Κείμενο

Από την 1η Σεπτέμβριου 1997 τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζουν τη διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης, γνωστή σήμερα ως διαδικασία Δουβλίνο ΙΙΙ. Το νομικό πλαίσιο της διαδικασίας του Δουβλίνου αποτελείται από τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, από τον εκτελεστικό Κανονισμό του Δουβλίνου και από το Κανονισμό Eurodac II.
Η διαδικασία αυτή παρουσιάζει διαφορές ανά κράτος μέλος. Στην Ελλάδα προβλέπεται στον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης.
Παρόλο που ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει ειδικούς κανόνες για τα παιδιά και τα κράτη μέλη πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στις υποθέσεις των ασυνόδευτων ανηλίκων, ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση παρατηρείται στη διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης των ασυνόδευτων ανηλίκων που βρίσκονται στην Ελλάδα με συγγενικά πρόσωπα που ζουν και εργάζονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρατηρείται το φαινόμενο πολλά παιδιά να αναμένουν την απόφαση έως και δύο έτη με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε μία μεταβατική περίοδο και να μην προσαρμόζονται στην ελληνική κοινωνία. Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, που ουσιαστικά είναι η ένωσή του με το οικογενειακό του περιβάλλον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον επίτροπο αλλά και από τους χειριστές των υποθέσεων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας της οικογενειακής επανένωσης.
Η αρχή του κράτους-μέλους οφείλει να διορίζει έναν εκπρόσωπο που θα διασφαλίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σε όλη τη διαδικασία.
Επιπλέον η αρχή του αρμόδιου κράτους-μέλους οφείλει να εντοπίσει τα συγγενικά πρόσωπα του ασυνόδευτου ανηλίκου. Η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος εντοπισμού είναι η συνέντευξη (έχει εκπονηθεί σχετικό υπόδειγμα) που περιλαμβάνει ερωτήσεις για την οικογένεια και τα συγγενικά πρόσωπα του ασυνόδευτου ανηλίκου.
Η σχολιαζόμενη στην παρούσα εργασία απόφαση σχολιάζει και αποφαίνεται επί του παρακάτω ζητήματος: Ποιο είναι το χρονικό σημείο, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη-μέλη, προκειμένου να αποφανθούν υπέρ του αιτήματος του ασυνόδευτου ανηλίκου για οικογενειακή επανένωση.
Ειδικότερα το Δ.Ε.Ε. κλήθηκε να αποφασίσει τι πρέπει να συμβεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:
→ Όταν ο αιτών εισέρχεται στο κράτος-μέλος ως ασυνόδευτος ανήλικος αλλά ενηλικιώνεται πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ασύλου και άρα πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης της οικογενειακής επανένωσης.
→ Όταν ο αιτών εισέρχεται στο κράτος-μέλος ως ασυνόδευτος ανήλικος, καταθέτει την αίτηση ασύλου όντας ακόμη ανήλικος, αλλά έχει ήδη ενηλικιωθεί πριν την κατάθεση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης.
Η σχολιαζόμενη απόφαση είναι η απόφαση C-550/16 του Δ.Ε.Ε. (A και S κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie).
Σύμφωνα με το ιστορικό η κόρη των Α και Σ αφίχθη από την Ερυθραία στις Κάτω Χώρες ως ανήλικη. Την 26η Φεβρουαρίου 2014 κατέθεσε αίτηση παροχής ασύλου, ενώ την 2η Ιουνίου του 2014 ενηλικιώθηκε. Με την από 21-10-2014 απόφαση του Υφυπουργού χορηγήθηκε άδεια διαμονής λόγω ασύλου χρονικής διάρκειας πέντε ετών αρχομένης της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης (είχε δηλαδή αναδρομική ισχύ αναγνωρίζοντας ως ημερομηνία έναρξης της άδειας διαμονής την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης παροχής ασύλου).
Η προσφυγική οργάνωση VluchtelingenWerk Nederland την 23η Δεκεμβρίου 2014 κατέθεσε για λογαριασμό της κοπέλας αίτηση χορήγησης άδειας προσωρινής διαμονής τόσο για τους γονείς της όσο και για τα τρία ανήλικα αδέρφια της βάσει της οικογενειακής επανένωσης.
