Κείμενο
Εισαγωγή
Η κλιματική αλλαγή επιδρά άμεσα στην υγεία του ατόμου σε φυσικό και ψυχικό επίπεδο. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία αποτυπώνονται σε διεθνείς μελέτες, παρά το γεγονός ότι δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες. Ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι όσο μεγαλύτερες διαστάσεις λαμβάνει το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής τόσο περισσότερο γίνεται εμφανής η συσχέτισή της με την υγεία. Στο νομικό σκέλος, η προστασία της ψυχικής υγείας, καίτοι αποτελεί αδιαμφισβήτητα δικαίωμα, διαφοροποιείται από τα λοιπά δικαιώματα εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του έννομου αγαθού που προστατεύεται.
1. Η ψυχική υγεία ως ανθρώπινο δικαίωμα
Η έννοια της ψυχικής υγείας αποτελεί νευραλγικό τμήμα της ανθρώπινης υγείας και ως ψυχικά υγιές άτομο λογίζεται αυτό που «είναι ικανό για αυτοπραγμάτωση, αισθάνεται άνετα κατά τη διαμόρφωση σχέσεων με άλλους ανθρώπους, συμβάλλει στη ζωή της κοινότητας και είναι παραγωγικό στην εργασία».Η έννοια της ψυχικής υγείας είναι εξόχως γενική και ο ορισμός ποικίλλει ανάλογα με το φορέα που την προσδιορίζει.
Παρά τη δυσκολία ορολογικής αποτύπωσης, η ψυχική υγεία αποτελεί αδιαμφισβήτητα αναπόσπαστο μέρος της υγείας του ανθρώπου και ως τέτοιο προστατεύεται από τη διεθνή και τις εθνικές έννομες τάξεις. Συναφώς, η ψυχική υγεία αποτελεί τον ένα από τους δύο πυλώνες της ανθρώπινης υγείας μαζί με τη σωματική / φυσική υγεία και ευεξία κάποιου. Έτσι, οι έννοιες σωματική και ψυχική υγεία (physical and mental) συνήθως συναντούνται μαζί, καθώς συναπαρτίζουν την ανθρώπινη υγεία. Βέβαια, το γεγονός ότι η φυσική υγεία είναι εξ ορισμού ένα απτό μέγεθος, σε αντίθεση με την ψυχική ή ενδιάθετη κατάσταση κάποιου, καθιστά τη μελέτη της τελευταίας ουσιωδώς δυσχερέστερη. Παράλληλα, σε επίπεδο νομικής μελέτης είναι σύνηθες η μελέτη σχετικά με την αποτελεσματική προστασία της ψυχικής υγείας συχνά να καταλαμβάνει μικρότερο χώρο. Έτσι σημειώνεται ότι
[κ]ατά την επικρατούσα θέση η ψυχική υγεία είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τη σωματική υγεία και η συνακόλουθη παραμέληση της ψυχικής υγείας ή η προαγωγή της βασίζονται σε ανακριβείς υποθέσεις για την ψυχική υγεία. Οι αρχές δημόσιας υγείας φαίνεται να έχουν την τάση να διαχωρίζουν την υγεία σε σωματική και ψυχική υγεία και να παραμελούν τη συμβολή της ψυχικής υγείας στη γενική υγεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προστασία της ψυχικής υγείας δεν εντάσσεται στο κλασικό μοτίβο νομικής προστασίας. Πιο συγκεκριμένα, το δικαίωμα στην υγεία τόσο στην ελληνική όσο και στις περισσότερες αλλοδαπές εθνικές έννομες τάξεις κατηγοριοποιείται ως κοινωνικό δικαίωμα. Ως τέτοιο, δημιουργεί στα κράτη τη θετική υποχρέωση προαγωγής και προστασίας του έννομου αγαθού της υγείας, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται ατομικές αξιώσεις για τους φορείς του δικαιώματος. Πιο
συγκεκριμένα, το Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής για τα Κοινωνικά, Οικονομικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα για το Ανώτερο Δυνατό Επίπεδο Υγείας προβλέπει ότι τα
κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν την κατάλληλη εκπαίδευση του ιατρικού και του λοιπού προσωπικού, την παροχή επαρκούς αριθμού νοσοκομείων, κλινικών και άλλων εγκαταστάσεων και την προώθηση και υποστήριξη της ίδρυσης θεσμών που θα παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ψυχικής υγείας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη μια δίκαιη κατανομή σε όλη την επικράτεια.
