Κείμενο

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Υπό τον νέο και ισχύοντα ΠΚ (Ν 4619/2019), η προϊσχύσασα διάταξη του α. 81Α π. ΠΚ εντάχθηκε στο α. 82Α με την υιοθέτηση μιας πιο απλοποιημένης και σαφούς μορφής των πλαισίων ποινών, που απειλούνται για τη διάπραξη εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Η ποινικοκυρωτική αντιμετώπιση των εγκλημάτων αυτών και η ειδική πρόβλεψη για αυστηρότερη τιμώρησή τους αποτελεί δέσμευση και υποχρέωση των Κρατών Μελών της ΕΕ. Το δε α. 82Α ΠΚ δεν συνιστά στο σύνολό του μια νεοπαγή ρύθμιση, αλλά ουσιαστικά την εξέλιξη των προηγούμενων σχετικών εθνικών νομοθετικών διατάξεων, στις οποίες θα αναφερθούμε ακροθιγώς κατωτέρω.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η συνεισφορά στην ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του α. 82Α ΠΚ με αναφορά τόσο στα ειδικά χαρακτηριστικά των ρατσιστικών εγκλημάτων, όσο και στη δικαιοπολιτική σκοπιμότητα της αυστηρότερης τιμώρησής τους.
2. Το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά: Έννοια και ερμηνευτικές επισημάνσεις
Τα εγκλήματα μίσους (hate crimes) ή εγκλήματα προκατάληψης (bias motivated crimes) αποτέλεσαν αντικείμενο εκτενούς εγκληματολογικής διερεύνησης και επεξεργασίας ήδη από τη δεκαετία του 1980 και ασφαλώς η ιστορικότητά τους ανάγεται στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν αποτελούν, ούτε αποτέλεσαν όρο
Σελ. 275αυτοτελούς ποινικής τυποποίησης, ούτε συνιστούν μια αυθύπαρκτη διακριτή, αυτοτελώς περιγραφόμενη και τιμωρούμενη από τον ποινικό νομοθέτη ανθρώπινη συμπεριφορά. Πρόκειται περισσότερο για εγκληματολογικό όρο, ο οποίος αποδίδει και περιγράφει ένα σοβαρό φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας με διαστάσεις και συνέπειες τόσο επικίνδυνα αντικοινωνικές, που κρίνεται επιβεβλημένη η ποινική του αντιμετώπιση.
Στα σχετικά διεθνή, ευρωπαϊκά κείμενα, αλλά και στη σύγχρονη εγκληματολογική βιβλιογραφία ο όρος «έγκλημα μίσους (hate crime)» παρότι εξαιρετικά συχνός τείνει να αντικατασταθεί ή να συμπληρώνεται από τον όρο «έγκλημα προκατάληψης (bias motivated crime)», καθώς κρίνεται ότι η συναισθηματική - ψυχολογική κατάσταση, που αποδίδει ο όρος «μίσος», συνιστά μια μόνον ενδεχόμενη και ακραία εκδήλωση της «προκατάληψης» και άρα δεν επαρκεί για να προσδιορίσει επαρκώς τα σχετικά εγκλήματα, τα αίτια και τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, αλλά ούτε και την ανακριτική τους τυποποίηση. Συνακόλουθα, ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης απάλειψε τον όρο «μίσος» από τις σχετικές διατάξεις και επέλεξε αντ’ αυτού τον προσδιορισμό «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά», επιλογή η οποία κρίνεται νομοτεχνικά ορθή, καθώς αποδίδει με πληρότητα και νηφαλιότητα τη σχετική αξιόποινη συμπεριφορά.
Ως έγκλημα «μίσους», «προκατάληψης» ή, εφεξής, «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» ορίζεται κάθε ποινικό αδίκημα, η επιλογή του θύματος του οποίου υποκινείται από την προκατάληψη του δράστη έναντί του ή της κοινωνικής ομάδας στην οποία αυτό ανήκει ή πιστεύει ο δράστης ότι ανήκει. Η δε προκατάληψη αυτή αφορά και αναφέρεται στη «φυλή, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, τη (σεξουαλική) ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου». Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του θύματος στα οποία αφορά η προκατάληψη του δράστη, συνιστούν τα «προστατευόμενα χαρακτηριστικά», στην θωράκιση των οποίων αποβλέπει η ποινικοκυρωτική επιβάρυνση των σχετικών συμπεριφορών.
Γίνεται εκ των ανωτέρω σαφές ότι το «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» δεν συνιστά μια εγκληματική πράξη με αυτοτέλεια έναντι άλλων τυποποιημένων εγκληματικών συμπεριφορών ως προς τα στοιχεία, που τη συνθέτουν. Την έννοιά του απαρτίζουν μια ήδη ποινικά τυποποιημένη συμπεριφορά, με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, που απαιτεί ο ποινικός νόμος για την τιμώρησή της και επιπροσθέτως η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του «ρατσιστικού κινήτρου», δηλαδή προκατάληψης σε σχέση με τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά, ως προς την επιλογή του θύματος της πράξης.
Επί των ανωτέρω οφείλουν να γίνουν οι εξής ερμηνευτικές επισημάνσεις:
Α. Καθώς το «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» παραπέμπει και αναφέρεται σε άλλες ήδη ποινικά τυποποιημένες εγκληματικές συμπεριφορές δεν διαθέτει αυτοτελώς περιγραφόμενη στον νόμο αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Ούτε, κατά την άποψή μας, προστατεύει αυτοτελώς κάποιο έννομο αγαθό. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι αυτό που προστατεύεται από την αντίστοιχη ποινική διάταξη, την οποία παραβίασε ο δράστης με την πράξη του. Έτσι, π.χ. στην περίπτωση διάπραξης ανθρωποκτονίας με πρόθεση (α. 299 ΠΚ) με ρατσιστικό κίνητρο, προστατευόμενο έννομο αγαθό εξακολουθεί να είναι αυτό της ζωής. Τα λεγόμενα «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» από τις σχετικές διατάξεις συνιστούν «δείκτες ατομικής ή ομαδικής ταυτότητας» του θύματος και όχι κάποιο αυτοτελές και διακριτό προστατευόμενο έννομο αγαθό στο σύνολό τους.
