Κείμενο

Στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για απόλυση υπό όρο, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαρίσης στο υπ’ αριθμ. 28/2023 βούλευμά του ασχολήθηκε και με το ζήτημα των υποχρεώσεων που μπορούν να επιβληθούν, κατ’ άρθρον 106 § 2 εδ. α΄ νΠΚ, στον απολυόμενο κρατούμενο. Η ιδιαιτερότητα της σχολιαζόμενης περίπτωσης έγκειται στο γεγονός ότι το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο υπό απόλυση κρατούμενος ήταν αλλοδαπός - υπήκοος Βουλγαρίας και ότι είχε τη μόνιμη κατοικία του στη εκεί, ενώ, παράλληλα, δεν είχε κανέναν πραγματικό σύνδεσμο με την Ελλάδα, επέβαλε σε αυτόν δύο όρους, η τήρηση των οποίων μπορεί να λάβει χώρα αποκλειστικά στην αλλοδαπή: Αφενός να παραμείνει στον τόπο της μόνιμης κατοικίας του στη Βουλγαρία και αφετέρου να εμφανίζεται στην ελληνική προξενική αρχή που βρίσκεται πλησιέστερα στον παραπάνω τόπο διαμονής του. Ως προς τον τελευταίο όμως αυτόν όρο το Συμβούλιο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: Αξιοποιώντας τις διατάξεις που προβλέπονται στην Απόφαση - Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης.11.2008 (ΕΕ L 337/2008, σελ. 102), η οποία τροποποιήθηκε με την Απόφαση - Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης.2.2009 (ΕΕ L 81/2009, σελ. 24) και ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246/15.11.2014), το Συμβούλιο προέβλεψε ότι μετά από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγνώρισης του βουλεύματος από τις βουλγαρικές αρχές κατά τις παραπάνω διατάξεις, ο απολυθείς κρατούμενος θα έχει υποχρέωση να εμφανίζεται στο Α.Τ. του τόπου της κατοικίας του αντί της ελληνικής προξενικής αρχής το πρώτο δεκαήμερο κάθε τριμήνου.
Δεδομένου ότι η απόλυση υπό τον όρο της ανακλήσεως δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά δοκιμαστικό στάδιο - ειδικό τρόπο εκτελέσεώς της υπό καθεστώς ελεγχόμενης ελευθερίας, με τον οποίο επιδιώκεται η αποτροπή της υποτροπής, η βελτίωση του καταδίκου και η προετοιμασία για την κοινωνική του αποκατάστα
Σελ. 559 ση, ο υπό όρο απολυθείς θεωρείται ότι κατά τον χρόνο δοκιμασίας του εκτίει ποινή, γεγονός που συνεπάγεται ότι η επιβολή υποχρεώσεων η τήρηση των οποίων μπορεί να λάβει χώρα αποκλειστικά στην αλλοδαπή ουσιαστικά ισοδυναμεί με έκτιση του ανασταλέντος υπολοίπου στην αλλοδαπή. Αυτή η φύση του θεσμού της απόλυσης υπό όρο και η πρόβλεψη του άρθρου 2 ν. 2475/1920 περί αποδημίας, που απαγόρευε την έξοδο από τη χώρα προσώπων που είχαν καταδικαστεί μέχρι την ολοκληρωτική έκτιση της ποινής τους, οδήγησαν αρχικά στη σχεδόν απολύτως κρατούσα θέση ότι ο πρόωρα απολυθείς κρατούμενος δεν μπορεί να εξέλθει της χώρας κατά τον χρόνο δοκιμασίας του από τη στιγμή που κατά τον χρόνο αυτό εκτίει ποινή. Η αρχική αυτή θέση μεταβλήθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, μετά από τη νομοθετική παρέμβαση με τον ν. 2207/1994, με την οποία εισήχθη πλέον η δυνατότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που έχει διατάξει την απόλυση «…να επιτρέπει την έξοδο του καταδικασθέντος από τη χώρα αν συντρέχει σπουδαίος ατομικός, οικογενειακός ή επαγγελματικός λόγος». Η νομολογιακή εφαρμογή της ανωτέρω προσθήκης ακολούθησε πάντως δύο οδούς. Κατά την πρώτη προσέγγιση, η έξοδος του απολυθέντος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο για έκτακτο, προσωρινό και συγκεκριμένο λόγο, χωρίς να μπορεί να επιβληθεί ως όρος η εμφάνιση αυτού στις προξενικές αρχές στην αλλοδαπή. Η αιτιολογία της άποψης αυτής ερείδεται, αφενός στην ανωτέρω αναφερόμενη φύση της απόλυσης υπό όρο που δεν επιτρέπει την έκτιση του ανασταλέντος υπολοίπου της ποινής στο εξωτερικό και αφετέρου στο γεγονός ότι ο απολυθείς κρατούμενος παραμένει κατά τον χρόνο δοκιμασίας υπό την επίβλεψη των αρμοδίων αρχών, γεγονός που παρομοίως δεν μπορεί να λάβει χώρα στο εξωτερικό. Κατά τη δεύτερη προσέγγιση, οι σπουδαίοι ατομικοί, οικογενειακοί ή επαγγελματικοί λόγοι δεν είναι απαραίτητο να έχουν έκτακτο χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μπορεί να επιτραπεί η γενική παραμονή του απολυθέντος στο εξωτερικό κατά τον χρόνο δοκιμασίας του. Στα επιχειρήματα της τελευταίας άποψης συγκαταλέγεται η γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, η οποία δεν κάνει μνεία περί προσωρινής και έκτακτης μετάβασης στο εξωτερικό και η δυσανάλογη επιβάρυνση του απολυθέντος κρατουμένου όταν οι λόγοι αυτοί έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Στα παραπάνω, πρέπει πλέον να προστεθεί και το επιχείρημα που αντλείται από την προσθήκη που έγινε στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 106 νΠΚ, σύμφωνα με την οποία οι υποχρεώσεις «…που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε». Κατά την αιτιολογική
Σελ. 560 έκθεση, η σχετική προσθήκη «…παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστικό συμβούλιο να μην επιβάλλει εξ αρχής, να άρει ή να τροποποιήσει επιπλέον και υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους απολυομένους κατά το χρόνο δοκιμασίας δυνάμει ειδικών νόμων [λ.χ. άρθρο 2 ν. 2475/1920 περί αποδημίας, που απαγορεύει την έξοδο από την χώρα απολυομένου μέχρι τη λήξη του χρόνου δοκιμασίας]». Αυτή ακριβώς η δυνατότητα του Συμβουλίου να αποφασίζει εξαρχής τη μη εφαρμογή της σχετικής διάταξης που απαγορεύει την έξοδο από τη χώρα του απολυθέντος υπό όρο κρατουμένου φαίνεται ότι μπορεί να υποστηρίξει επαρκώς τον μόνιμο χαρακτήρα της σχετικής επιλογής του Συμβουλίου, και τούτο πέραν του γεγονότος ότι αυτή εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια, υπό την έννοια ότι εφόσον διαφαίνεται ότι οι σπουδαίοι αυτοί λόγοι θα εξακολουθήσουν να συντρέχουν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου δοκιμασίας θα ήταν δικαιοπολιτικά αλλά και λογικά «δύσπεπτη» η ανατροπή αυτής της κρίσης του Συμβουλίου σε δεύτερο χρόνο: Από τη στιγμή που η αρχική επιλογή του Συμβουλίου μπορεί να στηρίζεται στην αναγκαιότητα της ομαλότερης επανένταξης στο κοινωνικό σύνολο και της ταχύτερης κοινωνικής αποκατάστασης του πρόωρα απολυθέντος κρατουμένου προκειμένου να προαχθεί ο κατεξοχήν σκοπός της ειδική πρόληψης που υπηρετεί ο εν λόγω θεσμός, οποιαδήποτε αιτιολογία αναγόμενη απλώς στη φύση της απόλυσης υπό όρο ως τρόπου έκτισης της ποινής σε καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας θα ήταν εκτεθειμένη δικαιοπολιτικά, ενώ, ταυτόχρονα, θα ήταν οξύμωρο να μην επιτρέπεται η έξοδος του απολυθέντος κρατουμένου από τη χώρα όταν οι σπουδαίοι ατομικοί, οικογενειακοί ή επαγγελματικοί λόγοι έχουν μόνιμο χαρακτήρα, αλλά να επιτρέπεται όταν οι ίδιας σοβαρότητας και έντασης παρόμοιοι λόγοι έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα.
