Κείμενο
Εισαγωγή
Όλο και περισσότερο διευρύνεται η θεωρία του McLuhans περί «παγκοσμίου χωριού» («global village»). Μέρος αυτής της εξέλιξης συνιστά το ότι το μέλλον (ακριβέστερα μάλλον το σήμερα) του ποινικού δικαίου και της ποινικής δίωξης εγκλημάτων δεν αφορά πλέον μόνο την επικράτεια ορισμένου κράτους, αλλά αποκτά διασυνοριακή διάσταση αντίστοιχη με την διακρατική εξάπλωση του εγκλήματος. Αρχικά, απόδειξη αλλά συγχρόνως και αναγκαία συνέπεια αυτού του γεγονότος, στο επίπεδο της Ε.Ε, είναι η θεσμική-δικαστική συνεργασία κυρίως ανάμεσα στην Eurojust και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (αρ. 85, παρ. 1 γ΄ ΣΛΕΕ).
Περαιτέρω, άλλο λίαν πρόσφατο τεκμήριο αυτής της αναγκαιότητας αποτελεί και η τελικά καθιδρυθείσα Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Τα δύο αυτά θεσμικά όργανα (Eurojust και Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) τελούν μεταξύ τους σε σχέση συνάφειας σύμφωνα με το άρθρο 86 ΣΛΕΕ, επειδή ακριβώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να συσταθεί «εκ της Eurojust» (παρ. 1). Παρά αυτήν την προφανή σημασία της Eurojust ως σημείου αναφοράς για την Ευρω
Σελ. 399παϊκή Εισαγγελία, πρέπει εδώ να τονισθεί ότι ο θεσμός της Eurojust δεν είναι σήμερα γνωστός ως προς τις λεπτομέρειές του ακόμη και σε δικαστικούς.
Αλλά και πέραν αυτού, μέχρι τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ήταν στη σχετική ποινική θεωρία εξαιρετικά εριζόμενη η ερμηνεία του αρ. 86 ΣΛΕΕ και ειδικότερα η εφαρμογή στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κάποιου από τα προτεινόμενα (μέχρι τη σύστασή της και προς αυτόν τον σκοπό) δογματικά μοντέλα διαμόρφωσης και μεταγενέστερης οργανικής διάρθρωσής της στο πλαίσιο της λειτουργικής εξάρτησής της «εκ της Eurojust».
Βέβαια, σήμερα οι επιλογές αυτές έχουν ήδη γίνει μέσω των ανωτέρω Κανονισμών για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σχετικός βασικός Κανονισμός 2017/1939 υιοθετήθηκε ομόφωνα από τα Κράτη μέλη που συμμετέχουν σ’ αυτόν, ο συναφής δικαιοπολιτικός προβληματισμός έχει ατονήσει. Όμως, ακόμη και σήμερα είναι λίαν χρήσιμο να διαπιστωθεί, αφενός με ποιον τρόπο τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε ερμήνευσαν διατάξεις της ΣΛΕΕ σχετικές με την εγκαθίδρυση οργάνου για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. Από αυτήν την ερμηνεία θα διαφανεί περαιτέρω αν η τελευταία συνάδει με τους αντίστοιχους τρόπους ερμηνείας συναφών διατάξεων στο εθνικό ημεδαπό δίκαιο. Ακόμη είναι σκόπιμο να διαγνωσθεί, αν η κρίσιμη (συγχρόνως όμως επαρκώς αόριστη) διάταξη του αρ. 86§1 ΣΛΕΕ εφαρμόσθηκε τελικά εν τοις πράγμασι ή αν αντιθέτως ουδεμία εξάρτηση προκρίθηκε ανάμεσα στα δυο πιο πάνω (δικαστικού χαρακτήρα εν ευρεία εννοία) όργανα της ΕΕ. Αν καταφαθεί η δεύτερη αυτή εκδοχή, τότε πρέπει να εξακριβωθεί ο βαθύτερος λόγος, για τον οποίο έλαβε χώρα η συγκεκριμένη λύση, καθώς και αν αυτός είναι πράγματι υφιστάμενος.
Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο «φόντο» καθίσταται εμφανές ότι ο πλήρης εννοιολογικός προσδιορισμός για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο σε δυο συνιστώσες και ειδικότερα: α) αφενός στη διαπίστωση των επακριβών θεσμικών σχέσεών της με τα λοιπά (αρμόδια για τη δικαστική συνεργασία και συνδρομή ιδιαίτερα στην πάταξη του εγκλήματος) όργανα της ΕΕ, κυρίως δε με την Eurojust, από την οποία προέρχεται. Η αναγκαιότητα αυτή είναι σαφώς επιτακτική, αν ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι το κρίσιμο άρθρο 86 ΣΛΕΕ δεν διευκρινίζει καθόλου τις ειδικότερες πιο πάνω σχέσεις, προδιαθέτοντας μόνον προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας συγγενούς προς αυτήν δομής και δίδοντας συγχρόνως (ουσιαστικά) τη σχετική αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό της εν λόγω ειδικότερης σχέσης στον Κανονισμό, αν επιτευχθεί ως προς τούτο ομοφωνία στο Συμβούλιο και παράσχει την έγκρισή του και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και β) μετά από τον καθορισμό των πιο πάνω «οριζόντιων» θεσμικών σχέσεων σειρά έχουν οι αντίστοιχες κάθετες σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τις εθνικές διωκτικές αρχές, στα πλαίσια των οποίων εφαρμόζονται πρωτίστως οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως τούτο θα καταστεί εμφανές στο δεύτερο μέρος της παρούσας μελέτης για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Με δεδομένη, τώρα, την πιο πάνω συλλογιστική μεθόδευση η συγκεκριμένη μελέτη επιδιώκει να διασφαλίσει, μετά από την παρουσίαση των σχετικών προταθέντων δογματικών κανόνων, καταρχήν την απαραίτητη γνωστική βάση για τις «καταστατικά ορθές» θεσμικές σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την Εurojust και, μέσω αυτής, επίκαιρες ιδέες για την αποτελεσματική αλλά και «διαρθρωτικά νόμιμη» (: με βάση το άρθρο 86 ΣΛΕΕ) επιχειρησιακή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Επίσης, θα επιδιωχθεί η συστηματική επεξεργασία των μέχρι σήμερα ερμηνευτικών προτάσεων για τον όρο «εκ της Eurojust» του αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ και κατ’ επέκταση των αντίστοιχων σχεδιασμών για τη μορφοποίηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Όλα αυτά, βέβαια, σε εννοιολογική και θεσμική συσχέτιση με τον «μητρικό οργανισμό» της Eurojust.
Τελικά, υπό το φως των σχετικών κρίσιμων παραδοχών θα αναλυθεί και ταξινομηθεί μορφολογικά η διάρθρωση καθώς και η δράση των επιμέρους οργάνων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, στα πλαίσια ειδικότερα των οριζοντίων σχέσεών τους με την Eurojust, όπως αυτά τα κρίσιμα στοιχεία διαγράφονται πλέον (περισσότερο ή λιγότερο) σαφώς στον Κανονισμό 2017/1939 και τον Ν 4596/2019.
Ι. Ευρωπαϊκή Εισαγγελία «εκ της Eurojust»
Για την πληρέστερη κατανόηση του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της επιδιωκόμενης με αυτήν έρευνας και ποινικής δίωξης εγκλημάτων στο πεδίο της ΕΕ επιχειρείται από την θεωρία πρωτίστως η ερμηνευτική ανάλυση του όρου «…Για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ένωσης, το συμβούλιο … μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust».
Σχετικά έχουν υποστηριχθεί οι εξής ερμηνευτικές λύσεις:
1. Η τυπική διαδικαστική πρόταση
Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη διαφαίνεται ως εφικτή, από τη διατύπωση του πιο πάνω κρίσιμου όρου («εκ της EUROJUST…»), καταρχήν μια τυπική - διαδικαστική ερμηνεία. Ειδικότερα, τώρα, σύμφωνα με τον Weber με τον εν λόγω όρο νοείται ότι η EUROJUST θα πρέπει να έχει την πρωτοβουλία για την ενεργοποίηση της ιδιαίτερης νομοθετικής διαδικασίας, η οποία θα πραγματωθεί από το συμβούλιο μέσω σχετικού κανονισμού και θα καταλήξει στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Μια τέτοια άποψη, η οποία περιορισμέ
Σελ. 400 να μόνο υποστηρίζεται στη θεωρία, δεν πείθει, διότι με αυτήν ουσιαστικά αναγνωρίζεται στην EUROJUST ένα δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας, το οποίο δεν αντιστοιχεί στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της τελευταίας. Πέραν αυτού, η εδώ ερευνώμενη άποψη θα σήμαινε, υπό το πρίσμα της καταστατικής διάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια παράτυπη εξαίρεση στον ευαίσθητο τομέα της ποινικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών – μελών, η οποία (εξαίρεση) εξαρτά από την EUROJUST και ως εκ τούτου αφαιρεί αντίστοιχες αρμοδιότητες (νομοθετικής πρωτοβουλίας) από άλλα υπέρτερα καταστατικά όργανα της Ενώσεως χωρίς ουσιαστικό λόγο.
