Αριθμός 922/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «......» και τον διακριτικό τίτλο «... Α .Ε.», η οποία εδρεύει στο ... με την ιδιότητα του ειδικού εκκαθαριστή του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «..... ....», με έδρα την ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ορισθείσας ως ειδικού εκκαθαριστή δυνάμει της υπ' αριθμ. .../4-4-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 2) Κ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 3) Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., 4) Π. Δ. του Ι., κατοίκου ...., 5) Α. Δ. συζύγου Π., κατοίκου ...., 6) Κ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 7) Δ. Μ. Ν., κατοίκου ... ..., 8) Κ. Β. του Ι., κατοίκου ..., 9) Α. Β. του Κ., κατοίκου ..., 10) Χ. Π. του Σ., κατοίκου ..., 11) Β. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 12) Μ.Π. του Χ., κατοίκου ..., 13) Γ. Π. του Χ., κατοίκου ..., 14) Π. Μ. του Σ., κατοίκου ..., για τον εαυτό της ατομικά και για το ανήλικο τέκνο της, Σ. Π. του Σ., 15) Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., για τον εαυτό του ατομικά και για το ανήλικο τέκνο του, Σ. Π. του Σ., 16) Γ. Π. του Σ., κατοίκου ..., 17) Μ. Λ. του Θ., κατοίκου ....., 18) Θ. Λ. του Μ., κατοίκου ..., 19) Δ. Δ. του Θ., κατοίκου ..., 20) Α. Δ. συζ. Δ., κατοίκου ....., 21) Γ. Π. του Α., κατοίκου ..., 22) Α. Α. του Κ., κατοίκου ..., 23) Η. Π. του Γ., κατοίκου ..., 24) Π. Γ. του Ν., κατοίκου ..., 25) Ν. Γ. του Π., κατοίκου ..., 26) Δ. Γ. του Π., κατοίκου ..., 27) Σ. Μ. του Α., κατοίκου ..., 28) Α. του Γ., κατοίκου ..., 29) Α. Α. του Ι., κατοίκου ..., 30) Ι. Μ. του Α., κατοίκου ..., 31) Θ. Κ. του Ν., κατοίκου ....., 32) Ε. Μ. του Δ., κατοίκου ..., για τον εαυτό της ατομικά και για το ανήλικο τέκνο αυτής, Μ. - Ε. Τ. του Π., 33) Π. Τ. του Ν., κατοίκου ..., για τον εαυτό του ατομικά και για το ανήλικο τέκνο αυτού, Μ. - Ε. Τ. του Π., 34) Ν. Τ. του Π. Κατοίκου ..., 35) Π. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 36) Α. Κ. του Π., κατοίκου ... ..., 37) Χ. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 38) Ε. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 39) Ε. Α. του Μ., κατοίκου ... ..., 40) Α. Μ. του Ε., κατοίκου ... ..., 41) Σ. Σ. του Β., κατοίκου ... ..., 42) Σ. Β. του Ι., κατοίκου ... ..., 43) Β. Α. του Α., κατοίκου ... ..., 44) Π. συζ. Α. Κ., κατοίκου ... ..., 45) Α. Κ. του Ι., κατοίκου ... ..., 46) Ι. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 47) Β. Π. του Μ., κατοίκου ..., 48) Α. Μ. του Α., κατοίκου ... ..., 49) Δ. Γ. του Κ., κατοίκου ... ..., 50) Ι. Γ. του Α., κατοίκου ... ..., 51) Β. Γ. του Β., κατοίκου ... ..., 52) Σ. Γ. του Α., κατοίκου .... ...., 53) Β. Α. του Ν., κατοίκου ..., 54) Γ. Α. του Ι., κατοίκου ..., 55) Β. Τ. του Κ., κατοίκου ..., 56) Ε. Τ. του Γ., κατοίκου ... ..., 57) Θ. Π. του Β., κατοίκου ... ..., 58) Β. Ρ., του Ε. κατοίκου ... ..., 59) Ε. Ρ. του Π., κατοίκου ... ..., 60) Ν. Μ. του Α., κατοίκου ..., 61) Α. συζ. Ν. Μ., το γένος Ε. Μ., κατοίκου ..., 62) Γ. Κ. του Δ., κατοίκου ... ..., 63) Σ. Κ. του Δ., κατοίκου ... ..., 64) Γ. Τ. του Ι., κατοίκου ... ..., οδός ....., 65) Π. Κ. του Ε., κατοίκου ... ..., 66) Ε. Α. του Β., κατοίκου ..., 67) Σ. συζ. Ε. Α., κατοίκου ..., 68) Δ. Α. του Ε., κατοίκου ..., 69) Μ. Α. του Ε., κατοίκου ..., 70) Δ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., 71) Ζ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 72) Δ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 73) Α. συζ. Δ. Κ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., 74) Κ. Π. του Θ., κατοίκου ... ..., 75) Α. συζ. Κ. Π., το γένος Μ. Θ., κατοίκου ... ..., 76) Σ... Π. του Κ., κατοίκου ... ..., 77) Γ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 78) Ι. Π. του Γ., κατοίκου ..., 79) Θ. Ε. του Α., κατοίκου ... ..., 80) Π. Ε. συζ. Α., κατοίκου ... ..., 81) Α. Ε. του Π., κατοίκου ... ..., 82) Ε. Τ. του Δ., κατοίκου ... ..., 83) Γ. Τ. του Α., κατοίκου ... ..., 84) Π. Τ. του Α., κατοίκου ... ..., 85) Σ. Γ. κατοίκου ..., 86) Δ. Γ. του Δ., κατοίκου ..., 87) Μ. Ν. συζ. Κ. Ζ., κατοίκου ..., 88) Κ. Ζ. του Σ., κατοίκου ..., 89) Ι. Τ. του Ν., κατοίκου ... ..., ενεργώντας ατομικά για τον εαυτό της αλλά και για το ανήλικο τέκνο της Ε. Ρ. του Γ., 90) Γ. Ρ. του Δ., κατοίκου ... ..., ενεργώντας ατομικά για τον εαυτό του αλλά και για το ανήλικο τέκνο του, Ε. Ρ. του Γ., 91) Α. Φ. του Κ., κατοίκου ... ..., 92) Ε. συζ. Α. Φ., κατοίκου ... ..., 93) Α. Φ. του Α., Κατοίκου ... ..., 94) Η. Σ. του Α., κατοίκου ..., 95) Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., 96) Ι. Χ. του Β., κατοίκου ..., 97) Μ. Λ. - Χ., του Τ., κατοίκου ..., 98) Ο. Χ. του Ι., κατοίκου ..., 99) Χ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., 100) Α. Ε. του Κ., κατοίκου ... ..., 101) Ε. συζ. Α. Ε., κατοίκου ... ..., 102) Α. Κ. του Ι., κατοίκου ... ..., 103) Ι. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 104) Π. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 105) Α. συζ. Α. Κ., κατοίκου ... ..., 106) Μ. Κ. του Ν., κατοίκου ... ..., 107) Ε. Κ. του Ν., κατοίκου ... ..., 108) Ν. Τ. του Α., κατοίκου ... ..., 109) Σ. Τ. συζ. Ν., κατοίκου ... ..., 110) Θ. Κ. Η., κατοίκου ... ..., 111) Δ. Κ. συζ. Θ., κατοίκου ... ..., 112) Β. Τ. του Ν., κατοίκου ... ..., ενεργώντας ατομικά για τον εαυτό της αλλά και την ανήλικη θυγατέρα αυτής, Χ. Τ. του Δ., 113) Ε. Τ. του Γ., κάτοικος ... ..., 114) Ε. Τ. του Κ., συζ. Γ. Τ., ενεργώντας ατομικά αλλά και για λογαριασμό του ανήλικου υιού της Ε. Τ. του Γ., κατοίκου .... ..., 115) Π. Τ. του Κ., κατοίκου ... .... 116) Χ. Κ. του Κ., κατοίκου ... ..., 117) Σ. Τ. του Θ. συζ. Χ. Κ., κατοίκου ... .... 118) Δ. Τ. του Λ., κατοίκου ... ..., ενεργώντας ατομικά για τον εαυτό του αλλά και για την ανήλικη θυγατέρα αυτού, Χ. Τ. του Δ., 119) Χ. Τ. του Δ., συζ. Λ. Τ., κατοίκου ... ..., 120) Ζ. Κ. του Ε., κατοίκου ... ..., 121) Ά. συζ. Ζ. Κ., το γένος Κ. Χ., κατοίκου ... ..., 122) Χ. Κ. του Ζ., κατοίκου ... ..., οδός ... 123) Μ. Δ. συζ. Α., κατοίκου ... ..., 124) Μ. Δ. του Α., κατοίκου ... ..., 125) Ι. Β. του Ξ., κατοίκου ... ..., 126) Ξ. Β. του Ι., κατοίκου ... ..., 127) Β. Β. του Σ., κατοίκου ... ..., 128) Σ. Β. του Ξ., κατοίκου ... ..., 129) Γ. Δ. του Ι., κατοίκου ... ..., 130) Α. Δ. του Α. συζ. Γ. Δ., κατοίκου ... ..., 131) Τ. Δ. του Γ., κάτοικου ... .... 132)·Ι. Δ. του Γ., κατοίκου ... ..., 133) Π. Τ. του Χ., κατοίκου ... ... ..., 134) Χ. Τ. του Π., κατοίκου ... ... ..., 135) Α. Τ. του Π., συζ. Β. Ν., κατοίκου ... ... ..., 136) Θ. Γ. του Α., κατοίκου ... ..., 137) Π. συζ. Θ. Γ., κατοίκου ... ..., 138) Π. Π. του Τ., κατοίκου ... ... ..., ενεργώντας ατομικά αλλά και για τα ανήλικα τέκνα αυτού, Ε. Π. και Β. Π., 139) Δ. συζ. Π. Π., το γένος Δ. Ρ., κατοίκου ... ... .... 140) Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ...ς, 141) Μ. Κ. του Μ., κατοίκου ..., 142) Ά. Κ. του Ε., κατοίκου ..., 143) Α. Τ. του Ε., κατοίκου ..., 144) Ρ. Τ. συζ. Ε., κατοίκου ..., 145) Α. Τ. του Ε., κατοίκου ..., 146) Ε. Τ. του Α., κατοίκου ..., 147) Κ. Κ. του Μ. χήρας Β. Κ., κατοίκου ... ..., 148) Α. Κ. του Β., κατοίκου ... ..., 149) Ε. Κ. του Β., κατοίκου ... ..., 150) Α. Μ. του Μ., κατοίκου Α. Χ. ..., 151) Α. Μ. του Μ., κατοίκου Α. Χ. ..., 152) Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., 153) Ά. Π. του Α., κατοίκου ..., 154) Μ. Η. του Α., κατοίκου ... ..., 155) Χ. Η. συζ. Α., κατοίκου ... ..., 156) Θ. Η. του Α., κατοίκου ... ..., 157) Ν. Β. του Α., κατοίκου ..., 158) Α. Β. του Σ., κατοίκου ..., 159) Σ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., 160) Ι. Χ. συζύγου Η., κατοίκου ..., 161) Μ. Κ., συζύγου Θ., κατοίκου ..., 162) Φ. Π. του Σ., κατοίκου ... του Δήμου ... ...., 163) Δ. Π. του Φ. συζ. Φ. Π., κατοίκου ... του Δήμου ... ..., 164) Γ. Ν. του Α., κατοίκου ..., 165) Α. Ν. του Γ., κατοίκου ..., 166) Χ. Ν. συζ. Α., κατοίκου ..., 167) Γ. Κ. του Α., κατοίκου ... ..., 168) Ό. συζ. Γ. Κ., το γένος Τ. Γ., κατοίκου ... ..., 169) Ο. Γ. του Ν., κατοίκου ..., 170) Ε. συζ. Ο. Γ., το γένος Γ. Γ., κατοίκου ..., 171) Δ. Ν. του Α., κατοίκου .... ..., 172) Α. Ν. του Γ., κατοίκου ..., 173) Κ. Μ. του Θ., κατοίκου ..., 174) Κ. Μ. του Β., κατοίκου ..., 175) Β. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 176) Ε. Κ., συζύγου Β., κατοίκου .... Οι 10ος, 106η και 107ος αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ενώ άπαντες οι λοιποί αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Μπαλατσούκο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι οι 28ος, 29η, 36ος, 38η, 45ος, 70ος, 80η, 81ος, 86η, 111ος, 136ος, 144η, 158ος και 161η αναιρεσίβλητοι απεβίωσαν και κληρονομήθηκαν από τους νόμιμους κληρονόμους τους, οι οποίοι αναφέρονται στις από 15-2-2024 προτάσεις τους ενώπιον του Αρείου Πάγου, συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και κληρονομούνται από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Των προσθέτως παρεμβάντων και ήδη αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Τ. του Ι., κατοίκου ..., 2) Ε. Τ. του Χ., κατοίκου ..., 3) Ι. Σ. του Κ., κατοίκου ..., 4) Γ. Μ. του Π., κατοίκου Α. Χ. Δήμου ... 5) Π. Μ. του Γ., κατοίκου Α. Χ. Δήμου ... 6) Π. Χ. του Ε., κατοίκου ... .... 7) Κ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., 8) Φ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., 9) Χ. Κ. Π., κατοίκου ... 10) Μ. Θ., κατοίκου ..., 11) Κ. Τ. του Ν., κατοίκου ..., 12) Ι. Χ. του Κ., κατοίκου ..., 13) Θ. Τ. του Λ., κατοίκου ..., 14) Σ. Ψ. του Κ., κατοίκου ..., 15) Ι. Τ. του Α., κατοίκου ..., 16) Γ. Τ. του Α., κατοίκου ..., 17) Χ. Κ. του Δ., κατοίκου ... Δήμου ... 18) Σ. Δ. του Μ., κατοίκου ..., 19) Ι. Π. του Χ., κατοίκου ..., 20) Χ. Λ. του Ε., κατοίκου ..., 21) Δ. Ζ. του Ι., κατοίκου ..., 22) Ι. Μ. του Ε., κατοίκου ... Δήμου ... 23) Ε. Μ. του Σ., κατοίκου ... Δήμου ... 24) Κ. Μ. του Θ., κατοίκου ..., 25) Α. Σ. του Β., κατοίκου ..., 26) Ι. Κ. του Δ., κατοίκου ..., 27) Ε. Μ. του Α., κατοίκου Α. Χ. Δήμου ... 28) Α. Μ. του Δ., κατοίκου Α. Χ. Δήμου ... 29) Α. Μ. του Α., κατοίκου ..., 30) Μ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., 31) Θ. -Γ. του Α., κατοίκου ... Δήμου ... 32) Η. Σ. του Α., κατοίκου ... Δήμου ... 33) Ε. Κ. του Δ., κατοίκου ..., 34) Χ. Δ. του Γ., κατοίκου ..., 35) Κ. Μ. του Π., κατοίκου ... Δήμου ... 36) Α. Μ. του Π., κατοίκου ... Δήμου ... 37) Ν. Μ. του Π., κατοίκου ... Δήμου ... 38) Τ. Μ. του Π., κατοίκου ... Δήμου ... 39) Κ. Τ. του Α., κατοίκου ..., 40) Γ. Γ. του Π., κατοίκου ..., 41) Π. Γ. του Γ., κατοίκου ..., και 42) Ι. Μ. του Ν., κατοίκου ... Δ. ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Κοινοποιουμένη προς: 1) νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «..... ......» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «... ….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Του προσθέτως υπέρ της αναιρεσείουσας παρεμβαίνοντος: νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Τσαντίνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-12-2014 και με αριθμό κατάθεσης …./2014 ανακοπή, την από 30-12-2014 και με αριθμό κατάθεσης …/30-12-2014 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε άσκηση παρέμβασης και τις ασκηθείσες προφορικά στο ακροατήριο πρόσθετες παρεμβάσεις που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο ... και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 74/2015 του ίδιου Δικαστηρίου, 40/2017 μη οριστική 23/2021 οριστική του Τριμελούς Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-12-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 23/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ..., κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ): Με την από 8-12-2014 ανακοπή τους από το άρθρο 92 του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), οι ανακόπτοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ανέφεραν ότι διατηρούσαν προθεσμιακές καταθέσεις στην καθ' ης η ανακοπή-αναιρεσείουσα «....», η οποία τέθηκε υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν. 3601/2007 με την .../8-12-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, και ότι με την .../8-12-2013 απόφαση της ίδιας Επιτροπής, που εκδόθηκε βάσει των διατάξεων των άρθρων 68 § 1 περ. στ' και 63Δ του ν. 3601/2007, ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεώθηκε να μεταβιβάσει στην τραπεζική εταιρία «... Τράπεζα Α.Ε.», μεταξύ άλλων και τις απαιτήσεις των πελατών της υπό εκκαθάριση Τράπεζας, που προέρχονταν από προθεσμιακές καταθέσεις, πλην όμως δεν μεταβίβασε τις ένδικες απαιτήσεις των ανακοπτόντων, αρνούμενος τον ως άνω χαρακτήρα τους. Ζήτησαν δε να γίνει επαλήθευση των πιστώσεών τους και να γίνουν δεκτοί στη διαδικασία της εκκαθάρισης. Η ανακοπή έγινε δεκτή με την 74/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ...ς, με την οποία αναγνωρίστηκαν οι ανακόπτοντες πιστωτές της ειδικής εκκαθάρισης για το κεφάλαιο των απαιτήσεών τους πλέον νομίμων τόκων έως την εξόφληση. Η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής και εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη 23/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ..., με την οποία οι αναιρεσίβλητοι αναγνωρίστηκαν πτωχευτικοί πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση για τις ένδικες απαιτήσεις τους, ατόκως.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (Α.Π. 1329/2017, Α.Π. 611/2013, Α.Π. 1171/2012). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 § 1 και 215 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 § 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (Α.Π. 267/2021, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 86/2018, Α.Π. 1736/2017). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 215 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 ν. 4335/2015, και 81 § 1 του ίδιου Κώδικα και όπως συνάγεται από τη διάρθρωση του πραγματικού αυτών, η επέλευση των συνεπειών της άσκησης τόσο της αγωγής, όσο και της παρέμβασης, εξαρτάται από την ενέργεια και των δύο επί μέρους διαδικαστικών πράξεων, λαμβανομένων σε ενότητα, ώστε η έλλειψη της επίδοσης να συνιστά έλλειψη όρου του υποστατού αυτών. Γι' αυτό, όταν δεν έχει γίνει επίδοση της αγωγής ή της παρέμβασης, τότε η άσκηση αυτών δεν επιφέρει τα αποτελέσματά της και η έλλειψη αυτή λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο είτε κατ' ένσταση είτε αυτεπαγγέλτως, δεν υπάρχει δε τρόπος θεραπείας της έλλειψης παρά μόνο με την ενέργεια της ελλείπουσας επίδοσης, μέσα την νόμιμη προθεσμία, διότι άλλως το ένδικο βοήθημα θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, όπως ρητά ορίζει πλέον τη συνέπεια αυτή για την αγωγή (άρα κατά παραπομπή και για την παρέμβαση) το νέο άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ (Α.Π. 456/2023, Α.Π. 1350/2022, Α.Π. 267/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, το εδρεύον στην Αθήνα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «... το οποίο ιδρύθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3864/2010 με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και την αποτελεσματική διάθεση των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που κατέχει σε πιστωτικά ιδρύματα, και, με τη διάταξη του άρθρου 16Β § 15 του ως άνω ν. 3864/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της διαδοχικά με τα άρθρα 9 ν. 4051/2012 και 16 § 5 ν. 4224/2013, κατέστη υπόχρεο να καταβάλει κάθε ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει το Τ.Ε.Κ.Ε. κατά την παράγραφο 13 του άρθρου 63Δ και την παράγραφο 7 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες έχουν γεννηθεί κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 3864/2010 (21-7-2010) ή θα γεννηθούν μέχρι την 31-12-2014, και συγκεκριμένα για την καταβολή της διαφοράς της αξίας των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που μεταβιβάζονται από πιστωτικό ίδρυμα, στα πλαίσια της λήψης μέτρων εξυγίανσης αυτού, σε έτερο πιστωτικό ίδρυμα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τις διατάξεις του άρθρου 63Δ ν. 3601/2007, και συνεπώς νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πρόσθετης παρέμβασης για να αποτραπεί ο κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων του (Ταμείου) από τις αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης, δεδομένου ότι με την αναγνώριση των αναιρεσίβλητων ως πιστωτών της εκκαθάρισης αυξάνει το καταβλητέο από το παρεμβαίνον παθητικό της αναιρεσείουσας Τράπεζας, που μεταβιβάστηκε στην ... Τράπεζα στα πλαίσια του άρθρου 63Δ του άνω νόμου με την .../8-12-2013 (Φ.Ε.Κ. ... Β’/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ασκεί δύο πρόσθετες παρεμβάσεις με ισάριθμα ιδιαίτερα δικόγραφα, και συγκεκριμένα την από 4-12-2023 (αρ. κατ. …/11-12-2023) παρέμβαση και την από 5-12-2023 (αρ. κατ. …/14-12-2023) παρέμβασή του. Η δεύτερη από τις ανωτέρω παρεμβάσεις, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της ορισθείσας με σύντμηση προθεσμίας των σαράντα ημερών, στην αναιρεσείουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο κατ' άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ των αναιρεσίβλητων Σ. Μ., όπως προκύπτει από την .../21-12-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου ... Κ. Φ. και την .../22-12-2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο ... Κ.