Βέβαια, προοδευτικά θεωρία και νομολογία συντείνουν ότι υφίστανται θετικές υποχρεώσεις προστασίας της υγείας σε περίπτωση που απειλείται η ανθρώπινη ζωή. Αυτή η προσέγγιση, όμως, αφορά ως επί το πλείστον σε περιπτώσεις που απειλείται η σωματική υγεία του ατόμου και όχι η ψυχική.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι θετικές υποχρεώσεις των κρατών για τη λήψη μέτρων προστασίας ψυχικής υγείας δεν έχουν αναπτυχθεί, καθώς είναι δύσκολο να διακριβωθεί δικανικά η σύνδεση της ψυχικής υγείας με της διακινδύνευση ζωής. Το μόνο πεδίο στο οποίο έχει διαμορφωθεί συγκεκριμένη νομολογία όσον αφορά στην ψυχική υγεία είναι οι ειδικές προδιαγραφές που απαιτούνται σε περίπτωση κράτησης σε σωφρονιστικό ίδρυμα και εν γένει εάν υφίσταται στέρηση προσωπικής ελευθερίας.
Η εγγενής δυσκολία κατανόησης, διάγνωσης και αντιμετώπισης ζητημάτων ψυχικής υγείας οδηγεί ενίοτε και στην υιοθέτηση ανεπαρκών ή ακατάλληλων πολιτικών αντιμετώπισης. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι
για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε ευρεία αποδοχή στην κοινότητα, αλλά ακόμη και στην ιατρική επιστήμη, ότι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας …θα υποφέρουν καθώς οι ιατρικές τους ανάγκες είναι ανεκπλήρωτες.
Πιο συγκεκριμένα, τείνει να παγιωθεί ένας άτυπος διαχωρισμός μεταξύ σοβαρών διαταραχών ψυχικής υγείας και άλλων ηπιότερων καταστάσεων, με γνώμονα εάν απαιτείται η χορήγηση ιατρικής αγωγής ή όχι. Και σε αυτή την περίπτωση, το έννομο αγαθό της ψυχικής υγείας δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ενιαίο όλον, αλλά αντίθετα η νομική του προστασία αφορά σε εκείνες τις περιπτώσεις μόνο, οπότε διαπιστώνεται και αντιμετωπίζεται ιατρικά. Πρόκειται για τη λεγόμενη ιατροκεντρική προσέγγιση στη ψυχική υγεία. Με άλλα λόγια, η νομική διάσταση της ψυχικής υγείας περιορίζεται σε διαταραχές που τυποποιούνται ως ψυχιατρικές και δεν υφίσταται προστατευτικό πεδίο για ζητήματα που χρήζουν ψυχολογικής συνδρομής. Έτσι, οποιοδήποτε πρόβλημα δεν εμπίπτει στον ορισμό της ψυχικής ασθένειας (mental illness) δεν τυγχάνει και της αντίστοιχης νομικής προστασίας.
Για τα περιστατικά που αφορούν σε μεταβολές ή χειροτέρευση της ψυχικής υγείας και σχετίζονται με περιπτώσεις ενόπλων συγκρούσεων, οικονομικών ή κοινωνικών κρίσεων, πανδημικών κρίσεων ή με την κλιματική αλλαγή δεν υπάρχει ή δεν είναι δυνατό να θεσμοθετηθεί ένα σαφές νομοθετικό ή ρυθμιστικό πλαίσιο. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η ψυχική υγεία συνιστά ανθρώπινο δικαίωμα, η διαφύλαξη του οποίου όμως είναι εξαιρετικά δυσχερής. Έτσι, οι εθνικές νομοθετικές προβλέψεις και η νομολογία σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο περιορίζεται σε ένα ελάχιστο μέρος του πεδίου ορισμού του προστατευόμενου έννομου αγαθού.