2. Ουσιαστική διαδικαστική πρόταση
Μια δεύτερη σχετική άποψη υποστηρίζει ότι ο ανωτέρω όρος αναφέρεται ορθότερα όχι στη νομοθετική διαδικασία ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά στην ουσιαστική διαδικαστική εγκαθίδρυση και λειτουργία αυτής, της οποίας (λειτουργίας) αφετηρία και σημείο αναφοράς πρέπει να είναι η EUROJUST. Κατά την προαναφερθείσα δογματική βάση επικρατεί μεν στη σχετική θεωρία ομοφωνία, αλλά αμφισβητείται ισχυρά η περαιτέρω ερμηνεία της καταστατικής σχέσης μεταξύ των δυο εν λόγω οργάνων της ΕΕ και η ειδικότερη συσχέτισή τους εν τοις πράγμασι, η οποία φαντάζει σύνθετη και περίπλοκη.
Συνακόλουθα, επιχειρείται στην παρούσα μελέτη η συστηματική κατάταξη των ειδικότερων εκείνων ερμηνευτικών λύσεων για το πιο πάνω ζήτημα, παρά τις ποικίλες διασταυρώσεις τους στις λεπτομέρειες, υπό τις κατηγορίες:
α) Μοντέλο μερικής κατάργησης
Ήδη στο σύμφωνο του 2003 όταν για πρώτη φορά έπρεπε να διαμορφωθεί νομοθετικά ο όρος «εκ της EUROJUST», προτάθηκε από τη θεωρία και ειδικότερα από τον Weigend ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να υφίσταται αποκλειστικά και μόνον αυτή ως μετεξέλιξη της EUROJUST και όχι παράλληλα με αυτήν την τελευταία ως αυτοτελής ενωσιακή αρχή/υπηρεσία. Κατά παρόμοιο τρόπο ερμηνεύει τον συγκεκριμένο κρίσιμο όρο, κατά το έτος 2004, ο Zöberlein υποστηρίζοντας ότι πρέπει πλέον η EUROJUST να μετατραπεί σε Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υπό την προϋπόθεση ότι θα ανήκει στα καθήκοντα της EUROJUST και η ενεργοποίηση καθώς και ο συντονισμός των μέτρων ποινικής δίωξης των εγκλημάτων κατά των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Λίγο αργότερα ο Fawzy κατά το έτος 2005 και ο Weertz το έτος 2008 υποστήριξαν, όχι πλέον την κατάργηση της EUROJUST και την αντικατάστασή της από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αλλά ουσιαστικά τη συνύπαρξη των δυο πιο πάνω οργάνων, δεχόμενοι ότι εκ των προτέρων πρέπει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να αναπτυχθεί εντός της EUROJUST ως ανεξάρτητο και πλήρως ή εν μέρει ενσωματωμένο σε αυτήν ειδικότερο τμήμα.
Μια μετριοπαθής παραλλαγή αυτών των απόψεων ανευρίσκεται στη Van den Wyngaert, η οποία ήδη κατά το έτος 2004 δέχεται ότι πρέπει καταρχήν να συνυπάρχουν οι δυο προαναφερθείσες αυτοτελείς αρχές, οι οποίες όμως θα συνενωθούν – μετά από τρία διαδοχικά στάδια – σε ένα απλό θεσμικό όργανο, το οποίο θα εμπεριέχει τις αρμοδιότητες των εν λόγω αρχικών αρχών. Στο πρώτο στάδιο πρέπει η EUROJUST και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να μοιραστούν τη γραμματεία της EUROJUST και στο τελευταίο στάδιο πρέπει να μετασχηματιστούν εν τέλει όλα τα μέλη της EUROJUST σε τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Προς την ίδια κατεύθυνση αλλά με σαφείς διαφοροποιήσεις σε σχέση με την πιο πάνω τοποθέτηση κινείται η αρκετά μετριοπαθής ερμηνευτική παραλλαγή του Lingenthal ήδη από το έτος 2010.
Σύμφωνα με αυτόν, πρέπει να μεταφερθούν οι αρμοδιότητες της EUROJUST στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οπότε η EUROJUST θα λειτουργεί πλέον ως πεδίο εναλλαγής ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τις ποινικές διωκτικές αρχές των κρατών-μελών.
Επειδή όμως αυτός ο σχεδιασμός μπορεί να διαρκέσει επί μακρό χρονικό διάστημα, πρέπει η EUROJUST σε κάθε περίπτωση να αναλάβει κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, όλα τα καθήκοντα – αρμοδιότητες για τη διακρατική έρευνα και δίωξη των εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν τα κράτη – μέλη. Στα πλαίσια ακριβώς αυτής της αντίληψης ερμηνεύει ο Lingenthal τον όρο «εκ της EUROJUST» ως μεταφορά αρμοδιοτήτων από την EUROJUST στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία θα διαρκέσει για μακρό χρονικό διάστημα. Εν τούτοις δεν αποκλείει το να εξακολουθήσει να υφίσταται σε κάθε περίπτωση η EUROJUST ως ελάχιστο δεδομένο της καταπολέμησης του διασυνοριακού εγκλήματος κατά της ΕΕ. Το πιο πάνω στοιχείο ουσιαστικά μεταβάλλει το προβαλλόμενο από αυτόν εξαι
Σελ. 401ρετικά μετριοπαθές μοντέλο μερικής κατάργησης της EUROJUST σε ένα συγκεκαλυμμένο συμπληρωματικό μοντέλο, σύμφωνα με τα παρακάτω αναφερόμενα.
Σήμερα υλοποιείται το συγκεκριμένο μοντέλο κατ’ όμοιο τρόπο σε όλες τις εκτεθείσες παραλλαγές του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα διευρυνθεί το πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατ’ αναλογία με αυτό της EUROJUST. Το άρθρο 86 παρ. 4 ΣυνθΛΕΕ διαφαίνεται, στα πλαίσια της εδώ ερευνώμενης αντίληψης, ως βάση της δυνατότητας για μια σταδιακή εξέλιξη της EUROJUST και της μετατροπής της σε Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σύμφωνα και με τις συναφείς παραδοχές του White. Τελικός στόχος της σχετικής προσπάθειας είναι σύμφωνα με τους Wasmeier/Killmann η συγχώνευση των δυο συγκεκριμένων οργάνων, ενώ ο Suhr τονίζει ότι το αργότερο κατά την επόμενη αναθεώρηση των ρυθμίσεων για τη συνεργασία των κρατών-μελών στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης και της καταπολέμησης του (κοινοτικού) εγκλήματος τα άρθρα 85 και 86 ΣυνθΛΕΕ πρέπει να τροποποιηθούν το ένα σε συνάφεια με το άλλο από κοινού και μάλιστα ολοκληρωτικά, ώστε η EUROJUST να αφομοιωθεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Επίσης, ο Dannecker υποστηρίζει ήδη μια άμεση και πλήρη ενσωμάτωση της EUROJUST στην νέα Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως την πλέον ασφαλή και δογματικά συνεπή λύση.
β) Συμπληρωματικό μοντέλο
Στα πλαίσια του προαναφερθέντος προτύπου μερικής κατάργησης της EUROJUST, όπως αυτό διαμορφώθηκε από ορισμένους υποστηρικτές του, διαφαίνεται σε κάθε περίπτωση ένα μοντέλο, το οποίο επεκτείνεται σε ένα αναμφίβολα μακρό χρονικό διάστημα. Εδώ ακριβώς τίθεται η εναλλακτική ερμηνευτική λύση ενός συμπληρωματικού μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο ο όρος «εκ της EUROJUST» νοείται ως συντονισμένη συνύπαρξη της EUROJUST και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Ένα τέτοιο πρότυπο προβάλλεται κυρίως, χωρίς τάσεις μερικής κατάργησης της EUROJUST, από τον Rheinbay στην έρευνά του για την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (2014).
