ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤρΕφΑθ 2160/2020 Αγωγής αποζημίωσης πελατείας - Σύμβαση αποκλειστικής διανομής - Δεδικασμένο

Αριθμός:
2160
Έτος:
2020
Δικαστήριο:
Τόπος:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
03/04/2020
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
6059
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Το Εφετείο εξετάζοντας έφεση της εναγομένης εταιρείας γαλακτοκομικών προϊόντων και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε δεχθεί εν μέρει αγωγή αποζημίωσης πελατείας πρώην αποκλειστικών διανομέων, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε εξ ολοκλήρου την αγωγή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες συμβάσεις αποτελούσαν συμβάσεις αποκλειστικής διανομής αορίστου χρόνου και υπάγονται αναλογικά στο ΠΔ 219/1991. Ωστόσο, από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες εισέφεραν νέους πελάτες ή προήγαγαν ουσιωδώς τις εμπορικές υποθέσεις της εναγομένης, στοιχείο αναγκαίο για τη θεμελίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 9 του ανωτέρω διατάγματος. Το Δικαστήριο αναγνώρισε δεδικασμένο ως προς τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων και τους όρους καταγγελίας τους, αλλά έκρινε ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο ως προς την προαγωγή των υποθέσεων, η οποία δεν είχε κριθεί ουσιαστικά σε προηγούμενες δίκες. Απορρίφθηκε η αντέφεση των εναγόντων και έγινε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, με καταλογισμό δικαστικών εξόδων σε βάρος των εναγόντων.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2160/2020
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ: 15ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Χρονόπουλο. Πρόεδρο Εφετών, Διονυσία Νίκα, Κυριακή Κατσιβέλη - Εισηγήτρια. Εφέτες, και από το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΩΝ ΕΚΚΛΛΟΥΣΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», πρώην «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΣΤΙΑΣΗΣ», που εδρεύει στα Σπάτα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ» και με τον διακριτικό τίτλο «... ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΕ», που εδρεύει στον Άγιο Στέφανο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Ματίνα Κρέστα και Κωνσταντίνο Ντινόπουλο.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ... του …, κατοίκου Νίκαιας και 2) ... του …, κατοίκου Ν. Φιλαδέλφειας Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Δημήτριο Κουτσούκη. ο οποίος ανακάλεσε την δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
Β) ΤΩΝ ΑNTΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... του …, κατοίκου Νίκαιας και 2) ... του …. κατοίκου Ν. Φιλαδέλφειας Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Δημήτριο Κουτσούκη, ο οποίος ανακάλεσε την δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΤΩΝ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»,, πρώην «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΣΤΙΑΣΗΣ», που εδρεύει στα Σπάτα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ» και με τον διακριτικό τίτλο «... ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΕ», που εδρεύει στον Άγιο Στέφανο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, Ματίνα Κρέστα και Κωνσταντίνο Ντινόπουλο.
Α) Οι ενάγοντες, ... και ... με την από 13 Μαΐου 2010 αγωγή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2010. ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ'αυτήν.
Β) Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ... ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΕ, με την από 11 Οκτωβρίου 2010 παρέμβασή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2010. ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ'αυτήν.
Τ ο Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την 5832/2012 οριστική του απόφαση, με την οποία έταξε όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Την απόφαση αυτή, προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με την από 30 Απριλίου 2015 έφεσή τους, και οι αντεκκαλούντες. με την από 26 Μαρτίου 2018 αντέφεση τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς .../2015 και .../2018 αντίστοιχα.
Ήδη η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, Ματίνα Κρέστα και Κωνσταντίνος Ντινόπουλος κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Κουτσούκης, αφού ανακάλεσε, την δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. στη συνέχεια αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 30-4- 2015 έφεση (αριθμ.εκθ.καταθ. .../2015 στην γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και 1612/2016 στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου) που άσκησαν η εναγόμενη και η προσθέτους, υπέρ αυτής, παρεμβαίνουσα, κατά της 5832/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την από 13-5-2010 αγωγή, η οποία (έφεση) έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευσή της (22.11.2012) μέχρι το χρόνο άσκησης της έφεσης (13.5.2015. βλ.σχετ.άρθρ. 516 παρ.1. 495 επ. και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. όπως ίσχυε πριν το Ν.4335/2015, άρθρο 24 παρ.1 εδ.1 ΕισΝΚΠολΔ, ΟλΑΠ 10/2018), για δε, το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο κατ'άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ παράβολο (βλ.σχετ. τα ... έως ... παράβολα Δημοσίου και τα ... και ... παράβολα ΤΑΧΔΙΚ), είναι επομένως παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω με την ίδια διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ), συνεκδικαζομένη, λόγωτ ης μεταξύ της πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ) με την από 26-3-2018 αντέφεση των εναγόντων - εφεσιβλήτων - αντεκαλούντων, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρ. 523 ΚΠολΔ), με ιδιαίτερο δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 27-3-2018 και επιδόθηκε στους αντεφεσίβλητους τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, την 1-11-2018 (βλ.σχετ. τις ... και .../1.11.2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ...) και αφορά κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση ή συνέχεται αναγκαστικά με αυτό.