Β. Οι ποινικές διατάξεις της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς έννομης τάξης σχετικά με το «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» δεν ποινικοποιούν την ίδια προκατάληψη ή τη συναισθηματική κατάσταση μίσους, που σχετίζονται και αναφέρονται στα ανωτέρω «προστατευόμενα χαρακτηριστικά».
Δεδομένου ότι οι όροι «μίσος», «προκατάληψη», ακόμη και «κίνητρο» αναφέρονται εννοιολογικά στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τις σκέψεις, το φρόνημα και τις πεποιθήσεις του (ακόμη και αν αυτές αποδοκιμάζονται, ή απορρίπτονται από την έννομη τάξη ή την κοινωνία), δεν μπορούν να είναι αντικείμενο αφ’ εαυτές ποι
Σελ. 276 νικής τυποποίησης και καταστολής τουλάχιστον σε ένα ποινικό σύστημα, που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερο. Ειδικότερα, δε, το «κίνητρο» συνιστά μια έννοια αναφερόμενη στην εσωτερική ανθρώπινη νοητική λειτουργία, μια «αμιγώς συναισθηματική κατάσταση στον παρόντα χρόνο, που μας ωθεί να δράσουμε», διαφοροποιούμενο κατά τούτο του «σκοπού». Ο τελευταίος ενέχει εννοιολογικά σαφές και έντονο το στοιχείο της συγκεκριμένης εξωτερίκευσης της όποιας ενδιάθετης ψυχικής τάσης και νοητικής επεξεργασίας με επιδίωξη πραγμάτωσης μιας μελλοντικής αντικειμενικής κατάστασης. Το ποινικό δίκαιο σε ένα σύγχρονο, φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου είναι και πρέπει να εξακολουθήσει να είναι σταθερά προσανατολισμένο στην τιμώρηση της επικίνδυνα αντικοινωνικής πράξης και όχι της προσωπικότητας, της πεποίθησης, του φρονήματος ή της ιδεολογίας.
Οι ποινικές διατάξεις σχετικά με το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά αποδίδουν μεγαλύτερη απαξία και επιβαρύνουν κυρωτικά την ήδη αξιόποινη πράξη, την ήδη αξιόποινη προσβολή κάποιου προστατευόμενου έννομου αγαθού, η οποία συνιστά εξωτερίκευση στον αντικειμενικό κόσμο της «προκατάληψης» σχετικά με τα «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» του θύματος.
Γ. Η ανακριτική διαπίστωση συνδρομής του «ρατσιστικού κινήτρου» σε κάποια αξιόποινη συμπεριφορά αρκεί για την κυρωτική της επιβάρυνση ακόμη και αν το θύμα της πράξης αυτής δεν φέρει στην πραγματικότητα κάποιο εκ των «προστατευόμενων χαρακτηριστικών». Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που ο δράστης προέβη στην αξιόποινη πράξη του επειδή νόμιζε ή θεωρούσε ότι το θύμα ανήκει σε κάποια από τις κοινωνικές ομάδες με «προστατευόμενα χαρακτηριστικά», αλλά αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «νομιζόμενο έγκλημα» ή για οποιασδήποτε μορφής πλάνης του δράστη, καθώς παρά την λανθασμένη εντύπωση του δράστη η όποια του ρατσιστική προκατάληψη εκδηλώθηκε ως αξιόποινη πράξη, έστω και σε βάρος ενός «λάθος» προσώπου. Επομένως, μόνη η επιβεβαίωση ότι το θύμα της όποιας αξιόποινης συμπεριφοράς δεν φέρει αντικειμενικά κάποιο εκ των «προστατευόμενων χαρακτηριστικών» δεν αρκεί για να αποκλειστεί η περίπτωση του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, αλλά θα πρέπει να διερευνηθεί και να τεκμηριωθεί ανακριτικά ότι και το ρατσιστικό κίνητρο δεν συντρέχει. Αλλά και το αντίστροφο. Μόνη η συνδρομή ύπαρξης των «προστατευόμενων χαρακτηριστικών» σε κάποιο θύμα αξιόποινης συμπεριφοράς δεν αρκεί για να τεκμηριώσει ανακριτικά έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς την επιβεβαίωση ύπαρξης του σχετικού (ρατσιστικού) κινήτρου. Δεδομένου, δε, ότι το ρατσιστικό κίνητρο μπορεί να συνυπάρχει με άλλα κίνητρα ή σκοπούς του δράστη, η κρίσιμη παράμετρος που, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να επιβεβαιωθεί, είναι το κατά πόσο το ρατσιστικό κίνητρο είναι το πρωτεύον και κυρίαρχο κίνητρο της επιλογής του συγκεκριμένου θύματος (ή θυμάτων) επιπροσθέτως και πέραν του σκοπού ή της πρόθεσης του δράστη, όπως αυτά απαιτούνται και περιγράφονται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος που διέπραξε.
