Αριθμός 991/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ αριθμ. …/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Φώτιο Μουζάκη και Αικατερίνη Χονδρορίζου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Φλωρίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ε. Κ., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Σ. του Θ.-Θ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παντελή Μήτση, για αναίρεση της 286/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1. Γ.-Π. Κ. του Θ., 2. Β. Κ. του Θ. και 3. Α. Κ. του Θ., κατοίκους ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παντελή Κοκοτό.
Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 19-3-2024 αίτησή του αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Ιωαννίνων, ..., έλαβε αριθμό …/2024 και. καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα, και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 19-3-2024 με αριθ…./2024 αίτηση του Γ. Σ. του Θ.-Θ., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της με αριθμό 286/8-12-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και κήρυξε αυτόν ένοχο για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρ.302, 15, 26 παρ.1β Π.Κ. σε συνδ.με αρθρθ.9 ν.3418/2005), και ύστερα από την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ.), καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα με την από 19-3-2024 δήλωσή του στο Γραμματέα του άνω δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συνταχθείσας σχετικής έκθεσης με αριθ…./19-3-2024, η οποία υπογράφεται από τους προαναφερόμενους (άρθρα 466 παρ. 1, 474 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.2 και 3 Κ.Ποιν.Δ., δεδομένου ότι η ως άνω απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη, στις 27-2-2024 με αριθ.11 στο, κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α' του ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο, από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1 εδ.α', 473 παρ.2, 3, 474 παρ.1, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 περ.α' του Κ.Ποιν.Δ.). Η κρινόμενη αίτηση είναι επί πλέον παραδεκτή (άρθρ.474 παρ.4 Κ.Π.Δ), αφού περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπό τη μορφή της έλλειψης νόμιμης βάσης (άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ.Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ). Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. Σημειώνεται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παρέστησαν προσηκόντως εκπροσωπούμενοι από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι υποστηρίζοντες την κατηγορία Γ.- Π. Κ. Θ., Β. Κ. του Θ. και Α. Κ. του Θ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του ισχύσαντος μέχρι 31-6-2019 Π.Κ., η οποία δεν διαφέρει κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία από τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του ισχύοντος Π.Κ., και εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση ως ισχύουσα κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, "όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 του ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, η οποία συντρέχει, όταν ο δράστης, από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκαλεί η πράξη του, και σε ενσυνείδητη, η οποία συντρέχει, όταν ο δράστης προβλέπει μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πιστεύει όμως ότι δεν θα επέλθει. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και, κυρίως, εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αντικειμενικά αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε (Ολ.Α.Π.3/2012). Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και, συνεπώς, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί, για τη θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, είναι δε αδιάφορο αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως, διότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, με την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, σε αντίθεση με τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί ως προς την αστική ευθύνη. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, που τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα. (Α.Π.160/2023, ΑΠ 289/2021, Α.Π. 121/2019, Α.Π. 521 /2017, Α.Π. 35/2016). Περαιτέρω, η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 παρ. 1 του ΠΚ, κατά το οποίο, "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης με τη δημιουργία και τη διασφάλιση πραγματικής κατάστασης που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, και μπορεί να πηγάζει: α) από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, β) από ειδική σχέση που δημιουργήθηκε, είτε από σύμβαση, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, με την οποία ο υπαίτιος της παράλειψης αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον για έννομα αγαθά τρίτων και γ) από προηγούμενη πράξη του υπαίτιου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος (Α.Π. 160/2023, Α.Π.50/2023, Α.Π. 1115/2022, Α.Π. 326/2021, Α.Π.1132/2019). Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε (Α.Π. 493/2019, Α.Π. 508/2015, Α.