Κείμενο
Επεξεργασμένη εισήγηση στο Συνέδριο του Ομίλου Μάνεση υπό τον τίτλο «100 χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση», το οποίο διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 16-18 Δεκμεβρίου 2022.
Α. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση
1. Συνιστά κοινό τόπο στους ασχολουμένους με το δημόσιο δίκαιο, και όχι μόνον, η ευαισθησία του Αριστόβουλου Μάνεση όσον αφορά τον σεβασμό των ορισμών του Συντάγματος. Το Σύνταγμα ως «βέβαιο αντικείμενο ερμηνείας» έχει ως φορείς, κατά τον Μάνεση, τον ιδιώτη (ο οποίος προβαίνει στην ερμηνεία αυτήν ιδίω κινδύνω), τον νομικό (που δεν παύει να ενεργεί στο πλαίσιο του επιστημονικού, πλην όμως του ιδιωτικού πεδίου) και τέλος, τα κρατικά όργανα (τα οποία ενεργούν επίσημη ερμηνεία), δηλαδή τα όργανα της νομοθετικής, της εκτελεστικής και, της δικαστικής εξουσίας. Τα τελευταία, δηλαδή τα δικαστήρια, θεωρούνται από τον Μάνεση ως εξ ορισμού αρμόδια να «επιλύουν τις ανακύπτουσες διαφορές ερμηνείας» υπό το φως των προβλεπομένων στο άρθρο 93 § 4 Συντ., ενώ, τέλος, «την αμφισβήτηση σχετικά με την αντισυνταγματικότητα διατάξεων νόμου, την αίρει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 § 1 ε΄και § 4 Συντ.), ερμηνεύοντας το Σύνταγμα σε τελευταίο βαθμό». Ωστόσο, ο Αρ. Μάνεσης δεν φαίνεται να επιμένει ιδιαίτερα στην έννοια και στην έκταση της άρσης αυτής.
Β. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων ως θεμελιώδης προϋπόθεση της ελευθερίας
2. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων συνιστά, πράγματι, θε
Σελ. 242 μελιώδη προϋπόθεση αλλά και εγγύηση εφαρμογής της αρχής του κράτους δικαίου, της δημοκρατικής αρχής και εντέλει της ίδιας της ελευθερίας του Ανθρώπου. Η σύνδεσή του αυτή με τις ενλόγω θεμελιώδεις αρχές και συνταγματικές αξίες αναδεικνύει και την ιδιαίτερη σημασία της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ως της πλέον «επίσημης» μορφής συνταγματικής ερμηνείας. Τούτο δε κατ’ εξοχήν ισχύει, όταν αυτή πραγματοποιείται στον τελευταίο, κατά τον Αρ. Μάνεση, βαθμό, δηλαδή από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 Συντ.
Γ. Η σχετική αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου
3. Ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ως ένα ιδιόμορφο-μικτής φύσης Ανώτατο Δικαστήριο (δηλαδή ενμέρει ως οιονεί συνταγματικό δικαστήριο, δικαστήριο άρσεως συγκρούσεως καθηκόντων αλλά και εκλογοδικείο), την αρμοδιότητα της άρσης αμφισβήτησης που εγείρεται επ΄ αφορμή διιστάμενων αποφάσεων δύο τουλάχιστον εκ των τριών ανώτατων δικαστηρίων για την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου (άρθρο 100 παρ.1 περ. ε΄). Η γραμματική διατύπωση της διάταξης επιτρέπει ως ένα πρώτο συμπέρασμα ότι πρόκειται για άρση της διάστασης της νομολογίας των ανώτατων δικαστηρίων επί συγκεκριμένου ζητήματος, δηλαδή για το εάν πρόκειται για μία συνταγματική (ή μη) διάταξη νόμου ή για το ποια είναι η έννοια διάταξης τυπικού νόμου.
4. Ερωτάται ωστόσο, εάν έχουμε να κάνουμε απλώς με μία άρση διαφωνίας ή μάλλον με μία άρση ερμηνευτικής διάστασης, υπό την έννοια όχι της υιοθέτησης της ερμηνευτικής εκδοχής, την οποία διατύπωσε το ένα ή το έτερο δικαστήριο, αλλά της αρμοδιότητας διατύπωσης μίας άλλης, διακεκριμένης ερμηνευτικής θέσης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό επιτρέπει την περαιτέρω υποστήριξη της άποψης ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν συνιστά απλώς ένα Δικαστήριο άρσης νομολογιακών διαφωνιών, αλλά ένα οιονεί-ημιτελές συνταγματικό δικαστήριο.