Παρά το γεγονός ότι η ψυχική υγεία συγκαταλέγεται στα κοινωνικά δικαιώματα, υφίσταται μεγάλη δυσκολία συσχέτισής της με κλασικά ατομικά δικαιώματα, σε αντιδιαστολή με τη φυσική υγεία. Εξ αυτού του λόγου, ο σεβασμός και η προαγωγή της δε συγκαταλέγεται συ
χνά στις θετικές υποχρεώσεις των κρατών, ως άμεσα συναπτόμενη με το δικαίωμα στη ζωή ή την απαγόρευση βασανισμού.
1.1. Ο σεβασμός της ψυχικής υγείας και η προαγωγή της δημόσιας υγείας
Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ψυχικής υγείας και δημόσιας υγείας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όπως αναφέρθηκε, ο σεβασμός και η προαγωγή της ψυχικής υγείας αντιμετωπίζονται σπανίως ως δικαίωμα που γεννά αγώγιμες αξιώσεις. Στις περισσότερες έννομες τάξεις το δικαίωμα εμπεδώνεται με την αμιγώς κοινωνική του διάσταση εξαιτίας του άδηλου χαρακτήρα του και του συχνά αδιευκρίνιστου περιεχομένου του. Οι θετικές υποχρεώσεις της κάθε πολιτείας να προστατεύσει την ψυχική υγεία του πληθυσμού εκλαμβάνονται περισσότερο ως σχεδιασμός πολιτικής και δημιουργία εθνικού πλαισίου για την προαγωγή μιας ανθρώπινης ανάγκης. Δηλαδή, η ψυχική υγεία αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ανάγκη παρά ως δικαίωμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έννομη και θεσμοθετημένη προστασία του. Συνεπώς, η έννομη προστασία της ψυχικής υγείας φαλκιδεύεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού σχεδιασμού που θέτει μόνον ευρύτερα όρια, δίχως να εξειδικεύει και να εξατομικεύει τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε επίπεδο εθνικού συστήματος υγείας. Απλούστερα, η ψυχική υγεία αναφέρεται ως όρος sine qua non για την προαγωγή του δικαιώματος στην υγεία συλλήβδην, ωστόσο οι προβλέψεις στερούνται εκτελεστότητας και έτσι η προστασία της μένει κενό γράμμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχική υγεία ενίοτε θεωρείται ως συστατικός παράγων της δημόσιας υγείας. Δηλαδή, ότι ένα συνολικά καλό επίπεδο ψυχικής υγείας του γενικού πληθυσμού συμβάλλει στη δημόσια υγεία εν γένει. Αυτή η παραδοχή, αν και αυτονόητη, έγινε ευρύτερα αντιληπτή μετά την πρόσφατη πανδημική κρίση οπότε και προέκυψαν αντιστρόφως οι δυσμενείς επιδράσεις της δημόσιας υγείας στην ψυχική. Η ψυχική υγεία του κοινωνικού συνόλου ως ένα in abstracto έννομο αγαθό συνιστά θεμέλιο της δημόσιας υγείας. Έτσι, αναλύεται σε γενικότερες πολιτικές που στοχεύουν στην πρόληψη εκδήλωσης διαταραχών που μπορεί να οδηγήσουν σε παραβατικές συμπεριφορές, ή σε διαταραχές που σχετίζονται με αυτοχειρία, κρίσεις πανικού, κατάθλιψη κ.λπ. Στην πλειοψηφία των ευνομούμενων κοινωνιών, η προστασία της ψυχικής υγείας στοχεύει πρώτιστα στην απουσία γενικής διατάραξης του γενικού πληθυσμού. Εύστοχα επισημαίνεται ότι