Π. 492/2010). Περαιτέρω, με τις ως άνω προϋποθέσεις θεμελιώνεται ειδικότερα ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Ειδικότερα, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς θεμελιώνεται: α) στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3 εδ. α', 3 παρ. 2 και 10 παρ. 1, 2 και 3 του οποίου ορίζεται ότι: "Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης" (άρθρο 2 παρ. 3 εδ. α'), "Ο ιατρός ενεργεί με βάση: α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης (άρθρο 3 παρ. 2), "Η άσκηση της ιατρικής γίνεται σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ο ιατρός έχει υποχρέωση συνεχιζόμενης δια βίου εκπαίδευσης και ενημέρωσης σχετικά με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του (άρθρο 10 παρ. 1), "Η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο τις ιατρικές γνώσεις, αλλά και τις κλινικές δεξιότητες, καθώς και τις ικανότητες συνεργασίας σε ομάδα, οι οποίες είναι απαραίτητες για την παροχή ποιοτικής φροντίδας υγείας....(άρθρο 10 παρ. 2), "Ο ιατρός οφείλει να αναγνωρίζει τα όρια των επαγγελματικών του ικανοτήτων και να συμβουλεύεται τους συναδέλφους του (άρθρο 10 παρ. 3), β) στον ισχύοντα κατά το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η πράξη, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, Κώδικα Ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος (ΑΝ 1565/1939, στις διατάξεις των άρθρων 13 και 24 του οποίου οριζόταν ότι: "Ο Ιατρός (οφείλει) να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ενασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρέπειας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα" (άρθρο 13), "Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγειών" (άρθρο 24) και γ) στην εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (Α.Π. 1506/2022, Α.Π. 801/2022, Α.Π.632/2022, Α.Π. 733/2021, Α.Π. 682/2021, Α.Π. 298/2021, Α.Π. 329/2021, Α.Π. 939/2020, Α.Π. 1161/2020, Α.Π. 234/2019). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διάφορων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, καθώς και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπιτρέπτως η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. Α.Π. 1/2005, Α.Π. 999/2020). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π.3/2008, Α.Π.753/2023, Α.Π.1662/2022, Α.Π.1211/2022, Α.Π.1043/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης 286/2023 απόφασής του, που ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική αυτή διαδικασία μέρος, ότι από τα μνημονευόμενα σ' αυτήν κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, επί λέξει τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα από τις ανωμοτί καταθέσεις των παριστάμενων για την υποστήριξη των κατηγοριών, από την από ...-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα αιματολόγου Β. Α., από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, καθώς και από την απολογία του κατηγορουμένου, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκαν τα κάτωθι κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο θανών Γ. Κ., ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1952, έπασχε από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβαλλόταν από το 2007 σε αιμοκάθαρση τρεις φορές την εβδομάδα (Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, κατά την πρώτη πρωινή βάρδια, ήτοι από ώρα ... έως ώρα ...), στη Μονάδα ... του ... και σε εβδομαδιαίο τακτικό εργαστηριακό έλεγχο. Επιπρόσθετα, έπασχε από το νόσημα "πομφολυγώδες πεμφιγοειδές" (αυτοάνοση δερματοπάθεια), για την αντιμετώπιση του οποίου λάμβανε ανοσοκαταστολή με μεθοτρεξάτη και κορτικοειδή, η οποία είχε διακοπεί περίπου πριν από ένα μήνα από την ...-2016. Ο ασθενής ελάμβανε επιπλέον, ανάλογο ερυθροποιητίνης, λόγω χρόνιας ανθεκτικής αναιμίας (απότοκος της νεφρικής ανεπάρκειας). Από τον μήνα Ιούλιο του 2016 έπασχε από μέτρια θρομβοπενία (απότοκος της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας και της μεθοτρεξάτης). Λόγω αρτηριακής υπέρτασης και υπερλιπιδαιμίας ελάμβανε φάρμακα για την αντιμετώπισή τους. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο ασθενής ελάμβανε πολλά φάρμακα και αντιμετώπιζε χρόνια και δυνητικά επικίνδυνα για τη ζωή του προβλήματα, ως αποτέλεσμα των επιπλοκών της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας και του "πομφολυγώδες πεμφιγοειδούς”. Επιπροσθέτως, λόγω των ανωτέρω προβλημάτων του, τον χαρακτήριζε επιρρέπεια σε κάθε είδους λοίμωξη. Την Πέμπτη ...-2016, περί τις 07.00 π.μ., ο ασθενής προσήλθε στη Μονάδα ... του ..., συνοδευόμενος από τους αδελφούς του Γ. - Π. Κ. και Β. Κ. (πρόκειται για τον πρώτο και τον δεύτερο εκ των εξετασθέντων παριστάμενων προς υποστήριξη της κατηγορίας), προκειμένου να υποβληθεί στην προγραμματισμένη συνεδρία της αιμοκάθαρσης. Ο αιματολογικός έλεγχος ρουτίνας εκείνη την ημέρα είχε ως αποτέλεσμα ο ασθενής να κληθεί από τη νεφρολόγο Χ. Γ. (θεράπουσα ιατρός του από το έτος 2007) να επιστρέψει στη μονάδα, καίτοι η αιμοκάθαρσή του είχε ήδη ολοκληρωθεί περί ώρα ... χωρίς επιπλοκές. Η θεράπουσα νεφρολόγος εξέτασε τα αποτελέσματά του και κάλεσε τον ασθενή περί τις ... Ειδικότερα, η αιματολογική εξέταση του (α.