Σύμφωνα με τον πιο πάνω συγγραφέα, ο όρος «εκ της EUROJUST» πρέπει να ερμηνευθεί, έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να νοηθεί ως ένας αυτοτελής θεσμός με δική του προσωπικότητα, ο οποίος όμως μπορεί αφενός να ανατρέχει πρωτίστως στις δομές της EUROJUST και αφετέρου να χρησιμοποιεί αυτές, για να διαμορφώσει τις δικές της δομές. Εν τέλει διαμορφώνονται δυο ανεξάρτητα μεταξύ τους θεσμικά όργανα, τα οποία εν τούτοις συνεργάζονται στενά. Συνακόλουθα, ο εν λόγω όρος δεν σημαίνει ότι ένα από τα δυο πιο πάνω όργανα πρέπει να καταργηθεί μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Πολύ περισσότερο πρέπει η EUROJUST και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να συνυπάρξουν, με δεδομένο ότι μπορεί να αλληλοτέμνονται τα πεδία των αρμοδιοτήτων τους, αλλά συγχρόνως είναι σκόπιμο να ρυθμιστούν σαφώς οι μεταξύ τους σχέσεις.
Ακόμη πιο αυστηρή συμπληρωματικότητα υποστηρίζουν οι Vogel/Eisele. Σύμφωνα με αυτούς ο ίδιος πιο πάνω ερμηνευόμενος όρος εξαναγκάζει να ρυθμιστούν οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο εν λόγω αρχές όχι μόνο με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αλληλοτέμνονται οι αρμοδιότητές τους, αλλά να προάγεται κατά το δυνατόν περισσότερο η μεταξύ τους συνύπαρξη και συντονισμένη συνεργασία.
γ) Επικουρικό μοντέλο
Ο Satzger και ο σύμφωνος με αυτόν Hecker εισάγουν ένα μοντέλο, το οποίο στηρίζεται στον κανόνα της συμπληρωματικότητας, που ισχύει για την αρμοδιότητα και τη διαδικασία ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης (άρθρο 17 του καταστατικού του πιο πάνω δικαστηρίου), και συνακόλουθα επιδιώκει τη γενικότερη διάρθρωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά τρόπο επιβοηθητικό της EUROJUST στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Αυτό το μοντέλο, κατ’ ακριβέστερη παρατήρηση των Rheinbay και Vogel/Eisele, αποτελεί μια περαιτέρω ερμηνευτική παραλλαγή και χαρακτηρίζεται ορθότερα ως επικουρικό μοντέλο με βάση τους σχετικούς όρους της μεθοδολογίας του δικαίου.
Όπως επισημαίνουν οι Lingenthal και Satzger, ο κατακερματισμός των πεδίων έρευνας θα διαρκέσει για
Σελ. 402μακρό χρονικό διάστημα και η προϊστάμενη αρχή της Eurojust θα έχει – κατ΄αυτόν τον χρόνο – το δύσκολο καθήκον να συντονίζει τις έρευνες των εθνικών αρχών ποινικής δίωξης στα κράτη εκείνα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που δεν ανήκουν στο καθεστώς ενισχυμένης σχετικής συνεργασίας, με τις δικές της έρευνες και τις τυχόν αντίστοιχες έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όταν πρόκειται κυρίως για εγκλήματα, που τελέσθηκαν σε πλείονα κράτη - μέλη της Ε.Ε, ορισμένα από τα οποία ανήκουν στο καθεστώς ενισχυμένης δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση του εγκλήματος κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε, ενώ άλλα όχι.
Ομοίως και ο Satzger υποστηρίζει μια φειδωλή διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Αυτή πρέπει μόνο τότε να ερευνά, να διώκει και να υποστηρίζει τη σχετική κατηγορία ενώπιον των καθ’ ύλην αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων για αξιόποινες πράξεις εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, όταν οι εθνικές αρχές ποινικής δίωξης δεν επιθυμούν ή δεν είναι σε θέση να προβούν (και μάλιστα αποτελεσματικά) στις σχετικές ενέργειες. Από τις θεμελιώδεις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, οι οποίες ισχύουν και στο δίκαιο της ΕΕ, επιβάλλεται να δίνεται προτεραιότητα πάντοτε στις εθνικές εισαγγελικές αρχές για την έρευνα και δίωξη των αξιοποίνων πράξεων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και, μόνον όταν αυτές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα εν λόγω λειτουργικά καθήκοντα τους, τότε μόνο να διεξάγεται η ποινική δίωξη των εγκλημάτων αυτών από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανές ότι το συγκεκριμένο πρότυπο αναφέρεται καταρχήν στις σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τις εκάστοτε αρμόδιες εθνικές εισαγγελικές αρχές, αλλά συγχρόνως εφαρμόζεται (αναλογικά) και στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την EUROJUST, υπό την έννοια ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δραστηριοποιείται επικουρικά (ως ύστατο καταφύγιο: ultimum refugium) σε σχέση με την ενεργοποίηση της EUROJUST στα πλαίσια άσκησης των διασταυρούμενων λειτουργικών αρμοδιοτήτων τους, λαμβανομένου μάλιστα σοβαρά υπόψη και του ότι οι σχετικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι δεσμευτικές για τα κράτη – μέλη, ενώ οι αντίστοιχες αρμοδιότητες της Eurojust όχι.
ΙΙ. Δογματικοί προβληματισμοί για το τελικά εφαρμοστέο μοντέλο διάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Όλα τα μοντέλα (: μερικής κατάργησης, συμπληρωματικό, επικουρικό και οι παραλλαγές τους) συνάγονται από την ερμηνεία της απλής φράσης «…μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust…», με την οποία (φράση) λόγω της ασάφειάς της το αρ. 86 ΣΛΕΕ δημιουργεί σχετική σύγχυση. Ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η δικαιϊκή και πραγματική εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη γενικότερη κοινή Ενωσιακή νομοθετική διαδικασία και ιδιαίτερα το κεκτημένο της Eurojust, ώστε να εξελιχθεί ομαλά και λειτουργικά η δικαιϊκή συνεργασία στις ποινικές υποθέσεις υπό το πρίσμα των αρ. 82 επ., ιδίως 85 και 86 ΣΛΕΕ προς εκπλήρωση του κοινού στόχου της αποτελεσματικής καταστολής του εγκλήματος εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.
Καταρχήν, από την επισκόπηση των επιμέρους δογματικών απόψεων για την ερμηνεία του όρου «εκ της Eurojust» στο αρ. 86 §1 ΣΛΕΕ καθίσταται αναμφίβολα εμφανές ότι τελικά προκρίνεται μία μάλλον τελολογική ερμηνεία, η οποία αναφέρεται πρωτίστως στο ζήτημα της κατανομής των λειτουργικών αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα δύο παραπάνω θεσμικά όργανα της Ε.Ε, και όχι μία γραμματική ερμηνεία της εν λόγω εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε κυρίως να γίνει δεκτό ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα ήταν (δογματικά) ορθότερο να διαμορφωθεί ως επιμέρους τμήμα στην όλη διοικητική διάρθρωση της Eurojust και όχι ανεξάρτητα από αυτήν. Μάλιστα, το ανωτέρω συμπέρασμα ουδόλως θα έπρεπε να μεταβληθεί από την ειδικότερη κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα δύο πιο πάνω θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Προς την προαναφερθείσα πρώτη κατεύθυνση κινήθηκε τελικά εν τοις πράγμασι η όλη διαδικασία εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως τούτο θα γίνει εμφανές από τα κατωτέρω αναφερόμενα, εφόσον δόθηκε το μέγιστο ενδιαφέρον σχεδόν αποκλειστικά στον διαμοιρασμό αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την Eurojust με βάση το συμπληρωματικό μοντέλο.
Επίσης, στα πλαίσια αυτού ακριβώς του τρόπου δραστηριοποίησης για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι από τη μακρά ιστορική διαδρομή, πρωτίστως, της θέσπισης του αρ. 86 ΣΛΕΕ (δηλ. το Corpus Juris 2000, την πρόταση της Επιτροπής ενόψει της Διακυβερνητικής διάσκεψης της Νίκαιας, την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας δημοσιευθείσα από την Επιτροπή της 11-12-2001 και την τελική ανακοίνωση-έκθεση της Επιτροπής με τα συνοπτικά τελικά αποτελέσματα της διαβούλευσης για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής) αποδεικνύεται σαφώς η λειτουργική υποχρέωση για συντονισμό και εναρμόνιση των δράσεων της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως άλλωστε τούτο καθίσταται εμφανές και από τη συσχέτιση των ρυθμίσεων των αρ. 85 και 86 ΣΛΕΕ.
