Κείμενο

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’αριθ. 1906/2014 απόφαση έκανε (εν μέρει) δεκτή την αίτηση φυσικών προσώπων, με την οποία ζητούνταν η ακύρωση της υπ’αριθ. 206/25.4.2012 (Β’ 1363/26.4.2012) απόφασης της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, κατά το μέρος που μεταβιβάζονταν από το Ελληνικό Δημόσιο στο «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» (εφεξής ΤΑΙΠΕΔ), χωρίς αντάλλαγμα, 36.245.240 μετοχές της «Εταιρίας Ύδρευσης και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης Α.Ε» (Εφεξής ΕΥΔΑΠ). Αντικείμενο της ίδιας αίτησης ακύρωσης αποτέλεσαν επίσης οι μεταβιβάσεις μετοχών της «Εταιρίας Ύδρευσης - Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης Α.Ε.» (ΕΥΑΘ), της «Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου Α.Ε.» (ΔΕΠΑ), του «Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» (ΟΛΠ) και του «Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε.» (ΟΛΘ). Ως προς το σκέλος αυτό η αίτηση δεν εξετάστηκε στην ουσία της, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν αναγνώρισε την ύπαρξη έννομου συμφέροντος των αιτούντων (1).
Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων έχει δημιουργήσει όχι μόνο νομική αλλά έντονη πολιτική, οικονομική και κοινωνική συζήτηση. Η ιδιαίτερη σημασία της απόφασης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι, το Συμβούλιο της Επικρατείας αφενός θέτει τα όρια της ιδιωτικοποίησης σε μία περίοδο έντονων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, συγκαταλέγοντας εν προκειμένω τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, οι οποίες κατά την απόφαση δεν επιτρέπεται να παρασχεθούν από επιχείρηση, τον έλεγχο της οποίας δεν έχει το Ελληνικό Δημόσιο, και αφετέρου αγγίζει ζητήματα, τα οποία ενόψει των αναγγελθεισών ιδιωτικοποιήσεων πιθανά θα ανακύψουν στο μέλλον.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο
Το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» προστέθηκε ως άρθρο 6Α στον N 2362/1995 «Δημόσιο Λογιστικό - Έλεγχος Δαπανών κ.λπ.» (Α’ 247) με το άρθρο 9 του N 3871/2010 (Α’ 141). Με το N 3985/2011 (Α’ 151) εγκρίθηκε το καταρτισθέν συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 6 Α του N 2362/1995 Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής των ετών 2012 - 2015, το οποίο περιέλαβε στο Κεφάλαιο Β’ II «Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων 2011 - 2015» με σκοπό την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση, μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης του προγράμματος για πρώτη φορά θα καταγραφούν και αξιοποιηθούν τα ανεκμετάλλευτα στοιχεία του ενεργητικού του κράτους. Το προς αξιοποίηση δε χαρτοφυλάκιο του κράτους περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, ήτοι επιχειρήσεις, υποδομές, μονοπωλιακά δικαιώματα και ακίνητα. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει αποκρατικοποιήσεις σε μία σειρά από τομείς της οικονομίας, μεταξύ των οποίων η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, τα λιμάνια, η διαχείριση υδάτων και αποβλήτων κ.λπ. Στόχος του προγράμματος είναι η συγκέντρωση εσόδων που υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τα 50 δισεκατομμύρια μέχρι το 2015.
Για τη διαχείριση και αξιοποίηση του ανωτέρω χαρτοφυλακίου ιδρύθηκε το ΤΑΙΠΕΔ με το N 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (Α’ 152). Το ΤΑΙΠΕΔ συστάθηκε ως ανώνυμη εταιρεία με αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, με εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας και με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ως προς τον τρόπο της αξιοποίησης ορίζεται στο νόμο ότι τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ χωρίς αντάλλαγμα μετά από απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων του άρθρου 3 του N 3049/2002 (Α’ 212). Τα πράγματα ή δικαιώματα που περιέρχονται στο ΤΑΙΠΕΔ κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή δεν μπορούν να αναμεταβιβασθούν στον προηγούμενο κύριο ή δικαιούχο. Το προϊόν δε της αξιοποίησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.