α.303) κατέδειξε αναιμία (αιμοσφαιρίνη 7,7 gr/dl) και θρομβοπενία (18 k/μl-τιμή μετά από μικροσκοπική εξέταση), χωρίς άλλα παθολογικά ευρήματα. Ο χαμηλός αιματοκρίτης του ασθενούς 22,9% (εύρος φυσιολογικού στο εν λόγω εργαστήριο 42-54%) και η σοβαρού βαθμού θρομβοπενία (εύρος φυσιολογικού αριθμού αιμοπεταλίων στο εν λόγω εργαστήριο 150-400 k/μ1), έθεσαν ένδειξη παρέμβασης λόγω προϊούσης ελάττωσής του (αναφέρεται ότι στις 13-08-2016 ήταν 101 k/ml και στις 20-08-2016, 65 k/ml). Η θρομβοπενία αυτή αποτελούσε παράγοντα κινδύνου αιμορραγία και αίτιο της δύνατο να είναι κάποια οξεία λοίμωξη. Η νεφρολόγος Χ. Γ. ζήτησε την εισαγωγή του ασθενούς στην ..., προκειμένου να μεταγγιστεί με μία μονάδα συμπυκνωμένων ερυθρών, λόγω της δυσαρμονίας μεταξύ της κλινική και εργαστηριακής του εικόνας. Περί ώρα 15.15-... πράγματι ο ασθενής επέστρεφε στο νοσοκομείο, συνοδευόμενος και πάλι από τους αδελφούς του. Αμέσως μετά την άφιξή του υποβλήθηκε σε νέα αιματολογική εξέταση, προκειμένου να αποσαφηνισθεί εάν τα αποτελέσματα της πρωινής εξέτασης ήταν ακριβή. Η σχετική εξέταση, η οποία αναλύθηκε με διαδικασία κατεπείγοντος, έλαβε αύξοντα αριθμό (328) και κατέδειξε ότι ο αιματοκρίτης του ασθενούς ήταν 24,7 και τα αιμοπετάλιά του 16 k/ml (οι μεταβολές στις εργαστηριακές τιμές δεν θεωρούνται ουσιώδεις, συγκριτικά με τις πρωινές τιμές και επιβεβαίωσαν την ορθότητα των προγενέστερων αποτελεσμάτων). Μετά τις ως άνω διαπιστώσεις, ο ασθενής Γ. Κ. μετέβη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (εφεξής ΤΕΠ) συνοδευόμενος από τη νεφρολόγο Χ. Γ., προκειμένου ακολούθως να πραγματοποιηθεί εισαγωγή του στην .... Σε αυτήν, εφημερεύων ιατρός ήταν ο κατηγορούμενος, από ώρα ... της ...-2016 έως ώρα ... της ...-2016, ο οποίος περί ώρα ... ενημερώθηκε πλήρως από την παραπάνω νεφρολόγο για το ιστορικό του ασθενούς και την αναγκαιότητα μετάγγισης του με μία φιάλη συμπυκνωμένων ερυθρών. Καθ' ο χρόνο ο ασθενής ήταν στο (ΤΕΠ) υποβλήθηκε σε νέα αιματολογική εξέταση από τον εφημερεύοντα στον εν λόγω τμήμα ιατρό, η οποία έφερε αύξοντα αριθμό (145) και κατέδειξε ότι ο αιματοκρίτης του ήταν 24,7, τα αιμοπετάλια του 15 k/μl, ωστόσο ο βιοχημικός έλεγχος του δείγματος αίματος που δόθηκε, ο οποίος ολοκληρώθηκε περί ώρα ..., κατέδειξε (κατά τα κρίσιμα εν προκειμένω ευρήματά της) ότι το σάκχαρό του ήταν 184 mg/dL (φυσιολογικές τιμές 74-110), η ... ήταν 67 U/I (φυσιολογικές τιμές 15-37), η ... ήταν 138U/I (φυσιολογικές τιμές 12-78) και η ... ήταν 12,49 mg/dl (φυσιολογικές τιμές 0-0,5). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την εισαγωγή του στο (ΤΕΠ), ο ασθενής εμφάνισε πυρετό 37,8° C, φυσιολογική αρτηριακή πίεση και σφίξεις και φυσιολογικό κορεσμό αρτηριακού οξυγόνου, ενώ το ηλεκτρονικό καρδιογράφημα δεν κατέδειξε σημεία ισχαιμίας. Καθόσον δεν υπήρχε διαθέσιμη κλίνη στην ..., η οποία βρίσκεται στον τέταρτο (4°) όροφο του νοσοκομείου, περί ώρα ... μεταφέρθηκε από το (ΤΕΠ), που βρίσκεται στον τρίτο (3°) όροφο του νοσοκομείου, στο Τμήμα ..., όπου παρέμεινε έως τις ... και εν συνεχεία στις ... εισήλθε σε θάλαμο στην κείμενη ομοίως στον τρίτο (3°) όροφο του νοσοκομείου ... (ως περιστατικό της ...), κατά δε το χρονικό διάστημα της παραμονής του σε αυτήν και ήδη από ώρα ... (ήτοι και πριν την εισαγωγή του στο θάλαμο) δεν εμφάνισε ξανά πυρετό. Ως ιστορικό εισαγωγής του ασθενούς ανεγράφη στο σχετικό έντυπο του νοσοκομείου "αναιμία”, με την πρόσθετη ασφαλώς επισήμανση ότι πρόκειται για άτομο υπό αιμοκάθαρση, λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Περαιτέρω, στο ιστορικό του ασθενούς αναφέρεται ότι ο ασθενής εμφάνισε "ρεγχάζοντες ρόγχους δεξιά”, οι οποίοι αποτελούσαν ένδειξη σοβαρής λοίμωξης του αναπνευστικού, ωστόσο δεν έλαβε χώρα εξέτασή του από πνευμονολόγο, υποβλήθηκε όμως σε ακτινογραφία θώρακος, με ένδειξη διερεύνησης ακροαστικών ευρημάτων στον πνεύμονα. Εξάλλου, η προαναφερόμενη βιοχημική εξέταση με αριθμό (145) και συγκεκριμένα η ιδιαίτερα αυξημένη ... (25 φορές πάνω από το επιτρεπτό όριο) καταδείκνυε την ύπαρξη λοίμωξης και δη σοβαρής. Σημειώθηκαν επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι αυξημένες τρανσαμινάσες (δείκτης ηπατικής δυσπραγίας), οι οποίες μία εβδομάδα πριν την εισαγωγή του ήταν φυσιολογικές. Λαμβανομένου υπόψιν του ότι ο ασθενής Γ. Κ. ήταν αιμοκαθαιρόμενος και ανοσοκατεσταλμένος, και επομένως επιρρεπής στις λοιμώξεις (μάλιστα, σύνηθες παθογόνο αίτιο λοίμωξης σε ασθενείς με το ιστορικό του είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, πύλες εισόδου του οποίου συνιστούσαν και οι δερματικές βλάβες του) και των οδηγιών της ... και του ..., θα έπρεπε, σε περίπτωση λοίμωξης να αντιμετωπισθεί ως ασθενής με ενδονοσοκομειακή λοίμωξη και όχι ως ασθενής που φέρει μία λοίμωξη της κοινότητας. Επομένως, θα έπρεπε να λάβει από την αρχή επιθετική αντιβιοτική αγωγή ευρέος φάσματος και να ληφθούν εξαρχής πολλαπλές αιμοκαλλιέργειες, προκειμένου να ταυτοποιηθεί ο υπεύθυνος μικροοργανισμός και να αντιμετωπισθούν σοβαρά στελέχη (κολοβακτηριδίου, κλεμπσιέλας, ψευδομονάδας και σταφυλοκόκκου). Σημειώνεται ότι η εξέλιξη μιας απλής λοίμωξης σε σήψη ή σηπτική καταπληξία προκαλεί θνησιμότητα αντίστοιχα 40% και 60%. Από την εισαγωγή του ασθενούς στο Τμήμα ..., ήτοι από ώρα ... έως ώρα ..., ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία επικοινωνία με τον Γ. Κ., όπως εξάλλου ο ίδιος ο ανωτέρω διάδικος ανέφερε, απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι "μετά χάνεται ο ασθενής, δεν τον παρακολουθούμε όταν πάει πια στη βραχεία, υπάρχει άτομο το οποίο συντονίζει την εισαγωγή του, νοσοκόμα είναι, προς τα πάνω και ειδοποιεί αν κάτι δεν της αρέσει" (βλ. σελίδα 267 της με αριθμό 80/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας). Έτσι, η μοναδική ιατρική ενέργεια στην οποία αυτός προέβη ήταν η χορήγηση μίας δόσης (μέσω ασφαλώς του νοσηλευτικού προσωπικού) της αντιβίωσης ..., στις ... της ...