Κείμενο

Αναφορικά με τον θεσμό του Κτηματολογικού Δικαστή ως Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου, μελετώντας το θέμα διαχρονικά, αναλύονται σε τέσσερα ως ακολούθως κεφάλαια αντίστοιχοι αυτοτελείς λόγοι σύμφωνα με τους οποίους κατά τη γνώμη μου τεκμηριώνεται πλήρως ότι η εφαρμοζόμενη ακόμη άσκηση καθηκόντων Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου από Δικαστή και μάλιστα με βαθμό Πρωτοδίκη που αποκαλείται Κτηματολογικός Δικαστής, ασκείται κατά ευθεία παράβαση διατάξεων και του κοινού νόμου αλλά και του ίδιου του Συντάγματος.
Κεφάλαιο Α΄
Σύμφωνα με τις βάσει του άρθρου 8 του Ν. 510/1947 (περί διατηρήσεως των ιταλικών κυβερνητικών διαταγμάτων Κτηματολογίων Ρόδου και Κω) ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 12 του (ιταλικού) κυβερνητικού διατάγματος 132/1929 περί Κτηματολογικού Κανονισμού Ρόδου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του επίσης (ιταλικού) κυβερνητικού διατάγματος 89/1933, ορίζεται ότι Προϊστάμενος του Κτηματολογίου Ρόδου είναι ο Κτηματολογικός Δικαστής.
Ειδικότερα ως προς το πρόσωπο του Κτηματολογικού Δικαστή, η αρχική διάταξη του άρθρου 12 του κυβερνητικού διατάγματος 132/1929, όριζε ως Προϊστάμενο του Κτηματολογίου Ρόδου τον Γενικό Γραμματέα της τότε Ιταλικής Διοίκησης Δωδεκανήσου με αναπληρωτή αυτού Δικαστή, ορισθέντα μάλιστα ως άνω του Προϊσταμένου όχι ως μονομελούς εξ αρχής οργάνου, αλλά εκ της ιδιότητάς του ως προεδρεύοντα της αρμόδιας για τις αρχικές κτηματολογικές καταχωρήσεις «Κτηματολογικής Επιτροπής» (άρθρο 11 Κ.Δ. 132/1929), δηλαδή ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου με λοιπά μέλη τον Διευθυντή της Υπηρεσίας των τοπογραφικών κτηματογραφικών εργασιών, τον Προϊστάμενο της Οικονομικής Εφορίας και τον Δήμαρχο Ρόδου ή ενός αντιπροσώπου του. Στη συνέχεια, προφανώς λόγω μεγάλου φόρτου εργασίας, σύμφωνα με τροποποίηση που έγινε με το άρθρο 2 του κυβερνητικού διατάγματος 89/1933, αντικαταστάθηκε (απαλλάχθηκε) ο Γ. Γραμματέας της Ιταλικής Διοίκησης Δωδεκανήσου από την προεδρία της «Κτηματολογικής Επιτροπής» και Προϊστάμενος του Κτηματολογίου Ρόδου έγινε ο μέχρι τότε αναπληρωτής του Δικαστής, όχι όμως οπουδήποτε βαθμού αλλά κατά ειδική πλέον πρόβλεψη «Ο Πρόεδρος του κατά τόπο αρμοδίου Πρωτοδικείου», χωρίς να ορίζεται αναπληρωτής του τελευταίου ή ότι ο ίδιος διατηρεί δικαίωμα ορισμού αναπληρωτή του.
Συνεπώς είναι απόλυτα σαφές κατά τη γραμματική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων και όπως άλλωστε έχει κριθεί και έγινε δεκτό και από τη νομολογία του Άρειου Πάγου, ότι σύμφωνα με τις ανωτέρω ενσωματωμένες διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού Ρόδου, Προϊστάμενος του Κτηματολογίου Ρόδου είναι αυστηρά και αποκλειστικά μόνο ο ίδιος ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ρόδου (βλ. ενδεικτ. ΑΠ 257/1973, ΑΠ 565/1989 σε Δ. Σαλαμαστράκη: Κτηματολογικοί Κανονιμοί Ρόδου-Κω, Νομολογία Αρείου Πάγου σελ. 24, 56).
Κεφάλαιο Β΄
Η ως ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του κυβερνητικού διατάγματος 132/1929, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του κυβερνητικού διατάγματος 89/1933 σύμφωνα με την οποία Προϊστάμενος του Κτηματολογίου Ρόδου και Κτηματολογικός Δικαστής είναι αυστηρά ο ίδιος ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ρόδου, είναι ως προελέχθη ειδικού δικαίου και ως τέτοια κατισχύει κάθε άλλης γενικού δικαίου διάταξης του κοινού νόμου.
Εν τούτοις επακολούθησαν νεώτερες ειδικές διατάξεις που όρισαν διαφορετικά από τις παραπάνω διατάξεις, ούτως ώστε ως νεώτερες ασφαλώς και κατισχύουν πλέον αυτές και ταυτόχρονα εφόσον δεν εφαρμόσθηκαν και δεν εφαρμόζονται, αναδεικνύουν ότι υφίσταται χρονίως μείζον θεσμικό θέμα.
Αναλυτικότερα παρατίθενται στη συνέχεια νεώτερες ειδικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου περιήλθε αποκλειστικά στον υπηρεσιακό Διευθυντή του Κτηματολογίου Ρόδου, κατά τρόπο που αναμφίβολα σιωπηρά καταργήθηκε η ιδιότητα και θέση του Προέδρου του Πρωτοδικείου Ρόδου παράλληλα με τα κυρίως καθήκοντα του να ασκεί και καθήκοντα Κτηματολογικού Δικαστή- Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου:
Σελ. 101Ειδικότερα:
Α) Με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1688/1951 συνεστήθησαν τα Κτηματολογικά Γραφεία Ρόδου και Κω και επί του προσωπικού Γραμματείας αυτών προβλέφθηκε Διευθυντή «επί βαθμώ και μισθώ υποθηκοφύλακος β΄ ή γ΄ τάξεως ή για τη Ρόδο και Εισηγητή».
Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ως προς τη σιωπηρή κατάργηση και πλήρη απεξάρτηση του Προέδρου του Πρωτοδικείου Ρόδου από τη κάθε είδους εποπτεία στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ότι σύμφωνα με το εδάφιο 3 του άρθρου 2 του ίδιου Ν. 1688/1951 ορίσθηκε ότι τα Κτηματολογικά Γραφεία Δωδεκανήσου και το προσωπικό τους τίθενται «υπό την εποπτεία του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών».
Β) Στη συνέχεια στην ως ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1688/1951 προστέθηκε παράγραφος 3 με το άρθρο 7 του Ν.Δ. 4539/1966, που αυτολεξεί ορίζει τα εξής: «3. Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου, εν ελλείψει του Διευθυντού του γραφείου τούτου, αποσπάται διά Β. Διατάγματος μετ΄ απόφασιν του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών ή Ειρηνοδίκης Α` ή Β` τάξεως, έχων εν τη ενασκήσει των καθηκόντων τούτων άπαντα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Διευθυντού του Κτηματολογικού Γραφείου».
Γ) Στη συνέχεια των ανωτέρων νεώτερων ειδικών διατάξεων για τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου, ακολούθησαν ακόμη νεώτερες ειδικές διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του Ν. 724/1977 που αυτολεξεί ορίζουν τα εξής: «Άρθρον 17.- 1. Του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών προΐσταται ο παρ’ αυτώ προϊστάμενος υποθηκοφυλακείου, των υποθηκοφυλακείων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, ο παρ΄ αυτοίς πτυχιούχος Διευθυντής, του κτηματολογικού γραφείου Ρόδου, ο παρ’ αυτώ Διευθυντής, των δε λοιπών Υποθηκοφυλακείων και του κτηματολογικού γραφείου Κω, ο παρ’ αυτοίς Διευθυντής ή πτυχιούχος Υποθηκοφύλαξ και επί πλειόνων ο πτυχιούχος νομικής.
«Άρθρον 18.- 1. Αι πρωτότυποι πράξεις εις τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, ως και του κτηματολογικού γραφείου Ρόδου, τα υπ’ αυτήν εκδιδόμενα πιστοποιητικά, ως και παν έγγραφον σχετικόν προς τας πράξεις ταύτας, υπογράφονται παρά των αρμοδίων Διευθυντών και εν απουσία, κωλύματι ή ελλείψει τούτων υπό των νομίμων αναπληρωτών των. Πάσα η λοιπή αλληλογραφία υπογράφεται υπό του προϊσταμένου των υπηρεσιών τούτων. 2. Αι πρωτότυποι πράξεις των λοιπών εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και του κτηματολογικου γραφείου Κω, ως και παν πιστοποιητικόν ή έγγραφον δέον να φέρουν την υπογραφήν του διευθύνοντος ταύτα ή του νομίμου αναπληρωτού του. Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνώμην του διευθύνοντος το υποθηκοφυλακείον ή το κτηματολογικόν γραφείον, δύναται ν’ ανατεθή η υπογραφή του όλου ή μέρους των πρωτοτύπων πράξεων και των εκδιδομένων πιστοποιητικών εις τους προϊσταμένους των τμημάτων.»
Δ) Τέλος ακολούθησε η επίσης νεώτερη και με χαρακτήρα αυθεντικής ερμηνείας διατήρησης σε ισχύ των παραπάνω διατάξεων, ειδική διάταξη της παρ. 13 άρθρου 10 Ν. 3472/2006 (ΦΕΚ Α΄ 135/4.7.2006), που αυτολεξεί ορίζει τα εξής:
«13. Για τους υπαλλήλους των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 του ν. 1968/1991, 40 του ν. 2721/1999 και 3,4,5 παρ. 3, 6, 11 παρ. 4 και 18 του ν. 724/1977, όπως σήμερα ισχύουν, καθώς και οι διατάξεις της υ.α. με αριθμ. 2076183/8355/0022/ΦΕΚ 1/ΒΠ.1.1999 “Αντιστοιχία οργανικών μονάδων των υπηρεσιών των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω -Λέρου στη Γενική Διεύθυνση, Διεύθυνση και Τμήμα”, μέχρι της εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος “Περί Οργανισμού Λειτουργίας των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω -Λέρου.”»
Απόλυτη εξ άλλου παραδοχή και τεκμηρίωση της σύμφωνα με τις παραπάνω πολλαπλές νεώτερες ειδικές διατάξεις του Έλληνα νομοθέτη κατάργησης των διατάξεων των ιταλικών νομοθετημάτων που προέβλεπαν την άσκηση καθηκόντων Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Ρόδου και την εφεξής αντικατάσταση αυτού από τον υπηρεσιακό πλέον Διευθυντή, συνιστά και επίσημο έγγραφο με αρ. πρωτ. 181/13-05-1980 του τότε Προέδρου Πρωτοδικών Ρόδου και μετέπειτα Αεροπαγίτη-Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Νικολάου Γεωργίλη, το οποίο έχοντας ως παραλήπτη τον Διευθυντή του Κτηματολογίου Ρόδου εκδόθηκε με αφορμή την επερχόμενη εκείνη τη χρονική περίοδο λήξη απόσπασης Πρωτοδίκη που είχε ορισθεί ως Κτηματολογικός Δικαστής.
