Απόφαση

Αριθμός 972/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Λ. Π. του Α. και 2) Μ. Π., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αγάθη Πανούση με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “...” (...), που εδρεύει στον ……και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Μ. Χ. του Κ., κατοίκου ……, εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη - Ευαγγελία Μαραγκουδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και οι 2η και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κρούπα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-12-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1716/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 98/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-7-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Βάρκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 2-7-2020 αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 98/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των ζημιών από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρο 681Α' ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ Ολομ. 14/2004, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 358/217, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Ακόμη "πράγμα”, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, είναι κάθε περιστατικό που, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί, κατά νόμο, στην γέννηση ή κατάλυση του ασκούμενου με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013). Εν όψει τούτων, δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1455/2009, ΑΠ 94/2008). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΑΠ Ολομ. 11/1996, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421-425/ 2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη 98/2000 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, με το πρώτο σκέλος του ως άνω πρώτου λόγου αναιρέσεως αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ.α' του Κ.Πολ.Δ, με την αιτίαση ότι αφενός έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν από τους εναγομένους-εφεσίβλητους, και συγκεκριμένα ότι οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου, είχαν προτείνει, όπως ακριβώς αναγράφεται στο αναιρετήριο, μόνον, ότι: "το λεωφορείο είχε εισέλθει στην ανωτέρω διασταύρωση...το αυτοκίνητο του πρώτου (ενάγοντος-αναιρεσείοντος) εισήλθε με αμείωτη ταχύτητα, χωρίς κανένα προηγούμενο έλεγχο στην διασταύρωση και ανέκοψε την κανονική πορεία του κανονικά κινούμενου λεωφορείου σε ελάχιστη απόσταση από αυτό, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατο στον τρίτο εναγόμενο ν' αποφύγει τη σύγκρουση του εμπρόσθιου τμήματος του λεωφορείου με την δεξιά πλευρά του ΙΧΕ αυτοκινήτου του πρώτου ενάγοντος, που του έφραξε την πορεία, προκαλώντας έτσι ο πρώτος (ενάγων) το ένδικο συμβάν αποκλειστικής υπαιτιότητός του”. Η προσβαλλομένη απόφαση, ωστόσο, δέχθηκε ότι: "το όχημα του πρώτου (ενάγοντος) παρεμβλήθηκε στην πορεία του αστικού λεωφορείου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να επιπέσει με το εμπρόσθιο τμήμα του στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του ενάγοντος, από την πόρτα του συνοδηγού και πίσω και το τελευταίο να αναστραφεί επί του οδοστρώματος και να ακινητοποιηθεί σε παρακείμενο κάδο απορριμάτων επί της οδού Αγίας Σοφίας, εφαπτόμενο με τη δεξιά του πλευρά”. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, υπάρχει "καταφανής διαφορά”, μεταξύ των προταθέντων υπό των αναιρεσιβλήτων και των όσων έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού κατά την κοινή πείρα και λογική είναι αδύνατον "να έχει εισέλθει το λεωφορείο στη διασταύρωση και να μπει μπροστά του το αυτοκίνητου του πρώτου ενάγοντος, ήδη αναιρεσείοντος, που εισήλθε στο απέναντι μέρος της ίδιας διασταύρωσης, που όπως δέχθηκε και η αναιρεσιβαλλόμενη απείχε 6,15 μέτρα από το σημείο, που έγινε η επίπτωση του εμπρόσθιου δεξιού τμήματος του λεωφορείου στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του πρώτου ενάγοντος, ήδη αναιρεσείοντος από την πόρτα του συνοδηγού και πίσω”. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου ως άνω πρώτου αναιρετικού λόγου, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 περ. β' του ΚΠολΔ, για το λόγο ότι η προσβαλλομένη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτούς με την αγωγή και την έφεσή τους και τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι αφορούν το θέμα της υπαιτιότητος στην πρόκληση του ατυχήματος και ειδικότερα, ότι αυτοί πρότειναν τα εξής: "Την 29-10-2016 και περί ώρα 17.10', ο πρώτος από εμάς οδηγούσε με συνεπιβάτιδα την δεύτερη, το υπ' αριθμ. κυκλ. ... αυτοκίνητο ..