Κείμενο

Εισαγωγή
Το περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (εφεξής «ΗΠΑ») δείχνει να συρρικνώνεται διαρκώς. Πρόκειται για μια εξέλιξη, η οποία, πέρα από δυσάρεστη, έρχεται σε ρήξη με την προσέγγιση της αμερικανικής παράδοσης, γενικότερα, στο πεδίο της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, αλλά και, ειδικότερα, στο πεδίο των περιβαλλοντικών διαφορών. Στην αντίπερα όχθη, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της, με τις όποιες αποκλίσεις μεταξύ τους, φαίνεται να διαθέτουν μια πιο συντεταγμένη, αλλά και πραγματιστική πολιτική στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικές διαφορές.
Στόχος της ανά χείρας μελέτης είναι να παρουσιάσει, κατ’ αρχάς, τα ισχύοντα στις ΗΠΑ αναφορικά με το έννομο συμφέρον βάσει του κρατούντος τρόπου ερμηνείας και εφαρμογής του Άρθρου ΙΙΙ του αμερικανικού Συντάγματος (υπό Ι), τις πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις συναφώς, καθώς και την επίδραση που ασκεί η σύγχρονη στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον (υπό ΙΙ). Για να αντιληφθεί κανείς τη στροφή της αμερικανικής Θεωρίας και, ιδίως, Νομολογίας στο εν θέματι αντικείμενο, εκτίθεται και η πορεία του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος από την ίδρυση των ΗΠΑ έως και σήμερα (υπό ΙΙΙ). Προς αντιπαραβολή με τα ισχύοντα στις ΗΠΑ, η
Σελ. 378παρούσα μελέτη ασχολείται εκτενώς με την ευρωπαϊκή σκοπιά της προβληματικής, με ιδιαίτερη έμφαση να δίδεται στη Σύμβαση του Ώρχους, καθώς και στο περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον των φυσικών προσώπων, των νομικών προσώπων και των ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα (υπό IV).
Το άρθρο καταλήγει ότι απαιτείται ένας «εξ επόψεως σκοπών εξευρωπαϊσμός» του αμερικανικού δικαίου περιβάλλοντος, ιδίως στο πεδίο του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος, τα μέσα για την επίτευξη του οποίου, ωστόσο, πρέπει, αφενός, να είναι προσαρμοσμένα στην κρατική δομή των ΗΠΑ και, αφετέρου, να λαμβάνουν υπόψη τα σημερινά δεδομένα, ιδίως δε τη (συντηρητική) σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία καθιστά τουλάχιστον επισφαλή την επιδίωξη αρωγής εκ μέρους του στο εγχείρημα της διεύρυνσης της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.
Ι. Το έννομο συμφέρον υπό το φως του άρθρου ΙΙΙ του Συντάγματος των ΗΠΑ
1. Οι προϋποθέσεις συνδρομής εννόμου συμφέροντος και η αντιμετώπισή τους από τη Νομολογία
1.1. Προλεγόμενα
Όπως γίνεται δεκτό, για την επιδίωξη παροχής δικαστικής προστασίας, τα αγόμενα ενώπιον των δικαστηρίων ζητήματα πρέπει να αποτελούν πραγματικές «διαφορές» και όχι αφηρημένης φύσεως ερωτήσεις, ώστε να ικανοποιείται η σχετική απαίτηση του Άρθρου ΙΙΙ του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια επιλύουν «cases» και «controversies», δεν παρέχουν, δηλαδή, συμβουλευτικού χαρακτήρα γνώμες. Η συγκεκριμένη προϋπόθεση συνδέεται, πρωτίστως, με την απαίτηση συνδρομής εννόμου συμφέροντος (standing) στο πρόσωπο του αιτούντος δικαστική προστασία.
Σύμφωνα με το νομολογιακά διαπλασμένο τεστ της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Lujan v. Defenders of Wildlife (1992), οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος είναι οι ακόλουθες τρεις: (1) συνδρομή πραγματικής βλάβης (injury in fact), η οποία πρέπει, περαιτέρω, να είναι συγκεκριμένη (concrete and particularized) και υφιστάμενη ή επικείμενη (actual or imminent), (2) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ βλάβης και της προσβαλλόμενης πράξης/παράλειψης (causal connection – traceability) και (3) λυσιτέλεια (redressability) της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης.

1.2. Η προϋπόθεση συνδρομής πραγματικής βλάβης
Αρχικά, αναφορικά με την προϋπόθεση της συνδρομής πραγματικής βλάβης, η τυχόν ιδεολογικού ή φιλοσοφικού χαρακτήρα δυσαρέσκεια του αιτούντος δικαστική προστασία δεν αρκεί για να θεμελιώσει έννομο συμφέρον, όσο ειλικρινής και αν είναι. Στην ίδια κατεύθυνση, διαφωνία με μία πράξη ή παράλειψη, ακόμα και η πλέον οξεία (sharp and acrimonious) κρίνεται, επίσης, ανεπαρκής.

Επιπροσθέτως, έχει κριθεί ότι βλάβη του συμφέροντος που έχει κάθε πολίτης στη νόμιμη δράση της Διοίκησης δεν αποτελεί βλάβη ικανή να θεμελιώσει έννομο συμφέρον. Μάλιστα, στο πεδίο του εκλογικού δικαίου, νομολογείται ότι ακόμα και τα μέλη του Κογκρέσου δεν είναι σε θέση να προσβάλουν πράξεις επανοριοθέτησης των εκλογικών περιφερειών μόνο και μόνο επειδή οι τελευ
Σελ. 379 ταίες είναι παράνομες. Αντιθέτως, πρέπει να αποδείξουν ότι οι εν λόγω πράξεις επέδρασαν βλαπτικά στο ενδεχόμενο επανεκλογής τους.

Ούτε το Κογκρέσο δύναται να παράσχει, δια νόμου, στους πολίτες έννομο συμφέρον επιδίωξης τήρησης της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους της Διοίκησης. Στην προαναφερθείσα απόφαση Lujan v. Defenders of Wildlife, το Κογκρέσο είχε θεσπίσει ένα νομοθέτημα περιβαλλοντικού δικαίου, βάσει του οποίου η παραβίαση των διατάξεών του μπορούσε να προσβληθεί δικαστικά από τον οποιονδήποτε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη θέσπισε ένα αφηρημένο δικαίωμα των πολιτών να ζητήσουν από την Εκτελεστική Εξουσία να εφαρμόζει τις νόμιμες διαδικασίες, η προσβολή του οποίου δεν δύναται να θεωρηθεί βλάβη ικανή να θεμελιώσει έννομο συμφέρον.

