Κείμενο
I. Εισαγωγή
Δικαίως η εποχή μας έχει χαρακτηριστεί σε θεσμικό επίπεδο ως «εποχή των δικαστών». Πρόκειται για την αντίληψη και πρακτική του εμβριθούς δικαστικού ελέγχου των πράξεων της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, ιδίως, όταν αυτές διακυβεύουν ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Στην εποχή αυτή, η οποία «άνοιξε» κατά την περίοδο που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, οι σχέσεις δικαστή και νομοθέτη μοιάζουν με ένα παλιρροιακό κύμα, που μετακινεί το όριο της μεταξύ τους αρμοδιότητας άλλοτε προς τη μία και άλλο προς την άλλη πλευρά. Οι αποφάσεις των δικαστών σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τα όρια που έχουν θέσει οι νομοθέτες. Ωστόσο, ο δικαστής έχοντας μία μεγαλειώδη δικαστική φιλοσοφία, καλείται πολλές φορές να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε υπόθεσης, ξεπερνώντας τα όρια που έχουν τεθεί από τους νομοθέτες. Οι εξελίξεις δηλαδή της κοινωνίας, ακόμη και οι ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης, αναγκάζουν τον δικαστή να ερμηνεύει και να προσαρμόζει τις διατάξεις στις νέες συνθήκες που προκύπτουν, διαπλάθοντας με αυτό τον τρόπο, νέους κανόνες.
Ένα παράδειγμα, που αποτυπώνει την ερμηνευτική και συνάμα δικαιοπλαστική ευχέρεια του δικαστή προσφέρει η υπ’ αριθμόν 576/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η προκειμένη διαφορά προέκυψε ύστερα από άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης της Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, σε συνδυασμό και με αίτηση ακύρωσης της σιωπηρής απόρριψης στην ένσταση που επέβαλλε η αιτούσα, επικαλούμενη το δικαίωμα στην οικογένεια και την προστασία της μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 21 §1 του Συντάγματος.
Το κρίσιμο θέμα, το οποίο ταλάνισε ιδιαίτερα το δικαστήριο και θα απασχολήσει και εμάς, είναι η ιδιόμορφη ερμηνεία του Συντάγματος ως προς το θεμελιώδες δικαίωμα στην οικογένεια και την προστασία της μητρότητας, καθώς επίσης και η συναφής διαπλαστική ευχέρεια του δικαστή να κατασκευάσει, διά της ερμηνείας, έναν νέο κανόνα δικαίου. Δεδομένου ότι η επίλυση της διαφοράς ερείδεται ακριβώς στην ερμηνευτική διάπλαση ενός νέου κανόναο προβληματισμός, που αναφύεται, μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Ποια είναι τα όρια της ερμηνείας και παρεπόμενα, της ερμηνευτικής διάπλασης νέων κανόνων δικαίου από τον δικαστή. Συναφώς: Υπό ποιες προϋποθέσεις η ανάπτυξη της διαπλαστικής ευχέρειας του δικαστή μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή;
II. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και το κρίσιμο νομικό ζήτημα
Tα πραγματικά περιστατικά ενόψει των οποίων γεννήθηκαν τα ως άνω ζητήματα είναι εν συντομία τα εξής: Η αιτούσα άσκησε εμπρόθεσμα αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό αναφορικά με την πρόσληψή της στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) που προκηρύχθηκε με την αναφερόμενη στην 6η σκέψη απόφαση της Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και ειδικότερα για την κατηγορία ΠΕ και τον κλάδο ΠΕ7 Μεταφραστών - Διερμηνέων - Ακροατών. Ακολούθως, συμπεριλήφθηκε στον Οριστικό Πίνακα Μοριοδότησης των συμμετεχόντωνυποψήφιων του κλάδου ΠΕ7 Μεταφραστών - Διερμηνέων - Ακροατών στην γερμανική γλώσσα και στις 13/12/2019 ενημερώθηκε με τον προβλεπόμενο από την προκήρυξη τρόπο. Εν συνεχεία, η Τριμελής Επιτροπή Επιλογής Προσωπικού με το από 15 και 16 Ιανουαρίου του 2020 