Ωστόσο με την από 27 Μαΐου 2015 απόφαση του ο Υφυπουργός απέρριψε την αίτηση χορήγησης άδειας προσωρινής διαμονής βάσει της οικογενειακής επανένωσης, επειδή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης οικογενειακής επανένωσης (23/12/2014) η κοπέλα ήταν ήδη ενήλικη.
Την 3η Σεπτεμβρίου 2015 οι γονείς της άσκησαν προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης του Υφυπουργού ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου Χάγης ισχυριζόμενοι ότι η ανωτέρω απόφαση του Υφυπουργού πάσχει ως προς την αιτιολογία της, επειδή καθοριστικής σημασίας είναι η ημερομηνία εισόδου της αιτούσης οικογενειακής επανένωσης στη χώρα. Αντιθέτως, ο Υφυπουργός υποστηρίζει ότι είναι καθοριστικής σημασίας η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης οικογενειακής επανένωσης.
Το αντίστοιχο Συμβούλιο της Επικρατείας της Ολλανδίας αποφάνθηκε με δύο αποφάσεις την 23η Νοεμβρίου 2015 ότι η ιδιότητα του ασυνόδευτουανηλίκου και τα συναφή με την ιδιότητα αυτή δικαιώματα λαμβάνοντα υπόψη κατά την ημερομηνία άφιξης του σε κράτος μέλος της Ε.Ε. εισάγοντας όμως ταυτόχρονα και δύο εξαιρέσεις. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις του ασυνόδευτου ανηλίκου που αρχικά είχε ενήλικο συνοδό και μετά βρέθηκε χωρίς συνοδό και του ασυνόδευτου ανηλίκου που είναι ασυνόδευτος κατά την άφιξη του αλλά στη συνέχεια αναλαμβάνει την επιμέλειά του ενήλικος.
Στο πλαίσιο αυτό το Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης ανέστειλε τη διαδικασία και απέστειλε το εξής προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μπορεί υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος ήταν ανήλικος την ημερομηνία εισόδου στη χώρα και στον οποίον χορηγήθηκε άσυλο μετά την ενηλικίωση να επωφεληθεί του δικαιώματος της οικογενειακής επανένωσης ως ασυνόδευτος ανήλικος;
Οι γονείς της κοπέλας πιστεύουν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, ενώ η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφωνούν. Συνεπώς η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε.
Η ολλανδική κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δε λαμβάνουν υπόψη σχετικά με τη διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης το χρόνο εισόδου του ασυνόδευτου ανηλίκου στη χώρα. Ενώ αναγνωρίζουν ότι για τη χορήγηση του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος της επικουρικής προστασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν η ημερομηνία εισόδου στη χώρα, στο ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης ισχυρίζονται ότι η ημερομηνία εισόδου του παιδιού στη χώρα είναι αδιάφορο γεγονός, ενώ τίθεται υπόψιν η ημερομηνία απόκτησης της ιδιότητας του πρόσφυγα. Πρόκειται για πρόδηλη αντίφαση της Ολλανδικής Κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αντιβαίνει στο ίδιο το σκοπό της Οδηγίας 2003/86, ο οποίος έγκειται στο να διεξαχθεί ταχύτερα η διαδικασία οικογενειακής επανένωσης, αλλά και στην ίδια την ασφάλεια του δικαίου.
Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει από μία τέτοια ερμηνεία είναι ότι δύο ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες ίδιας ηλικίας που υποβάλλουν αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας την ίδια ημέρα ενδέχεται να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση λόγω καταστάσεων που θα προκύψουν (στην περίπτωση του ενός ασυνόδευτου ανηλίκου η διαδικασία να είναι βραδύτερη λόγω διαδικαστικών κωλυμάτων, ενώ στην περίπτωση του άλλου η διαδικασία να είναι ταχύτερη).
Με την ερμηνεία της Ολλανδικής Κυβέρνησης δεν διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, καθώς δεν τηρείται η προβλεπόμενη για τους ασυνόδευτους ανηλίκους προτεραιότητα στην εξέταση της διαδικασίας ασύλου και δε λαμβάνεται υπόψη η ευαλωτότητα τους.