Με την από 13.5.2010 αγωγή τους (αριθμ.εκθ.καταθ. .../... 2010) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), οι ενάγοντες. αφού παραδεκτά κατ' άρθρο 294 KΠολΔ. Παραιτήθηκαν από τα δικόγραφα των από 22.12.2009 και 23.2.2011, αντίστοιχα, αγωγών που είχαν ασκήσει κατά της εναγόμενης, εξέθεταν ότι. ο πρώτος εξ αυτών από το έτος 2000, ο δε δεύτερος από το έτος 1987, δυνάμει αλυσιδωτών συμβάσεων αποκλειστικής διανομής που είχαν καταστεί αορίστου χρόνου, τις οποίες (συμβάσεις) είχαν συνάψει με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΕ», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη, διένειμαν τα προϊόντα της τελευταίας (γάλα, γιαούρτι, τυρί, κρέμες γάλακτος) με τους αναφερόμενους στην αγωγή όρους. Ότι ενώ οι ίδιοι (ενάγοντες), κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους με την εναγομένη, οργάνωσαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα με κριτήριο τις ανάγκες και καθ' υπόδειξη της τελευταίας, μεριμνώντας για την προώθηση των συμφερόντων της και αύξηση της πελατείας της. η τελευταία στις 1.10.2008 και 31.12.2007, αντίστοιχα, κατήγγειλε με υπαιτιότητα της τις επίμαχες συμβάσεις, οι δε ενάγοντες με τις από 3.10.2008 και 17.4.2008, αντίστοιχα, εξώδικες δηλώσεις τους, γνωστοποίησαν στην εναγόμενη ότι θα προβούν σε δικαστική διεκδίκηση της αποζημίωσης πελατείας τους. Βάσει του ιστορικού αυτού, επικαλούμενοι τους παρατιθέμενους στην αγωγή πίνακες πελατείας και τζίρου τους, οι ενάγοντες. κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής τους (άρθρ.295 ΚΠολΔ) ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει: α) ως αποζημίωση πελατείας στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 60.827.19 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19%, και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 51.764. 10 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19%, τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επομένη λήξης της σύμβασης που συνιστά δήλη ημέρα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και β) τους τόκους των τόκων (άρθρο 296 ΑΚ) των ανωτέρω ποσών από την ημέρα λήξης της σύμβασης έως την άσκηση της αγωγής, όπως αναλυτικά προσδιορίζονται σ'αυτή (αγωγή) και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Υπέρ της εναγομένης ασκήθηκε παραδεκτά πρόσθετη παρέμβαση (άρθρ. 83.76-78 ΚΠολΔ). με την οποία η προσθέτους παρεμβαίνουσα ζήτησε να της επιτραπεί να συνεχίσει τη δίκη ως κύρια διάδικος, επικαλούμενη ότι μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας κατέστη ειδική διάδοχος της εναγόμενης.
II. Επί της αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη 5832/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εαυτό καθ'ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ.14, 18 και 42 ΚΠολΔ) και, αφού απέρριψε ως μη νόμιμα τα αιτούμενα ποσοστά ΦΠΑ και ανατοκισμού και το αίτημα καταβολής τόκων από τη λύση της σύμβασης, έκρινε, κατά τα λοιπά, την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 346 ΑΚ και 9 του ΠΔ 219/1991. Αντίστοιχα, αφού απέρριψε το αίτημα της προσθέτως παρεμβαίνουσας να συμμετάσχει στη δίκη ως κύρια διάδικος. καθόσον αυτό αποκρούστηκε από τους ενάγοντες, έκρινε, παραδεκτή και νόμιμη την πρόσθετη παρέμβαση (άρθρ. 31, 68, 80, 81 και 182 ΚΠολΔ και 1-5 Ν.2166/1993), και περαιτέρω, αφού συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα, έκανε εν' μέρει δεκτή την αγωγή, επιδικάζοντας, αντίστοιχα, στους ενάγοντες τα ποσά των 8.000 και 20.000 ευρώ ως αποζημίωση πελατείας, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, και απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση. Κατά της εκκαλουμένης απόφασης παραπονούνται. αντίστοιχα, οι εκκαλούσες (εναγόμενη και προσθέτως παρεμβαίνουσα) και οι ενάγοντες - αντεκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και να καταδικασθούν οι αντίδικοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Σχετικά με τον προβαλλόμενο, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρισμό των εκκαλουσών περί αοριστίας της αγωγής, για το λόγο ότι δεν αναφέρονται σ'αυτή οι απαιτούμενες για την επιδίκαση της αιτούμενης αποζημίωσης προϋποθέσεις του άρθρου 9 του ΠΔ 219/1991 (εισφορά από τους ενάγοντες νέων πελατών και ποιων, τρόποι προαγωγής των υποθέσεων της εναγομένης. είδος και ποσότητα ωφελημάτων που διατήρησε η εναγομένη) τυγχάνει απορριπτέος, καθόσον έχει κριθεί ότι για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής επί αιτήματος αποζημίωσης πελατείας αποκλειστικού διανομέα, δεν είναι αναγκαίος, ούτε ο ονομαστικός προσδιορισμός των νέων πελατών των οποίων οι υποθέσεις προωθήθηκαν σημαντικά, ούτε το ακριβές ποσό των ωφελημάτων που διατήρησε η αντιπροσωπευόμενη-εναγόμενη μετά τη λύση της συμβάσης από τη διαμεσολαβητική δραστηριότητα της αντιπροσώπου - ενάγουσας (βλ.