Σελ. 403Με βάση, λοιπόν, όλα τα πιο πάνω κρίσιμα δογματικά στοιχεία εύλογα μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης σε καμία περίπτωση δεν επιδίωξε το μοντέλο μερικής (και πολύ περισσότερο της ολικής) κατάργησης της Eurojust. Βέβαια, στον Κανονισμό 2018/1727 προβλέπεται καταρχήν περιορισμός της αρμοδιότητας της Eurojust σε σχέση με τα εγκλήματα, που θα υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Ωστόσο, ακόμη και για αυτά τα αδικήματα, όσο θα εμπλέκονται στη διερεύνησή τους και κράτη - μέλη, τα οποία δεν θα συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, θα είναι απαραίτητη η παρέμβαση της Eurojust, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να συμβάλλει στην εξασφάλιση του συντονισμού των ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τις ανακριτικές αρχές των κρατών μελών, τα οποία δεν θα έχουν ενταχθεί στο καθεστώς της ενισχυμένης συνεργασίας που καθορίζει ο Κανονισμός 2017/1939 (αρ. 100 παρ. 3 Κανονισμού 2017/1939 καθώς και αρ. 3 σε συνδυασμό με σκέψεις 5 και 8 του προοιμίου του Κανονισμού 2018/1727).
Συγχρόνως, όμως, ορθά υποστηρίζεται στη σχετική θεωρία ότι η αναγκαιότητα συνύπαρξης των δύο πιο πάνω θεσμικών οργάνων θα έπρεπε να θεωρείται τελικά ως δεδομένη ακόμη και στην περίπτωση μιας ομόφωνης απόφασης του Συμβουλίου (: ή ακόμη και στην παρεμφερή περίπτωση, όπου σε μία ενισχυμένη συνεργασία θα προσχωρούσαν διαδοχικά όλα τα κράτη μέλη), εφόσον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαθέτει εξ ορισμού (: αρ. 86 παρ. 1 και 2 ΣΛΕΕ) πιο περιορισμένη και εξειδικευμένη καθ’ ύλην αρμοδιότητα σε σύγκριση με αυτήν της Eurojust. Αυτή η τελευταία μπορεί να εκτείνεται σε όλα τα «σοβαρά εγκλήματα που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή αποκτούν δίωξη σε κοινή βάση».
Επομένως, αν μελλοντικά διευρυνόταν σε τέτοιο βαθμό το πεδίο δράσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει του αρ. 86 παρ. 4 ΣΛΕΕ και συνακόλουθα επεκτεινόταν στη σοβαρή εγκληματικότητα με διασυνοριακή διάσταση, οπότε η καθ’ ύλην αρμοδιότητά της συνέπιπτε ουσιαστικά με την αντίστοιχη αρμοδιότητα της Eurojust, τότε θα μπορούσε πράγματι να συζητηθεί η συγχώνευση των δύο οργάνων. Για αυτόν τον λόγο, λοιπόν, εύλογα προκρίθηκε από τον Κοινοτικό νομοθέτη το συμπληρωματικό μοντέλο, στα πλαίσια του οποίου η έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν θα επηρεάσει την αυτονομία, τη φύση, την αποστολή και τα καθήκοντα-αρμοδιότητες της Eurojust, όπως τούτο μάλιστα σαφώς προβλέπεται στο αρ. 3 παρ. 3 του Κανονισμού 2017/1939, αλλά συγχρόνως συνάγεται και από το όλο «πνεύμα» του Κανονισμού 2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14/11/2018.
Όμως, η εν λόγω διαπίστωση δεν συνάγεται ευθέως από το κείμενο του αρ. 86 ΣΛΕΕ ή από κάποια ρητή διάταξη των δύο πιο πάνω Κανονισμών, αλλά από τη σαφή κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην Eurojust και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία πραγματοποιείται με βάση τις ανωτέρω διατάξεις πρωτογενούς και παραγώγου ενωσιακού δικαίου.
Συγχρόνως, η ίδια πιο πάνω διαπίστωση σχετικά με το προκρινόμενο (από τον ενωσιακό νομοθέτη) μοντέλο δράσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν προσδιορίζει ερμηνευτικά τον όρο «εκ της Eurojust» του αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Αυτός ο όρος δεν σημαίνει μόνον ότι ο ενωσιακός νομοθέτης κατευθύνεται προς την υιοθέτηση, για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μιας συγγενούς προς την Eurojust δομής, ούτε μπορεί να οδηγήσει μόνο στον αόριστο και γενικόλογο αφορισμό ότι το πρωτογενές δίκαιο αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως μια μετεξέλιξη της Eurojust και όχι ως ένα aliud σε σχέση με αυτήν.
Αντιθέτως, σημαίνει πολύ περισσότερο την εκπόρευση, την προέλευση και (κυρίως) την εξάρτηση της Ευ
Σελ. 404 ρωπαϊκής Εισαγγελίας από την Eurojust. Μάλιστα, το πιο πάνω πρωταρχικό εννοιολογικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου όρου καταδεικνύεται κυρίως από την ιστορία της θέσπισής του και ειδικότερα από τη σχετική ανάλυσή του στα πλαίσια της προετοιμασίας για την επίτευξη συμφωνίας υπογραφής της Συνταγματικής Συνθήκης, η οποία υπογράφηκε στις 29.10.2004, αλλά δεν κυρώθηκε τελικά από τα κράτη μέλη και συνακόλουθα δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ. Το όλο ζήτημα για την εγκαθίδρυση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας επεξεργάσθηκε το έτος 2002, στο Λέκεν των Βρυξελλών, η ομάδα εργασίας Χ, η οποία ήταν αρμόδια για τους στόχους «Ελευθερία, ασφάλεια και δίκαιο». Ελλείψει, τότε λοιπόν, ξεκάθαρης σύστασης της ομάδας εργασίας για την ακριβή σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την Eurojust, εισήγαγε περαιτέρω το προεδρείο της Διάσκεψης για την προετοιμασία εκπόνησης της Συνταγματικής Συνθήκης, στις αρχές του έτους 2003, ένα αυτοτελές άρθρο στη Συνθήκη για τη ρύθμιση της ίδρυσης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (αρ. 20 παρ. 1 εδ. α΄), όπου προβλεπόταν και πάλι η εγκαθίδρυση αυτής «παρά τη Eurojust» («Einsetzung bei Eurojust»). Με αυτήν τη φράση παραχωρούνταν στον νομοθέτη η απαραίτητη ευελιξία, ώστε να μπορέσει να καθορίσει τις διαρθρωτικές και λειτουργικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο πιο πάνω θεσμικά όργανα, τις οποίες αυτός θεωρεί ως προσήκουσες.
Στις μετέπειτα διασκέψεις ορισμένα κράτη μέλη της συνθήκης μέμφθηκαν την πιο πάνω διατύπωση «παρά τη Eurojust» ως ασαφή και απαίτησαν την εξειδίκευσή της, υπό την έννοια να διευκρινισθεί ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να προέρχεται από την Eurojust. Απαντώντας σ’ αυτήν την αιτίαση το προεδρείο τόνισε ρητά ότι με την πρότασή του επιδιώκεται όχι μία συνύπαρξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Eurojust αλλά το να μετεξελιχθεί σε βάθος χρόνου η Eurojust σε Ευρωπαϊκή Εισαγγελία [: μοντέλο κατάργησης]. Συνακόλουθα, χάριν σαφήνειας μεταβλήθηκε η σχετική διατύπωση της διατάξεως, χωρίς περαιτέρω συζήτηση και τεκμηρίωση, από το «παρά τη Eurojust» («bei Eurojust») στο «προερχόμενη από την Eurojust» («ausgehend von Eurojust») και κατέστη ταυτόσημη με την αντίστοιχη διάταξη του αρ. ΙΙΙ-274 παρ. 1 εδ. α΄ της Συνταγματικής Συνθήκης, στο οποίο περιορίσθηκε η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά βάση στις αξιόποινες πράξεις εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ενώσεως. Αυτή η διάταξη είναι, στα περισσότερα σημεία της, όμοια στην ουσία και τη διατύπωση με το σημερινό άρθρο 86 ΣΛΕΕ. Αντίστοιχες διαπιστώσεις ισχύουν και για τη σχέση ανάμεσα στο άρ. ΙΙΙ-273 της Συνταγματικής Συνθήκης με τη διάδοχη διάταξη του νυν εφαρμοστέου αρ. 85 ΣΛΕΕ.
1. Σχετικά συστημικά επιχειρήματα
Όπως ακριβώς συνέβαινε με τα άρθρα ΙΙΙ-273 και ΙΙΙ-274 της Συνταγματικής Συνθήκης, κατά τον ίδιο τρόπο σήμερα συνυπάρχουν οι ρυθμίσεις των αρ. 85 και 86 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν τεθεί υπό τον τίτλο «Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις» και κατ’ επέκταση επιδιώκουν αυτόν τον κοινό στόχο. Συγχρόνως, όμως, τα δύο πιο πάνω άρθρα αποτελούν δύο βασικούς, αυτοτελείς, ανεξάρτητους μεταξύ τους, ίδιας εμβέλειας, δικαιϊκούς κανόνες παραχώρησης αρμοδιότητας σε θεσμικά όργανα της Ενώσεως. Ούτε αποτελεί το αρ. 85 ΣΛΕΕ μία conditio sine qua non για το αρ. 86, ούτε κάτι άλλο παρεμφερές.