Δ. Αξίζει να παρατηρηθεί, συναφώς με το ανωτέρω και το ότι το «ρατσιστικό κίνητρο» του δράστη αφορά στην επιλογή του θύματος της αξιόποινης πράξης και όχι στην ίδια την τέλεση της πράξης αυτής. Παρότι υποθέτουμε ότι πιθανότατα εν τοις πράγμασι το ρατσιστικό κίνητρο θα συναρτάται συνήθως και με την ίδια την τέλεση της πράξης, ωστόσο η γραμματική διατύπωση όλων των ορισμών του «ρατσιστικού εγκλήματος», ιδίως, δε, των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σαφώς και ρητά αφορά στη συνδρομή του ρατσιστικού κινήτρου ως προς την επιλογή του θύματος της αξιόποινης πράξης και όχι της ίδιας της τέλεσής της. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί το «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη η επιβεβαίωση ότι το κίνητρο, που ώθησε στην ίδια την αξιόποινη συμπεριφορά τον (τους) αυτουργό (αυτουργούς), είναι ρατσιστικό, αρκεί η επιλογή του θύματος
Σελ. 277της πράξης να είναι αυτή που υπαγορεύτηκε από την ρατσιστική προκατάληψη του δράστη.
3. Η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα της κυρωτικής επιβάρυνσης του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά
Άξιο δογματικής επεξεργασίας είναι ασφαλώς το ζήτημα του ποια είναι η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα της κυρωτικής επιβάρυνσης των συγκεκριμένων αξιόποινων συμπεριφορών έναντι αυτών, οι οποίες προσβάλλουν τα ίδια έννομα αγαθά, δεν διαθέτουν όμως το ρατσιστικό αρνητικό πρόσημο και κίνητρο. Συνιστά μια διακριτική αντιμετώπιση εκ μέρους του (ποινικού) νόμου υπέρ των ατόμων ή των ομάδων, που φέρουν τα «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» έναντι εκείνων που δεν διαθέτουν τέτοια, αποτελεί απλώς αποτέλεσμα πιέσεων διάφορων κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων ή δυνάμεων, ή εξυπηρετείται μια άλλη δικαιοπολιτική σκοπιμότητα και ποια;
Η απάντηση στον ανωτέρω προβληματισμό μπορεί να δοθεί μέσω της επισήμανσης των ειδικών ποιοτικών χαρακτηριστικών του εγκλήματος με ρατσιστικό κίνητρο και των συνεπειών του στο θύμα, την ομάδα, στην οποία ανήκει και την ίδια την κοινωνία.
Από την εγκληματολογική θεωρία και τις εγκληματολογικές στατιστικές προκύπτει ότι το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά διαθέτει ποιοτικά χαρακτηριστικά τέτοια, που του προσδίδουν έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο αντικοινωνικό χαρακτήρα, ο οποίος επιτείνει την κοινωνικοηθική απαξία των επιμέρους εγκλημάτων, στα οποία αφορά. Συγκεκριμένα:
Το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά πλήττει ταυτόχρονα τόσο το ίδιο το θύμα, όσο και την ομάδα με τα ίδια «προστατευόμενα χαρακτηριστικά», στην οποία αυτό ανήκει. Η επιλογή του θύματος μιας εγκληματικής ενέργειας με κριτήριο και κίνητρο ρατσιστικό διακρίνεται από υψηλού επιπέδου συμβολικό χαρακτήρα, καθώς μέσω της θυματοποίησης ενός συγκεκριμένου (ων) ατόμου (ων) «απευθύνει» άμεσα ή έμμεσα ένα ιδιαίτερα απειλητικό μήνυμα και σε όλους όσους μοιράζονται με το συγκεκριμένο θύμα τα ίδια «προστατευόμενα χαρακτηριστικά». Και μάλιστα ένα επιθετικό μήνυμα, το οποίο παρίσταται πραγματοποιήσιμο και ενδεχομένως άμεσα επικείμενο, ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς, η οποία ήδη τελέστηκε.
Σε επίπεδο συμβολικής λειτουργίας το ρατσιστικό έγκλημα μεταφέρει στο άτομο – θύμα, στο περιβάλλον του και στην ομάδα στην οποία ανήκει (target community) το «μήνυμα» ότι ο δράστης (και ενδεχομένως και η ομάδα, που αυτός ανήκει, ή θεωρεί ότι εκπροσωπεί) υπερέχει τόσο αξιακά, όσο και από πλευράς ισχύος, του θύματος και της ομάδας με τα «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» στην οποία το θύμα φέρεται να ανήκει. Το δε συγκεκριμένο θύμα και η ομάδα, με την οποία μοιράζεται αυτό τα ίδια «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» εκλαμβάνονται ταυτόχρονα ως αξιακά «κατώτεροι» του δράστη. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στο ρατσιστικό έγκλημα το «σημαίνον» είναι η άμεση προσβολή του (των) συγκεκριμένου (ων) θύματος με την αξιόποινη συμπεριφορά, το «σημαινόμενο», όμως, είναι ότι η αξιόποινη αυτή συμπεριφορά, ή άλλες, μπορεί να πλήξει, ή θα πλήττει αόριστο αριθμό προσώπων, που μοιράζονται τα ίδια «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» με το συγκεκριμένο θύμα.
Ένα άλλο στοιχείο, που ενισχύει την απαξία, αλλά και την κοινωνική επικινδυνότητα του ρατσιστικού εγκλήματος αποτελεί το γεγονός ότι, όπως επισημαίνεται από τις σχετικές εγκληματολογικές μελέτες, τείνει να είναι βιαιότερο, σκληρότερο και με βαρύτερες συνέπειες για το θύμα του, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί είτε στα πιο έντονα αρνητικά συναισθήματα του δράστη προς το θύμα του (οπότε θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για «μίσος») είτε στο ότι συχνά το ρατσιστικό έγκλημα τελείται κατά συναυτουργία, από περισσότερους δηλαδή δράστες.