Στηριζόμενο στην απόφαση Lujan v. Defenders of Wildlife, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Spokeo, Inc. v. Robins (2016), ότι το γεγονός πως ο καθ’ ου είχε αναρτήσει στο διαδίκτυο ψευδείς πληροφορίες σε σχέση με τον αιτούντα, κατά παραβίαση της οικείας νομοθεσίας (Fair Credit Reporting Act), δεν θεμελίωνε έννομο συμφέρον ελλείψει απόδειξης συνδρομής συγκεκριμένης βλάβης απορρέουσας από την ως άνω ανάρτηση. Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε, ακόμη, ότι το Κογκρέσο δύναται να αναγάγει σε βλάβη επαρκή προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος μία de facto βλάβη η οποία per se δεν θα κρινόταν επαρκής. Αυτό μπορεί να συμβεί, κατά το Δικαστήριο, όταν αναγνωρίζεται μια βλάβη ως έχουσα στενή σχέση με βλάβη που θεωρείτο παραδοσιακά ότι επαρκεί για την επιδίωξη παροχής δικαστικής προστασίας στα Αγγλικά ή Αμερικανικά δικαστήρια (a close relationship to a harm that has traditionally been regarded as providing a basis for a lawsuit in English or American courts).
Αυτή η νομολογία, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά εν συνεχεία, εξελίχθηκε έτι περαιτέρω, με την απόφαση TransUnion LLC v. Ramirez (2021), ως προς δύο ζητήματα. Πρώτον, η γνώμη του Κογκρέσου κρίνεται μεν διδακτική (instructive), αλλά ανεπαρκής προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος. Τουναντίον, ακόμα και σε περίπτωση που έχει παρασχεθεί νομοθετικά το δικαίωμα προσβολής, δικαστικά, ορισμένης παρανομίας της Διοίκησης, ο αιτών οφείλει να αποδείξει τη συνδρομή πραγματικής βλάβης στο πρόσωπό του. Με άλλα λόγια, πρώτο λόγο στην αξιολόγηση της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος έχουν τα δικαστήρια, όχι ο νομοθέτης. Δεύτερον, το Δικαστήριο εμπλούτισε το προειρηθέν ιστορικό/παραδοσιακό τεστ που υιοθέτησε στην απόφαση Spokeo, Inc. v. Robins, τονίζοντας ότι, προκειμένου μία βλάβη να κριθεί συγκεκριμένη, οφείλει να αναλογεί σε κάποια βλάβη που αναγνωρίζεται ως τέτοια ιστορικά από τα δικαστήρια ή απαντάται στο κοινοδίκαιο (historical or common law analogue). Παράλληλα, απλός κίνδυνος συνδρομής μελλοντικής βλάβης (mere risk of future harm) δεν επαρκεί. Η απόφαση TransUnion LLC v. Ramirez εγείρει πολύ σοβαρά ζητήματα σε περισσότερα επίπεδα, τα οποία θα εκτεθούν αναλυτικά στις επόμενες σειρές.
Επιπροσθέτως, η βλάβη που απαιτείται για το έννομο συμφέρον δεν περιορίζεται μόνο σε υλικά οικονομικά συμφέροντα. Το Δικαστήριο υπογράμμισε, στην απόφαση Spokeo, Inc. v. Robins, ότι η συγκεκριμένη βλάβη δεν είναι απαραιτήτως συνώνυμη με την υλική βλάβη (concrete is not […] necessarily synonymous with ‘tangible’). Όπως, άλλωστε, έχει κριθεί και στην απόφαση Sierra Club v. Morton (1972), συμφέροντα αισθητικής φύσεως, συμφέροντα στη συντήρηση ορισμένου περιβάλλοντος ή και ψυχαγωγίας (aesthetic, conservational and recreational interests) μπορούν να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αποδεικνύεται η συνδρομή συγκεκριμένης βλάβης.

Σελ. 3801.3. Οι προϋποθέσεις αιτιώδους συνάφειας και λυσιτέλειας – ειδικότερα ζητήματα
Πέραν της απαίτησης συνδρομής συγκεκριμένης βλάβης, κατά την ανωτέρω αναπτυχθείσα έννοια, ο αιτών δικαστική προστασία οφείλει να αποδείξει, αφενός, ότι η βλάβη συνδέεται αιτιωδώς με την προσβαλλόμενη πράξη/παράλειψη (fairly traceable causal connection) και, αφετέρου, ότι μια ευνοϊκή δικαστική απόφαση θα ηδύνατο να επανορθώσει την επισυμβάσα βλάβη, ήτοι θα ήτο λυσιτελής (redressability). Οι επίμαχες προϋποθέσεις, κατά κανόνα, κρίνονται in concreto, γεγονός που καθιστά τη νομολογία στα εν λόγω ζητήματα περιπτωσιολογική. Πάντως, είναι σαφές ότι μια υποθετική αλυσίδα πιθανοτήτων (speculative chain of possibilities) δεν αρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην απόφαση Massachusetts v. Environmental Protection Agency (2007), η οποία ασχολείται ενδελεχώς με το έννομο συμφέρον των Πολιτειών, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε μια πιο «χαλαρή» ερμηνεία ως προς τα δύο αυτά στοιχεία του εννόμου συμφέροντος. Από τη μία πλευρά, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν ο διάδικος διαθέτει εκ του νόμου ένα διαδικαστικό δικαίωμα προς προστασία των συμφερόντων του, τότε η επιδίωξη δικαστικής αποκατάστασης του δικαιώματος αυτού δεν προϋποθέτει την απόδειξη συνδρομής αμεσότητας (immediacy) και λυσιτέλειας (redressability), αρκεί αυτές να πιθανολογούνται. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο προέβη σε διάκριση μεταξύ των ιδιωτών ως διαδίκων και των Πολιτειών, όταν οι τελευταίες προσφεύγουν στα ομοσπονδιακά δικαστήρια με στόχο την προστασία των οιονεί κυριαρχικών (quasi-sovereign) συμφερόντων τους ως parens patriae, οπότε και, κατά την άποψη αυτή, τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης (special solicitude).

Στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, έχει κριθεί ότι οι φορολογούμενοι, κατ’ αρχήν, δεν έχουν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν τη συνταγματικότητα των ομοσπονδιακών ή των πολιτειακών δαπανών, κατά το μέτρο που τυχόν επικράτησή τους σε ενδεχόμενη δικαστική διαμάχη θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, σχεδόν μηδενική επίδραση στο ύψος των φόρων που οφείλουν να καταβάλουν. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει έννομο συμφέρον φορολογουμένων προς προσβολή κυβερνητικών δαπανών που λαμβάνουν χώρα προς υποστήριξη ορισμένης θρησκείας – για αγορά εγχειριδίων διδασκαλίας σε θρησκευτικά σχολεία – ως παραβίαση της συνταγματικής υποχρέωσης μη εγκαθίδρυσης θρησκείας, όπως αυτή προβλέπεται στην Πρώτη Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος (Establishment Clause of the First Amendment). Μολονότι η εν λόγω εξαίρεση δύσκολα συμβιβάζεται με την απαίτηση συνδρομής πραγματικής βλάβης, τις απαιτήσεις αιτιότητας και λυσιτέλειας, αλλά και την απόρριψη εκ μέρους του δικαστηρίου της actio popularis (citizen standing), εντούτοις γίνεται δεκτή ακόμα και σήμερα.

Τέλος, αξιοπρόσεκτη είναι η προβληματική του εννόμου συμφέροντος σε περίπτωση που τη βλάβη υφίσταται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τον αιτούντα δικαστική προστασία (third-party standing). Κατ’ αρχήν, γίνεται δεκτό ότι ο διάδικος οφείλει γενικά να επικαλεστεί ίδια δικαιώματα και συμφέροντα και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να στηρίξει το αίτημά του στα δικαιώματα ή συμφέροντα τρίτων μερών. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις ο επίμαχος κανόνας κάμπτεται, κατά το μέτρο που έχει κριθεί ότι ένας διάδικος δύναται να επικαλεστεί τα δικαιώματα τρίτων, εάν ορισμένο πρακτικό εμπόδιο καθιστά υπέρμετρα δυσχερή την επίκληση των δι
Σελ. 381 κών του δικαιωμάτων και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι υφίσταται κάποιου είδους σχέση ανάμεσα στο φορέα του δικαιώματος και το διάδικο που επικαλείται το δικαίωμα τρίτου προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό του. Για παράδειγμα, στην απόφαση Singleton v. Wulf (1976), η οποία αφορά στις αμβλώσεις, οι γιατροί κρίθηκε ότι είχαν έννομο συμφέρον να επικαλεστούν το (πλέον μη προστατευόμενο συνταγματικά) δικαίωμα των ασθενών τους σε άμβλωση.

