Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ‑BORDONA
της 10ης Απριλίου 2025 (1)
Υπόθεση C‑182/24
RB, ως διάδοχος του Claude Chabrol,
AD, εκπροσωπούμενος από τη δικαστική συμπαραστάτριά του, NM, ως διάδοχος του Claude Chabrol,
DR, ως διάδοχος του Claude Chabrol,
ZB, ως διάδοχος του Claude Chabrol,
VQ, ως διάδοχος του Claude Chabrol,
RZ, ως διάδοχος του Paul Gégauff,
DQ, ως διάδοχος του Paul Gégauff,
FI, ως διάδοχος του Paul Gégauff,
LF, ως διάδοχος του Paul Gégauff
κατά
Société des Auteurs et Compositeurs Dramatiques (SACD),
Radio Days SARL,
Brinter Company Ltd,
BS,
MW,
Artedis SA,
Panoceanic Films SA,
παρισταμένων των:
Société des auteurs, compositeurs et éditeurs de musique (SACEM),
HU, ως διαδόχου του Pierre Jansen,
YG, ως διαδόχου της Ellery Queen,
VH, ως διαδόχου της Ellery Queen,
IA,
ID, ως διαδόχου του Jean Patrick Manchette,
Κληρονομίας Daniel Boulanger, ως διαδόχου του Daniel Boulanger,
HK, ως διαδόχου του Claude Brulé,
QY, ως διαδόχου του Claude Brulé,
WY, ως διαδόχου του Claude Brulé,
KE, ως διαδόχου του Claude Brulé,
NA, ως διαδόχου του Claude Brulé,
IY, ως διαδόχου του Claude Brulé,
Κληρονομίας Nicholas Blake, ως διαδόχου του Nicholas Blake,
Κληρονομίας Edward Atiyah, ως διαδόχου του Edward Atiyah,
Κληρονομίας Ellery Queen, ως διαδόχου της Ellery Queen,
Κληρονομίας Richard Neely, ως διαδόχου του Richard Neely,
Κληρονομίας Patricia Highsmith,
Κληρονομίας Charlotte Armstrong, ως διαδόχου της Charlotte Armstrong,
WI, ως διαδόχου του Claude Rank,
QT, ως διαδόχου του Hubert Monteilhet
[αίτηση του tribunal judiciaire de Paris (πρωτοδικείου Παρισίων, Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
1. Το 1990 ο σκηνοθέτης Claude Chabrol και ο σεναριογράφος Paul Gégauff παραχώρησαν σε εταιρία διανομής τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ορισμένων ταινιών τους για χρονικό διάστημα τριάντα ετών.
2. Το 2019, έχοντας πλέον αποβιώσει οι Claude Chabrol και Paul Gégauff, οι αντίστοιχοι κληρονόμοι τους άσκησαν αγωγή κατά της εταιρίας διανομής και άλλων συνδεδεμένων εταιριών αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, την καταβολή αποζημίωσης για ζημίες που είχαν υποστεί λόγω αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων και προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
3. Οι εναγόμενοι προέβαλαν ως λόγο απαραδέκτου της αγωγής τη μη προσεπίκληση όλων των συνδημιουργών που είχαν μετάσχει στην παραγωγή των ταινιών ή των διαδόχων τους. Υποστήριξαν ότι, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, για την άσκηση αγωγής για την επιβολή των δικαιωμάτων των δημιουργών συλλογικού έργου («έργου κοινής δημιουργίας») απαιτείται η προσεπίκληση όλων των συνδημιουργών.
4. Το δικαστήριο που καλείται να τάμει την υπό κρίση διαφορά υποβάλλει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα, με τα οποία ζητεί, εν συνόψει, να διευκρινιστεί αν η υποχρέωση προσεπίκλησης όλων των συνδημιουργών, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, διερωτάται ως προς τη συμβατότητά της με την οδηγία 2001/29/ΕΚ (2), την οδηγία 2004/48/ΕΚ (3), την οδηγία 2006/115/ΕΚ (4) και την οδηγία 2006/116/ΕΚ (5), σε συνδυασμό με τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
1. H οδηγία 2001/29
5. Κατά το άρθρο 8 («Κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας»):
«1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας έναντι της προσβολής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.
2. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι δικαιούχοι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από προσβολές τελεσθείσες στο έδαφός του να μπορούν να ασκούν αγωγή αποζημίωσης ή/και να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και, κατά περίπτωση, την κατάσχεση του σχετικού υλικού καθώς και των συσκευών, προϊόντων ή συστατικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2.
[…]»
2. H οδηγία 2004/48
6. Το άρθρο 3 («Γενική υποχρέωση») ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που ρυθμίζονται με την παρούσα οδηγία. Τα εν λόγω μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης πρέπει να είναι θεμιτά και δίκαια, να μην είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου και να μην προβλέπουν παράλογες προθεσμίες ούτε να συνεπάγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.
2. Τα εν λόγω μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους.»
3. H οδηγία 2006/116
7. Το άρθρο 1 («Διάρκεια των δικαιωμάτων του δημιουργού») έχει ως εξής:
«1. Τα δικαιώματα ενός δημιουργού λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου κατά την έννοια του άρθρου 2 της Σύμβασης της Βέρνης προστατεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δημιουργού και εβδομήντα έτη μετά το θάνατό του, ανεξάρτητα από την ημερομηνία κατά την οποία το έργο κατέστη νομίμως προσιτό στο κοινό.
2. Σε περίπτωση έργου κοινής δημιουργίας, η διάρκεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται από το θάνατο του τελευταίου επιζώντος δημιουργού.
[…]»
8. Το άρθρο 2 («Κινηματογραφικά ή οπτικοακουστικά έργα») διαλαμβάνει τα εξής:
«1. Ο κύριος σκηνοθέτης ενός κινηματογραφικού ή οπτικοακουστικού έργου θεωρείται ως δημιουργός του ή ένας από τους δημιουργούς του. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίσουν και άλλους συνδημιουργούς.
2. Η διάρκεια προστασίας ενός κινηματογραφικού ή οπτικοακουστικού έργου λήγει εβδομήντα έτη μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ των ακόλουθων προσώπων, είτε τα πρόσωπα αυτά έχουν ορισθεί συνδημιουργοί είτε όχι: του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα των διαλόγων και του συνθέτη της μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί στο κινηματογραφικό ή οπτικοακουστικό έργο.»
9. Το άρθρο 9 («Ηθικό δικαίωμα») έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις περί ηθικού δικαιώματος διατάξεις των κρατών μελών.»
Β. Το γαλλικό δίκαιο
1. Code de la propriété intellectuelle (Κώδικας διανοητικής ιδιοκτησίας) (6)
10. Το άρθρο L. 113-2 ορίζει τα εξής:
«Ως έργο κοινής δημιουργίας νοείται έργο στη δημιουργία του οποίου συνέβαλαν πλείονα φυσικά πρόσωπα […]».