Συγκεκριμένα με το παραπάνω έγγραφο που αυτούσιο βρίσκεται δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος του νομικού περιοδικού που έκδωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου (Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση» τεύχος 1 (1980), σελ. 69), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ρόδου γνωστοποίησε στον Διευθυντή του Κτηματολογίου Ρόδου ότι μπορεί μεν σύμφωνα με τα ιταλικά κυβερνητικά διατάγματα, να θεωρείται Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου και Κτηματολογικός Δικαστής μόνο ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Ρόδου και όχι άλλος Πρωτοδίκης, εν τούτοις ανακοινώνει ότι στο εξής ο ίδιος ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Ρόδου δεν θα έχει ανάμειξη, ούτε με αναπληρωτή αυτού στο Κτηματολόγιο Ρόδου, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1688/1951, που προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν. Δ. 4539/1996, καθώς και των άρθρων 17 και 18 του Ν. 724/1977 (σημείωσή μας: Βλ. ανωτ. Α, Β, Γ), Προϊστάμενος του Κτηματολογίου, τόσο για την η έκδοση των αποφάσεων και διατάξεων όσο και για τη διοίκηση είναι αποκλειστικά ο Διευθυντής.
Επί του ανωτέρω εγγράφου και της απόλυτα εκφρασμένης από 13-05-1980, δηλαδή από 39ετίας, πλήρως αιτιολογημένης πράξης του μόνου θεσμικά αρμοδίου να έχει δικαιοδοσία επί του παραπάνω θέματος Προέδρου του Πρωτοδικείου Ρόδου, που σημειωτέον ως πράξη δεν έχει ανακληθεί μέχρι σήμερα τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζουμε, υπήρξε αντίθετη επί του περιεχομένου του άποψη που βρίσκεται επίσης δημοσιευμένη στο ίδιο τεύχος της «Δωδεκανησιακής Νομικής Επιθεώρησης» και πιο συγκεκριμένα η άποψη που περιέχεται στο επίσης απευθυνόμενο προς τον Διευθυντή του Κτηματολογίου, από 15-5-1980 έγγραφο του Πρωτοδίκη, κ. Β. Λυκούδη, που τότε κατά απόσπαση υπηρετούσε ως Κτηματολογικός Δικαστής.
Σελ. 102Ειδικότερα, με το παραπάνω από 15-5-1980 έγγραφο υπηρετών ως Κτηματολογικός Δικαστής Πρωτοδίκης, χωρίς να αιτιολογεί τη με βαθμό Πρωτοδίκη νομιμοποίηση της επικαλούμενης ιδιότητας του ως Κτηματολογικού Δικαστή-Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου, υποστηρίζει εικάζοντας όπως αναφέρει την αληθινή εκτός γράμματος του νόμου βούληση του νομοθέτη (χωρίς ωστόσο τεκμηρίωση της εικασίας αυτής σε επίκληση εισηγητικής έκθεσης ή πρακτικών συζήτησης στη Βουλή ή άλλων προπαρασκευαστικών πράξεων) προβάλλοντας ότι κατά τη γνώμη του οι νεώτερες παραπάνω διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 1688/1951 αν και δεν το ορίζουν ρητά, αναφέρονται μόνο σε οργανικές θέσεις του προσωπικού των κτηματολογίων και όχι σε ρητή κατάργηση του Κτηματολογικού Δικαστή. Ωστόσο στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή βασιζόμενη απλώς στην υποτιθέμενη (εικαζόμενη) βούληση του νομοθέτη, υφίστανται κατά τη νομική άποψη μου πρόδηλα χάσματα, καθόσον αποσιωπάται, δεν επεξηγείται και δεν δικαιολογείται πώς είναι δυνατόν κατά την εκδοχή αυτή α) ο νομοθέτης ασκόπως και χωρίς αρμοδιότητες να πρόβλεψε, να διατηρεί και να μισθοδοτεί χωρίς λόγο σε βάρος του Δημοσίου και του δημοσίου συμφέροντος υπάλληλο με μισθό και επιδόματα Δ/ντη, εφόσον θέση Διευθυντή δεν προέβλεπε ο Κτηματολογικός Κανονισμός, αλλά Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου που η φύση του καλύπτει πλήρως τα καθήκοντα Διευθυντή, β) ο νομοθέτης με τις νεώτερες ειδικές διατάξεις να όρισε αντιθέτως ρητά και συγκεκριμένα ότι ο Διευθυντής «προΐσταται» δηλαδή είναι Προϊστάμενος του Κτηματολογίου Ρόδου, γ) ο νομοθέτης με τις νεώτερες ειδικές διατάξεις να όρισε ρητά και συγκεκριμένα ότι «εν ελλείψει του Διευθυντού του γραφείου τούτου, αποσπάται διά Β. Διατάγματος μετ΄ απόφασιν του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών ή Ειρηνοδίκης Α΄ ή Β΄ τάξεως, έχων εν τη ενασκήσει των καθηκόντων τούτων άπαντα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Διευθυντού του Κτηματολογικού Γραφείου», δ) ο νομοθέτης με τις νεώτερες ειδικές διατάξεις να όρισε ρητά και συγκεκριμένα ότι τις πρωτότυπες (μεταγενέστερες πλέον των θεμελιωδών) κτηματολογικές πράξεις τις υπογράφει, δηλαδή διατάσει την καταχώρησή τους ως αρμόδιο όργανο αποκλειστικά και μόνο ο Διευθυντής.