2. Δογματική θεμελίωση της απαίτησης συνδρομής εννόμου συμφέροντος
Σύμφωνα με την κλασική και πλέον διαδεδομένη άποψη, η απαίτηση συνδρομής εννόμου συμφέροντος για την παροχή δικαστικής προστασίας ερείδεται στο Άρθρο ΙΙΙ του αμερικανικού Συντάγματος και, συγκεκριμένα, στη ρήτρα περί «cases» και «controversies», βάσει της οποίας τα αμερικανικά ομοσπονδιακά δικαστήρια μπορούν να επιλύουν μόνο πραγματικές διαφορές, δεν παρέχουν δε αυτά συμβουλευτικές γνώμες επί θεωρητικών ή υποθετικών ζητημάτων. Άλλωστε, η ιστορική απόφαση Marbury v. Madison (1803) υπογράμμισε ότι ο δικαστικός έλεγχος στις ΗΠΑ λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο δικών μεταξύ ιδιωτών (private litigation model of judicial review), υπό την έννοια ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εκ μέρους του δικαστηρίου ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου στα ενώπιόν του τιθέμενα ζητήματα.
Στενά συνδεδεμένη με την προηγούμενη θεμελίωση είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί αναγκαίο σύστοιχο της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, η οποία ναι μεν δεν κατοχυρώνεται ρητά στο αμερικανικό Σύνταγμα, αλλά θεωρείται ότι απορρέει από τη δομή του. Ειδικότερα, η απαίτηση συνδρομής έννομου συμφέροντος, ιδίως επίκλησης πραγματικής βλάβης εκ μέρους του αιτούντος δικαστική προστασία, εξασφαλίζει ότι η Δικαστική Εξουσία ασκεί τον περιορισμένο ρόλο που προβλέπει για αυτή το Σύνταγμα στο Άρθρο ΙΙΙ, ήτοι αυτόν της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, χωρίς να τρέπεται σε «περιπλανώμενη επιτροπή» (roving commission) τοποθετούμενη δημόσια επί παντός επιστητού.

Την ίδια στιγμή, η αντικατάσταση της εξουσίας εξέτασης εκ μέρους των δικαστηρίων της συνδρομής εννόμου συμφέροντος διά της εξουσίας του Κογκρέσου να νομιμοποιεί πολίτες να επικαλεστούν νομοθετικές παραβάσεις δίχως να απαιτείται επίκληση βλάβης στο πρόσωπό τους θα έθετε εν αμφιβόλω και την Εκτελεστική Εξουσία (Άρθρο ΙΙ του αμερικανικού Συντάγματος). Και αυτό για το λόγο ότι θα ισοδυναμούσε με μεταβίβαση του καθήκοντος της κυβέρνησης προς εκτέλεση των νόμων από τη διακριτική ευχέρεια της Εκτελεστικής Εξουσίας στο πεδίο των ιδιωτών, οι οποίοι δεν λογοδοτούν στο λαό ούτε είναι επιφορτισμένοι με τη συνεκτίμηση παραμέτρων δημοσίου συμφέροντος κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.

Μια άλλη άποψη συνδέει την απαίτηση συνδρομής εννόμου συμφέροντος με τη λεγόμενη «αντι-πλειοψηφική δυσκολία» (anti-majoritarian difficulty) την οποία δημιουργεί η κατοχή αυξημένης εξουσίας εκ μέρους των δικαστηρίων, κατά το μέτρο που τα όργανα της Δικαστικής Εξουσίας δεν εκλέγονται από το λαό. Αυτή η διαπίστωση θα πρέπει να οδηγεί τους δικαστές, κατά την εν θέματι άποψη, σε αυτoπεριορισμό (judicial restraint) κατά την επίλυση διαφορών, κάτι που επιτυγχ
άνεται, μεταξύ άλλων, και μέσω της απαίτησης συνδρομής εννόμου συμ
Σελ. 382 φέροντος, η οποία περιορίζει το ρόλο των δικαστών στην επίλυση πραγματικών διαφορών. Βέβαια, αξίζει να τονιστεί ότι η Δικαστική Εξουσία δεν είναι το μόνο μη πλειοψηφικό στοιχείο του Συντάγματος, το οποίο, άλλωστε, δεν εγκαθιδρύει άμεση δημοκρατία (democracy) αλλά αντιπροσωπευτική δημοκρατία (republic). Παράλληλα, δεν προκύπτει με σαφήνεια από ιστορικά στοιχεία ότι μέσω της χρήσης των λέξεων «cases» και «controversies» οι συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος (Founding Fathers) απέβλεπαν στην περιχαράκωση της Δικαστικής Εξουσίας, τη στιγμή, μάλιστα, που, κατά τη θέσπισή του, ως δικαστήρια νοούντο τα Αγγλικά δικαστήρια του κοινοδικαίου (common law), τα οποία δεν δίσταζαν να προβούν, διά των αποφάσεών τους, στη θέσπιση κανόνων δικαίου (law-making).

Τέλος, υποστηρίζεται η θέση ότι το έννομο συμφέρον σχετίζεται με το συζητητικό σύστημα (adversary system) που ισχύει στις ΗΠΑ για τη διεξαγωγή της δίκης, το οποίο εκκινεί από την υπόθεση ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η λήψη μιας πλήρως εμπεριστατωμένης δικαστικής απόφασης είναι η στήριξη στα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνουν και προσκομίζουν τα διάδικα μέρη, καθώς και στους ισχυρισμούς των τελευταίων. Η απαίτηση οι διάδικοι να έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για την έκβαση της υπόθεσης τους παρέχει επαρκές κίνητρο να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία στο δικαστήριο προκειμένου αυτό να επιλύσει αρμοδίως την τιθέμενη ενώπιόν του διαφορά. Η συγκεκριμένη θέση αποδυναμώνεται από τη διαπίστωση ότι, συχνά, οι διάδικοι αφορμώνται από καθαρά ιδεολογικά κίνητρα, όπως στην περίπτωση της προσφυγής περιβαλλοντικών οργανώσεων στη δικαιοσύνη.