Η περίπτωση της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.
Όσον αφορά στην ΕΥΔΑΠ, σύμφωνα με τον N 2744/1999, με τον οποίο ορίστηκαν το αντικείμενο, οι δραστηριότητες και η πάγια περιουσία της, χορηγήθηκε στην τελευταία το αποκλειστικό δικαίωμα της παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, ως δικαίωμα ανεκχώρητο και αμεταβίβαστο. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να διαθέτει σε επενδυτές κατά ανώτατο όριο το 49% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Με την από 29.11.1999 απόφαση της Γενικής Συνέλευσής της η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο και ιδιώτες απέκτησαν το 38,67% του μετοχικού της κεφαλαίου. Το πλειοψηφικό ποσοστό του 61,33% παρέμεινε στο Ελληνικό Δημόσιο. Το 2006 καταρτίσθηκε το Κωδικοποιημένο Καταστατικό της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., σύμφωνα με άρθρο 1 του οποίου η εταιρεία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος,
Σελ. 41Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας διατηρώντας τον χαρακτήρα της ως εταιρείας που ασκεί δραστηριότητες κοινής ωφέλειας. Περαιτέρω το Καταστατικό επαναλαμβάνει τη δυνατότητα διάθεσης μετοχών σε ιδιώτες μέχρι το ποσοστό του 49%.
Όπως προελέχθη ο τομέας της διαχείρισης υδάτων και ειδικότερα η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. συμπεριλήφθη στους προς αποκρατικοποίηση τομείς. Ειδικότερα ως προς την ΕΥΔΑΠ αναφέρεται στην αιτιολογική αίτηση του νόμου ότι «έχει αποκλειστικό δικαίωμα για την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Το δικαίωμα αυτό είναι αποκλειστικό και δεν μεταβιβάζεται. Η διάρκεια του δικαιώματος αυτού, καθώς και η ανανέωσή του, προβλέπεται σε σχετική σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ το Δεκέμβριο του 1999 και η οποία έχει διάρκεια 20 ετών, με δυνατότητα παράτασης. Το Δημόσιο κατέχει το 61% των μετοχών της ΕΥΔΑΠ, ενώ η Αγροτική Τράπεζα κατέχει το 10%. Η Κυβέρνηση σχεδιάζει τη μεταβίβαση μειοψηφικού πακέτου 27,3% των μετοχών της εταιρείας εντός του 2ου τριμήνου του 2012, ενώ παράλληλα θα ιδρυθεί ρυθμιστική αρχή υδάτων. Περαιτέρω ποσοστό του Δημοσίου αναμένεται να πωληθεί σε στρατηγικό επενδυτή το 4ο τρίμηνο του 2013, μετά το διαχωρισμό του δικτύου από την παροχή υπηρεσίας που θα μεταβιβαστεί...».
Οι διατυπωθείσες απόψεις
Με την προσβαλλόμενη απόφαση της ΔΕΑΑ το Ελληνικό Δημόσιο απώλεσε την πλειοψηφία των μετοχών της ΕΥΔΑΠ μεταβιβάζοντας στο ΤΑΙΠΕΔ χωρίς αντάλλαγμα 36.245.240 μετοχές της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. (ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου) και αποξενώθηκε από το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Εισαγωγικά πρέπει να αναφερθούν οι εξής παράμετροι, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Δικαστηρίου: Ήδη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Ελληνικό Δημόσιο είχε απωλέσει ένα μέρος των μετοχών της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., ήτοι 29.075.500 μετοχές της εταιρείας, οι οποίες είχαν μεταβιβασθεί στο ΤΑΙΠΕΔ με την απόφαση 195/27.10.2011 της ΔΕΑΑ (Β’ 2501/4.11.2011), και διατηρούσε πλέον 36.245.240 μετοχές, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34,033% του μετοχικού κεφαλαίου. Με τη μεταβίβαση και του ποσοστού αυτού στο ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε. το Ελληνικό Δημόσιο αποξενώνεται πλήρως από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ Α.Ε.. Περαιτέρω κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης δεν έχει ιδρυθεί η εξαγγελθείσα «ρυθμιστική αρχή υδάτων» και δεν έχει διαχωριστεί το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης από τις αντίστοιχες παρεχόμενες υπηρεσίες. Επιπλέον δε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης δεν έχει αρθεί ο περιορισμός του άρθρου 1 παρ. 10 του N 2744/1999 ως προς το ποσοστό των δυναμένων να διατεθούν σε ιδιώτες επενδυτές μετοχών της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. (μέχρι 49% του μετοχικού κεφαλαίου) (2).