σχετ. AΠ 814/2019, ΑΠ 101/2018, ΑΠ 1596/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 9 του Π.Δ. 219/1991, ενόψει του ότι στο δικόγραφό της γίνεται αναφορά, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλων των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την αξίωση των εναγόντων για αποζημίωση πελατείας, ήτοι τόσο της εισφοράς νέων πελατών στο δίκτυο της εναγόμενης, όσο και της σημαντικής προαγωγής των υποθέσεων με τους ήδη υπάρχοντες πελάτες της τελευταίας, με αποτέλεσμα τη γενικότερη διεύρυνση του κύκλου των εργασιών της, όσο και της διατήρησης από την τελευταία των εν λόγω ουσιαστικών ωφελειών που προκύπτουν από τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης. καθώς και των, κατ’ έτος, προμηθειών των εναγόντων κατά την τελευταία πενταετία, με ακριβή προσδιορισμό του μέσου ετήσιου όρου των εισπραχθεισών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα αμοιβών τους (εναγόντων) με την περαιτέρω επίκληση ότι η οφειλόμενη αποζημίωση πελατείας είναι δίκαιη, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού περί αοριστίας της. ωσαύτως και του δευτέρου λόγου εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον εν λόγω ισχυρισμό ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
III. Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει ξανά την ίδια υπόθεση (αρνητική λειτουργία δεδικασμένου βλ.σχετ. Δ.Κονδύλη, Το Δεδικασμένο Κατά τον ΚΠολΔ. εκδ.2007. παρ. 12. σελ. 185) -δημιουργούν οι τελεσίδικες αποφάσεις, ήτοι οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, το οποίο, κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (βλ.σχετ. ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 1137/2006 δημ.ΝΟΜΟΣ). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ' αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ'α υτό (βλ.σχετ. ΑΠ 298/2004 δημ.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (βλ.σχετ. ΑΠ 1287/2003, ΑΠ 1425/1999 δημ.ΝΟΜΟΣ), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε (κατ' ουσίαν, βλ.σχετ. Δ.Κονδύλη. ό.π. σελ.201) ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ' αυτήν έννομη συνέπεια (θετική ενέργεια δεδικασμένου. βλ.σχετ. Δ.Κονδύλη. ό.π. σελ. 197). Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (βλ.σχετ. Ολ AΠ 10/2002. ΑΠ 1394/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ’ αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (βλ.σχετ. ΑΠ Ολ 34 1992. ΑΠ 759/2006 δημ.ΝΟΜΟΣ). Αν υπάρχει δεδικασμένο. εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση (βλ.σχετ. ΑΠ 1832/2001, ΑΠ 190/2000 δημ.ΝΟΜΟΣ) ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (βλ.σχετ. ΑΠ 226/2001 δημ.ΝΟΜΟΣ), αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (βλ.σχετ. ΑΠ 386/2000. ΑΠ 1174/1999. ΑΠ 839/1999. ΑΠ 331/1999 δημ.ΝΟΜΟΣ). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ). όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324. 332 ΚΠολΔ). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικός ζητήματα (βλ.σχετ. ΑΠ 1137/2006. ΑΠ 1366/1996 δημ.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, που αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, θεμελιουμένη στη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και στην, υπό του άρθρου 361 ΑΚ. προβλεπόμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντιστρόφως ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται. κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (βλ.σχετ. Ολ ΑΠ 16/2013, ΑΠ 191/2016, 852/2015, 165/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ). Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση, αντιδιαστέλλεται, ως προς την νομική της υφή, από εκείνη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, υποκείμενη σε ειδική νομική ρύθμιση από τις διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ενώ στα πλαίσια της λειτουργίας της συμβάσεως αποκλειστικής διαθέσεως (διανομής) ο ένας εκ των συμβαλλόμενων (ο διανομέας) ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Πλην όμως, παρά την διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών, και επί της συμβάσεως αποκλειστικής διανομής δύνανται να εφαρμοσθούν, αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τόσο οι διατάξεις του ανωτέρω Π.