ΙΙ. Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις στο πεδίο του εννόμου συμφέροντος και η επίδρασή τους στις περιβαλλοντικές διαφορές
Όπως σημειώθηκε ακροθιγώς παραπάνω, δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν συμβάλει στην περαιτέρω αυστηροποίηση των προϋποθέσεων συνδρομής εννόμου συμφέροντος. Πρόκειται για τις αποφάσεις Spokeo, Inc. v. Robins (2016) και TransUnion LLC v. Ramirez (2021), με τη δεύτερη να αποτυπώνει τα σημερινά δεδομένα στον τομέα αυτό. Ενδελεχής παρουσίαση των εν λόγω αποφάσεων υπερβαίνει τους σκοπούς του παρόντος. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν οι εξής επισημάνσεις, προκειμένου να διαφανεί και η σύνδεση της συγκεκριμένης νομολογίας με το περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον.
Κατ’ αρχάς, αμφότερες οι αποφάσεις εστιάζουν στο στοιχείο της συνδρομής συγκεκριμένης βλάβης (concreteness) για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση TransUnion LLC v. Ramirez φαίνεται να εγκαθιδρύει πλέον ένα ιστορικό/παραδοσιακό τεστ για τη διαπίστωση της συνδρομής συγκεκριμένης βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος δικαστική προστασία. Πιο αναλυτικά, προκειμένου να θεμελιωθεί το στοιχείο του συγκεκριμένου (concreteness), το Δικαστήριο απαιτεί την επίκληση και απόδειξη βλάβης η οποία να παρουσιάζει στενή σύνδεση με μια βλάβη που αναγνωρίζεται ιστορικά/παραδοσιακά από τα δικαστήρια του κοινοδικαίου (common law). Πρόκειται για την απαίτηση εύρεσης μιας αναλογίας μεταξύ της επικαλούμενης από τον αιτούντα βλάβης και βλαβών που ιστορικά/παραδοσιακά αναγνωρίζουν τα δικαστήρια ως δικαστικά επανορθώσιμες (historical or common law analogue). Πρακτικά, η εν λόγω απαίτηση σημαίνει ότι ο διάδικος, προκειμένου να αποδείξει τη συνδρομή συγκεκριμένης βλάβης, οφείλει να εντοπίσει στο κοινοδίκαιο (common law), κυρίως στο δίκαιο των αδικοπραξιών (torts), λόγω της φύσης του ζητήματος, μια ανάλογη βλάβη (π.χ. η περίπτωση της βλάβης που προκαλείται λόγω δυσφήμισης, που συνιστά αδικοπραξία του κοινοδικαίου) που τα δικαστήρια ιστορικά αποκαθιστούν.
Αυτού του είδους η έρευνα, που δείχνει να απαιτεί πλέον το Δικαστήριο, εγείρει έντονο προβληματισμό στο πεδίο του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος. Πρώτον, μπορεί καμία από τις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις να μην εξεδόθη στο πλαίσιο περιβαλλοντικής διαφοράς,
Σελ. 383εντούτοις, το Δικαστήριο επιστράτευσε, προς ενίσχυση του συλλογισμού του, ορισμένα παραδείγματα και obiter dicta, τα οποία είναι παρμένα από το δίκαιο περιβάλλοντος, μια ένδειξη ότι ο παρών δικαστικός σχηματισμός δεν θα δίσταζε να εφαρμόσει το δικαστικό αυτό προηγούμενο και σε περιβαλλοντικές διαφορές.
Δεύτερον, και σε άρρηκτη σύνδεση με την αμέσως προηγούμενη παρατήρηση, αυτού του είδους το τεστ, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, έρχεται σε ευθεία ρήξη με τη φύση του δικαίου περιβάλλοντος, το οποίο είναι νεότερος κλάδος του δικαίου σε σχέση, λόγου χάριν, με τις αδικοπραξίες, από όπου φαίνεται να αντλούνται οι περισσότερες αναλογίες, και, ειδικότερα, των περιβαλλοντικών βλαβών, οι οποίες, με τη σειρά τους, αποτελούν προβλήματα της σύγχρονης εποχής και του μέλλοντος. Μάλιστα, η τάση αυτή εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια του σημερινού (άκρως συντηρητικού) Δικαστηρίου να πραγματοποιήσει μια στροφή προς το παρελθόν, όπως αναδεικνύει η υιοθέτηση ιστορικών τεστ και σε άλλα είδη υποθέσεων, όπως, πρόσφατα, οι περιπτώσεις των αμβλώσεων, της θρησκευτικής ελευθερίας και της οπλοκατοχής.

Τρίτον, μολονότι το Δικαστήριο δεν απαιτεί ένα ακριβές αντίγραφο (exact duplicate) βλάβης προκειμένου να αναγνωρίσει τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος, δεν παύει να απαιτεί «φαντασία» εκ μέρους των διαδίκων, συνδέοντας, έτσι, την παροχή δικαστικής προστασίας με ένα εντελώς ασαφές κριτήριο. Με άλλα λόγια, κρίνεται ότι το εν λόγω ιστορικό (και «πρεσβυωπικό») τεστ οδηγεί τους διαδίκους σε μια άσκηση στη ματαιότητα (exercise in futility) σε διαφορές περιβαλλοντικού δικαίου, με ορατή συνέπεια τον περιορισμό των περιπτώσεων που το δικαστήριο θα υπεισέρχεται πλέον στην ουσία (merits) της υπόθεσης.
Τέταρτον, με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία απαιτεί την εύρεση μίας αναλογίας με βλάβες του κοινοδικαίου (common law), χωρίς ιδιαίτερες διευκρινίσεις συναφώς, «φαντασία» καλούνται να επιδείξουν, όχι μόνο οι διάδικοι, αλλά και τα κατώτερα δικαστήρια ως προς τον τρόπο εφαρμογής του εν λόγω τεστ. Αυτή η έλλειψη σαφήνειας αναμένεται να δυσκολέψει αρκετά τα πρωτοδικεία και τα εφετεία κατά την εφαρμογή του εν θέματι δικαστικού προηγουμένου (precedent), γεγονός που το καθιστά εξ αρχής δυσεφάρμοστο (unworkable), ιδία δε κατά το μέτρο που τα τελευταία δεν διαθέτουν ούτε εξίσου (ευρέα) χρονικά περιθώρια με το Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση των αποφάσεών τους ούτε, όμως, και την πολυτέλεια να διαμορφώνουν τα ίδια το πινάκιό τους (docket).

Πέμπτον, η διευκρίνιση στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην απόφαση TransUnion LLC v. Ramirez αναφορικά με το ρόλο του Κογκρέσου στο πεδίο του εννόμου συμφέροντος είναι, επίσης, ανησυχητική. Από τη στιγμή που η αναγωγή εκ μέρους του Κογκρέσου μιας παραβίασης ως ικανής να θεμελιώσει έννομο συμφέρον δεν έχει παρά μόνο διδακτικό (instructive) χαρακτήρα και, άρα, δεν ασκεί επίδραση στην αξιολόγηση του Δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος, γίνεται σαφές ότι τον καθοριστικό ρόλο έχει η (σημειωτέον, διορισθείσα) Δικαστική Εξουσία, με τη (σημειωτέον, εκλεγείσα από το λαό) Νομοθετική Εξουσία να αδυνατεί, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, να προβλέψει νομοθετικά περιπτώσεις παροχής έννομης προστασίας ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένης βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος.

