Αριθμός 1005/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη και Μαρία Γιαννακοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Ιουλίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Καπαγιάννη και του Γραμματέως Χ. Α., για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης N. A. του A., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μητρογιάννη, για αναίρεση της απόφασης ΖΤ3390/2023 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’αριθμ…./2024 από 19-3-2024 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …./24.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό …/2024 από 19-3-2024 αίτηση της A. N. του A. κατοίκου ... οδός ..., για αναίρεση της με αριθμό 3390/1-12-2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή της κατά της ΗΜ159/17-1-2023 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη- αναιρεσείουσα για σωματική βλάβη από αμέλεια κατά συρροή (άρθρα 314 παρ. 1α, 315 παρ. 1 ΠΚ) και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης επτά(7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-3-2024, (άρθρα 474 παρ. 2Α ΚΠΔ) και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.1, 2 και 3 εδ.α' του ΚΠΔ βιβλίο στις 26-2-2024), σύμφωνα με τα άρθρα 462, 464, 466 παρ.1 και 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει ως λόγους αναίρεσης: την απόλυτη ακυρότητα για έλλειψη εκπροσώπησης και υπεράσπισης κατά την εκδίκαση της έφεσης, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την παράνομη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης και την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το πρωτόδικο Δικαστήριο (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’, Η’ και Ε’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 349 του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 του Ν. 4947/2022 (Φ.Ε.Κ. Α’ 124/23.06.2022): "1. Το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του διορισμένου πληρεξουσίου δικηγόρου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 340. Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται αποκλειστικά με ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού Ιδρύματος ή ιατρού πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η ακρίβεια της οποίας ελέγχεται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την κρίση του δικαστηρίου. 2. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης. Το δικαστήριο αναβάλλει στη συντομότερη δικάσιμο, η οποία δεν δύναται να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες. Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει, ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης[...]. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, ενώ ως ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο, το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου και το οποίο δεν ήταν δυνατό να υπερβεί αυτός με κανένα τρόπο (ΑΠ 9/2020). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι το Δικαστήριο έχει υποχρέωση, πριν διατάξει την αναβολή, να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης και να αιτιολογήσει συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή, όταν αποφασίζει για την αναβολή και πριν διατάξει αυτήν, και όχι όταν αποφαίνεται για την απόρριψη του σχετικού αιτήματος, εκτός αν υποβληθεί αυτοτελές αίτημα για διακοπή της δίκης, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αναβολής (ΑΠ 907/2022, ΑΠ 1367/2022). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 501 του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 153 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. Α’ 215/12.11.2021): "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εκτός αν έχει προηγηθεί παραίτηση, οπότε κηρύσσεται απαράδεκτη. Διατάσσεται επίσης με την ίδια απόφαση του εφετείου να καταπέσει η εγγύηση η οποία δόθηκε κατά το άρθρο 497. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος. Εφαρμόζεται επίσης ανάλογα στις διατάξεις των άρθρων 341 και 435”. Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας που αφορούν αυτόν ή τον συνήγορο του, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται με τρόπο σαφή και ορισμένο και ότι σε περίπτωση που εκκαλών - κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, προς υποστήριξη της έφεσής του, το Εφετείο ερευνά μόνο αν ο εκκαλών κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης και ακολούθως απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών μπορεί να ασκήσει αναίρεση για οποιονδήποτε λόγο από τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, στους οποίους περιλαμβάνεται και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση ότι αναφέρεται μόνο σε πλημμέλειες αυτής σε σχέση με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του στο ακροατήριο ( ΑΠ 1300/2023, ΑΠ 1812/2019). Με την αναίρεση κατά της απόφασης που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική που απέρριψε το αίτημα αναβολής, κατ' άρθρο 504 παρ. 4 του ΚΠΔ ( ΑΠ 1300/2023, ΑΠ 685/2021). Περαιτέρω, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους επαφίεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Επομένως, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορούμενου περί αναβολής της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή ανώτερης βίας κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός κατ' άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ Κ.Π.Δ λόγος της έλλειψης αιτιολογίας, η δε εν συνεχεία απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης ιδρύει τον αναιρετικό κατ' άρθρο 510 παρ. 1 Η’ Κ.Π.Δ λόγο της παράνομης απόρριψης της έφεσης ως ανυποστήρικτης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αλλιώς το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε αόριστο αίτημα. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται και τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ώστε να γίνει αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Ωστόσο πρέπει να προκύπτει από την απόφαση, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά απ' αυτά για να μορφώσει την απορριπτική περί αναβολής κρίση του (Α.Π 140/21). Ειδικότερα, στο άρθρο 510 παρ. 1 Η’ νέου ΚΠΔ προστέθηκε ως αυτοτελής λόγος αναίρεσης "η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (άρθρο 476) ή ως ανυποστήρικτης (άρθρο 501 παρ. 1)”. Οι περιπτώσεις αυτές στα πλαίσια του άρθρου 510 παρ. 1 προϊσχ. ΚΠΔ αντιμετωπίζονταν ως υπερβάσεις εξουσίας, πλην όμως τώρα υπάγονται αποκλειστικά στην άνω ειδικότερη διάταξη και μόνο η μη υπαγόμενη σε αυτήν αντίστροφη περίπτωση, κατά την οποία η έφεση παρά τον νόμο δεν απορρίφθηκε - όπως έπρεπε - ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη εξακολουθεί να υπάγεται στον κατ' .άρθρο 501 παρ. 1 Θ’ ΚΠΔ αναιρετικό λόγο της υπέρβασης εξουσίας. Έτσι η αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής που προηγήθηκε της απόρριψης της έφεσης ως ανυποστήρικτης, για μεν την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’, σε συνδ. με το άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠΔ, για δε την επακολουθήσασα τελειωτική απόφαση που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 Η’ ΚΠΔ ((ΑΠ 818/2023, ΑΠ 1300/2023, ΑΠ1367/2022, Α.Π.140/21). Επίσης, αν η ανωτέρω αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής αφορούσε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης, συντρέχει ο αναιρετικός λόγος της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβίασης των διατάξεων που καθορίζουν την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορούμενου (παράβαση άρθρων 510 παρ. 1 Α’, 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ και 6 παρ. 1, 3 εδ. γ' ΕΣΔΑ- ΑΠ 1367/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της κατ' έφεση δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η πιο πάνω απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, προκύπτει ότι μετά την ανάγνωση από την Πρόεδρο του ονόματος της κατηγορούμενης και την μη εμφάνιση αυτής, εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η δικηγόρος Πειραιά ... του …, η οποία, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο, επί λέξει: “[...] δήλωσε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορουμένης, ... του … με ΑΜ ΔΣΠ ..., ο οποίος ζητά την αναβολή της υπόθεσης. Προσκόμισε δε την από .../2023 κάρτα επιβίβασης ...[...] “. Το Δικαστήριο, αν και το ανωτέρω αίτημα αναβολής, υποβλήθηκε κατά τρόπο ασαφή και αόριστο και, ως εκ τούτου δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, εν τούτοις απέρριψε το εν λόγω αίτημα με το ακόλουθο σκεπτικό: "Σύμφωνα με το άρθρο 349 ΚΠΔ το Δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανωτέρας βίας.