Π., αντίστοιχα, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ' άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ, και πρέπει ως εκ τούτου να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναιρέσεως κατ' άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ. Αντιθέτως η πρώτη παρέμβαση, η οποία δεν κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα, ούτε τους αναιρεσίβλητους, αφού το παρεμβαίνον δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει τις σχετικές εκθέσεις επιδόσεως, ούτε η αναιρεσείουσα και οι αναιρεσίβλητοι προσκομίζουν αντίγραφο της ως άνω παρέμβασης, που επιδόθηκε σε αυτούς, και συνεπώς δεν ολοκληρώθηκε η άσκησή της, πρέπει κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, "αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί." Στην προκειμένη περίπτωση, από τις .../18-1-2023 και .../25-1-2023 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ... Ε. Ν., τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, που επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για όλους τους αναιρεσίβλητους στους πληρεξουσίους δικηγόρους και αντικλήτους τους (άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ) Σ. Μ. και Ζ. Β., αντίστοιχα. Εφόσον, συνεπώς, οι δέκατος (10ος), εκατοστή έκτη (106η) και εκατοστός έβδομος (107ος) αναιρεσίβλητοι Χ. Π., Μ. Κ. και Ε. Κ. δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά του πινακίου, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 § 1, 96 § 1, 104, 105 και 576 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια με πληρεξούσιο δικηγόρο, διοριζόμενο με τον τύπο που ορίζει ο νόμος. Επομένως, αν κατά τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης ο πληρεξούσιος διαδίκου εμφανίζεται στο δικαστήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, την οποία αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός δεν μετέχει νομίμως στη δίκη και θεωρείται δικονομικώς απών (Α.Π. 1936/2022, Α.Π. 536/2020, Α.Π. 1556/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενδέκατη (11η), δωδέκατη (12η) και δέκατη τρίτη (13η) αναιρεσίβλητες Β. Κ., Μ. Π. και Γ. Π. παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Σπυρίδωνος Μπαλατσούκου χωρίς να καταθέσουν προτάσεις, αλλά δεν προσκομίζουν συμβολαιογραφική πράξη, από την οποία να προκύπτει η παροχή πληρεξουσιότητας στον ανωτέρω δικηγόρο για τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπως απαιτείται κατ' άρθρο 96 § 3 ΚΠολΔ. Επομένως, δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος και, εφόσον κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση επιδόσεως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους. Εξάλλου, η ύπαρξη της καθιερούμενης με το άρθρο 62 εδ. α' ΚΠολΔ διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας διαδίκου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης κατ' άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα και σε περίπτωση έλλειψής της το ένδικο μέσο ή βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο (Α.Π. 1873/2022, Α.Π. 870/2013, Α.Π. 2109/2009), ενώ κατά το άρθρο 64 § 1 ΚΠολΔ όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους εκπροσώπους τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η πεντηκοστή πέμπτη (55η) αναιρεσίβλητη Β. Τ. του Κ. γεννήθηκε την 19-12-2009 και είναι ανήλικη, όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο .../29-12-2023 πληρεξούσιο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ... Θ. Π., με το οποίο η πληρεξουσιότητα για την παρούσα δίκη προς τον δικηγόρο Σ. Μ. χορηγήθηκε από τους γονείς της Κ. Τ. και Θ. Α. υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων της. Εφόσον, συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εναντίον της ανήλικης προσωπικά και όχι εναντίον των ανωτέρω ως εκπροσώπων της, όπως έπρεπε κατ' άρθρα 1510 § 1 Α.Κ. και 64 § 1 ΚΠολΔ, η δε ανήλικη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις ιδίω ονόματι και όχι εκπροσωπούμενη ως άνω, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως, καθό μέρος στρέφεται εναντίον της, να απορριφθεί κατ' αυτεπάγγελτο έλεγχο ως απαράδεκτη.
Με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 § 1 του ν. 3601/2007, κατά την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στις προβλεπόμενες από αυτήν περιπτώσεις, εκδόθηκε η .../8-12-2013 (Φ.Ε.Κ. ... Β’/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «....» τέθηκε υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν. 3601/2007 και ορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής. Στο ανωτέρω άρθρο του 68 ν. 3601/2007, που καταργήθηκε με το άρθρο 166 § 1 του ν. 4261/2014, αλλά, όπως ορίζει η μεταβατική διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου αυτού, οι κανονιστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν με βάση τις διατάξεις του ν. 3601/2007 από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου 4261/2014 ή του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες, ορίζεται ότι: "1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α’ 94) και του άρθρου 63Ε: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ` αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. ... στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 63Ε. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 63Δ εφαρμόζονται ανάλογα. ...». Κατά το άρθρο 63Δ του ίδιου νόμου, "1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις. 2. Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να μεταβιβάσει τα προσδιοριζόμενα στην απόφαση μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία παραχρήμα και σε κάθε περίπτωση προ της έναρξης της επόμενης εργάσιμης ημέρας. ... 3. Το προς η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί με πρότερη έγγραφη δήλωση του προς την Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. ... 4. Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. ... Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15. ... 13. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α. το Σκέλος Καταθέσεων του ΤΕΚΕ καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β. το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ καταβάλλει το επιπλέον ποσό. Τα δύο τρίτα του ως άνω ποσού της διαφοράς καταβάλλονται με τον προσωρινό καθορισμό αυτού σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται με τον οριστικό καθορισμό του κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4. ..." Aπό την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 68 ν. 3601/2007 και την ταυτόσημη με αυτήν διάταξη του άρθρου 145 ν. 4261/2014 προκύπτει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν κηρύσσονται σε πτώχευση, αλλά μπορούν να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού, ο οποίος επιδιώκεται με καθέναν από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθάρισης και της πτώχευσης, που συνίσταται στην μεν πρώτη στην ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, με επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής και την ικανοποίηση των πιστωτών, ανάλογα με το ύψος των απαιτήσεών τους κατά του πιστωτικού ιδρύματος, στην δε δεύτερη στην ικανοποίηση των πιστωτών με δική τους πρωτοβουλία, όχι μόνο με την ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού, αλλά και με άλλα μέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης, άρθρα 107 και 99 Πτ.Κ.) ικανοποίησης αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρμογή επί της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 145 ν. 4261/2014, μόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα, οι οποίες δεν αντίκεινται στον επιδιωκόμενο με αυτήν (ειδική εκκαθάριση) σκοπό (Α.Π. 939/2023, Α.Π. 1261/2022). Περαιτέρω, κατ' εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης του άρθρου 68 § 1 περ. στ' ν. 3601/2007 εκδόθηκε η .../8-12-2013 (Φ.Ε.Κ. ... Β’/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία υποχρεώθηκε ο ειδικός εκκαθαριστής της Συνεταιριστικής Τράπεζας ... να μεταβιβάσει αμέσως στην τραπεζική εταιρία «... Τράπεζα Α.