Το γεγονός άλλωστε ότι ο όρος περί εμφάνισης στην ελληνική προξενική αρχή δεν περιλαμβάνεται ρητά σε αυτούς του άρθρου 99§2 νΠΚ στους οποίους παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 106§2 εδ. α΄ νΠΚ, δεν φαίνεται να μπορεί να αναιρέσει τα παραπάνω. Υπενθυμίζεται ότι στην προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 106§2 πΠΚ δεν προσδιοριζόταν το ειδικότερο περιεχόμενο των σχετικών υποχρεώσεων, γινόταν δε δεκτό ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν παρετίθεντο περιοριστικά από τον νομοθέτη. Πλέον, ναι μεν γίνεται ρητή παραπομπή σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, οι οποίες προβλέπονται και για την υπό όρους αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατ’ άρθρον 99§2 νΠΚ και συνίστανται στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, στη συμμετοχή του, κατόπιν σχετικής συναίνεσής του, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στη συμμετοχή του σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής, καθώς και στην εμφάνισή του στο αστυνομικό τμήμα, ωστόσο, η παραπομπή αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό των δυνατοτήτων του Συμβουλίου ως προς τους όρους που μπορεί να θέσει στον απολυόμενο κρατούμενο, παρότι η σχετική παραπομπή μόνο στις περιπτώσεις δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99 νΠΚ φαντάζει αδιάστικτη. Τούτο φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 106§2 νΠΚ, η οποία αναφέρεται σε υποχρεώσεις που μπορεί να αφορούν και τον τόπο διαμονής του απολυθέντος κρατουμένου, τη στιγμή που καμία από τις περιπτώσεις δ΄ έως ζ΄ του άρθρου 99§2 νΠΚ δεν συνιστά υποχρέωση αμιγώς σχετική με τον τόπο διαμονής. Ως εκ τούτου, η παραπομπή στους εν λόγω όρους του άρθρου 99§2 νΠΚ δεν φαίνεται να έχει τον χαρακτήρα μίας περιοριστικής επεξήγησης του ειδικότερου περιεχομένου που μπορεί να λάβουν οι γενικά διατυπωμένες υποχρεώσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 106§2 νΠΚ, αλλά αντίθετα διαφαίνεται να κατατείνει στη διεύρυνση των δυνατοτήτων του Συμβουλίου, εντάσσοντας και τους όρους αυτούς μεταξύ των επιλογών που μπορεί να κάνει. Τυχόν αντίθετη θέση θα περιόριζε αδικαιολόγητα την εξουσία του να προβεί στη διαδικασία της εξατομίκευσης των όρων, η οποία είναι αναμφισβήτητα κρίσιμο να προηγηθεί, ώστε να επιλεγούν οι καταλληλότεροι εξ αυτών και να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικότερα οι στόχοι της πρόωρης απόλυσης. Είναι, επομένως, προφανές ότι
Σελ. 561 δεν τίθεται ζήτημα εκ προοιμίου αποκλεισμού υποχρεώσεων, εφόσον αυτές αφορούν τον τρόπο ζωής και ιδίως τον τόπο διαμονής του υπό απόλυση κρατουμένου. Πέραν τούτου, η μη αναγνώριση της σχετικής δυνατότητας του Συμβουλίου να επιτρέψει την έξοδο από τη χώρα καθ’ όλο τον χρόνο δοκιμασίας σε περιπτώσεις προσώπων που η εργασία, η οικογένεια ή ο μόνιμος τόπος διαβίωσής τους είναι στο εξωτερικό, θα οδηγούσε το Συμβούλιο, στις περιπτώσεις που αυτό έκρινε πάντως απαραίτητη την εμφάνιση του απολυθέντος κρατουμένου ενώπιον μίας αρχής, στην επιβολή μίας υποχρέωσης που θα έπρεπε να εκπληρώνεται εντός Ελλάδας, τη στιγμή που είναι φανερό ότι η τήρηση του όρου αυτού θα ήταν δυσχερής και η επιβάρυνση του πρόωρα απολυθέντος κρατουμένου δυσανάλογα επαχθής.

Πέραν όμως των παραπάνω, το όλο ζήτημα πρέπει να εξεταστεί και από μία διαφορετική σκοπιά. Με την Απόφαση - Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης.11.2008 (ΕΕ L 337/2008, σελ. 102) «σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απόλυση υπό όρους, με σκοπό την επιτήρηση των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», η οποία τροποποιήθηκε με την Απόφαση - Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης.2.2009 (ΕΕ L 81/2009, σελ. 24) και ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246/15.11.2014), καθορίστηκαν οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος - μέλος της Ε.Ε. που αποτελεί τη νόμιμη και συνήθη κατοικία του καταδικασθέντος (κράτος εκτέλεσης), αναγνωρίζει τις αποφάσεις απόλυσης υπό όρο που εκδίδονται σε ένα άλλο κράτος - μέλος, εποπτεύει τα μέτρα αναστολής που επιβάλλονται βάσει μιας τέτοιας απόφασης και λαμβάνει κάθε άλλη απόφαση συνδεόμενη με την εν λόγω απόφαση, σε περίπτωση που ο καταδικασθείς έχει επιστρέψει ή θέλει να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος.