-2016, ήτοι έξι (6) ώρες μετά την επιστροφή του ασθενούς στο νοσοκομείο (η εν λόγω αντιβίωση, με βάση τις ανωτέρω κατευθυντήριες οδηγίες της ... και του ... δεν αρκούσε από μόνη της να καλύψει την πληθώρα των δυνητικά θανατηφόρων μικροβίων, στα οποία μπορούσε να είχε εκτεθεί ο συγκεκριμένος ασθενής). Την επόμενη ημέρα, ήτοι στις ...-2016, από τις ..., οπότε έληξε η εφημερία του κατηγορουμένου, παρέλαβαν τον ασθενή οι εφημερεύοντες παθολόγοι Ν. Π., Επιμελητής Α’ Παθολογίας, και ο Ε. Ρ., Επιμελητής Α’ Παθολογίας. Ο πρωινός εργαστηριακός έλεγχος κατέδειξε σταθερότητα στην αναιμία του, καθόσον ο αιματοκρίτης του ήταν 23,6 (στην προαναφερόμενη με αριθμό ... εξέτασης της ...-2016 ήταν 24,7) και η αιμοσφαιρίνη του ήταν 7,9 (στην προαναφερόμενη με αριθμό ... εξέταση της ...-2016 ήταν 8,1). Περαιτέρω τα αιμοπετάλιά του ήταν 10 k/m1 και τα λευκά αιμοσφαίριά του ήταν 1,2 k/μl, γεγονός που καταδείκνυε ότι ο ασθενής είχε καταστεί ουδετεροπενικός και ήταν σε μεγάλο κίνδυνο, όντας σε κατάσταση σήψης. Οι ανωτέρω εφημερεύοντες ιατροί της πρωινής βάρδιας πραγματοποίησαν επίσκεψη ρουτίνας στον ασθενή περί ώρα 12.00 μ.- 13.00 μ.μ., καθόσον δεν είχαν ενημερωθεί ούτε από τον κατηγορούμενο, μετά την λήξη της βάρδιάς του, ούτε όμως και από τους ειδικευόμενους ιατρούς για τη σοβαρότητα της κατάστασης του Γ. Κ. και διαπίστωσαν ότι η κλινική του εικόνα ήταν πλέον πολύ επιβαρυμένη, έχοντας δυσκολία ακόμη και στη συνεργασία του μαζί τους, κατά την εξέτασή του. Οι ως άνω ιατροί εκτίμησαν ότι ο ασθενής βρισκόταν πλέον σε σήψη, λόγω της λοίμωξης και έλαβαν έκτακτα μέτρα. Ειδικότερα έδωσαν οδηγίες για μετάγγιση αίματος (συμπυκνωμένων ερυθρών) και αιμοπεταλίων (είναι ο παράγοντας που βοηθά στην αποτροπή αιμορραγιών) και για ενίσχυση της αγωγής του (η οποία και υλοποιήθηκε άμεσα και όχι περί ώρα 16.00 μ.μ., όπως αναγράφεται στην ιατρική καρτέλα, καθόσον κατά την ως άνω ώρα, έγινε απλώς η περιοδική ενημέρωση της καρτέλας και όχι η χορήγηση της εξειδικευμένης αντιβιοτικής αγωγής) με αντισταφυλοκοκκική και αντιμυκητιασική αγωγή και με αυξητικό παράγοντα των λευκών αιμοσφαιρίων και χορήγησαν κορτικοειδή. Ωστόσο, ο ασθενής δεν ανταποκρίθηκε στην αγωγή, και εντέλει απεβίωσε στις ...-2016, περί ώρα ... Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου αναγράφεται ως αιτία θανάτου "καρδιακή ανακοπή, μαζική αιμορραγία αναπνευστικού-πεπτικού, λόγω αιμορραγικής διάθεσης από πανκυταροπενία”, ενώ στο από 27-07-2016 έγγραφο του νοσοκομείου, στο πεδίο με τίτλο "διαγνώσεις”, πέραν της νεφροπάθειας τελικού σταδίου και του πομφολυγώδους πεμφιγοειδούς, αναφέρονται και οι κάτωθι: "καρδιακή ανακοπή, αναιμία μη καθορισμένη, δευτεροπαθής θρομβοπενία, αιμορραγία από τις αναπνευστικές οδούς, οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, γαστρεντερική αιμορραγία μη καθορισμένη, σηψαιμία μη καθορισμένη και ακοκκιοκυτταραιμία”. Επιπροσθέτως, στο έγγραφο με τίτλο “...”, το οποίο είναι ανυπόγραφο, στο πεδίο με τίτλο “...”, αναφέρεται, χωρίς να σημειώνονται ημέρα και ώρα, ότι ο ασθενής εμφάνισε 1) επίσταξη και δύσπνοια, 2) δύσπνοια και ταχυκαρδία, επιδείνωση και 3) δύσπνοια και απώλεια συνείδησης, ενημερώθηκε αναισθησιολόγος, έγινε προσπάθεια ανάνηψης και διασωλήνωσης”. Σημειώνεται ότι αρχικά, συγκατηγορούμενοι του εδώ κατηγορουμένου Γ. Σ. ήταν και οι προαναφερόμενοι παθολόγοι ιατροί Ν. Π. και Ε. Ρ., καθώς και η νεφρολόγος ιατρός Χ. Γ., οι οποίοι ωστόσο κηρύχθηκαν αθώοι, δυνάμει της αναφερόμενης ανωτέρω με αριθμό 80/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, διότι κρίθηκε ότι δεν βαρύνονται με αμέλεια αναφορικά με την αντιμετώπιση του ασθενούς Γ. Κ. Στον κατηγορούμενο αποδίδεται ότι δεν εκτίμησε ορθά εξαρχής την βαρύτητα της λοίμωξης του Γ. Κ., αλλά αντιθέτως υποεκτίμησε αυτήν, χωρίς μάλιστα να διενεργήσει και άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, προκειμένου να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα, στο οποίο σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να οδηγηθεί με βάση τις ήδη γενόμενες εργαστηριακές εξετάσεις του, που ήταν καθ' όλα ανησυχητικές, σε συνδυασμό με το εξαιρετικά βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό του ασθενούς. Και ότι ως εκ τούτου δεν ακολούθησε την ενδεδειγμένη μέθοδο "επιθετικής" και εξειδικευμένης αντιμετώπισης της ως άνω λοίμωξης, με περαιτέρω συνέπεια να αρκεσθεί στη χορήγηση σε αυτόν της συνήθους αντιβίωσης “...”, που χρησιμοποιείται σε λοιμώξεις της κοινότητας και όχι σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, όπως αυτή που αντιμετώπιζε ο παραπάνω ασθενής, ο οποίος αναπόφευκτα, λόγω μη ορθής αντιμετώπισής της λοίμωξής του κατά τις πρώτες ώρες της νοσηλείας του, οδηγήθηκε σε σήψη και κατέληξε. Όπως εξάλλου αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος, από τη στιγμή που με την ιδιότητα του εφημερεύοντος παθολόγου ανέλαβε την εξέταση και θεραπεία του ασθενούς, δεν προέβη σε μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών, όπως είχε συστήσει η ιατρός νεφρολόγος Χ. Γ., αλλά ούτε και σε μετάγγιση αιμοπεταλίων, δεν προέβη σε υπερηχογράφημα κοιλίας και δεν έδωσε εντολή για λήψη καλλιέργειας αίματος. Καταρχάς πρέπει να διευκρινισθεί ότι η οδηγία της ως άνω νεφρολόγου δεν ήταν δεσμευτική για τον ανωτέρω διάδικο, αλλά αυτός, ως εφημερεύων ιατρός της ... και ως εκ τούτου θεράπων πλέον ιατρός του Γ. Κ., ήταν αρμόδιος να αποφασίσει τον τρόπο αντιμετώπισης του ασθενούς. Ωστόσο, όπως με σαφήνεια κατέθεσε η αιματολόγος ιατρός Β. Α., τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (σελίδα 170 οικείου πρακτικού), όσο και ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω σελίδα 40), η μετάγγιση αίματος ήταν αναγκαία, λόγω και της λειτουργικής διαταραχής του χαμηλού αριθμού αιμοπεταλίων, προκειμένου να αποφευχθεί η αιμορραγική διάθεση, ενώ η μετάγγιση βοηθά και στην αντιμετώπιση της σήψης, κατάσταση στην οποία ο ασθενής πράγματι περιήλθε, σε κάθε περίπτωση ακολούθως, καθόσον όπως διαπιστώθηκε στις ...