Ε.», μεταξύ άλλων, και τις απαιτήσεις τρίτων για καταβολή του κεφαλαίου από συμβάσεις προθεσμιακών καταθέσεων, καθώς και των δεδουλευμένων τόκων τους έως την ανάκληση της αδείας. Εν συνεχεία εκδόθηκαν α) βάσει της εξουσιοδότησης του άρθρου 63Δ § 13 ν. 3601/2007, η …/8-12-2013 (Φ.Ε.Κ. ... Β’/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τ.τ.Ε., με την οποία καθορίστηκε προσωρινά η διαφορά της αξίας μεταξύ των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού της Συνεταιριστικής Τράπεζας, που μεταβιβάστηκαν στην ... Τράπεζα, στο ποσό των 82.022.016 ευρώ, και β) βάσει της εξουσιοδότησης της νέας, ταυτόσημης με την ανωτέρω, διάταξης του άρθρου 141 § 4 ν. 4261/2014, η …/14-7-2014 (Φ.Ε.Κ. … Β’/14-7-2014) απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τ.τ.Ε., με την οποία καθορίστηκε οριστικά η διαφορά της αξίας παθητικού και ενεργητικού σε 95.244.475 ευρώ. Η άνω 17/14-7-2014 απόφαση ακυρώθηκε με την 1713/2020 απόφαση του Σ.τ.Ε. και εκδόθηκε η …/27-1-2021 (Φ.Ε.Κ. … Β’/27-1-2021) απόφαση της Επιτροπής, με το ίδιο περιεχόμενο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 92 του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), ο οποίος καταργήθηκε με το ν. 4738/2020, όμως κατά το άρθρο 265 § 1 αυτού οι εκκρεμείς διαδικασίες κατά την έναρξη ισχύος του, όπως είναι η επίδικη, εξελίσσονται σύμφωνα με εκείνον, και όπως το ανωτέρω άρθρο ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 1 του ν. 4446/2016, κατά το άρθρο 13 § 2 του οποίου οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του, "1. Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54. 2. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου, καλείται δε στη σχετική δίκη και η επιτροπή των πιστωτών. Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί από τον εισηγητή. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σε αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά από τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη Διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακόπτοντα, αλλά φυλάσσεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μετά την αναγνώριση της απαίτησης, ο ανακόπτων δικαιούται να ζητήσει από τον εισηγητή, να προαφαιρέσει από τα ποσά που δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί τα μερίσματα που του αναλογούν από τις προηγηθείσες διανομές." Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο Πτωχευτικός Κώδικας προέβλεψε δυνατότητα επαλήθευσης των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών, που δεν ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους, απευθείας από το πτωχευτικό δικαστήριο, με ανακοπή τους που στρέφεται κατά του συνδίκου, χωρίς δηλαδή να μεσολαβήσει η διαδικασία του άρθρου 93 Πτ.Κ., και τούτο χάριν της ταχύτερης διεκπεραίωσης αυτής. Κατά τη διαδικασία αυτή το πτωχευτικό δικαστήριο, με βάση τα προβαλλόμενα και αποδεικνυόμενα από τον ανακόπτοντα πιστωτή στοιχεία, αφού λάβει υπόψη και τις τυχόν αντιρρήσεις του συνδίκου, θα αποφανθεί για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης και για το τυχόν προνόμιο ή την εμπράγματη εξασφάλισή της, ώστε ο πιστωτής να μετάσχει στο εξής στις διαδικασίες της πτώχευσης και ιδίως στους πίνακες διανομής του προϊόντος της περιουσίας του πτωχού που ρευστοποιήθηκε, οι οποίοι συντάσσονται από τον σύνδικο της πτώχευσης, με βάση τις κατά του πτωχού επαληθευθείσες απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών, όπως ορίζεται στα άρθρα 153 επ. Πτ.Κ. Αντικείμενο της ανακοπής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (Α.Π. 939/2023, Α.Π. 555/2023, Α.Π. 134/2023). Επίσης, κατά το άρθρο 179 του ν. 3588/2007, "οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και Ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά." Τέτοια ειδική ρύθμιση, που να αποκλείει τη συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του Πτ.Κ., και ειδικότερα της διάταξης του άρθρου 92 αυτού, δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 68 ν. 3601/2007 και την ταυτόσημη του άρθρου 145 ν. 4261/2014, αλλά ούτε και από την .../8-12-2013 απόφαση της Επιτροπής της Τ.τ.Ε., συνεπώς η διάταξη του άρθρου 92, η οποία δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με την ειδική εκκαθάριση σκοπό, εφαρμόζεται ευθέως και στην περίπτωση αυτή (Α.Π. 939/2023). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006). Κατά δε το εδ. β' της ίδιας ως άνω διάταξης, λόγος αναιρέσεως για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύεται αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν από το δικαστήριο για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων, που αποτέλεσαν τις παραδοχές του ουσιαστικού δικαστηρίου, και όχι όταν χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεως ή ερμηνεία δικαιοπραξίας. Δηλαδή κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήτοι τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι σ' αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι, όπως προεκτέθηκε, όταν παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή της ουσίας της υπόθεσης (Α.Π. 805/2020, Α.Π. 905/2018, Α.Π. 43/2013). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.Α.Π. 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π. 18/08, Ολ.Α.Π. 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π. 50/2020, Α.Π. 1075/2019, Α.Π. 708/2017, Α.Π. 667/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της από 16-4-1995 ιδρυτικής συνέλευσης ιδρύθηκε αμιγώς πιστωτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία "Πιστωτικός Αναπτυξιακός Συνεταιρισμός Ν. ... - ΣΥΝ.ΠΕ" ... Με τη με αριθ. …/20-9-2000 απόφαση της η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) χορήγησε στον συνεταιρισμό άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος υπό τη μορφή του πιστωτικού συνεταιρισμού του Ν. 1667/1986 (ΦΕΚ Α’ 217/11-10-2000) και με τη με αριθ. …/30-9-2008 απόφαση της ΕΤΠΘ αποφασίστηκε η τροποποίηση επωνυμίας του συνεταιρισμού σε «… ...». Με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του, στους σκοπούς του ως άνω συνεταιρισμού περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, "η αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων», οι "συναλλαγές για λογαριασμό των μελών του σε κινητές αξίες», η "διαχείριση χαρτοφυλακίου" και η διενέργεια "δευτερευουσών Τραπεζικών εργασιών διαμεσολαβητικού χαρακτήρα». Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του κατά τα έτη 2011 - 2013 το ως άνω πιστωτικό ίδρυμα απευθύνθηκε στο αποταμιευτικό κοινό της περιοχής Δ. Μακεδονίας για την προσέλκυση καταθετικών κεφαλαίων με τη μορφή "ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ" και εξέδωσε τίτλους με την ένδειξη "Προθεσμιακή Κατάθεση" και συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης και ημερομηνία λήξης (διάρκειας από 6 έως 12 μήνες). Έκαστος τίτλος αντιστοιχούσε σε "συνολικό ποσό επένδυσης», τμήμα του οποίου χαρακτηρίζεται ως "ποσό προθεσμιακής κατάθεσης», ενώ το υπόλοιπο χαρακτηρίζεται ως "αξία συνεταιριστικών μερίδων». Η απόδοση του προϊόντος συνίσταται στους "τόκους της προθεσμιακής κατάθεσης προ φόρου" και, μετά την παρακράτηση του οφειλόμενου φόρου, στο "καθαρό ποσό τόκων», το οποίο σε άλλο σημείο αναφέρεται ως "συνολική καθαρή απόδοση». Ως "αξία συνεταιριστικών μερίδων», "αξία μερίδων κατά τη λήξη», "αξία εξαργύρωσης συνεταιριστικών μερίδων" και "αξία διάθεσης συνεταιριστικών μερίδων" αναφέρεται σταθερό ποσό, προβλέπεται δηλαδή η απόδοση, κατά τη λήξη της "επένδυσης», της αξίας των "μερίδων" στην ονομαστική αξία που είχαν κατά τον χρόνο της έναρξης του προγράμματος. Επί του τίτλου δε αναγράφονται τα εξής: "Προϋποθέσεις και όροι επενδυτικού προγράμματος: Το επενδυτικό προϊόν αποτελείται 1. Κατά ποσοστό 90%/80%/50% του επενδυόμενου ποσού προθεσμιακή κατάθεση και καλύπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΤΕΚΕ (Ν. 3746/2009), και 2. κατά ποσοστό 10%/20%/50%, επένδυση στο κεφάλαιο της Τράπεζας. Η συνολική καθαρή απόδοση του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος είναι εγγυημένη από την Τράπεζα και θα αποδοθεί μαζί με το επενδυόμενο κεφάλαιο στην προαναφερόμενη ημερομηνία λήξης. Πρόωρη λήξη του επενδυτικού προγράμματος: Σε περίπτωση πρόωρης ολικής ή μερικής ανάληψης είτε της προθεσμιακής κατάθεσης είτε των συνεταιριστικών μερίδων παύει να ισχύει το επενδυτικό πρόγραμμα και ισχύουν τα ακόλουθα: 1. Δεν παρακρατείται ποινή για την προθεσμιακή κατάθεση και το ποσό εκτοκίζεται με το επιτόκιο προθεσμιακής κατάθεσης αντίστοιχου χρονικού διαστήματος, όπως αυτό δημοσιεύεται στον Τύπο, βάσει υποχρέωσής μας προς την ΤτΕ. 2. Η Αξία εξαγοράς των συνεταιριστικών μερίδων θα είναι ίση με την αξία που κατέβαλε o Επενδυτής κατά την έναρξη του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος». Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι κατέθεσαν τα αναφερόμενα στην ανακοπή ποσά, λαμβάνοντας έντυπη απόδειξη κατάθεσης με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Ωστόσο, με την απόφαση .../8-12-2013 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ .../8-12-2013) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «….. ....», τέθηκε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα σε ειδική εκκαθάριση και διορίσθηκε ειδικός εκκαθαριστής του η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ε. & Γ. (ΕΛΛΑΣ) Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές A.E.», αντικατασταθείσα πριν από την άσκηση της κρινόμενης έφεσης από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... Ανώνυμη [Εταιρία], Ειδικός Εκκαθαριστής Πιστωτικών Ιδρυμάτων" και το διακριτικό τίτλο «... Α.Ε" [αναιρεσείουσα] ... ορισθείσα δυνάμει της με αριθ. .../4-4-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών Και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ …/5-4-2016). Η ανάκληση έλαβε χώρα, λόγω της ανεπάρκειας των ίδιων κεφαλαίων του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος. Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν και δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης (ΕΜΕ) της Τράπεζας της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων η .../8-12-2013 και η …/8-12-2013. Με την πρώτη από αυτές (.../8-12-2013) υποχρεώθηκε o ειδικός εκκαθαριστής να μεταβιβάσει στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" περιουσιακά στοιχεία της ως άνω συνεταιριστικής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των καταθέσεων των πελατών (και όχι μόνον των εγγυημένων από το ΤΕΚΕ), διότι κρίθηκε ότι "δεδομένης της παρούσας δυσμενούς δημοσιονομικής και οικονομικής συγκυρίας στην Ελλάδα, η εμπιστοσύνη των καταθετών στη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα κλονιζόταν από την αδυναμία πρόσβασης στις καταθέσεις τους, ιδίως δε από την προστασία μόνον του εγγυημένου μέρους των καταθέσεων διά της παραπομπής των καταθετών στη διαδικασία αποζημίωσης του ΤΕΚΕ. Η απώλεια του μη καλυπτόμενου κατά τον Ν. 3746/2009 μέρους των καταθέσεων πελατείας, εκτιμώμενου ύψους ευρώ 14.709.969, πρέπει για αυτούς τους λόγους να αποφευχθεί" (βλ. άρθρα 63Δ παρ. 4 και 68 παρ. 1 του Ν. 360112007). Υποχρεώθηκε δε o ειδικός εκκαθαριστής, ενόψει τούτων, στην μεταβίβαση. εκτός των άλλων, αφενός α) "του συνόλου των συμβατικών σχέσεων από συμβάσεις ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού ταμιευτηρίου, όψεως, τρεχούμενου ή/και άλλου συναφούς με αυτούς λογαριασμού που καταρτίστηκαν μεταξύ του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και τρίτων (και ιδίως) να μεταβιβάσει τις απαιτήσεις των δικαιούχων των λογαριασμών για καταβολή κεφαλαίου και τόκων σύμφωνα με τους όρους των οικείων συμβάσεων" και αφετέρου β) "των απαιτήσεων τρίτων για καταβολή κεφαλαίου και δεδουλευμένων τόκων, έως την ανάκληση της αδείας, από συμβάσεις προθεσμιακών καταθέσεων». Περαιτέρω, με την δεύτερη από τις μνημονευόμενες αποφάσεις της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (…/8-12-2013) καθορίσθηκε η διαφορά μεταξύ της προσωρινά αποτιμηθείσας αξίας των μεταβιβαζόμενων, κατά τα ανωτέρω, στοιχείων παθητικού και της προσωρινά, επίσης, αποτιμηθείσας αξίας των ομοίως μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού στο ποσό των 82.022.016 ευρώ, το οποίο ορίσθηκε ότι θα καταβληθεί από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" σύμφωνα με το άρθρο 63Δ παρ. 13 του N. 3601/2007, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Επίσης, με τη με αριθ. …/8-12-2013 απόφαση της ΕΜΕ καθορίσθηκε το ύψος του ανταλλάγματος που όφειλε να καταβάλει η ανάδοχος «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" στην υπό εκκαθάριση Συνεταιριστική Τράπεζα στο ποσό των 1.731.534 ευρώ. Τέλος, με τη με αριθ. …/14-7-2014 απόφαση της ΕΜΕ, εκδοθείσα κατ' εφαρμογή των άρθρων 139 επ. του Ν. 4261/2014, ιδίως του άρθρου 141 παρ. 13 του N. 4261/2014 (πρώην άρθρο 63Δ (13) του N. 3601/2007), έγινε o οριστικός καθορισμός της διαφοράς αξίας μεταξύ στοιχείων παθητικού και στοιχείων ενεργητικού, που μεταβιβάστηκαν από την υπό ειδική εκκαθάριση Συνεταιριστική Τράπεζα, σύμφωνα και με την από 10-6-2014 έκθεση αποτίμησης της εταιρίας ... στο ποσό των 95.244.475 ευρώ. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, η οποία αναρτήθηκε από τον εκκαθαριστή στο διαδικτυακό τόπο της Συνεταιριστικής Τράπεζας στις 6-10-2014, οι εφεσίβλητοι [αναιρεσίβλητοι] διαπίστωσαν ότι σχετικά με το προϊόν υπό τον τίτλο "ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ" «... το ποσό που αντιστοιχούσε στην προθεσμιακή κατάθεση είχε ήδη μεταφερθεί στην ... ΤΡΑΠΕΖΑ, ενώ για τις απαιτήσεις αναφορικά με το ποσό που αποτελούσε επένδυση στο κεφάλαιο της Συνεταιριστικής (δηλ. έφερε τον τίτλο "αξία συνεταιριστικών μεριδίων») θα εφαρμόζονταν οι κείμενες διατάξεις της τραπεζικής και πτωχευτικής νομοθεσίας που διέπουν την Ειδική Εκκαθάριση Πιστωτικών Ιδρυμάτων», ότι δηλαδή οι απαιτήσεις τους που υπήχθησαν στο σκέλος που έφερε τον τίτλο "αξία συνεταιριστικών μερίδων" εξαιρέθηκαν από το σύνολο των λοιπών καταθέσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» και διασώθηκαν στο σύνολό τους ανεξαρτήτως ορίου. Ισχυριζόμενοι ότι και οι απαιτήσεις τους αυτές δεν αποτελούσαν επένδυση στο κεφάλαιο της Τράπεζας. αλλά συνιστούσαν καταθέσεις που θα έπρεπε να μεταβιβασθούν στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», οι νυν εφεσίβλητοι άσκησαν τη με αριθ. κατάθ. …/8-12-2014 πτωχευτική ανακοπή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ενώ οι προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες άσκησαν την από 11-11-2014 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της απόφασης …/14-7-2014 της ΕΜΕ της ΤτΕ, με την οποία καθορίσθηκε οριστικά η διαφορά αξίας μεταξύ στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που είχαν μεταβιβασθεί από την ίδια Αρχή με την .../8-12-2013 από το ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα «....» στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ AE». Επί της ως άνω αίτησης ακύρωσης εκδόθηκε η 1713/2020 απόφαση του ΣτΕ (Τμήμα Δ’), η οποία έκρινε ότι "από το με ημερομηνία 30.6.2014 πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποτελεί το αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης, προκύπτει ότι η Εποπτική Αρχή απέβλεψε, για τον νομικό χαρακτηρισμό του κρίσιμου μέρους του επίμαχου προϊόντος, κυρίως στην μεταχείριση που του επεφύλασσε η Συνεταιριστική Τράπεζα ... και ότι ανεξαρτήτως του ότι η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης πράξης πάσχει, διότι περιέχει μεν την διαπίστωση ότι "οι συμμετέχοντες στο (επίδικο) "πρόγραμμα" αναφέρονταν στο μεριδολόγιο της Συνεταιριστικής Τράπεζας, χωρίς, όμως, να βεβαιώνεται ή να προκύπτει ότι η εγγραφή των ανωτέρω στο μεριδολόγιο είχε διενεργηθεί δυνάμει των επίμαχων τίτλων ή αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ήδη αποκτήσει προηγουμένως, με την αγορά ή την μεταβίβαση άλλων μερίδων, την ιδιότητα των συνεταίρων, πάντως τα όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος έσφαλαν εν προκειμένω, διότι δεν κατέληξαν, όπως έπρεπε, στην κρίση ότι πρόκειται για "αγορά συνεταιριστικών μερίδων" ενόψει του συνόλου των χαρακτηριστικών του προϊόντος (συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της ορισμένης διάρκειάς του, της εγγυημένης απόδοσής του και της διάθεσής του χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση σχετικού ενημερωτικού δελτίου, όπως προκύπτει καταρχήν από τα στοιχεία του φακέλου». Για τον λόγο αυτό ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος της που προσβλήθηκε με την αίτηση ακύρωσης και ανέπεμψε την υπόθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος ... Κατόπιν της έκδοσης της ως άνω απόφασης του ΣτΕ εκδόθηκε η απόφαση …/27-1-2021 της ΕΜΕ της ΤτΕ (ΦΕΚ … Β’/27-1-2021) "Οριστικός Καθορισμός της διαφοράς αξίας μεταξύ στοιχείων παθητικού και στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «....» στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." με