Σύμφωνα παραπέρα με τη σχετική ρύθμιση του άρθρου 27§1 ν. 4307/2014, ως μόνο ουσιαστικό κριτήριο προκειμένου να αναληφθεί από το κράτος εκτέλεσης η επιτήρηση των σχετικών υποχρεώσεων σε περίπτωση απόλυσης υπό όρο τίθεται η συνήθης διαμονή του απολυθέντος κρατουμένου στο κράτος εκτέλεσης είτε αυτός έχει επιστρέψει σε αυτό είτε επιθυμεί να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος. Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές, η εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί από το ημεδαπό Δικαστικό Συμβούλιο λαμβάνει χώρα στην αλλοδαπή, δεδομένου δε ότι η απόλυση υπό όρο συνιστά στάδιο έκτισης της ποινής σε καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας, η ανάληψη της εποπτείας των σχετικών υποχρεώσεων από το κράτος εκτέλεσης ουσιαστικά συνεπάγεται την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε από το ημεδαπό Δικαστή
Σελ. 562ριο στην αλλοδαπή, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι το κράτος εκτέλεσης δεν ασκεί ιδία ποινική εξουσία, αλλά διευκολύνει την άσκηση μιας αλλοδαπής δικαιοδοτικής εξουσίας στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις . Είναι σαφές όμως από τις σχετικές ρυθμίσεις ότι στις περιπτώσεις που αναλαμβάνεται από ένα κράτος - μέλος της Ε.Ε. η επιτήρηση των όρων που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο απόλυσης υπό όρο, δεν τίθεται οιοδήποτε ζήτημα ελέγχου των προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη του άρθρου 2 ν. 2475/1920 προκειμένου να επιτραπεί τελικά η έξοδος από τη χώρα του απολυθέντος κρατουμένου και να εκτελεστούν οι όροι αυτοί στην αλλοδαπή . Ακόμη λοιπόν και εάν υιοθετηθεί ερμηνευτικά η θέση ότι η δυνατότητα εξόδου από τη χώρα που προβλέπεται στο άρθρο 2 ν. 2475/1920 «…μπορεί να επιτραπεί μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα –άπαξ ή περισσότερες φορές–, και δεν μπορεί επ’ ουδενί να διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου της δοκιμασίας…» , η θέση αυτή δεν φαίνεται να μπορεί να βρει εφαρμογή στις περιπτώσεις απόλυσης υπό όρο όπου η επιτήρηση των σχετικών υποχρεώσεων έχει ανατεθεί από το κράτος έκδοσης σε έτερο κράτος - μέλος της Ε.Ε. Ως εκ τούτων, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι σχετικοί όροι εκτελούνται στο κράτος εκτέλεσης για όλο τον υπολειπόμενο χρόνο δοκιμασίας του απολυθέντος κρατουμένου χωρίς τους σχετικούς χρονικούς περιορισμούς . Από τη στιγμή όμως που είναι επιτρεπτή η εκτέλεση των σχετικών όρων στο κράτος εκτέλεσης για όλο τον υπολειπόμενο χρόνο δοκιμασίας με μόνο νομιμοποιητικό κριτήριο αυτό της συνήθους διαμονής του πρόωρα απολυθέντος κρατουμένου στο εν λόγω κράτος, ακριβώς προκειμένου να διευκολυνθεί η κοινωνική του επανένταξη, θα πρέπει, προκειμένου να υπηρετηθεί ο ίδιος αυτός σκοπός, να γίνει παραπέρα δεκτό ότι είναι ανοιχτός ο δρόμος να επιβάλλει το Δικαστικό Συμβούλιο, κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όρους τηρούμενους εντός της εδαφικής επικράτειας κράτους - μέλους της Ε.Ε. και εποπτευόμενους από τις ελληνικές αρχές, με μόνο επίσης νομιμοποιητικό κριτήριο αυτό της συνήθους διαμονής του υπό απόλυση κρατουμένου χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2 ν. 2475/1920. Ανεξαρτήτως, επομένως, εάν θα ακολουθηθεί τελικά από τις ελληνικές αρχές η διαδικασία διαβίβασης του βουλεύματος στο κράτος εκτέλεσης ή εάν θα ολοκληρωθεί από τις αρχές του κράτους εκτέλεσης η διαδικασία αναγνώρισης του σχετικού βουλεύματος και ανάληψης της εποπτείας των σχετικών όρων, είναι φανερό ότι υφίσταται ένας κοινός παρονομαστής στις περιπτώσεις που εκδίδεται ένα βούλευμα που διατάσσει την απόλυση υπό όρο ενός κρατουμένου: Η προοπτική της ομαλότερης κοινωνικής του επανένταξης . Και για την εξυπηρέτηση αυτής της προοπτικής, τα κράτη - μέλη της Ε.