5. Εάν ανατρέξουμε στην νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, θα διαπιστώσουμε ότι μία πρώτη ανάγνωσή της φαίνεται να επιτρέπει το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο κινείται μάλλον προς την πρώτη κατεύθυνση. Έτσι λ.χ. με την απόφαση 8/2004 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προέβη στην άρση διαφωνίας που ανέκυψε μεταξύ των αποφάσεων 1434/1999 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1272/2003 του Αρείου Πάγου «υπέρ της ερμηνείας που δόθηκε από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας» (:επρόκειτο για το γνωστό ζήτημα πότε θεωρείται ότι έχει εγκριθεί η πιστοποίηση που υπέβαλε ο ανάδοχος δημόσιου έργου και ποια επιρροή ασκεί η άπρακτη πάροδος μηνός από την υποβολή της στην διευθύνουσα υπηρεσία).
6. Ωστόσο, η σχετική έρευνα στην νομολογία επιτρέπει το συμπέρασμα επίσης ότι ορισμένες αποφάσεις δείχνουν τάση απόκλισης από την θέση αυτή. Έτσι λ.χ.:
(α) με την απόφαση 5/1999 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου επιλύθηκε διαφωνία μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με την συνταγματικότητα του άρθρου 26 του Ν 1543/1985, το οποίο υπάγει τις διαφορές από την αμφισβήτηση πράξεων των Επιτροπών Αποκατάστασης Διωχθέντων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει ότι η συγκεκριμένη διάταξη του νόμου είναι αντισυνταγματική, διότι οι σχετικές διαφορές είναι ακυρωτικές, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε αποφανθεί αντιθέτως, υπολαμβάνοντας ότι ο νόμος αφορά κατ΄ εξοχήν συνταξιοδοτικές διαφορές. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν τάχθηκε απολύτως ούτε υπέρ της μίας ούτε υπέρ της άλλης εκδοχής, αλλά υιοθέτησε την ενδιάμεση-ενμέρει διακεκριμένη θέση, σύμφωνα με την οποία, όταν η σχετική διαφορά συνδέεται με δημόσιο υπάλληλο, αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ όταν αφορά υπάλληλο νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που δικαιούται σύνταξης από ασφαλιστικό οργανισμό, τότε η διάταξη πάσχει, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.
(β) Ανάλογη ερμηνευτική στάση τήρησε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την απόφαση 27/1993, με την οποία επιλύθηκε διαφωνία μεταξύ του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας ή μη του αρμόδιου Υπουργού να προβεί στον διορισμό υπαλλήλου από ισχύοντα πίνακα επιτυχόντων κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν 294/1976. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο τάχθηκε υπέρ της θέσης του Αρείου Πάγου περί της ύπαρξης διακριτικής ευχέρειας, σημειώνοντας όμως, ότι εάν ο Υπουργός απο
Σελ. 243φασίσει την πλήρωση της κενής θέσης, τότε πρέπει εντός μηνός να την πραγματοποιήσει κατά τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, εάν δε η αδράνειά του αυτή υπερβεί τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειάς (του) που προσδιορίζει η αρχή της χρηστής διοίκησης, τότε χωρεί αίτηση ακυρώσεως και αγωγή αποζημίωσης.
7. Από την παραπάνω έκθεση του ζητήματος διαφαίνεται η αμφιταλάντευση της σχετικής νομολογίας.
Ανάλογη, αλλά μάλλον μικρότερης έκτασης, φαίνεται να είναι η αμφιταλάντευση της θεωρίας επί του ζητήματος αυτού.
Σύμφωνα με μία παλαιότερη αντίληψη, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο απλώς αίρει την σχετική αμφισβήτηση, τασσόμενο υπέρ της μίας ή της άλλης εκδοχής των οικείων ανώτατων δικαστηρίων. Η αντίληψη αυτή αιτιολογεί την θέση της με την σκέψη ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν επιλύει την διαφορά, αλλά αίρει την ανακύψασα διάσταση προς τον σκοπό της εξασφάλισης της ενότητας της νομολογίας. Υπό την έννοια αυτήν, η νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου θεωρείται ότι δεν έχει την αυτοτέλεια που χαρακτηρίζει το νομολογιακό έργο των λοιπών ανώτατων δικαστηρίων. Ως εκ του λόγου αυτού, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο οφείλει να επιλέξει μία από τις προτεινόμενες λύσεις.
