ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤρΕφΘεσ 1210/2018 Αδικοπραξία - Μετατροπή προθεσμιακής κατάθεσης σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου

Αριθμός:
1210
Έτος:
2018
Δικαστήριο:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
10/05/2018
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
3350
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Αδικοπραξία. Ισχυρισμός υπογραφής σύμβασης μετατροπής προθεσμιακής κατάθεσης σε μετατρέψιμα αξιόγραφα μετά από ψευδή διαβεβαίωση περί ασφαλούς και συμφέρουσας επένδυσης. Ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Ύπαρξη ρητής συμφωνίας αναφορικά με δικαιοδοσία δικαστηρίων Κυπριακής Δημοκρατίας. Ρητή συνομολόγηση δικονομικής ρήτρας. Νόμιμη και έγκυρη σύμβαση παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας. Απορρίπτει έφεση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός απόφασης 1210/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α’
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ανδρονίκη Τυραννίδου, Πρόεδρο Εφετών, Αλεξάνδρα Μπέλμπα, Εφέτη, Ευαγγελία Μήλιου, Εισηγήτρια-Εφέτη, και τη Γραμματέα Στάθη Χαραλαμπία.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Σεπτεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ... του ..., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ..., που παραστάθηκε ΜΕΤΑ του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ, με Α.Μ. ... του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2) ... του ..., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ..., που παραστάθηκε ΔΙΑ του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ, με Α.Μ. ... του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 3) ... του ..., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ..., που παραστάθηκε ΔΙΑ του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ, με Α.Μ. ... του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και 4) ... του ..., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός ..., που παραστάθηκε ΔΙΑ του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ, με Α.Μ. ... του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
ΤΗΣ ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «... LTD» και το διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στη Λευκωσία, οδός ... και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια του Υποκαταστήματός της επί της ...Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε, βάσει ΔΗΛΩΣΕΩΣ του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., από την πληρεξούσια δικηγόρο της ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΦΕΛΗ, με Α.Μ. ... του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.
Η υπόθεση φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 27-3-2017 κλήση των ως άνω καλούντων [αριθμ. έκθ. κατάθ. .../2017], μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 250/2017 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καλούντων παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε. Αντίθετα η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ’ ου η κλήση δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η υπό κρίση με αριθ. καταθ. .../19-3-2015 έφεση των εναγόντων, φέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αρ. .../29-3-2017 κλήση των εκκαλούντων μετά την έκδοση της 250/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησής της. Η έφεση ασκείται από τους ενάγοντες, που ηττήθηκαν πρωτοδίκως, κατά της 11286/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και είναι παραδεκτή και εμπρόθεσμη (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 και 518 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