11. Το άρθρο L. 113-3 διαλαμβάνει τα εξής:
«Το έργο κοινής δημιουργίας ανήκει από κοινού στους συνδημιουργούς.
Οι συνδημιουργοί πρέπει να ασκούν τα δικαιώματά τους με κοινή συμφωνία.
Σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, η διαφορά επιλύεται από πολιτικό δικαστήριο.
Όταν η συμμετοχή κάθε συνδημιουργού αφορά διαφορετικά είδη, κάθε συνδημιουργός δύναται, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, να εκμεταλλευθεί χωριστά την προσωπική του συμβολή, χωρίς σε καμία περίπτωση να θίγεται η εκμετάλλευση του κοινού έργου.»
12. Κατά το άρθρο L. 113-7:
«Είναι δημιουργός οπτικοακουστικού έργου το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα που υλοποιούν τη διανοητική δημιουργία του έργου. Εκτός αποδείξεως του αντιθέτου, λογίζονται ως συνδημιουργοί οπτικοακουστικού έργου που υλοποιήθηκε από κοινού: 1. ο σεναριογράφος· 2. ο συγγραφέας της κινηματογραφικής προσαρμογής· 3. ο συγγραφέας του προφορικού κειμένου· 4. ο συνθέτης των μουσικών συνθέσεων, με ή χωρίς στίχο, οι οποίες υλοποιήθηκαν για το συγκεκριμένο έργο· 5. ο σκηνοθέτης […]».
2. Code de procedure civil (Κώδικας πολιτικής δικονομίας) (7)
13. Το άρθρο 126 ορίζει ότι, όταν η κατάσταση εκ της οποίας προκύπτει λόγος απαραδέκτου μπορεί να διορθωθεί, το απαράδεκτο απορρίπτεται αν η αιτία του έχει εκλείψει κατά τον χρόνο κατά τον οποίον το δικαστήριο καλείται να αποφανθεί.
14. Σύμφωνα με το άρθρο 659, όταν δεν είναι γνωστή η κατοικία, η διαμονή ή ο τόπος εργασίας του προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθεί το έγγραφο, ο δικαστικός επιμελητής («huissier de justice») συντάσσει πρακτικό στο οποίο αναφέρει επακριβώς τις ενέργειες στις οποίες προέβη για την ανεύρεση του αποδέκτη του εγγράφου. Την ίδια ημέρα ή, το αργότερο, την πρώτη επόμενη εργάσιμη, ο δικαστικός επιμελητής («huissier de justice») αποστέλλει, επί ποινή ακυρότητας, στον αποδέκτη, με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, στην τελευταία γνωστή διεύθυνση, αντίγραφο του πρακτικού μαζί με αντίγραφο του προς επίδοση εγγράφου.
15. Σύμφωνα με το άρθρο 780, το οποίο αφορά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ο δικαστής του τμήματος που έχει επιληφθεί της υποθέσεως είναι υπεύθυνος για την εποπτεία της διαδικασίας και τη διασφάλιση της καλόπιστης διεξαγωγής της, ιδίως για την έγκαιρη ανταλλαγή και κοινοποίηση εγγράφων.
16. Κατά το άρθρο 788, ο δικαστής της προδικασίας ασκεί όλες τις αναγκαίες εξουσίες για την κοινοποίηση, τη λήψη και την προσκόμιση εγγράφων.
II. Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
17. Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, όπως περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής (8), είναι τα ακόλουθα:
– Ο Claude Chabrol σκηνοθέτησε, στο διάστημα από το 1967 έως το 1974, δεκατέσσερεις ταινίες. Ο Paul Gégauff συνεργάστηκε σε πέντε εξ αυτών ως συγγραφέας διαλόγων, σεναριογράφος ή συγγραφέας της κινηματογραφικής προσαρμογής.
– Το κινηματογραφικό υλικό ανήκε στον παραγωγό των εν λόγω ταινιών, την εταιρία SA Les Films La Boétie, η οποία, μετά τη θέση της υπό εκκαθάριση, το παραχώρησε, με σύμβαση της 25ης Μαρτίου 1982, σε εταιρία αγγλικού δικαίου, υπό την τότε επωνυμία Brinter Cº.
– Με συμβάσεις της 8ης Ιουνίου 1990, ο Claude Chabrol παραχώρησε στην εταιρία Brinter Company Ltd (στο εξής: εταιρία Brinter) το δικαίωμα «εκμετάλλευσης» (9) διαφόρων ταινιών για χρονικό διάστημα 30 ετών. Ως διευθυντής της εταιρίας Brinter εμφανιζόταν ο BS.
– Τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του Paul Gégauff όσον αφορά τις πέντε ταινίες στη δημιουργία των οποίων είχε μετάσχει αποτέλεσαν αντικείμενο συμβάσεων της 8ης Ιουνίου 1990, που υπέγραψαν τέσσερις από τους κληρονόμους του με την εταιρία Brinter, παραχωρώντας της το δικαίωμα «εκμετάλλευσης» των ταινιών για χρονικό διάστημα 30 ετών (10).
– Με εντολή πώλησης της 1ης Ιανουαρίου 1990, η εταιρία Brinter εξουσιοδότησε την εταιρία Artedis SA, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, με δυνατότητα παράτασης μέσω σιωπηρής ανανέωσης, να υπογράφει απευθείας συμβάσεις πώλησης με τους αγοραστές και να εισπράττει το τίμημα. Η σύμβαση αυτή αφορούσε τις δεκατέσσερεις επίμαχες ταινίες, εξαιρουμένης μίας εξ αυτών. Ως διευθύντρια της εταιρίας Artedis εμφανιζόταν η MW.
– Με σύμβαση της 18ης Φεβρουαρίου 2012, η εταιρία Brinter παραχώρησε στην εταιρία Panoceanic Films SA το δικαίωμα εκμετάλλευσης πέντε εκ των επίμαχων ταινιών.
18. Στις 11 Ιουλίου 2019 οι κληρονόμοι του Claude Chabrol και του Paul Gégauff άσκησαν αγωγή κατά της εταιρίας Brinter, της εταιρίας Artedis, της εταιρίας Panoceanic Films, της εταιρίας Radio Days SARL, της MW και του BS (11) λόγω αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων και προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (12) σε σχέση με δεκατέσσερεις ταινίες, σε πέντε εκ των οποίων συνδημιουργός ήταν ο Paul Gégauff.
19. Στις 27 Ιανουαρίου 2020 οι εναγόμενοι προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου λόγω μη προσεπίκλησης δεκαεννέα συνδημιουργών των επίδικων ταινιών.
20. Προκειμένου να θεραπεύσουν το ελάττωμα των αγωγών, οι ενάγοντες προσεπικάλεσαν με δικόγραφα της 5ης Μαΐου και της 12ης Ιουνίου 2020:
– Επτά φυσικά πρόσωπα τα οποία, κατά την εκτίμησή τους, ήταν συνδημιουργοί ή διάδοχοι των αποβιωσάντων συνδημιουργών (13).