[η] ψυχική υγεία δεν είναι μια αντικειμενική κατάσταση που παρουσιάζεται στην κοινωνία. Μάλλον, δεν είναι παρά μια προϋπόθεση ύπαρξης, που αντιπροσωπεύει (και μεταμφιέζεται ως) την αντικειμενική κατάσταση της ύπαρξης. Έτσι η ψυχική υγεία ακολουθεί την έννοια της συλλογικής ύπαρξης κατά τον Derrida. Η συλλογική ψυχική υγεία αποτελεί προαπαιτούμενο της αντικειμενικής συλλογικής ύπαρξης του γενικού πληθυσμού κάθε κράτους. Ωστόσο, η εξειδίκευση και εφαρμογή του προστατευτικού πλαισίου δεν είναι τόσο αυτονόητη παρά την υπαρξιακή της διάσταση. 1.2. Οι ψυχικά ασθενείς ως ευάλωτη ομάδα
Εκτός όμως από τη δημόσια διάσταση της συλλογικής ψυχικής υγείας, η οποία λαμβάνει προβάδισμα έναντι της αντιμετώπισής του ως δικαίωμα, υφίσταται και η προσέγγιση των ψυχικά ασθενών ως ευάλωτης ομάδας. Οι ψυχικά νοσούντες σε αρκετές έννομες συνθήκες κατηγοριοποιούνται ως ευάλωτη ομάδα, ώστε να είναι δυνατή η πληρέστερη προστασία τους. Οι ειδικές διεθνείς συμβατικές ρυθμίσεις είναι εγκατεσπαρμένες σε πληθώρα διεθνών κειμένων και αφορούν είτε σε περιόδους εκτός ομαλότητας, είτε σε ψυχικά πάσχοντες που πιθανώς ανήκουν ήδη σε ευάλωτη ομάδα και έτσι υφίσταται διπλή ευαλωτότητα (double vulnerability).
Βέβαια, η ομαδοποίηση των ψυχικά ασθενών ως ευάλωτης ομάδας δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα νομικής τυποποίησης, αλλά αντίθετα των διακρίσεων που υφίστανται αυτά τα άτομα. Δηλαδή, «τα άτομα που πάσχουν από παθήσεις ψυχικής υγείας αποτελούν «ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα» λόγω των διακρίσεων που υφίστανται από άλλα μέλη της κοινωνίας». Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα άτομα που έχουν διαταραχές ψυχικής υγείας έρχονται αντιμέτωπα με κοινωνικό στίγμα, και είναι αυτός ο κύριος παράγων που τους τοποθετεί στο φάσμα της ευαλωτότητας. Ενώ σημειώνεται ότι δεν είναι λίγες οι φορές που ψυχικά ασθενείς στιγματίζονται και περιθωριοποιούνται ακόμα και σε νομοθετικό επίπεδο. Στον αντίποδα, κάποιες εθνικές έννομες τάξεις προσδίδουν χαρακτηριστικά ψυχικής ασθένειας σε διεμφυλικά ή διαφυλικά άτομα ή ακόμη και για λόγους σεξουαλικού προσανατολισμού. Η παραπάνω ανάλυση παρουσιάζει τρεις αντικρουόμενες προτάσεις. Πρώτον, ότι οι ψυχικά ασθενείς αντιμετωπίζονται νομοθετικά ως ευάλωτη ομάδα, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη προστασία τους. Δεύτερον, νοούνται ως ευάλωτη ομάδα ακριβώς επειδή υπόκεινται δυσμενή μεταχείριση εξαιτίας της ψυχικής τους υγείας. Τέλος, έννομες τάξεις αποδίδουν ως ψυχική διαταραχή προσωπικές επιλογές αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Από τις προτάσεις αυτές προκύπτει ότι η τυποποίηση των ψυχικά ασθενών ως ευάλωτης ομάδας απέχει έτι από τη διασφάλιση παροχής πλήρους έννομης προστασίας. Τουναντίον, συνηγορεί προς την κοινωνική περιθωριοποίηση και τη δυσμενή μεταχείριση των ψυχικώς ασθενών.
