ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 878/2025 Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου δυνάμει απόφασης διοικητικού δικαστηρίου - Δικαιοδοσία - Ανακοπή - Προθεσμία έφεσης του Δημοσίου - Εφαρμοστέες δικονομικές διατάξεις - Παραπομπή στην επταμελή σύνθεση
Ανάρτηση: 18/06/2025
Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αφορά απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η οποία απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Με την πρωτόδικη απόφαση απερρίφθη ανακοπή του Δημοσίου κατά κατασχετηρίου εγγράφου, δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η κατάσχεση επιβλήθηκε σε εκτέλεση απόφασης διοικητικού δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε σε ιδιώτη αποζημίωση λόγω αστικής ευθύνης οργάνων του Δημοσίου.
Η έφεση του Δημοσίου κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη από το Διοικητικό Εφετείο. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης ήταν 30 ημέρες από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών και ότι η έφεση κατατέθηκε εκπρόθεσμα.
Το ΣτΕ επισημαίνει ότι, όπως έχει κριθεί, για τον καθορισμό δικαιοδοσίας, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ιδιώτης επιδιώκει την ικανοποίηση απαίτησής του από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, εξετάζεται η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση, εφόσον δε η υποκείμενη σχέση είναι σχέση δημοσίου δικαίου, οι σχετικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ αν η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, τα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τους νόμους να δικάσουν την κρίσιμη διαφορά, καθίστανται αρμόδια να αποφανθούν και επί των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης των εκδιδόμενων από αυτά δικαστικών αποφάσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα αφορά τις εφαρμοστές διατάξεις για την προθεσμία της έφεσης επί διαφοράς αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Ειδικότερα, το Δημόσιο υποστήριξε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η γενική διάταξη του άρθρου 94 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που προβλέπει προθεσμία 60 ημερών για την άσκηση της έφεσης κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων. Αντιθέτως, το Διοικητικό Εφετείο εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 226 του ΚΔΔ, η οποία αφορά τη διοικητική εκτέλεση και προβλέπει προθεσμία 30 ημερών.
Σύμφωνα με την κρίση του ΣτΕ, η εκτέλεση που επισπεύδεται από ιδιώτη δυνάμει καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, διενεργείται κατά τις διατάξεις του όγδοου βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικώς, δε για την προθεσμία της εφέσεως που ασκείται κατά αποφάσεως που έκρινε επί ανακοπής κατά πράξεως που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 518 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προβλέπει τριακονθήμερη προθεσμία, εάν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, και εξηκονθήμερη εάν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής.
Συνεπώς, η κρίση περί εκπροθέσμου στην οποία κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη, είναι κατ’ αποτέλεσμα ορθή.
Λόγω όμως της ύπαρξης διαφορετικής νομολογίας και ενόψει της σοβαρότητας των τιθέμενων ζητημάτων και ειδικότερα του ζητήματος των εφαρμοστέων δικονομικών διατάξεων στις δίκες που γεννώνται κατά την εκτέλεση, δυνάμει καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, που επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, καθώς επίσης και του ζητήματος εάν νοείται η, για λόγους επιείκειας ενόψει του ότι οι κρίσιμες διατάξεις ερμηνεύονται συνδυαστικά για πρώτη φορά, σε συμφωνία με τα άρθρα 20 παρ. 1 Σ. και 6 της ΕΣΔΑ, συγχώρεση του εκπροθέσμου της εφέσεως του Δημοσίου, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.