Σελ. 278 Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η κοινωνικοηθική απαξία και η κοινωνική επικινδυνότητα των σχετικών συμπεριφορών είναι πράγματι μεγαλύτερη και εντονότερη σε σχέση με αυτές ενός οποιουδήποτε εγκλήματος, που δεν διαθέτει ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Οι δε συνέπειές του εκτείνονται σε ευρύτερο του ίδιου του θύματος επίπεδο, με προεκτάσεις οι οποίες πλήττουν την ίδια την κοινωνία, την έννομη τάξη, ακόμη και τη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η δικαιοπολιτική και αντεγκληματική σκοπιμότητα της κυρωτικής τους επιβάρυνσης μπορεί να αιτιολογηθεί επαρκώς και να ανιχνευτεί σε τρία επίπεδα.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτό της συμβολικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου, η κυρωτική επιβάρυνση των σχετικών συμπεριφορών αποσκοπεί στο να «μεταφέρει» ένα πολλαπλό «μήνυμα». Προς το σύνολο της κοινωνίας, ότι η ρατσιστική προκατάληψη, που αποτέλεσε το κίνητρο της αξιόποινης πράξης έναντι οποιουδήποτε είναι λίαν εντόνως αποδοκιμαστέα, απαράδεκτη και κατακριτέα από την έννομη τάξη. Προς, δε, το ίδιο το θύμα, αλλά και προς την ομάδα, που διαθέτει τα ίδια «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» (είτε είναι κοινωνικά μειοψηφική είτε και πλειοψηφική ακόμη) ότι η έννομη τάξη έχει την ισχύ και τη βούληση να υπερασπιστεί θεσμικά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε ατόμου για αυτοπροσδιορισμό και ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, θωρακίζοντας ποινικοκυρωτικά έναντι κάθε σχετικής προσβολής.
Στο επίπεδο της γενικοπροληπτικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου η θέσπιση βαρύτερων απειλούμενων ποινών για το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά αποσκοπεί ακριβώς στην εμπέδωση του ανωτέρω συμβολικού μηνύματος από το σύνολο των πολιτών και στην έμμεση αποτροπή ανάλογων συμπεριφορών, ιδίως από εκείνους, που διακατέχονται ή αποδέχονται ανάλογες προκαταλήψεις, ή ιδέες.
Τέλος, σε επίπεδο ειδικής πρόληψης, η βαρύτερη τιμώρηση του δράστη αυτών των εγκλημάτων ασφαλώς αποσκοπεί, και κατά τη γνώμη μας κυρίως, στην εμπέδωση από τον ίδιο ότι η έννομη τάξη και οι θεσμοί της αντιτίθενται σε αυτές τις εξόχως αντικοινωνικές συμπεριφορές και ότι διαθέτουν την ισχύ και τη βούληση να τις αποδοκιμάσουν κυρωτικά.
Ως εκ των ανωτέρω, κρίνεται ότι η κυρωτική επιβάρυνση των σχετικών συμπεριφορών είναι επιβεβλημένη αντεγκληματικά, σκόπιμη δικαιοπολιτικά και δεν συνιστά μιας μορφής θετική διακριτική μεταχείριση κάποιων ατόμων ή ομάδων ατόμων έναντι άλλων.
4. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις του α. 82Α ΠΚ. Κάποιες ερμηνευτικές παρατηρήσεις
Στο α. 82Α ΠΚ «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» ο ποινικός νομοθέτης του ν. 4619/2019 διατήρησε στον νέο Ποινικό Κώδικα υπό τον ίδιο τίτλο το α. 81Α του προϊσχύσαντος ΠΚ με τις εξής αλλαγές: απάλειψε την έκφραση «εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα…» και επέλεξε αντ’ αυτής το «εάν έχει τελεστεί έγκλημα…» και απλοποίησε την κυρωτική επιβάρυνση των αδικημάτων αυτών αυξάνοντας το ελάχιστο όριο ποινής και διαβαθμίζοντάς το ανάλογα με το αν πρόκειται για ελαφρύ πλημμέλημα (επαύξηση ποινής κατά έξι μήνες), βαρύτερο πλημμέλημα (κατά ένα έτος) και κακούργημα (κατά δυο έτη). Εντάχθηκε, δε, στην πρώτη ενότητα του Πέμπτου Κεφαλαίου Γενικού μέρους ΠΚ με τίτλο «Επιμέτρηση της Ποινής».
Ασφαλώς η διάταξη του α. 82Α ΠΚ πέραν από «διάδοχη» διάταξη αυτής του α. 81Α ΠΚ δεν αποτελεί την πρώτη νομοθετική και ποινικοκυρωτική αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας στην ελληνική έννομη τάξη. Ο ν. 927/1979 «Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» τυποποιεί ποινικά το πρώτον και αυτοτελώς ανάλογες συμπεριφορές.

Το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση της αξιόποινης πράξης για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ρητά με το άρθρο 23 παρ. 1 ν. 3719/2008, με το οποίο προστίθεται η παρ. 3 α. 79 του προϊσχύσαντος ΠΚ σύμφωνα με το οποίο «η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση». Ακολούθως με το α. 66 ν. 4139/2013 η παρ. 3 α. 79 προϊσχύσαντος ΠΚ τροποποιείται και αφενός εμπλουτίζονται τα αναφερόμενα «προστατευόμενα χαρακτηριστικά», αφετέρου ορίζεται ρητά ότι η όποια ποινή επιβληθεί από το δικαστήριο δεν μπορεί να ανασταλεί. Την ίδια επιλογή, δηλαδή το ρατσιστικό κίνητρο επιλογής του θύματος οποιουδήποτε αδικήματος να συνιστά επιβαρυντική περίσταση ακολουθεί και ο νομοθέτης του ν. 4285/2014, με το άρθρο 10 του οποίου θεσπίστηκε το α. 81Α π. ΠΚ.
