Κείμενο

1. Εισαγωγικές επισημάνσεις - Σύντομο ιστορικό
Στο πλαίσιο ερευνών που βασίστηκαν σε διάφορες καταγγελίες χρηστών (αλλά και μη χρηστών) της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων «WhatsApp» αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την εταιρεία «WhatsApp Ireland Ltd» (WhatsApp), η ιρλανδική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Commission - DPC), ως επικεφαλής αρχή σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ), κίνησε αυτεπαγγέλτως γενική έρευνα σχετικά με τη συμμόρφωση της WhatsApp με την υποχρέωση διαφάνειας και ενημέρωσης των υποκειμένων (άρθρα 5 παρ. 1 στοιχ. α΄, 12, 13 και 14 ΓΚΠΔ). Μετά την εν λόγω έρευνα, στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας του ΓΚΠΔ, η ιρλανδική εποπτική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 3 ΓΚΠΔ, υπέβαλε σχέδιο απόφασης στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, προκειμένου να διατυπώσουν τη γνώμη τους. Ελλείψει συναίνεσης μεταξύ των εθνικών αρχών, το θέμα παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ).
Χρήζει αναφοράς στο σημείο αυτό ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων είναι ένας ανεξάρτητος ευρωπαϊκός οργανισμός, ο οποίος συστάθηκε ως όργανο της Ένωσης δυνάμει του ΓΚΠΔ, διαθέτει νομική προσωπικότητα, έχει την έδρα του στις Βρυξέλλες και απαρτίζεται από εκπροσώπους των εθνικών αρχών προστασίας δεδομένων και από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ). Στόχος του είναι η διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων και της Οδηγίας 2016/680. Προς το σκοπό αυτό, το ΕΣΠΔ εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες, προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους των ευρωπαϊκών νομοθετικών πράξεων που αφορούν την προστασία των δεδομένων. Επιπλέον, εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις έναντι των εθνικών εποπτικών αρχών, με στόχο τη διασφάλιση
Σελ. 468της συνεκτικής εφαρμογής του ΓΚΠΔ (άρθρο 65 παρ. 1 ΓΚΠΔ). Μάλιστα, η ως άνω αρμοδιότητά του, μάλλον καθ’ υπερβολή, έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις λίγες πραγματικές καινοτομίες του ΓΚΠΔ.

Σε σχέση με την κρίσιμη υπόθεση, ο ΕΣΠΔ, στην απόφασή του δυνάμει του άρθρου 65 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΓΚΠΔ, διαπίστωσε παραβιάσεις της νομοθεσίας περί προστασίας των δεδομένων. Ως αποτέλεσμα της ως άνω δεσμευτικής απόφασης, στις 20.08.2021, επιβλήθηκε από την DPC πρόστιμο ύψους 225 εκατομμυρίων ευρώ στην WhatsApp. Για τον υπολογισμό του προστίμου η WhatsApp Inc. (ως μητρική εταιρεία της WhatsApp Ireland Limited) και η Facebook, Inc. θεωρήθηκε ότι αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα με εκτιμώμενο κύκλο εργασιών 85,965 δισ. δολάρια ΗΠΑ.
Ακολούθως, η WhatsApp, αφενός αμφισβήτησε την απόφαση αυτή της DPC ενώπιον των ιρλανδικών δικαστηρίων και, αφετέρου, προσέβαλε την απόφαση του ΕΣΠΔ μέσω προσφυγής ακύρωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση Τ-709/21). Αξίζει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά που το Γενικό Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί προσφυγής ακύρωσης δεσμευτικής απόφασης του ΕΣΠΔ, η οποία εκδόθηκε βάσει του ΓΚΠΔ, γεγονός που προσδίδει στην υπόθεση βαρύνουσα δικονομική σημασία.