με μικρή ταχύτητα (30 χλμ την ώρα) περίπου στην οδό Αγνώστων Μαρτύρων της ….. από την ……προς την …… και πέραν αυτής προς την ……. Όταν έφθασα στην ……, που έχει συνολικό πλάτος 20 μέτρων και πλάτος οδοστρώματος 8,10 μέτρα και με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, σταμάτησα και έλεγξα από αριστερά μου και από δεξιά και αφού βεβαιώθηκα ότι μπορούσα να διασχίσω ακινδύνως και τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας της Λεωφόρου, εισήλθα στην ……, πέρασα ολόκληρο το αριστερό ρεύμα κυκλοφορίας της, είχα μπεί στο απέναντι μέρος της οδού Αγνώστων Μαρτύρων και είχε μείνει στην ….. το μήκος 2 μέτρων οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου μου, όταν όλως αιφνιδίως το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... λεωφορείο κυριότητος των ... (2ης εναγομένης), ένεκεν αμελείας και ανεπιτηδειότητος περί το οδηγείν του οδηγούντος αυτό (3ου εναγομένου) και ειδικότερον διότι δεν κατέβαλε την επιμέλεια και προσοχή, που υποχρεούτο από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει και δεν προέβη σε μείωση της ταχύτητας του λεωφορείου, ούτε σε ακινητοποίησή του, ούτε σε αποφευκτικό ελιγμό, επέπεσε ξαφνικά με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του επί της δεξιάς πλευράς του αυτοκινήτου μου από την χειρολαβή της εμπρόσθιας δεξιάς πόρτας και πίσω, με αποτέλεσμα να ανασταφεί το αυτοκίνητό μου και να ευρεθεί η δεξιά του πλευρά εφαπτόμενη με τον κάδο απορριμάτων και το εμπρόσθιο μέρος του ένα μέτρο περίπου από την …....."], εν τούτοις η προσβαλλομένη απόφαση, "αυθαιρέτως και παραλόγως" δέχθηκε ότι η επίπτωση του λεωφορείου επί του ΙΧΕ αυτοκινήτου του 1ου είχε ως αποτέλεσμα "να αναστραφεί το τελευταίο επί του οδοστρώματος και να ακινητοποιηθεί σε παρακείμενο κάδο απορριμάτων επί της ….. εφαπτόμενο με την δεξιά του πλευρά”, ισχυριζόμενοι περαιτέρω (αναιρεσείοντες) ότι η επίπτωση, με το εμπρόσθιο τμήμα, του λεωφορείου στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του πρώτου ενάγοντος, "από την πόρτα του συνοδηγού και πίσω”, δεν είναι λογικώς δυνατόν να προκαλέσει αναστροφή του αυτοκινήτου επί του οδοστρώματος και ακινητοποίησή του σε παρακείμενο κάδο αυτοκινήτων, γιατί αναστροφή και επαφή της δεξιάς πλευράς με τον κάδο απορριμάτων σημαίνει ότι το αυτοκίνητο του πρώτου ενάγοντος μετά τη σύγκρουση ευρέθη καθέτως επί της ….. και ότι ο κάδος απορριμάτων ευρίσκετο επί της ……, πράγμα που είναι εντελώς παράλογο, αφού είναι αδύνατον λογικώς να είναι τοποθετημένος κάδος απορριμάτων στο οδόστρωμα της λεωφόρου. Επί των αιτιάσεων αυτών πρέπει να ελεγχθούν τα ακόλουθα: Κατ' αρχάς, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αυτοτελείς και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αλλά συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεών τους ως προς τις συνθήκες, υπό τις οποίες επισυνέβη το ατύχημα και την υπαιτιότητα των εμπλεκομένων οδηγών στην πρόκλησή του. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο παρών αναιρετικός λόγος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την πληττόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα με τους ανωτέρω ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, τους οποίους απέρριψε και, επομένως, ο λόγος αυτός, είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 2, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν η αγωγή ή άλλη αυτοτελής αίτηση ή ανταίτηση κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι ορισμένος και άρα, παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 559 αριθ. 1 και 19), δεν αρκεί να εκτίθενται στο αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος της υποθέσεως, η έννοια που αποδίδει αυτός στη φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη και το συμπέρασμα του δικαστηρίου, που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει επιπλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το δικαστήριο, ως θεμελιωτικά της κρίσεώς του για το βάσιμο ή μη της αγωγής (ή άλλης αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεως). Διότι, η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται από την ορθότητα όχι του αιτιολογικού αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως (ΚΠολΔ 578), το τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία, προκειμένου