Αριθμός 477/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνα Νάκου, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Γεώργιο Παπαγεωργίου-Εισηγητή και Φώτιο Μουζάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Μπακέλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 1462/202 3 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Με κατηγορουμένη την ... του ..., κάτοικο ... Βόλου, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κυριακή Κυριακίδου, η οποία διορίστηκε με την υπ’αριθμ. 901/2024 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον ... του ..., κάτοικο ... Βόλου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Παναγιωτάκη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαΐου 2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ..., έλαβε αριθμό …/2024 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024.
Αφού ακούσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιοσδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507», σύμφωνα με το οποίο «Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά οποιοσδήποτε απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 507 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, από την καταχώριση αυτής καθαρογραμμένης, στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ειδικά τηρούμενο βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και για εκείνον της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 510 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ ΑΠ 909/2024, ΑΠ 840/2024, ΑΠ 812/2024, ΑΠ 557/2024).
II. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 15.5.2024 με αριθ.εκθ. …/2024 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της με αριθμό 1462/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και κήρυξε αθώα την κατηγορουμένη ..., του ..., κάτοικο ... Μαγνησίας, για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδούς καταθέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 508, 507 ΚΠΔ) με δήλωση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στη γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου συνταχθείσης της σχετικής εκθέσεως με αριθμό …/15.5.2024, που υπογράφεται από τους προαναφερόμενους, εντός της προβλεπόμενης ενός μηνός προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στις 24.4.2024, στο κατ’ άρθρο 473 παρ.3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, από δικαιούμενο πρόσωπο κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 462 παρ.1, 464, 504 παρ.1 και 505 παρ.2, 506 περ. β' του ΚΠΔ), περιέχει δε σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ (της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας). Επομένως, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, παρισταμένης της κατηγορουμένης και του υποστηρίζοντος την κατηγορία ..., που κλητεύθηκαν νόμιμα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 512 παρ. 1 εδ. γ' και 585 του νέου ΚΠΔ.
III. Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ.1, νΠΚ προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται: α) καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά, δηλαδή, είτε με τον τύπο του άρθρου 42 ΚΠΔ, είτε με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής καταγγελίας, β) η καταμήνυση να έγινε, ενώπιον αρχής, γ) η καταμήνυση να αναφέρεται στη τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, δ) η καταμήνυση να αφορά σε άλλον, που μπορεί να τιμωρηθεί από το ποινικό δικαστήριο ή να διωχθεί πειθαρχικά, ε) η καταμήνυση να είναι ψευδής, δηλαδή αντικειμενικά αναληθής και στ) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι αναληθές και αφορά σε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, στη θέληση αυτού, να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και στο σκοπό αυτού (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση), να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, είναι δε αδιάφορο, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί σχετικά με το ψευδές της καταμήνυσης. Ο δράστης αρκεί να γνωρίζει και να θέλει την κίνηση της διαδικασίας, κατά του καταμηνυθέντος, ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του. Το έγκλημα είναι τυπικό και συνεπώς, τετελεσμένο, με την περιέλευση στην αρχή της μήνυσης, αναφοράς κ.λ.π., ανεξαρτήτως αν επήλθε το επιβλαβές αποτέλεσμα της δίωξης ή αν ο καταμηνυθείς τελικώς απαλλάχθηκε (ΑΠ 815/2022). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1 νΠΚ, προκύπτει, ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα (ήδη, ψευδούς κατάθεσης), απαιτείται: α) (ένορκη) κατάθεση του μάρτυρα, ενώπιον αρμόδιας, για την εξέτασή του, αρχής, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά, σκοπίμως, τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα, αντικειμενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις), θεωρείται, δε, αντικειμενικώς ψευδές, το περιστατικό όχι μόνον, όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και ως προς εκείνα, που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων και ως εκ τούτου, γνώριζε (ΑΠ 900/2024, 771/2024, ΑΠ 533/2024).
IV. Εξάλλου η αθωωτική απόφαση ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974) και δεδομένου ότι, αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αναδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του έχει έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, είτε όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορούμενου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά της αποφάσεως και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσεως του (ΟλΑΠ 3/2010, ΑΠ 266/2024). Παγίως άλλωστε η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι «επιλεκτική», να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μία τέτοια αιτιολογία, ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμότης δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη στο σύνολο τους κάποια έγραφα ή το περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Ειδικά, στην αθωωτική απόφαση και με δεδομένο ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη δεν αποτελεί η αθωότητα, αλλά η ενοχή του κατηγορουμένου, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης (από τις προαναφερόμενες διατάξεις) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, όταν, α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου, είτε αναφέρονται με τρόπο ελλιπή ή ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και β) δεν αναφέρονται στην απόφαση, έστω ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις), για τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε πόρισμα νόμιμης ανατροπής του τεκμηρίου αθωότητας, δηλαδή στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί, παραθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα κατά την ακροαματική διαδικασία (από την κατηγορούσα αρχή και από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο υπεράσπισής του), διαμορφώνοντας αντίστοιχες πορισματικές παραδοχές και διατυπώνοντας σχετικές αιτιολογικές σκέψεις, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο αιτιολογεί με παράθεση σχετικών περιστατικών και πορισματικών παραδοχών, γιατί πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, αφού, όπως σημειώθηκε, αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα αυτού (ΟλΑΠ 2/2017, ΑΠ 266/2024, ΑΠ 1/2024, ΑΠ 401/2023, ΑΠ 1343/2020, ΑΠ 1079/2019).
V. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης απόφασης με αριθμό 1462/2023, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου δέχθηκε τα ακόλουθα: «Από την επ’ ακροατηρίω αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα ανωμοτί εξέταση του μάρτυρα υποστηρίζοντος την κατηγορία, την ένορκη εξέταση τον μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν δημόσια στο ακροατήριο και από την απολογία της κατηγορουμένης, δεν αποδείχτηκε ότι η κατηγορουμένη, στον Βόλο, στις 6.9.2019, με μία πράξη τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα ως περιγράφονται και συγκεκριμένα: α) δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στον άνωθεν αναφερόμενο τόπο και χρόνο, εν γνώσει της ψευδώς ανέφερε για άλλον ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, δεδομένου ότι τα περιεχόμενα στην κατάθεση της στο Α.Τ. Βόλου , που έλαβε χώρα στις 6.9.2019 και με την οποία ανέφερε ότι «... είδα τον ... να είναι στη βεράντα του 2ου ορόφου και να κρατάει ένα κίτρινο σκουπόξυλο και τον ανήλικο υιό του να ουρλιάζει και να κλαίει. Δεν είχα καλή οπτική επαφή... μπόρεσα να διακρίνω τουλάχιστον μία φορά το σκουπόξυλο να κατεβαίνει με δύναμη και τον ανήλικο γιό του να συνεχίζει να ουρλιάζει και να κλαίει.... Η απάντηση του πατέρα είναι η εξής θα σε κάνω ανάπηρο», αποδείχθηκε ότι τυγχάνουν αληθή, και Β) Δεν αποδείχτηκε ότι η κατηγορουμένη, στον άνωθεν αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση και ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον αρχής, αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώση της κατέθεσε ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή και ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας στο Α.Τ. Βόλου ανέφερε για τον εγκαλούντα ... όλα τα στοιχεία ως επακριβώς περιγράφονται άνωθεν στο υπό στοιχείο Α, δεδομένου πως αποδείχθηκε ότι τα στοιχεία αυτά την τυγχάνουν αληθή». Με το ανωτέρω δε σκεπτικό κήρυξε αθώα την κατηγορουμένη ... του ..., κάτοικο ... Μαγνησίας του ότι: «στο Βόλο στις 6.9.2019, με μία πράξη τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα ως κάτωθι περιγράφονται και συγκεκριμένα: Α. Στον άνωθεν αναφερόμενο τόπο και χρόνο, εν γνώση της ψευδώς ανάφερε για άλλον ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη και ειδικότερα με την κατάθεση της στο Α.Τ. Βόλου, στις 6.9.2019 ανέφερε ότι «... είδα τον ... να είναι στη βεράντα του 2ου ορόφου και να κρατάει ένα κίτρινο σκουπόξυλο και τον ανήλικο υιό του να ουρλιάζει και να κλαίει. Δεν είχα καλή οπτική επαφή... μπόρεσα να διακρίνω τουλάχιστον μία φορά το σκουπόξυλο να κατεβαίνει με δύναμη και τον ανήλικο γιό του να συνεχίζει να ουρλιάζει και να κλαίει.... Η απάντηση του πατέρα είναι η εξής: θα σε κάνω ανάπηρο». Με αυτή την κατάθεση της η κατηγορουμένη ανέφερε ψευδώς στους αστυνομικούς του Α.Τ. Βόλου ότι ο εγκαλών ... τέλεσε πράξεις αξιόποινες και διωκόμενες και συγκεκριμένα ότι χτύπησε με σκουπόξυλο τον ανήλικο υιό ενώ αυτός έκλαιγε και ούρλιαζε και ότι στη συνέχεια τον απείλησε ότι θα τον αφήσει ανάπηρο, αυτά όμως ήταν απολύτως ψευδή, αφού η αλήθεια είναι ότι τίποτα από αυτά δεν έλαβε ποτέ χώρα και ο εγκαλών ποτέ δεν έχει ασκήσει σωματική βία κατά του ανήλικου υιού του, ούτε τον έχει απειλήσει, η κατηγορουμένη δε τελούσε σε γνώση του ψεύδους αυτών. Β) στον άνωθεν αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει της κατέθεσε στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή και ειδικότερα ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας στο Α.Τ. Βόλου ανέφερε για τον εγκαλούντα ... όλα τα παντελώς ψευδή στοιχεία ως επακριβώς περιγράφονται άνωθεν στο υπό στοιχείο Α, ενώ τελούσε σε γνώση του ψεύδους αυτών. Οι συγκεκριμένες πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 1 ,14, 15, 18, 26 εδ. α , 27, 50, 51, 53, 57, 79, 80, 94, 224 παρ. 1, 229 παρ. 1 ΠΚ».
VΙ. Με αυτές τις κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού παραδοχές το Δικαστήριο που δίκασε και αθώωσε την κατηγορούμενη, επειδή δεν πληρούνται στο πρόσωπο αυτής τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδούς κατάθεσης, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την αθωωτική του κρίση επί της ενοχής. Πλέον συγκεκριμένα το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο δεν μνημονεύει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, και δεν διαλαμβάνει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τα οποία, τα εισφερθέντα κατά την αποδεικτική διαδικασία στοιχεία κατέτειναν στην κατάφαση ή μη της πραγμάτωσης των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν τα διωχθέντα ως άνω πλημμελήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς κατάθεσής της. Αντίθετα περιορίστηκε στο να αποφανθεί, αποκλειστικά και μόνο, στο ότι τα υπό της κατηγορουμένης (...) κατατεθέντα κατά την ανωμοτί εξέτασή της ήσαν αληθή, οπότε αυτή δεν τέλεσε τα σχετιζόμενα με το περιστατικό αδικήματα που της αποδόθηκαν. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης για έλλειψη από την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεση του, από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν αυτή προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 1462/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2025. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