Συνακόλουθα, μπορεί σύμφωνα με μία άποψη να εξαλειφθεί ο όρος, «εκ της Eurojust» στο αρ. 86 ΣΛΕΕ, όπως επίσης και ο όρος «με την επιφύλαξη του αρ. 86» στο αρ. 85 παρ. 2 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, έστω και αν αυτό αποτελεί αμιγώς τυπική-διαδικαστική διάκριση, εντούτοις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι η δομή, η λειτουργία, το πεδίο δράσης και τα καθήκοντα της Eurojust καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (αρ. 85 παρ. 1 εδ. β΄ ΣΛΕΕ), ενώ τα αντίστοιχα ζητήματα για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καθορίζονται με τους Κανονισμούς της παρ. 1 του αρ. 86 ΣΛΕΕ, οι οποίοι εκδίδονται σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία (αρ. 86 παρ. 3 ΣΛΕΕ). Η πιο πάνω διαφορά δικαιολογείται, βέβαια, από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαθέτει αυξημένες επιχειρησιακές αρμοδιότητες σε αντίθεση με την Eurojust, όπως προαναφέρθηκε. Άλλωστε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο το αρ. 86 ΣΛΕΕ δεν καθιδρύει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του πρωτογενούς δικαίου, όπως πράττει αντιθέτως με την Eurojust στο αρ. 85 παρ. 1 εδ. α΄ ΣΛΕΕ, ούτε παρέχει δεσμευτική εντολή για την σύστασή της, αλλά θεσπίζει απλώς μία ειδική δυνητική νομική βάση για την δημιουργία της με Κανονισμό σύμφωνα με την ειδική νομοθετική διαδικασία. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν, λοιπόν, για την αυτοτέλεια του ρυθμιστικού περιεχομένου των αρ. 85 και 86 ΣΛΕΕ και κατ’ επέκταση για την αυτοτέλεια των δύο πιο πάνω θεσμικών οργάνων.
2. Τελολογικά επιχειρήματα
Αυτή ακριβώς η θεσμική αυτοτέλεια των εν λόγω οργάνων επιβεβαιώνεται και από σχετικές τελολογικές θεωρήσεις, εφόσον τα αρ. 85 και 86 ΣΛΕΕ εξυπηρετούν, βασικά, δύο σαφώς διακριτές και οριοθετημένες λειτουργίες, όπως θα καταδειχθεί λεπτομερώς παρακάτω. Συγχρόνως, όμως, είναι αναμφισβήτητο και το γεγονός ότι αμφότερα τα εν λόγω θεσμικά όργανα εξυπηρετούν ένα κοινό στόχο (: την ανάπτυξη της δικαστικής συνερ
Σελ. 405 γασίας στις ποινικές υποθέσεις), στα πλαίσια του οποίου η Eurojust ήδη υφίστατο και λειτουργούσε, ενώ η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μόλις συνίστατο. Είναι επίσης αυτονόητο ότι χάριν της κατά το δυνατόν καλύτερης επίτευξης του κοινού στόχου έπρεπε, κατά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, να ληφθεί σοβαρά υπόψη το γενικότερο ενωσιακό κεκτημένο από τη λειτουργία της Eurojust.
Αυτό συνεπάγεται με τη σειρά του οργανωτική-θεσμική συνεργασία ανάμεσα στα δύο πιο πάνω όργανα (π.χ. ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών για την εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση κ.ά.), η οποία θα πρέπει να είναι κατά το δυνατόν λειτουργική. Βέβαια, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να διαθέτει την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και την αντίστοιχη οικονομική υποστήριξη από την Ε.Ε. Η ύπαρξη δύο θεσμικών οργάνων αντί ενός για την επιδίωξη του ίδιου σκοπού αυξάνει ασφαλώς την σχετική λειτουργική δαπάνη για την Ε.Ε, στην οποία μάλιστα ισχύει η γενικότερη οικονομική αρχή της εξοικονόμησης δαπανών και της αποταμίευσης δυνάμεων (αρ. 310 παρ. 4 και 5 ΣΛΕΕ). Όμως, αυτή η αρχή δεν πρέπει συγχρόνως να αναιρεί ουσιαστικά τη δυνατότητα μιας λειτουργικής περαιτέρω εξέλιξης της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στο πεδίο της Ε.Ε, όπως τούτο σαφώς καταδεικνύεται και από το αρ. 311 παρ.1 ΣΛΕΕ.
3. Τελικά συμπεράσματα
Από συστηματικούς και τελολογικούς λόγους αλλά και με βάση την ιστορική διαδρομή μέχρι τη θέσπιση του αρ. 86 ΣΛΕΕ συνάγεται το συμπέρασμα ότι με τον όρο «εκ της Eurojust» νοείται καταρχήν και σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση για εναρμόνιση και συντονισμό των δράσεων ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την Eurojust, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο λειτουργικό αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι η εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της και να συνυπάρξει τόσο με το γενικότερο ενωσιακό κεκτημένο όσο και με το ειδικότερο κεκτημένο της Eurojust. Το αρ. 86 ΣΛΕΕ αποτελεί ένα θεμελιώδες και συγχρόνως αυτοτελές μέτρο καθορισμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθιστώντας αυτή συνακόλουθα ένα λειτουργικά – επιχειρησιακά αυτοτελές θεσμικό όργανο της Ε.Ε. Στη σχετική θεωρία έχει υποστηριχθεί, μη ορθώς, η άποψη ότι ο όρος «εκ της Eurojust», πέραν της πιο πάνω υποχρέωσης για εναρμονισμένη δράση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Eurojust, δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκη κάποια άλλη περαιτέρω υποχρέωση να διαμορφωθεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με το συμπληρωματικό ή το επικουρικό μοντέλο είτε ακόμη σύμφωνα με το μοντέλο μερικής κατάργησης, που προαναφέρθηκαν. Η ειδικότερη διάρθρωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας επηρεάζεται – σύμφωνα πάντοτε με την εν λόγω άποψη – από άλλους παράγοντες δικαιϊκής και οντολογικής φύσης και ειδικότερα από την εφαρμογή της γενικότερης αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και λοιπών ενεργειών στο πεδίο της Ε.Ε. (δικαιϊκό στοιχείο) και από την πολιτική ετοιμότητα των κρατών μελών για την πραγματοποίηση των σχετικών απαραίτητων μεταρρυθμίσεων (ουσιαστικό εμπειρικό στοιχείο), που συνεπάγονται αναγκαστικά περικοπή των αντίστοιχων (με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) εξουσιών των εθνικών διωκτικών αρχών. Αυτή η ετοιμότητα, βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, ιδιαίτερα αν επιλεγεί το μοντέλο μερικής κατάργησης, εφόσον αυτό κυρίως απαιτεί από τα κράτη μέλη την προαναφερθείσα πολιτική ετοιμότητα σε αρκετά αυξημένο βαθμό.
Όμως, η πιο πάνω άποψη είναι εσφαλμένη, διότι παραβλέπει ουσιαστικά το αυτονόητο, ότι δηλ. η διατύπωση των δικαιϊκών κανόνων δεν είναι τυχαία, ούτε τίθεται από τον εκάστοτε νομοθέτη στα πλαίσια σχετικής «ποιητικής αδείας» του. Συνεπώς, ο όρος «εκ της Eurojust» στο αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ δεν είναι περιττός, ούτε τέθηκε τυχαία, γι’ αυτό και δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Κατ’ επέκταση, αν γίνει δεκτό ότι αυτός είναι ασαφής, θα πρέπει να ερμηνευθεί σχετικά, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: Τι είδους εξάρτηση υπονοείται εδώ; Πιστεύω ότι ορθότερα πρέπει να νοείται μία-όχι μεν λειτουργική και επιχειρησιακή αλλά- τουλάχιστον εξάρτηση καταρχήν από τη νομική προσωπικότητα της Eurojust, διαρθρωτική και διοικητική εξάρτηση (δηλ. αναφορικά κυρίως με την καθημερινή γραμματειακή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας), καθώς και εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από την Eurojust σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής και προσωπικού, εφόσον τέτοιου είδους εξάρτηση δεν αναιρεί την αποτελεσματική λειτουργία των οργάνων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον της Ένωσης συνολικά.