Έκτον και τελευταίο, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί μια επικείμενη βλάβη να θεμελιώσει έννομο συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός σχηματισμός προέβη σε μία ακόμα δυσοίωνη για το περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον διάκριση και, συγκεκριμένα, αυτή μεταξύ μιας πραγματικής βλάβης η οποία έχει μεν επισυμβεί αλλά η έκτασή της δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί (not yet quantifiable), όπως μπορεί να συμβεί, λόγου χάριν, στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμισης, και του απλού κινδύνου
Σελ. 384μελλοντικής βλάβης (mere risk of future harm). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η οποία είναι συχνό να συντρέχει στις περιβαλλοντικές διαφορές, που μεταξύ άλλων, αποσκοπούν στην αποφυγή/πρόληψη πρόκλησης βλάβης στο περιβάλλον, το Δικαστήριο είναι ακόμα πιο διστακτικό ως προς την αναγνώριση εννόμου συμφέροντος. Πάντως, δέον να τονιστεί ότι πάντοτε συνεκτιμάται το είδος της έννομης προστασίας που ζητείται (π.χ. αποζημίωση ή ασφαλιστικά μέτρα) .
ΙII. Η πορεία του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος στη Θεωρία και τη Νομολογία: η πτώση του standing for the public
Ήταν, όμως, τα πράγματα πάντοτε έτσι; Ή αυτή η οιονεί δαιμονοποίηση του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι πρόσφατη εξέλιξη και, αν ναι, πώς εξηγείται;
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, διαπιστώνουμε ότι, κατά την ίδρυση των ΗΠΑ δεν υπήρχε η απαίτηση να αποδεικνύουν οι διάδικοι τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος. Όπως έχουν σημειώσει πολλοί μελετητές, οι θεμελιωτές του αμερικανικού Συντάγματος δεν συμπεριέλαβαν τίποτα στο συνταγματικό κείμενο που να δείχνει ότι ήθελαν να περιορίσουν τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Στην πραγματικότητα, η μόνη έμμεση αναφορά στο έννομο συμφέρον στο πλαίσιο της Συντακτικής Συνέλευσης έγινε από τον James Madison, οποίος διακήρυξε ότι τα θέματα που επιβλέπονται από τους δικαστές πρέπει «να περιορίζονται σε υποθέσεις δικαστικού χαρακτήρα». Φυσικά, αυτό δεν σήμαινε ότι ο καθένας μπορούσε να προσφύγει στη δικαιοσύνη για το οτιδήποτε ή για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου. Το Άρθρο ΙΙΙ του αμερικανικού Συντάγματος, ως ελέχθη ήδη, προβλέπει ότι η Δικαστική Εξουσία αναλαμβάνει την επίλυση πραγματικών διαφορών (cases και controversies). Βάσει αυτής της διατύπωσης, απαιτείται, προφανώς, για την αναζήτηση έννομης προστασίας να υφίσταται μια νομική βάση (cause of action), την οποία, κατά κανόνα, παρέχει είτε ο νομοθέτης είτε το κοινοδίκαιο (common law).
Καθώς προχωρούσε ο δέκατος ένατος αιώνας, τα δικαστήρια διαφωνούσαν ως προς το μέσο διά του οποίου οι πολίτες ηδύναντο να επιδιώξουν δικαστικά το σεβασμό ενός δημοσίου δικαιώματος (π.χ. δια αιτήσεων προσωρινής προστασίας, writs of mandamus κ.λπ.). Σε γενικές, όμως, γραμμές η υπεράσπιση, εκ μέρους ιδιωτών, του δημοσίου συμφέροντος στην εκτέλεση των δημοσίων υποχρεώσεων ήταν βασικό γνώρισμα του αμερικανικού δικαστικού συστήματος. Δεν υπήρχε η απαίτηση επίκλησης εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος. Το ίδιο ίσχυε σε αρκετές περιπτώσεις όπου ιδιώτες, υπερασπιζόμενοι το δημόσιο συμφέρον (standing for the public), προσέφευγαν εναντίον άλλων ιδιωτών. Μάλιστα, το 1875 το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε πανηγυρικά το ευρύ αυτό δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη προς εκπροσώπηση του δημοσίου συμφέροντος.

Έπρεπε να περάσουν αρκετές ακόμα δεκαετίες κατά τον εικοστό πλέον αιώνα προτού τα δικαστήρια αρχίσουν να απαιτούν από τους πολίτες τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος για την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, παρατηρούμε την εμφάνιση του σύγχρονου διοικητικού κράτους, τη διά νόμου επαναφορά της δικαιοδοσίας επίλυσης ομοσπονδιακής φύσεως ζητημάτων, η οποία αύξησε κατά πολύ το φόρτο των ομοσπονδιακών δικαστηρίων, καθώς και την άνοδο ενός φιλελευθερισμού ιδιωτικών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο του οποίου ακτιβιστές προσφεύγουν ολοένα και συχνότερα στη δικαιοσύνη. Ως γενέθλια χρονολογία του εννόμου συμφέροντος αναφέρεται το έτος 1923 και η απόφαση Frothingham v. Mellon (1923), κατ’ άλλους δε το έτος 1922 και η απόφαση Fairchild v. Hughes (1922).

Σελ. 385 Είναι γεγονός ότι καμία από τις εν λόγω αποφάσεις δεν χρησιμοποίησε τον όρο «έννομο συμφέρον» ούτε παρέπεμψε σε κάποιο δικαστικό προηγούμενο προς στήριξη του συλλογισμού και των συμπερασμάτων της. Μολαταύτα, κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, το Δικαστήριο βασίστηκε στα δικαστικά αυτά προηγούμενα προκειμένου να αναπτύξει τα θεμέλια του σύγχρονου εννόμου συμφέροντος. Φιλελεύθεροι ανώτατοι δικαστές, όπως οι Louis D. Brandeis και Felix Frankfurter, ανέπτυξαν τη θεωρία περί ανάγκης συνδρομής εννόμου συμφέροντος, προκειμένου να αποκλείσουν την προσφυγή πολιτών στη δικαιοσύνη οι οποίοι απέβλεπαν στην ανατροπή του πολιτικού προγράμματος της Εκτελεστικής Εξουσίας, προστατεύοντας, παράλληλα, και το ίδιο το Δικαστήριο από την εμπλοκή σε πολιτικής φύσεως ζητήματα και την ενδεχόμενη αντιπαράθεση με τις άλλες δυο Εξουσίες.

Η πρώτη απόφαση που αναφέρθηκε ρητά στην έννοια «έννομο συμφέρον» ως προϋπόθεση και περιορισμό υπό το Άρθρο ΙΙΙ του Συντάγματος εκδόθηκε το έτος 1944 και το Δικαστήριο δεν το ανέφερε ξανά παρά μόνο το έτος 1952. Το έτος αυτό, ο Felix Frankfurter έγραψε ότι το Άρθρο ΙΙΙ θέτει δύο (ομολογουμένως αφηρημένες) προϋποθέσεις για τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος: (1) το ενδιαφέρον του αιτούντος δικαστική προστασία για το ένδικο ζήτημα πρέπει να είναι μείζονος σημασίας (of material significance) και (2) το ενδιαφέρον αυτό πρέπει να διαφέρει από αυτό των συμπολιτών του (differentiated from the mass of his fellow citizens). Αυτές οι δύο προϋποθέσεις δεν είναι εξίσου απαιτητικές με τη σύγχρονη απαίτηση συνδρομής πραγματικής βλάβης (injury in fact), όρος που για πρώτη φορά απαντάται το έτος 1958. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν απαιτείτο οπωσδήποτε η συνδρομή βλάβης, πραγματικής ή επικείμενης. Οι απαιτήσεις αυτές, εν συνεχεία, κωδικοποιήθηκαν στην (τότε) ενότητα 10 της Administrative Procedure Act (APA), η οποία θεσπίστηκε το έτος 1946 και διέπει την οργάνωση και λειτουργία, καθώς και, ως ένα βαθμό, το δικαστικό έλεγχο των πράξεων του διοικητικού κράτους στις ΗΠΑ σε επίπεδο ομοσπονδιακό.
Η κομβική δεκαετία για την εμφάνιση της σύγχρονης θεωρίας για το έννομο συμφέρον ήταν από τα μέσα του 1960 έως τα μέσα του 1970. Η ίδια δεκαετία ήταν καθοριστική και για την εμφάνιση του νεότερου περιβαλλοντικού κινήματος και αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι, όπως και το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός εκ των πλέον σημαντικών αποφάσεων εκείνης της περιόδου στο πεδίο του εννόμου συμφέροντος ήταν περιβαλλοντικές. Αυτή η κοινή ιστορία υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο των περιβαλλοντικών διαφορών στη διαμόρφωση της σύγχρονης έννοιας του εννόμου συμφέροντος. Από τις σημειώσεις πολλών ανωτάτων δικαστών, καθώς και από άλλες πηγές, προκύπτει με σαφήνεια ότι στόχος του Δικαστηρίου την περίοδο εκείνη ήταν η φιλελευθεροποίηση της προϋπόθεσης συνδρομής βλάβης, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση περιβαλλοντικών οργανώσεων στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν έφερε τους επιδιωκόμενους καρπούς, κατά το μέτρο που, αφενός, εγκαθίδρυσε οριστικά την απαίτηση συνδρομής πραγματικής βλάβης και, αφετέρου, οδήγησε σε εξάλειψη της έννοιας του δημοσίου εννόμου συμφέροντος (standing for the public). Στην κατεύθυνση αυτή, νευραλγικό ρόλο διαδραμάτισαν οι αποφάσεις Association of Data Processing Service Organizations, Inc. v. Camp. (1969) και Barlow v. Collins (1970), οι οποίες, με τη σειρά τους, προλείαναν το έδαφος για την καθοριστική απόφαση Sierra Club v. Morton (1972). Η τελευταία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αναγνώρισε μεν τη δυνατότητα θεμελίωσης εννόμου συμφέροντος και σε περιπτώσεις συνδρομής μη υλικής (intangible) βλάβης, απαίτησε, όμως, η επικαλούμενη βλάβη να είναι συγκεκριμένη.