να ελεγχθεί είτε αν η αποδιδόμενη στην απόφαση ευθεία παραβίαση ουσιαστικού νόμου οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό, είτε αν τα πραγματικά γεγονότα, που συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού εκτίθενται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, συνακόλουθα δε και ο έλεγχος του διατακτικού της αποφάσεως. Μεμονωμένες και αποσπασματικές, παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, δεν αρκούν για το ορισμένο αυτού του αναιρετικού λόγου. Και τούτο, γιατί, μόνο κατ' αυτό τον τρόπο, μπορεί να κριθεί, αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίμηση της αναίρεσης. Εξάλλου, η αοριστία του αναιρετικού λόγου, δεν μπορεί, ν' αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός αναιρετηρίου, ούτε, ειδικότερα, με παραπομπή στο δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος (Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 123/2021, ΑΠ 892/2019, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 495/2010, ΑΠ 954/2008, ΑΠ 609/2008, ΑΠ 2173/2007, ΑΠ 1432/2004, ΑΠ 1036/2000, ΑΠ 1353/2001), αλλά ούτε και από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μη συνιστούν σφάλμα και απορριφθεί για το λόγο αυτό η αίτηση αναίρεσης, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό (ΑΠ 892/2019). Η θέση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ διότι διασφαλίζει την από αυτό αξιούμενη δίκαιη δίκη, αφού συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του και συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος πρόσβασης του καθενός στα δικαστήρια, το οποίο (δικαίωμα) μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την άσκηση ορισμένης, σύμφωνα με το νόμο, προσφυγής οιασδήποτε μορφής, η οποία θα επιτρέπει, λόγω του ορισμένου περιεχομένου της, την από το δικαστήριο κρίση. Γι' αυτό τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το ορισμένο της εν γένει προσφυγής στα δικαστήρια, μορφή της οποίας είναι και το ένδικο μέσο της αναίρεσης, δεν δυσχεραίνουν αλλά διευκολύνουν την πρόσβαση στα δικαστήρια, για παροχή έννομης προστασίας, αφού με αυτά συγκεκριμενοποιείται το είδος αυτής (ΑΠ 513/2013). Εξάλλου, τον αναιρετικό λόγο, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει και η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (1β'), μόνο όμως εφόσον τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Για τη διαδικαστική πληρότητα αυτού του λόγου πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζονται, πλην άλλων, στη μεν πρώτη περίπτωση η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ως παραβιασθείσα και ο τρόπος με τον οποίο αυτή παραβιάσθηκε ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή της, στη δε δεύτερη περίπτωση το συγκεκριμένα διδάγματα που φέρονται ως παραβιασθέντα κατά την ερμηνεία (επίσης συγκεκριμένου) κανόνα δικαίου ή κατά την υπαγωγή σ αυτόν των πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1736/2012). Τέλος, όσον αφορά τον λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 1632/2007, ΑΠ 669/2007, ΑΠ 1654/2007). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται, ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 255/2018, ΑΠ 86/2018, ΑΠ 432/2016, ΑΠ 151/2015, ΑΠ 17/2012).
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 και 8 του ΚΠολΔ, προσάπτεται στο Εφετείο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της δια του Ν.Δ.53/74 κυρωθείσης ΕΣΔΑ και 106, 110 του Κ.Πολ.Δ. και των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β'και 914 του ΑΚ, 2,4,6,9 και 10 του Ν.Γ.Π) Ν/1911 και 12 παρ. 1, 13 παρ. 2 και 5 και 19 παρ.1, 2 του Ν. 2696/1999 τις οποίες εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε με το να δεχθεί ότι: "το αναφερόμενο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος οδηγού, ο οποίος δεν διέκοψε την πορεία του για όσο χρόνο χρειαζόταν, ώστε να βεβαιωθεί ότι μπορούσε με ασφάλεια να εισέλθει στην επίδικη διασταύρωση και δεν παραχώρησε προτεραιότητα, όπως όφειλε, στο κινούμενο στην ανωτέρω …… αστικό λεωφορείο, που οδηγούσε ο τρίτος εναγόμενος, με αποτέλεσμα να συμβεί το επίδικο ατύχημα, που είχε σαν συνέπεια την πρόκληση υλικών βλαβών στο όχημά του" και στη συνέχεια, ν' απορρίψει τον πρώτο λόγο της εφέσεώς τους, σχετικά με την υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου-εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσίβλητου. Υπό αυτό το περιεχόμενο ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του, ήτοι την