Η νεότερη αντίληψη για το ζήτημα τάσσεται υπέρ της αντίθετης λύσης μάλλον λακωνικά. Άξια ιδιαίτερης επισήμανσης, έχουμε την εντύπωση ότι είναι η επιχειρηματολογία του Κ. Χαλαζωνίτη (στην κλασική πλέον μελέτη του για τον έλεγχο των τυπικών στοιχείων του νόμου), ο οποίος και σημειώνει ότι η δυνατότητα διακεκριμένης κρίσης εντάσσεται καθ’ όλα στην δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
8. Η τελευταία αυτή άποψη είναι, κατά την γνώμη μας και η ορθότερη. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο συνιστά ανώτατο δικαστήριο με οριοθετημένη αρμοδιότητα, κατά την άσκηση της οποίας εκφέρει αυτοελή δικαστική κρίση. Δηλαδή η ερευνώμενη αρμοδιότητα συνιστά άσκηση δικαιοδοτικού έργου από δικαστήριο του Κράτους, όπως και από όλα τα υπόλοιπα. Τούτο αυτομάτως σημαίνει ότι έλκονται σε εφαρμογή υποχρεωτικώς τα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 Συντ., τα οποία και συνιστούν κύριο γνώμονα, αλλά και χαρακτηριστικό κατά την άσκηση του δικαστικού έργου. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι και εάν έλλειπαν οι διατάξεις αυτές από το κείμενο του Συντάγματος, και πάλι η σχετική αρμοδιότητα/το σχετικό καθήκον θα συνάγονταν ερμηνευτικώς από την ιεραρχία των πηγών του δικαίου, όπως άλλωστε έπραξε ο Άρειος Πάγος περίπου 150 έτη ενωρίτερα στις γνωστές αποφάσεις του 18/1871 & 23/1897. Δηλαδή εντέλει ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου συνιστά καθήκον σύμφυτο με την έννοια και το περιεχόμενο του δικαιοδοτικού έργου.
Ενόψει των δεδομένων αυτών, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως τακτικό δικαστήριο του Κράτους έχει το καθήκον της εκφοράς αυτοτελούς κρίσης περί της συνταγματικότητας ή της έννοιας του εφαρμοστέου κανόνα τυπικού νόμου. Όπως έχει παρατηρηθεί ευστόχως στην θεωρία, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο διαθέτει ίδια εξουσία, όμοια ποιοτικώς με αυτήν της νομοθετικής λειτουργίας κατά την αυθεντική ερμηνεία του νόμου. Τούτο σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εξετάσει παρεμπιπτόντως το κύρος διάταξης τυπικού νόμου, την οποία καλείται να ερμηνεύσει στο πλαίσιο της σχετικής αρμοδιότητάς του για την άρση της διαφωνίας μεταξύ ανώτατων δικαστηρίων για την έννοια τυπικού νόμου. Και τούτο διότι, όπως επίσης παρατηρείται, υπό διαφορετική εκδοχή θα οδηγούμασταν στο άτοπο συμπέρασμα ότι, κατ’ εξαίρεση από οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο του Κράτους, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα εθεωρείτο δεσμευμένο να εφαρμόσει ανίσχυρο λόγω αντισυνταγματικότητας νόμο.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την γνώμη μας, δεν ευσταθεί το επιχείρημα, ότι το Ανώτατο Ειδι
Σελ. 244 κό Δικαστήριο δεν επιλύει την διαφορά και ως εκ τούτου δεν νοείται διαφορετική λειτουργία από αυτήν της άρσης. Και τούτο, διότι η απόφαση του Δικαστηρίου, πέραν του ότι μπορεί να επιλύσει οριστικώς την διαφορά (όταν λ.χ. κρίνει ότι μία δικονομική διάταξη είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου το ασκηθέν ένδικο βοήθημα απαράδεκτο), σε κάθε περίπτωση συμβάλλει αποφασιστικά στην επίλυσή της με αμετάκλητη κρίση ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα που έχει εισαχθεί ενώπιόν του, έστω και αν η διαφορά κατά τα λοιπά θα επιλυθεί από το έχον δικαιοδοσία και αρμοδιότητα δικαστήριο.
Δ. Συμπερασματικώς
9. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων ως τεχνική διασφάλισης της ελευθερίας έχει καταστεί κοινή πλέον συνείδηση όχι μόνο στα αρμόδια κρατική όργανα, αλλά και στον πολίτη. Το ίδιο μάλλον συμβαίνει, όχι όμως χωρίς αμφισβήτηση, και όσον αφορά τον διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η ύπαρξη του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση των κενών που καταλείπει το σύστημα του διάχυτου ελέγχου. Η θεραπεία των κενών και των ελλείψεων αυτών επιβάλλει την αποδοχή της μνησθείσας αντίληψης για την έκταση της αρμοδιότητας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, έτσι ώστε αυτή αφενός να μπορεί να συμπληρώσει κατά το δυνατόν τα κενά του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας και αφετέρου να συμβάλλει στην διατήρηση της φυσιογνωμίας του ως ενός, έστω και «οιονεί»-ημιτελούς συνταγματικού δικαστηρίου.
Γίνε σήμερα συνδρομητής on-line, εύκολα και γρήγορα!
Με την πλατφόρμα αναζήτησης νομικού περιεχομένου της Νομικής Βιβλιοθήκης έχετε πλήρη πρόσβαση σε τεράστια ποικιλία περιεχομένου νομοθεσίας, νομολογίας, αρθρογραφίας, βιβλιογραφίας, υποδειγμάτων, λημμάτων και λοιπών εγγράφων.