Πρακτικό, κάλεσε τους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και η αιτούσα, να συμμετάσχουν σε λεκτικές εξετάσεις στις 25/01/2020 και ώρα 9.00, καθώς και σε γραπτές εξετάσεις στις 26/01/2020 και ώρα 14.00. Οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν στις 17/01/2020 με τον αναφερόμενο στην προκήρυξη τρόπο. Ωστόσο, η αιτούσα, μόλις την προηγουμένη της ενημέρωσης, στις 16/01/2020 απέκτησε τέκνο υποβληθείσα σε καισαρική τομή με αποτέλεσμα να της απαγορευτεί η μετακίνηση από τον τόπο διαμονής της για είκοσι (20) ημέρες. Έτσι, στις 22/01/2020 απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) στην αρμόδια υπηρεσία της ΕΥΠ ενημερώνοντας τους αρμόδιους για την κατάστασή της και την απαγόρευση που τηςέχει υποβληθεί κατόπιν ιατρικής εντολής. Μάλιστα, στις 21/01/2020 στην αίτησή της, περί αναβολής των γραπτών εξετάσεων για την ίδια, σε χρονικό διάστημα μετά την 9η Φεβρουαρίου και επικουρικώς τη συμμετοχή της στις γραπτές εξετάσεις με άλλον τρόπο, υπέβαλε σε συνημμένα αρχεία την από 20/01/2020 βεβαίωση του Διευθυντή της Μαιευτικής – Γυναικολογικής Κλινικής, το 158/20.01.2020 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης και το από 20/01/2020 εξιτήριο από το Νοσοκομείο. Μάλιστα, στις 02/02/2020 υπέβαλε εκ νέου την αίτηση με αυτό το περιεχόμενο.
Το κρίσιμο νομικό ζήτημα εστιάζεται στο εξής: με το πρακτικό των από 3, 4 και 5 Φεβρουαρίου 2020 συνεδριάσεων, η Τριμελής Επιτροπή Επιλογής Προσωπικού κατήρτισε τους Πίνακες Επιτυχόντων και Αποτυχόντων της διαδικασίας των γραπτών εξετάσεων, με την αιτούσα να συμπεριλαμβάνεται στον τελευταίο πίνακα, με την αιτιολογία ότι δεν προσήλθε και μάλιστα με το 114/852354/Α.Σχ.114/26.2.2020 έγγραφο με θέμα «Απάντηση σε αίτηση» απάντησε στην αιτούσα ότι «… αποκλεισθήκατε από τον Διαγωνισμό Πρόσληψης Προσωπικού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, με το αιτιολογικό ότι η διασφάλιση της ίσης και αντικειμενικής εξέτασης όλων των υποψηφίων ανά Κλάδο και Ειδικότητα επιβάλλει τη συμμετοχή τους σε γραπτές εξετάσεις την ίδια ημερομηνία ανά Κλάδο και Ειδικότητα, καθώς και ότι στην Προκήρυξη δεν προβλέπεται η διαφοροποίηση της ημερομηνίας είτε της γραπτής είτε της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων για κανένα λόγο…». Η αιτούσα άσκησε ένσταση κατά του πίνακα αποτυχόντων, του 114/852354/Α.Σχ.114/26.2.2020 εγγράφου και του Πρακτικού των από 3, 4 και 5 Φεβρουαρίου 2020 συνεδριάσεων, της Τριμελούς Επιτροπής Επιλογής Προσωπικού, υποστηρίζοντας ότι λόγοι ανωτέρας βίας δεν της επέτρεψαν να συμμετάσχει στον διαγωνισμό και ειδικότερα η γέννηση με καισαρική του δεύτερου τέκνου της λίγες ημέρες προ της διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων. Η Τριμελής Επιτροπή Επιλογής Προσωπικού απέρριψε την ένσταση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπεται η άσκησή της κατά του Πίνακα Αποτυχόντων. Εφόσον, στην προκήρυξη πράγματι δεν προβλέπεται η αναβολή των γραπτών εξετάσεων, ούτε προβλέπεται η διεξαγωγή αυτών με οποιονδήποτε τρόπο που δεν απαιτεί την φυσική παρουσία του υποψηφίου, για οποιαδήποτε αιτία, εύλογα θα συναγόταν το συμπέρασμα, ότι η Τριμελής Επιτροπή Επιλογής Προσωπικού της ΕΥΠ λειτούργησε σύννομα, καθώς εφάρμοσε κατά γράμμα τις διατάξεις της προκήρυξης. Στη συνέχεια, η αιτούσα προχώρησε σε αίτηση ακυρώσεως του Αλφαβητικού Πίνακα Αποτυχόντων της διαδικασίας των γραπτών εξετάσεων του Κλάδου ΠΕ7 Μεταφραστών - Διερμηνέων - Ακροατών στην γερμανική γλώσσα.