– Οκτώ «κληρονομίες» συνδημιουργών, ως προς τις οποίες δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν ποια φυσικά πρόσωπα είχαν την ιδιότητα του κληρονόμου (14).
– Δύο εταιρίες συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, εκ των οποίων η μία εκπροσωπεί δραματικούς συγγραφείς και συνθέτες (15) και η άλλη δημιουργούς, συνθέτες και εκδότες μουσικών έργων (16).
21. Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2023 (17), ο δικαστής της προδικασίας διέταξε τους εναγομένους να παράσχουν τα στοιχεία ταυτοποίησης των συνδημιουργών των ταινιών και των διαδόχων τους.
22. Οι ενάγοντες, μολονότι είχαν στη διάθεσή τους τα εν λόγω στοιχεία, δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν και να προσεπικαλέσουν όλους τους συνδημιουργούς των ταινιών και τους διαδόχους τους, λόγω του αριθμού των ταινιών (δεκατέσσερεις), της παλαιότητάς τους (δημιουργήθηκαν μεταξύ 1967 και 1974), της ευρύτητας εμπλεκομένων (σκηνοθέτης, σεναριογράφος, συνθέτης της μουσικής, συγγραφέας του προϋφιστάμενου λογοτεχνικού έργου) και του θανάτου ορισμένων εκ των συνδημιουργών, οι κληρονόμοι των οποίων δεν είναι γνωστοί ή δεν διαμένουν στη Γαλλία.
23. Το tribunal judiciaire de Paris (πρωτοδικείο Παρισίων, Γαλλία), το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της διαφοράς, αναφέρει ότι, «από τις 27 Ιανουαρίου 2020 […], η εκδίκαση της υπόθεσης δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω αδυναμίας προσδιορισμού των πλειόνων διαδοχικών κληρονόμων [των συνδημιουργών των ταινιών]» (18).
24. Περαιτέρω, υπογραμμίζει ότι «[…] οι διάδικοι κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για τον προσδιορισμό των συνδημιουργών ή των διαδόχων τους, χωρίς να καταστεί δυνατή η νομότυπη προσεπίκλησή τους, όπως επιτάσσει η εθνική νομολογία βάσει του άρθρου L. 113-3 του [CPI]» (19).
25. Κατά το αιτούν δικαστήριο, όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας που κατοχυρώνεται στον Χάρτη, οι ενάγοντες στην υπό κρίση διαφορά αδυνατούν, στην πραγματικότητα, να έχουν πρόσβαση στον αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας των αξιώσεών τους πολιτικό δικαστή, εάν δεν μπορούν να ασκήσουν την αγωγή τους κατά του συνόλου των διαδόχων των συνδημιουργών των επίμαχων έργων (20). Η άσκηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εκ μέρους των εναγόντων εξαρτάται, συνεπώς, από την ικανότητά τους να προσδιορίσουν τους λοιπούς συνδικαιούχους των εν λόγω δικαιωμάτων (21).
26. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν τα άρθρα 2, 3, 4 και 8 της οδηγίας 2001/29 […], τα άρθρα 1 έως 3 της οδηγίας 2004/48 […], και τα άρθρα 1, 2 και 9 της οδηγίας 2006/116 […], καθόσον εγγυώνται, για τον δημιουργό και τον συνδημιουργό κινηματογραφικού ή οπτικοακουστικού έργου, τόσο το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους και την παρουσίαση στο κοινό όσο και προστασία διάρκειας 70 ετών μετά τον θάνατο του τελευταίου επιζώντος εκ των συνδημιουργών, υποχρεώνοντας συγχρόνως τα κράτη μέλη να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις και κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας κατά της προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης τα οποία να μην είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου και να μην προβλέπουν παράλογες προθεσμίες ούτε να συνεπάγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, την έννοια ότι η προσεπίκληση όλων των συνδημιουργών αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής που ασκείται από δικαιούχο λόγω προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργου κοινής δημιουργίας;
2) Έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και προσφυγής σε δικαστήριο, συνιστώσα του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως διασφαλίζεται, από κοινού, από τα άρθρα 2, 3, 4 και 8 της οδηγίας 2001/29 […], τα άρθρα 1 έως 3 της οδηγίας 2004/48 […], τα άρθρα 1, 2 και 9 της οδηγίας 2006/116 […], την οδηγία 2006/115 […] και τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη […], την έννοια ότι το παραδεκτό της αγωγής λόγω προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να εξαρτάται από την προσεπίκληση όλων των συνδημιουργών του έργου;»
III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
27. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Μαρτίου 2024.
28. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν:
– Από κοινού, οι κληρονόμοι του Claude Chabrol (DR, VQ, ZB και AD, ο τελευταίος εκπροσωπούμενος από τη δικαστική συμπαραστάτριά του) και οι κληρονόμοι του Paul Gégauff (RZ, DQ, FI και LF).
– Αυτοτελώς, ο κληρονόμος του Claude Chabrol, RB.
– Από κοινού, οι BS και MW, η εταιρία Artedis, η εταιρία Brinter, η εταιρία Panoceanic Films και η εταιρία Radio Days (εναγόμενες στη διαφορά της κύριας δίκης).
– Η Αυστριακή και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
29. Το Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαία τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης.
IV. Εκτίμηση
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
1. Οι εφαρμοστέες διατάξεις
30. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά αποκλειστικά το δικονομικό ζήτημα που προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου L. 113-3 του CPI. Δεν αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας το οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως ζήτημα μετά την επίλυση της επίμαχης δικονομικής ένστασης.
31. Το άρθρο L. 113-3 του CPI ορίζει ότι οι συνδημιουργοί έργου κοινής δημιουργίας πρέπει να ασκούν τα δικαιώματά τους με κοινή συμφωνία. Σύμφωνα με την εθνική νομολογία, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι «ο συνδημιουργός έργου κοινής δημιουργίας που ασκεί αγωγή για την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, να προσεπικαλέσει τους λοιπούς δημιουργούς του έργου, οσάκις η συνεισφορά του δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συνεισφορά των συνδημιουργών» (22).
32. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, εν συνόψει, να διευκρινιστεί αν η ούτως ερμηνευόμενη εθνική ρύθμιση είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, ορισμένες διατάξεις του οποίου μνημονεύονται στα δύο προδικαστικά ερωτήματα.
33. Αν και μεταξύ των ρυθμίσεων αυτών περιλαμβάνεται η οδηγία 2006/115, εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με την ενδεχόμενη επιρροή της στην ένδικη διαφορά, ούτε προσδιορίζει τα συγκεκριμένα άρθρα που δημιουργούν αμφιβολίες. Επομένως, φρονώ ότι παρέλκει η εκ μέρους του Δικαστηρίου ανάλυση της εν λόγω ρυθμίσεως στο πλαίσιο της απαντήσεως που θα δώσει.
34. Δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τις οδηγίες 2001/29, 2004/48 και 2006/116. Και οι τρεις αυτές οδηγίες περιέχουν διατάξεις οι οποίες είναι αφ’ εαυτών ικανές να επηρεάσουν την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.
– Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29 απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέπουν κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας έναντι της προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων και να μεριμνούν ώστε οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων αυτών να μπορούν να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης.
– Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2004/48 απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέπουν τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Οι εν λόγω διαδικασίες και μέσα αποκατάστασης δεν πρέπει να είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου, αλλά αντιθέτως πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
– Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/116 ρυθμίζει τη διάρκεια των δικαιωμάτων του δημιουργού, ορίζοντας ότι, στην περίπτωση έργου κοινής δημιουργίας, η διάρκεια προστασίας υπολογίζεται από τον θάνατο του τελευταίου επιζώντος δημιουργού.
35. Όσον αφορά τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη, επιρροή στην ένδικη διαφορά ασκεί κυρίως το τελευταίο, δεδομένου ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τυγχάνουν, από απόψεως ένδικης προστασίας, αναγνώρισης από τους κανόνες της Ένωσης, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή του ίδιου του Χάρτη (άρθρο 51, παράγραφος 1). Το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη («η διανοητική ιδιοκτησία προστατεύεται») πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παράγωγου δικαίου που εξειδικεύουν την εν λόγω προστασία.
2. Τα επίμαχα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας
36. Η απόφαση περί παραπομπής αναφέρει, σε διάφορα σημεία της, ότι οι αξιώσεις των «consorts» (23) Chabrol και Gégauff καταλαμβάνουν τόσο το οικονομικό όσο και το ηθικό δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (24).
37. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς την οικονομική φύση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που φέρεται να έχουν προσβληθεί στην υπό κρίση υπόθεση, είναι αμφίβολο ότι διακυβεύεται πράγματι και το ηθικό δικαίωμα. Εάν επιβεβαιωθεί ότι κάτι τέτοιο ισχύει, πρέπει να σημειωθεί ότι, βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας 2006/116, η τελευταία δεν θίγει τις περί ηθικού δικαιώματος διατάξεις των κρατών μελών.
38. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προσδιορίσει ποιο δικαίωμα του δημιουργού (το οικονομικό ή το ηθικό) ενδέχεται να έχει προσβληθεί. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, τα οποία περιορίζονται στην ένσταση απαραδέκτου που ήγειραν οι ενάγοντες, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εάν πρέπει να συμπεριληφθούν ή όχι τα ηθικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Β. Απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα
39. Κατά τη γνώμη μου, τα δύο ερωτήματα μπορούν να εξεταστούν από κοινού. Η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί τόσο στα προβλήματα που εγείρει η συνιδιοκτησία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας όσο και στους όρους και τους περιορισμούς που επιβάλλονται σε σχέση με την προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων διά της δικαστικής οδού.
1. Η συνιδιοκτησία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας
40. Το δίκαιο της Ένωσης είτε τεκμαίρει τη δυνατότητα συνιδιοκτησίας (συγκυριότητας) δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είτε αναφέρεται ρητά σε αυτήν.
41. Η οδηγία 2001/29 (25) και η οδηγία 2004/48 (26) αναφέρονται στον «δημιουργό» ή στον «δικαιούχο δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας», χρησιμοποιώντας τους όρους αυτούς αδιακρίτως στον ενικό ή στον πληθυντικό αριθμό.
42. Η οδηγία 2006/116 αναγνωρίζει τη συνιδιοκτησία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας: η αιτιολογική της σκέψη 14 αναφέρεται στις «περιπτώσεις που έχει εξακριβωθεί ότι ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα είναι δημιουργοί». Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ρητά την περίπτωση «έργου κοινής δημιουργίας».
43. Ειδικότερα, όσον αφορά τα κινηματογραφικά ή οπτικοακουστικά έργα, το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/116 επιτρέπει στα κράτη να ορίζουν και «άλλους συνδημιουργούς» μαζί με τον κύριο σκηνοθέτη. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.
44. Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, όταν περισσότεροι είναι δημιουργοί ή δικαιούχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας επί ορισμένου κινηματογραφικού έργου, προστατεύονται όλοι τους. Τόσο οι ίδιοι όσο και, μετά τον θάνατό τους, οι κληρονόμοι τους μπορούν να αξιώσουν την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του κινηματογραφικού έργου που έχει δημιουργηθεί από κοινού.
45. Όπως και στον αλληλένδετο τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (27), το πρόβλημα όσον αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι πώς οι συνδικαιούχοι δύνανται να προβάλλουν τις αξιώσεις τους ελλείψει ρητών διατάξεων στο δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που είναι κατάλληλες για τη διασφάλιση της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων.
46. Το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48 αναγνωρίζει ως πρόσωπα που νομιμοποιούνται «να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης […] τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας» (28).
47. Κατά το Δικαστήριο, η εφαρμοστέα νομοθεσία πρέπει να θεωρηθεί «ως αναφερόμενη τόσο στη σχετική εθνική νομοθεσία όσο και, ενδεχομένως, στη νομοθεσία της Ένωσης» (29).
48. Ωστόσο, η νομοθεσία της Ένωσης δεν περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με την άσκηση μέσων ένδικης προστασίας από συνδικαιούχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Δεν υφίσταται συναφώς εναρμόνιση, εναπόκειται δε στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τους κατάλληλους κανόνες για τη ρύθμιση της άσκησης των μέσων αυτών ενώπιον των δικαστηρίων τους. Το δίκαιο της Ένωσης δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η άσκηση, εκ μέρους των συνδικαιούχων, των δικαιωμάτων που έχουν υπό αυτήν τους την ιδιότητα (30).
49. Κατά συνέπεια, η «εφαρμοστέα νομοθεσία» όσον αφορά την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί κοινού έργου είναι, κατ’ αρχήν, η νομοθεσία των κρατών μελών.
2. Η εθνική ρύθμιση, τα όρια της δικονομικής αυτονομίας και το άρθρο 47 του Χάρτη
50. Με βάση το γράμμα του, ο κανόνας που περιέχεται στο άρθρο L. 113-3 του CPI δεν μου φαίνεται να εγείρει ζήτημα συμβατότητας. Δεν βλέπω σε ποια βάση θα μπορούσε να κριθεί μη εφαρμοστέα διάταξη η οποία ορίζει απλώς ότι οι συνδημιουργοί έργου κοινής δημιουργίας πρέπει να ασκούν τα δικαιώματά τους με κοινή συμφωνία και ότι, σε περίπτωση διαφωνίας, το ζήτημα επιλύεται από το δικαστήριο.
