Κείμενο

Θέματα
- Πτωχευτική ανάκληση (ΠτΚ 41 επ. ήδη νέος [Ν 4738/2020] ΚωδΑφ 116 επ.)∙ ανάκληση καταβολών που αφορούν σε συγκεκριμένες επιταγές της πτωχής εταιρίας κατά την ύποπτη περίοδο (ΠτΚ 43, 49 Ι 2)∙ αοριστία αγωγής. Για να λειτουργήσει ο μηχανισμός του άρθρου 263 ΙΙ ΑΚ, ώστε να διακοπεί η παραγραφή της (κρίσιμης) επίδικης αξιώσεως από τον χρόνο ασκήσεως της απορριφθείσας ως αόριστης πρώτης αγωγής θα πρέπει το αίτημα της (δεύτερης) αγωγής να συμπίπτει με το αίτημα της πρώτης, γεγονός που δεν συμβαίνει όταν με τη νέα αγωγή δεν ζητείται η ανάκληση των ενσωματωμένων στις μεταβιβασθείσες επιταγές αντίστοιχων χρηματικών ποσών (όπως συνέβαινε με την πρώτη αγωγή), αλλά η ανάκληση της οπισθογραφήσεως και της αντίστοιχης συμβάσεως δόσεως και λήψεως των μεταβιβασθεισών επιταγών, τουτέστιν το δικαίωμα εκ των τίτλων των επιταγών στην υπέρ ης η οπισθογράφηση εταιρία. Διαφορετική είναι και η δικαιοπαραγωγική αιτία της δεύτερης αγωγής έναντι της πρώτης στην ανωτέρω περίπτωση.
- Στη δίκη της ανακλήσεως (ΠτΚ 41 επ.) πρέπει να καλείται και ο πτωχός (ΚΠολΔ 748 ΙΙΙ, 753), ο οποίος τελεί σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας με τον εναγόμενο (ΠτΚ 48 ΙΙΙ ήδη και νέος ΚωδΑφ 126 ΙΙΙ). Είναι άκυρη η επίδοση στην πτωχή Ανώνυμη Εταιρία, αν για οποιοδήποτε λόγο δεν υφίσταται εκπρόσωπός της π.χ. επειδή έληξε η θητεία του διοικητικού της συμβουλίου, γεγονός που οδηγεί στο απαράδεκτο της συζητήσεως (ΚΠολΔ 271 ΙΙ) όχι μόνον ως προς την (πτωχή) εταιρία, εναντίον της οποίας επιχειρείται η ανάκληση
- Η ανακλητική αγωγή έχει ενοχικό, προδήλως καταψηφιστικό χαρακτήρα και συνεπώς πρέπει να συνοδεύεται από την καταβολή δικαστικού ενσήμου.
- Τις προϋποθέσεις της υποχρεωτικής (ΠτΚ 42) και της δυνητικής (ΠτΚ 43 Ι) ανακλήσεως επικαλείται και αποδεικνύει ο ενάγων (σύνδικος). Στην εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 42 ΙΙ ΠτΚ (ήδη άρθρο 118 ΙΙ νέου ΚωδΑφ), που εισάγει νόμιμο τεκμήριο γνώσεως της παύσεως των πληρωμών του πτωχού, ο ενάγων οφείλει να αποδείξει τη βάση μόνον του τεκμηρίου, ότι δηλαδή υφίσταται η προβλεπόμενη από το νόμο συγγένεια προς το πρόσωπο του οφειλέτη. Το τεκμαιρόμενο γεγονός της παύσεως των πληρωμών λαμβάνεται υπόψη από τον δικαστή χωρίς απόδειξη. Ο αντίδικος έχει, πάντως, τη δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου, ότι δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση αγνοούσε την παύση των πληρωμών. Ο ενάγων σύνδικος βαρύνεται επίσης με την επίκληση και απόδειξη εφαρμογής του άρθρου 47 ΠτΚ ως προς την πληρωμή των χρηματογράφων. Αντίθετα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποδειχθεί από τον ενάγοντα η καταρχήν υπαγωγή των συγκεκριμένων πράξεων στο κανονιστικό πεδίο των άρθρων 42, 43 ή 44 ΠτΚ, η απόδειξη ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή ανήκει στις εξαιρούμενες πράξεις του άρθρου 45 ΠτΚ βαρύνει τον εναγόμενο.
Τέθηκε υπόψη μου το κατωτέρω ιστορικό με τα σχετικά δικόγραφα και ζητήθηκε η γνώμη μου επί των υποβληθέντων ερωτημάτων
Σελ. 292Ι. Ιστορικό
Η εταιρία με την επωνυμία «Α.Β.Γ. ΑΕ» (στο εξής εταιρία Α.), μετοχικής ιδιοκτησίας κατά 99.98 της εταιρίας «Κ. ΑΕ – Ε.Β.Γ.» (στο εξής εταιρία Κ.), κηρύχθηκε σε πτώχευση από την ΠΠρΘεσ 17980/27.10.2014 με ορισθέντα χρόνο παύσεως των πληρωμών την 27.10.2012. Οι δύο εταιρίες είχαν μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, κατά τις οποίες η κάθε μια ήταν χονδρική προμηθεύτρια αλλά και πελάτισσα της άλλης σε προϊόντα, που η καθεμία παρήγαγε.
Με την από 15.2.2016 (αριθ. καταθ./////2016) αγωγή της κατά της εταιρίας Κ. και της εταιρίας Α. η σύνδικος της πτωχεύσεως της εταιρίας Α. ζήτησε: α) να ανακληθούν κατ’ άρθρο 42 ΠτΚ και επικουρικά κατ’ άρθρο 43 ΠτΚ οι εκτιθέμενες στην αγωγή 668 προνομιακές «καταβολές», που έγιναν από την εταιρία Α. προς την εταιρία Κ. κατά την προσδιορισθείσα ύποπτη περίοδο (27.10.2012 έως 27.10.2014) με καταβολή μετρητών, επιστροφές προϊόντων και μεταβίβαση επιταγών· β) να υποχρεωθεί η εταιρία Κ. να αποδώσει στην εταιρία Α. το ποσό που έλαβε από τις ανωτέρω καταβολές και μεταβιβάσεις των επιταγών συνολικού ποσού 9.331.873,30 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2010/2018 απόφαση του ΠολΠΘεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η αγωγή κατά την κύρια βάση της υποχρεωτικής ανακλήσεως (άρθρο 42 ΠτΚ), επειδή δεν αποδείχθηκε ο μη ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας των ένδικων οφειλών, έγινε όμως δεκτή η επικουρική βάση της δυνητικής ανάκλησης (άρθρο 43 ΠτΚ), αλλά μόνον ως προς τις 60 ανακλητέες πληρωμές με μετρητά ποσού 1.803.843,15 ευρώ. Ως προς τις υπόλοιπες 608 συναλλαγές, που αφορούσαν αφενός 512 μεταβιβάσεις επιταγών από την εταιρία Α. προς την εταιρία Κ. και αφετέρου σε επιστροφές προηγουμένως πωληθέντων προϊόντων, η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη. Προφανώς για τις ανάγκες των ερμηνευτικών της κατευθύνσεων, η απόφαση παρενέβαλε και τη βάση του άρθρου 47 ΠτΚ, (πληρωμή χρηματογράφων), η εφαρμογή της οποίας δεν ζητήθηκε όμως με την αγωγή. Άλλωστε, όπως η ίδια η απόφαση επισημαίνει, (22ο φύλλο), αν η πτωχή δεν είναι εκδότρια των επιταγών (όπως συνέβαινε στην υπό κρίση περίπτωση) δεν καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 47 του ΠτΚ. Το Δικαστήριο θεώρησε, πάντως, και τη βάση αυτή αόριστη, επειδή «δεν διευκρινίζεται, αν συντρέχουν εν τέλει τα αναγκαία για την εφαρμογή της διατάξεως του άρ. 47 του ΠτΚ στοιχεία». Συγκεκριμένα η απόφαση εκθέτει ότι «η ενάγουσα δεν διευκρινίζει το πρόσωπο του εκδότη των επιταγών, την είσπραξη τους ή μη από την εναγομένη (σημ. Συντ: εταιρία Κ.) μετά τη μεταβίβασή της, η οποία (μεταβίβαση) από μόνη της δεν συνιστά καταβολή και σε καταφατική περίπτωση δεν διευκρινίζει τα πρόσωπα των υποχρέων, που προέβησαν στην καταβολή (εκδότης ή τυχόν προηγούμενοι οπισθογράφοι) ούτε και την τυχόν περαιτέρω ή μη οπισθογράφησή τους από την υπέρ ης η οπισθογράφηση ή λήπτρια των επιταγών πρώτη εναγoμένη (σημ. Συντ: εταιρία Κ.)... Για την εφαρμογή του άρθρου 47 ΠτΚ είναι αναγκαία μεταξύ άλλων και η πληρωμή (-καταβολή) του ενσωματωμένου στο αξιόγραφο ποσού από τα συγκεκριμένα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή πρόσωπα (π.χ. τον εκδότη της επιταγής) προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του κομιστή του τεθέντος σε κυκλοφορία αντίστοιχου τίτλου. Η οπισθογράφηση ενός τίτλου, όμως, δεν θα αρκούσε για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 47 του ΠτΚ, αφού δεν αποτελεί προδήλως καταβολή-πληρωμή. Η εφαρμογή του άρθρου 47 του ΠτΚ στην υπό εξέταση περίπτωση θα προϋπέθετε το μεν πληρωμή των ένδικων επιταγών από την πτωχή σε κάποιο τρίτο κομιστή, το δε την ιδιότητα της πτωχής ως εκδότριας των επιταγών. Αναφορικά με την πληρωμή, όμως, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει ποιες εκ των αναφερομένων στην αγωγή επιταγές πληρώθηκαν και από ποιόν, ενώ ως προς το ζήτημα του εκδότη των επιταγών, ήτοι αν επρόκειτο για επιταγές εκδόσεως της πτωχής ή επιταγές πελατείας της, των οποίων είχε καταστεί δικαιούχος δι’ οπισθογραφήσεως, ουδέν διαλαμβάνεται στην αγωγή, ώστε να είναι δυνατή η διάγνωση των προεκτεθέντων ζητημάτων».