Ειδικότερα η Ολλανδική Κυβέρνηση μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι τις συνέπειες της κωλυσιεργίας που επιδεικνύει στην άμεση διεκπεραίωση των αιτημάτων του ανηλίκου θα τις υποστεί ο ίδιος ο ανήλικος.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει για την ευδοκίμηση (αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις) της αίτησης οικογενειακής επανένωσης είναι το εξής: Ποια ημερομηνία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση από το κράτος μέλος της οικογενειακής επανένωσης; Η ημερομηνία εισόδου, η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης χορήγησης ασύλου, η ημερομηνία έγκρισης της αίτησης χορήγησης ασύλου ή η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης οικογενειακής επανένωσης;
Το Δ.Ε.Ε. αποφάνθηκε ότι «Το άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, ερμηνευμένο σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά τη διάταξη αυτή, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος ήταν ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεώς του παροχής ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, ενηλικιώθηκε και υπήχθη, εν συνεχεία, στο καθεστώς του πρόσφυγα». Άρα σύμφωνα με τα ανωτέρω ο ανήλικος δικαιούται οικογενειακή επανένωση σίγουρα αν εισήρθε ως ανήλικος στη χώρα και αν είναι ανήλικος και κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης χορήγησης ασύλου ανεξαρτήτως του χρόνου έγκρισης αυτής. Συνεπώς το Δ.Ε.Ε. προσθέτει και μία άλλη παράμετρο, την ημερομηνία εισόδου του ασυνόδευτου ανηλίκου στη χώρα.
Η άποψη ότι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας σε σχέση με την ημερομηνία κατάθεσης τη αίτησης χορήγησης της οικογενειακής επανένωσης είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να εκτιμηθεί το δικαίωμα του ανήλικου πρόσφυγα (εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 3 στοιχείο α΄ της Οδηγίας 2003/86) είναι σαφώς ορθότερη, καθώς οι αιτούντες άσυλο και οι αιτούντες οικογενειακή επανένωση στο ίδιο χρονικό σημείο έχουν αν όχι ίση τουλάχιστον παρόμοια μεταχείριση. Η απόφαση αυτή καθιστά δυνατή τη διασφάλιση πανομοιότυπης και προβλέψιμης μεταχείρισης όλων των αιτούντων που βρίσκονται από χρονικής άποψης σε ίδια κατάσταση.
Ωστόσο τίθεται το εξής μείζονος σημασίας ερώτημα που δεν διευθετήθηκε από το Δ.Ε.Ε. :«τι θα συμβεί με τον ασυνόδευτο ανήλικο που έχει εισέλθει στο κράτος μέλος της Ε.Ε. ως ανήλικος και ενηλικιώνεται πριν από την κατάθεση της αίτησης χορήγησης ασύλου». Η είσοδος του ανηλίκου στο έδαφος του κράτους υποδοχής δεν ταυτίζεται πάντα με την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης χορήγησης ασύλου και με την ημερομηνία κατάθεσης αίτηση χορήγησης οικογενειακής επανένωσης. Από το χρονικό σημείο της εισόδου του ασυνόδευτου ανηλίκου στο κράτος μέλος έως την κατάθεση αίτησης χορήγησης ασύλου και της αίτησης για οικογενειακή επανένωση ενδέχεται να προκύψουν κωλύματα (προβλήματα διερμηνείας, αδυναμία επικοινωνίας του συνηγόρου με την Υπηρεσία Ασύλου, απουσία δικηγόρων από δομές) με αποτέλεσμα να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με την απόφαση του Δ.Ε.Ε. το παιδί που ενηλικιώνεται πριν από την κατάθεση της αίτησης χορήγησης ασύλου αλλά και πριν από την κατάθεση της αίτησης για οικογενειακή επανένωσης χάνει το δικαίωμα του στην οικογενειακή επανένωση. Επομένως, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε με την απόφαση αυτή του Δ.Ε.Ε. ότι τα κράτη μέλη της Ευρώπης πολλές φορές κωλυσιεργούν στην έκδοση σχετικών αποφάσεων και κυρίως δε λαμβάνεται υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ασυνόδευτου ανηλίκου.
Συνεπώς, σύμφωνη με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και με την αρχή της ίσης μεταχείρισης θα ήταν η απόφαση η οποία θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το χρονικό σημείο καθορισμού της ανηλικότητας και των συναφών με αυτήν δικαιωμάτων πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με την ημερομηνία άφιξης του παιδιού στο κράτος μέλος της Ε.Ε., η οποία θα καταγραφεί στη διαδικασία αυτοκαταγραφής και ταυτοποίησης στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.).