Με βάση την πιο πάνω εξάρτηση, δογματικά ορθότερο (ως σύμφωνο με το άρθρο 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ) είναι εκείνο το μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν θα έπρεπε κανονικά να διαθέτει αυτοτελή νομική προσωπικότητα ως οργανισμός της ΕΕ, αλλά θα έπρεπε να αποτελεί επιμέρους εξιδεικευμένο τμήμα - υπηρεσία (του μόνου αυτοτελούς νομικού προσώπου) της Eurojust. Στα πλαίσια της πιο πάνω δραστηριοποίησης, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και Eurojust θα μοιράζονταν τον ίδιο οικονομικό προϋπολογισμό, θα είχαν κοι
Σελ. 406 νή έδρα και θα συγχωνεύονταν τόσο οι οριζόντιες όσο και οι κάθετες λειτουργίες τους. Επίσης, υπό τις ανωτέρω συνθήκες η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είχε μεν τα γραφεία της εντός των χώρων της Eurojust, προκειμένου να χρησιμοποιεί τις παροχές αυτής της τελευταίας, αλλά θεωρητικά θα μπορούσε να λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτήν.
Επομένως, δεν αρκεί να υπάρχει απλώς κάποια μορφή συνεργασίας ανάμεσα στα δυο πιο πάνω θεσμικά όργανα, την οποία ακριβώς προβλέπει το άρθρο 100 του Κανονισμού 2017/1939, εφόσον κανονικά τέτοιου είδους συνεργασία (πρέπει να) υφίσταται ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και σε κάθε άλλο καθ’ ύλην αρμόδιο για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ενωσιακό όργανο, όπως π.χ. την OLAF, την EUROPOL κ.ά, χωρίς όμως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει συσταθεί από τα εν λόγω όργανα. Αντιθέτως, ο όρος της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας «εκ της Eurojust» εννοιολογικά (πρέπει να) σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκπορεύεται, προέρχεται και εξαρτάται διαρθρωτικά και διοικητικά από την Eurojust, κάτι όμως το οποίο τελικά δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται με τους κρίσιμους Κανονισμούς 2017/1939 και 2018/1727.
Επίσης, πρέπει για μια ακόμη φορά να τονισθεί εδώ ότι δεν προσβάλλεται η κρίσιμη αξίωση του άρθρου 86 ΣΛΕΕ για εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από την EUROJUST με την νυν ισχύουσα αποκεντρωμένη δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεδομένου ότι ο εν λόγω χαρακτήρας της Εισαγγελίας αφορά αποκλειστικά τις σχέσεις αυτής με τις εκάστοτε καθ’ ύλην αρμόδιες εθνικές διωκτικές αρχές και όχι τη συσχέτιση της λειτουργίας της με την εν γένει δραστηριοποίηση της Eurojust.
Συγχρόνως, όμως, η προαναφερθείσα απαραίτητη διαρθρωτική και διοικητική εξάρτηση, κατά το μέγιστο μέρος της, δεν έχει θεσμοθετηθεί σήμερα από τον Κανονισμό 2017/1939 και 2018/1727, δεδομένου ότι εκεί προβλέπεται αφενός ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα απολαμβάνει ανεξαρτησίας τόσο λειτουργικά όσο και διαρθρωτικά, στον βαθμό που δεν υπάγεται σε κανένα θεσμικό όργανο και άλλη υπηρεσία.
Ειδικότερα, μάλιστα, ορίζεται ότι στο πλαίσιο της Κεντρικής Εισαγγελίας θα λειτουργεί - μεταξύ άλλων και - ένα συλλογικό όργανο, το οποίο έχοντας ως κύρια βάση τον κανόνα της απλής πλειοψηφίας, θα «λαμβάνει αποφάσεις για στρατηγικά θέματα καθώς και για θέματα που ανακύπτουν από μεμονωμένες υποθέσεις, ιδίως για την εξασφάλιση της συνέπειας, της αποτελεσματικότητας και της συνοχής της διωκτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα κράτη μέλη», ενώ αποκλείεται για αυτό ρητά η δυνατότητα να λαμβάνει «επιχειρησιακές αποφάσεις σε μεμονωμένες υποθέσεις».
Επίσης, θα είναι αρμόδιο για την έγκριση του κανονισμού διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (αρ. 9 παρ. 2 και 4 Κανονισμού). Αυτές ακριβώς οι διαρθρωτικές αρμοδιότητες του Συλλογικού Οργάνου θα μπορούσαν να δοθούν στην Eurojust ως έμπρακτη συμμόρφωση με τον όρο «εκ της Eurojust» του αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ, εφόσον με αυτή την παραχώρηση αρμοδιοτήτων δεν βλάπτεται ούτε κατ’ ελάχιστον η λειτουργική και επιχειρησιακή ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Αντιθέτως, δεν θα έπρεπε να χορηγηθούν στην Eurojust καθόλου οι επιχειρησιακές αρμοδιότητες, που ο Κανονισμός 2017/1939 αναγνωρίζει σήμερα στα μόνιμα τμήματα και τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, διότι τότε ουσιαστικά αίρεται η λειτουργική ανεξαρτησία των οργάνων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία όμως είναι η πλέον σημαντική για τη διασφάλιση της αναμφισβήτητης επιχειρησιακής αυτοτέλειάς της έναντι της Eurojust.
Ακόμη, ο Κανονισμός 2017/1939 σαφώς προβλέπει ότι επιμέρους όργανο της Κεντρικής Εισαγγελίας θα αποτελεί αφενός ο διοικητικός διευθυντής και αφετέρου το ειδικό τεχνικό και ανακριτικό προσωπικό, τα οποία (όργανα) όμως θα έπρεπε κανονικά να ανήκουν στην Eurojust στα πλαίσια της συμμόρφωσης του παράγωγου ενωσιακού δικαίου προς τον όρο «εκ της Eurojust» του αρ.86 παρ.1 ΣΛΕΕ (: Πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο). Αντί αυτού, όμως, ο Κανονισμός προέβλεψε, κατά τρόπο δογματικά εσφαλμένο, στο αρ. 20 παρ.1 ότι η Επιτροπή (και όχι η Eurojust, όπως θα έπρεπε κανονικά) είναι υπεύθυνη για την σύσταση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έστω και προσωρινά, δηλ. μέχρις ότου η τελευταία αποκτήσει τη δυνατότητα εκτέλεσης του προϋπολογισμού της.
Συγχρόνως, ο Κανονισμός προβλέπει (αυτή τη φορά ορθά) ότι η Eurojust θα πρέπει να υποστηρίζει και γενικότερα την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαθέτοντας σ’ αυτήν δικούς της διοικητικούς πόρους, δυνάμει λεπτομερούς συμφωνίας που θα καταρτισθεί μεταξύ των δύο υπηρεσιών (αρ. 100 παρ. 4 Κανονισμού). Αυτή ακριβώς η (εν είδει ευχολογίου δυστυχώς) υποχρέωση της Eurojust αποτελεί απόρροια του όρου «εκ της Eurojust»
Σελ. 407του αρ. 86 παρ.1 ΣΛΕΕ και φαίνεται ότι μάλλον συνιστά το τελευταίο κατάλοιπο της εν λόγω εξάρτησης.
Βέβαια, δεν πρέπει αφενός να παραβλέπεται ότι αυτή η θεωρητική αντίθεση του Κανονισμού 2017/1939 προς το πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε δεν έχει μέχρι σήμερα κάποια πρακτική δυσμενή συνέπεια, εφόσον δεν διαπιστώνεται αυτή ως πρόβλημα στη σύγχρονη συζήτηση από όργανα της Ένωσης ή κράτη – μέλη είτε θεωρητικούς, ενώ ταυτοχρόνως δεν υπάρχουν επίσημες θεσμικές πρωτοβουλίες για την τροποποίηση του πιο πάνω Κανονισμού, ώστε να επιτευχθεί η διοικητική και διαρθρωτική εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από την Eurojust, η οποία σημειωτέον αποτελεί ένα εν ευρεία εννοία δικαστικό θεσμικό όργανο της Ε.Ε.
Αφετέρου, πρέπει να τονισθεί ότι – παρά την ισχύ της αρχής της «Ένωσης Δικαίου» και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που νομιμοποιούν τη δικαστική προστασία εντός των ορίων της Ε.Ε μέσω των εκάστοτε προβλεπόμενων προσφυγών στο ΔΕΕ – εν τούτοις ουδόλως ασκήθηκε μέχρι σήμερα η προβλεπόμενη από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγή ακύρωσης, προκειμένου να ελεγχθεί η ουσιαστική νομιμότητα του Κανονισμού 2017/1939, δηλ. η συμφωνία αυτού με τους όρους του αρ. 86 §1 ΣΛΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, αν γίνει δεκτή η προκρινόμενη από τη μελέτη άποψη, τελικά καλύφθηκε εν τοις πράγμασι η ασυμβατότητα του ανωτέρω Κανονισμού με το πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε, άλλως επιβεβαιώθηκε, σε κάθε περίπτωση, εκ του αποτελέσματος η ουσιαστική νομιμότητα αυτού.