Δ/τος, εφόσον εναρμονίζονται προς την φύση και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αυτής συμβατικής μορφής, όσον και εκείνες περί εντολής του ΑΚ (βλ.σχετ. ΑΠ 812/1991 δημ.ΝΟΜΟΣ). υπό το πρίσμα της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος θεμελιώδους αρχής της ισότητας (βλ.σχετ. Ολ. ΑΠ 72/1987) και της αρχής της καλής πίστεως που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ. ιδίως: α) εάν ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργανώσεως του αντισυμβαλλομένου του. έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό εντάξεως στο δίκτυο διανομής, με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε υπ' όψη του όταν θέσπισε τις προστατευτικές διατάξεις της άνω Οδηγίας, β) εάν αυτός συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του. επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου, όπως ο αντιπρόσωπος, γ) εάν αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενο του, δ) εάν το πελατολόγιο του κατά τη σύμβαση είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της συμβάσεως διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο και ε) εάν γενικώς η οικονομική δράση του διανομέα και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου. Όμως, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω Π.Δ/τος "περί εμπορικών αντιπροσώπων" δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής (βλ.σχετ. ΑΠ 1112/2018. 1057/2018, AΠ 804/2015, ΑΠ 1909/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στο άρθρο 9 του ΠΔ 219/1991, ορίζονται και τα εξής: α) ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς (άρθρο 9 παρ. 1α), β) το ποσό της αποζημίωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με τον ετήσιο μέσο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, με βάση το μέσο όρο της εν λόγιο περιόδου (άρθρο 9 παρ. 1 β), γ) η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί στον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας που υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 9 παρ. 1γ), δ) ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης ή ανόρθωση ζημίας της προηγούμενης παραγράφου εάν δεν γνωστοποιήσει στον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα του (άρθρο 9 παρ. 2), ε) Η αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος δεν οφείλεται όταν ο εντολέας καταγγείλει την σύμβαση λόγιο υπαιτιότητας εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο, και όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του (άρθρο 9 παρ.3).
IV. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως (του ετέρου σκέλους αφορώντος την ουσία της υπόθεσης), οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, καθόσον παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από τις 6254/2011 και 5167/2011 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκαν μεταξύ των ιδίων διαδίκων και αφορούσαν την ίδια έννομη σχέση με αυτή που ήχθη προς κρίση με την κρινόμενη αγωγή, δεχόμενο: α) ότι οι ενάγοντες εξεύρισκαν νέους πελάτες για λογαριασμό των εκκαλουσών και προήγαγαν τις υποθέσεις τους με τους ήδη υπάρχοντες πελάτες, και β) ότι οι εν λόγω συμβάσεις που συνέδεαν του διαδίκους λύθηκαν άνευ υπαιτιότητάς των εναγόντων. Σχετικά με το λόγο αυτό της έφεσης λεκτέα τα εξής: Οι 6254/2011 και 5167/2011 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών εκδόθηκαν μεταξύ των διαδίκων της κρινόμενης αγωγής (η 6254/2011 αφορά τον πρώτο ενάγοντα. η 5167/2011 το δεύτερο), με την ίδια ιδιότητα (εναγόντων - εναγόμενης- προσθέτως παρεμβαίνουσας) επί αγωγών με αιτήματα: α) την καταβολή στους ενάγοντες της διαφοράς μεταξύ της εύλογης αμοιβής και αυτής που πράγματι τους καταβλήθηκε από την εναγομένη, δυνάμει της έννομης σχέσης που τους συνέδεε (άρθρ. 178, 179, 288, 919 ΑΚ, 2α Ν.703/1977 και 5 παρ.2 ΠΔ 219/1991) και, β) την επιδίκαση στους ενάγοντες των διαφυγόντων κερδών που απώλεσαν λόγω της άκαιρης καταγγελίας των συμβάσεων τους από την εναγομένη (άρθρο 9 ΠΔ 2191991). Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, το Δικαστήριο τούτο δεν εμποδίζεται να προχωρήσει στην εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης, ενόψει του ότι ελλείπει η προϋπόθεση της ταυτότητας της νομική αιτίας μεταξύ της ένδικης διαφοράς και των ανωτέρω- προγενέστερων-διαφορών που κρίθηκαν με τις ανωτέρω αποφάσεις. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω τελεσίδικες αποφάσεις, αφού κρίθηκε ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, απορρίφθηκε το αίτημα καταβολής της διαφοράς μεταξύ της εύλογης αμοιβής και αυτής που καταβλήθηκε στους ενάγοντες. κρίθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης, αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα έγινε απρόθεσμα και του επιδικάσθηκε αποζημίωση λόγω διαφυγόντων κερδών, ενώ αναφορικά με το δεύτερο ενάγοντα κρίθηκε ότι η σύμβαση έληξε συναινετικά απορριπτομένου του αντίστοιχου αιτήματος του. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της απόφασης, το Δικαστήριο τούτο (όπως και το Πρωτοβάθμιο) δεσμεύεται από τις κρίσεις των ανωτέρω τελεσίδικων αποφάσεων, μόνο στο βαθμό που τα εκδόντα αυτές Δικαστήρια έκριναν -επί της ουσίας- επί προδικαστικών ζητημάτων που στήριξαν την απαγγελθεΐσα από αυτά έννομη συνέπεια, και ταυτόχρονα αυτά (προδικαστικά ζητήματα) αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την κατάφαση ή μη του δικαιώματος που κατάγεται προς κρίση στη δίκη ετούτη, και συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τούτο δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους ως συμβάσεων αποκλειστικής διανομής και τις συνθήκες καταγγελίας αυτών, ζητήματα που το Δικαστήριο τούτο εμποδίζεται να επανακρίνει. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι οι συμβάσεις συνεργασίας που συνέδεαν του διαδίκους ήταν συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και λύθηκαν άνευ υπαιτιότητάς των εναγόντων. κρίσεις για τις οποίες δεσμευόταν από το δεδικασμένο που απέρρεε από τις 6254/2011 και 5167/2011 προγενέστερες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα παραπονούνται οι εκκαλούσες, ενώ, αναφορικά με την κρίση του ότι οι ενάγοντες συνέβαλαν στην επέκταση και προαγωγή των υποθέσεων της εναγόμενης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δε δεσμευόταν από αντίστοιχο δεδικασμένο, αφού οι κρίση αυτή ήταν πλεοναστική και μη αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης στα πλαίσια των δικών επί των οποίων εκδόθηκαν οι τελεσίδικες 6254/2011 και 5167/2011 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, απορριπτομένων όσων αντιθέτων υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως.
V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, την .../2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκόμισαν οι ενάγοντες. ληφθείσα κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ.σχετ. ... και .../18.4.2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών. ...). τις ... και .../23.4.2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, .... που προσκόμισε η εναγομένη. ληφθείσες κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ.σχετ. την .../11.4.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς. ...). σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ'επικλήσεως από τα διάδικα μέρη έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονται τα έγγραφα που, κατ'άρθρο 529 ΚΠολΔ, παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠOPIKH ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΏΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΣΤΙΑΣΗΣ» είναι καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «... ΤΡΟΦΙΜΑ ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΑΕ» λόγω απορρόφησης της τελευταίας από τη πρώτη, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του έτους 2006, και αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή. βιομηχανοποίηση και εμπορία γάλακτος. χυμών, γαλακτοκομικών και άλλων συναφών προϊόντων, ενώ η πρόσθετός. υπέρ αυτής, παρεμβαίνουσα. ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ και ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ» είναι ειδική διάδοχός της (μετά την άσκηση της αγωγής), κατόπιν απόσχισης του κλάδου παραγωγής και εμπορίας γαλακτοκομικών προϊόντων και ποτών της πρώτης, και εισφοράς του στην τελευταία, δυνάμει της .../23.6.2010 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών. ..., εγκριθείσας με την .../30.6.2010 απόφασης του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής που καταχωρήθηκε και δημοσιεύθηκε νόμιμα. Μεταξύ της εναγόμενης και των εναγόντων είχαν συναφθεί. την 1.5.2000 με τον πρώτο εξ αυτών και την 20.6.1989 με το δεύτερο, συμβάσεις συνεργασίας, οι οποίες, με τις 6254/2011 και 5167/2011 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις αποκλειστικής διανομής αορίστου χρόνου (διαδοχικές συμβάσεις με ταυτόσημο περιεχόμενο που ανανεώνονταν αυτομάτως), με