2. Ψυχική υγεία και κλιματική αλλαγή
Συνολικά, οι εθνικές πολιτικές για την ψυχική υγεία εμφανίζουν αποκλίσεις, ενώ υφίσταται αμηχανία σχετικά με την έννομη αντιμετώπιση του δικαιώματος. Αυτή η αστάθεια δεν αποτελεί πολιτική αποτυχία, αλλά εδράζεται κυρίως στην ασάφεια που περικλείει το δίπολο «ψυχική υγεία / ψυχική ασθένεια», ακριβώς επειδή δεν είναι αναπτυξιακά ή κοινωνικά καθορισμένο. Έτσι, η ήδη υπάρχουσα και εγγενής δυσκολία αποτύπωσης και προστασίας της ψυχικής υγείας επιτείνεται σε συνθήκες που αποδεδειγμένα την επηρεάζουν.
Επιστημονικές μελέτες καταδεικνύουν ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει άμεσα επί τα χείρω τη σωματική και ψυχική υγεία. Καταρχάς, είναι αποδεκτό ότι η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε
διαταραχές στην παροχή νερού, σε αύξηση σφοδρότητας των καταιγίδων, των πλημμύρων και της ξηρασίας, σε διάβρωση των ακτών λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Όλα αυτά έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, καθώς επιτείνουν, μεταξύ άλλων, το ρυθμό μετάδοσης νόσων.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην υγεία αφορούν κυρίως στην πρόσβαση σε πόσιμο νερό, σε αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ή λόγω ακραίων συνθηκών. Στο κάδρο τίθενται οι επιπτώσεις στη σωματική υγεία, ακριβώς διότι τέτοιοι κίνδυνοι είναι άμεσα συναπτόμενοι με το δικαίωμα στη ζωή ή της μη υπαγωγής σε απάνθρωπη, εξευτελιστική και ταπεινωτική μεταχείριση. Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι για την ψυχική υγεία περιγράφονται κυρίως ως δευτερογενείς και αφορούν στο ψυχικό αποτύπωμα που θα αφήσει σε κάποιον ο εκτοπισμός του λόγω κλιματικής αλλαγής.
Ήδη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην απόλαυση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτυπώνεται στη νομολογία εθνικών και περιφερειακών δικαστηρίων. Άλλωστε,
η υποχρέωση βάσει του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για ανάληψη δράσης για την κλιματική αλλαγή για την προστασία της ανθρώπινης υγείας γίνεται καλύτερα αντιληπτή αν αναλογιστεί κανείς τη μακροχρόνια συζήτηση για το δικαίωμα σε ένα υγιές, καθαρό και/ή λειτουργικό περιβάλλον. Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις αφορούν στη σωματική υγεία των αιτούντων και δεν εκτείνονται στην ψυχική.
2.1. Κλιματική αλλαγή: δημόσια και ψυχική υγεία
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία του ατόμου αντιμετωπίζεται καλύτερα υπό τη διόπτρα της δημόσιας υγείας. Συνολικά, οι υποχρεώσεις των κρατών σχετικά με την πρόληψη ή τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προαγωγή της δημόσιας υγείας αναλύονται σε πέντε διακριτούς τομείς: α) διαδικαστική υποχρέωση να εξασφαλίσουν την πρόσβαση των πολιτών στις σχετικές πληροφορίες και την ανάμειξή τους στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, β) υποχρέωση μετριασμού και ελέγχου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, γ) υποχρέωση προσαρμογής και προστασίας των ανθρώπων από επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, δ) υποχρεώσεις διεθνούς συνεργασίας, και ε) υποχρέωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε επίπεδο πολιτικής και κατασταλτικών μέτρων. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εκτείνονται σε επίπεδο σχεδιασμού κεντρικής πολιτικής και αφορούν ως επί το πλείστον την προστασία της δημόσιας υγείας, υπό την έννοια ότι αφορούν στη χάραξη πολιτικών κατευθύνσεων, παρά σε ειδικότερες ρυθμίσεις. Επί του πρακτέου, η ανάγκη συμπερίληψης παραγόντων κλιματικής αλλαγής στις εθνικές στρατηγικές δημόσιας υγείας διακλαδώνεται σε πολλές διαφορές περιοχές της κρατικής αρμοδιότητας. Επιτάσσει την πρόληψη έκθεσης του πληθυσμού σε ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά και την αυστηροποίηση ελέγχων για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα επιχειρήσεων και την ποιότητα του αέρα, έως και την προμήθεια ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού σχετικού με λοιμώξεις του αναπνευστικού. Όσον αφορά στην ψυχική υγεία, η πρόνοια σε επίπεδο δημόσιας υγείας αρχίζει και σταματά στην παραδοχή ότι η κλιματική αλλαγή είναι δυνατό να οδηγήσει σε επιδείνωσή της, χωρίς ωστόσο να επισημαίνεται εάν είναι πιθανό να οδηγήσει σε ψυχική ασθένεια, ή να έχει μαζικές επιπτώσεις στο γενικό πληθυσμό. Η μόνη παρατήρηση που επαναλαμβάνεται σε επίπεδο εθνικού σχεδιασμού είναι η ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται στην ψυχική υγεία παιδιών και γηραιότερων ατόμων, ως έχοντα προτεραιότητα στην προστασία του ψυχισμού τους.