-2016, ήταν ουδετεροπενικός. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανέφερε ότι επέλεξε να μην ζητήσει την μετάγγιση του ασθενούς α) διότι δεν έχανε αίμα και ως εκ τούτου δεν είχε ανάγκη, β) γιατί το βράδυ "φορτώνεται" το κυκλοφοριακό με τη μετάγγιση, "φορτώνεται" και η καρδιά και υπάρχει κίνδυνος πνευμονικού οιδήματος, γ) διότι τα τελευταία οκτώ (8) έτη δεν είχε μεταγγισθεί και υπήρχε κίνδυνος εκδήλωσης αλλεργίας και δ) είχε εκδηλώσει πυρετό (37,8), σύμπτωμα που αποτρέπει τη μετάγγιση. Διαφοροποιούμενος εν μέρει ενώπιον του παρόντος, ο κατηγορούμενος απολογούμενος κατέθεσε ότι η μετάγγισή του ήταν εφικτή μόνο την ώρα της αιμοκάθαρσής, ισχυρισμό που επανέλαβε και ο με επιμέλειά του εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μάρτυρας Χ. Γ., συνταξιούχος νεφρολόγος-παθολόγος ιατρός, ο οποίος επιπροσθέτως επεσήμανε ότι επρόκειτο για έναν άνουρο ασθενή. Ωστόσο, όπως με σαφήνεια κατέθεσε η μάρτυρας Β. Α., η οποία είναι και η πραγματογνώμονας, που συνέταξε την από ...-2018 αναγνωσθείσα πραγματογνωμοσύνη, επρόκειτο για έναν ασθενή, ο οποίος βρίσκεται σε νοσοκομείο και ως εκ τούτου, οιαδήποτε ανάγκη θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί. Εξάλλου, την αναγκαιότητα της μετάγγισής του υπέδειξε η ίδια η νεφρολόγος του, κατά την παραπομπή του στην ..., ήτοι η πλέον αρμόδια να κρίνει την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της εν λόγω ιατρικής πράξης στον συγκεκριμένο ασθενή, καθώς τον παρακολουθούσε από το έτος 2007, και ως εκ τούτου γνώριζε άριστα το ιστορικό του και ήταν σε θέση να εκτιμήσει οιονδήποτε κίνδυνο ενείχε η ως άνω σύστασή της και εάν ήταν εφικτή η αντιμετώπισή του. Σε κάθε περίπτωση, καθόσον ο ασθενής Γ. Κ. επέστρεψε στο νοσοκομείο περί ώρα ..., η δε οδηγία της νεφρολόγου ιατρού Κ. Γ. περί παραπομπής του στην ... και μετάγγισής του, δόθηκε όπως ήδη αναφέρθηκε περί ώρα ..., η χορήγηση σε αυτόν συμπυκνωμένων ερυθρών θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά τις απογευματινές ώρες (περί ώρα ...), ενώ περαιτέρω ήδη από ώρα ... δεν είχε πυρετό, όπως φαίνεται από το έγγραφο με τίτλο "τρίωρος θερμομέτρηση" του Γενικού ..., και επιπλέον, κανένας λόγος περί μη μετάγγισης αιμοπεταλίων δεν υπήρχε. Εξάλλου, η αναφερόμενη ανωτέρω μη διενέργεια αιμοκαλλιέργειας, εκ μέρους του κατηγορουμένου, ασφαλώς και δεν ήταν αυτή που επέφερε τον θάνατο του ασθενή, ωστόσο θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στην περίπτωση του ασθενούς Γ. Κ., διότι η σχετική εξέταση, τα αποτελέσματα της οποίας εκδίδονται μετά από (48) ώρες, βοηθούν στην περίπτωση που ασθενής με βαριά λοίμωξη δεν αντιδρά θετικά στην αγωγή που λαμβάνει, καθόσον αποκαλύπτουν το μικρόβιο, που τον έχει πλήξει και ως εκ τούτου, καθιστούν πλέον εύκολη την επιλογή της κατάλληλης αντιβίωσης. Περαιτέρω, ο υπέρηχος κοιλίας, ιατρική ενέργεια για την οποία ομοίως δεν μερίμνησε ο κατηγορούμενος, θα καταδείκνυαν την δομή του ήπατος του ασθενούς, ήτοι για ποιον λόγο ήταν αυξημένες οι τρανσαμινάσες σε αυτόν, αν υπήρχε κάποια ανομοιογένεια, αν υπήρχε κάποια φλεγμονή στο συκώτι ή στα χοληφόρα, με απώτερο πάντα σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της λοίμωξης. Αναμφισβήτητα, η μη διενέργεια των ανωτέρω εκ μέρους του κατηγορουμένου καταδεικνύουν ότι αυτός υποεκτίμησε την κατάσταση του ασθενούς, περιοριζόμενος μόνο, όπως ήδη αναφέρθηκε, στη χορήγηση σε αυτόν στις ... της ...-2016, της συνήθους αντιβίωσης “...”, κατάλληλης μεν για μία απλή λοίμωξη της κοινότητας, όχι όμως για την αντιμετώπιση της σοβαρούς ενδονοσοκομειακής λοίμωξης, που έπληξε τον Γ. Κ. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι οι νεφροπαθείς είναι ασθενείς οι οποίοι πολλές φορές εκδηλώνουν λοιμώξεις με άτυπο τρόπο, ήτοι δεν αναμένεται από αυτούς να εκδηλώσουν συμπτώματα, που εκδηλώνουν οι ασθενείς του κοινού πληθυσμού. Μάλιστα, στους ασθενείς που έχουν χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και αιμοκαθαίρονται, ακόμη καθ' ο χρόνο βρίσκονται σε κατάσταση σήψης, τα ζωτικά τους σημεία μπορεί να φαίνονται φυσιολογικά. Εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση, ο Γ. Κ., ο οποίος ήταν νεφροπαθής τελικού σταδίου και επιπλέον είχε και το προαναφερόμενο δερματικό πρόβλημα, για το οποίο είχε λάβει ήδη ανοσοτροποποιητική και ανοσοκατασταλτική αγωγή, αποτελούσε έναν ασθενή του οποίου η κλινική εικόνα μπορούσε να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, εκδηλώνοντας μία λοίμωξη, που θα διέφευγε της προσοχής ενός ιατρού, εάν δεν επιδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια, την οποία και επέβαλε το προπεριγραφόμενο ιστορικό του. Και ήταν αυτή η μη έγκαιρη και ορθή αντιμετώπιση της βαριάς λοίμωξης του ασθενούς Γ. Κ., ήτοι η μη χορήγηση επιθετικής αντιβίωσης ευρέος φάσματος από την αρχή της νοσηλείας του (ένα αναμονή ταυτοποίηση του παθογόνου αιτίου της λοίμωξης, κατόπιν αιμοκαλλιεργειών), που επιδείνωσε την θρομβοπενία του και προκάλεσε σε αυτόν ουδετεροπενία, με περαιτέρω συνέπεια ο ασθενής να οδηγηθεί σε σήψη και πολυοργανική ανεπάρκεια και εντέλει να αποβιώσει στις ... της ...