Ε., στο πλαίσιο διαμόρφωσης του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, έθεσαν στο επίκεντρο τη συνήθη διαμονή του καταδικασθέντος προσώπου, δεδομένου ότι αυτή συνέχεται με «…οικογενειακούς, γλωσσικούς, πολιτισμικούς και άλλους δεσμούς…» που έχει αναπτύξει ο απολυθείς κρατούμενος στον συγκεκριμένο τόπο, οι οποίοι καθιστούν αναμφισβήτητα ευκολότερη την κοινωνική του επανένταξη. Με τα παραπάνω δεδομένα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συνήθης διαμονή του απολυθέντος κρατουμένου σ’ ένα κράτος - μέλος της Ε.Ε., όταν αυτός επιθυμεί να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος, πρέπει να θεωρείται επαρκής νομιμοποιητική βάση για την επιβολή υποχρεώσεων τηρούμενων εντός του κράτους αυτού και τούτο ανεξαρτήτως της ενεργοποίησης των διαδικασιών του ν. 4307/2014, προφανώς, δε, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως ήδη εκτέθηκε, οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 ν. 2475/1920 δεν χρειάζεται να ληφθούν υπόψη . Συνεκδοχικά, θα πρέπει να γί
Σελ. 563νει παραπέρα δεκτό ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 2 ν. 2475/1920 βρίσκει πλέον εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις όπου ο υπό απόλυση κρατούμενος δηλώνει ότι δεν έχει τη συνήθη διαμονή του εντός της Ε.Ε. και ότι σκοπεύει να μεταβεί σε χώρα που δεν ανήκει σε αυτήν, οπότε και πρέπει να πραγματοποιηθεί ο σχετικός έλεγχος περί συνδρομής των προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου.
Στη σχολιαζόμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διαγιγνώσκοντας ότι «…ο απολυόμενος δεν έχει τον παραμικρό εθνικό, βιοτικό, κοινωνικό ή οικονομικό δεσμό με την Ελλάδα, ενώ η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη χώρα είναι ανύπαρκτη, καθώς το εύρος των δεσμών του με αυτήν εξαντλείται στην παραμονή του σε ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα, με αποτέλεσμα ο απολυόμενος να στερείται οποιουδήποτε κοινωνικού υποβάθρου, δυνάμενου να υποστηρίξει την ομαλή επανένταξή του στην ελληνική κοινωνία μετά την αποφυλάκιση του» επέλεξε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχει ο ν. 4307/2014 ως προς την έκτιση του ανασταλέντος υπολοίπου της επιβληθείσας ποινής στη Βουλγαρία, χώρα που αποτελούσε τον τόπο διαμονής του απολυθέντος κρατουμένου μέχρι της συλλήψεώς του. Παράλληλα, όμως, θέλοντας να διασφαλίσει την τήρηση των σχετικών όρων μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγνώρισης του βουλεύματος, το Συμβούλιο διατήρησε τη δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών ως προς την εποπτεία των όρων περί υποχρέωσης διαμονής του απολυθέντος στον τόπο κατοικίας του στη Βουλγαρία και περί εμφάνισής του στις ελληνικές προξενικές αρχές, είναι δε αυτονόητο ότι εάν δεν ακολουθηθεί τελικά η διαδικασία αναγνώρισης του βουλεύματος από τις ελληνικές αρχές ή εάν αυτή δεν ολοκληρωθεί από τις αρχές του κράτους εκτέλεσης, οι όροι αυτοί παραμένουν ενεργοί και την εποπτεία τήρησης αυτών σε μία τέτοια περίπτωση θα εξακολουθούν να την έχουν οι ελληνικές αρχές. Προκειμένου μάλιστα να παρακάμψει την απορρέουσα από το άρθρο 2 ν. 2475/1920 απαγόρευση, το Συμβούλιο διατύπωσε πρόσθετα τη σκέψη ότι σε κάθε περίπτωση υφίστανται στο πρόσωπο του απολυθέντος κρατουμένου «…σπουδαίοι ατομικοί και οικογενειακοί λόγοι που δικαιολογούν τη διαμονή του εκτός της ελληνικής επικράτειας κατά το χρόνο της δοκιμασίας του». Βέβαια, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 ν. 2475/1920 δεν χρειαζόταν να ληφθούν υπόψη στην εν λόγω περίπτωση, από τη στιγμή που προκύπτει ότι ο τόπος συνήθους διαμονής του απολυθέντος κρατουμένου βρισκόταν εντός της Ε.Ε.