Αλλά και ως προς την (επικουρική) βάση της (του άρθρου 43 ΠτΚ), η αγωγή θεωρήθηκε ότι δεν περιέχει τα αναγκαία για το ορισμένο της στοιχεία. Όπως σημειώνει η απόφαση του ΠολΠΘεσσαλονίκης, «η ενάγουσα φαίνεται να αιτείται την ανάκληση καταβολών. Είτε, όμως, οι επιταγές ήταν εκδόσεως της ίδιας και (όχι επιταγές πελατών της) είτε η ενάγουσα οπισθογράφησε απλώς στην πρώτη των εναγομένων τις επιταγές, η ενάγουσα ζητεί μεν την ανάκληση των καταβολών, από την άλλη, ωστόσο, πλευρά δεν αναφέρεται σε είσπραξη των ενσωματωμένων στις επιταγές ποσών από την πρώτη των εναγομένων με ανάληψη των οικείων χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς της πτωχής και δη είτε λόγω της ιδιότητάς της ως εκδότριας, είτε λόγω της ιδιότητάς της ως εξ αναγωγής υποχρέου. Αντιθέτως, αναφέρεται μόνο στη μεταβίβαση των επιταγών αυτών από την πτωχή προς την πρώτη των εναγομένων στην ύποπτη περίοδο. Μόνη η μεταβίβαση, όμως, δεν αποτελεί καταβολή, ενώ, επιπλέον, δεν διευκρινίζει και αν οι επιταγές, μετά τη μεταβίβασή τους στην πρώτη των εναγομένων, κυκλοφόρησαν έτι περαιτέρω, μεταβιβασθείσες σε τρίτα πρόσωπα. Η ανάκληση καταβολών όμως, θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση, που όχι μόνο η μεταβίβαση, αλλά και η είσπραξη έλαβε χώρα και δη απευθείας από την πρώτη των εναγομένων και για λογαριασμό της πτωχής ως εκδότριας ή εξ αναγωγής υπόχρεου στο πλαίσιο κυκλοφορίας των επιταγών... Η ενάγουσα ζητεί απλώς εν γένει την καταβολή των τυχόν εισπραχθέντων χρηματικών ποσών χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό. Συνεπώς, για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, το αίτημα ανάκλησης καταβολών, που αφορούν σε συγκεκριμένες επιταγές, χωρίς διευκρίνιση του προσώπου του εκδότη τους, χωρίς διευκρίνιση της είσπραξης ή μη των επιταγών αυτών από την πρώτη των εναγομένων και σε καταφατική περίπτωση χωρίς διευκρίνιση του προσώπου, που προέβη στην εξόφληση των επιταγών και του ακριβούς χρόνου, κατά τον οποίο τούτο συνέβη, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο, αφού δεν επιτρέπει τη διάγνωση της ανάγκης εφαρμογής της διατάξεως του άρ. 47 του ΠτΚ που προηγείται αυτής του άρ. 43 του ΠτΚ και κυρίως δεν επιτρέπει τον έλεγχο της πλήρωσης των προϋποθέσεων εφαρμογής των προβλεπομένων στη διάταξη του άρ. 43 του ΠτΚ».
Κατόπιν του δικονομικού αυτού αποτελέσματος, η σύνδικος, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της παραγραφής της ανακλητικής αξιώσεως (ΠτΚ 51), δεν άσκησε νέα αγωγή, αλλά
Σελ. 293επανήλθε (εντός εξαμήνου από την έκδοση της αποφάσεως 2010/2018 του ΠολΠΘεσσαλονίκης) με την από 25.9.2018 αγωγή της (ΓΑΚ 20832/2018 και ΕΑΚ 16192/2018), με την οποία, αφού συμπλήρωσε (πλημμελώς έστω) τα υποδειχθέντα από την ανωτέρω απόφαση για το ορισμένο της αγωγής στοιχεία, που αφορούν τις επιταγές (πρόσωπο εκδότη, οπισθογράφηση, ανάκληση οπισθογραφήσεως και δόσεως και λήψεως των επιταγών, αδυναμία αυτούσιας επαναμεταβιβάσεως, αδικαιολόγητος πλουτισμός κλπ.) ζήτησε: α) να ανακληθούν οι μεταβιβάσεις από την εταιρία Α. προς την εταιρία Κ. των αναλυτικά αναφερόμενων επιταγών συνολικού ποσού 7.420.419,27 ευρώ (περιγράφονται αναλυτικά)∙ β) να υποχρεωθεί η εταιρία Κ. στην καταβολή του ανωτέρω ποσού (κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με το άρθρο 49 Ι 2 ΠτΚ). Τη νέα αυτή αγωγή την έστρεψε (όπως άλλωστε και την προηγούμενη) τόσο κατά της εταιρίας Κ. όσο και κατά της πτωχής εταιρίας Α. Η επίδοση της νέας αγωγής στην (πτωχή) εταιρία Α. έγινε σε χρόνο, που δεν είχε νομίμως συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο, που να την εκπροσωπεί.
ΙΙ. Ερωτήματα
1) Aν τα αντικείμενα της πρώτης και της δεύτερης αγωγής, άρα και των αντίστοιχων δικών συμπίπτουν ή όχι, ώστε να επιστρατεύεται ή όχι ο μηχανισμός του άρθρου 263 ΙΙ ΑΚ
2) Αν είναι νόμιμη η επίδοση της νέας (δεύτερης) αγωγής στην εταιρία Α., μολονότι αυτή κατά τον χρόνο της επιδόσεώς της δεν είχε νομίμως συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο
3) Αν είναι απαραίτητη η καταβολή δικαστικού ενσήμου για τη συζήτηση της νέας (δεύτερης) αγωγής
4) Πώς κατανέμεται το βάρος αποδείξεως στη σχετική δίκη της πτωχευτικής ανακλήσεως
ΙΙΙ. Απαντήσεις
Η γνώμη μου στα ανωτέρω ζητήματα έχει ως ακολούθως:
1. Eπί του πρώτου ερωτήματος
Σύμφωνα με το άρθρο 263 Ι ΑΚ, όταν η αγωγή απορρίπτεται τελεσιδίκως για τυπικούς λόγους (ως απαράδεκτη), χωρίς δηλαδή το δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως και να ερευνήσει το υποστατό της επίδικης αξιώσεως, η παραγραφή, που ξεκίνησε με την άσκησή της, θεωρείται σαν να μην διακόπηκε ποτέ. Στον κανόνα αυτόν εισάγεται εξαίρεση με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου (ΑΚ 263 ΙΙ), αν ο δικαιούχος εγείρει (ασκήσει) και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι (6) μήνες από την τελεσιδικία της απορριπτικής αποφάσεως (ΑΠ 190/2008, ΕλλΔνη 2009, 1073∙ ΕφΑθ 2092/2003, ΕλλΔνη 2004, 1091∙ 2397/2005, ΕλλΔνη 2006, 923, 924 ΙΙ∙ 522/2008, Αρμ 2009, 58,59), οπότε η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Στην έννοια της τυπικής απορρίψεως εντάσσεται αναμφισβήτητα και η απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας (ΟλΕΣ 3411/2011, ΕΠολΔ 2011, 811, σημ. Λιγωμένου∙ ΑΠ 1679/1998, ΕΕΝ 2000, 270∙ 68/2004, ΕλλΔνη 2004, 1419∙ βλ. από τη Θεωρία ιδίως Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή, 2007, σ. 150 επ.), που δεν δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την επίδικη αξίωση και δεν εμποδίζει την εκ νέου καταγωγή της σε δίκη με άλλη αγωγή (Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, αριθ. 117 σ. 303/304). Για να λειτουργήσει όμως ο μηχανισμός του άρθρου 263 ΙΙ ΑΚ θα πρέπει η νέα αγωγή να στηρίζεται όχι μόνο στην ίδια ιστορική και νομική βάση με την προηγούμενη, απορριφθείσα λόγω αοριστίας αγωγή (ΑΠ 325/1994, ΕΕΝ 1995, 255, 256∙ 1137/2000, ΕλλΔνη 2001, 1341∙ 190/2008, ανωτ∙ ΕφΑθ 2397/2005, ανωτ∙ την άποψη αυτή υιοθετεί και σύσσωμη η Επιστήμη∙ βλ. αντί άλλων Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2019 § 25 αριθ. 60), αλλά γενικότερα, να μην απομακρύνεται και από το ίδιο το ουσιαστικό αντικείμενο της πρώτης αγωγής και άρα από το αντικείμενο της πρώτης δίκης.
Το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, την πλέον κεντρική και την πλέον πολυσήμαντη έννοια της πολιτικής δίκης: διαγράφει, κατ’ αρχήν, το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί ο δικαστικός αγώνας και προσδιορίζει το ορισμένο της αγωγής, ενώ επηρεάζει άμεσα το περιεχόμενο και οριοθετεί βασικά δικονομικά φαινόμενα της πολιτικής δίκης, όπως η εκκρεμοδικία (ΚΠολΔ 222), το δεδικασμένο (ΚΠολΔ 324), η μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής (ΚΠολΔ 224) και η αντικειμενική σώρευση των αγωγών (ΚΠολΔ 218). Οριοθετείται το αντικείμενο της δίκης και, κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη -που στηρίζεται στην κατηγορηματική ρύθμιση του άρθρου 216 Ι ΚΠολΔ- προσδιορίζεται από δύο πόλους: α) από το αίτημα της αγωγής (ΚΠολΔ 216 Ι στοιχ. γ) και β) από την ιστορική του βάση (ΚΠολΔ 216 Ι στοιχ. α), δηλαδή από το επικαλούμενο σύμπλεγμα πραγματικών περιστατικών, που τη θεμελιώνουν κατά νόμον (βλ. εγγ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι 2, 2020, § 34 αριθ. 7 επ∙ διδάχθηκε πάντως: Schwab, Der Streitgegenstand im Zivilprozess, 1954, passim∙ τον ίδιο, Δ 1975, 193 επ., 201-205, και η εκδοχή ότι αποκλειστικά και μόνον το αίτημα, που ενσαρκώνει τον επιδιωκόμενο σκοπό της δίκης, οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης). Με οποιαδήποτε εκδοχή, το αίτημα της αγωγής αποτελεί βασικό και αναντικατάστατο κριτήριο οριοθετήσεως όχι μόνον του ουσιαστικού αντικειμένου της δίκης αλλά και της εκτάσεως του (ουσιαστικού) δεδικασμένου. Η διατύπωση συγκεκριμένου αιτήματος ανυψώνεται ρητά (ΚΠολΔ 216 Ι στοιχ. γ) σε απαραίτητο στοιχείο κάθε αγωγής, κάθε αιτήσεως δικαστικής προστασίας. Το αίτημα αυτό οφείλει να βρίσκεται σε σχέση λογικής ακολουθίας προς την ιστορική και νομική βάση της αγωγής, και πρέπει, επίσης, να αποτελεί έννομη συνέπεια προβλεπόμενη από συγκεκριμένη νομική διάταξη (Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2021, § 60 αριθ, 31). Εξάλλου, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο η κρίση του δικαστηρίου, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, η ίδια, να στηρίζεται σε αντίστοιχο αίτημα του διαδίκου (βλ. Νίκα, ανωτ. ΙΙ § 96 αριθ. 4 επ.) η εξάρτηση δε αυτή του εύρους του δεδικασμένου από τις αιτήσεις των διαδίκων θεμελιώνεται επίσης στη βασικότερη αρχή της πολιτικής δίκης, στην αρχή της εξουσίας διαθέσεως των διαδίκων (ΚΠολΔ 106), τυποποιείται όμως και στη ρύθμιση του άρθρου 322 Ι 1 ΚΠολΔ.
Με το αίτημα υποδηλώνεται τόσο η ζητούμενη μορφή δικαστικής προστασίας όσο και η έννομη συνέπεια, που συνεπάγεται η προστατευτέα ουσιαστικού δικαίου αξίωση. Δύο
Σελ. 294διαφορετικά κατά το περιεχόμενό τους αιτήματα, παριστούν δύο διαφορετικές δικονομικές αξιώσεις, συγκροτούν δύο διαφορετικά αντικείμενα δίκης, έστω και αν προέρχονται από την ίδια έννομη σχέση ή στηρίζονται στο ίδιο ιστορικό συμβάν (Νίκας, ανωτ. Ι 2 § 34 αριθ. 7). Είναι τέτοια λοιπόν η σημασία του αιτήματος σε κάθε μορφή έννομης προστασίας, ώστε, αν αυτό απουσιάζει, η σχετική αγωγή να θεωρείται ανυπόστατη και όχι απλώς απαράδεκτη, αφού και η (αντίστοιχη) ουσιαστική αξίωση (ΑΚ 287) οριοθετείται, συγκεκριμενοποιείται (κυρίως) από το αίτημα.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση του ιστορικού της γνωμοδοτήσεως η ακόλουθη εικόνα. Όπως διαπιστώνει και η κρίσιμη υπ’ αριθ. 2010/2018 απόφαση του ΠολΠΘεσσαλονίκης (βλ. 23ο φύλλο, οπίσθια όψη), με την πρώτη αγωγή (15.2.2016), επί της οποίας και εκδόθηκε, δεν ζητήθηκε «η ανάκληση των ως άνω πράξεων (οπισθογράφησης και σύμβασης δόσεως και λήψεως)» των επίμαχων επιταγών (πελατείας της πτωχής εταιρίας Α.). Με την πρώτη αυτή αγωγή ζητήθηκε απλώς και εντελώς αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτιμήσεως «να ανακληθούν οι αναφερόμενες στο ιστορικό της παρούσας αγωγής καταβολές και μεταβιβάσεις των επιταγών συνολικού ποσού 9.331.873,30 ευρώ». Δεν ζητήθηκε μ’ αυτή η ανάκληση της αξιογραφικής δηλώσεως βουλήσεως της συμβάσεως δόσεως και λήψεως του αξιογράφου κάθε επιταγής, με περαιτέρω συνέπεια να μην καθίσταται δυνατή η ταυτοποίηση και εξατομίκευσή της, εντεύθεν δε δυνατή και η διαμόρφωση ορισμένου και ακριβούς κατά το περιεχόμενο διατακτικού, αλλά και η ταυτοποίηση του προσώπου του οπισθογράφου κάθε επιταγής. Το αντικείμενο δίκης επί της δεύτερης αγωγής (25.9.2018) είναι εντελώς διαφορετικό. Με τη νέα αυτή αγωγή δεν ζητείται πλέον η ανάκληση των ενσωματωμένων στις μεταβιβασθείσες επιταγές αντίστοιχων χρηματικών ποσών (όπως συνέβαινε με την πρώτη αγωγή), αλλά η ανάκληση της οπισθογραφήσεως και της αντίστοιχης συμβάσεως δόσεως και λήψεως των μεταβιβασθεισών επιταγών, τουτέστιν το δικαίωμα εκ των τίτλων των επιταγών στην υπέρ ης η οπισθογράφηση εταιρία Κ. Είναι επομένως προφανές ότι τα αιτήματα των δύο αγωγών διαφοροποιούνται πλήρως.
Αλλά, πέραν της ανακλήσεως, ούτε και επαναμεταβίβαση των επιταγών στην ενάγουσα σύνδικο ζητήθηκε με την πρώτη αγωγή, όπως επίσης και αίτημα αποδόσεως του εισπραχθέντος χρηματικού ποσού στη βάση της δευτερογενούς αξιώσεως του άρθρου 49 Ι 2 ΠτΚ. Το τελευταίο αυτό αίτημα αποδόσεως στην εταιρία Α. της ωφέλειας, που αποκόμισε η εταιρία Κ. από την είσπραξη των σχετικών επιταγών, υποβάλλεται για πρώτη φορά με τη δεύτερη αγωγή. Και είναι βέβαια ακριβές ότι όπως γίνεται γενικά και αταλάντευτα δεκτό από τη νομολογία (ΑΠ 453/2018, ΔΕΕ 2019, 393, 394 Ι∙ ΠΠρΘεσ 1922/2014, ΔΕΕ 2014, 693, 694 ΙΙ∙ 2294/2015, ΕλλΔνη 2015, 1757, 1758 ΙΙ∙ την άποψη αυτή ενστερνίζεται και η υπ’ αριθ. 2010/2018 απόφαση του ΠολΠΘεσσαλονίκης, 20ό φύλλο), αν η απόφαση περιέχει διάταξη μόνο για την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξεως, επέρχεται εκ του νόμου και υποχρέωση επαναμεταβιβάσεως της ανακλητέας πράξεως. Το αίτημα ωστόσο της συνδίκου για απόδοση της αξίας από την είσπραξη των επίμαχων επιταγών με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΠτΚ 49 Ι 2), επειδή υφίσταται αδυναμία αυτούσιας επαναμεταβιβάσεως της απαιτήσεως από τις ως άνω επιταγές στην πτωχεύσασα εταιρία Α., προβάλλεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της δεύτερης αγωγής. Δεν περιεχόταν το αίτημα αυτό στην πρώτη αγωγή.
Η νέα, δεύτερη αγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί, επομένως, ότι επαναλαμβάνει την πρώτη αγωγή και διορθώνει απλώς τις ελλείψεις και τις αστοχίες της. Πρόκειται τυπικά και ουσιαστικά για νέα αγωγή, με άλλο και εντελώς διαφορετικό αίτημα από εκείνο της πρώτης, εισάγει προδήλως διαφορετικό αντικείμενο δίκης. Δεν είναι σε θέση κατά συνέπεια να θέσει σε λειτουργία τον μηχανισμό του άρθρου 263 ΙΙ ΑΚ. Η νέα αυτή αγωγή διακόπτει την παραγραφή της (κρίσιμης) επίδικης από την ίδια αξιώσεως όχι από τον χρόνο ασκήσεως της πρώτης αγωγής, αλλά από τον χρόνο ασκήσεως της ίδιας, της δεύτερης χρονικά (αυτοτελούς κατά τα ανωτέρω) αγωγής.
Αμφίβολη κατά τη γνώμη μου είναι και η σύμπτωση, η ταυτότητα ιστορικής αιτίας μεταξύ των δυο αγωγών. Με την πρώτη αγωγή επιδιώχθηκε η πτωχευτική ανάκληση της καταβολής χρηματικών ποσών, που μεταβιβάσθηκαν αυτούσια (με τον κωδικό 401) ή ενσωματώθηκαν και αντιστοιχούν στις μεταβιβασθείσες (με τον κωδικό 402) επιταγές από την (πτωχή) εταιρία Α. στην εταιρία Κ., καθώς και σε επιστροφές προϊόντων (με κωδικό 304). Δεν προσδιορίζονται όμως καθόλου οι προϋποθέσεις, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει αμέσως κατά το άρθρο 43 ΠτΚ η γένεση και η ύπαρξη του δικαιώματος ανακλήσεως ειδικά ως προς τις επιταγές. Γίνεται αναφορά μόνον στη μεταβίβαση των κρίσιμων επιταγών από τη εταιρία Α. στην εταιρία Κ. κατά την ύποπτη περίοδο. Στη δεύτερη αγωγή επιδιώκεται η ανάκληση όχι των ποσών που ενσωματώθηκαν και αντιστοιχούν στις μεταβιβασθείσες επιταγές από την εταιρία Α. στην εταιρία Κ. (που αποτέλεσε την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής), αλλά η ανάκληση του δικαιώματος εκ των τίτλων των επιταγών πελατείας, που στηρίζεται στη μεταβίβαση δια οπισθογραφήσεως και παραδόσεώς τους στην εταιρία Κ. και στην είσπραξη των σχετικών ποσών των επιταγών από την ίδια. Έχει λοιπόν ως δικαιοπαραγωγική αιτία η δεύτερη αγωγή, διαφορετική από εκείνη της πρώτης, ώστε να μην συμπίπτει το αντικείμενο των δυο δικών και να μην μπορεί, περαιτέρω, να λειτουργήσει και γι’ αυτόν τον λόγο ο μηχανισμός του άρθρου 263 ΙΙ ΑΚ. Εντελώς σε νέο ιστορικό στηρίζεται μάλιστα η δεύτερη αγωγή, όταν επιδιώκει την απόδοση της ωφέλειας, που αποκόμισε η εταιρία Κ. από την είσπραξη των κρίσιμων επιταγών με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΠτΚ 49 Ι 2). Κατά τη γνώμη μου, η ιστορική βάση της πρώτης αγωγής δεν εκτέθηκε απλώς αορίστως στο σχετικό δικόγραφο, στερείται πλήρως από το προαπαιτούμενο της εκθέσεως πραγματικών περιστατικών, που θα μπορούσαν λογικά να στηρίξουν το αίτημα της αγωγής. Είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως η αγωγή αυτή και οι ελλείψεις της δεν μπορούν να θεραπευθούν με την άσκηση της δεύτερης αγωγής. Πρόκειται, δηλαδή, για χαρακτηριστική περίπτωση ακυρότητας δικογράφου και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπισθεί (βλ. και Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής ΚΠολΔ σ. 78).
Σελ. 295Συμπερασματικά, αφού με τη δεύτερη αγωγή δεν ζητείται πλέον η ανάκληση των ενσωματωμένων στις μεταβιβασθείσες επιταγές αντίστοιχων χρηματικών ποσών (όπως συνέβαινε με την πρώτη αγωγή), αλλά η ανάκληση της οπισθογραφήσεως και της αντίστοιχης συμβάσεως δόσεως και λήψεως των μεταβιβασθεισών επιταγών, τουτέστιν το δικαίωμα εκ των τίτλων των επιταγών στην υπέρ ης η οπισθογράφηση εταιρία Κ., η δεύτερη αγωγή συνιστά το πρώτον ασκηθείσα και πρέπει να κριθεί αυτοτελώς, εάν υποπίπτει στην παραγραφή του άρθρου 51 ΠτΚ.
2. Επί του δευτέρου ερωτήματος
Στις γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δεν διαγιγνώσκεται ιδιωτικό δικαίωμα του αιτούντος και συνεπώς δεν έχουν, κατ’ αρχήν, ρόλο οι ρυθμίσεις για την απλή βασικώς (Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Εκούσια δικαιοδοσία, Γενικό μέρος, άρθρο 741 σ. 118 επ.), αλλά και για την αναγκαία ομοδικία (βλ. όμως Μπέη, ανωτ. σ. 120: κατ΄ εξαίρεση ισχύει η δεύτερη περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας, όταν η διαπλαστική ενέργεια της αποφάσεως εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους). Η έννοιες της απλής και αναγκαίας ομοδικίας αποδεικνύονται όμως χρήσιμες για τις υποθέσεις εκείνες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, που παραπέμπονται προς εκδίκαση στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας για λόγους σκοπιμότητας (επιταχύνσεως, ελαστικότητας, ευελιξίας διαδικασίας κλπ.) και καλούνται συνήθως μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα [-Aρβανιτάκη], Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2020, Εισαγ. 739-866 αριθ. 16 και αναλυτικά Χατζηϊωάννου, Η Δίκη της Πτώχευσης και των Προληπτικών Μέτρων της, 2016, σ. 6 επ.). Μια τέτοια περίπτωση συνιστά προδήλως και η δίκη επί της πτωχευτικής ανακλήσεως (ΠτΚ 41 επ), που δικάζεται μεν (λόγω του άρθρου 54 Ι ΠτΚ «χωρίς εξαίρεση» με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, 2017, § 40 σ. 323∙ Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, αριθ. 1308 σ. 365) κατά τη φύση της όμως αποτελεί αναμφισβητήτως μη γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας (Ψυχομάνης, ανωτ. αριθ. 1311 σ.366∙ πρβλ. και Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2016, § 328 σ. 481: η φύση της πτωχευτικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως της υπαγωγής ... στην εκουσία δικαιοδοσία είναι εκείνη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας). Ο δεσμός, που συνδέει τον εναγόμενο στη δίκη της πτωχευτικής ανακλήσεως (ΠτΚ 41 επ., ήδη και νέος ΚωδΑφ 116 επ.) με τον πτωχό δεν μπορεί να είναι εκείνος της απλής αλλά της αναγκαίας ομοδικίας. Η ανάγκη ενιαίας ρυθμίσεως της διαφοράς είναι εδώ κάτι παραπάνω από έκδηλη. Εξαιτίας κυρίως της ταυτότητας του αντικειμένου της δίκης μεταξύ των ανωτέρω προσώπων (πρβλ. ΑΠ 384/2016, ΕφΑΔ 2017, 565 ΙΙ), η επιστράτευση του ουσιαστικογενούς λόγου του άρθρου 76 Ι περ. α ΚΠολΔ (βλ. Νίκα, ανωτ, Ι 2 § 27 αριθ. 4) αποδεικνύεται προσφορότερη, (ήδη την άποψη αυτή την ενστερνίσθηκε η ΕφΠειρ 181/2017, Νόμος). Από το γράμμα του άρθρου 48 ΙΙΙ ΠτΚ (ήδη άρθρο 126 ΙΙΙ νέου ΚωδΑφ), που ορίζει ότι «η ανακλητική αγωγή απευθύνεται κατ’ εκείνου ή εκείνων που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πράξη» θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί ότι συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της υποχρεωτικής κοινής (παθητικής) νομιμοποιήσεως πλειόνων (ΚΠολΔ 76 Ι περ. γ), που αποτελεί είδος «ενιαίας ρυθμίσεως της διαφοράς επί το αυστηρότερον» (Μηχιώτης, Η αναγκαστική ομοδικία στην πολιτική δίκη 2018, σ. 143 σημ. 402). Υπό την τελευταία αυτή εκδοχή η κοινή συμμετοχή όλων των ομοδίκων στη διεξαγωγή της δίκης συνιστά πλέον προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής. Ωστόσο, το άρθρο 48 ΙΙΙ ΠτΚ φαίνεται να ευνοεί την εκδοχή ότι ως πρόσωπα που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πράξη νοούνται οι αντισυμβαλλόμενοι του πτωχεύσαντος (Σωτηρόπουλος, Πτωχευτική ανάκληση, 2009, σ. 270∙ Ψυχομάνης, ανωτ. αριθ. 1311 σ. 366∙ ήδη ο ίδιος, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2021, αριθ. 1678 σ. 452) και όχι ο πτωχός. Με οποιαδήποτε πάντως, εκδοχή, και αν δηλαδή δεν απαιτείται η απεύθυνση της ανακλητικής αγωγής κατά του πτωχού (Σωτηρόπουλος, ανωτ. σ. 271), η κλήτευσή του με πράξη του δικαστηρίου κατά την κατάθεσή της (ΚΠολΔ 748 ΙΙΙ) ή την προσεπίκλησή του υπό τους όρους του άρθρου 753 ΚΠολΔ κρίνεται ομόθυμα απαραίτητη (ΠΠρΘεσ 1922/2014, ΔΕΕ 2014, 693, 694 ΙΙ∙ 2294/2015 ΕλλΔνη 2015, 1757, 1758 ΠΠρΠειρ 3425/2015, ΝοΒ 2016, 81, σχ. Κουλουριάνου∙ έτσι και ΠΠρΘεσ 2010/2018, 19ο φύλλο οπίσθια όψη∙ Ψυχομάνης, ανωτ.). Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη αγωγή στράφηκε και κατά της πτωχής εταιρίας Α. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο εκπληρώθηκαν επομένως, κατ’ αρχήν, και οι διατυπώσεις του άρθρου 748 ΙΙΙ ΚΠολΔ. Στην περίπτωση ωστόσο της νεώτερης (δεύτερης) αγωγής δεν κλητεύθηκε νομότυπα στη συζήτηση της υποθέσεως η πτωχή εταιρία Α. Όπως είναι γνωστό, η ανώνυμη εταιρία λύεται με την κήρυξή της σε κατάσταση πτωχεύσεως. Δεν αφανίζεται ωστόσο η νομική της προσωπικότητα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν παύει μάλιστα και η ύπαρξη των οργάνων της εταιρίας (ρητά ΠτΚ 96 Ι 2), τόσο η Γ.Σ. των μετόχων της όσο και το διοικητικό της συμβούλιο εξακολουθούν λοιπόν να υφίστανται (άρθρο 47α Ι, ΙΙΙ, ΙV Ν 2190/1920∙ βλ. ΑΠ 914/2010∙ ΕφΠειρ 198/2011, ΕΕμπΔ 2011, 688∙ ΜΠρΘεσ 4637/2019, αδημ.). Στα νομικά πρόσωπα, εξάλλου, η επίδοση οποιουδήποτε δικογράφου γίνεται στα φυσικά πρόσωπα, που τα εκπροσωπούν κατά τον νόμο ή κατά το καταστατικό (ΚΠολΔ 126 Ι, στοιχ. γ). Η επίδοση σε φυσικό πρόσωπο, που δεν αντιπροσωπεύει το νομικό πρόσωπο θεωρείται ανύπαρκτη (ΕφΘεσ 1196/1993, Αρμ 1993, 654∙ ΠΠρΘεσ 4319/2016, Αρμ 2016, 1902,1903 Ι). Ως προς το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρίας, η εκπροσώπηση της οποίας ανήκει στο διοικητικό της συμβούλιο, η επίδοση μπορεί να γίνει κατ’ αρχήν σε οποιοδήποτε μέλος του (ΚΠολΔ 126 ΙΙ), αν το συμβούλιο αυτό ενεργεί συλλογικά (άρθρο 18 Ι Ν 2190/1920∙ ήδη άρθρο 77 Ι Ν 4548/2018), εκτός αν ανατέθηκε η εκπροσώπησή της σε ορισμένο πρόσωπο ή πρόσωπα (άρθρο 87 Ν 4548/2018, όπως ισχύει μετά τον Ν 4635/2019). Γι’ αυτό και δεν αρκεί η αναφορά στην έκθεση επιδόσεως ότι το έγγραφο επιδόθηκε στον πρόεδρο ή άλλο μέλος του δ.σ. της εταιρίας, αλλά απαιτείται και η διαπίστωση ότι ο παραλήπτης ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας (ΑΠ 1589/1998, ΕλλΔνη 1998, 831-832). Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν υφίσταται εκπροσώπηση της ΑΕ, π.χ. λόγω λήξεως της θητείας του διοικητικού της συμβουλίου, χωρίς να εκλεγεί ή να διορισθεί νέο, εξαντληθεί δε και η προβλεπόμενη από το άρθρο 19 Ι Ν 2190/1920 (όπως προστέθηκε από το άρθρο 26 Ν 3604/2007) ήδη δε και από το άρθρο 85 Ι 3 Ν 4548/2018 προθεσμία, η σχετική επίδοση είναι άκυρη (βλ. ΑΠ Ολ 5/2004, ΝοΒ 2004, 964, 965).
Στην υπό κρίση περίπτωση η πενταετής θητεία του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας Α. έληξε την 30.6.2017, με το άρθρο 19 του καταστατικού της παρατάθηκε όμως αυτόματα μέχρι την πρώτη τακτική γενική συνέλευση μετά τη λήξη της θητείας του, η οποία, πάντως, δεν υπερέβαινε κατά νόμον τα έξι (6) έτη και επομένως στην προκείμενη περίπτωση (παρατάθηκε) μέχρι την 30.6.2018. Έκτοτε, δεν συγκλήθηκε γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας για την ανάδειξη νέας αιρετής διοικήσεως και ως εκ τούτου δεν υφίστατο νομίμως συγκροτημένο διοικητικό συμβούλιο, που να εκπροσωπεί την εταιρία. Καθώς η από 25.9.2018 νέα (δεύτερη) αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως της συνδίκου της πτωχεύσεως επιδόθηκε στην εναγόμενη εταιρία Α. την 26.9.2018, όταν δηλαδή αυτή στερούνταν νόμιμης εκπροσωπήσεως, καθίσταται προφανές ότι η επίδοση αυτή εχώρησε ακύρως. Αν, τότε, η εταιρία αυτή ερημοδικήσει (ΚΠολΔ 271), στη σχετική επί της αγωγής δίκη, το δικαστήριο θα πρέπει να ερευνήσει, αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκε νομότυπα σ΄ αυτήν και αφού διαπιστώσει ότι αυτό δεν συνέβη, θα κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΚΠολΔ 271 ΙΙ∙ βλ. Νίκα, ανωτ. ΙΙ 2 § 72 αριθ. 8∙ ΠΠρΘεσ 4319/2016, Αρμ 2016, 1902, 1904) όχι μόνον ως προς την (πτωχή) εταιρία Α., αλλά και ως προς την συνεναγόμενη εταιρία Κ. Η εταιρία Α. δεν μπορεί να αντιπροσωπευθεί από την παριστάμενη αναγκαία ομόδικό της εταιρία Κ., αφού η αντιπροσώπευση των ερημοδικούντων ομοδίκων από τους παριστάμενους (ΚΠολΔ 76 Ι) τελεί υπό την απαρέγκλιτη προϋπόθεση της σύννομης κλητεύσεώς τους (ΑΠ 384/2016, ΕφΑΔ 2017, 565 ΙΙ∙ βλ. και Νίκα, ανωτ. Ι2 § 27 αριθ. 13). Ο σκοπός της εκδόσεως αποφάσεως όμοιου περιεχομένου για όλους τους αναγκαίους ομοδίκους υπαγορεύει τη συσπείρωσή τους σε υποχρεωτικά κοινή διαδικασία, σε κοινή διαδικαστική πορεία. Η δικονομική ενότητα των αναγκαίων ομοδίκων θα πρέπει να παραμείνει συμπαγής σε όλη τη διάρκεια της δίκης∙ το ενδεχόμενο διασπάσεώς της θα πρέπει να αποκλεισθεί Νίκας, ανωτ. Ι 2 § 27 αριθ. 1∙ ΕφΘεσ 2687/1996, Αρμ 1997, 919, 920 ΙΙ). Η νομοθετική πρόνοια για τη διατήρηση κοινής πορείας της δίκης εξασφαλίζεται με το ανεπίτρεπτο της επισπεύσεως της συζητήσεως ως προς ορισμένους μόνον από τους αναγκαίους ομοδίκους (ΚΠολΔ 76 ΙΙΙ)∙ διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους (Νίκας, ανωτ. Ι 2 § 27 αριθ. 12∙ ΕφΠειρ 1154/1982, Δ 1982, 829-830∙ ΕφΑθ 1072/2002, ΕλλΔνη 2002, 815, 816).
3. Επί του τρίτου ερωτήματος
Για τη συζήτηση ειδικά των καταψηφιστικών αγωγών (και των αναγνωριστικών αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου∙ βλ. άρθρο 42 Ν 4640/2019), που έχουν ως αντικείμενο χρηματική απαίτηση ή απαίτηση αποτιμητή σε χρήμα, ο νόμος (άρθρο 2 ν. ΓΠΟΗ΄/1912, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε από το ΝΔ 4189/1961) υποχρεώνει τον ενάγοντα στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο), αν η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 200 ευρώ (βλ. εγγ. Νίκα, ανωτ. Ι 2 § 36 αριθ. 3, § 37 αριθ. 17). Για την απάντηση στο ερώτημα που τίθεται κρίνεται επομένως απαραίτητη η διευκρίνιση της νομικής φύσεως της πτωχευτικής ανακλήσεως. Στη Χώρα μας έχει επικρατήσει σχεδόν απόλυτα η άποψη ότι το δικαίωμα ανακλήσεως αποτελεί (εκ του νόμου) ενοχική αξίωση, που γεννιέται άμεσα με την κήρυξη της πτωχεύσεως προς απόδοση της παροχής, η οποία με την ανακαλούμενη πράξη εξήλθε της περιουσίας του οφειλέτη (βλ. ιδίως Κοτσίρη, ανωτ. § 280-283 σ. 434 επ., 439∙ Περάκη, ανωτ. § 40 σ.322 επ., 326 επ. μ.π.π.∙ Σωτηρόπουλο, ανωτ. σ. 138 επ∙ τον ίδιο, ΕπισκΕΔ 2008, 646 επ. 667∙ ΑΠ 533/2003, ΕλλΔνη 2003.1640∙ 453/2018, ΔΕΕ 2019, 393, 394∙ ΠΠρΘεσ 1922/2014 ΔΕΕ 2014, 693, 694, παρατ. Ε. Μαστρομανώλη∙ 2294/2015, ΕλλΔνη 2015, 1757, 1758∙ ΠΠρΠειρ 3425/2015, ΝοΒ 2016, 81, 83). Πρόκειται για αυτόνομη ενοχική υποχρέωση του λαβόντος προς απόδοση του αντικειμένου της παροχής, που με την ανακαλούμενη πράξη εξήλθε της περιουσίας του οφειλέτη (Περάκης, ανωτ.). Ως ενοχικού χαρακτήρα η ανάκληση ενεργεί αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ των μερών (ΑΠ 453/2018, ανωτ∙ ΠΠρΘεσ 1922/2014, ανωτ∙ Κοτσίρης, ανωτ. § 282 σ. 438) και κατευθύνεται προς παροχή, (Κοτσίρης, ανωτ. § 283 σ. 439), άρα έχει καταψηφιστικό περιεχόμενο, με περαιτέρω συνέπεια να βαρύνεται με την καταβολή δικαστικού ενσήμου. Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη (Ψυχομάνης, ανωτ. αριθ. 1215 επ. σ. 345 επ), που έγινε μάλιστα δεκτή και από τη νομολογία (ΕφΘεσ 2683/2018, αδημ.) ότι το δικαίωμα του συνδίκου προς ανάκληση είναι διαπλαστικό, αφού παρέχει σ’ αυτόν την εξουσία να επιφέρει μονομερώς αλλοίωση σε υφιστάμενες έννομες σχέσεις, όπως και ότι η σχετική απόφαση είναι διαπλαστική, αφού προκαλεί πλέον τη ζητηθείσα αλλοίωση και δημιουργεί νέα ενοχή. Κατά συνέπεια ως διαπλαστικής φύσεως δεν βαρύνεται με δικαστικό ένσημο. Η άποψη αυτή ακολουθούνταν και στο προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (βλ. ΑΠ 137/1965, ΝοΒ 1965, 1003,1004), όταν όμως η κατ’ άρθρο 538 ΕΝ ανατροπή ταξινομούνταν ως περίπτωση ακυρωσίας (ΑΠ 859/1974, ΝοΒ 1975, 483) και είχε έτσι διαπλαστικό και όχι καταψηφιστικό χαρακτήρα (ΑΠ 137/1965, ανωτ). Σήμερα όμως η γραμματική και λογική ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων αποκλείει τον διαπλαστικό χαρακτήρα της ανακλητικής αγωγής και αποφάσεως (βλ. εγγ. Σωτηρόπουλο, ανωτ. σ. 138 επ., 141). Αν, πάντως, το δικαίωμα ανακλήσεως ήταν διαπλαστικής φύσεως, που παρέχει στον σύνδικο την εξουσία να επιφέρει μονομερώς αλλοίωση σε υφιστάμενες σχέσεις, θα έπρεπε να μπορεί να ασκηθεί και με απλή δήλωσή του. Αυτό όμως θα αντιστρατευόταν πλήρως τη ρύθμιση του άρθρου 48 Ι ΠτΚ, που ορίζει ότι η ανάκληση χωρεί «με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου». Ούτε αλλοιώνεται και δημιουργείται βέβαια νέα ενοχή με την απόφαση επί της ανακλητικής αγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 49 Ι ΠτΚ, με την απόφαση επί της ανακλήσεως, εκείνος που απέκτησε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, διατάσσεται να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία. Ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη στον οποίο έγινε καταβολή υποχρεώνεται έτσι να επιστρέψει το πράγμα ή δικαίωμα, που απέκτησε με την απαιτούμενη κάθε φορά διαδικασία και τύπο, ανάλογο με το αντικείμενο του δικαιώματος (Περάκης, ανωτ § 40 σ. 326). Αν ο αντισυμβαλλόμενος του πτωχού δεν συμμορφώνεται οικειοθελώς, ο σύνδικος μπορεί να ασκήσει εναντίον του τις αγωγές για εκπλήρωση της ενοχής, για καταδίκη σε
Σελ. 297δήλωση βουλήσεως κλπ., κατά τις γενικές διατάξεις (ΑΠ 453/2018, ανωτ). Εξάλλου, αν η αυτούσια επαναμεταβίβαση δεν είναι πλέον δυνατή, η υποχρέωση αποκαταστάσεως ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού εφαρμοζόμενες αναλόγως (ΠτΚ 49 Ι 2). Δεν υφίσταται επομένως κανένα περιθώριο για την αποδοχή διαπλαστικού χαρακτήρα στην απόφαση που διατάσσει την ανάκληση. Η απόφαση αυτή έχει προδήλως καταψηφιστικό χαρακτήρα (έτσι και Σωτηρόπουλος, ΕπισκΕΔ 2008, 667). Σε κάθε περίπτωση καταψηφιστική είναι η αγωγή, που έχει ως αίτημα, τη διεκδίκηση, τη δήλωση βουλήσεως, την απόδοση χρηματικού ποσού κλπ. Δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αντληθούν επιχειρήματα και να δικαιολογηθεί η μη καταβολή δικαστικού ενσήμου, από τη σύγκριση με τη συγγενή κατά τα λοιπά περίπτωση της αγωγής διαρρήξεως (ΑΚ 939). Ο διαπλαστικός χαρακτήρας της τελευταίας αυτής αγωγής δεν αμφισβητείται (ΑΠ 1174/2007∙ Κορνηλάκης, Ενοχικό Δίκαιο Ι 2, 2012, § 118.3 σ. 737), γι' αυτό και δεν συνοδεύεται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 1174/2007∙ ΕφΑθ 5546/2006, ΝοΒ 2007, 344, 346 Ι, όπου και π.π∙ ΠΠρΘεσ 2379/2003, Αρμ 2003, 1427, 1428/1429∙ 2868/2003, Αρμ 2004, 68). Ούτε και δημιουργεί πλέον (μετά τον Ν 2298/1995) η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως ενοχική υποχρέωση αναμεταβιβάσεως του αντικειμένου της απαλλοτριώσεως (ΑΠ 1174/2007).
Η υποχρέωση καταβολής του δικαστικού ενσήμου δεν αναιρείται βεβαίως από τη διασκευή της υποχρεώσεως αναμεταβιβάσεως ως εκ του νόμου ενοχικής υποχρεώσεως, αφού και οι εκ του νόμου πηγάζουσες αξιώσεις υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο, όταν κατάγονται στο δικαστήριο με τη μορφή καταψηφιστικής αγωγής. Αξιοπρόσεκτη είναι όμως η επιχειρηματολογία, που δικαιολογεί την απαλλαγή του συνδίκου από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, επειδή διαφορετικά θα παρεμποδιζόταν η πρόσβαση των πτωχευτικών πιστωτών στη δικαιοσύνη και θα παραβιαζόταν έμμεσα η αξίωση παροχής έννομης προστασίας (Συντ 20 Ι), «με τη μορφή ανάκτησης της αναλωθείσας πτωχευτικής περιουσίας, με ματαίωση του σκοπού του νόμου της διάρρηξης των πράξεων που διασπούν την πτωχευτική αρχή της ισότητας των πιστωτών και τέλος με αδυναμία κίνησης του μηχανισμού της πτωχευτικής διαδικασίας» (έτσι ΕφΘεσ 2683/2018, αδημ). Συχνά ο σύνδικος θα βρίσκεται όντως σε αδυναμία να χρηματοδοτήσει τη δίκη. Ανάλογες σκέψεις και αφετηρίες δεν αποτελούν όμως παρά μία μορφή petitio principii, και θα μπορούσαν να επιστρατευθούν από κάθε προσφεύγοντα στη δικαστική λειτουργία. Και η ξενοδικία καθεαυτήν δεν αποτελεί επίσης λόγο απαλλαγής από το δικαστικό ένσημο, ούτε και αποτόλμησε κανείς μέχρι σήμερα να υποστηρίξει το αντίθετο. Όλοι οι ενάγοντες καταψηφιστικών αγωγών (άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο) πιέζονται και ασφυκτιούν, ώστε να ανταποκριθούν στην υποχρέωση, που θέσπισε η πολιτεία, για τη συζήτηση των αγωγών επί παροχή. Ο νόμος δεν κάνει καμία διάκριση και προβλέπει δικαστικό ένσημο για όλες, συλλήβδην, τις καταψηφιστικές αγωγές. Όλοι ανεξαιρέτως οι προσφεύγοντες στη δικαιοσύνη με τη μορφή αυτή δικαστικής προστασίας θα πρέπει να συμβάλλουν στην ενίσχυση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και των υποδομών του. Αυτά υπαγορεύει η αρχή της ισοπολιτείας. Δεν μπορεί όλοι οι ασκούντες καταψηφιστική αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως (ΚΠολΔ 949) να επιβαρύνονται με δικαστικό ένσημο (ενδεικτικά: ΕφΘεσ 1487/2003, Αρμ 2004.1312∙ ΕφΠειρ 525/2013, ΕλλΔνη 2017, 139, 140, σημ. Κατρά), όχι όμως και η εκπροσωπούμενοι από τον σύνδικο πτωχευτικοί πιστωτές, που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα. Μόνον ο νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει την απαλλαγή ορισμένων καταψηφιστικών αγωγών από το δικαστικό ένσημο κι όχι ο δικαστής με ad hoc κριτήρια και τελολογικές σταθμίσεις. Θα πρέπει, ακόμη, να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη ότι η καταβολή του δικαστικού ενσήμου αποτελεί βασικό περιεχόμενο της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης (βλ. αντί άλλων Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα [-Ορφανίδη], ανωτ., άρθρο 173 αριθ., 2, 5 επ.). Το αντιστάθμισμα αυτό ελαφρύνει οπωσδήποτε τη θέση του συνδίκου και αμβλύνει τις οξύτητες. Εφόσον η αγωγή ανακλήσεως έχει λοιπόν καταψηφιστικό χαρακτήρα και δεν εκδηλώνεται νομοθετική πρωτοβουλία απαλλαγής του συνδίκου από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, η υποχρέωση καταβολής του δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Dura lex sed lex. Eπομένως, αν δεν καταβληθεί δικαστικό ένσημο από την ενάγουσα σύνδικο μέχρι τη συζήτηση της από 25.9.2018 της αγωγής της, που επιδιώκει την ανάκληση των συγκεκριμένων πράξεων στις οποίες αναφέρεται, θα πρέπει να θεωρηθεί (πλασματικά) ερήμην δικαζόμενη (ΑΠ 333/1973, ΝοΒ 1973, 1166).
4. Επί του τετάρτου ερωτήματος
Σύμφωνα με τον θεμελιώδη κανόνα κατανομής του βάρους αποδείξεως, που συμπυκνώνεται απλουστευτικά στο άρθρο 338 Ι ΚΠολΔ, «κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του». Ο κανόνας αυτός συνδέεται και αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της δομής και της λειτουργίας του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Ο επικαλούμενος συγκεκριμένη υπέρ αυτού έννομη συνέπεια (=δικαίωμα) οφείλει να αποδείξει τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις του πραγματικού του εφαρμοζόμενου στην περίπτωση κανόνα δικαίου που την επιφέρει (Μητσόπουλος, ΝοΒ 1972, 447-449). Κάθε λοιπόν διάδικος επωμίζεται το βάρος αποδείξεως εκείνων των πραγματικών γεγονότων, που αποτελούν τις προϋποθέσεις των ευνοϊκών για τον ίδιο κανόνων δικαίου. Σε γενικές γραμμές, ευνοϊκοί για τον ενάγοντα χαρακτηρίζονται οι δικαιογόνοι, οι θεμελιωτικοί του επικαλούμενου δικαιώματός του κανόνες δικαίου. Για τον εναγόμενο ευνοϊκοί είναι οι δικαιοφθόροι του επικαλούμενου με την αγωγή δικαιώματος κανόνες (βλ. αντί άλλων Νίκα, ΙΙ 2 § 77 αριθ. 3-5). Ο ανωτέρω κανόνας του άρθρου 338 Ι ΚΠολΔ υποχωρεί, όταν με συγκεκριμένη νομική διάταξη ή ειδική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μερών, προβλέπεται διαφορετικός τρόπος κατανομής του βάρους αποδείξεως ή όταν για κοινωνικούς ή άλλους λόγους καθιερώνεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως (βλ. εγγ. Νίκα, ΙΙ 2 § 77 αριθ. 8 επ., 11 επ., 16 επ.) ή θεσπίζονται νόμιμα μαχητά τεκμήρια, οπότε ο διάδικος οφείλει να αποδείξει μόνον τη βάση του τεκμηρίου (το τεκμαιρόμενο γεγονός, που αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου λαμβάνεται υπόψη από τον δικαστή χωρίς απόδειξη∙ βλ. Νίκα, ανωτ., ΙΙ 2 § 77 αριθ. 19).
Σελ. 298Με βάση τους ανωτέρω κανόνες καθίσταται προφανές ότι τις προϋποθέσεις εφαρμογής των πράξεων, που αναφέρονται στον βασικό κανόνα της πτωχευτικής ανακλήσεως (ΠτΚ 41), στην υποχρεωτική ανάκληση (ΠτΚ 42), και στην δυνητική ανάκληση (ΠτΚ 43 Ι) επικαλείται και αποδεικνύει ο ενάγων (σύνδικος). Απλώς με τη διάταξη του άρθρου 43 ΙΙ ΠτΚ εισάγεται νόμιμο τεκμήριο γνώσεως της παύσεως των πληρωμών του πτωχού και της επιζήμιας συνέπειας της πράξεως για την ομάδα των πιστωτών για ορισμένα συγγενικά πρόσωπα. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση ο ενάγων οφείλει να αποδείξει τη βάση μόνον του τεκμηρίου, ότι δηλαδή υφίσταται η προβλεπόμενη από τον νόμο συγγένεια. Το τεκμαιρόμενο γεγονός της παύσεως των πληρωμών λαμβάνεται υπόψη από τον δικαστή χωρίς απόδειξη. Ο αντίδικός του, όμως, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ανατρέψει το ανωτέρω τεκμήριο, αποδεικνύοντας (με κύρια απόδειξη: αναλυτικά Καραμέρος, Το νόμιμο τεκμήριο ως νομοτεχνικό μέσο της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, 2020, σ. 65 επ.) ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αγνοούσε την παύση των πληρωμών.
Ο ενάγων σύνδικος βαρύνεται επίσης με την επίκληση και απόδειξη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 47 ΠτΚ ως προς την πληρωμή των χρηματογράφων. Αντίθετα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποδειχθεί από τον ενάγοντα η κατ΄ αρχήν υπαγωγή των συγκεκριμένων πράξεων στο κανονιστικό πεδίο των άρθρων 42, 43 ή 44 ΠτΚ, η απόδειξη ότι συγκεκριμένη συναλλαγή ανήκει στις εξαιρούμενες πράξεις του άρθρου 45 ΠτΚ βαρύνει τον εναγόμενο (έτσι Περάκης, ανωτ. § 40 σ. 310). Το άρθρο 45 ΠτΚ αποτελεί χωρίς αμφιβολία εξαιρετική ρύθμιση και οι εξαιρετικές ρυθμίσεις αποδεικνύονται πάντοτε από τον ενιστάμενο (Νίκας, ανωτ. ΙΙ 2 § 77 αριθ. 5). Γενικότερα, ο εναγόμενος καθ’ ου η πτωχευτική ανάκληση βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ότι η συγκεκριμένη πράξη εξαιρείται της πτωχευτικής ανακλήσεως (Σωτηρόπουλος, ανωτ. σ. 271).
Η εναγόμενη εταιρία Κ., επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, που ενάγεται (ΠτΚ 43) για την καταβολή των αναφερόμενων στις επιταγές πελατείας της πτωχής ποσών κατά την ύποπτη περίοδο (27.10.2012 μέχρι 27.10.2014), θα μπορούσε να αντιτάξει και να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της αυτή με την απόδειξη ότι πρόκειται για συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας αμφότερων των εναγομένων, κάτω από κανονικές συνθήκες στα όρια των συνήθων συναλλαγών, προσκομίζοντας π.χ. στοιχεία και άμεσες ή έμμεσες (μέσω τεκμηρίων) αποδείξεις ότι και την προηγούμενη διετία, προ της ενάρξεως της προσδιορισθείσας από το δικαστήριο ύποπτης περιόδου (δηλαδή από 27.10.2010 έως 27.10.2012), είχε αντίστοιχες δοσοληψίες και συναλλακτικές συμπεριφορές με την πτωχεύσασα εταιρία. Με ανάλογη λογική και στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσαν επίσης να εξαιρεθούν της πτωχευτικής ανακλήσεως και οι παροχές της εταιρίας Α. για τις οποίες η εταιρία Κ. κατέβαλε στα όρια σχετικής συμφωνίας ισοδύναμη αντιπαροχή σε μετρητά (ή και σε άλλες μορφές αντιπαροχής: Σωτηρόπουλος, ανωτ. σ. 201∙ Περάκης, ανωτ. § 40 σ. 310).
IV. Σύνοψη συμπερασμάτων
Μεταξύ των από 15.2.2016 και από 25.9.2018 αγωγών πτωχευτικής ανακλήσεως της συνδίκου, που στρέφονται κατά της εταιρίας Κ. και της (πτωχής) εταιρίας, δεν συντρέχει ούτε ταυτότητα αιτημάτων ούτε ταυτότητα ιστορικής αιτίας, ώστε να λειτουργήσει ο μηχανισμός του άρθρου 263 ΙΙ ΑΚ. Μεταξύ των εναγόμενων εταιριών αναπτύσσεται δεσμός αναγκαίας ομοδικίας (ΚΠολΔ 76 Ι περ. α). Εφόσον έληξε η θητεία του διοικητικού συμβουλίου της (πτωχής) εταιρίας Α., η επίδοση της από 25.9.2018 αγωγής σ’ αυτήν είναι άκυρη και σε περίπτωση ερημοδικίας της στη σχετική δίκη, η συζήτηση θα κηρυχθεί απαράδεκτη και ως προς την αναγκαία ομόδικο εταιρία Κ. Λόγω του καταψηφιστικού χαρακτήρα της από 25.9.2018 αγωγής οφείλεται δικαστικό ένσημο. Με την απόδειξη των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 42,43, 47 ΠτΚ επιφορτίζεται η ενάγουσα σύνδικος. Οι εναγόμενοι αποδεικνύουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 45 ΠτΚ και γενικά ότι η συγκεκριμένη πράξη εξαιρείται της πτωχευτικής ανακλήσεως.
Θεσσαλονίκη, 28.5.2021