51. Ο εν λόγω κανόνας συνάδει με τη συνήθη αντίληψη, στις διάφορες έννομες τάξεις, περί συγκυριότητας περιουσιακών αγαθών και δικαιωμάτων (31). Πολλώ δε μάλλον όταν, κατά την εθνική νομολογία, η από κοινού άσκηση, εκ μέρους των συνδημιουργών, των δικαιωμάτων τους επιβάλλεται μόνο στον βαθμό που η συμβολή του ενός δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συμβολή των υπολοίπων (32).
52. Η εκ μέρους της γαλλικής νομολογίας ερμηνεία του ως άνω κανόνα υπό δικονομικούς όρους έχει οδηγήσει στην εξ αυτού συναγωγή λόγου απαραδέκτου της αγωγής: η αγωγή απορρίπτεται a limine όταν ο συνδημιουργός έργου ο οποίος κινείται δικαστικά για την προάσπιση των δικαιωμάτων του δεν έχει προσεπικαλέσει τους λοιπούς συνδημιουργούς.
53. Ο κανόνας του CPI, σε συνδυασμό με τη νομολογιακή ερμηνεία του, συνεπάγεται, όπως η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει (33), περιορισμό της πρόσβασης σε δικαστήριο. Ο εν λόγω κανόνας δεν μου φαίνεται αφ’ εαυτού επίμεμπτος, με τις επιφυλάξεις όμως που διατυπώνω αμέσως παρακάτω σχετικά με τα όριά του.
54. Η έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους μπορεί να εξαρτά το παραδεκτό της αγωγής που ασκεί ο συνδικαιούχος κοινού έργου από την προσεπίκληση των λοιπών συνδημιουργών. Μια τέτοια δικονομική απαίτηση είναι εύλογη σε περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος προβλέπει «αναγκαστική ενεργητική ομοδικία» (34). Ο νόμος μπορεί κάλλιστα να απαιτεί, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αν όχι την υποχρεωτική συμμετοχή άλλων εναγόντων, τουλάχιστον την κλήτευσή τους (35).
55. Ένας κανόνας με αυτά τα χαρακτηριστικά, ακόμη και αν έχει καθιερωθεί νομολογιακά, εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών και μπορεί, κατά συνέπεια, να γίνει αποδεκτός εφόσον εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς και δεν υπερβαίνει τα όρια που εκθέτω κατωτέρω.
56. Ο εν λόγω κανόνας διαπνέεται από τους θεμιτούς σκοπούς που προβάλλουν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Προστατεύει επί ίσοις όροις τα δικαιώματα των απόντων συνιδιοκτητών, επιτρέποντάς τους να έχουν επαρκή πληροφόρηση ώστε να επιλέξουν αν θα παραστούν στη διαδικασία (36). Με τον τρόπο αυτόν, συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, προλαμβάνοντας προβλήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν όσον αφορά την εκκρεμοδικία, τη μεταγενέστερη σώρευση αγωγών ή το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων εάν κάθε συνδημιουργός ενεργούσε αυτοτελώς, καθώς και στην αποφυγή μεταγενέστερων αγωγών από μη κλητευθέντες συνδημιουργούς (37).
57. Ωστόσο, ο περιορισμός που επιβάλλει ο εν λόγω κανόνας στον συνδικαιούχο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να υπόκειται στον διπλό έλεγχο της συμμόρφωσής του προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, αφενός (38), και προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη, αφετέρου. Η τελευταία αυτή διάταξη κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει στους πολίτες η έννομη τάξη της Ένωσης.
58. Η ως άνω διττή προσέγγιση θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα εάν, τελικά, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, η άσκηση του δικαιώματος ένδικης προστασίας για την προάσπιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας υπόκειται σε δικονομική υποχρέωση η εκπλήρωση της οποίας είναι υπερβολικά δυσχερής ή και αδύνατη.
59. Εν προκειμένω δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας, όλη δε η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την αρχή της αποτελεσματικότητας. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη υποχρέωση δεν είναι υπερβολικά δυσχερές να τηρηθεί ούτε βαίνει πέραν των αναγκαίων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών ορίων (39), δεδομένου ότι:
– Δεν είναι υποχρεωτική η προσεπίκληση όλων των συνδικαιούχων όταν η ένδικη διαφορά αφορά διακριτό μέρος του έργου.
– Η κλήτευση όλων των συνδικαιούχων δεν έχει ως σκοπό να μετάσχουν πράγματι στη διαδικασία: αρκεί να κληθούν, ώστε να έχουν την ευκαιρία να παραστούν.
– Αρκεί η υπόδειξη του ονόματος και της διεύθυνσης του προσώπου που πρέπει να κλητευθεί. Εάν τα στοιχεία του δεν είναι γνωστά, το άρθρο 659 του κώδικα πολιτικής δικονομίας επιτρέπει την κλήτευση στην τελευταία γνωστή διεύθυνση.
– Ακόμη και αν δεν είναι γνωστά τα ονόματα και οι διευθύνσεις των προσώπων που πρέπει να κλητευθούν, οι λόγοι απαραδέκτου της αγωγής μπορούν να θεραπευθούν, το δε δικαστήριο έχει την εξουσία να ζητήσει από τρίτους να παράσχουν τα εν λόγω στοιχεία των άγνωστων συνδικαιούχων.
60. Οι ως άνω τρόποι εφαρμογής της επίμαχης δικονομικής υποχρέωσης μετριάζουν ασφαλώς την αυστηρότητά της, χωρίς όμως να αποκλείουν το ενδεχόμενο, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, η εφαρμογή του κανόνα, έστω και αμβλυμμένη, να εμποδίζει την πρόοδο της ίδιας της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην προστατεύονται τα δικαιώματα των εναγόντων.
61. Πράγματι, όπως παραδέχεται η Γαλλική Κυβέρνηση, η προσεπίκληση όλων των συνδημιουργών μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποτελεί «[…] παράλογη απαίτηση, η οποία ενδέχεται να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει στον ενάγοντα το δίκαιο της Ένωσης». Σε τέτοιες περιπτώσεις, προσθέτει, «το δικαστήριο μπορεί […] να υιοθετήσει μια λιγότερο αυστηρή ερμηνεία της προϋποθέσεως παραδεκτού» (40).
62. Ασφαλώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της διαφοράς, η εφαρμογή των δικονομικών απαιτήσεων που επιβάλλονται στους ενάγοντες παραβιάζει ενδεχομένως την αρχή της αποτελεσματικότητας και το άρθρο 47 του Χάρτη.
63. Τέτοια παραβίαση θα συντρέχει αν, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν και τη δέουσα επιμέλεια που επέδειξαν, οι ενάγοντες δεν επιτυγχάνουν, για λόγους ξένους προς τη βούλησή τους, να κλητεύσουν όλους τους συνδικαιούχους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αυστηρότατη απαίτηση προσεπίκλησης των εν λόγω συνδικαιούχων, επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής, θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμουν οι κανόνες της Ένωσης (41).
64. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο έχει δύο επιλογές:
– Θα μπορούσε, αν το κρίνει σκόπιμο, να ερμηνεύσει τον εθνικό κανόνα υπό τη λιγότερο αυστηρή έννοια που προτείνει η Γαλλική Κυβέρνηση, προκειμένου να τον προσαρμόσει στις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, το εσωτερικό δίκαιο παρέχει επαρκή ευελιξία προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς να απαιτείται contra legem ερμηνεία των σχετικών διατάξεων (42).
– Εάν, ωστόσο, κρίνει ότι δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον δικονομικό κανόνα iuxta legem σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, διότι κάτι τέτοιο προσκρούει στη νομολογία του ανωτάτου γαλλικού δικαστηρίου, η εφαρμογή της οποίας εν προκειμένω οδηγεί αναπόφευκτα σε παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, οφείλει να τον αφήσει ανεφάρμοστο (43).
65. Οποιαδήποτε από τις ως άνω επιλογές θα πρέπει να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα: το δικαίωμα των συνδικαιούχων να προβάλλουν τις αξιώσεις τους έναντι εκείνων που (φέρεται ότι) προσέβαλαν τα δικαιώματά τους πνευματικής ιδιοκτησίας δεν μπορεί να υπόκειται σε διαδικαστικές απαιτήσεις η τήρηση των οποίων είναι αδύνατη ή πολύ δυσχερής, πράγμα που θα ισοδυναμούσε πρακτικά με ματαίωση του εν λόγω δικαιώματος.
66. Χωρίς να έχω την πρόθεση να υποκαταστήσω το αιτούν δικαστήριο στην κρίση του, θα μπορούσαν να παρασχεθούν ορισμένες υποδείξεις που θα καθιστούσαν δυνατή τη συμφωνία του επίμαχου κανόνα με το δίκαιο της Ένωσης και, ταυτόχρονα, την άρση των εμποδίων στην πρόοδο της δίκης, ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω καθυστερήσεις.
67. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω ότι μόνον το αιτούν δικαστήριο (το οποίο, όπως είναι λογικό, γνωρίζει καλύτερα το εθνικό δίκαιο) είναι σε θέση να προβεί στη σύμφωνη ερμηνεία στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως.
68. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγοντες, μολονότι διεκδικούν για τον εαυτό τους τις περιουσιακές και ηθικές συνέπειες των πνευματικών δικαιωμάτων τους, εντούτοις υποστηρίζουν ότι, με την αγωγή τους, «ενεργούν προς το κοινό συμφέρον των συνδικαιούχων» (44) και επιδιώκουν να «προστατεύσουν τα δικαιώματα όλων των συνδημιουργών των ταινιών» (45).
69. Εφόσον οι ενάγοντες, κατά δήλωσή τους, μετέχουν στη διαδικασία προς υπεράσπιση της κοινής πνευματικής ιδιοκτησίας, η ευδοκίμηση της αγωγής τους θα ωφελήσει όλους τους συνδικαιούχους των ταινιών. Μια απόφαση η οποία θα θέτει τέρμα στη διαμάχη επιβεβαιώνοντας την προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας θα είναι ευνοϊκή (τουλάχιστον έμμεσα) για την έννομη θέση όλων των συνδικαιούχων.
70. Συνεπώς, οι ενάγοντες δεν επιδιώκουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που κατέχουν άλλοι συνδικαιούχοι επί του έργου κοινής δημιουργίας. Αντιθέτως, με τη δικονομική αντίδρασή τους στην (προβαλλόμενη) προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων, επιδιώκουν να βελτιώσουν την έννομη θέση όλων των συνδημιουργών. Επομένως, δεν τίθεται θέμα υπερίσχυσης των συμφερόντων ορισμένων συνδημιουργών έναντι των συμφερόντων άλλων, περίπτωση στην οποία θα έπρεπε να βρεθεί η χρυσή τομή.
71. Σε αυτό το πλαίσιο προάσπισης δικαιώματος υπό καθεστώς συνιδιοκτησίας, διερωτώμαι αν οι κανόνες του γαλλικού δικαίου περί συγκυριότητας θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν, κατ’ εξαίρεση, την εκ μέρους ενός από τους συνδικαιούχους άσκηση μέσου έννομης προστασίας προς όφελος του κοινού αγαθού, ακόμη και χωρίς προσεπίκληση ή ρητή συναίνεση όλων των συνδικαιούχων.
72. Η ως άνω δυνατότητα επισημαίνεται στις γραπτές παρατηρήσεις του RB. Μνημονεύονται οι κανόνες του γαλλικού αστικού κώδικα σχετικά με την αδιαίρετη περιουσία και τον τρόπο με τον οποίο το άρθρο 815-2 του εν λόγω κώδικα επιτρέπει σε οποιονδήποτε κάτοχο αδιαίρετου πράγματος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρησή του, ακόμη και αν αυτά δεν έχουν επείγοντα χαρακτήρα (46).
73. Από μια άλλη οπτική, θα μπορούσε ενδεχομένως να επικαλεστεί κανείς, κατ’ αναλογίαν, τον κανόνα που θα εφαρμοζόταν στην υποθετική περίπτωση που ένας εκ των συνδικαιούχων δεν είναι σε θέση να εκφράσει τη βούλησή του. Στην υποθετική αυτή περίπτωση, κάποιος άλλος συνδικαιούχος του κοινού αγαθού δύναται, κατόπιν εγκρίσεως από δικαστήριο, να αναπληρώσει την ελλείπουσα συναίνεση.
74. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο L. 113-3, τρίτο εδάφιο, του CPI, ελλείψει συμφωνίας των συνδημιουργών έργου κοινής δημιουργίας, η διαφορά επιλύεται από πολιτικό δικαστήριο. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν η «έλλειψη συμφωνίας» στην οποία αναφέρεται η εν λόγω διάταξη καταλαμβάνει την περίπτωση κατά την οποία η μη επίτευξη συμφωνίας οφείλεται στην αδυναμία προσδιορισμού όλων των συνδημιουργών έργου κοινής δημιουργίας.
75. Περαιτέρω, δεν αποκλείω τη δυνατότητα αξιοποίησης κάποιας από τις αρχές οι οποίες, στο αστικό δίκαιο ουκ ολίγων κρατών, εφαρμόζονται στην περίπτωση της διοίκησης αλλοτρίων. Δυνάμει των εν λόγω αρχών, οι πράξεις εκείνου που διαχειρίζεται, χωρίς να υπέχει υποχρέωση προς τούτο, υποθέσεις ξένες προς το συμφέρον του κυρίου και χωρίς αντίθετη βούληση αυτού μπορούν να έχουν ευνοϊκά αποτελέσματα για τον τελευταίο, καθώς ο «διοικητής αλλοτρίων» αναλαμβάνει υποχρεώσεις εντολοδόχου.