Εδώ, πάντως, θα πρέπει να τονιστούν και τα εξής: Κατ’ άρθρον 25§2 ν. 4307/2014, τη σχετική αρμοδιότητα για τη διαβίβαση του βουλεύματος στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης την έχει ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, γεγονός που συνεπάγεται ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί πρακτικά ζήτημα στην περίπτωση που ο Εισαγγελέας θεωρεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του ν. 4307/2014, ζήτημα όμως το οποίο εκφεύγει της παρούσας. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο στη σχολιαζόμενη περίπτωση, επιβάλλοντας ως όρο την υποχρέωση διαμονής του απολυθέντος κρατουμένου στο εξωτερικό και την εμφάνιση αυτού στις βουλγαρικές αρχές, ουσιαστικά κίνησε το ίδιο τη διαδικασία του ν. 4307/2014 περί αναγνώρισης του σχετικού βουλεύματος από το κράτος εκτέλεσης, αναδεικνύει το δικαιοπολιτικό αδιέξοδο στο οποίο θα βρισκόταν εάν όριζε ως τόπο διαμονής έναν τόπο εντός Ελλάδος, αντιλαμβανόμενο ότι σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί η κοινωνική επανένταξη του υπό απόλυση κρατουμένου. Άλλωστε, ακόμη και εάν το Συμβούλιο είχε επιλέξει να επιβάλλει ως όρο τη διαμονή του υπό απόλυση κρατουμένου στην Ελλάδα, τότε, φυσικά, και πάλι θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί από τον Εισαγγελέα η διαδικασία του ν. 4307/2014, από τη στιγμή που ο τόπος συνήθους διαμονής του απολυθέντος κρατουμένου ήταν η Βουλγαρία, οπότε, κατ’ αποτέλεσμα, θα καταλήγαμε πιθανότατα στο ίδιο σημείο, απλώς υπό διαφορετικές νομικές οδούς. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να παραμεριστεί το γεγονός ότι η διαδικασία που προβλέπει ο ν. 4307/2014 περί ανάληψης της εποπτείας από τις αρχές κράτους - μέλους της Ε.Ε. τυχόν επιβληθέντων όρων στο πλαίσιο απόλυσης υπό όρο αφορά, στις περιπτώσεις όπου η Ελλάδα είναι το κράτος έκδοσης του σχετικού βουλεύματος, τις υποχρεώσεις η τήρηση των οποίων λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό πάντως που πρέπει να αναδειχθεί από το σχολιαζόμενο βούλευμα είναι ότι το Συμβούλιο προέβη σ’ έναν συγκερασμό διατάξεων από διαφορετικά νομοθετήματα που εμπλέκουν διαφορετικές δικαιοδοσίες ως προς την εποπτεία των επιβαλλόμενων υποχρεώσεων στο πλαίσιο απόλυσης υπό όρο, έχοντας εμφανώς θέσει ως κοινό έρεισμα της κρίσης του την ομαλότερη κοινωνική επανένταξη του απολυθέντος κρατουμένου. Η προσπάθεια αυτή του Συμβουλίου να προσπεράσει τις όποιες νομικές «κακοτοπιές» θα μπορούσε να βρει στον δρόμο του προκειμένου να προωθήσει, υπό την προοπτική της αποτελεσματικότητας, τους σκοπούς που υπηρετεί ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο είναι αναμφίβολα μία επιλογή που υπηρετεί αυθεντικά τον θεσμό.