2. Οι λόγοι της προσφυγής ακύρωσης και η Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου
Η προσφεύγουσα προέβαλε επτά λόγους, προκειμένου να θεμελιώσει την προσφυγή ακύρωσης της δεσμευτικής απόφασης του ΕΣΠΔ. Με τον πρώτο λόγο, προβλήθηκε ότι το ΕΣΠΔ υπερέβη την κατά το άρθρο 65 ΓΚΠΔ αρμοδιότητά του. Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο, το ΕΣΠΔ παρέβη τα άρθρα 13 παρ. 1 στοιχ. δ΄ και 12 παρ. 1 ΓΚΠΔ, καθόσον ερμήνευσε και εφάρμοσε τις εν λόγω διατάξεις και τις υποχρεώσεις διαφάνειας που υπέχει η WhatsApp κατά υπερβολικά ευρύ τρόπο, απαιτώντας από τη WhatsApp να παράσχει μη απαιτούμενες πληροφορίες. Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ότι το ΕΣΠΔ παρέβη το άρθρο 4 παρ. 1 ΓΚΠΔ, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την εν λόγω διάταξη και την έννοια «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κατά τρόπο υπερβολικά ευρύ. Κατά τον τέταρτο λόγο, το ΕΣΠΔ φέρεται να παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), λόγω εσφαλμένης αντιστροφής του βάρους απόδειξης κατά της WhatsApp, προκειμένου αυτή να αποδείξει ότι το οικείο περιβάλλον επεξεργασίας είναι τέτοιας φύσης ώστε ο κίνδυνος εκ νέου ταυτοποίησης των υποκειμένων των δεδομένων βασίζεται μόνο σε εικασίες. Σύμφωνα με τον πέμπτο λόγο της προσφυγής ακύρωσης, το ΕΣΠΔ προσέβαλε το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 ΧΘΔΕΕ, καθότι παρέβλεψε το δικαίωμα ακρόασης της WhatsApp και τις υποχρεώσεις που υπέχει το ΕΣΠΔ να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του. Με τον έκτο λόγο, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ότι το ΕΣΠΔ παρέβη το άρθρο 83 ΓΚΠΔ και πλείονες βασικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων βάσει του ΓΚΠΔ. Τέλος, με τον έβδομο λόγο προβλήθηκε ότι το ΕΣΠΔ παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον δεν αναγνώρισε ότι η απόφασή του προτείνει καινοφανείς ερμηνείες και εφαρμογές πλειόνων διατάξεων του ΓΚΠΔ, με αποτέλεσμα να μην ήταν προβλέψιμη η τέλεση της παράβασης.
Η προσφυγή ακύρωσης της WhatsApp απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 263 παρ. 4 ΣΛΕΕ, οι μη προνομιούχοι προσφεύγοντες, ήτοι τα νομικά και τα φυσικά πρόσωπα, δύνανται να ασκούν προσφυγή για δικαστικό έλεγχο των πράξεων των οργάνων ή οργα
Σελ. 469νισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, αλλά υπόκεινται σε αυστηρότερους όρους ως προς την πλήρωση της απαίτησης ενεργητικής νομιμοποίησης («locus standi»). Ειδικότερα, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί «να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα». Το κριτήριο της ατομικότητας ερμηνεύεται ως απαίτηση η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά ipso facto τον προσφεύγοντα, ενώ δεν αρκεί ότι μπορεί να τον θίξει αν προστεθούν και άλλες περιστάσεις.

Υπό το πρίσμα της απόφασης Plaumann, η οποία αποτέλεσε την αφετηρία για την εμπεδωμένη πλέον συσταλτική ερμηνεία του δικαιώματος άσκησης ευθείας προσφυγής ακύρωσης από ιδιώτες, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο επηρεάζεται ατομικά στη νομική του θέση από πράξη που δεν απευθύνεται σε αυτό, μόνο εάν ειδικές περιστάσεις το ξεχωρίζουν από τον κύκλο όλων των άλλων προσώπων και το εξατομικεύουν κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν του αποδέκτη της προσβαλλόμενης. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, εάν οι ως άνω προϋποθέσεις της νομολογίας Plaumann πληρούνται στην συγκεκριμένη προσφυγή ακύρωσης της WhatsApp.
Προκειμένου να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει αρχικώς να υπομνησθεί ότι, συχνά, ένα μέτρο του δικαίου της Ένωσης απαιτεί εθνική πράξη μεταφοράς, χωρίς να παρέχεται στα κράτη μέλη κανένα περιθώριο εκτίμησης ή διακριτικής ευχέρειας. Κατά συνέπεια, σε αυτές τις περιπτώσεις η πράξη της Ένωσης προκαλεί ήδη πλήρως την προσβολή των συμφερόντων του ζημιωθέντος. Εν προκειμένω, η απόφαση του ΕΣΠΔ δεν απευθύνεται στον ιδιώτη, αλλά στην επικεφαλής εποπτική αρχή και στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Ακολούθως, η επικεφαλής εποπτική αρχή λαμβάνει την τελική της απόφαση «επί τη βάσει» της απόφασης του ΕΣΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 6 του ΓΚΠΔ. Επομένως, μετά την απόφαση του ΕΣΠΔ ακολουθεί και επόμενο στάδιο, με την έκδοση απόφασης σε εθνικό επίπεδο.