-2016. Σημειώνεται ότι στην προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης της, η ιατρός Β. Α. κάνει λόγο για σηπτική καταπληξία και διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη, ωστόσο στα έγγραφα του νοσοκομείου δεν βεβαιώνεται κάτι τέτοιο, χωρίς ωστόσο η εν λόγω διαπίστωση να αναιρεί την βασική θέση και της εν λόγω πραγματογνώμονα (θέση την οποία το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθή), σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του ασθενούς Γ. Κ. επήλθε διότι εξαρχής δεν αντιμετωπίσθηκε ορθά η λοίμωξη από την οποία έπασχε, η οποία ανήκε στην κατηγορία των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και όχι σε αυτήν των λοιμώξεων της κοινότητας. Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο κατηγορούμενος, από έλλειψη προσοχής που μπορούσε κατά τις περιστάσεις να καταβάλει, όπως θα έπραττε κάθε συνετός γιατρός, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προξένησε η παράλειψη των οφειλομένων κατωτέρω ενεργειών του και επέφερε τον θάνατο άλλου. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος: α) δεν αξιολόγησε, αν και μπορούσε, κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τη σοβαρότητα της κατάστασης του ασθενούς, όπως αυτή αποτυπωνόταν στις προαναφερόμενες με αριθμούς ..., ..., ... και ... εξετάσεις του, β) δεν έλαβε υπόψιν του το ιστορικό του, ήτοι ότι πρόκειται για ασθενή με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και πάσχοντα επιπροσθέτως από πομφολυγώδες πεμφιγοειδές, καίτοι από τη συνεκτίμηση των ανωτέρω στοιχείων, στα οποία όφειλε να προσδώσει αυξημένη βαρύτητα έπρεπε να τον κατατάξει σε ομάδα υψηλού κινδύνου και να αντιμετωπίσει αυτόν ως έναν ασθενή πάσχοντα επιπροσθέτως από σοβαρή ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, ο οποίος έχρηζε αυξημένης ιατρικής φροντίδας και εξειδικευμένης επιθετικής αντιβίωσης ευρέος φάσματος, προκειμένου να αποφευχθεί το ανωτέρω θανατηφόρο αποτέλεσμα, καθόσον μπορούσε να παρουσιάσει από στιγμή σε στιγμή επικίνδυνη για τη ζωή του επιδείνωση. Ως εκ τούτου στοιχειοθετείται τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως τα επιμέρους στοιχεία αυτής αναφέρονται ανωτέρω, αλλά και στο διατακτικό της παρούσας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της εν λόγω πράξης, ωστόσο πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, ενόψει της προβλεπόμενης στο άρθρο 470 ΚΠΔ αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, λαμβανομένου υπόψιν του ότι η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση αναγνωρίσθηκε στο πρόσωπό του, δυνάμει της με αριθμό 85/2018 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.”. Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του ΠΚ, για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με παράλειψη από έχοντα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο επί λέξει διατακτικό:
"Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο, του ότι στην Άρτα στις ....2016, παραλείποντας να ενεργήσει και ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, που τελικά επήλθε, εντούτοις από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προξένησε η παράλειψη των κατά τα κατωτέρω ενεργειών του και επέφερε τον θάνατο άλλου προσώπου. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, ο ανωτέρω κατηγορούμενος Γ. Σ. του Θ.-Θ., ως εφημερεύων ιατρός παθολόγος της ... του Γενικού ... (στο βαθμό του Διευθυντή) κατά το χρονικό διάστημα από ... της ...-2016 έως ... της ...-2016, λειτούργησε παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής και με εξωτερικά αμελείς παραλείψεις του, καθώς καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από το νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 9 του Ν.3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) να προβεί σε ενέργειες προστασίας της υγείας του ασθενούς και συνακόλουθα αποτρεπτικές του θανάτου αυτού, ως υπεύθυνος εφημερεύων θεράπων ιατρός παθολόγος του πάσχοντος από νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ασθενούς Γ. Κ. του Θ., ο οποίος είχε διακομισθεί στην ... ένεκα αιματολογικών αποτελεσμάτων που έδειχναν επιδείνωση της αναιμίας και βαριά θρομβοπενία, και προπάντων λοίμωξη (σε υποψία βακτηριαιαμίας ή σήψης) α) δεν αξιολόγησε, αν και μπορούσε, κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τη σοβαρότητα της κατάστασης του ασθενούς, όπως αυτή αποτυπωνόταν στις προαναφερόμενες με αριθμούς ..., ..., ... και ... εξετάσεις του και β) δεν έλαβε υπόψιν του το ιστορικό του, ήτοι ότι πρόκειται για ασθενή με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και πάσχοντα επιπροσθέτως από πομφολυγώδες πεμφιγοειδές, καίτοι από τη συνεκτίμηση των ανωτέρω στοιχείων, στα οποία όφειλε να προσδώσει αυξημένη βαρύτητα έπρεπε να τον κατατάξει σε ομάδα υψηλού κινδύνου και να αντιμετωπίσει αυτόν ως έναν ασθενή πάσχοντα επιπροσθέτως από σοβαρή ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, ο οποίος έχρηζε αυξημένης ιατρικής φροντίδας και εξειδικευμένης επιθετικής αντιβίωσης, προκειμένου να αποφευχθεί το ανωτέρω θανατηφόρο αποτέλεσμα, καθόσον μπορούσε να παρουσιάσει από στιγμή σε στιγμή επικίνδυνη για τη ζωή