Διαφοροποίηση, όμως, της ρύθμισης του α. 81Α π. ΠΚ από αυτήν του α. 79 παρ. 3 π. ΠΚ είναι ότι πλέον υποδεικνύει στον εφαρμοστή του δικαίου να κινηθεί σε συγκεκριμένα (βαρύτερα) πλαίσια ποινής και όχι να αξιολογεί ελευθέρως ως προς την επιβάρυνση της ποινής τη συνδρομή του ρατσιστικού κινήτρου, ενώ εξακολουθεί να ορίζει ρητά ότι σε περίπτωση καταδίκης δεν μπορεί να δοθεί αναστολή εκτέλεσης της όποιας ποινής. Η πρόβλεψη της μη αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής απαλείφεται από το α. 81Α π. ΠΚ με την τροποποίηση, που επέφερε το α. 21 ν. 4356/2015, με το οποίο, όμως, προβλέπεται η αύξηση του κατώτερου ποσού μετατροπής της ποινής, στην περίπτωση που επιβληθεί από το δικαστήριο τέτοια. Η τελευταία αυτή πρόβλεψη, όπως και η απαγόρευση χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής, απουσιάζουν από το ισχύον α. 82Α ΠΚ, το οποίο, όπως ειπώθηκε, κατά τα λοιπά απλοποιεί την κυρωτική επιβάρυνση κάθε εγκλήματος τελούμενου με ρατσιστικό κίνητρο, εξακολουθεί, όμως, να την ορίζει ρητά.
Ένα πρώτο δογματικό ζήτημα που εγείρει η διάταξη του α. 82Α ΠΚ, είναι αν τυποποιεί ένα ιδιώνυμο έγκλημα, μια διακεκριμένη παραλλαγή του όποιου εγκλήματος τελεστεί ή έναν γενικό ρυθμιστικό-επιμετρητικό κανόνα.
Η άποψη ότι στο α. 82Α ΠΚ τυποποιείται ένα ιδιώνυμο έγκλημα, δεν παρίσταται πειστική από δογματικής άποψης. Η διερεύνηση της προβληματικής αυτής συναρτάται άμεσα με τη φύση του στοιχείου του ρατσιστικού κινήτρου. Η προσθήκη του στοιχείου αυτού στην επιλογή του θύματος (παθόντος) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξειδικεύει το όποιο έγκλημα κατά περίπτωση αυτό αναφέρεται και αφορά (δεδομένου ότι το α. 82Α ΠΚ συνιστά μια «χωλή» ποινική διάταξη) με τον εμπλουτισμό του με κάποιο αντικειμενικό ή υποκειμενικό στοιχείο τέλεσης του εγκλήματος. Το κατεξοχήν αναφερόμενο στον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο και στάση του δράστη «ρατσιστικό κίνητρο επιλογής του θύματος» «χρωματίζει μεν την ενοχή του δράστη» ως προς την επιμέτρηση της ποινής του, αλλά δεν την εξειδικεύει, ούτε συνιστά «ειδικό στοιχείο ενοχής» υπαγόμενο στην υποκειμενική υπόσταση εκάστου των εγκλημάτων, στα οποία μπορεί να αναφέρεται. Αφενός διότι όταν αυτό (το ρατσιστικό κίνητρο) λείπει, η όποια εγκληματική συμπεριφορά με την οποία συναρτάται ασφαλώς και εξακολουθεί να μπορεί να διαπραχθεί. Αφετέρου διότι αν κάποιος συνάγει ερμηνευτικά από τον συνδυασμό των δύο ποινικών διατάξεων (π.χ. α. 299 ΠΚ σε συνδυασμό με το α. 82Α ΠΚ) ότι δημιουργείται μια νέα μορφή του εγκλήματος αυτού (π.χ. του α. 299 ΠΚ), που προσιδιάζει στα λεγόμενα «εγκλήματα τάσης, ή διάθεσης», η ερμηνεία αυτή θα προσέκρουε, κατά την άποψή μας, στη θεμελιώδη αρχή nullum crimen sine lege του Ποινικού μας Δικαίου.
Το ρατσιστικό κίνητρο του α. 82Α ΠΚ διαφοροποιείται επίσης απολύτως εννοιολογικά προς τον «σκοπό του δράστη», ο οποίος άλλωστε μπορεί και να είναι διάφορος του κινήτρου επιλογής του θύματος. Όπως, δε, ειπώθηκε ανωτέρω, το ρατσιστικό κίνητρο της διάταξης του α. 82Α ΠΚ δεν αναφέρεται στο κίνητρο τέλεσης της πράξης, αλλά -ρητά- στο κίνητρο επιλογής του θύματος, για την όποια αξιόποινη πράξη τελέστηκε. Το ρατσιστικό κίνητρο ως προς την επιλογή του θύματος δεν συνιστά σκοπό διατυπωμένο ως κίνητρο, αλλά αποδίδει τη βαθύτερη, αναγόμενη στο φρόνημα και τις αντιλήψεις του δράστη σφαίρα, αιτία, που τον ώθησε όχι κατ’ ανάγκη στην πράξη του, αλλά στην επιλογή του θύματος της πράξης του.