Στο αυτό μήκος κύματος, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η WhatsApp δεν επηρεάστηκε ατομικά και, ως εκ τούτου, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακύρωσης. Ειδικότερα, δεν δέχθηκε το επιχείρημα της WhatsApp ότι η απόφαση του ΕΣΠΔ απευθυνόταν άμεσα και ατομικά σε αυτήν, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αναφέρεται σε ορισμένες πτυχές ενός σχεδίου τελικής απόφασης της ιρλανδικής εποπτικής αρχής που την αφορά συγκεκριμένα (σκέψη 40). Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η απόφαση του ΕΣΠΔ περιέχει οριστική ανάλυση ορισμένων πτυχών της τελικής απόφασης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτή καθαυτή επιφέρει διακριτή μεταβολή στη νομική θέση της προσφεύγουσας. Το Γενικό Δικαστήριο θεμελίωσε την απόφασή του στο γεγονός ότι οι αποφάσεις του ΕΣΠΔ δεν είναι άμεσα εκτελεστές. Ακριβέστερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αλλάζει αφ’ εαυτής τη νομική θέση της WhatsApp, αφού δεν είναι εκτελεστή έναντί της κατά τρόπο που να της επιτρέπει, χωρίς περαιτέρω διαδικαστικά βήματα, να αποτελέσει πηγή υποχρεώσεων για την WhatsApp ή - κατά περίπτωση - δικαιωμάτων για τρίτους (σκέψεις 42, 52).
Επιπλέον, επισημάνθηκε ότι η απόφαση του ΕΣΠΔ έχει χαρακτηριστικά ενδιάμεσου μέτρου που κατατείνει στην προετοιμασία της τελικής απόφασης, χωρίς να παράγει η ίδια δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (σκέψεις 43, 44). Η WhatsApp αντέτεινε ότι η απόφαση του ΕΣΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 1 ΓΚΠΔ, είναι «δεσμευτική» για την εθνική αρχή και, συνεπώς, τα αποτελέσματα για την εταιρεία με βάση την απόφαση του ΕΣΠΔ είναι ουσιαστικά προδιαγεγραμμένα, δηλαδή την επηρεάζουν άμεσα σαν να ήταν ο αποδέκτης. Το Γενικό Πρωτοδικείο αντέκρουσε αυτό τον ισχυρισμό δεχόμενο ότι, ακόμη και αν μια απόφαση του ΕΣΠΔ είναι δεσμευτική, η ιρλανδική εποπτική αρχή εξακολουθεί να έχει ένα ορισμένο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς το περιεχόμενο της τελικής απόφασης, π.χ. όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υλικού που προέκυψε από τη διαδικασία «κατακερματισμού με απώλειες (lossy hashing)» και ως προς το ύψος του προστίμου (σκέψη 57).
Συμπληρωματικά, σε σχέση με τη δεσμευτικότητα της απόφασης του ΕΣΠΔ, πρέπει πάντως να τονιστεί ότι σε περίπτωση άρνησης εφαρμογής των απαιτήσεων που απορρέουν από απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά του κράτους μέλους της οικείας εποπτικής αρχής.

3. Το ενωσιακό σύστημα (αποτελεσματικής) δικαστικής προστασίας
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 143 ΓΚΠΔ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή για την ακύρωση των αποφάσεων του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ». Εξ αυτού, θα μπορούσε να συναχθεί επιχείρημα υπέρ της καταρχήν δυνατότητας ευθείας προσφυγής κατά των αποφάσεων του ΕΣΠΔ ενώπιον του Γενικού Πρωτοδικείου, σύμφωνα όμως με τους όρους του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, λόγω της κεντρικής νομικής θέσης του ΕΣΠΔ στο σύστημα του ΓΚΠΔ και των σημαντικών αρμο
Σελ. 470διοτήτων του, έχει υποστηριχθεί ότι είναι αναγκαίο να παρασχεθούν στους ιδιώτες αντίστοιχες δυνατότητες απευθείας νομικής προστασίας.