2.2. Η έννοια της κλιματικής ανησυχίας
Τόσο η νομική όσο και οι επιστήμες υγείας δεν έχουν κατορθώσει μέχρι στιγμής να αποδώσουν με ενάργεια τη συσχέτιση μεταξύ κλιματικής αλλαγής και ψυχικής υγείας. Η άμεση επίδραση της πρώτης στη δεύτερη διαπιστώνεται μέσα από την ποσοτική ανάλυση ψυχολογικών δεικτών σε αντιπροσωπευτικό δείγμα σε κάθε χώρα. Μέσα από αυτές τις μελέτες προκύπτει το ολοένα και αυξανόμενο άγχος του καθενός για τις παρούσες και μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, συνθήκη η οποία επιβαρύνει την ψυχική υγεία και αποδίδεται με τον όρο «κλιματική ανησυχία».
Με τον όρο κλιματική ανησυχία, νοούνται οι αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις που σχετίζονται με την επίγνωση της κλιματικής αλλαγής. Οι μελέτες που έχουν διεξαχθεί δείχνουν κλιμακούμενο άγχος, προκύπτον από τις περιβαλλοντικές αλλαγές, που μεταφράζεται σε γνωστική / συναισθηματική βλάβη, λειτουργική βλάβη και συμπεριφορική ανάμειξη. Ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, το άγχος γύρω από την κλιματική αλλαγή
σχετίστηκε και με κατάθλιψη. Οι υπάρχουσες μελέτες καταδεικνύουν την ύπαρξη ήπιων – και ενίοτε εντονότερων – ψυχολογικών μεταπτώσεων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα από αντιπροσωπευτικά δείγματα σε διάφορες χώρες δείχνουν ότι οι πολίτες έχουν ανησυχία σχετικά με το εάν η κλιματική αλλαγή θα τους επιτρέπει την απρόσκοπτη πρόσβαση σε αγαπημένα μέρη ή στην εργασία τους, εάν θα έχουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν τους κατιόντες τους από τις επιπτώσεις της, εάν θα είναι δυνατό να προσαρμοστούν σε αυτή ή εάν θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι παραπάνω ανησυχίες μεταφράζονται σε αυξημένο άγχος υπό τη μορφή έντασης, αδυναμίας συγκέντρωσης, εφιαλτών κ.λπ. Τα παραπάνω δεδομένα αποτελούν τα συμπεράσματα της επιστήμης της ψυχολογίας και οδηγούν σε δύο ασφαλή συμπεράσματα: πρώτον, ότι η κλιματική αλλαγή έχει όντως σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των πολιτών, και δεύτερον ότι οι επιπτώσεις αυτές δεν έχουν οδηγήσει προς το παρόν σε ψυχική διαταραχή ή ασθένεια. Αντίστοιχα, από τα ευρήματα προκύπτουν και δύο σημαντικά ερωτήματα: πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα των ερευνών για την προστασία της ψυχικής υγείας α) σε επίπεδο υπηρεσιών υγείας και β) να μεταφραστούν σε ένα επαρκές νομικό / ρυθμιστικό πλαίσιο. Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, οι χώρες δεν έχουν παρά να συμπεριλάβουν στα εθνικά σχέδια δράσης για τη δημόσια και ψυχική υγεία, τη συνδρομή για θέματα κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, η προσθήκη της κλιματικής αλλαγής στις γενεσιουργούς αιτίες άγχους, ανησυχίας και επιδείνωσης της ψυχικής υγείας, ώστε να υπάρχει και η κατάλληλη πρόληψη και θεραπεία.