Το έτος 1983, ο Antonin Scalia, προτού διοριστεί ως ανώτατος δικαστής, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «The Doctrine of Standing as an Essential Element of the Separation of Powers», στο πλαίσιο του οποίου χαρακτήρισε το έννομο συμφέρον κεντρικό και άρρηκτο
Σελ. 386 στοιχείο της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, η παραγκώνιση του οποίου οδηγεί αναπόδραστα σε υπέρμετρη δικαστικοποίηση (overjudicialization). Μετά από μία περίπου δεκαετία, υπό την ιδιότητα πλέον του ανωτάτου δικαστή, ο Antonin Scalia συνέταξε τη γνώμη της πλειοψηφίας στην απόφαση Lujan v. Defenders of Wildlife (1992), η οποία, όπως έχει εμπλουτιστεί έκτοτε, ακόμα παρέχει το αυστηρότατο τεστ που εφαρμόζουν τα δικαστήρια για τη διαπίστωση συνδρομής εννόμου συμφέροντος. Το εν λόγω τεστ έχει επικριθεί σφοδρά, ως ανιστόρητο (ahistorical) και, όλως παραδόξως (δεδομένου ότι ο εμπνευστής του αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική μορφή της σχολής του originalism στις ΗΠΑ), ως μη ευρίσκον έρεισμα στο αληθές νόημα του συνταγματικού κειμένου όπως ίσχυε κατά τη θέσπισή του (anti-originalist). Σύμφωνα με τον Cass Sunstein, το επίμαχο τεστ ουδέν έρεισμα βρίσκει στο κείμενο ή την ιστορία του Άρθρου ΙΙΙ του αμερικανικού Συντάγματος. Αντιθέτως, αποτελεί δημιούργημα των ομοσπονδιακών δικαστών και δη των (τότε) προσφάτως διορισθέντων. Είναι ένα τεστ που δεν πρέπει να γίνει δεκτό από δικαστές που πιστεύουν στο αληθές νόημα του συνταγματικού κειμένου ως ίσχυε κατά τη θέσπισή του και στο δικαστικό αυτοπεριορισμό, ούτε, όμως, και από δικαστές που υιοθετούν άλλες μεθόδους ερμηνείας του Συντάγματος.

IV. Το αντίθετο παράδειγμα της Ευρώπης και το διευρυμένο περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον
1. Προκαταρκτικές επισημάνσεις
Δέον να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι στόχος της παρούσας ενότητας δεν είναι η εξαντλητική παρουσίαση των ισχυόντων στην Ευρώπη στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου. Ένα τέτοιο εγχείρημα, αφενός, θα ανέτρεπε το κέντρο βάρους της μελέτης, που εστιάζει στο περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον στις ΗΠΑ και, αφετέρου, θα ήταν τουλάχιστον ουτοπικό, καθ’ ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προβληματικής του εννόμου συμφέροντος στις περιβαλλοντικές διαφορές, έχει γνωρίσει τρομερή ανάπτυξη, τόσο λόγω της αυξημένης πρακτικής του σημασίας, αλλά και λόγω της έντονης δραστηριότητας της Ένωσης στον τομέα αυτό. Και ναι μεν ο τελευταίος ανήκει στις περιπτώσεις εκείνες συντρεχουσών ενωσιακών αρμοδιοτήτων, όμως η Ένωση έχει θεσπίσει σειρά μέτρων, οδηγώντας σε σύγκλιση τα εθνικά δίκαια, κάτι αντίστοιχο με ό, τι ακολούθησε μετέπειτα στον τομέα της ενέργειας.

Βασική επιδίωξη παρουσίασης της ευρωπαϊκής σκοπιάς είναι η ανάδειξη των αποκλίσεων που παρατηρούνται μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, από τη μία πλευρά της αμερικανικής, περιοριστικής και έτι περαιτέρω περιορίζουσας το έννομο συμφέρον στις περιβαλλοντικές διαφορές και, από την άλλη πλευρά, της ευρωπαϊκής, με την Ευρώπη να έχει λάβει, εδώ και χρόνια, ειδική μέριμνα για την πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη προς προστασία του περιβάλλοντος. Παρά, λοιπόν, την παγκοσμιότητα του προβλήματος της οικολογικής καταστροφής και της κλιματικής αλλαγής, οι δύο ήπειροι δεν φαίνεται να λειτουργούν ως «συγκοινωνούντα δοχεία», αλλά, τουναντίον, η Ευρώπη εμπλουτίζει σταθερά το οπλοστάσιό της, τη στιγμή που οι ΗΠΑ επιδεικνύουν μια αυξανόμενη εσωστρέφεια, αλλά και οπισθοδρόμηση στο πεδίο αυτό.
2. Η θέση του περιβαλλοντικού δικαίου στην Ευρώπη και, ιδίως, η Σύμβαση του Ώρχους
Το δίκαιο περιβάλλοντος κατέχει ξεχωριστή θέση ήδη στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ενώ και σε επίπεδο δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου παρατηρείται έντονη δραστηριότητα. Μείζονος, όμως, σημασίας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι η Σύμβαση του Ώρχους (Århus) (1998), καθώς με αυτή θεσπίστηκαν τρία ειδικά περιβαλλοντικά δικαιώματα των πολι
Σελ. 387 τών που ενισχύουν την περιβαλλοντική προστασία. Τα τρία αυτά δικαιώματα περιλαμβάνουν: α) το δικαίωμα πρόσβασης και συλλογής περιβαλλοντικών πληροφοριών, β) το δικαίωμα συμμετοχής του κοινού στις σχετικές με το περιβάλλον διαδικασίες λήψης αποφάσεων και γ) το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικές υποθέσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελλάδα (ν. 3422/2005) συμμετέχουν στη Σύμβαση από το έτος 2005.
Τα ειδικά περιβαλλοντικά δικαιώματα που προβλέφθηκαν στη Σύμβαση του Ώρχους ενσωματώθηκαν στην ενωσιακή έννομη τάξη, ως επί το πλείστον μέσω Οδηγιών, που αφορούν διάφορες όψεις του περιβαλλοντικού δικαίου. Μολονότι ως προς τα άρθρα 9 παράγραφος 1 και 9 παράγραφος 2 της Σύμβασης του Ώρχους σε ενωσιακό επίπεδο θεσπίστηκαν οι Οδηγίες 2003/4/ΕΚ και 2003/35/ΕΚ για την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση των πολιτών και για τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία και στη λήψη αποφάσεων με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αντίστοιχα, ως προς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικές, γενικά, υποθέσεις του άρθρου 9 παράγραφος 3 της Σύμβασης του Ώρχους σε επίπεδο ενωσιακής έννομης τάξης δεν υπάρχει κάποια «δικονομική» Οδηγία. Συνεπεία αυτής της έλλειψης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη στην Ανακοίνωση της 28.04.2017 για την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη για Περιβαλλοντικά Θέματα. Και μπορεί η ανωτέρω Ανακοίνωση να μην αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο, παρέχει, όμως, κατευθύνσεις στα κράτη-μέλη για κρίσιμα δικονομικά ζητήματα, όπως η ενεργητική νομιμοποίηση (κυρίως των οικολογικών ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα ή Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) και το εύρος του εννόμου συμφέροντος σε περιβαλλοντικές υποθέσεις.
Για λόγους πληρότητας, δέον να αναφερθεί ο κεντρικός ρόλος του δικαίου περιβάλλοντος και σε επίπεδο εθνικό. Ο ακρογωνιαίος λίθος του εθνικού περιβαλλοντικού δικαίου είναι το άρθρο 24 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο, λόγω της περιορισμένης και, κυρίως, κατακερματισμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας, αποτέλεσε την απαρχή για μία πλούσια νομολογία που είχε ως στόχο την όσο το δυνατό μεγαλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. Η σπουδαιότητα του άρθρου αυτού αυξήθηκε σημαντικά διά της αναθεώρησης του 2001, οπότε και, πλην της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος, κατοχυρώθηκε πλέον συνταγματικά και το δικαίωμα κάθε πολίτη στο περιβάλλον και την προστασία του.

3. Το περιβαλλοντικό έννομο συμφέρον
3.1. Το ευρύ έννομο συμφέρον των φυσικών προσώπων
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ, που αφορά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, η οποία κωδικοποίησε την Οδηγία 85/337/ΕΟΚ και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της
Σελ. 388 για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη τους, το ενδιαφερόμενο κοινό: α) που έχει επαρκές έννομο συμφέρον ή εναλλακτικά, β) που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το διοικητικό δικονομικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, έχει πρόσβαση σε μία διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου […]», ενώ στο ίδιο άρθρο, στην παράγραφο, 3 ορίζεται ακόμη ότι «[τ]α κράτη μέλη καθορίζουν τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό γνώμονα να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό «ευρεία» πρόσβαση στη δικαιοσύνη». Από την ανωτέρω διατύπωση της Οδηγίας γίνεται ξεκάθαρο ότι, σε ενωσιακό επίπεδο, δεν αρκεί να διασφαλίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη μόνο όταν προσβάλλεται ένα δικαίωμα ή έστω κάποιο έννομο συμφέρον, αλλά στόχος και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της Οδηγίας είναι να παρέχεται «ευρεία» πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές υποθέσεις, με την αναγνώριση ενός «ευρέος» εννόμου συμφέροντος (π.χ. Ελλάδα, Γαλλία) ή, εναλλακτικά, ενός «ευρέος» προσβληθέντος δικαιώματος (π.χ. Γερμανία, Αυστρία). Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Γώγος, «[ο] ενωσιακός νομοθέτης μερίμνησε ώστε οι ρυθμίσεις του να είναι συμβατές και με τις δύο δικονομικές παραδόσεις που επικρατούν στην Ευρώπη ως προς τη θεμελίωση δυνατότητας προσβολής διοικητικών πράξεων» .

Σε εθνικό επίπεδο, η νομολογία ιδίως του Ε’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξ αρχής αναγνώρισε την ανάγκη για ένα ευρύ έννομο συμφέρον σε υποθέσεις περιβάλλοντος λόγω, ακριβώς, της φύσεως του περιβάλλοντος ως συλλογικού αγαθού και της διαπίστωσης ότι μία επιβάρυνση του περιβάλλοντος συχνά δεν έχει μόνο αυστηρά τοπικές διαστάσεις και επιπτώσεις, αλλά μπορεί να επηρεάσει τη ζωή και την υγεία ευρύτερου κύκλου ατόμων που διαβιώνουν σε μεγαλύτερη απόσταση από την πηγή της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος. Μέσα από τη νομολογία του, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τη χρήση πλέον και του νέου άρθρου 24 του Συντάγματος (το οποίο κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα των πολιτών στο περιβάλλον), υπογράμμισε ότι το έννομο συμφέρον στην περιβαλλοντική δίκη είναι ευρύ και καταλαμβάνει τόσο αυτούς που βρίσκονται εντός του Δήμου στον οποίο προκαλείται η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, όσο και σε όμορους Δή
Σελ. 389 μους που γειτνιάζουν άμεσα, αλλά και σε Δήμους και περιοχές που μπορεί να μη γειτνιάζουν άμεσα και να βρίσκονται σε μεγάλη σχετικά απόσταση μεταξύ τους, καθώς μπορεί να υφίστανται άμεση βλάβη και, ως εκ τούτου, να έχουν έννομο συμφέρον λόγω του ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν περιορίζονται στα γεωγραφικά όρια ενός Δήμου ή μιας περιοχής. Μολαταύτα, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε καμία περίπτωση μέχρι σήμερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν φτάνει σε τέτοιο σημείο διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντος, ώστε να αναγνωρίσει την αίτηση ακύρωσης ως ένα είδος λαϊκής αγωγής (actio popularis), δηλαδή να αναγνωρίσει έννομο συμφέρον σε όποιον επικαλείται μόνο την ιδιότητα του πολίτη της Χώρας. Αντιθέτως, ο αιτών δικαστική προστασία θα πρέπει να έχει κάποια ειδικότερη ιδιότητα η οποία προσβάλλεται και, φυσικά, να την αποδείξει κατά τον προσήκοντα τρόπο.

3.2. Το ακόμα πιο ευρύ έννομο συμφέρον των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα
Μπορεί το ζήτημα της διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντος στα φυσικά πρόσωπα να μην δημιούργησε ιδιαίτερα σημαντικά προβλήματα στην (ελληνική) νομολογία, εντούτοις το έννομο συμφέρον των νομικών προσώπων, των ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα και, ειδικότερα, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος δεν ήταν εξίσου απλή υπόθεση, λόγω και της διαφορετικής προσέγγισης μεταξύ των κρατών-μελών. Επί παραδείγματι, στη Γερμανία και την Αυστρία, δύο χώρες που, όπως εκτέθηκε, ακολουθούν τη θεωρία του προστατευτικού κανόνα δικαίου (Schutznormlehre), βάσει της οποίας κάθε κανόνας δικαίου προστατεύει κάποιο δικαίωμα ενός αυστηρά οριοθετημένου κύκλου προσώπων, οπότε για την παραδεκτή προσφυγή του πολίτη στα δικαστήρια απαιτείται προσβολή δικαιώματος και όχι οποιουδήποτε εννόμου συμφέροντος, παρατηρήθηκε ότι τα δικαστήρια ήταν περισσότερο αυστηρά,
αποκλείοντας, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα προσφυγής σε τρίτα πρόσωπα.