Το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η υποχρέωση παροχής έννομης προστασίας πληρούται δια της δυνατότητας προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, κατ’ αποτέλεσμα, δεν διαγιγνώσκεται αναγκαιότητα για δυνατότητα απευθείας προσφυγής ενώπιον της ενωσιακής δικαιοσύνης (σκέψη 45). Ωστόσο, επί του συγκεκριμένου πορίσματος του Γενικού Δικαστηρίου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν αρκεί για να αποκλείσει την προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, δεδομένου το άρθρο 263 ΣΛΕΕ δεν περιέχει ρήτρα επικουρικότητας.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 68, παραπέμπει στη δυνατότητα αξιοποίησης της προδικαστικής παραπομπής από τα εθνικά δικαστήρια, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία θα οδηγούσε τελικά σε εξέταση του ζητήματος από το Δικαστήριο της ΕΕ. (ΔΕΕ). Όμως, η ενεργοποίηση της προδικαστικής παραπομπής εναπόκειται, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στο πεδίο λήψης απόφασης (ή υποχρέωσης) του οικείου εθνικού δικαστηρίου και όχι του εκάστοτε αιτούμενου δικαστικής προστασίας. Mε άλλα λόγια, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, αλλά ασκείται με αποκλειστική πρωτοβουλία του εθνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν εκφράσει ή όχι την επιθυμία για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, και, πάντως, όχι «κατόπιν αιτήματος» των διαδίκων.

Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά τη λογική του συστήματος ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των ενωσιακών οργάνων, η ενωσιακή και η εθνική δικαιοδοσία αλληλοσυμπληρώνονται με ουσιαστικό τρόπο. Συνεπώς, οι παράλληλες διαδικασίες για το ίδιο αντικείμενο ενδέχεται να οδηγήσουν σε αντιφατικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να αποφεύγονται (σκέψη 69). Εν προκειμένω, ωστόσο, η προσφυγή ενώπιον του ιρλανδικού δικαστηρίου στρέφεται κατά των διοικητικών προστίμων που επιβλήθηκαν από την ιρλανδική εποπτική αρχή, ενώ η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποσκοπεί στην ακύρωση της απόφασης του ΕΣΠΔ. Επομένως, τα αντικείμενα δίκης είναι διαφορετικά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πειστικά να γίνει λόγος για παράλληλες διαδικασίες.
Παρεμπιπτόντως αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, εάν ενώπιον του ιρλανδικού δικαστηρίου είχε αμφισβητηθεί το κύρος της απόφασης του ΕΣΠΔ, η αιτιολογική σκέψη 143 παρ. 2 εδ. γ΄ ΓΚΠΔ καθιστά σαφές ότι «το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει άκυρη την απόφαση του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, αλλά οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα του κύρους στο ΔΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, εάν θεωρεί την απόφαση άκυρη».

4. Δικαίωμα ακρόασης
Πέρα από την ήδη διαγνωσμένη εννοιολογική ασάφεια κρίσιμων νομικών όρων της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ της επικεφαλής εποπτικής αρχής και των άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, εντοπίζονται προβληματισμοί και σε σχέση με τις διαδικαστικές εγγυήσεις στο μηχανισμό συνεκτικότητας. Ειδικότερα, μολονότι το ΕΣΠΔ καταλαμβάνεται από το διοικητικό δίκαιο της ΕΕ και οφείλει να σέβεται το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης (άρθρο 41 ΧΘΔΕΕ), ούτε οι καταγγέλλοντες, ούτε οι υπεύθυνοι επεξεργασίας, ούτε οι εκτελούντες την επεξεργασία έχουν δικαίωμα ακρόασης στη διαδικασία ενώπιον του ΕΣΠΔ. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, «[τ]ο δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του».

Ο ως άνω διαδικαστικός αποκλεισμός βρίσκει το δικαιολογητικό του λόγο στη σκέψη ότι οι αποφάσεις του ΕΣΠΔ έχουν αμιγώς εσωτερικό χαρακτήρα. Άλλωστε, το άρθρο 65 παρ. 2 ΓΚΠΔ καθιστά σαφές ότι η απόφαση του ΕΣΠΔ δεν απευθύνεται άμεσα σε κανένα άλλο μέρος, εκτός από την επικεφαλής και τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, αντικατοπτρίζοντας το γεγονός ότι η δεσμευτική απόφαση του ΕΣΠΔ αποσκοπεί στην επίλυση μιας διαφοράς που έχει προκύψει μεταξύ δύο ή περισσότερων εθνικών εποπτικών αρχών. Μάλιστα, ο υπεύ
Σελ. 471θυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία και το υποκείμενο των δεδομένων δεν ενημερώνεται για τη δεσμευτική απόφαση από το ΕΣΠΔ, αλλά, κατά κανόνα, από την επικεφαλής εποπτική αρχή (άρθρο 65 παρ. 6 ΓΚΠΔ), στην τελική απόφαση της οποίας επισυνάπτεται.