Η προσέγγιση του δικαστηρίου επί του προκειμένου ζητήματος ήταν η εξής: Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε εσφαλμένη την απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής Επιλογής Προσωπικού της ΕΥΠ. Πιο συγκεκριμένα, θεώρησε ότι υπήρξε κενό στην προκήρυξη όσον αφορά τη δυνατότητα προσωρινής αναστολής της συμμετοχής στις γραπτές εξετάσεις. Προκειμένου να αρθεί το κενό αυτό, κατέφυγε στη δημιουργία ad hoc κανόνα δικαίου για την κάλυψή του. Έτσι, το κενό αυτό καλύφθηκε με ένα ιδιαίτερο ερμηνευτικό διάβημα κατ’ επίκληση του άρθρου 21 του Συντάγματος, το οποίο κατέληξε στη διάπλαση ενός κανόνα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η προσωρινή αναστολή των εξετάσεων σε περίπτωση αδυναμίας εμφάνισης ενός προσώπου λόγω εγκυμοσύνης. Δηλαδή, για τον σκοπό της ερμηνευτικής διάπλασης ενός κανόνα, ο δικαστής ανάγεται στο άρθρο 21 του Συντάγματος, για να «καλύψει» αυτό το κενό που εντοπίστηκε.
Σύμφωνα το άρθρο 21 § 1 του Συντάγματος, οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως ο νόμος ορίζει. Ερμηνεύοντας το δικαστήριο το άρθρο 21, το δικαστήριο θεώρησε δυνατή την εφαρμογή του στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η υποψήφια είχε την ιδιότητα της μητέρας, στην οποία ακριβώς ιδιότητα οφείλεται η αδυναμία της να παραβρεθεί στις εξετάσεις.
III. Περί της δικαιοπλαστικής ευχέρειας του δικαστή
Επ’ ευκαιρία των ανωτέρω, κρίνεται άξια σχολιασμού η διαπλαστική εξουσία που επέδειξε το δικαστήριο, διαπλάθοντας έναν νέο κανόνα για τις εγκύους, δίνοντάς τους, έτσι, τη δυνατότητα προσωρινής αναστολής των εξετάσεων, σε περίπτωση που δεν καθίσταται εφικτό να παραστούν, εξαιτίας αυτής της ιδιότητας τους ως εγκυμονουσών. Πως όμως εξηγείται το φαινόμενο της δικαιοπλαστικής λειτουργίας του δικαστή, η δηλαδή δυνατότητα που αναγνωρίζεταιστον εκάστοτε δικαστή να συμπληρώνει επικουρικά τα τυχόν κενά δικαίου που εμφανίζονται; Και πώς αντιμετωπίζονται ορισμένες επιφυλάξεις, καθώς η αρμοδιότητα θέσπισης, τροποποίησης και κατάργησης κανόνων δικαίου ανήκει αποκλειστικά στον νομοθέτη; Ηελληνική έννομη τάξη ανήκειστο ευρωπαϊκό ηπειρωτικό δίκαιο, αποτελούμενο από τα χαρακτηριστικά της έντονης κωδικοποίησης του νόμου με σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας δικαίου, δεσμεύοντας έτσι, κατ’ αρχήν, τη δικαστική εξουσία να είναι πάντοτε πιστή στο γράμμα του νόμου. Αυτή υπήρξε ιστορικά η αφετηρία του εν λόγω συστήματος. Αντίθετα, το common law, το οποίο εφαρμόζεται στην πλειονότητα των αγγλόφωνων, πρώην αποικιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κρατών, έχει ως βασικό του χαρακτηριστικό το νομικό προηγούμενο ή αλλιώς το δεδικασμένο (precedent), το οποίο έχει δεσμευτική ισχύ και καθοδηγεί τους δικαστές υπό το πρίσμα της περιπτωσιολογικής και εμπειρικής φύσης του σε δημιουργία νέων νόμων και κανόνων. Έτσι, λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψιν την παραπάνω διαφοροποίηση, εύλογα του δημιουργούνται απορίες ως προς την δυνατότητα ύπαρξης κάποιας διαπλαστικής ικανότητας του νόμου στο πρόσωπο του Έλληνα δικαστή.