αντικείμενο την αποκλειστική διανομή και διάθεση των προϊόντων της εναγομένης, επί των οποίων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991, κρίση που σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεσμεύει με ισχύ δεδικασμένου το Δικαστήριο τούτο. Η λειτουργία της σύμβασης είχε ως εξής: Οι ενάγοντες. διαθέτοντας την απαιτούμενη υποδομή (βοηθητικό προσωπικό, ιδιόκτητο ΙΧΦ με ισόθερμο ψυκτικό θάλαμο και ψυκτικό μηχάνημα, φορητά μηχανογραφικά και ηλεκτρονικά μέσα), την οποία απέκτησαν και συντηρούσαν με δικές τους δαπάνες (όροι II. 5 και 6 της σύμβασης), παραλάμβαναν κάθε πρωί το ΙΧΦ όχημά τους από τις εγκαταστάσεις της εναγόμενης, όπου το είχαν σταθμεύσει την προηγούμενη ημέρα, προκειμένου να φορτωθεί με τις ημερήσιες παραγγελίες, και διένειμαν — διέθεταν τα προϊόντα της τελευταίας στα προκαθορισμένα σημεία πώλησης, αυστηρά, εντός της προκαθορισμένης, για έκαστο αυτών, περιοχής. Κατά τη συμφωνία των διαδίκων, τα οχήματα των εναγόντων έφεραν τα χρώματα και σήματα της εναγομένης, ενώ οι ίδιοι διένειμαν στα σημεία πώλησης το αντίστοιχο διαφημιστικό υλικό και φρόντιζαν για τη σωστή τοποθέτησή του (όροι II 1.3 και 5 της σύμβασης). Η εναγομένη εξέδιδε για τα προϊόντα που παραλάμβαναν οι ενάγοντες κάθε πρωί, πιστωτικό τιμολόγιο στο όνομα των τελευταίων, ενώ η ίδια καθόριζε την αξία μεταπώλησής τους (όρος 111.6 της σύμβασης). Τα σημεία πώλησης αφορούσαν, είτε μικρές επιχειρήσεις (φούρνοι, περίπτερα, mini markets κ.α.). είτε πολυκαταστήματα και super markets, στα οποία οι ενάγοντες μεταπωλούσαν τα προϊόντα στο όνομα και για λογαριασμό τους, έναντι προμήθειας (αμοιβής) που ανέρχονταν σε ποσοστό 6.2% (και 6.7% το έτος 2008) υπολογιζόμενης επί της αξίας των προϊόντων. Σε περίπτωση που πετύχαιναν τον ετήσιο στόχο πωλήσεων που έθετε η εναγομένη έπαιρναν πρόσθετη αμοιβή με τη μορφή bonus (όρος II 1.6 της σύμβασης). Οι ενάγοντες είχαν υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να εξαντλούν τις παραγγελίες τους και να τηρούν απαρέγκλιτα την οικονομική πολιτική της εναγομένης, ενώ οι όποιες πιστώσεις ή εκπτώσεις χορηγούσαν στους πελάτες της περιοχής τους, όπως και τυχόν επιστροφές προϊόντων, βάρυναν αποκλειστικά τους ίδιους (όρος III. 5 της σύμβασης). Μετά το πέρας της διανομής οι ενάγοντες επέστρεφαν στις εγκαταστάσεις της εναγομένης. οπότε, της κατέβαλαν την αξία των προϊόντων που είχαν πωλήσει, αφού αφαιρούσαν το ποσό που αντιστοιχούσε στην κατά τα άνω αμοιβή τους, και ποσοστό που παρακρατούσε η εναγομένη για την κάλυψη τυχόν κυρίων (πχ. τίμημα προϊόντων), παρεπομένων (πχ. επισκευές οχήματος) ή εμμέσων (πχ. ασφαλιστικές εισφορές) υποχρεώσεων των εναγόντων (όρος IV. 2 της σύμβασης). Οι ενάγοντες είχαν εφοδιάσει τα ΙΧΦ οχήματα τους με φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, προσβάσιμο στην εναγομένη, στον οποίο ήταν καταχωρημένο το πελατολόγιο στο οποίο έπρεπε να διανείμουν τα προϊόντα (όρος VII 6 της σύμβασης). Επιπρόσθετα, δεσμεύονταν, εντός της περιοχής της οποίας τους είχε ανατεθεί, να μη συνεργάζονται με ανταγωνιστές της εναγομένης, τόσο κατά τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης, όσο και για περίοδο ενός έτους από τη λήξη της (όρος IIK11 της σύμβασης). Με τις ανώτερο) συμβάσεις οι ενάγοντες είχαν ρητά αναγνωρίσει ότι οι πελάτες που εξυπηρετούσαν ανήκουν στην εναγομένη και θα παρέμειναν σε αυτή, ακόμη και μετά τη λύση της σύμβασης, ενώ οι η τελευταία είχε δικαίωμα να προσθέτει και αφαιρεί πελάτες ή να αλλάζει την περιοχή διάθεσης των προϊόντων κατά βούληση (όροι II.9 και III.2 της σύμβασης). Κατά τα ανωτέρω, ήταν ιδιαίτερα έντονη η εξάρτηση των εναγόντων από την εναγομένη και αυτοί είχαν ενταχθεί στο σύστημα της εμπορικής της οργάνωσης. Περαιτέρω. με ισχύ δεδικασμένου που. σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο, κρίθηκε με τις 6254/2011 και 5167/2011 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, ότι η καταγγελία της σύμβασης του πρώτου ενάγοντα από την εναγομένη έλαβε χώρα άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο (βλ.σχετ. φύλλο 34 της 6254/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών), ενώ ως προς το δεύτερο ενάγοντα (κρίθηκε) ότι η σύμβασή του με την εναγομένη λύθηκε συναινετικά (βλ.