Αντιθέτως, το ελληνικό σύστημα, που ακολουθεί το γαλλικό, δεν αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα, καθώς ως διαδικαστική προϋπόθεση για την παραδεκτή προσφυγή σε διοικητικά δικαστήρια αναγνωρίζει όχι μόνο την προσβολή δικαιώματος, αλλά και το έννομο συμφέρον, με αποτέλεσμα να θεωρεί παραδεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης τρίτων προσώπων των οποίων θίγονται απλώς έννομα συμφέροντα και όχι δικαιώματα. Άλλωστε, στην ελληνική έννομη τάξη, τα νομικά πρόσωπα αντιμετωπίζονται, εν πολλοίς, όπως τα φυσικά πρόσωπα και γίνεται δεκτό το έννομο συμφέρον τους στις περιβαλλοντικές υποθέσεις. Έτσι, ένα νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει έννομο συμφέρον όταν α) είτε είναι ιδιοκτήτης ακινήτου που γειτνιάζει με τον τόπο όπου προκαλείται η περιβαλλοντική βλάβη είτε επηρεάζεται από τις επιπτώσεις αυτής αν και δεν βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση, και β) όταν, μολονότι δεν συνδέεται χωρικά με τον τόπο όπου προκαλείται η βλάβη του περιβάλλοντος, εντούτοις στο καταστατικό του αναφέρεται ως σκοπός του εν λόγω νομικού προσώπου η προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως, κατ’ αρχήν, το έννομο συμφέρον του νομικού προσώπου δεν εξαρτάται τόσο από την γειτνίαση, δηλαδή τον τόπο της έδρας του νομικού προσώπου, όπως συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα, αλλά εξαρτάται από το ποιος είναι ο περιγραφόμενος στο καταστατικό σκοπός, ο οποίος μπορεί να είναι είτε ο πρωτεύων είτε ο δευτερεύων σκοπός, ενώ μπορεί είτε να προκύπτει άμεσα είτε να συνάγεται έμμεσα. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι στα νομικά πρόσωπα δεν απαιτούνται οι πιο αυστηρές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος για τα φυσικά πρόσωπα, με συνέπεια το έννομο συμφέρον στα νομικά πρόσωπα να διευρύνεται έτι περαιτέρω, προσεγγίζοντας, ίσως, ακόμα και τα όρια της actio popularis.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις περιβαλλοντικές υποθέσεις έχουν και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσω
Σελ. 390 πικότητα, αλλά και οι οικολογικές οργανώσεις. Στην ελληνική έννομη τάξη, οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα εξομοιώνονται, σε αρκετά σημεία, με τα νομικά πρόσωπα, τουλάχιστον σε ζητήματα περιβάλλοντος. Συνεπώς, εφόσον προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ή από τους ισχυρισμούς τους ότι είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε θέματα οικολογικής προστασίας, τότε τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσφύγουν στα δικαστήρια, ενώ το έννομο συμφέρον και αυτών εξαρτάται από τις αντίστοιχες προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται το έννομο συμφέρον των νομικών προσώπων.

Αντίστοιχα, έννομο συμφέρον αναγνωρίζεται και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), καθώς, στο βαθμό που η περιβαλλοντική βλάβη συνήθως υφίσταται στην επικράτεια κάποιου Δήμου ή Περιφέρειας, είναι εύλογο οι αντίστοιχοι ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού να μπορούν να προστατευθούν δικαστικά. Όμως, και στους ΟΤΑ διευρύνεται το έννομο συμφέρον, καθώς τα ελληνικά δικαστήρια δέχονται ότι ένας ΟΤΑ έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει περιβαλλοντική βλάβη που εντοπίζεται σε άλλον ΟΤΑ, εφόσον, πάντως, βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή και, σε κάθε περίπτωση, υφίσταται άμεση και συγκεκριμένη βλάβη. Επομένως, παρά την ευρύτητα του εννόμου συμφέροντος και για τους ΟΤΑ, δεν μπορεί κάθε ΟΤΑ της ελληνικής επικράτειας να θεμελιώσει έννομο συμφέρον σε συγκεκριμένη περιβαλλοντική δίκη.
Πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι η προαναφερθείσα Οδηγία 2011/92/ΕΕ απαιτεί να παρέχεται στο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως, όμως, ως προς τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις δημιουργεί ένα τεκμήριο επάρκειας εννόμου συμφέροντος ή τεκμήριο προσβολής δικαιώματος, ανάλογα το σύστημα που ακολουθεί η κάθε χώρα. Και ναι μεν τα κράτη-μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό της έννοιας του «ενδιαφερόμενου κοινού» και των προϋποθέσεων προσφυγής στη δικαιοσύνη, μολαταύτα η διακριτική τους αυτή ευχέρεια δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους των Οδηγιών, όπως, εν προκειμένω, με το στόχο της ευρείας πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικές υποθέσεις, αλλά και με την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Άλλωστε, υπήρξαν περιπτώσεις όπου αναγνωρίστηκε η ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον των περιβαλλοντικών οργανώσεων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα ακόμη και σε χώρες που απαιτούν την ύπαρξη προσβαλλόμενου δικαιώματος και όχι απλώς εννόμου συμφέροντος.

Τελικές σκέψεις: η ανάγκη ενός «εξ επόψεως σκοπών εξευρωπαϊσμού» των ΗΠΑ στο πεδίο του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος
Η συγκριτική επισκόπηση της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής προσέγγισης αναφορικά με το έννομο συμφέρον στις περιβαλλοντικές διαφορές δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη σημαντικού χάσματος ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και μπορεί σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, η διεύρυνση του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος που επιδιώχθηκε σε επίπεδο υπερεθνικό, να έγινε δεκτή με περισσότερες δυσκολίες, ωστόσο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει ότι η Ευρώπη πλέον διακρίνεται από την ευρεία αντίληψη του εννόμου συμφέροντος για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ, μια έννομη τάξη που από πολύ νωρίς ασπάστηκε την ιδέα του δημοσίου εννόμου συμφέροντος (standing for the public), φαίνεται να βρίσκεται σε διαρκή οπισθοχώρηση, περιορίζοντας σταδιακά όλο και περισσότερο τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν προταθεί αρκετές εναλλακτικές, οι οποίες εκτείνονται από τη νομοθετική θεμελίωση περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος για ευρύ κύκλο προσώπων έως και την κατάργηση της πρώτης συνιστώσας του εννόμου συμφέροντος, ήτοι της απαίτησης επίκλησης πραγματικής βλάβης στις περιπτώσεις περιβαλλοντικών
Σελ. 391 διαφορών. Οι εν λόγω προτάσεις έχουν ως πηγή έμπνευσης και τη μειοψηφούσα γνώμη του ανωτάτου δικαστή Harry A. Blackmun στην απόφαση Sierra Club v. Morton του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η οποία απεδείχθη, ίσως, η πλέον διορατική από τις επιμέρους γνώμες που εκφράστηκαν τότε στους κόλπους του δικαστικού σχηματισμού.
Παρά ταύτα, οι προαναφερθείσες προτάσεις απαιτούν, προκειμένου να υλοποιηθούν, την ανατροπή εκ μέρους του Δικαστηρίου της απόφασης Lujan v. Defenders of Wildlife, μια εξέλιξη που, υπό τη σημερινή σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, φαντάζει απομακρυσμένη. Για το λόγο αυτό, στις ΗΠΑ κρίνεται σκόπιμο να ακολουθηθεί, εν προκειμένω, η αντίστροφη πορεία από αυτή που ακολούθησε η Ευρώπη, όπου τα μέτρα ελήφθησαν αρχικά κεντρικά και, εν συνεχεία, ενσωματώθηκαν στις εθνικές έννομες τάξεις. Αντιθέτως, στην περίπτωση των ΗΠΑ, η πλέον ρεαλιστική λύση φαίνεται να είναι αυτή της κινητοποίησης των Πολιτειών, είτε διά της θέσπισης σχετικών νόμων είτε διά της τροποποίησης των πολιτειακών Συνταγμάτων συναφώς, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη με στόχο, βέβαια, τον ίδιο με τον επιδιωκόμενο από την Ευρώπη, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος. Υπό το βάρος της κλιματικής αλλαγής και της καλπάζουσας υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ακόμα και αν η προτεινόμενη λύση φαντάζει κατακερματισμένη, δεν παύει να είναι μια κάποια λύση σε ένα από τα φλέγοντα προβλήματα της ανθρωπότητας.