Περαιτέρω, παρότι ορθότερη δογματικά, η άποψη ότι πρόκειται για τυποποίηση διακεκριμένων παραλλαγών των επιμέρους εγκλημάτων, μπορεί να αντιμετωπίσει τον επιστημονικό αντίλογο ότι η διάταξη του α. 82Α ΠΚ δεν αλλάζει ρητά τα πλαίσια ποινής των επιμέρους εγκλημάτων, αλλά μέσα στα ήδη προβλεπόμενα από τα οικεία άρθρα της ποινικής νομοθεσίας προσδιορίζει με σαφήνεια και δεσμευτικότητα προς τον δικαστή ποιο συγκεκριμένο εύρος ποινής κατά τη βούληση του ποινικού νομοθέτη ανταποκρίνεται επαρκώς στη συγκεκριμένη επιβαρυντική περίσταση. Προς επίρρωση του ως άνω επιχειρήματος θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στην ίδια την Αιτ.Έκθ. του ν. 4619/2019, όπου αναφέρεται σχετικά με τη διάταξη του α. 82Α ΠΚ ότι «στην Επιτροπή συζητήθηκε αν η συγκεκριμένη διάταξη έπρε
Σελ. 280 πε να ενταχθεί στην πρώτη ή στη δεύτερη ενότητα του Κεφαλαίου. Διατυπώθηκε η άποψη ότι στην πρώτη ενότητα η επιμέτρηση γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα από τους κυρωτικούς κανόνες πλαίσια ποινής και για τον λόγο αυτό η διάταξη θα έπρεπε να ενταχθεί σε δεύτερη ενότητα με τίτλο “αλλαγή πλαισίου απειλούμενων ποινών”. Επικράτησε η άποψη … να τοποθετηθεί η διάταξη για το ρατσιστικό έγκλημα ως ακροτελεύτια διάταξη, στην πρώτη ενότητα», η οποία έχει τίτλο «Επιμέτρηση της ποινής». Από την ανωτέρω περικοπή συνάγεται το συμπέρασμα ότι βούληση του νομοθέτη δεν ήταν να θεσπίσει διακεκριμένες παραλλαγές στα κατ’ ιδίαν εγκλήματα, αλλά να θεσπίσει έναν ειδικό, ρυθμιστικό, επιμετρητικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον δικαστή με τρόπο ρητό, σαφή και συγκεκριμένο. Προς την κατεύθυνση ότι η διάταξη του α. 82A ΠΚ μάλλον αποτελεί ειδικό επιμετρητικό κανόνα, παρά θέσπιση διακεκριμένων εγκληματικών παραλλαγών, οδηγεί και το γεγονός ότι από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης «εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε… » προκύπτει ότι το «ρατσιστικό κίνητρο» δεν αποτελεί στοιχείο της ίδιας της έννοιας του όποιου εγκλήματος, δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της ενοχής του δράστη, αφού για να εφαρμοστεί η διάταξη του α. 82A ΠΚ, το έγκλημα «πρέπει να έχει τελεστεί». Δηλαδή πρέπει να έχουμε προηγουμένως κατάφαση της ενοχής του. Στην τελευταία είναι προφανές ότι το δικαστήριο θα πρέπει να έχει οδηγηθεί ελέγχοντας τη συνδρομή όλων των στοιχείων (αντικειμενικών και υποκειμενικών) του εγκλήματος, που διεπράχθη, όπως αυτά προσδιορίζονται στην οικεία ποινική διάταξη, χωρίς να απαιτείται, φυσικά και η συνδρομή του στοιχείου του ρατσιστικού κινήτρου για την κατάφαση της ενοχής του. Υπό αυτήν την έννοια, το «(ρατσιστικό) κίνητρο επιλογής του θύματος» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «φρονηματικό στοιχείο του αδίκου» της πράξης καθ’ εαυτήν, καθόσον δεν χρησιμοποιείται ρητά στην ειδική υπόσταση κάποιου εγκλήματος, ούτε απαιτείται για την κατάφαση της ενοχής του δράστη. Η τελευταία (η κατάφαση της ενοχής του δράστη) συνιστά προαπαιτούμενο της εφαρμογής της διάταξης του α. 82A ΠΚ σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωσή του. Συνδέεται, όμως και υποδεικνύει αυξημένη ενοχή του δράστη του, η οποία αποτυπώνεται στην επιβάρυνση της κυρωτικής του μεταχείρισης.
Μια δεύτερη δογματική προβληματική συνιστά το σε ποια ποινικά αδικήματα μπορούν να εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις του α. 82Α ΠΚ.
Καταρχήν ρητά ορίζεται ότι εφαρμόζονται τόσο σε πλημμελήματα (ελαφρά ή βαρύτερα από άποψη απειλούμενης ποινής), όσο και σε κακουργήματα. Κατά δεύτερον και με βάση τη γραμματική διατύπωση της διάταξης («εάν έχει τελεστεί έγκλημα…») οι ρυθμίσεις της μπορούν να εφαρμοστούν σε οποιοδήποτε έγκλημα (τετελεσμένο ή σε απόπειρα), πλην των εγκλημάτων, που προβλέπονται στον ν. 927/1979, ως ισχύει, αφού κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στον γενικό επιμετρητικό κανόνα της παρ. 6 α. 79 ΠΚ, ως ισχύει, καθώς και του εγκλήματος του α. 184 παρ. 2 ΠΚ («διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες, ή διχόνοια») στο οποίο προβλέπεται ρητή απαγόρευση εφαρμογής του α. 82Α ΠΚ.
Δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, το στοιχείο του ρατσιστικού κινήτρου αφορά στην επιλογή του θύματος και όχι στη διάπραξη του ίδιου του τελεσθέντος εγκλήματος, αλλά και ότι το κίνητρο επιλογής του θύματος είναι διάφορο εννοιολογικά από τον σκοπό του δράστη, οι διατάξεις του α. 82Α ΠΚ ασφαλώς μπορούν να εφαρμοστούν και στα λεγόμενα «εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης», αφού ο απαιτούμενος εγκληματικός «σκοπός» του δράστη μπορεί να εκπληρούται σε βάρος θύματος, το οποίο επελέγη με βάση τη ρατσιστική προκατάληψη.