Σε πρώτο στάδιο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας καλείται να εξετάσει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος των αιτούντων. Εν προκειμένω το Δικαστήριο εξετάζει και τελικώς καταφάσκει την πλήρωση δύο προϋποθέσεων. Πρώτον, το ότι οι αιτούντες κατοικούν εντός της εδαφικής περιφέρειας που η ΕΥΔΑΠ παρέχει κατ’ αποκλειστικότητα τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης και δεύτερον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα που συνδέονται με την εταιρεία με συμβατική σχέση. Δέχεται λοιπόν ότι οι αιτούντες έχουν προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως προς το αν το έννομο συμφέρον είναι ενεστώς, η πλειοψηφία αποφαίνεται ότι ο σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 7 του N 3986/2011 αποκλεισμός αναμεταβίβασης των μετοχών, προκαλεί οριστική αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ.
Αντίθετα με τη σχετικά ευρεία θεώρηση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος, η άποψη της μειοψηφίας είναι πιο περιοριστική. Η τελευταία δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος των αιτούντων, διότι μόνο το γεγονός ότι οι αιτούντες είναι συμβεβλημένοι με την ΕΥΔΑΠ δεν τους νομιμοποιεί να προσβάλλουν πράξεις που αφορούν το νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης, αλλά μόνο πράξεις που επιφέρουν βλαπτικές μεταβολές στις συμβάσεις τους, όπως π.χ. αύξηση των τιμολογίων τους. Στο πλαίσιο αυτό κι εφόσον δεν αλλάζουν οι συμβάσεις με την ΕΥΔΑΠ δεν θεωρείται ότι υπάρχει άμεσο και έννομο συμφέρον των αιτούντων. Ούτε ενεστώς είναι το έννομο συμφέρον, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας, καθώς η μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ δεν συνεπάγεται παρά το ενδεχόμενο περαιτέρω μεταβίβασής τους σε ιδιώτες επενδυτές και ως εκ τούτου δεν υπάρχει η οριστική αποξένωση του Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης όπως υποστηρίζει η πλειοψηφία.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο προχωράει στην ουσία της υπόθεσης και η πλειοψηφούσα άποψη ξεκινά με τη διαπίστωση ότι «η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόδραστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας». Ως τέτοιες δε θεωρούνται η ύδρευση και η αποχέτευση, οι οποίες μπορούν ωστόσο να παράσχονται από δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται ότι η νομική μορφή της δημόσιας επιχείρησης δεν αναιρεί τον χαρακτήρα μιας επιχείρησης ως δημόσιας. Αντίθετα, σύμφωνα με την άποψη του Δικαστηρίου, αναιρείται ο δημόσιος χαρακτήρας της επιχείρησης όταν το Ελληνικό Δημόσιο αποξενώνεται από τον έλεγχο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας. Και τούτο διότι η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου εξασφαλίζει «τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαμορφώνει τη στρατηγική και πολιτική
Σελ. 42της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της». Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση υπάρχει όχι μόνο τύποις ιδιωτικοποίηση, αλλά κατ’ ουσίαν. Η δημόσια επιχείρηση μετατρέπεται λοιπόν και ουσιαστικά σε ιδιωτική, καθώς πλέον οι ιδιώτες έχουν τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή της πλειοψηφίας των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας. Η ιδιωτικοποίηση αυτής της μορφής λειτουργεί, σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας, με γνώμονα το κέρδος. Τούτο όμως δεν συνάδει με την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, διότι