2. Με την υπ’ αρ. κατάθεσης .../28-9-12 αγωγή τους, οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι την 27-1-2010 άνοιξαν κοινό λογαριασμό στο υποκατάστημα της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας στη Λευκωσία Κύπρου, στον οποίο κατέθεσαν προθεσμιακά το ποσό των 430.000 ευρώ. Ότι, κατ’ εφαρμογή της ευχέρειας, που τους έδινε η διάταξη του άρθρου 18 του Ν. 3842/2010, μετέφεραν το ποσό αυτό σε άλλο κοινό λογαριασμό στο υποκατάστημα της εναγομένης Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη, καταβάλλοντας και τον αναλογούντα φόρο ποσού 21.500 ευρώ. Ότι η κατάθεση αυτή ήταν προθεσμιακή, διάρκειας ενός έτους με επιτόκιο 3,6% ετησίως. Όμως, προηγουμένως, την 10-5-2010 ο πρώτος εναγόμενος, πειθόμενος στις διαβεβαιώσεις των οργάνων της εναγομένης, ότι πιο ασφαλής και επικερδής επένδυση του ως άνω ποσού, ήταν η τοποθέτησή του σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου με σταθερό επιτόκιο, συμφώνησε να υπογράψει την υπ’ αρ. .../16-5-2011 αίτηση για λογαριασμό του ίδιου και των λοιπών εναγόντων-συνδικαιούχων, δυνάμει της οποίας, έδινε την εντολή στην εναγομένη να μετατρέψει την κατάθεσή τους σε μετατρέψιμα αξιόγραφα με σταθερό επιτόκιο 6,5% ετησίως. Ότι με το υπ’ αρ. .../2012 έγγραφό της, η εναγομένη παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα στους ενάγοντες, 125.000 μετοχές, με αποτέλεσμα να ανέρχεται το χαρτοφυλάκιό τους σε 500.000 μετοχές. Ότι την 14-5-12 η εναγομένη τους ενημέρωσε ότι η αξία των μετοχών τους ανέρχονταν σε 171.000 ευρώ και τότε αντιλήφθηκαν ότι η εναγομένη, διά των αρμοδίων οργάνων της, τους παραπλάνησε και τους έπεισε με απατηλές διαβεβαιώσεις περί εγγυημένης απόδοσης ετήσιου επιτοκίου 6,5%, να μετατρέψουν το ποσό της προθεσμιακής τους κατάθεσης σε υποχρεωτικά μετατρέψιμα ομόλογα, αποπληρωμής και σε συνήθεις μετοχές της εναγομένης, με αποτέλεσμα να τους προκληθεί ζημία, ανερχόμενη στο ποσό των 263.920 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αποταμιεύσεις που απώλεσαν, αλλά και τους τόκους που θα ελάμβαναν από την προθεσμιακή τους κατάθεση. Άλλως, ότι η ζημία τους, ανέρχεται στο ποσό των 270.975 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό της αποταμίευσης που απώλεσαν, των τόκων αυτής και στο ποσό των 10.750 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 50% του παρακρατηθέντος φόρου ύψους 5% επί του συνόλου της κατάθεσης, το οποίο χωρίς νόμιμη αιτία παρακράτησε η εναγομένη και ωφελήθηκε η ίδια. Ζήτησαν δε, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει το ποσό των 281.725 ευρώ, νομιμότοκα και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Η αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία και εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας. Ήδη, με τους διαλαμβανόμενους της υπό κρίση έφεσής τους, λόγους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν, αφού γίνει δεκτή η έφεσή τους και εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, στο σύνολό της. Πρέπει επομένως, να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, η έφεση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
3. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΕλΔνη 41.1599, ΑΠ 108/1998 ΕλΔνη 29.1392, ΕφΑΘ 6073/2002 ΕλΔνη 44.209, ΕφΑΘ 6359/2003 ΕλΔνη 2004.1466). Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 42, 43 και του 44 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλεισθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων διαφορών, όταν η συμφωνία γίνει εγγράφως, και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον από ορισμένη σχέση (εφόσον πρόκειται για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο), με την προϋπόθεση ότι τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βούλησης, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπο αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 1288/1994). Η συμφωνία παρέκτασης αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της οποίας, κρίνεται κατά την lex fori, ενώ όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρέκτασης, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθ. 263 εδ. α` ΚΠολΔ, ΑΠ 703/2005, ΕφΛαρ 833/2006 Δικογραφία 2007.95, ΕφΑθ 717/2009 ΤΝΠ Νόμος). Οι παραπάνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου "για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε την από 27-9-1968 Σύμβαση των Βρυξελλών "για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό. Ειδικότερα, στο άρθρο 23 του 44/2001 Κανονισμού ορίζεται ότι: "αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση....», β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις τους είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο υπό τη διττή προϋπόθεση αφ` ενός ότι τουλάχιστον το ένα από τα μέρη της συμφωνίας έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους και αφ` ετέρου ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ένα δικαστήριο ή δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους. Και στην περίπτωση αυτή, ιδρύεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του κράτους που επιλέχθηκαν, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά. Η ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας έχει αποκλειστικά δικονομικές επενέργειες, που συνίστανται στον αποκλεισμό ή στη θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου και το κύρος και η ισχύς της θα κριθεί από το δίκαιο της χώρας του δικαστή που δικάζει την υπόθεση δηλαδή την lex fori (ΑΠ 8/2015, ΑΠ 313/2015, ΑΠ 1542/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 62/2013 ΝΟΜΟΣ). Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας για υφιστάμενες διαφορές καθώς και για μελλοντικές, που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση (σύμβαση) καλύπτει και τις συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, που απορρέουν μεν από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, πλην όμως, έχουν αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο αυτή και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά της παράβασης της σύμβασης, προκειμένου ν’ αποφευχθούν λύσεις, που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονται χωριστά (ΑΠ 948/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014 ΧΡΙΔ 2015, 205 ΑΠ 1677/2013 ΧΡΙΔ 2014,371, ΑΠ 755/1993, ΕφΠειρ 272/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 15 του Κανονισμού ορίζει ότι σε συμβάσεις, που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια "καταναλωτής», η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του τέταρτου τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5 παρ. 5 και πέραν των περιπτώσεων α`και β` του άρθρου αυτού σε όλες τις περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίστηκε με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή, ή το οποίο κατευθύνει με οποιονδήποτε μέσο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος, ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων (περ. γ`). Κατά το άρθρο 16 παρ. Ι του Κανονισμού, η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου, μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή (πανομοιότυπες διατάξεις με εκείνες των άρθρων 13 και 14 της Σύμβασης του Λουγκάνο, που κυρώθηκε με το ν. 2460/1997, η οποία επαναλαμβάνει τις διατάξεις της Σύμβασης των Βρυξελλών, η οποία καταργήθηκε με τον Κανονισμό 44/2001). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κανονισμού, σαφώς συνάγεται ότι, το ως άνω δικαιοδοτικό προνόμιο (διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους, όπου η κατοικία του ενάγοντος καταναλωτή), επιφυλάσσεται μόνο στους αγοραστές, οι οποίοι έχουν ανάγκη προστασίας, διότι η οικονομική τους θέση χαρακτηρίζεται από την αδυναμία τους έναντι των πωλητών, καθώς πρόκειται για τελικούς καταναλωτές με ιδιωτικό χαρακτήρα, οι οποίοι, μέσω της αγοράς του προϊόντος, το οποίον αποκτούν, δεν εμπλέκονται σε εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Όπως δε προεκτέθηκε, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ύπαρξης συμφωνίας, παρέκτασης της αρμοδιότητας, αποτελεί ένσταση που προτείνεται κατ’ άρθρο 263 ΚΠολΔ κατά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σε αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού, ο ενάγων μπορεί να προτείνει την αντένσταση της καταχρηστικότητας και συνεπώς της ακυρότητας της σχετικής συμφωνίας, κατά το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 υποστηρίζοντας ότι έχει την ιδιότητα του καταναλωτή και ότι η σχετική ρήτρα παρέκτασης δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αλλά επιβλήθηκε μονομερώς ως Γενικός Όρος Συναλλαγών. Μπορεί επίσης, να προτείνει την αντένσταση ότι είναι καταναλωτής και κατά το Κοινοτικό Δίκαιο, δηλαδή κατά το άρθρο 15 του Κανονισμού, ώστε να επωφεληθεί της ειδικής δικαιοδοτικής βάσης που θεσπίζεται με το άρθρο αυτό, επειδή σε σχέση με την φύση και τον σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης, δεν έδρασε ως «επιχειρηματίας», δηλαδή δεν χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο προϊόν προς κερδοσκοπία, αλλά προς αποθεματοποίηση ή για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών (ΑΠ 1738/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 3 και 269 