Παρόλα αυτά, όπως ήδη αναφέρθηκε, η απόφαση που εκδίδεται από το ΕΣΠΔ σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι δεσμευτική και, ως εκ τούτου, καθοριστική για την έκβαση της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, δύναται να επηρεάσει τα συμφέροντα των προσώπων που συμμετείχαν στη διαδικασία, η οποία οδήγησε στο σχέδιο απόφασης της επικεφαλής εποπτικής αρχής. Ως εκ τούτου, τα πρόσωπα που θα επηρεαστούν δυσμενώς από την απόφαση, ιδίως οι υπεύθυνοι επεξεργασίας ή/και εκτελούντες την επεξεργασία, στους οποίους απευθύνεται το σχέδιο απόφασης της επικεφαλής εποπτικής αρχής, πρέπει να έχουν το δικαίωμα ακρόασης σε σχέση με το θέμα που έχει τεθεί ενώπιον του ΕΣΠΔ σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 4, 63 και 65 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΓΚΠΔ.
Όμως, πριν ενεργοποιηθεί η διαδικασία έκδοσης δεσμευτικής απόφασης από το ΕΣΠΔ κατά το άρθρο 65 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΓΚΠΔ, κάθε εποπτική αρχή υποχρεούται να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης στο πλαίσιο της εθνικής της διαδικασίας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για διασυνοριακή πράξη επεξεργασίας ή όχι. Η ως άνω επιταγή του ενωσιακού δικαίου επιβεβαιώνεται εμφατικά και από την αιτιολογική σκέψη 129 ΓΚΠΔ, που αξιώνει από κάθε εποπτική αρχή «… να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης κάθε προσώπου προτού ληφθεί μεμονωμένο μέτρο εις βάρος του …».
Στο παραπάνω πλαίσιο εκφοράς, αναμένεται ότι, πριν το θέμα αχθεί προς δεσμευτική απόφαση ενώπιον του ΕΣΠΔ, τα πρόσωπα που θα επηρεαστούν από την απόφαση θα έχουν ήδη ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης, με τον σχετικό φάκελο να τίθεται, ακολούθως, υπόψη του ΕΣΠΔ από την εθνική εποπτική αρχή, ώστε να είναι σε θέση να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το δικαίωμα ακρόασης έχει ασκηθεί αποτελεσματικά στο στάδιο που οδήγησε στο σχέδιο απόφασης της επικεφαλής εποπτικής αρχής, κατά τρόπον ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων το ΕΣΠΔ σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή του, οι καταρχήν εύλογοι προβληματισμοί σε σχέση με την ικανοποίηση του δικαιώματος ακρόασης αποδυναμώνονται σημαντικά.
5. Επιλεγόμενα
Συμπερασματικά, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, οι δεσμευτικές αποφάσεις του ΕΣΠΔ δυνάμει του άρθρο 65 ΓΚΠΔ δεν δύναται να προσβληθούν ευθέως από ιδιώτη ενώπιον του δικαστικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά μόνο έμμεσα, στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Η Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, αν και - όπως αναδείχθηκε - όχι πειστική ως προς όλα της τα πορίσματα, χαιρετίστηκε από το ΕΣΠΔ. Πάντως, η WhatsApp μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ενώπιον του ΔΕΕ. Σε περίπτωση που όντως ασκηθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, η τελική απόφαση επί του θέματος αναμένεται πιθανότατα το 2024.
Τέλος, ανεξάρτητα από τη νομιμοποίηση των ιδιωτών ή ακόμα και των κρατών μελών στην άσκηση προσφυγής ακύρωσης, η επικεφαλής και οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, ως αποδέκτες των αποφάσεων του ΕΣΠΔ (άρθρο 65 παρ. 2 εδ. γ΄ ΓΚΠΔ), δύνανται να τις προσβάλουν, ασκώντας προσφυγή εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή τους, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Η συζήτηση εάν οι εποπτικές αρχές θα πρέπει «praeter legem» να καταστούν εν μέρει προνομιούχοι προσφεύγοντες του άρθρου 263 παρ. 3 ΣΛΕΕ ή να θεωρηθούν απλώς μη προνομιούχοι προσφεύγοντες, βάσει των πρόσθετων απαιτήσεων του άρθρου 263 παρ. 4 ΣΛΕΕ, αν και για την ώρα απλώς θεωρητική, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει μη ηθελημένο νομοθετικό κενό, ως προϋπόθεση για τυχόν αναλογική εφαρμογή.