γι’αυτές πρέπει να εξασφαλίζεται τόσο η συνέχεια της παροχής όσο και η υψηλή ποιότητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή τα εν λόγω ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν δύναται να εξασφαλισθούν πλήρως με την κρατική εποπτεία. Στην περίπτωση της ΕΥΔΑΠ το Δικαστήριο αφενός αναφέρεται στις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες, οι οποίες παρέχονται μονοπωλιακώς, αλλά και στα δίκτυα, τα οποία «είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η πλειοψηφία καταλήγει ότι η μετατροπή της εταιρείας σε (κατ’ ουσία) ιδιωτική παραβιάζει τα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς ενυπάρχει η αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως αυτή πρέπει να εξασφαλίζεται από τα ως άνω δύο άρθρα του Συντάγματος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη της μειοψηφίας, η οποία, αντίθετα με τα ως άνω λεχθέντα, υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο κρατικής εποπτείας. Η άποψη αυτή διαπιστώνει μεν ότι το κράτος και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλουν να μεριμνούν για τον συνεχή εφοδιασμό με πόσιμο νερό, το οποίο πληροί τους απαραίτητους όρους υγιεινής και διατίθεται σε προσιτή τιμή, όσων κατοικούν ή διαμένουν στη χώρα. Εφόσον όμως το Σύνταγμα δεν διακρίνει, η αποστολή αυτή μπορεί να εκπληρωθεί είτε από υπηρεσίες που ανήκουν οργανικά στο κράτος, είτε από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του κράτους και των ΟΤΑ είτε, τέλος, από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία δεν έχει καμία συμμετοχή το κράτος ή οι ΟΤΑ. «Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι συνταγματικές επιταγές για συνεχή, επαρκή, υπό όρους υγιεινής και σε προσιτή τιμή παροχή πόσιμου ύδατος· η τήρηση δε των επιταγών αυτών εξασφαλίζεται με την άσκηση κρατικής εποπτείας». Στην υπό κρίση περίπτωση λοιπόν, η μειοψηφία καταλήγει ότι δεν είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι αφενός «α) οι σκοποί και η διάρκεια της εταιρείας ορίζονται κατά τρόπο δεσμευτικό από τις οικείες νομοθετικές διατάξεις (1 παρ. 7 N 1068/1980, 1 παρ. 2 και 4 N 2744/1999), και β) σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 8 N 2744/1999 απαγορεύεται η εκποίηση των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως που ανήκουν στην ΕΥΔΑΠ, των συναφών έργων και εγκαταστάσεων, καθώς και η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε αυτά».
Παρατηρήσεις και εγειρόμενα ζητήματα
Με το ζήτημα της συνταγματικότητας αποκρατικοποιήσεων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας έχει ασχοληθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο επεξεργασίας κανονιστικών διαταγμάτων, τα οποία προέβλεπαν την έξοδο επιχειρήσεων από τον δημόσιο τομέα (3). Ειδικότερα έκρινε ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν αγαθά ζωτικής σημασίας, μεταξύ των οποίων και η ύδρευση, ασκούν πράγματι δημόσια υπηρεσία. Σκοπός τους είναι η εξασφάλιση των παρεχόμενων αγαθών στο κοινωνικό σύνολο ώστε να εξασφαλιστούν η αξιοπρεπής διαβίωση και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του πολίτη. Προς το σκοπό αυτό πρέπει για τις επιχειρήσεις αυτές να ισχύει η αρχή της συνεχούς λειτουργίας όπως ισχύει για τη δημόσια διοίκηση. Τούτο δε ισχύει με την εγγύηση του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό οι επιχειρήσεις που παρέχουν αγαθά ζωτικής σημασίας και ανεξάρτητα από το νομικό τους μανδύα τελούν υπό την εξάρτηση και εποπτεία του κράτους (4).