την απόφαση ΕΜΕ .../8.12.2013». Η εν λόγω απόφαση λήφθηκε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σ' αυτήν, βάσει όλων των στοιχείων που είχαν τεθεί υπόψη της ΕΜΕ κατά το παρελθόν, καθώς και ... Σύμφωνα με αυτήν α) η διαφορά μεταξύ της αξίας των μεταβιβασθέντων στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." στοιχείων παθητικού του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την «....» και της αξίας των μεταβιβασθέντων στοιχείων του ενεργητικού καθορίζεται οριστικά στο ποσό των 95.244.475 ευρώ και β) το ΤΧΣ νομίμως κατέβαλε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" το ποσό της διαφοράς αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, μετά την αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 141 Ν. 4261/2014, ποσού 54.681.344 ευρώ, όπως είχε καθορισθεί με την …/8-12-2013 απόφαση της ΕΜΕ. Ωστόσο, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο και τους όρους του το επίμαχο "επενδυτικό προϊόν" είναι συγκεκριμένης διάρκειας, έχει δηλαδή ημερομηνία έναρξης και λήξης, ποσοστό 90%/80%/50% του συνόλου της επένδυσης διατίθεται κατά την ημερομηνία έναρξης για τη δημιουργία προθεσμιακής κατάθεσης και ποσοστό 10%/20%/50% αντιστοίχως του εναπομείναντος συνόλου επενδύεται κατά την ημερομηνία έναρξης στο κεφάλαιο της Τράπεζας με τη μορφή της αγοράς συνεταιριστικών μερίδων, ενώ κατά την ημερομηνία λήξης αποδίδεται στον πελάτη: α) το κεφάλαιο που διατέθηκε για τη δημιουργία της προθεσμιακής κατάθεσης προσαυξημένο κατά το συμφωνηθέν επιτόκιο (3,40%) αφαιρουμένων των αναλογούντων φόρων και του ποσού παρακράτησης και β) η αξία των συνεταιριστικών μερίδων που αποκτήθηκαν κατά την ημερομηνία έναρξης του προγράμματος. Σημειώνεται δε ότι η αξία εξαργύρωσης των συνεταιριστικών μερίδων είναι ίση με την αξία απόκτησής τους, δηλαδή το κέρδος του προγράμματος εντοπίζεται μόνο στο συμφωνηθέν επιτόκιο της προθεσμιακής κατάθεσης. Επιπλέον, σε περίπτωση πρόωρης λήξης του προγράμματος, δηλαδή σε περίπτωση που είτε αναληφθεί το κεφάλαιο της προθεσμιακής κατάθεσης είτε οι συνεταιριστικές μερίδες, το πρόγραμμα παύει αυτοδικαίως στο σύνολό του και ισχύουν τα εξής: α) για την προθεσμιακή κατάθεση δεν παρακρατείται ποινή και το ποσό εκτοκίζεται με το επιτόκιο προθεσμιακής κατάθεσης αντίστοιχου χρονικού διαστήματος, όπως αυτό δημοσιεύεται στον τύπο, και β) η αξία εξαγοράς νέων συνεταιριστικών μερίδων θα είναι ίση με την αξία που κατέβαλε ο επενδυτής κατά την έναρξη του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό του ανωτέρω προϊόντος, που απέκτησαν οι εφεσίβλητοι με την κατάθεση των προαναφερθέντων ποσών στην Τράπεζα είναι ότι αυτοί, ως πελάτες της Τράπεζας, κατέθεσαν χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με τον όρο ότι θα αναλάβουν ολόκληρο το κεφάλαιο, εν μέρει άτοκο και εν μέρει προσαυξημένο κατά το συμφωνηθέν και ελευθέρως διαπραγματεύσιμο επιτόκιο, με το πέρας της συμβατικά προβλεφθείσας προθεσμίας, γίνεται δε αναφορά σε "αξία μερίδων κατά τη λήξη», η οποία είναι ίδια με την "αξία μερίδων κατά την έναρξη», ενώ αναφέρεται ρητά ότι η απόδοση της "επένδυσης" είναι εγγυημένη από την Τράπεζα και ότι, και σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, "η αξία εξαγοράς των συνεταιριστικών μερίδων θα είναι ίση με την αξία που κατέβαλε o επενδυτής κατά την έναρξη». Εξάλλου, η εταιρική συμμετοχή αναφέρεται μόνο σε γενικές και χωρίς συγκεκριμένο δικαιοπρακτικό περιεχόμενο για το μέσο κοινωνό δηλώσεις, όπως "συνεταίρος-επενδυτής», "αριθμός συνεταιριστικών μεριδίων" (χωρίς να αναφέρεται o αύξων αριθμός και η ονομαστική αξία αυτών), χωρίς επίσης να αναφέρεται και ο περιορισμός της εγγύησης του ΤΕΚΕ σε μέρος μόνο του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πρόκειται για τραπεζικό καταθετικά προϊόν με εγγυημένο επιστρεπτέο κεφάλαιο, οι δε εφεσίβλητοι, όταν προέβησαν στην απόκτηση των ως άνω καταθετικών προϊόντων, είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν αναλαμβάνουν κάποιον επενδυτικό κίνδυνο και ότι πρόκειται για κατάθεση την οποία θα είχαν τη δυνατότητα να ανακτήσουν σε πρώτη ζήτηση.... Επίσης, δεν τηρήθηκε εκ μέρους της πρώην…. ….. ΣΥΝ.Π.Ε. η απαραίτητη διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 1667/1986 και του Καταστατικού της για την απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Συγκεκριμένα: α) δεν είχε προηγηθεί απόφαση αρμόδιου οργάνου της Τράπεζας για την "αύξηση κεφαλαίου», τον αριθμό, την ονομαστική αξία και την αξία διάθεσης των μερίδων που θα διατίθεντο στο κοινό, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ούτε για το ποσό της υπεραξίας της συνεταιριστικής μερίδας, όπως απαιτείται στο άρθρο 23 του Καταστατικού της Τράπεζας, β) δεν είχε καταβληθεί η αναλογούσα στις συνεταιριστικές μερίδες υπεραξία, όπως ορίζει το Καταστατικό του Συνεταιρισμού στο άρθρο 22 παρ. 4β, ούτε είχε προηγηθεί σύνταξη και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, γ) δεν υπήρξε ενημέρωση έντυπου ή ηλεκτρονικού Μητρώου μελών του Συνεταιρισμού, όπως ορίζει το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 1667/1986 και οι φερόμενες ως αποκτηθείσες "συνεταιριστικές μερίδες" ήταν εξαργυρωτέες σε εκ των προτέρων συμφωνημένη ημερομηνία και εκ των προτέρων προσδιορισθείσα αξία και όχι σε ημερομηνίες και αξίες που θα ίσχυαν σε περίπτωση απόκτησης εταιρικών μερίδων, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 7 και 4 παρ. 3 του Ν. 1667/1986 και 7 παρ. 2 του Καταστατικού. Εξάλλου, μολονότι οι εφεσίβλητοι αναγράφονταν στο μητρώο μελών της Συνεταιριστικής Τράπεζας ως «μεριδιούχοι», δεν αποδείχθηκε ότι η εγγραφή των ανωτέρω στο μεριδολόγιο είχε διενεργηθεί δυνάμει των επίμαχων τίτλων ή αν αυτοί είχαν ήδη αποκτήσει προηγουμένως, με την αγορά ή την μεταβίβαση άλλων μερίδων, την ιδιότητα των συνεταίρων. Περαιτέρω. δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε συμμετοχή των συνεταιριστικών μερίδων σε κέρδη, ενώ δεν συμφωνήθηκε ούτε η επιστροφή αυτούσιων των μερίδων ούτε η καταβολή της ονομαστικής αξίας τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 9 Ν. 1667/1986, αλλά αντίθετα συμφωνήθηκε να επιστραφεί το ίδιο το ποσό της αρχικής κατάθεσης, χωρίς οποιαδήποτε αυξομείωση. Κατά συνέπεια, το επίδικο σύνθετο προϊόν έχει στο σύνολό του χαρακτήρα προθεσμιακής κατάθεσης, έντοκης κατά ένα μέρος και άτοκης ως προς το μέρος που φέρεται να αντιστοιχεί σε συνεταιριστικές μερίδες, ενώ πουθενά στο έγγραφο της "Προθεσμιακής Κατάθεσης" δεν γίνεται μνεία περί ύπαρξης κινδύνου ή απώλειας έστω και ελάχιστου ποσού της αρχικής κατάθεσης ... Ο καταθετικός δε χαρακτήρας του ως άνω προϊόντος στο σύνολό του συνεπάγεται ότι αυτό θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση Τράπεζας που μεταβιβάστηκαν στην «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», πράγμα που ωστόσο δεν συνέβη ούτε με τις αρχικές αποφάσεις (…/8-12-2013 και …/14-7-2014) της ΕΜΕ της ΤτΕ ούτε με την πρόσφατη (…/27-1-2021), εκδοθείσα κατόπιν της 1713/2020 απόφασης του ΣτΕ. με συνέπεια τα επίμαχα ποσά, εφόσον δεν αποτελούν "ίδια κεφάλαια" της υπό εκκαθάριση Τράπεζας, να πρέπει εν τέλει να συμπεριληφθούν στην περιουσία της εκκαθάρισης, από την οποία θα ικανοποιηθούν οι πιστωτές που αναγγέλθηκαν με βάση τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και τον Κανονισμό Ειδικής Εκκαθάρισης, όπως εν προκειμένω οι εφεσίβλητοι. O ισχυρισμός του ειδικού εκκαθαριστή ότι τα επίδικα ποσά αφορούν επενδυτικό προϊόν, γεγονός υπέρ του οποίου συνηγορεί και το υψηλότερο - σε σχέση με τα τότε ισχύοντα στις απλές προθεσμιακές καταθέσεις της ως άνω Συνεταιριστικής Τράπεζας, αλλά και άλλων συστημικών τραπεζών - συμφωνημένο επιτόκιο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η διαφορά μεταξύ του συμφωνημένου επιτοκίου της επίδικης κατάθεσης και των λοιπών απλών προθεσμιακών καταθέσεων αφενός δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε εξ αυτού του στοιχείου και μόνο να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός των επίδικων ποσών ως επενδυτικού προϊόντος, αφετέρου οφείλεται στο ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων ήταν κατά την κρίσιμη περίοδο ελευθέρως διαπραγματεύσιμα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προαναφερόμενη …/27-1-2021 απόφαση της ΕΜΕ της TTE, εκδοθείσα κατόπιν της 1713/2020 οριστικής απόφασης του ΣΤΕ, η οποία - σημειωτέον -, χωρίς να έχει συμμορφωθεί στην τελευταία ως προς την επάρκεια της αιτιολογίας αναφορικά με το χαρακτηρισμό του επίμαχου καταθετικού προϊόντος, έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με τις αρχικές αποφάσεις (…/8-12-2013 και …/14-7-2014). Κι αυτό διότι, όπως προεκτέθηκε, η …/14-7-2014 απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, ακυρώθηκε κατά το προσβληθέν μέρος της με την ως άνω απόφαση του ΣτΕ, με αποτέλεσμα την αναδρομική ανατροπή των αποτελεσμάτων της, όσον αφορά τα επίμαχα καταθετικά προϊόντα, ενώ η νέα …/27-1-2021 απόφαση της ΕΜΕ, αποτελεί διαφορετική εκτελεστή διοικητική πράξη με καινούριο περιεχόμενο, που παράγει έννομα αποτελέσματα από την έκδοσή της στις 27-1-2021 και εφεξής, χωρίς να έχει αναδρομική ισχύ, συνεπώς μπορεί να αντιταχθεί σε νέα πτωχευτική διαδικασία και όχι στην παρούσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που, δεχόμενο εν μέρει την ανακοπή, αναγνώρισε τους ανακόπτοντες πτωχευτικούς πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση της «…. ….. ΣΥΝ.