Στο νομικό σκέλος, οι παραπάνω επισημάνσεις φαίνονται οριακά αδιάφορες ή ξένες και είναι prima facie αδύνατο να τύχουν νομικής πρόβλεψης. Ωστόσο, η απαρίθμηση μερικών μόνο παραδειγμάτων φωτίζει τις νομικές προεκτάσεις της κλιματικής ανησυχίας. Οι διάφορες καταστροφές εξαιτίας ακραίων περιβαλλοντικών φαινομένων, όπως πλημμύρες, κατολισθήσεις, πυρκαγιές, έντονες χιονοπτώσεις αποτελούν όψη της κλιματικής αλλαγής. Τα αποτελέσματά τους στη ζωή των πολιτών ποικίλουν και μεταξύ άλλων μπορεί να είναι η καταστροφή της σοδειάς σε μια αγροτική περιοχή, η απώλεια περιουσίας, η παγίδευση εν μέσω κακοκαιρίας κ.λπ. Εκτός από περιπτώσεις απτών καταστροφών, όμως, ο φόβος των πολιτών σχετικά με τις παραπάνω πιθανότητες γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος εξαιτίας πρόσφατων εικόνων και παραστάσεων. Δηλαδή, θεωρείται πλέον εξαιρετικά πιθανό να λάβουν χώρα. Συναφώς, η νομική αποτίμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία θα μπορούσε να προκύπτει από ένα σαφέστερο νομικό πλαίσιο σχετικά με περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, ακραίων καιρικών φαινομένων κ.λπ. που θα διατηρεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών προς την πολιτεία που διαβιούν. Άλλωστε, οι εθνικές έννομες τάξεις αντιμετωπίζουν εξ υπαρχής την ψυχική υγεία με παράδοξο ή ανορθολογικό τρόπο, καθώς αναγνωρίζουν δικαιώματα ευθέως συναπτόμενα με τη διατάραξή της στην περίπτωση ψυχικής οδύνης. Η ψυχική υγεία είναι ο τομέας επανόρθωσης σε όλες τις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η επαναφορά στην πρότερη κατάσταση. Επομένως αντιμετωπίζεται από τον κοινό νομοθέτη μόνο εφόσον επέλθει σφοδρή ζημία στο έννομο αγαθό (ψυχική οδύνη) και εκλείπουν διατάξεις κατεξοχήν προστατευτικές. Η διαπίστωση κλιματικής ανησυχίας παγκοσμίως είναι ενδεικτική της ολοένα αυξανόμενης σύνδεσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής και ψυχικής υγείας, όπως διαπιστώθηκε και σε επίπεδο πολιτικών ηγετών. Η επιστημονική επιβεβαίωση μιας πρότασης αυτονόητης επί της ουσίας, ανοίγει το δρόμο για την ιατρική και νομική της αντιμετώπιση. Η ψυχική ανησυχία εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών εντάσσεται δυναμικά στους τομείς προστασίας της δημόσιας υγείας, ακριβώς όπως συνέβη στο παρελθόν με κοινωνικοοικονομικές κρίσεις ή τον
παρατεταμένο εγκλεισμό που επέβαλε η πανδημική κρίση. Από την άλλη πλευρά, η νομοθετική πρωτοβουλία οφείλει να κατανοήσει την κλιματική αλλαγή, ώστε εκφάνσεις της όπως ακραία καιρικά φαινόμενα ή φυσικές καταστροφές να μην τυποποιούνται ως τυχηρά γεγονότα ή λόγοι ανωτέρας βίας. Έτσι, καλύπτεται εμμέσως ο ψυχολογικός παράγων καθόσον υφίσταται νομοθετική πρόβλεψη, και οι παραπάνω περιπτώσεις εντάσσονται σε ένα πλαίσιο εν δυνάμει κανονικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την κλιματική αλλαγή.