Συγχρόνως, όμως, το γεγονός ότι ο Κανονισμός 2017/1939 παρέλειψε να προβλέψει τις ειδικότερες μορφές εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από την Eurojust, στα πλαίσια συμμόρφωσής του προς τον νυν ερευνώμενο όρο του αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να ξενίζει, διότι η μακρόχρονη ιστορική διαδρομή της διαδικασίας υιοθέτησης του Κανονισμού 2017/1939 καταδεικνύει ότι σ’ αυτόν καταβλήθηκε απεγνωσμένη προσπάθεια από τα αρμόδια ενωσιακά όργανα να καμφθούν πρωτίστως οι αντιδράσεις αρκετών κρατών μελών, που σχετίζονταν όμως σχεδόν αποκλειστικά με την παραβίαση της ενωσιακής θεμελιώδους αρχής της επικουρικότητας, που πρέπει να ισχύει στις σχέσεις ανάμεσα στη δραστηριοποίηση των διαφόρων ενωσιακών οργάνων και την αντίστοιχη δράση των εκάστοτε καθ’ ύλην αρμόδιων κρατικών αρχών.
Αυτές οι αντιδράσεις ήταν δικαιολογημένες, αν ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι με βάση τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη δίωξη και παραπομπή των δραστών στη δικαιοσύνη, για την άσκηση της ποινικής δίωξης και για τη συλλογή αποδείξεων, προκύπτει σαφώς ότι προσδίδονται σ’ αυτή σημαντικές αρμοδιότητες για τη διενέργεια και τυπικών δικονομικών πράξεων στο έδαφος των κρατών μελών, προς τον σκοπό της διεκπεραίωσης ενός τμήματος της όλης εθνικής ποινικής διαδικασίας, υποκαθιστώντας έτσι εν τοις πράγμασι στο έργο τους τις αντίστοιχες εθνικές αρχές. Το γεγονός αυτό ενδεικνύει και την ιδιαίτερη δυναμική του νέου οργάνου σε σύγκριση με τα άλλα υπερεθνικά όργανα του χώρου ΕΑΔ (Eurojust, Ευρωπόλ), τα οποία διαθέτουν περιορισμένες επιχειρησιακές αρμοδιότητες, ενώ συγχρόνως παρέχει εξήγηση, γιατί ο υιοθετηθείς τελικά Κανονισμός για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν κατάφερε τελικά να συγκεντρώσει την αποδοχή όλων των κρατών μελών, ιδιαίτερα δε τόσο για τις έντονες διαφωνίες μεταξύ των κρατών μελών ως προς τη σκοπιμότητα εγκαθίδρυσης αυτού του οργάνου και για την τελικά επιλεχθείσα συμβιβαστική λύση της δυνητικής μόνο θέσπισής του όσο και για την προαναφερθείσα παράλειψη (ή ακόμη και τις σχετικές ασυνέπειες) του Κανονισμού στο να υλοποιήσει θεσμικά κατά τρόπο δογματικά άρτιο την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας «εκ της Eurojust» σύμφωνα με το αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Μάλιστα, εξαιτίας αυτής ακριβώς της παράλειψης, ουσιαστικά καθίσταται λειτουργικά «χωλό» (ή ατελές) το τελικά προκρινόμενο συμπληρωματικό μοντέλο για τις σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την Eurojust, εφόσον πρακτικά εδώ παρατηρείται, ειδικότερα στη συνεργασία τους σε επιχειρησιακό επίπεδο, το φαινόμενο των «δυο ταχυτήτων». Τούτο συμβαίνει, διότι –σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία διαθέτει δεσμευτικές εξουσίες στην επιχείρηση των απαραίτητων για τη διερεύνηση και τη δίωξη του εγκλήματος δικονομικών πράξεων (π.χ. ανακριτικών πράξεων, έρευνας κατ’ οίκον, κατάσχεσης/δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, ανακριτικής διείσδυσης κ.ά), στα πλαίσια βέβαια των περιορισμένων υλικών και τοπικών αρμοδιοτήτων της – η Eurojust, παρά την ευρύτερη καθ’ ύλην και τοπική αρμοδιότητά της (π.χ. στα λοιπά επικουρικά και μη εγκλήματα κατά της ΕΕ, εκτός από αυτά που υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει του άρθρου 3 του Κανονισμού για την Eurojust, είτε όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία επιλέγει να μην ασκήσει την αρμοδιότητα της, είτε για την εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων σε θέματα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κ.ά), έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και λειτουργεί σε ένα οριζόντιο επίπεδο, καθώς η βασική της αρμοδιότητα αφορά την υποστήριξη, τη διευκόλυνση και τον συντονισμό της δικαστικής συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη και, παρά τις δυ
Σελ. 408 νατότητες που προσέφερε η γραμματική διατύπωση του άρθρου 85 ΣΛΕΕ, η Eurojust δεν έχει καθόλου σχετικές δεσμευτικές εξουσίες.
Όμως, με αυτήν τη σημαντικότατη λειτουργική διαφοροποίηση δεν καθίσταται, πλέον, πλήρως αποτελεσματική η γενικότερη συνεργασία ανάμεσα στα δυο πιο πάνω θεσμικά ενωσιακά όργανα σε επιχειρησιακό επίπεδο, ενώ συγχρόνως αναδεικνύεται πασίδηλα ο σκεπτικισμός των κρατών μελών της ΕΕ στο να παραχωρήσουν σε κάποιο θεσμικό όργανο ειδικά του Ευρωπαϊκού Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ταυτόχρονα και δεσμευτικές εξουσίες (όπως π.χ. για τη διενέργεια δικονομικών πράξεων για τη διερεύνηση και δίωξη του εγκλήματος, τον δικονομικό καταναγκασμό του κατηγορουμένου κ.ο.κ.) αλλά και υλική ή τοπική αρμοδιότητα. Συνακόλουθα, λοιπόν, θα προσδώσουν στο οικείο κάθε φορά ενωσιακό όργανο του πιο πάνω χώρου δραστηριοποίησης της ΕΕ είτε ευρεία υλική και τοπική αρμοδιότητα αλλά περιορισμένες (μη δεσμευτικές) επιχειρησιακές εξουσίες (όπως ακριβώς συμβαίνει με την Eurojust) είτε μειωμένη υλική και τοπική αρμοδιότητα αλλά δεσμευτικές επιχειρησιακές εξουσίες και συγχρόνως ιδιαίτερα εχέγγυα ανεξαρτησίας στους φορείς των πιο πάνω εξουσιών, κάτι το οποίο ισχύει για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Με δεδομένα, τώρα, όλα τα παραπάνω καθίσταται εμφανές ότι μάλλον ακόμη και στην περίπτωση της ίδρυσης και απονομής αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία επαναλήφθηκε ουσιαστικά ένα είδος πολιτικού συμβιβασμού και διατήρησης ισορροπιών ανάμεσα σε αυτούς που επιθυμούσαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας και δίωξης των εγκλημάτων στο επίπεδο της ΕΕ και σε αυτούς που αντέτειναν την προστασία της εθνικής κυριαρχίας και την διασφάλιση της διαφορετικότητας των εθνικών εννόμων τάξεων. Όμως, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ο συμβιβασμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός οργανισμού της ΕΕ με δεσμευτικές επιχειρησιακές εξουσίες έστω και σε ένα υλικά και τοπικά περιορισμένο πεδίο αρμοδιοτήτων, ενώ αντιθέτως στην περίπτωση της Eurojust ο ίδιος κατ΄ουσίαν πιο πάνω συμβιβασμός είχε ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη δημιουργία ενός οργανισμού της ΕΕ, ο οποίος όμως τελικά παρέμεινε στον ρόλο ενός «μεσάζοντα», που διευκολύνει την δικαστική συνεργασία, χωρίς να διαθέτει εξουσία λήψεως αποφάσεων σε σχέση με τις συναφείς δραστηριότητες των εθνικών αρχών, δηλ. διαθέτει ευρύ διακυβερνητικό χαρακτήρα έχοντας απλά την δυνατότητα να ζητεί από τα αρμόδια κράτη μέλη να διεξάγουν μια έρευνα ή να προβούν στην άσκηση διώξεων, χωρίς όμως να έχει δεσμευτική εξουσία να υποχρεώσει τις εθνικές αρχές να πράξουν τούτο.