Προβληματισμό, όμως, προκαλεί το εάν είναι νοητό οι διατάξεις του α. 82Α ΠΚ να εφαρμοστούν σε περιπτώσεις εγκλημάτων, των οποίων το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι υπερατομικό. Η γραμματική διατύπωση της διάταξης αναφέρεται σε «παθόντα», ο οποίος είναι ο φορέας του προστατευόμενου έννομου αγαθού, το οποίο προσβάλλει η αξιόποινη συμπεριφορά. Επίσης, το ρατσιστικό κίνητρο «επιλογής του παθόντα» παραπέμπει στην ύπαρξη συγκεκριμένου (ων) προσώπου (ων), το οποίο επιλέγει ο δράστης ως θύμα του έστω κι αν πρόκειται για ανώνυμο, παντελώς άγνωστο στον δράστη άτομο ή για αόριστο αριθμό προσώπων, που πλήττεται από την πράξη του. Η γραμματική, λοιπόν, διατύπωση παραπέμπει στο ότι η διάταξη αναφέρεται μόνον σε περιπτώσεις αξιόποινων συμπεριφορών, που προσβάλλουν ατομικά έννομα αγαθά. Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο νομοθέτης με τη χρήση του όρου «παθών» δεν είχε κατ’ ανάγκη στον νου του τον εξατομικευμένο φορέα του εννόμου αγαθού, όσο το πληττόμενο φυσικό θύμα της αξιόποινης συμπεριφοράς. Έτσι, κατά περίπτωση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε εγκλήματα, που προσβάλλουν υπερατομικά έννομα αγαθά, αρκεί να θυματοποιείται άμεσα από αυτά κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή και αόριστος αριθμός προσώπων. Ως χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση του α. 137Α ΠΚ (βασανιστήρια), το οποίο συνιστά προσβολή κατά του πολιτεύματος, μεν, αλλά φυσικό θύμα του ασφαλώς είναι εξατομικευμένο πρόσωπο (πρόσωπα).
Σελ. 2815. Η ανακριτική επιβεβαίωση του «εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά»
Ιδιαίτερα δύσκολη και προβληματική αναδεικνύεται η ανακριτική τυποποίηση του απαιτούμενου «ρατσιστικού κινήτρου» προκειμένου να διαγνωστεί ο «ρατσιστικός χαρακτήρας» κάποιου διαπραχθέντος εγκλήματος. Το σε ποια αντικειμενικά στοιχεία μπορεί να αναζητηθεί η ύπαρξή του και σε ποιες αποδείξεις μπορεί να στηριχθεί το δικαστήριο προκειμένου να οδηγηθεί με βεβαιότητα στην κατάφαση της συνδρομής του είναι ένα ιδιαίτερα δυσχερές ζήτημα, δεδομένου ότι το «κίνητρο επιλογής του θύματος» συνιστά μια «διαθετική έννοια». Ως τέτοιο δεν μπορεί να είναι άμεσα διαγιγνώσιμο διά της άμεσης αντίληψης πραγματικών, αντικειμενικών στοιχείων και γεγονότων, αλλά επαγωγικά συναγόμενη από την επεξεργασία εμπειρικών ενδεικτών.

Προς αυτήν την κατεύθυνση ανακριτικής τυποποίησης, δηλαδή προς τον προσδιορισμό «δεικτών προκατάληψης», ή «δεικτών ρατσιστικού εγκλήματος» κινείται τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η αμερικανική προσέγγιση του ζητήματος. Οι εν λόγω «δείκτες» προτείνονται ως αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία οι προ-ανακριτικές αρχές πρέπει να αναζητήσουν και η συνδυαστική αξιολόγηση των οποίων μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στη δικανική πεποίθηση περί συνδρομής του στοιχείου του «ρατσιστικού κινήτρου» μέσω της επαγωγικής αξιοποίησής τους, χωρίς βεβαίως να θεωρούνται ως απτές αποδείξεις περί τούτου.
Ουσιαστικά πρόκειται, θα λέγαμε, για εξειδίκευση ως προς το «ρατσιστικό κίνητρο» των επιβαρυντικών περιστάσεων (όρος που απαλείφθηκε βέβαια από το γράμμα της διάταξης του α. 82Α ΠΚ) του α. 79 παρ. 2 εδ. τελ. ΠΚ, δηλαδή των «περιστάσεων» του χρόνου (π.χ. το έγκλημα τελέστηκε σε κάποια συμβολική είτε για το θύμα είτε για τον δράστη ημερομηνία), τόπου (στον τόπο που τελέστηκε το έγκλημα γίνονται συχνά εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά την ίδια χρονική περίοδο ή ο εν γένει τόπος του εγκλήματος ή το αντικείμενό του έχει κάποια συμβολική σημασία για τον δράστη ή για το θύμα), μέσων (χρήση στολών, κουκούλας, ρατσιστικών εμβλημάτων κ.λπ.) και τρόπου (διάπραξη από μέλη ρατσιστικής ομάδας, χρήση γραπτών ή προφορικών ρατσιστικών εκφράσεων κ.λπ.), που «συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεση ενός εγκλήματος».