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου, νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν με την προσθήκη των προτάσεων μόνο για την απόκρουση ισχυρισμών, που περιέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου, τέτοιους δε ισχυρισμούς συνιστούν και οι προαναφερόμενες αντενστάσεις του ενάγοντος στην ένσταση του εναγομένου περί ύπαρξης συμφωνίας, παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ, οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων της (ΑΠ 575/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια δε του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων, το πρώτον ενώπιον του εφετείου, είναι απαράδεκτη, αν δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στην θεμελίωση της αγωγής, ένστασης, ή αντένστασης (ΟλΑΠ 654/1984, ΑΠ 1533/2001 ΕλΔνη 44.1613). Στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με το ζήτημα της ύπαρξης ή μη διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι: Με την από 16-5-11 και με αριθμό ... αίτηση του πρώτου ενάγοντος, την οποία απηύθυνε στην εναγομένη τραπεζική εταιρία, ενεργώντας για λογαριασμό του ατομικά αλλά και για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων, ζήτησε από την εναγομένη και η τελευταία έκανε δεκτό το αίτημά του, για συμμετοχή στην έκδοση μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου, ποσού 375.000 ευρώ. Με αφορμή την συμβατική αυτή σχέση, οι ενάγοντες επικαλούμενοι αδικοπραξία σε βάρος τους εκ μέρους της εναγομένης, συνιστάμενη στην ψευδή διαβεβαίωση ότι η επένδυση αυτή ήταν ασφαλής και συμφέρουσα, ζήτησαν να υποχρεωθεί η τελευταία να τους καταβάλλει το ποσό των 281.725 ευρώ, για την ζημία που υπέστησαν. Η εναγομένη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τις έγγραφες προτάσεις της, πρότεινε την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, επικαλούμενη, όπως επικαλείται άλλωστε και με τις, κατά την παρούσα δίκη, νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της, την ύπαρξη ρητής συμφωνίας των μερών (εναγόντων-εναγομένης), που περιλαμβάνεται στο με ημερομηνία 5-4-2011 ενημερωτικό δελτίο, και σύμφωνα με την οποία, τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν «την μοναδική εξουσιοδότηση να δικάσουν οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να προέλθουν ή έχουν σχέση με τα μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου». Σημειώνεται ότι, ούτε οι εκκαλούντες, ούτε η εφεσίβλητη, αν και την επικαλούνται με τις έγγραφες προτάσεις τους, δεν προσκομίζουν την συγκεκριμένη έγγραφη συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητας για μελλοντικές διαφορές, πλην όμως, την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής, ουδόλως αμφισβητούν οι εκκαλούντες με την έφεσή τους, παραπονούμενοι μόνο ότι: α) Παρά την ύπαρξή της, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την υπό κρίση διαφορά, επειδή η προθεσμιακή κατάθεση, που διατηρούσαν στην εναγομένη και από την οποία προέρχονται τα χρήματα τους, που επενδύθηκαν σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου, ανοίχτηκε σε υποκατάστημα που διατηρεί η εναγομένη τράπεζα στην Θεσσαλονίκη. β) Ότι η προθεσμιακή κατάθεση είναι σύμβαση προσχώρησης, με προδιατυπωμένους όρους της Τράπεζας, ότι οι πελάτες της τελευταίας είναι καταναλωτές κατά την έννοια του νόμου και καταχρηστικοί είναι οι όροι που διαταράσσουν υπέρμετρα τα δικαιώματα του καταναλωτή. Ότι στην 7η παράγραφο του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 περιλαμβάνεται ενδεικτικός κατάλογος per se καταχρηστικών όρων, ενώ ακόμη και αν τούτο δεν συμβαίνει, μπορεί ΓΟΣ να υπαχθεί στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, και γ) ότι οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες κατήρτισαν με την εναγομένη σύμβαση, επένδυσης του κεφαλαίου τους σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου, ξένη προς την επαγγελματική τους δραστηριότητα , εκ του λόγου δε τούτου είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 15 του Κανονισμού, με αποτέλεσμα η αγωγή τους να μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας τους. Ότι για τους παραπάνω λόγους η εκκαλουμένη έσφαλε, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την αγωγή τους. Όμως, από την προαναφερόμενη έγγραφη συμφωνία, προκύπτει η ρητή συνομολόγηση δικονομικής ρήτρας μεταξύ των μερών, ότι