του επιδείνωση. Αντιθέτως, υποεκτίμησε την κατάσταση της υγείας του ασθενούς, καθόσον δεν έδωσε εντολή να μεταγγιστεί με συμπυκνωμένα ερυθρά ή αιμοπετάλια εγκαίρως, παρά τη βαριά αναιμία και θρομβοπενία, δεν έδωσε εντολή για διενέργεια υπερηχογραφήματος κοιλίας για διερεύνηση του αιτίου της υπερτρανσαναιμίας, δεν έδωσε εντολή λήψης καλλιεργειών αίματος για τη διερεύνηση του παθογόνου αιτίου της λοίμωξης (σε υποψία βακτηριαιμίας ή σήψης) και λόγω της ως άνω υποεκτίμησης του, δεν προέβη σε εντατική θεραπευτική αντιμετώπιση από το πρώτο 24ωρο με χορήγηση εξειδικευμένης αντιβίωσης, την οποία είχε ανάγκη ο ασθενής, λόγω του ότι ήταν ανοσοκατασταλμένος, αν και είχε ενημερωθεί προηγουμένως για την κατάσταση της υγείας του από την επιβλέπουσα αυτού ιατρό - νεφρολόγο, (παρά του χορήγησε την συνήθη αντιβίωση ...), με αποτέλεσμα να μην ανταποκριθεί στη μη κατάλληλη χορηγηθείσα αντιβίωση. Λόγω δε της μη έγκαιρης αντιμετώπισης της λοίμωξής του ο ασθενής οδηγήθηκε σε σήψη και πολυοργανική ανεπάρκεια, που είχε ως κατάληξη τον θάνατο του ασθενούς στις ....2016, ο δε θάνατος αυτού συνδέεται αιτιωδώς με την αμελή συμπεριφορά του.”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.ΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 26, 28, 302 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1, 2, 3, 4, 9 του ν.3418/2005, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ή λογικά κενά, που να στερούν την απόφασή του από νόμιμη βάση, αιτιολογώντας παράλληλα με πληρότητα και επάρκεια την συντρέξασα αμέλεια του κατηγορουμένου ως προς την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος της πράξης του. Συγκεκριμένα, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Εκτίθεται η ιδιότητα που είχε ο αναιρεσείων και ειδικότερα ότι ως εφημερεύων ιατρός παθολόγος της ... του Γενικού ... στο βαθμό του Διευθυντή, είχε αναλάβει ως υπεύθυνος εφημερεύων θεράπων ιατρός παθολόγος την εξέταση, θεραπεία και ιατρική φροντίδα του διακομισθέντος στην ως άνω ... πάσχοντος από νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ασθενούς Γ. Κ. ο οποίος είχε διακομισθεί και εισαχθεί στην ... ένεκα αιματολογικών αποτελεσμάτων που έδειχναν επιδείνωση και βαριά θρομβοπενία και προπάντων λοίμωξη σε υποψία βακτηριαιμαίας ή σήψης, από την οποία ιδιότητα, προκύπτει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτού προς αποτροπή του θανατηφόρου αποτελέσματος στον ως άνω ασθενή, η οποία θεμελιώνεται στην ιδιότητά του ως θεράποντος ιατρού παθολόγου στην άνω κλινική του νοσοκομείου, στον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας αλλά και την εγγυητική θέση του ιατρού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής του ασθενούς που δημιουργείται κατά την αντιμετώπιση της σοβαρότατης κατάστασης του τελευταίου κατά την εισαγωγή του και νοσηλεία του άνω νοσοκομείο, β) αναφέρονται επακριβώς και με σαφήνεια οι συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις, στις οποίες αυτός προέβη υπό την ως άνω ιδιότητά του, με απότοκη συνέπεια τον θάνατο του ασθενούς, με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης αα) ότι κατά παράβαση των παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής, δεν αξιολόγησε, αν και μπορούσε, τη σοβαρότητα της κατάστασης του ασθενούς, όπως αυτή αποτυπωνόταν στις προαναφερόμενες με αριθμούς ..., ..., ... και ... εξετάσεις του και δεν έλαβε υπόψιν του το ιστορικό του, ότι πρόκειται για ασθενή με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και πάσχοντα επιπροσθέτως από πομφολυγώδες πεμφιγοειδές, δεν συνεκτίμησε τα ανωτέρω στοιχεία και δεν προσέδωσε σ'αυτά αυξημένη βαρύτητα όπως όφειλε ώστε να τον κατατάξει σε ομάδα υψηλού κινδύνου και να αντιμετωπίσει αυτόν ως έναν ασθενή πάσχοντα επιπροσθέτως από σοβαρή ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, ο οποίος έχρηζε αυξημένης ιατρικής φροντίδας και εξειδικευμένης επιθετικής αντιβίωσης, για να αποφευχθεί το ανωτέρω θανατηφόρο αποτέλεσμα, διότι μπορούσε να παρουσιάσει από στιγμή σε στιγμή επικίνδυνη για τη ζωή του επιδείνωση. Β)Αντιθέτως, υποεκτίμησε την κατάσταση της υγείας του ασθενούς, καθόσον δεν έδωσε εντολή να μεταγγιστεί με συμπυκνωμένα ερυθρά ή αιμοπετάλια εγκαίρως, παρά τη βαριά αναιμία και θρομβοπενία, δεν έδωσε εντολή για διενέργεια υπερηχογραφήματος κοιλίας για διερεύνηση του αιτίου της υπερτρανσαναιμίας, δεν έδωσε εντολή λήψης καλλιεργειών αίματος για τη διερεύνηση του παθογόνου αιτίου της λοίμωξης (σε υποψία βακτηριαιμίας ή σήψης) και λόγω της ως άνω υποεκτίμησης του, δεν προέβη σε εντατική θεραπευτική αντιμετώπιση από το πρώτο 24ωρο με χορήγηση εξειδικευμένης αντιβίωσης, την οποία είχε ανάγκη ο ασθενής, λόγω του ότι ήταν ανοσοκατασταλμένος, αν και είχε ενημερωθεί προηγουμένως για την κατάσταση της υγείας του από την επιβλέπουσα αυτού ιατρό - νεφρολόγο, (παρά του χορήγησε την συνήθη αντιβίωση ...), με αποτέλεσμα να μην ανταποκριθεί στη μη κατάλληλη χορηγηθείσα αντιβίωση, λόγω δε της μη έγκαιρης αντιμετώπισης της λοίμωξής του ο ασθενής οδηγήθηκε σε σήψη και πολυοργανική ανεπάρκεια, που είχε ως κατάληξη τον θάνατο του ασθενούς στις ....2016, ο οποίος συνδέεται αιτιωδώς με την αμελή συμπεριφορά του. γ) Προσδιορίζεται επαρκώς η μορφή της υπαιτιότητάς του, που περιγράφεται ως μη συνειδητή αμέλεια αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από τις πράξεις και παραλείψεις του ήτοι τον θάνατο του ασθενούς, ενώ αναφέρεται και η