Ουσιωδέστατα δηλαδή στοιχεία που τεκμηριώνουν άμεσα ότι με τις παραπάνω νεώτερες ειδικές διατάξεις ο νομοθέτης δεν αντιμετώπισε ένα ανύπαρκτο οργανικό ζήτημα θέσης προσωπικού, αλλά κατά σαφέστατη βούληση αντιμετώπισε με πληρότητα αυτή καθαυτή την ουσιαστική λειτουργία του Κτηματολογίου Ρόδου καθορίζοντας να προΐσταται αυτού, δηλαδή να έχει Προϊστάμενο αποκλειστικά υπηρεσιακό Διευθυντή, ως διοικητική άλλωστε μονάδα του Δημοσίου που είναι το Κτηματολόγιο Ρόδου, το οποίο ως γνωστόν ανήκει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και όχι βέβαια στο Πρωτοδικείο Ρόδου.
Επιπλέον, επί της διατύπωσης του άρθρου 7 του Ν. 4539/1966 για την εποπτεία Εισαγγελέα στο Κτηματολόγιο Ρόδου, η άποψη του κ. Πρωτοδίκη είναι ότι πρόκειται για «κακότεχνη» και για «ατυχώς» θεσπισθείσα διάταξη, απαντώντας έτσι στο λογικό επιχείρημα που στο προηγούμενο έγγραφο είχε θέσει επίσης ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ρόδου, πως θα ήταν ποτέ δυνατόν να διατηρείται Προϊστάμενος ο Πρόεδρος Πρωτοδικείου τελών ταυτόχρονα υπό την εποπτεία του ομοιόβαθμου του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Τελικά πάντως στο παραπάνω έγγραφο των απόψεων του κ. Πρωτοδίκη, υποστηρίζεται ότι ομοίως οι παραπάνω διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του Ν. 724/1977 (ανωτ. Γ) δεν καταργούν τις αρμοδιότητες του Προέδρου Πρωτοδικών και ότι έχουν θεσπιστεί κατά εικαζόμενη επίσης «άγνοια» του νομοθέτη επί της «ιδιάζουσας» λειτουργίας των Κτηματολογίων», με τελική όμως παραδοχή ότι ο νόμος έχει ασάφειες και αντιφάσεις που χρήζουν «νέας νομοθετικής ρυθμίσεως» χωρίς ωστόσο να επεξηγείται ποιες ακριβώς είναι αυτές οι ασάφειες και αντιφάσεις, και μέχρι της «νέας νομοθετικής ρυθμίσεως» πώς επιλύονται τα κατά τον συντάκτη του εγγράφου κενά του νόμου .
Συγκρίνοντας λοιπόν τις παραπάνω αντίθετες απόψεις, θεωρώ ότι άμεσα συνάγεται ότι πλήρως αιτιολογημένες και ορθές είναι οι περιεχόμενες απόψεις στο παραπάνω έγγραφο αρ. πρωτ. 181/13-05-1980 του τότε Προέδρου Πρωτοδικών Ρόδου και μετέπειτα Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Νικολάου Γεωργίλη, και κατά το θεσμικό κύρος μάλιστα που έχουν αυτές ως προερχόμενες κατά δικαιοδοσία από το όργανο που είχε τις αρμοδιότητες του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου κατά το προηγούμενο των νεώτερων ειδικών διατάξεων νομικό καθεστώς του Κτηματολογίου Ρόδου. ΄Εχοντας ως εκ τούτου αυτές διαχρονική αξία και ισχύ, ώστε να είναι και σήμερα άμεσα εφαρμοστέες στο Κτηματολόγιο Ρόδου, διακόπτοντας μια θεσμική υπέρβαση, όταν μάλιστα δεν δημιουργείται κανένα ζήτημα και κενό, εφόσον όλες οι μεταγενέστερες των αρχικών καταχωρήσεις φέρουν πάντοτε και την υπογραφή, άρα θεωρούνται ότι διατάχθηκαν από τον Διευθυντή νόμιμα (άρθρο 18 του Ν. 724/1977), σε αντίθεση με το αν έφεραν μόνο την υπογραφή Κτηματολογικού Δικαστή, εφόσον τότε κατά το διοικητικό δίκαιο που διέπει και τις κτηματολογικές πράξεις όπως έχει δεχθεί ο ΄Αρειος Πάγος, θα θεωρούνταν ανύπαρκτες/ανυπόστατες ως πράξεις που διετάχθησαν από αναρμόδιο όργανο και ως ανυπόστατες δεν θα καλύπτονταν από το τεκμήριο νομιμότητας (βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου εκδ. 2007, αρ. 100, 117, σελ. 119 και 135, Α.Π. 2143/2013 στο τέλος σελ. 2 «Νόμος»).
Κεφάλαιο Γ΄
Κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο με το Σύνταγμα».
Όπως είναι γνωστό σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 93 του Συντάγματος ισχύουν οι αρχές του νόμιμου Δικαστή και της συγκρότησης από Δικαστές αυστηρώς και μόνο Διοικητικών, Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων.
Από τις παραπάνω διατάξεις είναι σαφές ότι το ίδιο το Σύνταγμα δεν ανέχεται την υπαγωγή με νόμο διαφορών ορισμένης κατηγορίας πολιτών σε άλλους Δικαστές ή άλλα ειδικά Δικαστήρια ή όργανα που ασκούν δικαιοδοτική λειτουργία.
Το ίδιο μάλιστα το Σύνταγμα ορίζει εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται και άλλα των παραπάνω Δικαστηρίων δικαιοδοτικά όργανα και συγκεκριμένα τις
Σελ. 103ορίζει στο άρθρο 88 παρ. 2 «μισθοδικεία», στο άρθρο 96 «αστυνομικά – αγροτικά – ανηλίκων - στρατοδικεία» και στο άρθρο 99 «αγωγές κακοδικίας».
Εξ άλλου και σε κάθε περίπτωση, ως επιβεβαίωση ότι οι πράξεις του Κτηματολογικού Δικαστή δεν είναι δικαιοδοτικές και ουδέν δεδικασμένο ή ισχύ δικαστικής απόφασης παράγουν, είναι το γεγονός ότι ως απλές διοικητικές πράξεις, οι εκδιδόμενες κτηματολογικές πράξεις υπόκεινται σε προσφυγές στα αρμόδια Πολιτικά Δικαστήρια (άρθρα 54 και 57 Κτηματολ. Κανονισμού). ΄Οπως μάλιστα ακριβώς υπόκεινται ομοίως σε αγωγές και αιτήσεις επίσης στα αρμόδια Πολιτικά Δικαστήρια και οι όμοιες αντιστοίχως κτηματολογικές πράξεις των επίσης μη Δικαστών Προϊσταμένων των Κτηματολογικών Γραφείων του Εθνικού Κτηματολογίου, επί των οποίων τους δικάζοντες κατά την εκουσία ή τακτική διαδικασία τις αιτήσεις και αγωγές δικαστές των Πολιτικών Δικαστηρίων (Μονομελών Πρωτοδικείων), οι διατάξεις του Εθνικού Κτηματολογίου τους ονομάζουν «κτηματολογικούς δικαστές της τοποθεσίας του ακινήτου» (άρθρα 6, 13, 17 και 19 του Ν. 2694/1998, όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4164/2013).
Τέλος ακόμη και αν θεωρούνται δικαιοδοτική - δικαστική η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία των εκάστοτε Κτηματολογικών Δικαστών του Κτηματολογίου Ρόδου, προσκρούει στους θεσμικούς ιεραρχικά κανόνες των Οργανισμών των Δικαστηρίων και βεβαίως και στην κοινή λογική πώς είναι δυνατόν να κρίνονται πράξεις-αποφάσεις του Προέδρου Πρωτοδικών ως Κτηματολογικού Δικαστή από κατώτερο αυτού όργανο, δηλαδή Πρωτοδίκη ή και Δόκιμο Πρωτοδίκη, δικάζοντας κατά διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας σε πρώτο βαθμό προσφυγές κατά κτηματολογικών πράξεων, με συνύπαρξη έτσι δύο πρώτου βαθμού δικαιοδοτικών οργάνων για τη κρίση της αυτής πράξης, και μάλιστα το δεύτερο συγκροτημένο με κατώτερο Δικαστή να κρίνει όχι σαν δευτεροβάθμιο αλλά επίσης σαν πρωτοβάθμιο όργανο το πρώτο.
Το ζήτημα αυτό άλλωστε από νωρίς είχε επισημάνει και ο Αεροπαγίτης και Καθηγητής Αστικού Δικαίου, Π. Θεοδωρόπουλος, από τους πρώτους μετά την ενσωμάτωση Προέδρους Πρωτοδικών Ρόδου, με μεγάλη εμπειρία στο τοπικό Κτηματολόγιο και τους κανόνες αυτού στα πρώτα χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, τεκμηριώνοντας απόλυτα ότι τα καθήκοντα του Κ.Δ., δεν μπορεί να ήταν άλλα παρά διοικητικά (Π. Θεοδωρόπουλου, «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω Δίκαιον», αναθ. Β΄ εκδ. 1981, σελ. 121-124).
Ειδικότερα, στο παραπάνω έργο ο Π. Θεοδωρόπουλος, ενώ αρχικά ονομάζει τον Προϊστάμενο του Κτηματολογίου Ρόδου δικαιοδοτικό όργανο υπό την έννοια ότι «δεν είναι απλούν όργανον τακτοποιήσεως των κατατιθεμένων εγγράφων, αλλά είναι δικαιοδοτικόν τοιούτον με ευρυτάτην εξουσίαν, αναγνωρισθείσαν αυτώ προς διασφάλισιν της συναλλακτικής πίστεως», στη συνέχεια με ολοκληρωμένες νομικές σκέψεις καταλήγει κατηγορηματικά ότι είναι διοικητικό όργανο, ως εξής:
«Η ως ανωτέρω όμως και υπό την ως άνω έκτασιν αναγνωριζομένη τω ως ανωτέρω Δικαστή αρμοδιότης και δικαιοδοσία δεν δύναται να θεωρηθεί ως έχουσα τη φύσιν δικαστικής τοιαύτης ούσα διοικητική τοιαύτη. Υπέρ της τοιαυτής εκδοχής συνηγορεί το ότι ο εν λόγω Δικαστής είτε δέχεται είτε απορρίπτει τη σχετικήν αίτησιν δεν δικαιοδοτεί μετά δυνάμεως δεδικασμένου, αφού δεν γίνεται διάγνωσις διαφοράς τινός, αλλά ερευνά το υποστατόν της αιτήσεως επί τη βάσει ...…. Ειδικώτερον ο χαρακτήρ της ως άνω δικαιοδοσίας του Προέδρου Πρωτοδικών και συνεπώς η φύσις της διατάξεως του επί του κτηματολογίου δικαστού ως διοικητικής απλώς πράξεως, συνάγεται αφενός εκ του ότι αρχικώς επετρέπετο προσφυγή κατά της πράξεως του Κυβερνήτου, όστις και απεφάσιζεν οριστικώς, ήτοι ενώπιον οργάνου ασκούντος κατά την Ιταλικήν νομοθεσίαν ανωτάτην Διοικήσιν, καίτοι ήσαν έκτοτε συνεστημένα τα Πολιτικά Δικαστήρια των Ιταλών……αφετέρου δε εκ της ρητής διατυπώσεως του άρθρου 2 εδ. β του ειρημένου υπ. αρ. 18/1933 Κυβ. διατάγματος, δι’ ης ο πρόεδρος χαρακτηρίζεται ως ειδικόν επί του κτηματολογίου όργανον και ουχί ως δικαστής έχων δικαιοδοτικήν εξουσίαν και δη κατά ειδικήν τινά διαδικασίαν … εξ ετέρου εκ του άρθρου 4 του Κυβ Δ/τος 132/1942….προσβάλλονται εντός προθεσμίας 15 ημερών από της ημερομηνίας της κοινοποιήσεως ενώπιον της τακτικής Δικαστικής Αρχής, δεν δύναται να συναχθεί επιχείρημα υπέρ της εκδοχής, ότι η προσβαλλομένη δια της προσφυγής διαταξις του ως ανωτέρω Δικαστού, φέρει τον χαρακτήρα δικαστικής αποφάσεως (βλ. 237/1971 Μον. Πρωτοδικείου Ρόδου και 165/1976 Μον. Πρωτοδικείου Κω)…..».
Επιπλέον, στο ίδιο έργο του ο Π. Θεοδωρόπουλος δικαιολογεί την κατηγορηματική θέση του ότι η φύση των διατάξεων και αποφάσεων του Κ.Δ. είναι διοικητικών πράξεων και ότι αυτό είναι επιτρεπτό από το τότε (1981) ισχύον Σύνταγμα, επικαλούμενος του τότε ισχύοντες κανόνες του τελευταίου (δηλαδή τους ισχύοντες πριν την αναθεώρηση του Σ. του 2001) αναφέροντας συγκεκριμένα «ότι δεν δύναται να θεωρηθή –εν όψει της ιδιότητος του ως άνω Κτηματολογικού οργάνου ως τακτικού Δικαστού- ως αντιτιθέμενη προς το ισχύον Σύνταγμα, αφού δια του άρθρου 89 παρ. 3 αυτού ορίζηται ότι επιτρέπεται η ανάθεσις εις τους δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων (παραλλήλως ή μη προς την άσκησιν των κυρίως αυτών καθηκόντων) ως ο νόμος ορίζει».
Τέλος και πρόσφατη ακόμη νομολογία του Άρειου Πάγου περιγράφει επίσης αρχικά κατά πιστή αποδοχή/αντιγραφή του Π. Θεοδωρόπουλου, ότι ο Δικαστής του Κτηματολογίου «δεν είναι απλά όργανο τακτοποιήσεως των κατατιθεμένων εγγράφων, αλλά δικαιοδοτικό όργανο με ευρύτατη εξουσία ελέγχου, όχι μόνο του τύπου αλλά και της ουσίας των καταχωριστέων πράξεων, τίτλων και εγγραφών», καταλήγει όμως στις αμέσως παρακάτω σκέψεις του ομοίως ότι «η δικαιοδοσία του αυτή, δεν έχει δικαστική φύση, αλλά είναι εξουσία διοικητική, αφού, είτε δεχόμενος είτε απορρίπτοντας την σχετική αίτηση, δεν δικαιοδοτεί με δύναμη δεδικασμένου, αλλά ερευνά το υποστατό της αιτήσεως με βάση την απεικονιζόμενη στα κτηματολογικά βιβλία πραγματική κατάσταση και την εναρμόνιση με εκείνη των αναμφισβήτητης γνησιότητας και απόλυτης αποδεικτικής δυνάμεως εγγράφων, χωρίς να γίνεται διάγνωση κάποιας διαφοράς (ΑΠ 736/2008). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 και 2 του ΚΠολΔ, τα πολιτικά δικαστήρια όταν κρίνουν επί των ιδιωτικών διαφορών, οι οποίες υπάγονται σ’ αυτά,
Σελ. 104δικαιούνται, εφόσον τούτο δεν αποκλείστηκε από το νόμο, να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων της διοικήσεως, ερευνώντας εάν τα όργανα της διοικήσεως ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους και εντός της ανηκούσης σε αυτά εξουσίας και αρμοδιότητας, χωρίς να μπορούν να ελέγχουν και την ουσιαστική αυτών κρίση ως προς την ύπαρξη ή μη, των πραγματικών προϋποθέσεων των διοικητικών πράξεων (ΑΠ 1257/2000). Οι διοικητικές πράξεις περιβάλλονται από το τεκμήριο της νομιμότητας, δηλαδή από την έναρξη ισχύος έως την ακύρωσή τους με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη ή την ανάκληση ή την κατάργηση ή γενικά την παύση ισχύος τους κατά οποιοδήποτε τρόπο, παράγουν όλα τα έννομα αποτελέσματα τους, ανεξάρτητα από τυχόν νομική πλημμέλεια τους. Οι πράξεις, όμως, προσώπου, που εμφανίστηκε ως διοικητικό όργανο χωρίς να λάβει νόμιμη υπόσταση, δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης και είναι ανύπαρκτες ή ανυπόστατες από την άποψη του διοικητικού δικαίου. Οι ανυπόστατες πράξεις δεν καλύπτονται από το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα (ΑΠ 2143/2013 QUALEX).
Κεφάλαιο Δ΄
Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι κατά τη γνώμη μου απόλυτα λελυμένο και από τη θεωρία και από τη νομολογία ότι τα προβλεπόμενα από τον Κτηματολογικό Κανονισμό καθήκοντα του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου όποια ιδιότητα αυτός έχει, είτε αρχικά του Κτηματολογικού Δικαστή- Προέδρου του Πρωτοδικείου Ρόδου, είτε μεταγενέστερα υπηρεσιακού Διευθυντή που ανήκει σε κατηγορία και ειδικότητα του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων, είναι καθήκοντα όχι δικαιοδοτικά αλλά αμιγώς διοικητικά. Δηλαδή ότι τόσο επί της διοίκησης, όσο και επί των εκδιδόμενων διατάξεων επί κτηματολογικών καταχωρήσεων αιτήσεων και πράξεων στα κτηματικά βιβλία, οι ενέργειες του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου θεωρούνται ότι αντιστοιχούν στην άσκηση διοικητικών καθηκόντων και συνακόλουθα ότι οι διατάξεις και αποφάσεις του είναι αμιγώς διοικητικές πράξεις (Π. Θεοδωρόπουλου, «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω Δίκαιον», εκδ. 1981, σελ. 121-124, ΑΠ 2143/2013, 736/2008, Εφ Δωδ 105/2012 «ΝΟΜΟΣ»).
Ωστόσο και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι δε ίσχυσαν ποτέ και δεν ισχύουν οι παραπάνω του Κεφαλαίου Β΄ ειδικές νεώτερες διατάξεις που κατάργησαν τους Κτηματολογικούς Δικαστές και στη θέση τους όρισαν υπηρεσιακούς Διευθυντές στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω, εφόσον όπως προαναφέρθηκε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου αναμφίβολα ήταν πάντα και συνεχίζουν να είναι αμιγώς διοικητικά, έχει ανακύψει και πάλι μείζον θέμα αντισυνταγματικότητας ως προς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων από Δικαστές, ύστερα από την από 01-01-2002 αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (ΦΕΚ Α΄ 84/17-04-2001).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αναθεωρηθείσα διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, ορίζεται σαφέστατα ότι «η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται».
Ειδικότερα σύμφωνα με την σχετική Εισηγητική Έκθεση επί της αναθεώρησης της διάταξης της παραγρ. 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, σημειώνεται ότι η διάταξη αναθεωρήθηκε ακριβώς ως ανωτέρω προκειμένου οι Δικαστές να είναι πλήρως αφοσιωμένοι στο δικαστικό έργο τους.
Αναλυτικότερα, επί της ερμηνείας του άρθρου 89 του Συντάγματος, αξίζει να επισημανθούν τα ακόλουθα από τα κάτω από το άρθρο αυτό σχόλια των Συνταγματολόγων Καθηγητών Φ. Σπυρόπουλου - Ξ. Κοντιάδη - Χ. Ανθόπουλου - Γ. Γεραπετρίτη, στο εκδοθέν συλλογικό έργο τους «ΣΥΝΤΑΓΜΑ - Κατ΄ άρθρο ερμηνεία», εκδ. 2017, σελ. 1371-1372):
«Με την αναθεωρημένη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 89 Σ προστέθηκε μια σαφής διάσταση ευθείας και όχι απλώς παρεπόμενης προστασίας της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Η ρητή μετά την αναθεώρηση του 2001 απαγόρευση της ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων στους δικαστές ως έργο ασυμβίβαστο με το δικαστικό λειτούργημα εγγυάται πλέον ευθέως τη διασφάλιση και της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών μέσα από τη θέσπιση των ασυμβιβάστων …
… Επίσης σε μια έννομη τάξη, όπου το ζήτημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί ένα χρόνιο και επίμονο πρόβλημα, το κύριο μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει, πέραν των άλλων, και την απρόσκοπτη αφοσίωση του δικαστή στα δικαιοδοτικά του καθήκοντα. Με την έννοια αυτή απαγόρευσε την ενασχόληση του δικαστή με έργα άσχετα προς το δικαστικό λειτούργημα, τα οποία περιορίζουν τη διαθεσιμότητα του και πλήττουν συνολικά την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης (Γώγος 2007: 187)…
...΄Ετσι στο αναθεωρημένο Σύνταγμα ισχύει πλέον ο γενικός κανόνας της απαγόρευσης άσκησης διοικητικών καθηκόντων από δικαστές. Η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει τη έννοια ότι απαγορεύεται στον νομοθέτη να προβλέπει και την ανάθεση διοικητικών αρμοδιοτήτων σε δικαστές ατομικά αλλά και τη συμμετοχή δικαστών σε συλλογικά όργανα, τα οποία είναι επιφορτισμένα με διοικητικές αρμοδιότητες. Στη πρώτη μάλιστα περίπτωση απαγορεύεται η ανάθεση σε Δικαστές διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα.
Και τούτο, διότι με τον τρόπο αυτό η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής (όπως εδώ) ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεων του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2980/2010)».
Κατόπιν λοιπόν της παραπάνω αναθεώρησης του Συντάγματος, είναι σαφές πλέον ότι από 1-1-2002, που ισχύει η παραπάνω αναθεώρηση του Σ, αποκλείσθηκε η συμμετοχή Δικαστών στη Διοίκηση και αντικαταστάθηκαν ή κρίθηκαν αντισυνταγματικές επανειλημμένα και πάγια, σωρεία από διατάξεις που μέχρι τότε προέβλεπαν την ανάθεση και άσκηση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς (βλ. π.χ. Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 8/2002 ΠοινΔικ 2002/1171, Ολομ.ΣτΕ 3503/2009, ΣτΕ 3744/2005, 137/2015, Ολομ Ν.Σ.Κ. 135/2005 ΝΟΜΟΣ), διατηρούμενων βέβαια ακόμη επιδιώξεων του νομοθέτη να
Σελ. 105μετατοπίσει διοικητικές ευθύνες και να καλύψει κενά της διοίκησης με δικαστικούς λειτουργούς.
Σχετικό είναι το Ψήφισμα της 24-02-2017 της Ολομέλειας των Ειρηνοδικών του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με το οποίο οι Ειρηνοδίκες Πειραιά επικαλούμενοι ακριβώς τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος και τη συνταγματική θεωρία (Αθ. Τσιρωνά: Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία. σελ. 1371-1372), υπέβαλαν διαμαρτυρία για την αντισυνταγματικότητα απόπειρας θέσπισης διάταξης ανάθεσης σε αυτούς καθηκόντων καταχωρήσεων των πράξεων στα Υποθηκοφυλακεία (βλ. Ιστοσελ. «dikastis» 16-03-2017).
Ομοίως σχετική είναι και η από 20-03-2017 απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία στη συνέχεια προηγηθέντων όμοιων αποφάσεων της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και των Ολομελειών των Πρωτοδικείων Σύρου, Πύργου και Αμαλιάδας, εκφράσθηκαν επίσης για την αντισυνταγματικότητα ανάθεσης καθηκόντων προϊσταμένου υποθηκοφύλακα και καταχώρησης πράξεων στα βιβλία μεταγραφών από Ειρηνοδίκη, καθόσον μεταξύ άλλων «η συγκεκριμένη ανάθεση αρμοδιότητας, εκφεύγει κατ΄αρχήν του δικαιοδοτικού έργου των Ειρηνοδικών, τυγχάνει δε αντισυνταγματική καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 3 εδάφιο 1 του Συντάγματος: H ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται» (βλ. ιστοσελ. «Newsit.gr» 10-10-2017).
Τελικά στη παραπάνω περίπτωση ο νομοθέτης αναδιπλώθηκε και οδηγήθηκε σε όχι και πάλι απόλυτα συνταγματικά επιτρεπτή «σολωμόντεια λύση», νομοθετώντας ότι οι πράξεις των Υποθηκοφυλακείων συνεχίζουν να διατάσσονται και να καταχωρούνται από τους διοικητικούς Προϊσταμένους των Υποθηκοφυλακείων, όχι δηλαδή από τους Ειρηνοδίκες, και μάλιστα ότι αν δεν υπάρχουν Προϊστάμενοι με πτυχίο Νομικής, καταχωρούνται από οποιονδήποτε υπάλληλο που έχει πτυχίο Νομικής, μόνο δε αν δεν βρίσκεται τέτοιος υπάλληλος, και πάλι καθήκοντα μεν Προϊσταμένου συνεχίζει να ασκεί άλλος υπάλληλος με οποιοδήποτε πτυχίο και αν έχει, σ’ αυτήν όμως την ειδική κατ’ εξαίρεση περίπτωση τότε και μόνο την καταχώρηση της πράξης πρέπει να τη διατάξει Ειρηνοδίκης που ορίζεται από τον Δ/νοντα το Ειρηνοδικείο (παρ. 2 άρθρου 32 Ν. 4456/2017).
Είναι προφανές συνεπώς ότι η παραπάνω νομοθετηθείσα τελικά διάταξη είχε κατ’ αρχήν πρότυπο τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4539/1966 που όρισε ότι στα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου, εν ελλείψει του Διευθυντού, υπάρχει αναπλήρωση από Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ή Ειρηνοδίκη, βελτιώνοντας όμως αυτήν ως προς το ότι η αναπλήρωση από Ειρηνοδίκη στα Υποθηκοφυλακεία γίνεται μόνο εκτάκτως, δηλαδή για τη καταχώρηση μόνο των πράξεων στη περίπτωση που δεν υπάρχει υπάλληλος με πτυχίο νομικής, χωρίς κατά τα λοιπά να μετατρέπεται ο Ειρηνοδίκης σε Προϊστάμενο ή σε Υποθηκοφύλακα.
Συνεπώς σύμφωνα επίσης και με το παρόν Κεφάλαιο Δ΄ , ακόμη και να μην είχε καταργηθεί η θέση του Κτηματολογικού Δικαστή με τις προαναφερόμενες διατάξεις που περιγράφονται στο Κεφάλαιο Β΄, και να ήταν ακόμη δηλαδή ισχύουσα με βάση το άρθρο 8 του Ν. 510/1947 η διάταξη του άρθρου 12 του (ιταλικού) κυβερνητικού διατάγματος 132/1929, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του επίσης (ιταλικού) κυβερνητικού διατάγματος 89/1933, περί του ορισμού του Προέδρου του Πρωτοδικείου Ρόδου ως Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου και Κτηματολογικού Δικαστή, η διάταξη αυτή είναι πλέον ανεφάρμοστη ως προδήλως αντισυνταγματική, λόγω της ήδη από 01-01-2002 ισχύουσας αναθεώρησης του άρθρου 89 παρ. 3 του Συντάγματος, ενώ βέβαια για κατώτερο Πρωτοδίκη δεν τίθεται καν θέμα, αφού και πριν τη συνταγματική αναθεώρηση ουδέποτε τα ιταλικά διατάγματα ή οι μεταγενέστερες ειδικές διατάξεις του Έλληνα νομοθέτη προέβλεπαν δυνατότητα έστω κατ΄ αναπλήρωση εκτέλεσης από Δικαστή με βαθμό Πρωτοδίκη χρεών Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Ρόδου και Κτηματολογικού Δικαστή.