορητηρίου. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση της μητέρας της παθούσας, Κ. Ά..., η οποία αμέσως μετά το επίμαχο συμβάν κατευθύνθηκε στον παιδότοπο, προκειμένου να παραλάβει την παθούσα με το τέκνο της, οπότε και αντίκρισε αυτήν εμφανώς φοβισμένη. Μάλιστα, η εξέλιξη των παραπάνω γεγονότων επιρρωνύεται και από τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα, στα οποία αποτυπώνονται τα γραπτά μηνύματα που η ίδια απέστειλε στη μητέρα της κατά τη διάρκεια του επίδικου συμβάντος, αναφέροντας σ' αυτά ότι ο κατηγορούμενος της άσκησε λεκτική βία, προκαλώντας την τρόμο και με τα οποία την προέτρεπε να προσέλθει άμεσα στον παιδότοπο για να την παραλάβει. Τα παραπάνω δε γραπτά μηνύματα επιβεβαίωσε κατά την κατάθεση της στο Δικαστήριο και η ίδια η Κ. Ά. Το γεγονός δε ότι δεν υπήρξε άλλος μάρτυρας που θα ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει το παραπάνω περιστατικό πλην της αυτόπτου και εργαζόμενης Μ. η οποία ωστόσο δεν αντελήφθη το συμβάν, δεν ασκεί ουδεμία επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, εντός του χώρου του παιδότοπου, πλην ελάχιστων παιδιών καθώς και της εργαζόμενης στον παιδότοπο, η οποία, ωστόσο, βρισκόταν σε απόσταση από το πρώην ζεύγος και ήταν εκ των πραγμάτων δυσχερές να αντιληφθεί τον διαπληκτισμό, δεν παρευρίσκονταν λοιπά άτομα, ο ισχυρισμός δε του κατηγορουμένου ότι όλα τα παραπάνω δεν συνέβησαν, καθώς ο ίδιος ήταν ένας καλός σύζυγος και ειδικότερα, αναφορικά με το επίμαχο συμβάν, ότι δεν απηύθυνε ποτέ τις παραπάνω εκφράσεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριο, διότι, με μία τέτοια παραδοχή δεν φαίνεται να υφίσταται κάποιος προφανής λόγος, που αποτέλεσε το κίνητρο της παθούσας και ακολούθως την ώθησε στην υποβολή της παραπάνω εγκλήσεως. Τουναντίον, είναι φανερό ότι η οιαδήποτε δικαστική εμπλοκή πέρα από το οικονομικό και ψυχολογικό κόστος που αυτή επιφέρει, επιπροσθέτως, επιδρά αρνητικά στην υγιή και ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανηλίκου τέκνου τους, κάτι που προφανώς και θα την απέτρεπε από το να σκηνοθετήσει το επίμαχο περιστατικό, όπως, αστόχως, διατείνεται ο κατηγορούμενος. Όπως συνεπώς γίνεται αντιληπτό εκ των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος απηύθυνε την παραπάνω ημερομηνία τις ανωτέρω εκφράσεις προς την σύζυγό του, αναφορικά δε με τις παραπάνω απειλητικές φράσεις, που εκστόμισε ο κατηγορούμενος, αυτές ήταν αντικειμενικά πρόσφορες να προκαλέσουν τρόμο και ανησυχία. Επιπλέον, η ίδια η παθούσα, τόνισε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι αισθάνθηκε φόβο στο άκουσμα αυτών καθώς πίστευε, ενόψει παρόμοιων περιστατικών βίαιης συμπεριφοράς που είχε ο κατηγορούμενος επιδείξει κατά το παρελθόν, ότι πράγματι ήταν σε θέση να πράξει τα όσα απειλητικά λόγια της απηύθυνε. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά την πλειοψηφούσα κρίση των μελών του Δικαστηρίου, θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη για την οποία κατηγορείται, καθώς τέλεσε αυτήν τόσο κατά τα αντικειμενικά όσο και κατά τα υποκειμενικά της στοιχεία”.
Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο, κατά πλειοψηφία της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης, της απειλής σε βάρος της συζύγου του (άρθρ. 333 παρ. 1-2 του νέου ΠΚ) και, αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ), του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, που ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθα διατακτικό: “.....τη ..., την ...-2019, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Ανθυπολοχαγός (ΔΒ) και υπηρετούσε στο 485 ΤΔΒ, στη ..., την ...-2019, προκάλεσε σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου τρόμο και ανησυχία, απειλώντας την με βία. Συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο και μεταξύ των ωρών 18:30' και 19:50', ευρισκόμενος σε παιδότοπο της περιοχής, απηύθυνε προς την εν διαστάσει σύζυγό του, Κ. Σ., τις απειλητικές φράσεις "Θα σε φτιάξω μωρή καργιόλα”, "Δε φαντάζεσαι πόση δύναμη έχω και τί σας περιμένει, δεν έχεις δει τίποτα ακόμη" προκαλώντας της τρόμο και ανησυχία”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και το διατακτικό και αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της απειλής συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2-1 του νέου ΠΚ. Τη διάταξη αυτή το Δικαστήριο της ουσίας ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, που να στερούν την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης, κατά το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται, κατά νόμο, αναγκαία η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τί προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική τους εκτίμηση, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το άνω Δικαστήριο, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Από την αναφορά δε στο προοίμιο της απόφασης ότι, μεταξύ άλλων, λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, για την καταδικαστική του κρίση, οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι μαρτυρικές καταθέσεις της μητέρας της εγκαλούσας Ά. Κ. και της υπαλλήλου του παιδότοπου Σ. Μ., παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα. Εξάλλου, το Δικαστήριο με πλήρη αιτιολογία δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων απείλησε τη σύζυγό του Σ. Κ., αρχικά με τη φράση "Θα σε φτιάξω μωρή καργιόλα" και, στη συνέχεια, με τη φράση "Δε φαντάζεσαι πόση δύναμη έχω και τί σας περιμένει, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα”, που ενέχουν απειλή άσκησης βίας, με τις οποίες εξωτερίκευσε τη θέλησή του να απειλήσει τη σύζυγό του και ότι, με τον τρόπο αυτό, προκάλεσε σ' αυτήν τρόμο και ανησυχία. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του, περί εφαρμογής του άρθρου 333 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ (συνακόλουθα δε της οριστικής παύσης της ποινικής του δίωξης, κατ' άρθρο 63 του ν. 4689/2020), αντί του άρθρου 333 παρ. 2 του νέου ΠΚ, που εσφαλμένα εφάρμοσε, καθόσον, κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, είχε απαγγελθεί τελεσιδίκως η λύση του γάμου του με τη Σ. Κ., δεν υφίστατο έννομο συμφέρον σε οποιονδήποτε εκ των δύο για άσκηση αναίρεσης κατά της τελεσίδικης απόφασης και, συνακόλουθα, αμφότεροι είχαν απωλέσει την ιδιότητα των συζύγων. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι στην απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ως προς το ζήτημα της λύσης του γάμου του με την εγκαλούσα και την εντεύθεν εφαρμογή του άρθρου 333 παρ. 2 ΠΚ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο συνήγορος του κατηγορουμένου πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, ενόψει της ισχύος του νέου ΠΚ από 1-7-2019, για το αδίκημα της απειλής σε βάρος συζύγου, που τελέσθηκε πριν την ισχύ του νέου Κώδικα, εφαρμοστέα, ως επιεικέστερη, είναι η διάταξη του άρθρου 333 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, που προέβλεπε την τιμώρηση της απειλής με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή, χωρίς πρόβλεψη επιβαρυντικής περίστασης, σε περίπτωση τέλεσης της πράξης σε βάρος συζύγου. Ο ισχυρισμός αυτός, μολονότι δεν ήταν αυτοτελής, όπως χαρακτηριζόταν από τον κατηγορούμενο, αφού αναγόταν στην εφαρμοστέα ποινική διάταξη, απαντήθηκε αναλυτικά και με ορθό τρόπο από το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δηλαδή ότι, για την πράξη, που αποδιδόταν στον κατηγορούμενο, εφαρμοστέα ήταν, πριν την ισχύ του νέου ΠΚ, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3500/2006, ενώ, μετά την ισχύ του, εφαρμοστέα ήταν, ως ευνοϊκότερη, η διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 του νέου ΠΚ. Κατά την προβολή του ως άνω ισχυρισμού, ουδόλως υποστηρίχθηκε από τον κατηγορούμενο ότι, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν υφίστατο το αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απειλής της συζύγου, (εξωτερικό όρο του αξιοποίνου), ήτοι αυτό της τέλεσής του "κατά τη διάρκεια του γάμου”. Αντιθέτως, η νομική επιχειρηματολογία του κατηγορουμένου θεωρούσε ως δεδομένο ότι η σε βάρος του κατηγορία αφορούσε σε απειλή εναντίον συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου. Επομένως, δεν ήταν αναγκαίο να υπάρξει ειδική αιτιολογία για το ανωτέρω ζήτημα, αφού δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, περί αμετάκλητης λύσης του γάμου μεταξύ του αναιρεσείοντος και της εγκαλούσας, πριν την τέλεση της πράξης, πέραν του ότι, κατά την απόρριψη του προαναφερόμενου ισχυρισμού του κατηγορουμένου, για εφαρμογή του άρθρου 333 παρ. 1 του παλαιού ΠΚ, γίνεται δεκτό στην απόφαση ότι, "Επειδή κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ο γάμος μεταξύ των διαδίκων είχε λυθεί, η απόφαση διαζυγίου όμως, δεν είχε καταστεί αμετάκλητη και, επομένως, ορθά εφαρμόστηκε η διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 εδ. β' του ΠΚ....”. Σε σχέση δε με το ανωτέρω απόσπασμα της απόφασης, επισημαίνεται ότι, με το αναφερόμενο "ο γάμος μεταξύ των διαδίκων είχε λυθεί”, εννοείται προδήλως ότι με δικαστική απόφαση είχε απαγγελθεί η λύση του γάμου, που, όπως διευκρινίζεται στη συνέχεια, δεν είχε καταστεί αμετάκλητη κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης και ουδεμία αντίφαση εκ τούτου υφίσταται, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψης νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. …/2023 αίτηση του αναιρεσείοντος Α. Κ. του Μ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 59/2023 απόφασης του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