σχετ. φύλλο 19 της 5167/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δε συντρέχει στην εξεταζόμενη περίπτωση, η αρνητική προϋπόθεση της παρ. 3 του ΠΔ 219/1991, κατά την οποία η αποζημίωση πελατείας δεν οφείλεται όταν η σύμβαση καταγγελθεί λόγω υπαιτιότητας του διανομέα, οι δε, ενάγοντες, με τις από 3.10.2008 και από 17.4.2008, αντίστοιχα, εξώδικες δηλώσεις τους γνωστοποίησαν εμπρόθεσμα στην εναγομένη, εντός της αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 9 παρ.2 του ΠΔ 219/1991, ότι προτίθενται να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί, ότι δεν ασκεί νόμιμη επιρροή στη δίκη, το γεγονός ότι η 6254/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναιρέθηκε με την 101/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, εκδοθείσας επί αναιρέσεως που άσκησαν οι εδώ εκκαλούσες κατ' αυτής, καθόσον αυτή (απόφαση) αναιρέθηκε εν μέρει. μόνο ως προς τον τρόπο υπολογισμού των διαφυγόντων κερδών των αναιρεσιβλήτων και όχι ως προς τις λοιπές κρίσεις της. μεταξύ των οποίων και όσες ενδιαφέρουν τη δίκη ετούτη οι οποίες παραμένουν σε ισχύ (χαρακτηρισμός της σύμβασης ως αποκλειστικής διανομής και λόγος καταγγελίας της), απορριπτομένων όσων αντιθέτων επικαλούνται οι εκκαλούσες στον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Περαιτέρω, πέρα και ανεξάρτητα από τη συμβατική δέσμευση των εναγόντων ότι οι πελάτες στους οποίους διένειμαν τα προϊόντα της εναγομένης είναι, κατά την έναρξη της σύμβασης και παραμένουν μετά τη λήξη αυτής, πελάτες της τελευταίας, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες δεν εισέφεραν στην τελευταία νέους πελάτες, ούτε προήγαγαν σημαντικά τις υποθέσεις της με τους υπάρχοντες για τους παρακάτω λόγους: Η εναγομένη (με την εκάστοτε επωνυμία και εταιρική μορφή) δραστηριοποιείται στο χώρο της γαλακτοβιομηχανίας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και τα προϊόντα της είναι προϊόντα φήμης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα πλαίσια της επιχειρηματικής της οργάνωσης, η περιοχή που εξυπηρετούσαν οι ενάγοντες ήταν για τον καθένα- αυστηρά προκαθορισμένη από την εναγομένη, όπως και τα ακριβή σημεία πώλησης, ήτοι το πελατολόγιο τους, στο οποίο η εναγομένη είχε ανά πάσα στιγμή πρόσβαση με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω. Ειδικότερα, με τους πελάτες που έκαναν το μεγαλύτερο τζίρο (super markets) η εναγομένη συνήπτε απευθείας συμβάσεις, χωρίς να υφίσταται περιθώριο για τους ενάγοντες να επηρεάσουν, θετικά ή αρνητικά, τις εν λόγια συμφωνίες, όπως άλλωστε παραδέχθηκε και ο μάρτυρας τους (εναγόντων) στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ.σελ. 31 των πρακτικών). Αλλά και με τα σημεία λιανική πώλησης (retail) αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, για την προώθηση και προαγωγή των πιολήσεων και εν γένει των υποθέσεών της. διέθετε την κατάλληλη υποδομή και προσωπικό (τμήμα πωλήσεων -marketing, επιθεωρητές πωλήσεων), συνεργαζόμενη και με τρίτα πρόσωπα (merchandisers: οργανωτές σημείου πώλησης, βλ.σχετ. κατάθεση μάρτυρα εναγομένης. σελ.40 των πρακτικών), τα οποία ήταν επιφορτισμένα ειδικά με το ανωτέρω έργο. Αλλά και με τα σημεία λιανικής πώλησης, στην περίπτωση που κάποιος καταστηματάρχης προσέγγιζε το διανομέα για την έναρξη συνεργασίας με την εναγομένη. αυτός (διανομέας) τον παρέπεμπε στο αντίστοιχο τμήμα αυτής και δε συνήπτε ο ίδιος τη σχετική σύμβαση. Αποδείχθηκε επίσης, ότι οι ενάγοντες, σε κάθε περίπτωση, δεν είχαν στην πράξη τη δυνατότητα να προωθήσουν τις πωλήσεις της εναγομένης, δεδομένου ότι η επαφή τους με τα σημεία πώλησης ήταν χρονικά πολύ περιορισμένη στην απαραίτητη συναλλαγή (πώληση - παράδοση), λόγω του ευπαθούς χαρακτήρα των προϊόντων που μετέφεραν και του αυστηρού χρονοδιαγράμματος που έπρεπε να τηρήσουν, ώστε να ολοκληρώσουν επιτυχώς τη διανομή. Ούτε, εξάλλου, οι ενάγοντες επικαλέσθηκαν συγκεκριμένους πελάτες που συνεισέφεραν με πρωτοβουλία τους στην πελατεία της εναγομένης. ούτε τον τρόπο που τους προσέλκυσαν, σε δε, επανειλημμένη ερώτηση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο μάρτυράς τους, ο οποίος είχε και ο ίδιος την ιδιότητα του (πρώην) διανομέα της εναγομένης, τίποτα συγκεκριμένο δεν κατέθεσε για τον τρόπο προσέλκυσης πελατών από τους ενάγοντες, αλλά περιορίσθηκε να αποδώσει αυτή (προσέλκυση - προαγωγή), αορίστως, στις καλές διαπροσωπικές σχέσεις των διανομέων με τους πελάτες, που, ενίοτε, κατέληγαν και σε δημιουργία συγγενικών σχέσεων (γάμοι-κουμπαριές). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι οι ενάγοντες δε δικαιούνται την αιτούμενη αποζημίωση πελατείας, αφού δεν αποδείχθηκε ότι εισέφεραν νέους πελάτες στην εναγομένη, ούτε προήγαγαν σημαντικά τις υποθέσεις της με τους ήδη υπάρχοντες, κατ'αυτό δε, έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης ποσά ως αποζημίωση πελατείας, και πρέπει αυτή να εξαφανισθεί, καθισταμένου δεκτού του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου εφέσεως, με το οποίο οι εκκαλούσες βάλλουν κατά των ουσιαστικών παραδοχών της (εκκαλουμένης). Κατόπιν τούτων, παρέλκει η έρευνα του ισχυρισμού των εκκαλουσών (που περιλαμβάνεται στο δεύτερο λόγο εφέσεως) περί λανθασμένου υπολογισμού της επιδικασθείσας αποζημίωσης από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και του τρίτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ένσταση συμψηφισμού απαίτησής τους από τον τηρούμενο, μεταξύ της εναγομένης και του πρώτου ενάγοντα, αλληλόχρεο λογαριασμό, ο οποίος, ούτως ή άλλως, ορθά απορρίφθηκε ως αόριστος από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον για το ορισμένο της ένστασης του συμψηφισμού ανταπαίτησης από αλληλόχρεο λογαριασμό πρέπει να αναφέρονται το κλείσιμο του λογαριασμού ή η λήξη με άλλο προβλεπόμενο στη σύμβαση τρόπο της έννομης σχέσης του αλληλόχρεου λογαριασμού και το χρεωστικό κατάλοιπο που προκύπτει σε βάρος του οφειλέτη από την αντιπαραβολή των χρεοπιστωτικών κονδυλίων κινήσεως του λογαριασμού (βλ.σχετ. ΑΠ 1748/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 1416/2019 δημ.ΝΟΜΟΣ), περιστατικά που δεν επικαλέσθηκε η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ομοίως, μετά την, κατά τα ανωτέρω, απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου της αντέφεσης, με τον οποίο οι ενάγοντες - αντεφεσίβλητοι παραπονούνται για το ύψος της επιδικασθείσας σε αυτούς, με την εκκαλουμένη απόφαση, αποζημίωσης. Τέλος, απορριπτέο ως αλυσιτελές τυγχάνει το αίτημα των αντεκαλούντων για επίδειξη από την εναγομένη (άρθρ. 450, 451 ΚΠολΔ) των καταστάσεων πελατείας με τους αντίστοιχους τζίρους κάθε πελάτη κατά την έναρξη της συνεργασίας τους και κατά το έτος 2003, αίτημα που απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της αντέφεσης, αφού η ικανοποίησή του δε θα ασκήσει καμία επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση, ενόψει του η αποδοχή του προϋποθέτει την ουσιαστική διάγνωση της βασιμότητας του αγωγικού δικαιώματος.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, προκύπτει, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας εσφαλμένα τις αποδείξεις έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, γι’ αυτό, καθισταμένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης, κατά το μέρος αυτού που οι εκκαλούσες στρέφονται κατά της ουσιαστικής κρίσης της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει κρινόμενη η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να απορριφθεί η αντέφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αγωγή (άρθρα 535 παρ 1. 536 παρ.2 ΚΠολΔ) και να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση. Τα δικαστικά έξοδα των εκκαλουσών (εναγομένης και προσθέτως παρεμβαίνουσας) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, να επιβληθοΐίν σε βάρος των εναγόντων - εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 182, 183. 191 παρ 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέβαλαν (άρθρ.495 παρ.3 Κ ΠολΔ), ενώ δε θα επιβληθεί δικαστική δαπάνη σε βάρος των αντεκαλούντων για την απόρριψη της αντέφεσης, καθόσον δεν προέκυψε ότι οι αντεφεσίβλητες υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουσή της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις από 30-4-2015 έφεση και από 26-3-2018 αντέφεση κατά της 5832/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την αντέφεση και απορρίπτει αυτή στην ουσία.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσία την από 30-4-2015 έφεση κατά της 5832/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5832/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 13.5.2010 αγωγή και την από 11.10.2010 πρόσθετη παρέμβαση .
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την πρόσθετη παρέμβαση
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εκκαλουσών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγόντων - εφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει, αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα-εφεσίβλητο σε τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ και αναφορικά με το δεύτερο ενάγοντα - εφεσίβλητο σε τρείς χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου στις εκκαλούσες.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί του δικηγόροι, στις 3 Απριλίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα