Κείμενο

Ι. Το πρόβλημα
Οι γραμμές που ακολουθούν, αποτελούν συνέχεια πρόσφατης τοποθέτησής μου σχετικά με το ερώτημα αν η δωρεά συνιστά γενικευμένα μια αδύναμη νόμιμη αιτία, όπως διατείνεται ισχυρή μερίδα της ελληνικής θεωρίας. Η απάντησή που δόθηκε με αυτή την ευκαιρία ήταν αρνητική. Ο σχολιασμός του ρόλου της δωρεάς θα ήταν ωστόσο ελλιπής, αν δεν ελάμβανε χώρα και ένα σχόλιο για την αντιδιαστελλόμενη προς την χαριστική σύμβαση έννοια του ανταλλάγματος και την δράση της τελευταίας στον θεσμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σε όλες τις έννομες τάξεις ομολογείται άλλωστε πως τόσο η αμφοτεροβαρής όσο και η χαριστική σύμβαση αναπτύσσουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στο φαινόμενο του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Σελ. 290 Στην ελληνική θεωρία επικράτησε όμως η αντίληψη ότι το αντάλλαγμα συνιστά μια αυτοτελή, τρίτη κατηγορία νόμιμης αιτίας, δίπλα στην βούληση και το νόμο. Στη συνέχεια εξετάζεται λοιπόν το αν αληθεύει η παραπάνω θεώρηση.
ΙΙ. Το αντάλλαγμα ως εγγυοδοτικό εκταμίευμα
Ενόψει του ότι διαπιστώθηκε ήδη στην υπονοηθείσα παραπάνω αρθρογραφική τοποθέτηση ότι ειδικά για τις γωνιακές σχέσεις που οδηγούν σε καλόπιστη κτήση στο πλαίσιο μιας αμφοτεροβαρούς σχέσης, θα πρέπει να αναζητηθεί μια νόμιμη αιτία, που δικαιολογεί οριστικά την αρχικά, προσωρινώς επελθούσα καλόπιστη κτήση της κυριότητας από το νέο κύριο στο πλαίσιο της ΑΚ 1036, στο ερώτημα αν νόμιμη αιτία πλουτισμού στη γωνιακή σχέση της καλόπιστης κτήσης είναι αυτό καθαυτό το αντάλλαγμα, όπως εκτιμά η κρατούσα άποψη τα τελευταία χρόνια στην ελληνική θεωρία, η απάντηση που πρέπει να δοθεί, είναι αρνητική. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, προκειμένου να αντιληφθούμε γιατί η αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι πράγματι δικαιολογημένη:
Ο Α χρησιδάνεισε ένα βιβλίο του στον Β. Ο Β πούλησε στη συνέχεια το βιβλίο στον ανυποψίαστο Γ. Ο τελευταίος απέκτησε καλόπιστα κυριότητα στο τελευταίο. Ο Α μπορεί να ζητήσει από τον Β ως αδικαιολόγητο πλουτισμό το αντάλλαγμα που ο τελευταίος έλαβε. Κατά την κρατούσα θέση στην ελληνική θεωρία, νόμιμη αιτία της καλόπιστης κτήσης δεν είναι η ΑΚ 1036, αλλά το ίδιο το αντάλλαγμα. Αν το αντάλλαγμα δεν δόθηκε ακόμη από το νέο κύριο στο νομέα, αιτία της κτήσης υπάρχει πάλι και είναι τότε η απλή υπόσχεση για το τελευταίο, που συνιστά ομοίως κτήση. Παράλληλα δε, ο Α έχει απέναντι στον Β τόσο την αξίωση από την ΑΚ 914 λόγω της απώλειας από τον πρώτο της κυριότητας στο πράγμα, περαιτέρω τη συμβατική αποζημιωτική αξίωση από το χρησιδάνειο (ΑΚ 810 σε συνδ. με την ΑΚ 335) και επιπλέον την αξίωση για το αντάλλαγμα ως απόκτημα στο πλαίσιο αυτή τη φορά της μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων (ΑΚ 739), καθώς ο Β είναι κακόπιστος. Μεταξύ όλων των παραπάνω αξιώσεων υπάρχει, όπως γίνεται ορθά δεκτό, συρροή αξιώσεων.

Η θεωρία περί ανταλλάγματος ως νόμιμης αιτίας πάσχει όμως εντέλει ως προς το εξής: Αν το αντάλλαγμα δεν δόθηκε ακόμη στο νομέα, η απλή υπόσχεση γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται στην ελληνική θεωρία, ο δικαιολογητικός λόγος της καλόπιστης κτήσης με βάση την ΑΚ 1036, διότι ο νέος κύριος μπορεί να εγείρει εν προκειμένω ενστάσεις, π.χ. την ένσταση επίσχεσης, κατά του νομέα, αρνούμενος την καταβολή του ανταλλάγματος. Ακόμη και αν ο νομέας εκχωρήσει την αξίωση για το αντάλλαγμα στον πρώην κύριο (πρόκειται για τη γνωστή στο γερμανικό δίκαιο Kondiktion der Kondiktion), η έγερση των ενστάσεων λόγω της ΑΚ 463 παραμένει δυνατή. Ο πρώην κύριος παραμένει έτσι όμως ουσιαστικά με άδεια χέρια. Η θεωρία περί ανταλλάγματος εστιάζει στην κτήση, αλλά το κρίσιμο είναι εδώ μόνον η δόση του ανταλλάγματος εκ μέρους του νέου κυρίου προς το νομέα.
Σελ. 291 Σε άλλη ευκαιρία πρότεινα ενόψει ακριβώς αυτής της τελευταίας κρίσιμης παρατήρησης, η δόση του νέου κυρίου προς το νομέα να εκληφθεί ως ένα εγγυοδοτικό εκταμίευμα, η οποία ενισχύει την αδικοπρακτική αξίωση του πρώην κυρίου έναντι του νομέα, κυρίως όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 914, π.χ. λείπει το πταίσμα. Ως αιτία της καλόπιστης κτήσης θα πρέπει να γίνει δηλαδή δεκτή μια υπονοούμενη εγγυοδοσία εκ του νόμου του νέου κυρίου προς τον πρώην κύριο, η ικανοποίηση της οποίας δικαιολογεί οριστικά πλέον την εκ του νόμου, προσωρινά επελθούσα, καλόπιστη κτήση της κυριότητας στο πλαίσιο της ΑΚ 1036. Επειδή μάλιστα ανάμεσα στο νομέα και τον πρώην κύριο δεν υπάρχει μια σχέση παροχής με αντικείμενο το ίδιο το αντάλλαγμα, η είσπραξη από το νομέα του τελευταίου συνιστά κατ’ ακρίβεια ένα παράδειγμα επέμβασης σε ξένη περιουσία. Η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής θεωρίας περί ανταλλάγματος ως νόμιμης αιτίας έγκειται ωστόσο στο εξής, δηλαδή στο ότι δεν εξηγεί αυτή πειστικά γιατί η κτήση του ανταλλάγματος θα πρέπει να διοχετευθεί από το νομέα περαιτέρω στον πρώην κύριο, σε όση έκταση η καλόπιστη κτήση λόγω της ΑΚ 1036 στηρίζεται στο νόμο. Αφού η κτήση της κυριότητας είναι νόμιμη, τότε λογικά όλα τα αποτελέσματα της τελευταίας στο πρόσωπο του νομέα θα έπρεπε να γίνονται ανεκτά από το νόμο. Στην προκειμένη όμως περίπτω
Σελ. 292 ση κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, επειδή ακριβώς υπάρχει επέμβαση σε ξένη περιουσία εκ μέρους του νομέα στην περιουσία του πρώην κυρίου. Ο τελευταίος παρανόμησε, προσβάλλοντας το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας του πρώην κυρίου. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη αναφορά, που συνηθίζεται ιδιαίτερα στην ελληνική θεωρία, ότι κρίσιμο είναι δήθεν εδώ το ποια περιουσία επιβαρύνεται από την κτήση του ανταλλάγματος. Η τελευταία παραδοχή, που αληθεύει αναμφίβολα, συνιστά απλώς και μόνο μια αντανακλαστική συνέπεια και όχι την πλήρη και ολοκληρωμένη εξήγηση του φαινομένου. Ο λόγος είναι ότι, αν το δοθέν αντάλλαγμα είναι μικρότερο της αντικειμενικής αξίας του καλοπίστως κτηθέντος πράγματος, τότε και ο καλόπιστος νέος κύριος, και όχι μόνο ο λήπτης του μειωμένου ανταλλάγματος, δηλαδή ο νομέας, θα έπρεπε λογικά να πλουτίζει επίσης σε βάρος του πρώην κυρίου, καθώς ο νέος κύριος έδωσε λιγότερα χρήματα σε σχέση με την αντικειμενική αξία του πράγματος για την απόκτησή του, άρα κέρδισε αυτός τότε την διαφορά των δύο αξιών σε βάρος της περιουσίας του πρώην κυρίου, οπότε την τελευταία αξία θα πρέπει να διοχετεύσει στον πρώην κύριο και ο νέος κύριος, και όχι μόνο ο νομέας το μικρότερο αντάλλαγμα που ήδη έλαβε. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν όμως αντιφατικό και αυτοαναιρούμενο, καθώς το αντάλλαγμα θα συνιστούσε τότε ταυτόχρονα νόμιμη και μη νόμιμη αιτία πλουτισμού για το νέο κύριο. Νόμιμη αιτία για την καλόπιστη κτήση θα υπήρχε δηλαδή, στον βαθμό που δόθηκε ήδη αντάλλαγμα, παράλληλα όμως νόμιμη αιτία ακόμη δεν υπάρχει, επειδή το δοθέν αντάλλαγμα είναι μικρότερο της αξίας του πλουτισμού. Η εν λόγω σύζευξη ξενίζει ιδιαίτερα. Η κατασκευή περί ανταλλάγματος ως νόμιμης αιτίας πλουτισμού καταλήγει έτσι στο παράδοξο αποτέλεσμα μιας νόμιμης αιτίας με μερική μόνον ενέργεια. Επιχειρείται, με άλλα λόγια, με τη θεωρία του ανταλλάγματος ως νόμιμης αιτίας ένας πα
Σελ. 293ράδοξος παραλληλισμός με τον μηχανισμό της μερικής ακυρότητας. Νόμιμη αιτία κατά το ήμισυ δεν μπορεί εν τούτοις να υπάρξει, καθώς δεν εξηγείται, πέραν όλων των άλλων, και το γιατί πλουτίζουν ταυτόχρονα τότε τόσο ο νομέας για το ληφθέν εκ μέρους του μειωμένο αντάλλαγμα όσο και ο νέος κύριος για το υπολειπόμενο σε σχέση με τη συνολική αξία του πράγματος αντάλλαγμα, που δεν κατέλαβε, ενώ αμφότερους δεν τους συνδέει κάποια κοινωνία δικαιώματος. Ούτε στις διμερείς ούτε στις τριμερείς σχέσεις το αντάλλαγμα δεν μπορεί να είναι λοιπόν μια νόμιμη αιτία πλουτισμού. Στις πρώτες νόμιμη αιτία δεν υπάρχει, ακριβώς επειδή η σύμβαση είναι άκυρη, ακόμη και αν δόθηκε κάποιο αντάλλαγμα, διότι θα επικυρωνόταν έτσι παράδοξα η λειτουργία των άκυρων σχέσεων, ο δε νόμος θα αυτοαναιρούνταν με αυτό τον τρόπο πλήρως, στις δεύτερες νόμιμη αιτία δεν υπάρχει λόγω ακριβώς της επέμβασης σε ξένη περιουσία, την οποία επιχειρεί εν προκειμένω μόνο ο νομέας με τη λήψη του ανταλλάγματος, καθώς μόνο αυτός είναι που επεμβαίνει σε ξένη περιουσία και όχι ο νέος κύριος, που εδώ δεν παρανομεί αποκτώντας λόγω της ΑΚ 1036 το πράγμα.
Αυτό το σημείο διευκρινίζει καλύτερα η εδώ προτεινόμενη άποψη περί ανταλλάγματος ως εγγυοδοτικού εκταμιεύματος, ακόμη και σε σχέση με τη γερμανική θεωρία, ενόψει του ότι η τελευταία κάνει μεν ορθά λόγο σε αυτά τα συμφραζόμενα για επέμβαση σε ξένη περιουσία του νομέα και λήπτη του ανταλλάγματος, όχι του νέου κυρίου, αφού αυτός απέκτησε με τις ευλογίες και τη συναίνεση του νόμου, ωστόσο δεν εξηγεί και η ίδια πειστικά γιατί στην άκυρη ακόμη ενοχική σχέση μεταξύ νομέα και νέου κυρίου η κυριότητα θα πρέπει να επιστραφεί στον αρχικό κύριο πάλι μέσω της περιουσίας του νομέα και όχι απευθείας από το νέο στον πρώην κύριο. Οι γερμανοί νομικοί θεωρούν ότι η νόμιμη αιτία στην καλόπιστη κτήση κυριότητας είναι η υποσχετική σύμβαση (στο παράδειγμά μας ακριβώς η πώληση του βιβλίου από τον χρησάμενο στον ανυποψίαστο τρίτο) ή εν πάση περιπτώσει η εγκυρότητα της σχέσης που συνδέει το νομέα με το νέο κύριο. Νόμιμη αιτία λοιπόν δεν υπάρχει, όταν η παραπάνω σχέση είναι άκυρη. Επιστρέφοντας όμως η κυριότητα τότε απευθείας από το νέο κύριο στον πρώην κύριο, δεν μπορεί να γυρίσει και η νομή αυτομάτως στον κακόπιστο νομέα, χωρίς να λάβει δηλαδή χώρα μια εμπράγματη ενέργεια εκ μέρους του νέου κυρίου προς το νομέα, η οποία να στηρίζεται στην βούληση. Απολύτως αμφιλεγόμενη είναι πράγματι η υποστηριχθείσα τόσο στη γερμανική όσο και στην ελληνική θεωρία άποψη για το ότι αλλού επιστρέφει η νομή και αλλού η κυριότητα, καθώς κάτι τέτοιο σε νομοτεχνικό επίπεδο δεν μπορεί να συμβεί. Η αυτόματη επιστροφή της νομής στο νομέα θα συνιστούσε αν μη τι άλλο μια συγκεκαλυμμένη εμπράγματη σύμβαση υπέρ τρίτου, που δεν αποδέχεται το νομικό μας σύστημα. Δεν είναι ξεκάθαρο περαιτέρω – πράγμα πολύ κρισιμότερο
Σελ. 294 – το ποια νομή επιστρέφει εν προκειμένω αυτομάτως στο νομέα: Η κακόπιστη λόγω της ανεπίτρεπτης μεταβίβασης από το νομέα στο νέο κύριο ή η καλόπιστη που υπήρχε στον πρώην κύριο πριν τη μεταβίβαση; Λογικά θα πρέπει να συμβαίνει το δεύτερο, καθώς η κακοπιστία του νομέα υπήρξε για μια και μόνο χρονική στιγμή, δηλαδή, όπως λέχθηκε, κατά τη μεταβίβαση. Με την τελευταία διαδηλώνεται για πρώτη φορά πράγματι η κακοπιστία του νομέα. Αν όμως επιστρέψουν κυριότητα και νομή απευθείας στον πρώην κύριο, εξαλείφεται λογικά αμέσως και η κακόπιστη νομή, που διήρκεσε για μια, όπως λέχθηκε, στιγμή, οπότε έχουμε σε αυτή την περίπτωση ουσιαστικά επιστροφή σε ένα πολύ προγενέστερο στάδιο αυτού της κακόπιστης νομής. Αναιρείται πλέον έτσι και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, που ενεργοποίησε ακριβώς το παραπάνω αποτέλεσμα και σε αυτό έγκειται εμφανώς η αντίφαση. Ο τελευταίος θεσμός ως αποκαταστατικός μηχανισμός θεραπεύει τα άδικα αποτελέσματα της έγκυρης, πλην όμως αδικαιολόγητης περιουσιακής μετάθεσης και δεν μπορεί να εξαλείφει αυτή την ίδια την αιτία της δράσης του, ροκανίζοντας ουσιαστικά τα πόδια στα οποία στηρίζεται.
Τα προβλήματα με την επιστροφή της κυριότητας απευθείας στον πρώην κύριο είναι κατόπιν τούτου λογικά, αλλά και κανονιστικά. Παίρνοντας πίσω τη νομή ο πρώην κύριος απευθείας από το νέο κύριο, δεν μπορεί να καταγγείλει τη σχέση που τον συνδέει με το νομέα (στο παράδειγμά μας με τον χρησάμενο), αφού η κακοπιστία της νομής, όπως υπονοήθηκε, ήδη εξέλιπε. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί προφανώς να το επιθυμεί ο πρώην κύριος, αλλά ούτε και να το ευνοεί ή να το διευκολύνει ο νόμος. Ο χρησάμενος Β του αρχικού παραδείγματός μας κατέστη νομέας την ώρα ακριβώς που διοχέτευσε έγκυρα το πράγμα στον καλόπιστο τρίτο, υπεξαιρώντας το τελευταίο. Την ίδια στιγμή όμως που γίνεται νομέας, χάνει αμέσως και τη νομή, καθώς ο αντισυμβαλλόμενός του, ανυποψίαστος Γ, αποκτά καλόπιστα την κυριότητα στο πράγμα. Ο πρώην κύριος δεν μπορεί πλέον να ασκήσει, αν η κυριότητα και η νομή επιστραφεί εδώ απευθείας στον πρώην κύριο, επειδή η σχέση αυτή είναι άκυρη, την καταγγελία της ΑΚ 817, διατρέχοντας έτσι εντέλει τον κίνδυνο, να επαναλάβει την παράνομη συμπεριφορά του ο κακόπιστος νομέας και στο μέλλον. Ο τελευταίος θα παρέμενε κυριολεκτικά έτσι όμως ατιμώρητος. Η κατασκευή της αυτόματης επιστροφής είναι συνεπώς δικαιοπολιτικά αντιφατική.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, εφόσον ο νομέας σπεύσει να εξοφλήσει την αδικοπρακτική ή συμβατική αποζημίωσή του προς τον πρώην κύριο, πριν καν λάβει αυτός το αντάλλαγμα. Αν δηλαδή δεν έχει δοθεί ακόμη το αντάλλαγμα στο νομέα από το νέο κύριο και εξοφληθεί από τον τελευταίο η αδικοπρακτική ή/και συμβατική υποχρέωση που υπέχει έναντι του πρώην κυρίου, τότε ποια είναι ακριβώς η νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την οριστική κτήση της καλόπιστης κυριότητας από το νέο κύριο; Αντάλλαγμα δεν δόθηκε εδώ από τον τελευταίο. Η απλή υπόσχεση για το αντάλλαγμα δεν μπορεί να είναι όμως, όπως ήδη διαπιστώθηκε, η νόμιμη αιτία πλουτισμού, καθώς μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις που παρακωλύουν την είσπραξη του ανταλλάγματος. Ο πρώην κύριος δεν μπορεί περαιτέρω και να εισπράξει προηγουμένως από το νομέα την αξία του απωλεσθέντος πράγματος στο πλαίσιο της ΑΚ 914 ή της συμβατικής ευθύνης του τελευταίου, αλλά και να λάβει πίσω κάποτε και αυτό το ίδιο το πράγμα από το νέο κύριο ως αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι θα πλούτιζε τότε αυτός αδικαιολόγητα, αποκτώντας διπλό κέρδος. Η όλη κατασκευή που ανάγει την υπόσχεση για το αντάλλαγμα σε νόμιμη αιτία είναι σε συστηματικό επίπεδο λοιπόν απολύτως αδιέξοδη και δικαιοπολιτικά αμφιλεγόμενη.
Την ανάγκη αποτροπής ειδικά αυτού του τελευταίου κινδύνου απηχεί η διάταξη της § 255 γερμΑΚ, ρύθμιση που δεν κρίθηκε σκόπιμο να υιοθετηθεί όμως και από τον ελληνικό αστικό κώδικα. Η εν λόγω γερμανική ρύθμιση συνιστά, όπως εδώ εκτιμάται, κυριολεκτικά το κλειδί για την πλήρη και ορθή κατανόηση του δύσκολου φαινομένου της επέμβασης σε ξένη περιουσία σε περίπτωση καλόπιστης κτήσης. Η παραπάνω γερμανική ρύθμιση προβλέπει ότι ο νομέας μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση της αδικοπρακτικής ευθύνης που τον βαραίνει έναντι του κυρίου λόγω της ανεπίτρεπτης εκ μέρους του διοχέτευσης του ξένου πράγματος σε τρίτο πρόσωπο, αν δεν του εκχωρηθεί προηγουμένως η διεκδικητική αγωγή από τον κύριο. Η διάταξη αυτή καταδεικνύει συνεπώς έμμεσα πλην όμως σαφώς το ότι, αν ο κακόπιστος νομέας εξόφλησε την αδικοπρακτική του υποχρέωση προς τον πρώην κύριο, δικαιούται όλο το αντάλλαγμα. Η εν λόγω γερμανική διάταξη επιβεβαιώνει vice versa και κάτι άλλο σημαντικό, δηλαδή ότι μεταξύ αδικοπρακτικής ευθύνης, αδικαιολόγητου πλουτισμού και μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων υπάρχει εν τέλει στις γωνιακές σχέσεις το φαινόμενο της συρροής αξιώσεων, ο δε αδικαιολόγητος πλουτισμός αναλαμβάνει εδώ μια καίρια, εξασφαλιστική λειτουργία δίπλα στην υφιστάμενη αδικοπρακτική ή συμβατική ευθύνη του ενδιάμεσου λήπτη, ενισχύοντας τα περιθώρια ικανοποίησης των τελευταίων μορφών ευθύνης λόγω της απώλειας της διεκδικητικής αγωγής για τον πρώην κύριο εξ αφορμής της καλόπιστης κτήσης. Η δόση του ανταλλάγματος ενεργεί, με άλλα λόγια, ως ένα εγγυοδοτικό εκταμίευμα, έτσι ώστε, αν ο πρώην κύριος
Σελ. 295 ικανοποιηθεί στο μεταξύ από την εκπλήρωση της αδικοπρακτικής ή της συμβατικής ευθύνης εκ μέρους του νομέα για την αξία του πράγματος, ακόμη και αν δεν καταβλήθηκε στο νομέα από το νέο κύριο το αντάλλαγμα, η υπονοούμενη εγγυοδοσία εκ του νόμου ικανοποίησε ήδη τον εξασφαλιστικό σκοπό της. Ο καλόπιστος κύριος είναι οριστικά τότε ο νέος κύριος του πράγματος, ακόμη και αν αυτός δεν κατέβαλε το αντάλλαγμα. Όσο το αντάλλαγμα ακόμη δεν εξοφλείται, οφείλεται το τελευταίο απευθείας από το νέο κύριο με τη μορφή του εγγυοδοτικού εκταμιεύματος, συνεπώς υπάρχει ανάμεσα στο νομέα και το νέο κύριο παθητική οφειλή εις ολόκληρον (ο νομέας ευθύνεται αδικοπρακτικά για την αξία του πράγματος, ο νέος κύριος ευθύνεται στο πλαίσιο της εγγυοδοσίας εκ του νόμου για την απόδοση του εγγυοδοτικού εκταμιεύματος που ισούται με την έκταση του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος), ενώ οφείλεται παράλληλα εκ μέρους του νέου κυρίου η επιστροφή του πράγματος από το νέο στον πρώην κύριο, δηλαδή υπάρχει παράλληλα μια οιονεί παθητική οφειλή εις ολόκληρον, καθώς η επιστροφή της κυριότητας είναι υλικού και η αποζημιωτική αξίωση είναι χρηματικού υποβάθρου. Αν το αντάλλαγμα δόθηκε ήδη στο νομέα, την παθητική οφειλή εις ολόκληρον υποκαθιστά η συρροή αξιώσεων του πρώην κυρίου έναντι του νομέα. Ο νέος κύριος απέκτησε σε αυτή την περίπτωση την κυριότητα με νόμιμη αιτία. Αμφότεροι οι θεσμοί (συρροή αξιώσεων και παθητική ενοχή εις ολόκληρον) υποκρύπτουν αναμφίβολα άλλωστε μια κοινού δικαιοπολιτικού υποβάθρου εξασφαλιστική λειτουργία. Η αναζήτηση του ανταλλάγματος από το νομέα είναι στην ουσία λοιπόν το προϊόν της ικανοποίησης της αναγωγικής αξίωσης που υπάρχει στην παθητική ενοχή εις ολόκληρον. Αυτό ακριβώς υπονοεί η § 255 γερμΑΚ. Ακόμη και για έννομες τάξεις σαν τη δική μας, που απουσιάζει μια διάταξη όμοια με την προρρηθείσα, σε περίπτωση εξόφλησης της αδικοπρακτικής αποζημιωτικής υποχρέωσης από τον κακόπιστο νομέα πριν τη λήψη εκ μέρους του τελευταίου του ανταλλάγματος, ο νομέας μπορεί να αναζητήσει από το νέο κύριο το αντάλλαγμα με τη μορφή της αναγωγικής αξίωσης της ΑΚ 487 λόγω της παθητικής οφειλής εις ολόκληρον ανάμεσα σε νομέα και νέο κύριο. Η εσωτερική σχέση της καταβολής του ανταλλάγματος είναι εν προκειμένω η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, δηλαδή ο νομέας εξοφλεί ταυτόχρονα τότε τόσο την δική του, αδικοπρακτική υποχρέωση όσο και την υποχρέωση του νέου κυρίου από την εγγυοδοσία εκ του νόμου για την απόδοση του ανταλλάγματος στον πρώην κύριο (αυτό αποκαλείται στο γερμανικό δίκαιο ορθά: auch fremdes Geschäft, δηλαδή η εξόφληση συνιστά μια προσωπική, αλλά ταυτόχρονα και αλλότρια πράξη). Η αξίωση για το αντάλλαγμα είναι συνεπώς επιστρεπτέα δαπάνη κατά τις ΑΚ 736 και 722. Με τον τρόπο επιτυγχάνεται και ικανοποιείται έμμεσα το πνεύμα της § 255 γερμΑΚ.
Η γερμανική θεωρία σφάλλει συνεπώς, όταν συνδέει – άλλοτε άμεσα, άλλοτε πάλι έμμεσα προτάσσοντας ως νόμιμη αιτία την αντίστοιχη προς την δική μας ΑΚ 1036 § 932 γερμΑΚ - την επέμβαση σε ξένη περιουσία με την εγκυρότητα της υποβόσκουσας ενοχικής σχέσης μεταξύ νομέα και νέου κυρίου. Κάτι τέτοιο δεν είναι σύμφω
Σελ. 296 νο άλλωστε ούτε με την αρχή της σχετικότητας των ενοχών και την απαγόρευση της τριτενέργειας των ενοχικών σχέσεων. Το κρίσιμο είναι εδώ αποκλειστικά και μόνον η δόση του ανταλλάγματος στο νομέα και όχι και η υπόσχεση του τελευταίου. Η δόση του ανταλλάγματος προς τον νομέα εκ μέρους του νέου κυρίου δικαιολογεί την οριστική κτήση της κυριότητας εκ μέρους του νέου κυρίου στο πλαίσιο της ΑΚ 1036, ακριβώς επειδή ο τελευταίος εξοφλεί και εκπληρώνει έγκυρα με αυτόν τον τρόπο την εδώ προτεινόμενη, υποβόσκουσα εγγυοδοσία, με την οποία βαρύνεται ο ίδιος εκ του νόμου για την οριστική κτήση εκ μέρους του του καλοπίστως, προσωρινώς ήδη κτηθέντος πράγματος στο πλαίσιο της ΑΚ 1036.
Η ενοχική σχέση ανάμεσα στον νομέα και τον νέο κύριο είναι κατ’ ουσίαν τότε λοιπόν το πεδίο για την ανάδυση του φαινόμενου δικαίου αναφορικά με την καταβολή του ανταλλάγματος εκ μέρους του νέου κυρίου. Ο νέος κύριος αποκτά καλόπιστα στην ουσία δύο πράγματα, αφενός μεν, την κυριότητα στο πράγμα λόγω της ΑΚ 1036, αφετέρου δε, και την απαλλαγή του από την εγγυοδοσία εκ του νόμου με την απόδοση του ανταλλάγματος ως εγγυοδοτικού εκταμιεύματος στον μη δικαιούχο νομέα. Ο νέος κύριος έχει πάντοτε δε βούληση καταβολής του ανταλλάγματος στο νομέα, ακόμη και αν δεν γνωρίζει την ακριβή νομική αιτία της τελευταίας, δηλαδή δεν γνωρίζει ότι η εξόφληση του ανταλλάγματος εκτός από την ενοχική αιτία της σχέσης του ιδίου με το νομέα εξυπηρετεί παράλληλα την εγγυοδοσία εκ του νόμου υπέρ του πρώην κυρίου έως το ύψος του ανταλλάγματος. Αυτή η άγνοια δεν αναιρεί το σκεπτικό της καταβολής σε φαινομενικό δικαιούχο. Πρόκειται στην ουσία για μια ενισχυμένη άγνοια των όρων καταβολής. Τα παραπάνω ισχύουν δε είτε η ενοχική σχέση που συνδέει το νομέα και το νέο κύριο είναι έγκυρη είτε αυτή είναι άκυρη. Πρωτίστως στην τελευταία περίπτωση αναδύεται μάλιστα εύγλωττα το εδώ αναλυόμενο σκεπτικό.
Το κρίσιμο δεν είναι κατόπιν τούτου αυτό καθαυτό το αντάλλαγμα, αλλά η όποια κτήση του νομέα, η οποία επιχειρείται στο πλαίσιο της αναστροφικής λειτουργίας, που γεννιέται στη σχέση ανάμεσα στο νομέα και το νέο κύριο. Ακόμη δηλαδή και σε περίπτωση υπαναχώρησης, όπου ο νομέας επιστρέφει το αντάλλαγμα στο νέο κύριο, ο δε τελευταίος παραδίδει στον πρώτο το πράγμα, στο οποίο απέκτησε στο μεταξύ καλόπιστα την κυριότητα, ο νομέας καθίσταται εφεξής ο νέος κύριος του πράγματος (με ειδική πλέον διαδοχή και όχι πάλι πρωτότυπα), ο δε πρώην νομέας και νέος πια κύριος εξακολουθεί να ευθύνεται έναντι του πρώην κυρίου, στο πλαίσιο αυτή τη φορά της in natura αποζημίωσης, βάσει των ΑΚ 914 και 297, παράλληλα δε ευθύνεται όμως και με τη μορφή του αδικαιολόγητου πλουτισμού για την στο μεταξύ ανέλπιστα κτηθείσα εκ μέρους του κυριότητα στο πράγμα, επιστρέφοντας αυτούσιο τον πλουτισμό. Η επέμβαση σε ξένη περιουσία εκ μέρους του προφανώς και δεν αποκαταστάθηκε ακόμη.

Υπάρχει όμως και μια περίπτωση, στην οποία το σκεπτικό της καταβολής σε φαινομενικό δικαιούχο για την εξήγηση της οριστικής κτήσης στις γωνιακές σχέσεις
Σελ. 297 ομολογουμένως δεν βοηθάει. Αν μετά την καλόπιστη κτήση και πριν ακριβώς την καταβολή του ανταλλάγματος, ο νέος κύριος πληροφορηθεί εντέλει ότι ο νομέας δεν υπήρξε ο κύριος του πράγματος, δεν νοείται τότε, είτε πρόκειται για έγκυρη είτε και για άκυρη σχέση, καταβολή του ανταλλάγματος στο νομέα με την ιδιότητα του φαινομενικού δικαιούχου. Οφείλει ο νέος κύριος να αποδώσει εδώ το αντάλλαγμα απευθείας στον πρώην κύριο λόγω της εγγυοδοσίας εκ του νόμου ή να επιστρέψει το ίδιο το πράγμα στον πρώην κύριο, καθώς οριστική κτήση δεν υπάρχει ακόμη γι’ αυτόν. Μεταξύ του ανταλλάγματος και επιστροφής του πράγματος υπάρχει δηλαδή τότε μια διαζευκτική ενοχή. Παράλληλα όμως, ο νέος κύριος και ο νομέας συνδέονται, όπως ήδη διαπιστώθηκε, και με σχέση παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, καθώς ο ένας (ο νομέας) ευθύνεται αδικοπρακτικά ή/και συμβατικά, ενώ ο άλλος (ο νέος κύριος) οφείλει είτε την απόδοση του ίδιου του πράγματος είτε του ανταλλάγματος στο πλαίσιο της υπονοηθείσας διαζευκτικής ενοχής στον πρώην κύριο. Για την απόδοση του ίδιου του πράγματος, υπάρχει κατ΄ ακρίβεια δε μια οιονεί παθητική σχέση εις ολόκληρον, επειδή η μία παροχή είναι χρηματικού και η άλλη είναι υλικού υποβάθρου. Αν λοιπόν ο νέος κύριος καταβάλει το αντάλλαγμα στο νομέα, εν γνώσει του αυτή τη φορά για το ότι δεν οφείλει το τελευταίο στο νομέα, η συλλογιστική της παθητικής και διαζευκτικής ενοχής εξαφανίζεται, αλλά αναβιώνει το σκεπτικό της επέμβασης σε ξένη περιουσία, δηλαδή γεννιέται εκ νέου η συλλογιστική του εγγυοδοτικού εκταμιεύματος, στο πλαίσιο ενός άλλου, παρεμφερούς προς την καταβολή σε φαινομενικό δικαιούχο σκεπτικού της επέμβασης σε ξένη περιουσία. Η περίπτωση αυτή συνιστά μια εκ του νόμου ενοχική σχέση υπέρ τρίτου, που θυμίζει έντονα τα γνωστά στο γερμανικό δίκαιο ως Anweisungsfälle (περιστατικά εξουσιοδότησης) και τη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η σχέση αξίας είναι και σε αυτή την περίπτωση η εγγυοδοσία εκ του νόμου, η οποία δικαιολογεί πάντοτε άλλωστε την καλόπιστη κτήση της κυριότητας στο πλαίσιο της ΑΚ 1036, η σχέση κάλυψης ανάμεσα στο νέο κύριο και το νομέα είναι όμως αυτή της εξουσιοδότησης του νέου κυρίου για την διοχέτευση του ανταλλάγματος στον πρώην κύριο (Anweisung), παραδοχή που δικαιολογείται από την γνώση του νέου κυρίου για την απουσία κυριότητας στο πρόσωπο του νομέα, ενώ η σχέση ολοκλήρωσης ανάμεσα στο νομέα και τον πρώην κύριο είναι και εδώ η σχέση του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω της επέμβασης σε ξένη περιουσία για το ληφθέν αντάλλαγμα, ακριβώς επειδή νομέα και πρώην κύριο δεν συνδέει και πάλι μια συμβατική σχέση απόδοσης του κτηθέντος ανταλλάγματος. Ο νέος κύριος, που καταβάλλει το αντάλλαγμα στο νομέα εν γνώσει του για το ότι ο τελευταίος δεν είναι κύριος, δεν μπορεί μάλιστα να επικαλεστεί ότι δήθεν δεν ήθελε να εξουσιοδοτήσει το νομέα για την διοχέτευση του ανταλλάγματος στον πρώην κύριο, καθώς ένας τέτοιος ισχυρισμός θα συνιστούσε μια ξεκάθαρη protestatio facto contraria. Η άλλη εκδοχή θα ήταν για τον ίδιο η ευθύνη του στο πλαίσιο της οιονεί παθητικής ενοχής εις ολόκληρον προς απόδοση αυτούσιου του πλουτισμού στον πρώην κύριο, δηλαδή η ευθύνη του για επιστροφή της ίδιας της κυριότητας στον πρώην κύριο, λύση την οποία συνειδητά δεν επέλεξε ο νέος κύριος, στον βαθμό που εν γνώσει του κατέβαλε το αντάλλαγμα στον μη δικαιούχο νομέα και όχι απευθείας την κυριότητα ή το αντάλλαγμα στον πρώην κύριο.
Όλα λοιπόν τα περιστατικά καλόπιστης κτήσης, στα οποία καταβάλλεται το αντάλλαγμα στο νομέα από το νέο κύριο, συνιστούν παραδείγματα επέμβασης σε ξένη περιουσία με διαφορετική κάθε φορά αιτιολογία, δηλαδή είτε με τη μορφή καταβολής σε φαινομενικό δικαιούχο, που είναι η συνηθέστερη περίπτωση, είτε σπανιότερα στο πλαίσιο μιας υπονοούμενης εξουσιοδότησης του νέου κυρίου προς το νομέα επ’ ευκαιρία μιας εκ του νόμου ενοχικής σχέσης υπέρ τρίτου, όταν ο πρώτος από αυτούς εν γνώσει του καταβάλλει το αντάλλαγμα στο νομέα, ενώ γνωρίζει ότι δεν το οφείλει στον τελευταίο.
ΙΙΙ. Η συλλογιστική της θυσίας
Πολλοί συγγραφείς διαβλέπουν ως γνωστό στην δόση του νέου κυρίου προς το νομέα μια περιουσιακή θυσία, που δικαιολογεί, όπως εκτιμούν, την καλόπιστη κτήση. Οι περισσότεροι γερμανοί νομικοί κάνουν πράγματι λόγο για Opfergedanke, αυτή δε είναι μάλιστα και η κρατούσα θέση στην γερμανική επιστήμη για την εξήγηση της σχέσης καλόπιστης κτήσης και αδικαιολόγητου πλουτισμού για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Στην ελληνική θεωρία την άποψη περί θυσίας επικαλείται πρωτίστως ο Απ.Γεωργιάδης, επιχειρώντας να υπερκε
Σελ. 298 ράσει με αυτόν τον τρόπο μεταξύ άλλων και τα προβλήματα που εμφανίζει η θεωρία περί ανταλλάγματος του Σταθόπουλου, τα οποία εθίγησαν παραπάνω.

Ωστόσο, και η θεωρία περί θυσίας δεν αποφεύγει τα προβλήματα, καθώς καμία θυσία δεν λαμβάνει εντέλει χώρα, αν ο νομέας σπεύσει πάλι να ανταποκριθεί στην αδικοπρακτική ή συμβατική ευθύνη του έναντι του πρώην κυρίου, πριν καν εισπράξει αυτός το αντάλλαγμα, καταβάλλοντας αποζημίωση στον τελευταίο. Το ότι ο νέος κύριος εξακολουθεί να οφείλει το αντάλλαγμα στο πλαίσιο της ενοχικής σχέσης που τον συνδέει με το νομέα, δεν διασώζει το σκεπτικό περί θυσίας, καθώς μπορεί να υπάρχουν και τότε ενστάσεις (π.χ. η ένσταση επίσχεσης) λόγω των οποίων ο νέος κύριος μπορεί να αρνείται εις το διηνεκές την καταβολή του ανταλλάγματος. Το παραπάνω δίλημμα διογκώνεται μάλιστα ακόμη περισσότερο, καθώς δεν είναι σαφές σε τι έγκειται πλέον εδώ η θυσία: Είναι αυτή το οφειλόμενο ακόμη αντάλλαγμα ή είναι το ποσό που παρακρατεί και δεν εξοφλεί ο νομέας, το οποίο επ’ ευκαιρία μιας ένστασης επίσχεσης μπορεί να είναι και θεαματικά πολύ μικρότερο σε σύγκριση με το πιθανώς ήδη μειωμένο αντάλλαγμα που ο τελευταίος οφείλει; Με τέτοιες κατασκευές, δεν εξηγείται με απόλυτα πειστικό τρόπο ο οριστικός χαρακτήρας της καλόπιστης κτήσης από το νέο κύριο. Η μόνη ορθολογική εξήγηση για την οριστική κτήση του προσωρινώς, καλοπίστως κτηθέντος πράγματος έγκειται, όπως εδώ εκτιμάται, στο εξής: Αν ο νομέας εκπλήρωσε στο μεταξύ την αποζημιωτική υποχρέωσή του προς τον πρώην κύριο, ακόμη και αν δεν έλαβε ο ίδιος το αντάλλαγμα, η καλόπιστη κτήση δεν μπορεί πλέον να ανατραπεί, ακριβώς επειδή η ασφαλιστέα απαίτηση, που είναι το αντικείμενο της εγγυοδοσίας εκ του νόμου, ικανοποιήθηκε πλήρως. Το αντάλλαγμα αναλαμβάνει τον ρόλο ουσιαστικά ενός εξασφαλιστικού «μαξιλαριού», σε μια νομικότερη ορολογία, τον ρόλο ακριβώς ενός εγγυοδοτικού εκταμιεύματος, το οποίο με την εξόφληση της αδικοπρακτικής ευθύνης δεν έχει πλέον κυριολεκτικά κανένα αντικείμενο.
Η θεωρία περί θυσίας επαναφέρει, αν το προσέξει κανείς, από την πίσω πόρτα το σκεπτικό της εξαγοράς του δικαιώματος κυριότητας από το νέο κύριο με τη μορφή μιας χρηματικής αντιπαροχής. Ωστόσο, δεν πρόκειται, κατά την γνώμη μου, περί αυτού εν προκειμένω. Η καλόπιστη κτήση δεν είναι δηλαδή μια συγκεκαλυμμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση του καλοπίστως κτηθέντος από το νέο κύριο. Συνιστά μια κτήση εκ του νόμου, η οποία, για να δικαιολογηθεί πλήρως, θα πρέπει να επιφορτισθεί και με μια εξασφαλιστική λειτουργία. Ο πρώην κύριος αποκτά, υπό το μανδύα του ανταλλάγματος, ακριβώς μια αξίωση εγγυοδοτικού υποβάθρου προς ενίσχυση της ικανοποίησης και άλλων, παράλληλων αποκαταστατικών αξιώσεων που υπέχει ο πρώην κύριος απέναντι στο νομέα. Θα δίναμε κατά συνέπεια στο εδώ αναλυόμενο φαινόμενο τον ακόλουθο, μάλλον εμφατικό τίτλο: Αδικαιολόγητος πλουτισμός με εξασφαλιστική λειτουργία. Το όλο σχήμα θυμίζει πολύ έντονα εντέλει την δράση της κυριότητας στην πώληση με επιφύλαξη κυριότητας, όπου η κυριότητα, συνεπώς ένα κατ’ αρχάς μη εξασφαλιστικό δικαίωμα, αναλαμβάνει παράλληλα και μια εξασφαλιστική δράση, παρά το γεγονός ότι δεν είναι αυτή η βασική λειτουργία του. Το ίδιο mutatis mutandis, όπως εκτιμάται από τη θέση αυτή, συμβαίνει τρόπον τινά λοιπόν και στην καλόπιστη κτήση στη σχέση της τελευταίας με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ενόψει του ανταλλάγματος, που ενδιαφέρει κυρίως τις γωνιακές σχέσεις.
IV. Commodum ex re ή commodυm ex negatione;
Η § 255 γερμΑΚ, που υπονοεί και εμπνέεται, όπως είδαμε παραπάνω, ακριβώς από το παραπάνω σκεπτικό, δεν προσέχθηκε και δεν εκτιμήθηκε όμως μέχρι σήμερα ούτε καν από τη γερμανική θεωρία, όσο πραγματικά της αξίζει. Το παραπάνω έλλειμμα μετέτρεψε τη σχέση καλόπιστης κτήσης και αδικαιολόγητου πλουτισμού χωρίς υπερβολή σε ένα γόρδιο δεσμό. Η εν λόγω ενδιαφέρουσα διάταξη παρέχει όμως τη λύση και στο παρεμφερές, εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον δίλημμα σχετικά με την απόδοση του commodum ex re ή του commodυm ex negatione στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή της διοχέτευσης στον πρώην κύριο από το νομέα του ληφθέντος ανταλλάγματος μέχρι την αξία του πράγματος ή του μεγαλύτερου ανταλλάγματος, που ο νομέας κατάφερε πράγματι να πετύχει. Σε αυτό το ζήτημα έχουν υποστηριχθεί ως γνωστό ήδη πολλές απόψεις,
Σελ. 299 με επικρατέστερη το ότι το μεγαλύτερο αντάλλαγμα θα πρέπει να μοιραστεί ανάλογα με τη διαπραγματευτική συμβολή καθενός εμπλεκομένου στην επίτευξή του, δηλαδή μεταξύ πρώην κυρίου και νομέα, μια διανομή που ωστόσο ρεαλιστικά δεν μπορεί να προσδιορισθεί ποτέ με απόλυτη ακρίβεια.
Τα πράγματα είναι όμως εδώ πιο απλά και σαφώς πιο πεζά. Η § 255 γερμΑΚ ξεκαθαρίζει, τουλάχιστον για το γερμανικό δίκαιο, ακόμη και αν αυτό ξενίζει ελαφρώς δικαιοηθικά, ότι ο νομέας μπορεί να κρατήσει όλο το αντάλλαγμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, που έλαβε, αν εξόφλησε στο μεταξύ την αδικοπρακτική υποχρέωσή που υπέχει προς τον πρώην κύριο. Οι νομικοί δεν σκέφτονται, όπως οι φιλόσοφοι, αλλά έχουν μια πιο ρεαλιστική και εμφανώς μια πιο πραγματιστική αντίληψη της οικονομικής ζωής. Το neminem laedere είναι αναμφίβολα ένα ηθικός και όχι ακριβώς ένας νομικός κανόνας. Εφόσον ο πρώην κύριος αποζημιώθηκε για την απώλεια του δικαιώματος πριν καν λάβει ο νομέας το αντάλλαγμα, τον κίνδυνο για την είσπραξη του τελευταίου αναλαμβάνει εφεξής ο νομέας, που δικαιούται να κρατήσει πλέον όλο το αντάλλαγμα. Αν ο πρώην κύριος δεν έχει ακόμη αποζημιωθεί, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δρα, και μέχρι ακριβώς την αξία του πράγματος, συμπληρωματικά, κατ’ ακρίβεια εξασφαλιστικά. Οι συναλλαγές πρέπει να λειτουργήσουν πράγματι περαιτέρω και να μη διακοπούν παρά τη σκιά της παρανομίας του νομέα. Η καλόπιστη κτήση συνιστά αναμφίβολα συνεπώς το κράμα ενός προστατευτέου από το νόμο φαινομένου δικαίου υπέρ του νέου, ανυποψίαστου κυρίου, από το ένα μέρος, και της αποζημίωσης για την απώλεια του δικαιώματος κυριότητας που αυτός υπέστη, από το άλλο μέρος, ακόμη και αν ο δράστης κερδίζει με την ελεγχόμενη συμπεριφορά του κάτι από την περιουσία του πρώην κυρίου. Η τελευταία διάσταση αμβλύνεται και αντιμετωπίζεται πλήρως μόνο με τη βοήθεια της ΑΚ 739 για τη μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, που υποχρεώνει τον δόλιο νομέα να αποδώσει στον πρώην κύριο τη μεγαλύτερη κτήση του. Με άλλα λόγια, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συμπληρώνει εξασφαλιστικά την αδικοπρακτική ευθύνη σε περίπτωση απουσίας πταίσματος μέχρι την αξία του πράγματος και η μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων συμπληρώνει κατόπιν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αυστηροποιώντας την διάσταση του πταίσματος σε σχέση με την αδικοπρακτική ευθύνη, ολοκληρώνοντας τον προστατευτικό κύκλο υπέρ του πρώην κυρίου. Η ΑΚ 739 αποτελεί στην ουσία μια μορφή σύγχρονης επιβίωσης της ρωμαϊκής actio doli, στην οποία διακρίνονται συγκεκαλυμμένα και ποινικά στοιχεία, καθώς το μεγαλύτερο αντάλλαγμα δεν είναι ούτε αποζημίωση ούτε ακριβώς αδικαιολόγητος πλουτισμός, στον βαθμό που ξεπερνά την χρηματική αξία του απωλεσθέντος πράγματος. Το ίδιο κέρδος δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτύγχανε ο πρώην κύριος, ακόμη και αν είχε το πράγμα στα χέρια του.
Στις ευθύγραμμες σχέσεις αποδίδεται κατά κανόνα όμως η αξία του πλουτισμού και όχι το αντάλλαγμα, επειδή η τελευταία διασώζεται ήδη στην περιουσία του αρχικού λήπτη-κυρίου. Περιθώρια για αδικοπρακτική ευθύνη εδώ δεν υπάρχουν, καθώς στις ευθύγραμμες σχέσεις δεν υπάρχει το φαινόμενο της επέμβασης σε ξένη περιουσία. Αναζήτηση του μεγαλύτερου ανταλλάγματος νοείται εδώ μόνο σε περίπτωση κακοπιστίας του ενδιάμεσου λήπτη-κυρίου, καθώς ο τελευταίος ευθύνεται στο πλαίσιο των ΑΚ 910 επ. ως υπερήμερος οφειλέτης. Αν το πράγμα διοχετευθεί εκ μέρους του αρχικού λήπτη και κυρίου έγκυρα σε τρίτο πρόσωπο, υπάρχει τότε εκ μέρους του αρχικού λήπτη αδυναμία επιστροφής του πλουτισμού στον πρώην κύριο που λαμβάνει χώρα ακριβώς στο πλαίσιο της υπερημερίας οφειλέτη, κατά συνέπεια βρίσκει τότε εφαρμογή η ΑΚ 344 που παραπέμπει ακολούθως στην ΑΚ 382. Ο πρώην κύριος μπορεί να ζητήσει λοιπόν όλο το μεγαλύτερο αντάλλαγμα ως περιελθόν (ΑΚ 338). Το μεγαλύτερο αντάλλαγμα δεν μπορεί να μοιραστεί ανάμεσα σε νομέα και πρώην κύριο, αλλά ανήκει συνολικά στον πρώην κύριο. Αν όμως το αντάλλαγμα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του πράγματος, υπάρχει φυσική αδυναμία απόδοσης του πλουτισμού, συνεπώς εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση απόδοσης της συνολικής αξίας του τελευταίου, επειδή η παραπάνω αξία διασώζεται στην περιουσία του αρχικού λήπτη-κυρίου. Στις γω
Σελ. 300νιακές σχέσεις το σκεπτικό του περιελθόντος δεν μπορεί ωστόσο να λειτουργήσει, επειδή το αντάλλαγμα δεν είναι ένα υποκατάστατο μέγεθος της νομής, αλλά μόνο της κυριότητας. Ο αρχικός λήπτης δεν έγινε εδώ ποτέ κύριος του πράγματος. Η κυριότητα αποκτάται για το νέο κύριο απευθείας από την περιουσία του πρώην κυρίου. Το αντάλλαγμα ικανοποιεί εν προκειμένω απλώς και μόνο εγγυοδοτικές, με άλλα λόγια, εξασφαλιστικές ανάγκες. Για τον λόγο αυτό το γερμανικό δίκαιο διαισθάνθηκε ορθά ότι το θέμα του ανταλλάγματος στις γωνιακές σχέσεις θα έπρεπε να ρυθμισθεί με αυτοτελή διάταξη, πράγμα που συνέβη με την § 816 γερμΑΚ . Στην ελληνική επιστήμη καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα με ακροβασίες κατά την εφαρμογή της ΑΚ 908, ταυτίζοντας αδόκιμα το θέμα των προϋποθέσεων με αυτό των έννομων συνεπειών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
V. Η αμφιλεγόμενη condictio pretii στις μέρες μας
Γιατί όμως δεν υιοθετήθηκε και στο ελληνικό δίκαιο η παραπάνω ορθή γερμανική διάταξη; Για να απαντήσουμε στο πολύ καίριο αυτό ερώτημα, θα πρέπει να γίνει προηγουμένως ένα σχόλιο στο ενδιαφέρον περιστατικό, που σχολίασε ο ρωμαίος νομικός Αφρικανός, υιοθετώντας ένα αμφιλεγόμενο σχόλιο του ρωμαίου νομομαθή Ιουλιανού. Ο τελευταίος εμπνεύστηκε, όπως λέχθηκε σε άλλη ευκαιρία, κατά την κλασική περίοδο την condictio pretii, αντίληψη που αποδέχτηκαν γενικευμένα παρασυρμένοι από τα ρωμαϊκά κείμενα και οι συντάκτες του ελληνικού αστικού κώδικα στην ΑΚ 908. Ο Ιουλιανός ασχολήθηκε με το ακόλουθο περιστατικό:
Ο Α αγόρασε έναν δούλο από τον κληρονόμο Β. Ο δούλος δεν ανήκε στον διαθέτη, συνεπώς δεν ανήκε στην κληρονομία, αλλά σε τρίτο πρόσωπο. Ο Α κατέβαλε
Σελ. 301ωστόσο αντάλλαγμα στον Β. Αμφότεροι αγνοούσαν ότι ο δούλος δεν ανήκε στον διαθέτη. Ο δούλος στο μεταξύ πέθανε, άρα δεν νοείται πλέον η διεκδικητική αγωγή. Κατά τον Ιουλιανό ο Β οφείλει τότε στον Α το ληφθέν αντάλλαγμα ως αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το ρωμαϊκό δίκαιο δεν γνώριζε ως γνωστό την καλόπιστη κτήση κυριότητας.
Πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί από το σύγχρονο ελληνικό δίκαιο το παραπάνω, αξιοπρόσεκτο περιστατικό, που επηρέασε, όπως λέχθηκε, την ΑΚ 908, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές σε εμάς το αν το αντάλλαγμα είναι ζήτημα των έννομων συνεπειών ή των προϋποθέσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού; Αν τόσο η εμπράγματη σχέση ανάμεσα στον πρώην κύριο με το νομέα όσο και η εμπράγματη σχέση ανάμεσα στον τελευταίο και τον τελικό λήπτη και μεταγενέστερο νομέα είναι άκυρες, κατά συνέπεια ο τελευταίος λήπτης δεν κατέστη κύριος του πράγματος και το πράγμα καταστράφηκε ανυπαίτια στα χέρια του τελικού νομέα, παράλληλα δε ο τελικός λήπτης και νομέας κατέβαλε στο μεταξύ το αντάλλαγμα στον αρχικό λήπτη, ποιος δικαιούται εδώ το αντάλλαγμα, αν αμφότεροι, αρχικός και τελικός λήπτης του απωλεσθέντος πράγματος, είναι καλόπιστοι;
Κατά την ΑΚ 908 το (πιθανώς και πάλι μειωμένο) αντάλλαγμα για την άκυρη μεταβίβαση δικαιούται ο κύριος. Ο τελικός νομέας δεν απέκτησε όμως σε αυτή την εκδοχή γεγονότων κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με τη δόση του ανταλλάγματος. Ο τελικός νομέας απέκτησε εδώ μόνο τη νομή, όχι την κυριότητα του πράγματος. Αναμφίβολα έχουμε να κάνουμε πάλι όμως με ένα περιστατικό επέμβασης σε ξένη περιουσία, ενόψει του ότι καμία έγκυρη εμπράγματη μεταβίβαση δεν έλαβε εν προκειμένω χώρα. Ευθύνη του τελικού νομέα επ’ ευκαιρία της σχέσης κυρίου-νομέα ή στο πλαίσιο των ΑΚ 914 επ. λόγω της καλής πίστης του τελικού λήπτη προφανώς δεν υπάρχει εδώ. Ανάλογη ευθύνη του ενδιάμεσου νομέα δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτή, στον βαθμό που ο τελευταίος έπαψε στο μεταξύ να είναι νομέας, εν πάση δε περιπτώσει είναι αυτός καλόπιστος, κατά συνέπεια δεν υφίσταται κάποια ενισχυμένη ευθύνη του για το διάστημα στο οποίο η σχέση κυρίου-νομέα υπήρχε.
Η κρατούσα γνώμη στην ελληνική θεωρία δέχεται όμως για τη σχέση κυρίου-νομέα, και για την περίπτωση του καλόπιστου νομέα, εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η παραδοχή αυτή διαφέρει από την αντίστοιχη θέση του γερμανικού δικαίου, κατά το οποίο δεν νοείται σε περίπτωση καλοπιστίας του νομέα εφαρμογή των κανόνων του αδικαιολόγητου πλουτισμού στη σχέση κυρίου-νομέα, με το σκεπτικό ότι η τελευταία είναι ειδικότερη ρύθμιση. Στο σύγχρονο δίκαιο τα συστηματικά προβλήματα είναι ωστόσο πολλά με την αποδοχή και για τη σχέση κυρίου-καλόπιστου νομέα της condictio pretii. Το αντάλλαγμα δεν είναι, όπως ήδη διαφάνηκε, μια υποκαταστατική παροχή της νομής. Το ρωμαϊκό δίκαιο διαφέρει από το σύγχρονο δίκαιο ως προς το ακόλουθο, πολύ καίριο σημείο, δηλαδή ότι στο πρώτο δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα από τον πωλητή στον αγοραστή, αλλά παρέχεται μόνο η αδιατάρακτη νομή. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας υπήρχε στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο μόνον η δυνατότητα της mancipatio. Συνιστά μια εμφανώς μακρά ιστορική διαδικασία η αναγωγή της traditio στην emptio-venditio σε αυτοτελή εμπράγματη σύμβαση, όρος κυριολεκτικά άγνωστος στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο. Αυτό συνέβη πολύ αργά, ουσιαστικά μόλις στο πλαίσιο της γερμανικής πανδεκτιστικής επιστήμης κατά τον 19ου αιώνα με τις θεωρίες του Savigny. Ο πωλητής ευθυνόταν στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο μόνο για την περίπτωση της εκνίκησης (evictio), όχι για το ότι δεν μεταβίβασε κυριότητα στον αγοραστή. Συνεπώς, στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο η νομή εξομοιωνόταν στην πώληση ως προς τη νομική μεταχείρισή της με κυριότητα. Ο ρωμαίος νομικός Αφρικανός και ο Ιουλιανός, στον οποίο ο πρώτος παραπέμπει, προσδίδουν με την condictio pretii στην κτήση της νομής μεταχείριση όμοια με αυτή της κυριότητας, καθώς αυτό ακριβώς αντιστοιχούσε στην αντίληψη πραγμάτων της εποχής τους. Στο σύγχρονο δίκαιο ο πωλητής οφείλει όμως να παραδώσει τη νομή στο πλαίσιο της ΑΚ 513, αλλά παράλληλα και πρωτίστως οφείλει να μεταβιβάσει την κυριότητα στο πράγμα. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθότερη είναι στις μέρες μας η επιστροφή του ανταλλάγματος από τον αρχικό στον τελικό νομέα και όχι στον κύριο, αν ο τελικός νομέας δεν κατέστη ποτέ κύριος, διότι
Σελ. 302ο κύριος δεν έχασε ποτέ την κυριότητα, καθώς όλες οι μεταβιβάσεις ήταν άκυρες.
Στο επιχείρημα ότι η απευθείας επιστροφή από τον καλόπιστο κύριο στον πρώην κύριο της αξίας του πράγματος θα συνιστούσε για τον τελικό νομέα και λήπτη έναν ορατό κίνδυνο, στον βαθμό που ο τελευταίος δεν θα έπαιρνε πίσω τότε το αντάλλαγμα που έδωσε στον αρχικό νομέα, επειδή θα του αντιτασσόταν από τον τελευταίο η ένσταση επίσχεσης στο πλαίσιο της αναστροφικής λειτουργίας που γεννά η άκυρη ενοχική σχέση ανάμεσά τους, η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι ότι μεταξύ μεταβίβασης κυριότητας και παράδοσης του πράγματος υπάρχει στο σύγχρονο δίκαιο μια λειτουργική ενότητα. Στην αναστροφική σχέση ανάμεσα σε πρώην και νυν νομέα θα πρέπει να βρει συνεπώς εφαρμογή η θεωρία της αυτοτελούς επιστροφής των προκαταβληθεισών παροχών, η λεγόμενη Zweikondiktionentheorie και όχι η θεωρία του καταλοίπου (Saldotheorie). Ουσιαστικά, παροχή κατέβαλε εδώ μόνο ο αγοραστής – πρόκειται για το αντάλλαγμα – και όχι ο πωλητής. Για την απλή παράδοση της νομής δεν οφείλεται κάποιο πρόσθετο αντάλλαγμα.
Αν ταχθεί κανείς λοιπόν υπέρ της ορθότερης άποψης που δέχεται η ελληνική θεωρία ότι η εφαρμογή του αδικαιολόγητου πλουτισμού στη σχέση κυρίου-νομέα επί καλοπιστίας του νομέα είναι τελικά σκόπιμη, δεν θα πρέπει να οφείλεται από το νομέα στον κύριο το εισπραχθέν από τον πρώτο αντάλλαγμα, που μπορεί να είναι, όπως λέχθηκε, και μειωμένο. Ο τελικός λήπτης και νομέας, στα χέρια του οποίου χάθηκε ανυπαίτια το πράγμα, θα πρέπει να ευθύνεται για τη συνολική χρηματική αξία του απωλεσθέντος πράγματος έναντι του κυρίου λόγω της φυσικής αδυναμίας επιστροφής της νομής του τελικού λήπτη προς τον κύριο. Το ρωμαϊκό δίκαιο υιοθετούσε αυτή ακριβώς την αρχή στο πλαίσιο της condictio και της condemnatio pecuniaria στην κλασική εποχή μέσω του σκεπτικού της διαιώνισης της ενοχής, ώστε να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η αμφιλεγόμενη άποψη του Ιουλιανού για την condictio pretii, που μάλλον δεν αποτελούσε στην κλασική περίοδο τον κανόνα. Η condictio pretii δεν κάλυψε κανένα εμφανές δικαιοπολιτικό κενό στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο. Συνιστά τη μεμονωμένη άποψη ενός ρωμαίου νομομαθούς, του Ιουλιανού, η οποία στο μεταγενέστερο, εκλαϊκευμένο μεσαιωνικό δίκαιο έγινε για τον εξής προφανώς λόγο ιδιαίτερα αγαπητή, διότι εξέλιπε στο μεταξύ η condictio και η διαιώνιση της ενοχής και επικράτησε το σκεπτικό της απαλλαγής του λήπτη σε περίπτωση μη σωζόμενου πλουτισμού στην περιουσία του τελευταίου. Αν όμως γινόταν και σήμερα αποδεκτή η ορθολογικότερη εκτίμηση για την απόδοση, κατά το πρότυπο της κλασικής condictio, της συνολικής αξίας του πλουτισμού σε περίπτωση αδυναμίας επιστροφής του τελευταίου από τον λήπτη, όπως το προβλέπει ορθά η § 818 II γερμΑΚ, η αναζήτηση του ανταλλάγματος θα είχε νόημα μόνο για την περίπτωση της καλόπιστης ή εκ του νόμου πρωτότυπης κτήσης λόγω ειδοποιΐας, σύμμιξης, ένωσης κινητού με ακίνητο κλπ. για τις γωνιακές σχέσεις, επειδή το αντάλλαγμα δεν είναι σε αυτές τις περιπτώσεις ένα υποκαταστατικό μέγεθος της νομής, όπως και σε περίπτωση κακοπιστίας του αρχικού λήπτη-κυρίου με τη μορφή του περιελθόντος στις ευθύγραμμες σχέσεις. Τα προβλήματα από την μη υιοθέτηση της αρχής για απόδοση της αξίας του πλουτισμού φαίνονται άλλωστε με τις δυσκολίες της σύγχρονης επιστήμης για την ορθή οριοθέτηση της δύσκολης έννοιας περί εξοικονόμησης δαπάνης. Ο κύριος κάθε άλλο παραμένει, με την εδώ προτεινόμενη θέση, απροστάτευτος, αφού λαμβάνει όλη την αξία του πράγματος από τον τελικό λήπτη και νομέα, ώστε να μην έχει κανένα αντικείμενο η αναζήτηση του ανταλλάγματος εκ μέρους του κυρίου από τον αρχικό λήπτη και νομέα, που μπορεί να είναι, όπως λέχθηκε, μειωμένο. Το αντάλλαγμα θα πρέπει να επιστραφεί στον τελικό λήπτη, προκειμένου να μην είναι αυτός διπλά χαμένος.
Αν ο αρχικός λήπτης είναι κακόπιστος, η ευθύνη του τελευταίου θεμελιώνεται ήδη βέβαια στις ΑΚ 911 περ. 2, αλλά και στη σχέση κυρίου-νομέα (ΑΚ 1097). Οφείλεται ομοίως εκ μέρους του η αξία του πράγματος και όχι το ληφθέν αντάλλαγμα, που μπορεί να είναι, όπως λέχθηκε, και μειωμένο. Ανάμεσα στις δύο παραπάνω διατάξεις υπάρχει πράγματι συρροή αξιώσεων. Ευθύνη και του τελικού καλόπιστου λήπτη, στα χέρια του οποίου χάθηκε το πράγμα, δεν νοείται, διότι ο πλουτισμός δεν μπορεί να λιμνάζει ταυτόχρονα σε δύο περιουσίες. Αν και ο τελικός λήπτης είναι όμως περαιτέρω κακόπιστος, υπάρχει ευθύνη τότε και του τελευταίου στο πλαίσιο της ΑΚ 914, όχι όμως εξ αφορμής του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση υπάρχει παθητική ενοχή εις ολόκληρον έναντι του πρώην κυρίου εκ μέρους των διαδοχικών νομέων εξ αφορμής της ΑΚ 926 περ. β΄ (δηλαδή ευθύνη του αρχικού νομέα και λήπτη λόγω των ΑΚ 1097 και 911 περ. β΄ και συρρέουσα ευθύνη κατά την ΑΚ 914 του τελικού νομέα και λήπτη).