Η θέση αυτή φαίνεται να είναι πιο κοντά στην άποψη της μειοψηφίας, η οποία εν προκειμένω τονίζει ορθά τον ρόλο της κρατικής εποπτείας, η οποία μπορεί να εξασφαλίσει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, σε προσιτή τιμή και αδιαλείπτως. Εντούτοις στην υπό κρίση περίπτωση η μειοψηφία φαίνεται να παραβλέπει το πραγματικό γεγονός της έλλειψης μίας εποπτικής αρχής. Αν και έχει εξαγγελθεί η ίδρυση μίας ρυθμιστικής αρχής υδάτων, αυτό κατά το χρόνο κρίσης της αίτησης δεν έχει συμβεί και ως εκ τούτου ελλείπει το απαραίτητο στοιχείο της εποπτείας. Έτσι όσον αφορά στην ΕΥΔΑΠ φαίνεται να είναι πλέον χωρίς έρεισμα η επίκληση της κρατικής εποπτείας ως αντιστάθμισμα της αποξένωσης του ελληνικού δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.
Ένα ακόμα ζήτημα που εγείρει η απόφαση αυτή είναι ο διαχωρισμός των δικτύων από τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Το Δικαστήριο κάνει μεν αναφορά στα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης και στις αντίστοιχες παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά δεν φαίνεται να τα διαχωρίζει στο σκεπτικό του. Η μειοψηφία παίρνει μία πιο ξεκάθαρη θέση υποστηρίζοντας ότι η μεταβίβαση μέρους των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ και η συνακόλουθη πλήρης ιδιωτικοποίηση δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, με την προϋπόθεση της παραμονής των δικτύων στη δημόσια περιουσία. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά. Μπορεί να ιδιωτικοποιηθούν τόσο το δίκτυο όσο και η παρεχόμενη υπηρεσία; Ο νόμος εν προκειμένω ορίζει ότι το δίκτυο παραμένει στα περιουσιακά στοιχεία της ΕΥΔΑΠ. Ισχύει όμως το ίδιο σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας; Μπορεί το ζήτημα της ιδιοκτησίας των δικτύων να αποτελέσει το όριο των αποκρατικοποιήσεων; Το ερώτημα αυτό μένει αναπάντητο από την απόφαση, αλλά είναι βέβαιο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα κληθεί να το απαντήσει σε επερχόμενες περιπτώσεις αποκρατικοποίησεων.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κρίνεται σκόπιμο στα πλαίσια της σύντομης αυτής παρουσίασης να μην γίνει αναφορά στις σχετικές σκέψεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
2. Ο περιορισμός ήρθη μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 7.9.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 175/7.9.2012), η οποία κυρώθηκε με το νόμο 4092/2012.
3. Βλ. υπ’ αριθ. 159/1992 πρακτικό επεξεργασίας, υπ’ αριθ. 158/1992, ΤοΣ 1992, 157 επ, υπ’ αριθ. 385/1995 πρακτικό επεξεργασίας, ΤοΣ 1996, 285 επ.
4. Από τη θεωρία βλ. σχετικά Α. Γέροντα, Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο, 2011, σελ. 659 επ. και ειδικότερα ως προς τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας σελ. 613 επ., Ε. Αδαμαντίδου, Τα συνταγματικά όρια της Ιδιωτικοποίησης και της ελευθέρωσης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, σε: Η πορεία προς το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η πρόσφατη αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος. Πρακτικά Συνεδρίου, Επιμέλεια: Κ. Γώγος, 2002, σελ. 141 επ., Ε. Βενιζέλο, Το συνταγματικό καθεστώς των δημοσίων επιχειρήσεων. Η περίπτωση του ΟΤΕ (Γνωμ.), Ελληνική Επιθεώρηση Εργασίας, 1993, σελ. 577 επ.
Δείτε το κείμενο όπως εμφανίζεται στην έντυπη μορφή του περιοδικού