76. Εφόσον αναγνωρίζεται η ικανότητα συνδικαιούχου να προβάλλει το κοινό δικαίωμα προς το συμφέρον όλων των συνδικαιούχων, η ουσιαστική αυτή δυνατότητα θα πρέπει να προσλαμβάνει και την αντίστοιχη δικονομική έκφανση. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να υπερκεραστεί το εμπόδιο που θέτει η υποχρέωση προσεπίκλησης των δικαιούχων των οποίων ο προσδιορισμός είναι, de facto, πρακτικά αδύνατος.
77. Επομένως, την προάσπιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του κοινού αγαθού θα μπορούσε να αναλάβει ένας ή περισσότεροι συνδικαιούχοι, όταν, δεδομένων των συγκεκριμένων περιστάσεων, είναι αδύνατη η κλήτευση των υπολοίπων, παρά το γεγονός έχει επιδειχθεί η δέουσα επιμέλεια για τον προσδιορισμό και την προσεπίκλησή τους.
78. Οι ως άνω υποδείξεις, τονίζω, δεν σκοπούν την υποκατάσταση του αιτούντος δικαστηρίου στο έργο της αναζήτησης λύσεων που θα είναι αποδεκτές από το εθνικό δίκαιο. Εάν κανένας από τους προαναφερθέντες κανόνες, διατάξεις και αρχές δεν του επιτρέπει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο που να συνάδει με το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις των οδηγιών για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστη τη διάταξη που δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Στερείται συναφώς σημασίας το γεγονός ότι η ασυμβατότητα δεν απορρέει ευθέως από τον CPI, αλλά από την εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ερμηνεία του.
V. Πρόταση
79. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο Tribunal Judiciaire de Paris (πρωτοδικείο Παρισίων, Γαλλία):
«Το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, και το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2006/116/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων, καθώς και με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται, κατ’ αρχήν, στο να εξαρτάται το παραδεκτό αγωγής λόγω προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργου κοινής δημιουργίας από την προσεπίκληση όλων των συνδημιουργών.
Ωστόσο, η εφαρμογή της ως άνω απαιτήσεως δεν μπορεί να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση αγωγής από έναν ή ορισμένους μόνον εκ των συνδημιουργών, περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο οφείλει να προτάξει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.
2 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).
3 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 195, σ. 16).
4 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 2006, L 376, σ. 28).
5 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων (ΕΕ 2006, L 372, σ. 12).
6 Loi n.º 92-597 du 1 juillet 1992, relative au code de la propriété intellectuelle (JORF της 3ης Ιουλίου 1992, σ. 8801). Στο εξής: CPI.
7 Décret n.º 75-1123 du 5 décembre 1975 instituant un nouveau code de procédure civile (JORF της 9ης Δεκεμβρίου 1975, σ. 12521).
8 Σημεία 1 έως 12 και 42 έως 60 της αποφάσεως περί παραπομπής.
9 Η παραχώρηση του εν λόγω δικαιώματος καταλάμβανε την εμπορική και μη εμπορική κινηματογραφική αναπαράσταση, την τηλεοπτική μετάδοση, τα βιντεογραφήματα που παράγονταν με οποιαδήποτε μη γνωστή κατά την εποχή εκείνη τεχνική διαδικασία, καθώς και το δικαίωμα επανεκτέλεσης («ριμέικ»).
10 Οι όροι των συμβάσεων αυτών φαίνεται να είναι παρόμοιοι με τους όρους των συμβάσεων που συνήψε ο Claude Chabrol με την εταιρία Brinter.
11 Με τις γραπτές παρατηρήσεις του (σημείο 1), ένας εκ των κληρονόμων του Claude Chabrol (ο RB) αναφέρει ότι ο BS απέκτησε τα πνευματικά δικαιώματα επί των δεκατεσσάρων ταινιών μέσω των εταιριών του Brinter και Artedis. Προσθέτει ότι η MW είναι σύζυγος του BS και διευθύνει τις εταιρίες Artedis, Panoceanic Films και Radio Days.
12 Κατά την απόφαση περί παραπομπής (σημείο 54), «λαμβανομένων υπόψη των αιτημάτων της, πρόκειται για αγωγή λόγω προσβολής των περιουσιακών και ηθικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία συνιστά αδικοπραξία, στο πλαίσιο της οποίας προβάλλονται οι κύριες αξιώσεις αποζημιώσεως. Ορισμένες από τις αξιώσεις αυτές συνιστούν επίσης βάση για την αγωγή λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης και κλονισμού της συμβατικής σχέσης, συνεπεία λήξης της σύμβασης, συνεπεία εφαρμογής ρήτρας περί καταγγελίας της ή κατόπιν δικαστικής απόφασης λόγω μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων».
13 Σημείο 57 της αποφάσεως περί παραπομπής.
14 Σημείο 57 της αποφάσεως περί παραπομπής. Οι προσεπικληθείσες «κληρονομίες» ήταν: η «κληρονομία Charlotte Armstrong», η «κληρονομία Daniel Boulanger», η «κληρονομία Nicholas Blake», η «κληρονομία Claude Brulé», η «κληρονομία Edward Atiyah», η «κληρονομία Ellery Queen», η «κληρονομία Richard Neely» και η «κληρονομία Patricia Highsmith».
15 Société des auteurs et compositeurs dramatiques (SACD). Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής (σημείο 59), οι ενάγοντες θεώρησαν αρχικώς ότι εκπροσωπεί τους «κληρονόμους» και, εν συνεχεία, ότι υποχρεούται να γνωστοποιήσει τα ονόματα των διαδόχων των συνδημιουργών ή των προσώπων που φέρεται να έχουν αυτή την ιδιότητα.
16 Société des auteurs, compositeurs et éditeurs de musique (SACEM).
17 Μολονότι αυτή η ημερομηνία αναφέρεται στην απόφαση περί παραπομπής, φαίνεται να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, ορθή δε ημερομηνία είναι η 16η Φεβρουαρίου 2023. Τούτο επισημαίνεται από τον RB στις γραπτές παρατηρήσεις του.
18 Σημείο 55 της αποφάσεως περί παραπομπής.
19 Σημείο 116 της αποφάσεως περί παραπομπής.
20 Σημείο 120 της αποφάσεως περί παραπομπής.
21 Σημείο 132.1 της αποφάσεως περί παραπομπής.