Ένα τελευταίο σχόλιο είναι απαραίτητο για την ΑΚ 1063. Στην τελευταία, η κτήση του νέου κυρίου γίνεται χάριν της αποτελεσματικότερης οικονομικής αξιοποίησης του νέου πράγματος. Το παλαιό πράγμα έχει ήδη απωλεσθεί, αφού συνέβαλε στην δημιουργία του νέου πράγματος. Συνεπώς, η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού συνυπάρχει με τις συνέπειες από την διεκδικητική αγωγή. Η ΑΚ 1063 επιβεβαιώνει στην ουσία ότι είναι δυνατός ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και του καλόπιστου νέου κυρίου, που επιχείρησε την ειδοποιΐα. Στη γερμανική επιστήμη δεν γίνεται, όπως λέχθηκε, όμως δεκτή σε αυτά τα συμφραζόμενα η εφαρμογή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με αποτέλεσμα η θεωρία αυτή να αναγκάζεται να κάνει λόγο για δήθεν επικουρικότητα της αξίωσης για απόδοση τουλάχιστον του ανταλλάγματος, κατά το πνεύμα των ρωμαίων νομομα
Σελ. 303 θών Αφρικανού και Ιουλιανού, ώστε να μη μείνει εντελώς απροστάτευτος ο πρώην κύριος. Αν ο επιχειρών την ειδοποιΐα έχει δόλο, τότε νοείται και στο γερμανικό και στο ελληνικό δίκαιο ο αδικαιολόγητος πλουτισμός. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η ΑΚ 1063 ενισχύει και δικαιολογεί την εφαρμογή του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε όλα τα περιστατικά απώλειας της διεκδικητικής αγωγής, δηλαδή ανεξάρτητα από την καλή ή κακή πίστη του νέου κυρίου, οφείλεται δε στον πρώην κύριο πάντοτε τότε μόνο η αξία του απωλεσθέντος πράγματος. Δεν χρειάζεται τότε καμία αναγωγή στο αντάλλαγμα, όπως αναγκάζονται να δεχθούν επί καλοπιστίας του νομέα οι γερμανοί νομικοί. Αυτός που αποκτά κυριότητα από ειδοποιΐα, αποκτά την τελευταία σε ένα νέο πράγμα, ενώ το παλαιό έχει ήδη απωλεσθεί, αφού συνέβαλε, όπως ήδη λέχθηκε, στην δημιουργία του νέου πράγματος. Όταν το τελευταίο όμως σε φυσικό επίπεδο σώζεται, αλλά είναι δύσκολος ο διαχωρισμός του, τότε ο νόμος προβλέπει ως έννομη συνέπεια κατά κανόνα τη συγκυριότητα (ΑΚ 1058, 1059) ανάμεσα στα μέρη.
Η εγγυοδοτική λειτουργία είναι νοητή, με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, μόνο σε περίπτωση νομικής απώλειας της κυριότητας λόγω ακριβώς κτήσης της τελευταίας εκ του νόμου από το νέο κύριο και όχι και σε περίπτωση φυσικής απώλειας του πράγματος από τον αρχικό ή τελικό νομέα. Η καλόπιστη κτήση ως κτήση εκ του νόμου δικαιολογείται οριστικά, όπως εδώ προτάθηκε, από μια εγγυοδοσία εκ του νόμου, το χρηματικό όριο της οποίας ισούται με την έκταση του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος, που δρα με τη μορφή ενός εγγυοδοτικού εκταμιεύματος.
VI. Συμπεράσματα
Διαφάνηκε συμπερασματικά από τα παραπάνω σε συνδυασμό και με προηγούμενες, σχετικές τοποθετήσεις που έδωσαν την αφορμή γι’ αυτή τη νέα έκφραση γνώμης ότι τόσο επί δωρεάς του καλόπιστου δωρητή σε ευθύγραμμες ή γωνιακές σχέσεις όσο και στο αντάλλαγμα επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, αλλά μόνο επί γωνιακών σχέσεων, αναφύεται πράγματι ένα ζήτημα νόμιμης αιτίας για την κτήση του τελικού και αρχικού λήπτη αντίστοιχα. Ειδικά για το αντάλλαγμα διαπιστώθηκε όμως ότι δεν είναι αυτό καθαυτό στις γωνιακές σχέσεις η νόμιμη αιτία για την οριστική διατήρηση της κυριότητας εκ μέρους του καλόπιστου νέου κυρίου, αλλά υποκρύπτεται στην κτήση ακριβώς του ανταλλάγματος ένα εγγυοδοτικό εκταμίευμα, που με την επικουρία του αδικαιολόγητου πλουτισμού ενισχύει άλλες, συντρέχουσες αξιώσεις του πρώην κυρίου κατά του ενδιάμεσου λήπτη και νομέα (αδικοπρακτική, συμβατική ή στο πλαίσιο της μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων ευθύνη). Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός αναλαμβάνει τότε πράγματι μια καίρια, εξασφαλιστική λειτουργία. Σε αυτή την τελευταία εντοπίζουν οι αναπτύξεις που προηγήθηκαν τη συμπληρωματική λειτουργία που όλοι ομολογούν ότι υπάρχει στον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Στις ευθύγραμμες σχέσεις δεν μπορεί να γίνει αντίθετα λόγος για συμπληρωματική λειτουργία, επειδή η αποκαταστατική λειτουργία του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι και η μόνη δυνατή, καθώς δεν είναι νοητή σε αυτές τις σχέσεις μια παράλληλη, συμβατική ή αδικοπρακτική, ευθύνη του ενδιάμεσου λήπτη, αφού δεν υπάρχει καμία επέμβαση σε ξένη περιουσία. Το μεγαλύτερο αντάλλαγμα είναι τότε περιελθόν, εφόσον ο αρχικός λήπτης-κύριος είναι κακόπιστος, άρα υπάρχει αποζημιωτική ευθύνη του υπερήμερου οφειλέτη. Το μεγαλύτερο αντάλλαγμα δεν μπορεί να αναζητηθεί αντίθετα στις γωνιακές σχέσεις, επειδή το αντάλλαγμα δεν
Σελ. 304είναι ένα υποκατάσταστο μέγεθος της νομής, αλλά της κυριότητας. Το αντάλλαγμα δρα σε αυτή την περίπτωση στο πλαίσιο της εγγυοδοσίας εκ του νόμου με τη μορφή εγγυοδοτικού εκταμιεύματος ικανοποιώντας την τελευταία. Το αντάλλαγμα συνεπώς αφορά την αιτία στις γωνιακές σχέσεις και τις έννομες συνέπειες στις ευθύγραμμες σχέσεις.
Δωρεά και αμφοτεροβαρείς συμβάσεις αναλαμβάνουν συνεπώς έναν κρίσιμο ρόλο στις τριμερείς σχέσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού – αυτό γίνεται άλλωστε δεκτό σε όλες τις έννομες τάξεις, όπως υπονοήθηκε εισαγωγικά. Όμως ούτε η δωρεά είναι εξ ορισμού μια ισχνή αιτία, ούτε και το απογυμνωμένο αντάλλαγμα είναι αντίστροφα γενικευμένα αυτή καθαυτή η αιτία του πλουτισμού σε περίπτωση κτήσης της κυριότητας εκ του νόμου, όπως γίνεται αποδεκτό από την κρατούσα άποψη σήμερα στην ελληνική θεωρία. Η αναγωγή του ανταλλάγματος σε αυτοτελή νόμιμη αιτία διαθέτει μεν έναν ορθό πυρήνα, αλλά εκτιμά εσφαλμένα κατ’ αποτέλεσμα τη σημασία της κρίσιμης δόσης του ανταλλάγματος από τον τελικό στον αρχικό λήπτη του πλουτισμού. Η εν λόγω δόση συνιστά για τις γωνιακές σχέσεις ένα εγγυοδοτικό εκταμίευμα, το οποίο ικανοποιεί τη μόνη πραγματική αιτία για την πρωτότυπη κτήση του νέου κυρίου, που είναι εδώ η εγγυοδοσία εκ του νόμου. Το συγκεκριμένο εκταμίευμα μπορεί να κρατήσει ο νομέας, αν εξόφλησε ήδη την αδικοπρακτική ή συμβατική υποχρέωση που τον βαραίνει απέναντι στον πρώην κύριο. Στις ευθύγραμμες πάλι σχέσεις το αντάλλαγμα απορροφάται από την υποχρέωση απόδοσης της αξίας του πλουτισμού από τον αρχικό λήπτη, όταν αυτό είναι μειωμένο, και αποδίδεται ως περιελθόν, αν είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι ο αρχικός λήπτης και κύριος υπήρξε εδώ κακόπιστος.
Τον διαφορετικό ρόλο του ανταλλάγματος σε γωνιακές και ευθύγραμμες σχέσεις προσπάθησαν να αναδείξουν οι γραμμές που προηγήθηκαν. Η κρατούσα άποψη περί ανταλλάγματος ως νόμιμης αιτίας, όπως και η ρύθμιση της ΑΚ 908, ενοποιεί αναμιγνύοντάς αδόκιμα τις δύο διαφορετικές διαστάσεις στην διαδικασία κατάφασης της ευθύνης από αδικαιολόγητο πλουτισμό επί αμφοτεροβαρών ενοχικών σχέσεων.