Π.Ε." ως προς τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη ποσά για καθέναν από αυτούς (σημειωτέον ότι το ύψος των απαιτήσεων ουδόλως αμφισβητείται από την εκκαλούσα), ώστε εφεξής καθένας από αυτούς να δικαιούται να λάβει μέρος στη διανομή της περιουσίας της ως άνω τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης Τράπεζας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, με συνέπεια όλα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με την έφεση να πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ωστόσο, με το να δεχθεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις των εφεσιβλήτων είναι έντοκες, η εκκαλουμένη έσφαλε, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του ΠτΚ, ο οποίος εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά το άρθρο 1 του Κανονισμού Ειδικής Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων (απόφαση 21/4-11-2011 της ΕΠΑΘ της ΕΤΕ) και το άρθρο 179 ΠτΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, από τη θέση του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση (στις 8-12-2013), οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους, εν προκειμένω δε η απαίτηση των εφεσιβλήτων δεν εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη 74/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ...ς, δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή και αναγνώρισε τους αναιρεσίβλητους πτωχευτικούς πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση της Συνεταιριστικής Τράπεζας ... ως προς τα αιτούμενα από έκαστο χρηματικά ποσά ατόκως.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή το ως άνω αναφερόμενο σύνθετο προϊόν με τον τίτλο "Προθεσμιακή Κατάθεση», στο οποίο μετείχαν οι αναιρεσίβλητοι, δεν αποτελεί εν μέρει προθεσμιακή κατάθεση και εν μέρει επένδυση σε συνεταιριστικές μερίδες της Τράπεζας, αλλά έχει στο σύνολό του χαρακτήρα προθεσμιακής κατάθεσης, έντοκης κατά ένα μέρος και άτοκης ως προς το μέρος που φέρεται να αντιστοιχεί σε συνεταιριστικές μερίδες, και, άρα, οι επίδικες αμφισβητούμενες απαιτήσεις των αναιρεσίβλητων πρέπει να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της εκκαθάρισης, Α) δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 63Β και 63Δ του ν. 3601/2007 και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 145 και 145B του ν. 4261/2014, καθώς και την κανονιστική .../8-12-2013 διάταξη της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού ήσαν εφαρμοστέες στην προκείμενη υπόθεση και, επίσης, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις κανονιστικές 14/8/8-12-2013, 17/1/14-7-2014 και 46/1/27-1-2021 αποφάσεις της ίδιας Επιτροπής, οι οποίες δεν τύγχαναν εν προκειμένω εφαρμογής, και Β) δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 §§ 3 και 7 του ν. 1667/1986 "Αστικοί συνεταιρισμοί κ.λπ.», που ρυθμίζουν τον τρόπο αποχώρησης των συνεταίρων και αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των καταστατικών οργάνων την απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας, ούτε τη διάταξη του άρθρου 3 § 4 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τους πιστωτικούς συνεταιρισμούς του νόμου αυτού που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα, η μεταβίβαση της συνεταιριστικής μερίδας γίνεται στην ονομαστική της αξία, αλλά ούτε και τις διατάξεις των άρθρων 1 § 2 και 13 ν. 3401/2005, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι κατάρτισης, έγκρισης και κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών, δεδομένου ότι, με βάση τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, α) το εν λόγω σύνθετο προϊόν ήταν, κατά τους όρους αυτού, συγκεκριμένης διάρκειας και κατά τη λήξη του έπρεπε να αποδοθεί στον επενδυτή, ως προς μεν το μέρος του, που διατέθηκε για προθεσμιακή κατάθεση, προσαυξημένο με ετήσιο επιτόκιο 3,40%, και ως προς αυτό που διατέθηκε για συνεταιριστικές μερίδες, στην αξία των μεριδίων κατά το χρόνο της έναρξης της κατάθεσης, και μάλιστα χωρίς αναφορά στον αριθμό ή την αξία των μεριδίων αυτών, και β) δεν τηρήθηκε η διαδικασία για την απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων, που επέβαλλαν οι διατάξεις του ν. 1667/1986 και του καταστατικού της Τράπεζας, και συγκεκριμένα δεν είχε προηγηθεί απόφαση του αρμοδίου οργάνου της για αύξηση κεφαλαίου και για τον καθορισμό του αριθμού, της ονομαστικής αξίας και της τιμής διάθεσης των μεριδίων στο κοινό, καθώς και του ποσοστού της υπεραξίας της συνεταιριστικής μερίδας, δεν είχε καταβληθεί η αναλογούσα στις μερίδες υπεραξία, δεν είχε προηγηθεί σύνταξη και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ούτε και υπήρξε ενημέρωση έντυπου ή ηλεκτρονικού Μητρώου μελών, τα μερίδια δε ήταν ρευστοποιητέα σε εκ των προτέρων καθορισμένο χρόνο και στην αξία κτήσεως, ενώ δεν είχαν συμμετοχή στα κέρδη, και, επομένως, με βάση τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές, το μέρος του επίμαχου επενδυτικού "προγράμματος», που χαρακτηρίζεται στους συμβατικούς όρους του ως επένδυση στο κεφάλαιο της Τράπεζας, δεν αποτελεί επένδυση για την απόκτηση συνεταιριστικής μερίδας και, συνακόλουθα, ίδιο κεφάλαιο της Τράπεζας, αλλά αντιθέτως, τα αναφερόμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και οι συμβατικοί όροι περί ρευστοποίησης των μεριδίων σε συγκεκριμένο χρόνο, στην αξία του χρόνου κτήσεως και όχι του χρόνου της ρευστοποίησης, καθώς και στην έλλειψη ενημερωτικού δελτίου για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου προσδίδουν στο προϊόν χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης και όχι αγοράς συνεταιριστικής μερίδας, με συνέπεια τα εν λόγω προϊόντα να εμπίπτουν στο σύνολό τους στις απαιτήσεις, που αναφέρονται στην .../8-12-2013 απόφαση της Επιτροπής, και πρέπει να συμπεριληφθούν, και κατά το αμφισβητούμενο επίδικο μέρος τους, στη διαδικασία της εκκαθάρισης, δηλαδή να αναγνωριστούν ως απαιτήσεις κατά της αναιρεσείουσας προερχόμενες από προθεσμιακές καταθέσεις, προκειμένου να μεταβιβαστούν εν συνεχεία αμέσως από την ειδική εκκαθαρίστρια στην ... Τράπεζα βάσει των διατάξεων της ανωτέρω απόφασης, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι με τις …/8-12-2013, …/14-7-2014 και …/27-1-2021 αποφάσεις της Επιτροπής έγινε προσωρινός και οριστικός καθορισμός, χωρίς να συνυπολογιστούν οι επίδικες απαιτήσεις, της καταβλητέας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διαφοράς αξίας μεταξύ των στοιχείων του παθητικού και του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση Τράπεζας, που μεταβιβάζονται στην ... Τράπεζα, αφού, σε περίπτωση αύξησης των στοιχείων του παθητικού εξαιτίας του συνυπολογισμού σε αυτό των επίδικων απαιτήσεων από προθεσμιακές καταθέσεις, που πρέπει να μεταβιβαστούν, η Επιτροπή θα επανέλθει με νέα απόφαση, ενόψει των νεότερων στοιχείων, και θα αυξήσει ανάλογα το μέγεθος της καταβλητέας από το Ταμείο διαφοράς. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθώς διέλαβε σε αυτήν πλήρεις, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού τα ανωτέρω δεκτά, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν σαφώς το διατυπούμενο αποδεικτικό του πόρισμα περί αποδοχής στη διαδικασία της εκκαθάρισης των επίδικων απαιτήσεων των αναιρεσίβλητων. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, μεταξύ αφενός της παραδοχής ότι με την .../8-12-2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεώθηκε να μεταβιβάσει στην ... Τράπεζα τις απαιτήσεις των δικαιούχων των προθεσμιακών λογαριασμών για καταβολή κεφαλαίου και τόκων, και αφετέρου της αναγνώρισης των αναιρεσιβλήτων ως πιστωτών της εκκαθάρισης για τις επίδικες απαιτήσεις τους από προθεσμιακούς λογαριασμούς, αφού με την .../8-12-2013 απόφαση δεν έγινε αυτοδίκαιη μεταβίβαση των απαιτήσεων, που καθορίζονται σε αυτήν κατά γένος, αλλά, σε εναρμόνιση με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 63Δ § 1 ν. 3601/2007, θεσπίστηκε ενοχικής φύσεως υποχρέωση του εκκαθαριστή να προβεί στη μεταβίβασή τους στην ... Τράπεζα, υποχρέωση που, για να ενεργοποιηθεί ως προς τις επίδικες απαιτήσεις, ο χαρακτήρας των οποίων αμφισβητείται, προϋποθέτει την αναγνώριση των αναιρεσίβλητων ως πιστωτών της εκκαθάρισης γι' αυτές. Επομένως, οι δεύτερος, από τους αρ. 1 και 19, και τέταρτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Επίσης, με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ούτε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 335, 362 και 365 Α.Κ. περί ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι μπορούν να γίνουν δεκτοί ως πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση του αναιρεσείοντος πιστωτικού ιδρύματος ως έχοντες απαιτήσεις από τραπεζικές καταθέσεις, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση πλέον να ασκεί τραπεζικές εργασίες και να διατηρεί καταθέσεις, αφού οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από την ανάκληση της αδείας του και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παράβαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων με την ανωτέρω αιτίαση, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 200 Α.Κ., οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Εφετείο εσφαλμένα και κατά παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 200 Α.Κ. δέχτηκε ότι το δεύτερο σκέλος του προϊόντος "Προθεσμιακή Κατάθεση», το οποίο δεν απέδιδε τόκους, αποτελούσε επίσης προθεσμιακή κατάθεση, επειδή κατά τα συναλλακτικά τραπεζικά ήθη δεν υπάρχουν άτοκες καταθέσεις προθεσμίας. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι συνεπώς απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δέχτηκε ανέλεγκτα ότι το προϊόν "Προθεσμιακή Κατάθεση" αποτελείτο μεν από έντοκη και άτοκη κατάθεση, αλλά ήταν ενιαίο, δηλαδή δεν αποτελείτο από δύο διαφορετικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους σκέλη, από τα οποία το καθένα, με βάση τα δικά του χαρακτηριστικά, είχε χαρακτήρα προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά συνιστούσε ενιαίο προϊόν, το οποίο, βάσει των συνολικών του χαρακτηριστικών, αλλά και των λοιπών συνθηκών σύναψης των σχετικών συμβάσεων, είχε χαρακτήρα προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης για συγκεκριμένο χρόνο με τον όρο της ανάληψης ολόκληρου του κεφαλαίου εν μέρει άτοκου και εν μέρει προσαυξημένου με το συμφωνημένο επιτόκιο.
Κατά το άρθρο 556 § 1 ΚΠολΔ αναίρεση μπορεί να ασκήσει ο εκκαλών, εφόσον νικήθηκε ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλομένη απόφαση κατά την γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και ελέγχεται αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης αναιρέσεως του διαδίκου που νίκησε ή νικήθηκε κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση και πρέπει να υπάρχει τόσο κατά τον χρόνο άσκησης, όσο και κατά τον χρόνο της συζήτησης της αίτησης. Πρέπει δε να είναι ατομικό και άμεσο, και απαιτείται όχι μόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως, αλλά και ειδικώς για κάθε επί μέρους λόγο αυτής (Α.Π. 754/2018, Α.Π. 1353/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση κατ' άρθρο 559 αρ. 1 και 19 των διατάξεων των άρθρων 145 έως 146 ν. 4261/2014, καθ' όσον αυτές αφορούν την κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση, και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 145α, με την οποία καθορίζονται τα προνόμια κατά την κατάταξη και ικανοποίηση των απαιτήσεων, με την αιτίαση ότι εσφαλμένα δέχτηκε ότι οι απαιτήσεις των αναιρεσίβλητων είναι προθεσμιακές και συνεπώς προνομιούχες, ενώ έπρεπε να δεχτεί ότι είναι απαιτήσεις αποζημιωτικής φύσεως, οι οποίες δεν εξοπλίζονται με προνόμιο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, επειδή η αναιρεσείουσα, ως ειδική εκκαθαρίστρια, εκπροσωπεί εν προκειμένω την υπό εκκαθάριση εταιρία, η οποία δεν έχει την ιδιότητα της πιστώτριας και συνεπώς δεν βλάπτεται από τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό των επιδίκων απαιτήσεων των αναιρεσίβλητων, που έχει επιρροή στην κατάταξή τους, και δεν έχει το απαιτούμενο κατ' άρθρο 68 ΚΠολΔ άμεσο και ατομικό έννομο συμφέρον για την προβολή του, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι επίδικες υποχρεώσεις απορρέουν από συμβάσεις προθεσμιακής κατάθεσης, αυτές δεν θα ικανοποιηθούν εν τέλει από το προϊόν της εκκαθάρισης μέσω κατάταξης, αλλά θα μεταβιβαστούν αμέσως από την ειδική εκκαθαρίστρια στην ... Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερθείσας .../8-12-2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης.
Μεταξύ των διατάξεων, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά επί της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 145 ν. 4261/2014, ως μη αντικείμενες στον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό, είναι και η διάταξη του άρθρου 55 εδ. α' ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα). Κατά τη διάταξη αυτή, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 3 § 1 εδ. β' ν. 4446/2016, "αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση και αναίρεση, μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 KΠολΔ». Με την εν λόγω αντικατάσταση του άρθρου αυτού προστέθηκαν νέοι λόγοι αναίρεσης, και συγκεκριμένα οι από τους αριθμούς 4, 14, 16 και 17 του άρθρου 559 KΠολΔ. Οι διευρυμένοι όμως αυτοί λόγοι αναιρέσεως δεν καταλαμβάνουν πτωχεύσεις (και διαδικασίες εκκαθάρισης) πριν από την ισχύ του ν. 4446/2016, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 §§ 1 και 2 εδ. β' και δ' του νεότερου αυτού νόμου 4446/2016, του οποίου η ισχύς, με ορισμένες εξαιρέσεις, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (22-12-2016), στις οποίες ορίζεται αντίστοιχα ότι «... οι διατάξεις του παρόντος ... εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του." Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 KΠολΔ αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του ότι, αν γίνει δεκτό ότι οι επίδικες απαιτήσεις προέρχονται από προθεσμιακές καταθέσεις, τότε αυτές έχουν μεταφερθεί αυτοδικαίως στην ... Τράπεζα, η οποία έχει καταστεί οφειλέτης τους, με αποτέλεσμα η αναιρεσείουσα να στερείται παθητικής νομιμοποίησης, άλλως ότι η αναιρεσείουσα έχει καταστεί οφειλέτρια αδύνατης παροχής, επειδή, εφόσον τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, στερείται του δικαιώματος να διατηρεί προθεσμιακές καταθέσεις. Επίσης, με σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως προβάλλει πλημμέλεια από τον αρ. 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεχόμενο ότι είναι αρμόδιο για να αποφανθεί για τη φύση των επίδικων απαιτήσεων, ενώ η σχετική αρμοδιότητα ανήκει από το νόμο αποκλειστικά στη διοικητική αρχή, και συγκεκριμένα στην αρμόδια επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον στην παρούσα δίκη περί επαλήθευσης των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος δεν επιτρέπεται η προβολή λόγων αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά ούτε από τον αριθμό 4 της ίδιας διάταξης, αφού η διεύρυνση των αναιρετικών λόγων, που έγινε με το ν. 4446/2016, αφορά διαδικασίες που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του (22-12-2016), και όχι την ένδικη, η οποία άρχισε το έτος 2013 με την .../8-12-2013 (Φ.Ε.Κ. ... Β’/8-12-2013) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί η ηττώμενη αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παρόντων αναιρεσιβλήτων, ορισμένοι από τους οποίους κατέθεσαν προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, σύμφωνα με τα άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ. Επειδή η άσκηση της παρέμβασης δεν προκάλεσε πρόσθετη δαπάνη στους αναιρεσίβλητους, δεν θα επιβληθούν δικαστικά έξοδα εις βάρος του παρεμβαίνοντος, όπως ορίζει το άρθρο 182 § 1 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-12-2021 αίτηση της εταιρίας «...
Ανώνυμη Εταιρία" για αναίρεση της 23/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου ....
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παρόντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