22 Απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, εκδοθείσα επί της αιτήσεως αναιρέσεως αριθ. 93-10.945 από το πρώτο τμήμα αστικών διαφορών του Cour de Cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), η οποία παρατίθεται στο σημείο 77.1 της αποφάσεως περί παραπομπής. Στα σημεία 78 και 79 της αποφάσεως περί παραπομπής μνημονεύονται επίσης οι αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2011, εκδοθείσα επί της αιτήσεως αναιρέσεως αριθ. 10‑14.646 («το παραδεκτό της αγωγής λόγω προσβολής [δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας] που ασκήθηκε από έναν εκ των συνδημιουργών ή των διαδόχων τους […] εξαρτάται από την προσεπίκληση όλων [των συνδημιουργών]»), και της 21ης Μαρτίου 2018, εκδοθείσα επί της αιτήσεως αναιρέσεως αριθ. 17-14.728 («αν ένας συνδημιουργός […] δύναται να ενεργήσει μόνος του για την προάσπιση του ηθικού του δικαιώματος, το πράττει υπό την προϋπόθεση ότι είναι δυνατή η εξατομίκευση της συμβολής του· […] σε αντίθετη περίπτωση, υποχρεούται […] να προσεπικαλέσει τους λοιπούς δημιουργούς»).
23 Η χρήση του όρου «consorts» από το αιτούν δικαστήριο όταν αναφέρεται, αντιστοίχως, στους κληρονόμους του Claude Chabrol και του Paul Gégauff μπορεί να νοηθεί υπό τη δικονομική έννοιά της, ήτοι, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω κληρονόμοι είναι ομόδικοι («litis consortes»). Θα αναφερθώ κατωτέρω στην ομοδικία («litis consortium») ως δικονομικό θεσμό.
24 Στα σημεία 24, 25 και 27 της αποφάσεως περί παραπομπής εκτίθενται οι ισχυρισμοί ορισμένων εκ των εναγόντων, οι οποίοι προβάλλουν ρητώς προσβολή του ηθικού δικαιώματος. Στο σημείο 54 της της αποφάσεως περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι «η αγωγή ασκείται υπό τη μορφή αγωγής λόγω προσβολής περιουσιακών και ηθικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία συνιστά αδικοπραξία, στο πλαίσιο της οποίας προβάλλονται οι κύριες αξιώσεις αποζημιώσεως […]».
25 Άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/29, το οποίο αφορά το αποκλειστικό δικαίωμα των οικείων προσώπων «να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει» των έργων τους. Το εν λόγω δικαίωμα παρέχεται «στους δημιουργούς».
26 Το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν «ως πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να ζητούν την εφαρμογή των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης του παρόντος κεφαλαίου: α) τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας· […]». Η υπογράμμιση δική μου.
27 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48 ορίζει ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ο όρος «δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας» εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
28 Η υπογράμμιση δική μου. Η νομιμοποίηση που παρέχεται στους δικαιούχους των δικαιωμάτων αυτών καταλαμβάνει, όπως είναι λογικό, και τους συνδημιουργούς κοινού έργου και, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, τους κληρονόμους τους.
29 Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, SNB-REACT (C‑521/17, EU:C:2018:639, σκέψη 31).
30 Βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την προστασία των συνδικαιούχων των δικαιωμάτων που παρέχουν τα σήματα της Ένωσης, απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Legea (C‑686/21, EU:C:2023:357, σκέψη 36): «Ο δε κανονισμός 40/94 [του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 422/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 70, σ. 1)], […] μολονότι αναγνωρίζει τη δυνατότητα ύπαρξης συγκυριότητας επί σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν περιέχει καμία διάταξη η οποία να διέπει τους όρους ασκήσεως, εκ μέρους των συνδικαιούχων σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα […]». Με τις προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (C‑686/21, EU:C:2022:977) αναφέρθηκα στα γενικά προβλήματα που εγείρει η συνιδιοκτησία των σημάτων.
31 Στο σημείο 67 των γραπτών παρατηρήσεών της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο επίμαχος κανόνας είναι «συμφυής με το σύστημα της εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησίας».
32 Απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, εκδοθείσα επί της αιτήσεως αναιρέσεως αριθ. 93-10.945 από το πρώτο τμήμα αστικών διαφορών του Cour de Cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου).
33 Σημείο 50 των γραπτών παρατηρήσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως.
34 Η «αναγκαστική ενεργητική ομοδικία» προϋποθέτει, αναπόφευκτα, την ύπαρξη περισσότερων εναγόντων των οποίων η από κοινού συμμετοχή στη διαδικασία συνιστά υποχρέωση προβλεπόμενη είτε εκ του νόμου είτε λόγω της φύσης της επίδικης σχέσης.
35 Η «κλήτευση» ισοδυναμεί, από δικονομικής απόψεως, με προσεπίκληση προσώπου προκειμένου να μετάσχει στη διαδικασία.
36 Σημεία 53 έως 56 των γραπτών παρατηρήσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως και σημεία 69 έως 70 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.
37 Σημεία 58 έως 62 των γραπτών παρατηρήσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως και σημείο 72 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.
38 «[…] ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας)». Απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M. N. (EncroChat) (C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 129).
39 Σημεία 71 έως 78 των γραπτών παρατηρήσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως.
40 Σημεία 85 και 86 των γραπτών παρατηρήσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως.
41 Μολονότι στην οικεία υπόθεση δεν επρόκειτο για ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία εθνικού κανόνα περί προσκόμισης και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων η οποία καθιστούσε, στην πράξη, αδύνατη τη «διαπίστωση της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού» θα μπορούσε να οδηγήσει σε «κατάφωρη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και διανοητικής ιδιοκτησίας σε βάρος του κατόχου δικαιώματος του δημιουργού». Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Bastei Lübbe (C‑149/17, EU:C:2018:841, σκέψη 51).
42 Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Skarb Państwa (Ασήμαντη καθυστέρηση πληρωμής ή απαίτηση αμελητέου ποσού) (C‑279/23, EU:C:2024:605, σκέψη 29): «η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια, τηρουμένης, μεταξύ άλλων, της απαγόρευσης contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου, να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή».
43 Όπ.π. (σκέψη 30): «Η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, εάν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της εκάστοτε οδηγίας. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο αυτό».
44 Γραπτές παρατηρήσεις του RB (σημείο 17).
45 Γραπτές παρατηρήσεις των λοιπών κληρονόμων των Claude Chabrol και Paul Gégauff (σημεία 21 και 22).
46 Σημεία 12 επ. των γραπτών παρατηρήσεων του RB, όπου υποστηρίζεται ότι η αγωγή λόγω προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας αποσκοπεί στη «διατήρηση» των δικαιωμάτων αυτών και ότι, ως εκ της φύσεώς της, η εν λόγω αγωγή ασκείται προς το κοινό συμφέρον των συνδικαιούχων. Στο ίδιο πνεύμα, στις γραπτές παρατηρήσεις (σημεία 27 και 28) των λοιπών κληρονόμων των Claude Chabrol και Paul Gégauff επισημαίνεται ότι η αγωγή που άσκησαν οι ενάγοντες έχει αμυντικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην προστασία του κοινού συμφέροντος όλων των συνδικαιούχων και των διαδόχων τους. Η απόφαση περί παραπομπής (σημείο 86) αναφέρεται, κατά τρόπο γενικό, στο ενδεχόμενο η αγωγή να περιορίζεται στη λήψη μέτρου διατήρησης.