Με μια απλή ματιά στις διατάξεις του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα, στο κρίσιμο άρθρο 20 §1, ο δικαστής σκιαγραφείται ως προστάτης των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του πολίτη, παρέχοντας σε όλους ίση και ανεμπόδιστη πρόσβαση στην δικαιοσύνη. Συνδυαστικά με το άρθρο 20 του Συντάγματος, πρέπει να εξετάζεται και το άρθρο 87, το οποίο θέτει το απαιτούμενο νομικό έρεισμα στην δικαστική εξουσία και την λειτουργία της. Ειδικότερα η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει πως στην άσκηση των καθηκόντων του ο δικαστής υπόκειται αποκλειστικά στους νόμους και στο Σύνταγμα.
Έτσι, λοιπόν, η δικαιοπλαστική εξουσία των δικαστών πρέπει να αναπτύσσεται, όπως προαναφέρθηκε, επικουρικά και να βρίσκει έρεισμα στα αξιολογικά κριτήρια που απορρέουν από το Σύνταγμα και τους νόμους, όχι να καθοδηγείται ο δικαστής από τις δικές το προσωπικές εκτιμήσεις. Μολονότι η αρχική αντίληψη ήταν ότι ο δικαστής είναι εκφραστής της λαϊκής κυριαρχίας που εφαρμόζει μηχανικά τον νόμο, το γεγονός ότι η σημερινή νομοθεσία είναι ογκώδης και παράλληλα η κοινωνική ζωή πολύπλοκη, συνέβαλε σταδιακά στην επαύξηση της διαπλαστικής ευχέρειας του δικαστή, επιτρέποντάς του έτσι να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά σε νέα κοινωνικά ζητήματα και να δίνει λύσεις προσαρμοσμένες στην ιδιαιτερότητα κάθε ατομικής περίπτωσης. Όσο η νομοθεσία γίνεται πιο ογκώδης και τα κοινωνικά ζητήματα πιο πολύπλοκα, τόσο περισσότερα κενά της νομοθεσίας θα παρατηρούνται. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο δικαστής δεν είναι νομοθέτης (Le juge n'est pas législateur). Όμως, και ο νομοθέτης από την μεριά του δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη της κοινωνίας και ακολούθως αδυνατεί να προνοήσει για την θέσπιση κατάλληλων κανόνων. Επομένως, ο δικαστής πολύ συχνά δεν μπορεί να αρκεστεί στην μηχανική εφαρμογή ενός προϋπάρχοντα κανόνα δικαίου και εξωθείται στην ερμηνεία των νόμων, πλάθοντας ουσιαστικά ένα νέο κανόνα δικαίου. Έτσι, η διαπλαστική εξουσία των δικαστών με την επικουρική πλήρωση των κενών δικαίου, καθίσταται αναπόφευκτη προκειμένου να δοθεί λύση στα νέα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν.