εκ του άρθρου 559 αρ. 1α ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, εξαιτίας της αοριστίας του, καθόσον δεν καθορίζεται ποίο σαφές και συγκεκριμένο νομικό σφάλμα αποδίδεται στην εφετειακή απόφαση σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ενώ επίσης δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο ποίες είναι οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, με τις οποίες τούτο παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις, παρά μόνον, αναγράφονται ορισμένες, αποσπασματικές και επιλεκτικές παραδοχές από το σύνολο των παραδοχών, στις οποίες στις οποίες το Δικαστήριο στήριξε στην κρίση του για την υπαιτιότητα στην πρόκληση του ατυχήματος. Ανεξαρτήτως και πέραν αυτών, όσον αφορά τις διατάξεις των άρθρων 106 και 110 του ΚΠολΔ, αυτές έχουν κριθεί ως διατάξεις δικονομικού δικαίου (ΑΠ 394/2002, ΑΠ 858/2011) και, επομένως η παραβίασή τους, δεν μπορεί να θεμελιώσει τον αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Ακολούθως, επίσης αόριστος και, εντεύθεν, απορριπτέος, ως απαράδεκτος, είναι ο ίδιος ως άνω λόγος αναίρεσης και ως προς το δεύτερο σκέλος του, ήτοι την παραβίαση εκ του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, αφού σε κανένα σημείο του αναιρετηρίου δεν αναγράφονται οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην πληττόμενη απόφαση από τους αναιρεσείοντες η αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, διότι αυτή περιέχει ασαφείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες επί του ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζητήματος της υπαιτιότητος του οδηγού του λεωφορείου στην πρόκληση του ατυχήματος, καθόσον έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: “...καμία υπαιτιότητα δεν βαρύνει τον εναγόμενο οδηγό του αστικού λεωφορείου, αφού ο τελευταίος εκινείτο κανονικά στην πορεία του, με μικρή ταχύτητα, που ανερχόταν σε 20 χλμ/ώρα, σύμφωνα με την κατάθεση του άνω αυτόπτη μάρτυρα και τον προσκομιζόμενο ταχογράφο του λεωφορείου, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγόντων ότι η ταχύτητα του αστικού λεωφορείου ήταν αυξημένη και το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος. Επίσης ο ανωτέρω οδηγός του αστικού λεωφορείου δεν μπορούσε να προβλέψει την αιφνίδια και αντικανονική ενέργεια του ενάγοντος οδηγού, ούτε είχε τα χρονικά περιθώρια να προβεί οποιοδήποτε αποφευκτικό ελιγμό, ώστε ν'αποφύγει το ατύχημα" χωρίς να προσδιορίζεται α) εάν είχε ορατότητα και από πόσα μέτρα, β) εάν και πότε αντιλήφθηκε του αυτοκίνητο του πρώτου αναιρεσείοντος, γ) εάν η αντίθετη, πλάτους 4,05 μ., λωρίδα κυκλοφορίας ήταν ελεύθερη κατά τη στιγμή του ατυχήματος από κίνηση άλλων οχημάτων και δ) "την θέση του οδοστρώματος της από 4,95 μ. δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία κινείτο το λεωφορείο”. Υπό αυτό το περιεχόμενο ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης, ο οποίος τείνει να θεμελιωθεί επί του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. και στον οποίο δεν αναφέρονται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέσθηκε η παραβίαση, είναι αόριστος και, εντεύθεν, απαράδεκτος και απορριπτέος. Τέλος, όσον αφορά την επικαλούμενη, με τον ίδιο ως άνω τρίτο λόγο της αναιρέσεως, παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, αιτίαση, οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν ποια είναι τα συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας και κυρίως με ποιον τρόπο αυτά έχουν παραβιασθεί κατά την ερμηνεία "κανόνα ουσιαστικού δικαίου" ή κατά την υπαγωγή σ' αυτόν πραγματικών γεγονότων, τα οποία επίσης δεν προσδιορίζουν. (ΑΠ 1736/2012). Πέραν αυτών, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, ως προς όλες τις αιτιάσεις του είναι απαράδεκτος, διότι, υπό το πρόσχημα της επίκλησης αυτών, στην πραγματικότητα πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 2061/2007).
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, οι οποίοι κατέθεσαν κοινές προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου, λόγω της ήττας τους, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Β’ β' εδ. δ' του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο ένατο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1-1-2016 ένδικα μέσα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-7-2020 και με ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 98/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Και Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