για τις διαφορές τους από την μεταξύ τους σύμβαση αρμόδια θα είναι τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς κάποια επιφύλαξη ή εξαίρεση. Η ανωτέρω σύμβαση παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας είναι νόμιμη και έγκυρη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, εφαρμοζομένου του πιο πάνω Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 44/2001. Επίσης η ρήτρα αυτή, με την οποία αποκλείστηκε η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων είναι απόλυτα σαφής και δεν επιδέχεται αντίθετη ερμηνεία κατά τη lex fori συντρέχουσας αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων. Η παραπάνω ρήτρα που έγινε εγγράφως και αφορά διαφορά, που έχει περιουσιακό αντικείμενο, καταρτίστηκε παραδεκτά, σύμφωνα με τα άρθρα 42,43 και 44 ΚΠολΔ, και καθιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το περιεχόμενο της, όπως διατυπώθηκε, προκύπτει ότι στα Δικαστήρια που προαναφέρθηκαν, υπάγεται κάθε διαφορά, χωρίς διάκριση, που έχει ως αφετηρία και ιστορικό υπόβαθρο την συγκεκριμένη επένδυση των χρημάτων των εναγόντων σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου, ακόμη και στηριζόμενη σε οποιαδήποτε αδικοπρακτική συμπεριφορά των συμβαλλομένων (ΑΠ 1542/2014 ο.π). Αν δε υπήρχε αντίθετη θέληση των συμβληθέντων (αναφορικά με τις διαφορές από συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις), έστω και για συντρέχουσα αρμοδιότητα των ελληνικών Δικαστηρίων θα είχε περιληφθεί σχετικώς όρος στην εν λόγω ρήτρα-συμφωνία. Το γεγονός δε ότι οι ενάγοντες αρχικά μετέφεραν τα χρήματά τους σε τράπεζα της Κύπρου και στην συνέχεια, όταν θεώρησαν πως το φορολογικό καθεστώς τους ευνοεί, τα «επαναπάτρισαν», καταθέτοντάς τα σε υποκατάστημα της εναγομένης Τράπεζας στην Θεσσαλονίκη, από τις καταθέσεις δε αυτές, προέκυψε η επένδυση σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου, δεν ασκεί εν προκειμένω καμία επιρροή αναφορικά με την ύπαρξη δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, κατά τον σχετικό λόγο έφεσης, απορριπτομένου ως αβάσιμου. Περαιτέρω, αναφορικά με τους λοιπούς δύο λόγους έφεσης, από την επισκόπηση των πρωτοδίκως κατατεθειμένων εγγράφων προτάσεων των εναγόντων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτοί δεν κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προσθήκη αντίκρουση στους προταθέντες ισχυρισμούς της ενάγουσας, και συγκεκριμένα, δεν απάντησαν καθόλου στην προβληθείσα ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, λόγω ύπαρξης συμφωνίας παρέκτασης, ουδόλως δε, πρότειναν αντενστάσεις, περί ακυρότητας της επίδικης συμφωνίας, λόγω αντίθεσής της στο Ν. 2251/1994, ή ύπαρξης στο πρόσωπό τους, της ιδιότητας του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 15 του Κανονισμού, ώστε να μην εφαρμόζεται εν προκειμένω η συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, πρέπει αυτοί να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Τούτο διότι, για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης, επιχειρείται η προβολή των δύο αυτών αντενστάσεων, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η αντένσταση ακυρότητας της συμφωνίας, ορισμένα προβάλλεται, χωρίς περαιτέρω, να συντρέχουν οι εξαιρέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ και ειδικότερα: Χωρίς να είναι οψιγενείς, να προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, να λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ή να μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, να μην προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, κάτι το οποίο ουδόλως αναφέρεται στην έφεση, ή τέλος, να αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της εφεσίβλητης. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης απέρριψε την κρινόμενη αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης, ορθώς έκρινε. Επομένως, η έφεση με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 179 ΚΠολΔ).Τέλος το παράβολο της έφεσης που κατατέθηκε κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων την υπ’ αρ. κατάθεσης .../19-3-15 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 11286/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκης, στις 4 Απριλίου 2018 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Μαΐου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα