Κείμενο

1. Το ανθρώπινο δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον
Πολύ πρόσφατα, τον Οκτώβρη του 2021, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ με την Διακήρυξη HRC/RES/48/13 αναγνώρισε ως ανθρώπινο δικαίωμα το δικαίωμα στο υγιές περιβάλλον, γνωστό και ως δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο συνδέεται στενά με όλα εκείνα τα δικαιώματα που συνθέτουν τη σφαίρα της ζωής και του κατάλληλου επιπέδου διαβίωσης του ανθρώπου, όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην προσωπικότητα, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα κατάλληλου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, το δικαίωμα στο νερό και την αποχέτευση, καθώς και το δικαίωμα στην τροφή.

Η διεθνής αναγνώριση του δικαιώματος στο υγιές περιβάλλον ως ανθρώπινου δικαιώματος, παρά τον μη άμεσα δεσμευτικό της χαρακτήρα, συνιστά μια τομή ως προς την προσέγγιση των βλαβερών και επιζήμιων συνεπειών που η περιβαλλοντική καταστροφή, ρύπανση και μόλυνση επιφέρει στον ίδιο τον άνθρωπο, σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις που εξετάζουν κυρίως τις συνέπειές της στο περιβάλλον ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό ή ως υποκείμενο δικαιωμάτων (rights of nature), τις οποίες ωστόσο συμπληρώνει και ενδυναμώνει. Η αναγνώρισή του, προωθεί τη δυνατότητα επίκλησής του σε εθνικό επίπεδο, δημιουργώντας τη δυνατότητα θεμελίωσης νομοθετικών πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος με επίκεντρό τους την προστασία του ανθρώπου από τις ατομικές ζημίες και βλάβες που είναι δυνατόν να του επιφέρει η περιβαλλοντική καταστροφή. Παράλληλα, ενισχύει τη νομική διεκδίκηση αποκατάστασης των ζημιών που πράξεις ή παραλείψεις καταστρεπτικές

Σελ. 18για την ποιότητα του περιβάλλοντος είναι δυνατόν να επιφέρουν στους πολίτες των εθνικών εννόμων τάξεων. Στο κείμενο που ακολουθεί εξετάζεται η μακρά διαδικασία υιοθέτησης του δικαιώματος στο υγιές περιβάλλον, η θεμελίωσή του σε προϋπάρχουσες διεθνείς συνθήκες και διακηρύξεις, καθώς και η σημασία που του αποδίδεται από τους διεθνείς οργανισμούς και τα περιφερειακά δικαστήρια προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Δια-αμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Αντίστοιχα, αναλύεται η νομική του φύση ως δικαιώματος, η έλλειψη άμεσης δεσμευτικότητάς του αλλά και η δυνατότητα μιας δυναμικής ερμηνευτικής επίκλησής του στην ελληνική έννομη τάξη, σε συνάρτηση με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα στο περιβάλλον και στην υγεία (άρθρα 21 και 24 Συντ.) των οποίων βελτιώνει τη νομική επίκληση και προστασία. Περαιτέρω, εξετάζονται οι δυνατότητες που η αναγνώρισή του παρέχει για την ανάδυση νομοθετικών πολιτικών προστασίας του ανθρώπου έναντι της περιβαλλοντικής καταστροφής, όπως αυτές αναδεικνύονται ιδίως με αφορμή την πανδημία COVID-19, η ένταση και έκταση της οποίας οξύνθηκε ιδίως από την ατμοσφαιρική ρύπανση.
2. Η νομική θεμελίωση της σχέσης περιβάλλοντος και υγείας: Από τη Στοκχόλμη, στην HRC/RES/48/13
Οι αυξανόμενες επιζήμιες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στο επίπεδο της ανθρώπινης ζωής αλλά και η αναγνώρισή τους ως άμεσου παράγοντα διακινδύνευσης της ανθρώπινης ζωής και υγείας, οδήγησαν την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην υιοθέτηση της Διακήρυξης 48/13 μετά από πρόταση των Κόστα Ρίκα, Μαλβίδες, Μαρόκο, Σλοβενία και Ελβετία, με 43 ψήφους υπέρ (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδα) και 4 κατά (Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ιαπωνία). Παράλληλα, με την Διακήρυξη 48/14 η Επιτροπή ίδρυσε τη θέση ενός Ειδικού Εισηγητή για την Κλιματική Αλλαγή, υπογραμμίζοντας με τον τρόπο αυτό την σχέση μεταξύ διεθνών κρίσεων, μεταξύ των οποίων και της πανδημίας COVID-19 και κλιματικής αλλαγής. Αποτυπώνεται στις διακηρύξεις αυτές, η πρόθεση της Επιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ να υπογραμμίσει τη συνολικότερη σύνδεση μεταξύ βιώσιμου περιβάλλοντος, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υγείας, που έως σήμερα συχνά προστατεύονται στο διεθνές και περιφερειακό δίκαιο με τρόπο απομονωμένο και αποσπασματικό, μέσα από την ειδική στόχευση σε συγκεκριμένα προβλήματα και επιμέρους διακινδυνεύσεις τους.
Η σύνδεση μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βιώσιμου περιβάλλοντος και δικαιώματος στην υγεία, καταγράφεται για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο στη Διάσκεψη της Στοκχόλμης (1972), στην πρώτη της αρχή, αναφέρεται ότι «ο άνθρωπος έχει το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας, της ισότητας και των κατάλληλων συνθηκών ζωής, σε ένα περιβάλλον ποιότητας που επιτρέπει μια αξιοπρεπή ζωή και ευημερία, και αυτός φέρει σοβαρή ευθύνη για την προστασία και τη βελτίωση του περιβάλλοντος για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές.». Στην έβδομή της αρχή τονίζεται η ανάγκη ανάληψης από τα κράτη όλων των δυνατών μέτρων για την αποφυγή της θαλάσσιας ρύπανσης από ουσίες ικανές να προκαλέσουν κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Τη λογική αυτή της σύνδεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το δικαιώματα στο βιώσιμο περιβάλλον και την υγεία ακολούθησε και η διακήρυξη G.A./RES/45/94 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ διατυπώνοντας με τρόπο άμεσο ότι το δικαίωμα της ποιότητας ζωής και της υγείας περιλαμβάνουν το δικαίωμα στο βιώσιμο περιβάλλον.
Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βιώσιμου περιβάλλοντος και δικαιώματος στην υγεία, υφίσταται μεν αλλά δεν ενισχύεται σημαντικά εξ αιτίας της ανάδυσης και ενίσχυσης στο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο των διαδικαστικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (κυρίως του δικαιώματος στην πληροφόρηση), που στοχεύουν πρωτίστως στην προστασία του περιβάλλοντος καθαυτού και έμμεσα στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας. Έτσι, στη δέκατη αρχή της Διακήρυξης του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (1992) υπογραμμίζεται ότι τα δικαιώματα πρόσβασης στην πληροφόρηση και τη δημόσια συμμετοχής, καθώς και η πρόσβαση σε αποτελεσματικές διοικητικές και δικαστικές διαδικασίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η αποκατάσταση και η αποζημίωση θα πρέπει να προστατεύονται, διότι «τα περιβαλλοντικά ζητήματα τυχαίνουν καλύτερου χειρισμού με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων πολιτών». Στην προοπτική αυτή, τα διαδικαστικά δικαιώματα (τα οποία περιλαμβάνονται σε όλες τις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων διεθνείς και περιφερειακές
Σελ. 19 συμβάσεις) διευκολύνουν την επίτευξη του στόχου της περιβαλλοντικής προστασίας και έμμεσα και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της ζωής, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίζουν την άμεση σύνδεσή τους. Περαιτέρω, η τάση συμπερίληψης των διαδικαστικών δικαιωμάτων σε Συμβάσεις που ρυθμίζουν ειδικά θέματα προστασίας του περιβάλλοντος αυξάνεται σημαντικά μετά τη Διάσκεψη του Ρίο, γεγονός που δεν αφήνει περιθώριο για την ανάπτυξη του δικαιώματος στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον. Πρόκειται για μια περίοδο πλήρους επικράτησης των διαδικαστικών δικαιωμάτων πληροφόρησης και συμμετοχής στο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο.
Ωστόσο, παρά την τάση ενίσχυσης των διαδικαστικών δικαιωμάτων υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος που εμφανίζεται μετά τη Διάσκεψη του Ρίο, η σύνδεση μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιώματος στην υγεία και βιώσιμου περιβάλλοντος, καταγράφεται επίσης. Το Κεφάλαιο 6 της Ατζέντας 21 που υιοθετήθηκε στην Διάσκεψη του Ρίου υπογραμμίζει την ανάγκη διασφάλισης της ανθρώπινης υγείας, ενώ στην πρώτη αρχή της Διακήρυξης του Ρίο αναφέρεται ότι οι άνθρωποι δικαιούνται μιας υγιούς και παραγωγικής ζωής σε αρμονία με τη φύση. Αντίστοιχα, η δέκατη τέταρτη αρχή αναφέρεται στην ανάγκη της αποτελεσματικής διακρατικής συνεργασίας η οποία θα αποθαρρύνει ή αποτρέψει την μεταφορά ουσιών ή δραστηριοτήτων που είναι επιζήμια για την ανθρώπινη υγεία. Αντίστοιχα, η σύνδεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιώματος στην υγεία και βιώσιμου περιβάλλοντος απασχολεί και τις διεθνείς και περιφερειακές συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ την επικαλούνται διεθνείς επιτροπές σε διακηρύξεις και σχόλιά τους. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό το άρθρο 12 παρ. 2, εδ. γ΄ και δ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (1966) όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην υγεία και τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνται να λάβουν μέτρα για την βελτίωση της περιβαλλοντικής και βιομηχανικής υγιεινής και για την αποτροπή και τον έλεγχο επιδημικών, ενδημικών, επαγγελματικών και άλλων ασθενειών. Πρόκειται για διατάξεις που δημιουργούν τη θετική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τους εργαζομένους σε συνθήκες πανδημίας, όπως αυτή του COVID-19, δικαιολογώντας και την λήψη περιοριστικών προς τους εργαζομένους μέτρων ελέγχου της υγείας τους (με την χρήση PCR/ rapid τεστ), συνάδοντας με τις πολιτικές που υιοθετήθηκαν από την πλειοψηφία των πληττόμενων από την πανδημία κρατών διεθνώς.
Αντίστοιχα, στο άρθρο 24 παρ. 2, εδ. γ΄ και ε΄ της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989) γίνεται σαφώς η σύνδεση μεταξύ περιβαλλοντικής προστασίας και του δικαιώματος του παιδιού στην υγεία. Η Σύμβαση προβλέπει την θετική υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών «να αγωνιστούν κατά της ασθένειας και της κακής διατροφής και μέσα στα πλαίσια της στοιχειώδους περίθαλψης, με την εφαρμογή - ανάμεσα στα άλλα - της ήδη διαθέσιμης τεχνολογίας και με την παροχή θρεπτικών τροφών και καθαρού πόσιμου νερού, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους της μόλυνσης του φυσικού περιβάλλοντος», καθώς και να ενημερώνουν «για τα θέματα της υγείας και της διατροφής του παιδιού, […], την υγιεινή και την καθαριότητα του περιβάλλοντος.Ο Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων και των Λαών (1991) στο άρθρο 24 αναγνωρίζει το βιώσιμο περιβάλλον ως καθοριστικό για την ανάπτυξη του ανθρώπου (δικαίωμα στην προσωπικότητα).
Αντίστοιχα, η Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους (1989) αναφέρει ρητά στο προοίμιό της τους κινδύνους που εγκυμονεί το μη βιώσιμο περιβάλλον στην περίπτωση ιδίως των αυξανόμενων κινδύνων που εγκυμονεί η διάθεση των επικίνδυνων αποβλήτων.Σελ. 20Περαιτέρω, το Πρωτόκολλο του Ελσίνκι για το Νερό και την Υγεία (1999) που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της Σύμβασης του Ελσίνκι για το Νερό (1992), περιλαμβάνει εκτενείς συμβατικές διατάξεις που καταδεικνύουν τη σύνδεση μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιώματος στην υγεία και βιώσιμου περιβάλλοντος.
Στην Σύμβαση υπογραμμίζεται η σημασία του νερού για τη ζωή, καθώς και η ανάγκη διασφάλισης ότι η ποιότητα και ποσότητά του θα πρέπει να εγγυώνται τις ουσιώδεις ανθρώπινες ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίζεται ότι η ποιότητα και η ποσότητα του νερού συνιστούν προϋπόθεση τόσο για την βέλτιστη ανθρώπινη υγεία όσο και για την βιώσιμη ανάπτυξη του περιβάλλοντος. Αντίστοιχα το Πρωτόκολλο, εστιάζει στη διατήρηση της υγείας και της ποιότητας ζωής, τόσο σε εθνικό όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο μέσα από τη θετική υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών να υιοθετήσουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την επάρκεια πόσιμου νερού, χωρίς αυτό να προκαλεί κινδύνους για τη δημόσια υγεία (άρθρο 4 Πρωτοκόλλου). Στο άρθρο 5, εδ. i του Πρωτοκόλλου αναγνωρίζονται τα δικαιώματα στην δημόσια συμμετοχή και λήψη απόφασης προκειμένου να λειτουργήσουν ως μοχλοί για την δημόσια πληροφόρηση του κοινού, την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών και την υποβολή διοικητικών αναφορών ή την αναζήτηση δικαστικής προστασίας για τον έλεγχο αποφάσεων που αφορούν τη διαχείριση του πόσιμου νερού.20 Ωστόσο, παρά τη θεμελίωση του σε μια σειρά από Συμβάσεις, Σύμφωνα και Πρωτόκολλα του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, το δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον στερούνταν της άμεσης, ειδικής και ρητής αναγνώρισής του που θα επέτρεπε την ενίσχυση της προστασίας του ιδίως από τη σκοπιά της δικαστικής πρακτικής των εθνικών, διεθνών και περιφερειακών Επιτροπών και Δικαστηρίων, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
3. Οι απαρχές της δικαστικής προστασίας του δικαιώματος στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον
Το δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον έχει τύχει επεξεργασίας και στο πλαίσιο της νομολογίας μεγάλων περιφερειακών δικαστηρίων και επιτροπών, όπως το ΕΔΔΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (που λειτούργησε μέχρι το 1998) και η Δια-αμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην απόφασή του Hatton και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 2.10.2001, το ΕΔΔΑ έμμεσα αναγνώρισε το δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ εξέτασε το ζήτημα το κατά πόσον ο θόρυβος από τις αυξημένες πτήσεις μεταξύ 4 π.μ και 6 π.μ. στο αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου παραβίαζε το δικαίωμα των αιτούντων στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ), κυρίως διότι η έλλειψη ύπνου είχε επιπτώσεις στην υγεία τους. Κατά το ΕΔΔΑ, κατά την στάθμιση μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και του γενικού συμφέροντος, τα κρατικά όργανα δεν μπορούν απλώς να αναφέρονται στην προστασία της οικονομικής ευημερίας των πολιτών όταν εξετάζουν το κατά πόσον έχει προσβληθεί ή όχι το δικαίωμα στο περιβάλλον. Αντίθετα, τα κρατικά όργανα έχουν την υποχρέωση να ελαχιστοποιούν την παρέμβασή τους στο περιβάλλον, υιοθετώντας εναλλακτικές λύσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν την ηπιότερη δυνατή παρέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών. Στην απόφαση αυτή ο Δικαστής Jean-Paul Costa διατύπωσε ειδικότερα τη γνώμη ότι υφίσταται ένα δικαίωμα στο υγιές περιβάλλον και ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, διεθνώς έχει γίνει κατανοητή η σημασία των περιβαλλοντικών ζητημάτων και των επιπτώσεών τους στην ζωή των ανθρώπων.
Στην περίφημη απόφασή του, Lopez-Ostra κατά Ισπανίας, της 9.12.1994, το ΕΔΔΑ απασχόλησε το ζήτημα της περιβαλλοντικής ζημίας ως προσβολή του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της κατοικίας. Ο αιτών και η κόρη του αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα υγείας από τους ρύπους μιας μονάδας επεξεργασίας απορριμμάτων βυρσδοδεψίας που λειτουργούσε, χωρίς την αναγκαία άδεια, δίπλα στο κτίριο όπου κατοικούσαν. Ο αιτών αναγκάστηκε να μεταβάλει την κατοικία του εξ αιτίας των υψηλών επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το ΕΔΔΑ στην απόφαση του υπογράμμισε ότι η σοβαρή περιβαλλοντική μόλυνση είναι δυνατόν να επηρεάσει την ποιότητα ζωής του ανθρώπων και να τους αποτρέψει από το να απολαύσουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και την κατοικία τους. Κατά το ΕΔΔΑ, οι κρατικές αρχές έπρεπε να σταθμίσουν στην περίπτωση αυτή μεταξύ του δικαιώματος της πόλης στην οικονομική της ευημερία και στο δικαίωμα των αιτούντων στην απόλαυση της ιδιωτικής, οικογενειακής ζωής και κατοικίας τους, στάθμιση στην οποία απέτυχαν.
Στην υπόθεση Anna Maria Guerra και 39 άλλοι κατά Ιταλίας, της 19.2.1998, οι αιτούντες παραπονέθηκαν για την ρύπανση που προκαλούσε ένα εργοστάσιο χημικών προϊόντων που ήταν εγκατεστημένο κοντά στην πόλη
Σελ. 21 τους, αναφερόμενοι στην πιθανή διακινδύνευσή τους από ατυχήματα, καθώς και την απουσία υιοθέτησης μέτρων προστασίας από τις κρατικές αρχές. Οι αιτούντες επικαλέστηκαν το δικαίωμα πληροφόρησης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ), αναφερόμενοι ειδικότερα στην αποτυχία των κρατικών αρχών να ενημερώσουν τους πολίτες για την πιθανότητα διακινδύνευσής τους από ένα ενδεχόμενο ατύχημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποδέχθηκε την προσβολή του άρθρου 10 ΕΣΔΑ, τονίζοντας ότι το δικαίωμα στην πληροφόρηση επιβάλει στα κράτη την υποχρέωση να πληροφορούν τους πολίτες τους σε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος που δεν είναι άμεσα προσβάσιμα σε αυτούς. Παράλληλα, υπογράμμισε τη σημασία της δημόσιας πληροφόρησης, ως ιδιαίτερα σημαντική για την προστασία της ευημερίας και της υγείας του πληθυσμού σε περιπτώσεις περιβαλλοντικού κινδύνου, αναφερόμενη ειδικότερα στη Διακήρυξη του Chernobyl. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή δεν έγινε δεκτή στο ΕΔΔΑ που ενέμεινε στην άποψη ότι το άρθρο 10 ΕΣΔΑ απλώς επιβάλει την αποχή των κρατικών αρχών από ανεπιθύμητες παρεμβάσεις στο δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού.
Η Δια-αμερικανική Επιτροπή Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων, πολύ νωρίς στη δεκαετία του ‘80, στην υπόθεση Yanomami κατά Βραζιλίας αναγνώρισε το σύνδεσμο μεταξύ βιώσιμου περιβάλλοντος και δικαιώματος στην ζωή με αφορμή αίτημα που υπέβαλε η φυλή Yanomani της Βραζιλίας. Οι αιτούντες υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση της Βραζιλίας, κατασκευάζοντας έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας ο οποίος διέσχιζε την επικράτειά τους και επιτρέποντας την οικονομική εκμετάλλευση μέρους της, παραβίασαν τη Αμερικανική Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1969). Όπως υποστήριξαν οι ενέργειες αυτές είχαν ως συνέπεια την αύξηση της ατμοσφαιρικής μόλυνσης η οποία διευκόλυνε τη μετάδοση ασθενειών, τις οποίες τα μέλη της φυλής δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν λόγω της έλλειψης ιατρικών πόρων. Η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα της φυλής Yanomani στη ζωή, την ελευθερία και την προσωπική ασφάλεια, το δικαίωμα τους στην κατοικία και το δικαίωμά τους στην υγεία και την ευημερία (άρθρα 1, 8 και 7 της ΑΣΑΔ).
4. Αντί συμπεράσματος: Το δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον ως θεμέλιο ενίσχυσης της προστασίας του
Το δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον είναι ως προς τη νομική του φύση ένα δικαίωμα ενισχυμένης διεκδίκησης (claim right) το οποίο επιβάλει θετικές υποχρεώσεις τόσο στο κράτος όσο και στους ιδιώτες για την υιοθέτηση θετικών πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος.
1. Θετικές υποχρεώσεις για την υιοθέτηση πολιτικών ικανών να αποτρέψουν την υποβάθμιση ενός αξιοπρεπούς περιβαλλοντικού επιπέδου διαβίωσης, ως προς την πρόσβαση ανθρώπων και κοινοτήτων σε νερό, τροφή και στέγη.
2. Θετικές υποχρεώσεις για την υιοθέτηση πολιτικών ικανών να αποτρέψουν τις συνέπειες που επιφέρει η μόλυνση και η καταστροφή του περιβάλλοντος (κυρίως αναφορικά με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη υγεία).
3. Θετικές υποχρεώσεις για την υιοθέτηση πολιτικών διατήρησης και προστασίας και βελτιστοποίησης του υπάρχοντος βιώσιμου περιβάλλοντος, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές διακινδυνεύσεις, ζημίες ή επιβλαβείς παρεμβάσεις στο ανθρώπινο δικαίωμα απόλαυσης βιώσιμου και υγιούς περιβάλλοντος.
4. Αναφορικά με την πανδημία COVID-19, οδηγεί στην αναγνώριση των θετικών υποχρεώσεων του κράτους για την υιοθέτηση πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος η οποίες να οδηγήσουν στην αποφυγή μετάδοσης ασθενειών και στην βελτιστοποίηση της υγείας των πολιτών (πολιτικές αποχέτευσης, ύδρευσης, ασφάλειας τροφίμων, καταπολέμησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, της μόλυνσης των υδάτων κλπ.).
Παρά τον καταρχήν ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα (μολονότι όπως προαναφέρθηκε στο Αφρικανικό Χάρτη, το δικαίωμα στο βιώσιμο και υγιές περιβάλλον αναγνωρίζεται ορθότερα ως δικαίωμα των λαών), το δικαίωμα στο υγιές περιβάλλον στην πράξη ενισχύει ιδιαίτερα την υπάρχουσα νομική διεκδίκηση της καθαυτής προστασίας του περιβάλλοντος, παρέχοντάς της μια επιπλέον νομική θεμελίωση, αυτήν της ανάγκης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διακυβεύονται από την υποβάθμιση, μόλυνση και καταστροφή του. Επίσης, ως δικαίωμα διεκδίκησης συγκεράζει την παρεχόμενη στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα προστασία, ενδυναμώνοντας τόσο τα επιμέρους υποκείμενα, τον άνθρωπο ως άτομο, όσο και συλλογικά υποκείμενα, όπως οι αυτόχθονες κοινότητες ή κοινότητες που αντιμετωπίζουν προβλήματα υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
Έτσι, με άξονα τα δικαιώματα στην ζωή, την υγεία, την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή, δικαιώματα με μακρά διαδρομή και εκτενή κατοχύρωση σε πλήθος διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων επιτυγχάνεται με την επίκλησή του, η διεκδίκηση της βελτιστοποίησης της
Σελ. 22 προστασίας του περιβάλλοντος στις περιπτώσεις που είναι δυνατόν ακόμη και να πιθανολογηθεί η υποβάθμιση ή καταστροφή του. Είναι χαρακτηριστική στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση Urgenda κατά Κάτω Χωρών η οποία με θεμέλιό της τα δικαιώματα στη ζωή (άρθρο 2) και την ιδιωτικότητα και προσωπικότητα ατόμου, πέτυχε την αναγνώριση των θετικών υποχρεώσεων του κράτους, κατά της ατμοσφαιρικής μόλυνσης, μέσω της αναγνώρισης της υποχρέωσής του στην μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων τουλάχιστον κατά ποσοστό 25%.
Πρόκειται για μια νομική θεμελίωση που ενισχύει την προστασία του περιβάλλοντος στις περιπτώσεις εκείνες που η υποβάθμιση και καταστροφή του έχει επιζήμιες συνέπειες στην ζωή και την ανθρώπινη υγεία, χωρίς ωστόσο να αποκλείει την αναγκαιότητα προσφυγής στα δικαιώματα της φύσης και σε περιβαλλοντικά ενδιαιτήματα ή προστατευόμενα είδη ως αυτοτελή υποκείμενα δικαιωμάτων, όταν η σύνδεση μεταξύ υγείας, ανθρώπου και ανθρώπινων δικαιωμάτων και βιώσιμου περιβάλλοντος δεν υφίσταται ή δεν είναι πρωτεύουσα. Είναι χαρακτηριστική έτσι η πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κολομβίας με την οποία ο Αμαζόνιος αναγνωρίζεται ως αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων.
Συμπερασματικά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αναγνώριση του δικαιώματος στο υγιές περιβάλλον θεμελιώνεται στην κατανόηση ότι περιβάλλον και άνθρωπος αποτελούν μια αδιάρρηκτη ενότητα, καθώς και ότι οι επιπτώσεις μόλυνσης και καταστροφής του πρώτου επηρεάζουν με τρόπο αρνητικό τη δυνατότητα του ανθρώπου στην ποιότητα ζωής, την υγεία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ιδιωτικότητάς του, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με υπό διακινδύνευση ενδιαιτήματα ζώων, καθώς και με είδη που βρίσκονται σε διακινδύνευση. Στο πλαίσιο αυτό, η αναγνώριση του δικαιώματος στο υγιές περιβάλλον δεν συνιστά μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της προστασίας του περιβάλλοντος η οποία αποκλείει την οικοκεντρική προσέγγισή της αλλά μια νέα, επιπλέον γραμμή προστασίας του, η οποία επιβεβαιώνει ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο στις σύγχρονες κοινωνίες έχει φτάσει πλέον στο σημείο να απειλεί τον ίδιο, την ζωή, την υγεία του, καθώς και τις δυνατότητες προσωπικής του ανάπτυξης.