3. Αντί συμπερασμάτων: από το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον προς το δικαίωμα σε περιβαλλοντική υγεία
Η παρούσα μελέτη δεν ξεφεύγει του προφανούς: της εγγενούς δυσκολίας έννομης αποτύπωσης ζητημάτων ψυχικής υγείας. Η διαχρονική αδυναμία αποτελεσματικής προσέγγισης του έννομου αγαθού σχετίζεται τόσο με την ποιότητα του αγαθού ως τέτοια, αλλά και με διαχρονικά στρεβλές, αλλά κοινωνικά κυρίαρχες, εντυπώσεις σχετικά με την ανάγκη προστασίας του. Έτσι, όταν το εν λόγω έννομο αγαθό διαταράσσεται από ένα δυναμικό και εν εξελίξει φαινόμενο, όπως η κλιματική αλλαγή, τότε το νομοθετικό έργο είναι εξόχως δυσχερέστερο.
Από την άλλη πλευρά, η διεθνής ανησυχία για την κλιματική αλλαγή δεν εκφράζεται μόνον ως πολιτική ανησυχία (μια εν δυνάμει opinio juris που οδηγεί τα κράτη στην ανάληψη υποχρεώσεων για μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) σχετιζόμενη με εθνικά συμφέροντα, αλλά προσωποποιείται και εκφράζεται μεμονωμένα ή συλλογικά από πολίτες (μια αναδυόμενη τάση της κοινής γνώμης – public opinion – που προστίθεται στην κοινή ανησυχία για την κλιματική κρίση). Η κλιματική αλλαγή συγκαταλέγεται ανάμεσα στις γενεσιουργούς αιτίες ανησυχίας που συνακόλουθα διαταράσσουν την ψυχική υγεία καθενός. Σε αυτό το πλαίσιο, η κλιματική αλλαγή οφείλει να ληφθεί υπόψη ως παράγων διασφάλισης δημόσιας υγείας, τόσο σε επίπεδο σωματικής όσο και ψυχικής υγείας. Μέχρι στιγμής, η σχέση του ατόμου προς το περιβάλλον σε επίπεδο προστασίας δικαιωμάτων στηρίζεται στο ζεύγμα ατομικό δικαίωμα – δικαίωμα στο περιβάλλον. Οι αγώγιμες αξιώσεις εδράζονται στα παραδοσιακά αρνητικά δικαιώματα πρώτης γενιάς συνδυαζόμενα με την απόλαυση του περιβάλλοντος από το άτομο. Αυτό το σχήμα, όμως, αφήνει ελάχιστα περιθώρια σε αξιώσεις για την ψυχική υγεία και ταυτόχρονα δεν αποδίδει το δυναμικό χαρακτήρα του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, πραγματεύεται το περιβάλλον ως μια παγιωμένη πραγματικότητα, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στην οποία είναι δυνατό να έχουν αποτέλεσμα την παραβίαση ατομικής ελευθερίας.
Συνολικά, η μετάβαση από την απόλαυση ενός υγιούς περιβάλλοντος στην προστασία της περιβαλλοντικής υγείας είναι αναγκαία και ίσως αναπόδραστη. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο όρος εισάγει ένα υβριδικό και νεοφυές έννομο αγαθό που ερμηνεύει τη σχέση ατόμου-περιβάλλοντος με όρους υγείας. Υπ’ αυτό το πρίσμα λαμβάνονται υπόψη τόσο το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, ενώ η υγεία παρουσιάζεται ως αδιάσπαστο όλο και συνεπώς το ψυχικό σκέλος δεν έχει το δευτερεύοντα ρόλο που μέχρι τώρα καταλαμβάνει. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η έννοια της περιβαλλοντικής υγείας είναι σύμφωνη και με τη σύγχρονη πρόσληψη, κατά την οποία το περιβάλλον είναι ένα αδιάσπαστο όλον, και ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του.