Στη συγκεκριμένη απόφαση, λοιπόν, εξετάζουμε μια ιδιόμορφη περίπτωση, στην οποία ο δικαστής πράττοντας αναγωγή στο Σύνταγμα, διαπλάθει έναν νέο κανόνα για τη συγκεκριμένη αιτούσα, και για τη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση. Ειδικότερα στις σκέψεις υπ’ αριθμόν 7 και 10, το δικαστήριο επικαλείται το άρθρο 4 § 2 και το άρθρο 21 § 1 του Συντάγματος για την προστασία της οικογένειας και της μητρότητας, έτσι ώστε να επιτρέψει στην αιτούσα την κρίσιμη κατά το ΠΔ 1/2017, άρθρο 44 στοιχείο ε΄, συμμετοχή της στην εξέταση, σε ημερομηνία διαφορετική από την ορισμένη, και συνεπώς την ακύρωση του πίνακα αποτυχόντων κατά το μέρος που περιλαμβάνει την αιτούσα. Εξετάζοντας παράλληλα τη σκέψη υπ’ αριθμόν 10 του δικαστηρίου, είναι φανερή η διαπλαστική χροιά που δίνεται στην απόφαση. Αυτό οφείλεται και στην παρατήρηση που κάνει το δικαστήριο ως προς την έλλειψη ρητού κανόνα, που να ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής εγκυμονούσας ή λεχώνας στην εξέταση, καθώς και εκείνης που λόγω πρόσφατης δύσκολης εγκυμοσύνης ή γέννας, και ύστερα από εντολή γιατρού, δεν μπορεί, παρά να παραμείνει στην οικία της. Το δικαστήριο, λοιπόν, έκρινε πως η παραδρομή αυτή του νομοθέτη, ήταν κάθε τι άλλο παρά εκούσια, και το βάσισε μάλιστα στην ανυπαρξία αντίθετης ρητής διάταξης ως προς την ανωτέρω περίπτωση, καθώς και στο γεγονός πως η ύπαρξη ενός κανόνα που θα επέτρεπε την συμμετοχή της αιτούσας, σε καμία περίπτωση δεν θα δυσχέραινε την διαδικασία της εξέτασης, αλλά και την συμμετοχή άλλων εξεταζόμενων.
IV. Συγκριτική οπτική: Η αρχή της επιείκειας - Principle of Equity
Μεταξύ της πρακτικής αυτής που ακολούθησε ο δικαστής και της πρακτικής που ακολουθεί ο δικαστής του common law θα μπορούσε να διαυγάσει κανείς μία εκλεκτική συγγένεια. Ερωτάται, συναφώς: Που έγκειται η ομοιότητα της απόφασης αυτής με τις πρακτικές του common law, αφού έχουμε ήδη αποκλείσει την οποιαδήποτε αυθαίρετη, άνευ συνταγματικού ερείσματος, απόφαση, η οποία τελικά ούτε μπορεί να δεσμεύσει, καθώς διαπλάστηκε ένας κανόνας για την συγκεκριμένη μόνο περίπτωση και αποκλειστικά και μόνο για την εν λόγω αιτούσα; Η απάντηση βρίσκεται ακριβώς στην ίδια ιδιαίτερη και πρωτόγνωρη ίσως, αντιμετώπιση της αιτούσας από ελληνικό δικαστήριο, ως μια υπόθεση που χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης από αυτή που συναντάμε στο γράμμα του νόμου. Αυτή η πρακτική στο πλαίσιο του commonlaw έχει βαθιά ριζωμένη την έννοια της σε μια αρχή προερχόμενη από την αρχαιοελληνική επιείκεια και την μεταγενέστερη Ρωμαϊκή aequitas, καθώς παρατηρείται για πρώτη φορά ακόμη και στην Αγγλία του 13ου αιώνα και έκτοτε παίζει σημαντικότατο ρόλο στο νομικό της σύστημα, εξ ου και ονομάστηκε από τους Άγγλους νομικούς,equity. Επί της ουσίας η αρχή της equity καλύπτει τα νομικά κενά που μπορεί να ανακύπτουν από ένα δίκαιο τόσο προσκολλημένο στo δεδικασμένο (stare decisis) όσο το common law, ξεχωρίζοντας την κάθε περίπτωση από την προηγούμενη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις κοινωνικές και πραγματικές διαφορές που μπορεί να υφίστανται μεταξύ πρώην και νυν διαδίκων.