δυνατότητα αυτού, ως εκ της ιδιότητάς του και του ιδιαίτερα βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού του ασθενούς το οποίο του είχε γνωστοποιηθεί, να προβλέψει το αποτέλεσμα αυτό. δ) Αιτιολογείται πλήρως ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του επελθόντος θανατηφόρου αποτελέσματος, αφού σαφώς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές σκέψεις αναφέρεται ότι στην επέλευση του θανάτου του οδήγησαν οι ως άνω παραλείψεις του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων υποεκτίμησε την κατάσταση της υγείας του ασθενούς και δεν προέβη σε εντατική θεραπευτική αντιμετώπιση από το πρώτο 24ωρο με χορήγηση εξειδικευμένης αντιβίωσης, την οποία είχε ανάγκη ο ασθενής, λόγω του ότι ήταν ανοσοκατασταλμένος, έπασχε από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, από πομφολυγώδες πεμφιγοειδές, και επιπροσθέτως από σοβαρή ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, και έχρηζε άμεσης αυξημένης ιατρικής φροντίδας και εξειδικευμένης επιθετικής αντιβίωσης, αν και είχε ενημερωθεί προηγουμένως για την κατάσταση της υγείας του από την επιβλέπουσα αυτόν ιατρό - νεφρολόγο, (παρά του χορήγησε την συνήθη αντιβίωση ...), με αποτέλεσμα να μην ανταποκριθεί στη μη κατάλληλη χορηγηθείσα αντιβίωση, λόγω δε της μη έγκαιρης και ορθής αντιμετώπισης της λοίμωξής του κατά τις πρώτες ώρες της νοσηλείας του, ο ασθενής οδηγήθηκε σε σήψη και πολυοργανική ανεπάρκεια, που είχε ως κατάληξη τον θάνατό του στις ....2016, και ο θάνατος του συνδέεται αιτιωδώς με την άνω αμελή συμπεριφορά του, αιτιολογείται με επάρκεια, σαφήνεια και πληρότητα η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ως άνω παραλείψεών του και του επελθόντος αποτελέσματος, χωρίς ενδοιασμούς, αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης συνιστάμενες στο ότι δεν αιτιολογείται με πληρότητα η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των καταλογιζομένων παραλείψεών του και του θανάτου του ασθενούς, ενόψει της δικής του μικρής χρονικά ενασχόλησης με τον ανωτέρω ασθενή και της μακρότερης χρονικώς ενασχόλησης (νοσηλεία και θεραπεία) των ιατρών της ... μέχρι το θάνατό του, ενόψει των προεκτεθεισών παραδοχών της προσβαλλομένης, είναι αβάσιμες. Σχετικά με τις αποδείξεις, το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα ειδικά μνημονευόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης κατ'είδος αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, οι καταθέσεις των παρισταμένων προς υποστήριξη της κατηγορίας καθώς και των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, μεταξύ των οποίων και των μαρτύρων υπεράσπισης Χ. Γ. και Μ. Γ., η από ...-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, και η απολογία του κατηγορουμένου, κατέληξε δε στην καταδικαστική του κρίση μετά από επιμελή έρευνα, αξιολόγηση και αξιοποίησή τους, προκειμένου να εξακριβωθεί η αλήθεια, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ., και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ από το οποίο απορρέει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά τί προέκυψε ξεχωριστά από το καθένα, ούτε και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τούτων ή ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας καθενός, αφού ουδόλως συνάγεται ότι το δικάσαν δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Από το όλο περιεχόμενο της απόφασης αυτής καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη, συνεκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν, πλην της πραγματογνωμοσύνης και της κατάθεσης στο ακροατήριο της πραγματογνώμονα ιατρού, και όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες καταθέσεις των ιατρών μαρτύρων υπεράσπισης και η απολογία του κατηγορουμένου, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, οι δε αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Εξάλλου, η κρισιολογία του δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με την εκτίμηση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά και των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν το αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, για την οποία παραπονείται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, διατεινόμενος ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, η απολογία του και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, προβάλλοντας αντίθεση του περιεχομένου αυτών προς τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και διαφορετική αξιολόγηση αυτών, εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως αναγομένη στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση επί της ουσίας. Ως εκ τούτου, οι σχετικές αιτιάσεις του τελευταίου, που εμπεριέχονται στο αναιρετήριο για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, συνιστούν αμφισβήτηση των παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της και σύμφωνα με όσα αναφέρονται την προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτες. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 28, 15, 302 του Π.Κ. και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, και υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν.5090/2024), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό …/2024 από 19-3-2024 αίτηση του Γ. Σ. του Θ.-Θ., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της με αριθμό 286/8-12-2023 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