Αντικείμενο προβληματισμού, όμως, μπορούν να αποτελέσουν κάποιοι από τους προτεινόμενους «δείκτες προκατάληψης – ρατσιστικού εγκλήματος», οι οποίοι προσανατολίζονται και αφορούν στο πρόσωπο και την προσωπικότητα δράστη και θύματος και τις τυχόν μεταξύ τους σχέσεις. Ειδικότερα:
Ως σχετικός «δείκτης» προτείνεται το εάν ο δράστης έχει τελέσει στο παρελθόν έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ή εάν η πράξη τελέστηκε από μέλη ρατσιστικής οργάνωσης ή ο δράστης υπήρξε στο παρελθόν μέλος τέτοιας οργάνωσης. Τα στοιχεία αυτά ασφαλώς δεν αναφέρονται στις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα, ούτε βέβαια πρέπει να θεωρηθούν ως εισαγωγή μιας ευρύτερης ή νέας κατηγορίας «περιστάσεων». Οι ανωτέρω «δείκτες» θα μπορούσαν να θεωρηθούν επισφαλείς ως προς την αποδεικτική τους δύναμη, αν δεν μπορέσουν να συνδυαστούν με κάποιον από τους «δείκτες», που σχετίζονται άμεσα και συγκεκριμένα με τις «περιστάσεις» του συγκεκριμένου εγκλήματος το οποίο κρίνεται. Η συμμετοχή του δράστη στο παρελθόν σε ρατσιστική ομάδα (hate group), οι ακραίες ρατσιστικές πεποιθήσεις του ή η τέλεση από αυτόν εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά δεν οδηγούν με βεβαιότητα στην πεποίθηση ότι το υπό προανακριτική ή δικαστική διερεύνηση έγκλημα, που τέλεσε, διαθέτει «ρατσιστικά χαρακτηριστικά». Ούτε βέβαια μπορούν να προσφέρουν στη δικαστική απόφαση την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται, για τη συνδρομή του ρατσιστικού κινήτρου της πράξης του. Το αντίθετο ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ως μια διακριτική σε βάρος του μεταχείριση από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ερειδόμενη σε στοιχεία του (ποινικού ή μη) παρελθόντος και του φρονήματος του δράστη, τα οποία δεν προβλέπονται ρητά σε κάποια ποινική ή επιμετρητική διάταξη ως στοιχεία κυρωτικής επιβάρυνσης του όποιου αδικήματος. Φυσικά δεν ισχύει το ίδιο για την περίπτωση, που το αδίκημα τελέστηκε από μέλη ρατσιστικής ομάδας και ο δράστης αποδεδειγμένα μετείχε σε αυτήν (την τέλεση), καθώς το γεγονός αυτό τον τοποθετεί με βεβαιότητα στον τόπο και τον χρόνο του εγκλήματος, επομένως συνιστά συγκεκριμένη και αντικειμενική ένδειξη περί ύπαρξης ρατσιστικού κινήτρου.
Προβληματικοί για την ανακριτική τους αξιοποίηση και πολύ περισσότερο για τη διαμόρφωση μιας αιτιολογημένης σχετικής δικαστικής απόφασης παρίστανται και οι προτεινόμενοι «δείκτες», που σχετίζονται με ειδικά χαρακτηριστικά (πέραν των «προστατευόμενων») του θύματος ή της διαφοροποίησης αυτών από τα αντίστοιχα του δράστη. Η διαφοροποίηση μεταξύ δράστη και θύματος αναφορικά με τη φυλή, το θρήσκευμα, την εθνική καταγωγή κ.λπ. δεν αρκεί ασφαλώς να αποτελέσει στοιχείο διαμόρφωσης της σχετικής δικανικής πεποίθησης, όπως δεν αρκεί, άλλωστε, και μόνη η συνδρομή κάποιου ή κάποιων «προστατευόμενων χαρακτηριστικών» στο θύμα για να στηριχθεί το ρατσιστικό κίνητρο του δράστη. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι το θύμα
Σελ. 282δραστηριοποιούνταν προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης ατόμων με τα ίδια «προστατευόμενα χαρακτηριστικά» αρκεί για να τεκμηριώσει τον ρατσιστικό χαρακτήρα του κινήτρου του δράστη.
Ασφαλώς, όπως αναφέρθηκε, όλοι οι ανωτέρω δείκτες προτείνονται ως «ενδείξεις» ρατσιστικού κινήτρου και όχι ως αποδείξεις. Είναι όμως κρίσιμο να επισημανθεί η σημασία συνεπούς διερεύνησης περισσότερων του ενός από αυτούς, ιδίως αυτών που σχετίζονται άμεσα με τον τόπο, χρόνο, τρόπο και μέσο διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος από τις προανακριτικές αρχές, οι οποίες, συνήθως, είναι παρούσες ή επιλαμβάνονται του εγκλήματος αμεσότερα τοπικά και χρονικά σε σχέση με το δικαστήριο, που θα κληθεί να διαμορφώσει σχετική δικανική πεποίθηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως επιβεβαιώνεται από σχετικές εγκληματολογικές μελέτες, το «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» διαθέτει πολύ υψηλό «σκοτεινό αριθμό», γεγονός που δεν αποδίδεται μόνον στην έλλειψη καταγγελίας από το θύμα, αλλά και στην ελλιπή συλλογή των απαιτούμενων ανακριτικών αποδείξεων ή ενδείξεων, προκειμένου να επιβεβαιωθεί δικαστικά ως τέτοιο. Πέραν αυτού, η ενδελεχής ανακριτική διερεύνηση όλων των ανωτέρω «δεικτών προκατάληψης» επ’ αφορμή ενός συγκεκριμένου διαπραχθέντος εγκλήματος ενδεχομένως μπορεί να προσφέρει και στην εν γένει ανακριτική «χαρτογράφηση» του εν λόγω φαινομένου κοινωνικής παθογένειας με τα τόσο επικίνδυνα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά και των συντελεστών του.
Κλείνοντας τους ανωτέρω ακροθιγείς προβληματισμούς οφείλει να επισημανθεί το γεγονός ότι η ποινικοκυρωτική αντιμετώπιση του φαινομένου ασφαλώς και δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελέσει τη μόνη και κύρια επιλογή, αλλά το «τελευταίο καταφύγιο» ανάσχεσής του. Διότι μια τέτοια επιλογή της έννομης τάξης ως πρωτεύουσας και μόνης θα ήταν, ίσως, «βολική» και αυτοματοποιημένη αντίδρασή της, πλην όμως αποσπασματική και μονοσήμαντη, δεδομένου ότι τα ρατσιστικά κίνητρα ενός εγκλήματος δεν συνιστούν αποτέλεσμα αυθόρμητης παρόρμησης ή συναισθηματικής «παρθενογένεσης», αλλά απότοκο σύνθετων, πολυπαραγοντικών και διαρκών ιδεολογικοπολιτικών, συναισθηματικών και βιωματικών διεργασιών του ατόμου.