Δεν είναι,όμως, αυτός ο μόνος τρόπος εφαρμογής της, καθώς προβλέπονται συνολικά τρείς λειτουργίες της equity: Πρώτη είναι αυτή που έρχεται να προσαρμόσει τον νόμο στο εκάστοτε περιστατικό και στην κάθε ξεχωριστή υπόθεση αυτοτελώς (equity infra legem), έτσι ώστε μέσω της ερμηνείας του να επέλθει το επιθυμητό και δίκαιο αποτέλεσμα. Δεύτερη είναι εκείνη που εφαρμόζεται, με σκοπό, όπως προαναφέραμε, να γεμίσει νομικά κενά (equity praeter legem). Τέλος η equityμπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και ως λόγος μη εφαρμογής άδικων νόμων από το δικαστήριο (equity contra legem). Φυσικά δεν είναι λίγες οι φορές που οι παραπάνω πρακτικές περιπλέκονται και ασκούνται αθροιστικά, ανάλογα πάντα με τον σκοπό που εξυπηρετούν. Συνεπώς, καταλήγουμε σε δύο νομικά τινά: Από τη μία, έχουμε την ανάγκη για δημιουργία σαφών, αλλά συγχρόνως εύκολα εφαρμόσιμων νόμων στο ευρύτερο κοινό, με κύρια βλέψη φυσικά, την αποφυγή περιττών πολυλογιών και υπεραναλύσεων, και από την άλλη, το ζήτημα της σταθερότητας και της αντοχής του νόμου, απέναντι στη κοινωνική διάβρωση που μπορεί να υποστεί από τον χρόνο. Έτσι, όχι μόνο ανακύπτει το ερώτημα, σχετικά με το πώς και το πότε είναι φρονιμότερο να αναπροσαρμοστούν οι νόμοι, αλλά παράλληλα απασχολεί την επιστήμη σε μεγάλο βαθμό και η εύρεση του κατάλληλου οργάνου, στο οποίο πρέπει και μπορεί να επαφίεται μια τόσο κρίσιμη αρμοδιότητα. Το δίλλημα φαίνεται να καταλήγει είτε στα δικαστήρια, που θα εξετάσουν κάθε υπόθεση με περιπτωσιολογική προσέγγιση, είτε στη νομοθετική εξουσία, η οποία ήδη φέρει όπως προαναφέραμε και το βάρος της γενικευμένης μεν, ακριβούς και ξεκάθαρης δε, σύνταξης και δημιουργίας νέων νόμων. Εδώ η equity δεν αποτελεί πανάκεια του ζητήματος, αλλά ένα προσωρινό εργαλείο αντιμετώπισης, που θα βοηθήσει να δώσει λύση στο θεωρητικό αυτό πρόβλημα, και συνεπώς είναι λάθος να την συγχέουμε με εχθρό της νομοθετικής εξουσίας. Κατ’ ακολουθίαν, η διαπλαστική ευχέρεια του Έλληνα δικαστή, που του επιτρέπει να δημιουργεί κανόνες, μέσω της αναγωγής στον ανώτατο νόμο, το Σύνταγμα, έτσι ώστε να αντιμετωπίζει με μια ιδιαιτερότητα καταστάσεις που χρήζουν ιδιόμορφης αντιμετώπισης, μπορεί εύλογα να συγκριθεί με την αρχή της equity στον χώρο του common law, και αποτελεί αν μη τι άλλο, έναν συναρπαστικό πόλο έλξης στα δύο νομικά συστήματα, όπου το καθένα με τον τρόπο του επιχειρεί να προφυλάξει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των πολιτών του μέσω των δικαστών τους.
V. Συμπέρασμα
Ανακεφαλαιώνοντας, ύστερα από εξέταση της απόφασης ως προς τη συνταγματικότητα της καθώς και της ιδιόμορφης πρακτικής που ακολούθησε το δικαστήριο ώστε να διαπλάσει έναν νέο κανόνα και έτσι, να προφυλάξει τον υψίστης σημασίας θεσμό της οικογένειας, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως η απόφαση είναι τελικά ορθή. Το δικαστήριο ανάγεται στο Σύνταγμα, τον θεμελιώδη νόμο του πολιτεύματος μας και εφόσον, υπάρχει διάταξη που ορίζει ότι οι μητέρες προστατεύονται και μάλιστα από το κράτος, εύλογα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στην συγκεκριμένη περίπτωση η μητέρα πρέπει να προστατευθεί και καλύπτει έτσι το κενό που δημιουργήθηκε ακούσια στην προκήρυξη. Οι φυλετικές ανισότητες σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που αναγκάζεται να βιώσει μια εργαζόμενη μητέρα δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την θέση της στην αγορά εργασίας, με ψήγματα των παραπάνω να παρατηρούνται ακόμη και στον δημόσιο τομέα. Η προστασία της μητρότητας λοιπόν επαφίεται στην δικαιοσύνη και οφείλει ο δικαστής να την προφυλάξει καθώς επίσης, να πατάξει τις ανισότητες, πάντοτε όμως με σεβασμό στον ανώτατο νόμο, το Σύνταγμα, και τις θεμελιώδεις διατάξεις του.