Εν προκειμένω, η ως άνω άγγελος της κατηγορουμένης επικαλέστηκε ως λόγο αναβολής της υπόθεσης την απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορουμένης στο εξωτερικό, προσκομίζοντας και τη σχετική κάρτα επιβίβασης αυτού στην πτήση, πλην όμως, δεν επικαλέστηκε ούτε και απέδειξε τον λόγο για τον οποίο ο συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης χρειάστηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό εν όψει της εκ των προτέρων γνωστής δικασίμου της υπό κρίση υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί για το εάν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας και συνεπώς, αναβολής της κρινόμενης υπόθεσης. Ενόψει τούτων αλλά και του χρόνου τέλεσης του αδικήματος αλλά και του επικείμενου κίνδυνου παραγραφής το Δικαστήριο κρίνει ότι το σχετικό αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί “. Ακολούθως το Δικαστήριο, απέρριψε την έφεση, ως ανυποστήρικτη, με το ακόλουθο σκεπτικό: " Από το από 17-10-2023 αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα Α. Ξ. και το από 25-6-2023 αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα Σ. Γ., που βρίσκονται στη δικογραφία, και στα οποία ρητώς γίνεται μνεία ότι σε περίπτωση μη εμφανίσεως ή μη εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος από συνήγορο η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, προκύπτει ότι ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος και η αντίκλητος Δικηγόρος του κλητεύθηκαν, νομοτύπως και εμπροθέσμως να εμφανιστούν σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υποστηρίξουν την έφεση που ο κατηγορούμενος έχει ασκήσει κατά της με αριθμό ΗΜ 159/17-1-2023 απόφασης του Η’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Δεδομένου ότι δεν παρουσιάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326, 340 και 501 του ΚΠΔ, να απορριφθεί η έφεση του κατηγορούμενου ως ανυποστήρικτη( δεδομένου ότι δεν αρκεί η παρουσία αγγέλου αλλά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 501ΚΠΔ πρέπει να εμφανισθεί ο εκκαλών αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου)”.
Με τις παραδοχές αυτές, η απορριπτική του αιτήματος αναβολής παρεμπίπτουσα απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού μνημονεύονται στο σκεπτικό τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του επικαλούμενου ως ανυπέρβλητου κωλύματος, καθώς επίσης αναφέρονται και οι συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του κρίση, ενώ δεν χρειαζόταν να αιτιολογήσει την μη διακοπή της δίκης, αφού απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής και δεν προβλήθηκε αυτοτελές περί διακοπής αίτημα. Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας πως η άγγελος δικηγόρος ζήτησε από το Δικαστήριο να κρατηθεί και να καταχωρηθεί φωτοαντίγραφο του παραστατικού της πτήσης από το οποίο αποδεικνυόταν ο επικληθείς λόγος ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του συνηγόρου της και ότι αναφέρεται εσφαλμένα ως αεροπορική εταιρεία η “...” αντί της ορθής “...”, είναι αλυσιτελής διότι και αν ακόμα ήταν αληθής, η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης δεν συνιστά άνευ άλλου τινός λόγο ανωτέρας βίας ούτε και η εσφαλμένη αναγραφή του ονόματος της αεροπορικής εταιρείας με την οποία ταξίδευσε ο συνήγορος της αναιρεσείουσας ασκεί κάποια έννομη επιρροή. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής είναι αβάσιμος και, κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας ορθά και νόμιμα απέρριψε την έφεση της κατηγορούμενης - εκκαλούσας ως ανυποστήρικτη, αφού διαπίστωσε ότι αυτή, παρόλο που κλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανίσθηκε στο δικαστήριο και συνεπώς δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης για παράνομη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, ο οποίος ως εκ τούτου είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 ΚΠΔ, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η αναιρεσείουσα επικαλείται ως αναιρετικούς λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την παρεμπίπτουσα απόφαση για απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου της και την απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, που όμως, κατά τα προεκτεθέντα, κρίθηκαν αβάσιμοι. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν στερήθηκε την υπεράσπισή της, οπότε και ο επικαλούμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα επικαλείται αβάσιμα απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης του δικαιώματος της για εμφάνιση, υπεράσπιση και εκπροσώπησης αυτής κατά την εκδίκαση της έφεσής της πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, όσον αφορά τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών( πρωτόδικο Δικαστήριο) και συγκεκριμένα του άρθρου 314 παρ.1 α' του ΠΚ, καθόσον εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της περί επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας σε όλως ελαφρά (άρθρο 314 παρ. 1 β' ΚΠΔ) και του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ περί αναγνώρισης του σχετικού ελαφρυντικού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν επικαλείται πλημμέλειες της απόφασης του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και όχι της απόφασης του δευτεροβάθμιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία προσβάλλεται με την ένδικη αίτηση αναίρεσης. Μετά από αυτά και, αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1ΚΠΔ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 115 του Ν. 5090/2024).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-3-2024 αίτηση της A. N. του A., κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ.3390/1-12-2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