Για να καταστεί το πιο πάνω συμπέρασμα ακόμη πιο σαφές, θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι θεωρητικά θα ήταν δυνατόν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (όπως άλλωστε και στην Eurojust) να χορηγηθούν οι παρακάτω μορφές (περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά) διαβαθμισμένων επιχειρησιακών εξουσιών, οι οποίες κατατάσσονται στην εξής φθίνουσα κλίμακα:
α) να προβλεφθεί η δυνατότητα αφενός αυτοδύναμης έναρξης και διεξαγωγής ερευνών καθώς και άσκησης ποινικής δίωξης για ορισμένη κατηγορία εγκλημάτων κατά της ΕΕ. Τέτοια ακριβώς δυνατότητα προβλέφθηκε για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σε περιορισμένη βέβαια έκταση σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, β) θα μπορούσε να γίνει ένας συνδυασμός των (περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά) επεμβατικών στοιχείων, σε σχέση με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και συγκεκριμένα να έχει ισχυρές εξουσίες επί των ερευνών και της δίωξης που σχετίζονται με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και περιορισμένες εξουσίες σε σχέση με τη διερεύνηση και δίωξη των λοιπών αδικημάτων, γ) στα πλαίσια ενός σκληρού συντονιστικού ρόλου θα μπορούσε να έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μία κατευθυντήρια αρμοδιότητα σχετικά με τα θέματα που θα ανέκυπταν αναφορικά με τις έρευνες και τις διώξεις και θα περιλάμβανε, από μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προς τα κράτη μέλη, την παροχή οδηγιών για τις προτεραιότητες, τη διαδικασία και την πιθανή κατανομή καθηκόντων, ενώ τα κράτη μέλη θα είχαν την υποχρέωση να παραδώσουν τελική αναφορά για τις έρευνες που διεξήγαγαν και την εν γένει συμμόρφωσή τους στις πιο πάνω (δεσμευτικές) οδηγίες, δ) στα πλαίσια ενός λιγότερο σκληρού (σε σχέση με τον προηγούμενο) συντονιστικού ρόλου θα μπορούσε να έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τη μεμονωμένη δυνατότητα λήψεως επιχειρησιακών αποφάσεων, όπως π.χ. να επιτραπεί σε αυτήν να λάβει πρωτοβουλία ως προς την έναρξη ποινικών ερευνών, τον συντονισμό ερευνών και την επίλυση της σύγκρουσης συναφών αρμοδιοτήτων. Τέτοια αρμοδιότητα αναγνωρίσθηκε τελικά, κατ’ εξαίρεση, στην Eurojust σύμφωνα με την υποπαράγραφο 2 του άρθρου 85 ΣΛΕΕ και ε) θα μπορούσε τέλος να προτιμηθεί ένα εντελώς ήπιο μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο θα προσδιδόταν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μία αρμοδιότητα διαμεσολαβητή, σε εξισορροπιστικό ρόλο, παρά σε ρόλο διεύθυνσης, όπως ακριβώς συνέβη κατά κανόνα στην περίπτωση της Eurojust σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.
Σελ. 409 Μάλιστα, πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί και το ότι η συγκεκριμένη διαβάθμιση των δυνητικών επιχειρησιακών εξουσιών είναι εντελώς ανεξάρτητη από το διαφορετικό και διακριτό ζήτημα του χαρακτήρα, που θα μπορούσε (εξίσου θεωρητικά) να λάβει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είτε ως ένας αποκεντρωμένος ενωσιακός οργανισμός στηριγμένος στις κατά τόπους εθνικές αρχές (των οποίων ωστόσο δεν θα υπέρκειται ιεραρχικά) στα πλαίσια του λεγόμενου «οριζόντιου» μοντέλου είτε ως ένας κεντρικός ενωσιακός οργανισμός, ο οποίος θα συνδέεται με την OLAF και την EUROPOL, ενώ θα μπορεί να ορίζει ταυτόχρονα Εισαγγελείς σε κάθε κράτος μέλος επιφορτισμένους με το έργο της ενίσχυσης της συνεργασίας με τις εθνικές διωκτικές αρχές στα πλαίσια του λεγόμενου «κάθετου» μοντέλου. Πράγματι, θα μπορούσε τόσο στα πλαίσια του ενός όσο και στα πλαίσια του άλλου από τα δυο πιο πάνω μοντέλα να χορηγηθούν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά δεσμευτικές επιχειρησιακές εξουσίες.
Με βάση, λοιπόν, όλες τις πιο πάνω κρίσιμες παραδοχές καθίσταται εμφανές ότι δεν μπορεί να ισχύει για τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την Eurojust το επικουρικό μοντέλο, όπως αυτό αναπτύχθηκε παραπάνω, διότι ακριβώς είναι - με βάση το αρ. 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ και τους Κανονισμούς 2017/1939 και 2018/1727 - σαφής η κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα δύο πιο πάνω θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και μάλιστα ο σχετικός διαχωρισμός έχει πραγματοποιηθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η αρμοδιότητα του ενός οργάνου να μην διασταυρώνεται σχεδόν καθόλου αλλά να συμπληρώνει την αντίστοιχη αρμοδιότητα του άλλου, προς μία πληρέστερη κατά το δυνατόν (ποινική) προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. Με άλλα λόγια η αρμοδιότητά τους απεικονίζεται συμβολικά ως δύο εφαπτόμενοι και όχι αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, εφόσον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί – κατά τις λειτουργικές αρμοδιότητές της – ένα ομοούσιο έλασσον σε σχέση με την EUROJUST, δεδομένου ότι η πρώτη λαμβάνει ένα συγκεκριμένο σαφώς διακριτό τμήμα των αρμοδιοτήτων της τελευταίας.
Συνακόλουθα, ισχύει για τις μεταξύ τους σχέσεις το συμπληρωματικό και όχι το επικουρικό μοντέλο, εφόσον εννοιολογική προϋπόθεση του δευτέρου είναι το να διαθέτουν δύο όργανα (έστω και εν μέρει) κοινές αρμοδιότητες, οπότε πρέπει περαιτέρω να κριθεί, ποιο από τα δύο θα τις ασκήσει, με ποια σειρά (πρώτο ή δεύτερο) και με ποιες προϋποθέσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά (δηλαδή της επικουρικότητας) εμφανίζονται στις σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τις εκάστοτε αρμόδιες κρατικές διωκτικές (Εισαγγελικές) αρχές, λαμβανομένου μάλιστα σοβαρά υπ’ όψιν και του ότι, με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις του Κανονισμού, τα αποκεντρωμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (δηλ. οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι Εισαγγελείς) δεν εντάσσονται υπηρεσιακά/ιεραρχικά στις κατά τόπους εθνικές αρχές, αλλά διατηρούν την αυτοτέλεια του χαρακτήρα τους ως αποκεντρωμένα όργανα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Ωστόσο, οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τις υπόλοιπες ενωσιακές υπηρεσίες με συναφή αρμοδιότητα (όπως π.χ. την OLAF κ.ά) ρυθμίζονται από τον Κανονισμό ως «οριζόντιες» σχέσεις συνεργασίας.
Μάλιστα, πρέπει ορθότερα να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι το πιο πάνω συμπληρωματικό μοντέλο ενισχύεται και από τη λειτουργική και επιχειρησιακή ανεξαρτησία που παρέχει σαφώς στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έναντι όλων των λοιπών (συναφούς αρμοδιότητας) οργάνων της Ε.Ε., δηλ. ακόμη και έναντι της Eurojust, το άρθρο 6 αλλά και το αρ. 5 παρ. 2 του Κανονισμού 2017/1939 (: ειδικότερα η τελευταία πιο πάνω διάταξη, κατά το μέτρο που προβλέπει ως γενικότερες αρχές διέπουσες τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μόνον αυτές του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας και όχι και αυτήν της επικουρικότητας έναντι ιδιαίτερα της Eurojust). Χαρακτηριστικό είναι επίσης, προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση, και το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λογοδοτεί για τις εν γένει δραστηριότητές της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, όχι όμως και στην Eurojust (αρ. 6 παρ. 2 του Κανονισμού 2017/1939).
Εν τέλει, είναι επιθυμητό στο άμεσο μέλλον να αρθεί η προφανής παραδοξότητα αφενός η Eurojust να έχει ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την προαγωγή της δικαστικής συνεργασίας για την πρόληψη και καταστολή της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, ενώ αντιθέτως να περιορίζεται το εύρος δράσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποκλειστικά στα εγκλήματα με οικονομική διάσταση που απειλούν τους δημοσιονομικούς πόρους της ΕΕ, με ενεργοποίηση της σχετικής λειτουργικής ευχέρειας του άρθρου 86 παρ. 4 ΣΛΕΕ.