Ο κανόνας της αυτοπρόσωπης παροχής της εργασίας που κυριαρχεί στις εργασιακές σχέσεις αντανακλά στον έντονα προσωπικό χαρακτήρα των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στον εργοδότη και το προσωπικό που απασχολεί, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων. Η κατοχυρωμένη σε συνταγματικά κείμενα και σε διεθνείς συμβάσεις θρησκευτική ελευθερία που αφορά στις σχέσεις των πολιτών με το κράτος αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις δοκιμάζεται έντονα όταν παρέχεται εργασία και ιδιαίτερα όταν ο εργαζόμενος επιθυμεί να εκφραστεί θρησκευτικά μέσω συμβόλων ή με τη ενδυμασία του. Η επιθυμία αυτή, εμφορούμενη από μία ενδιάθετη εσωτερική ανάγκη ενδέχεται να δημιουργήσει κλίμα σύγκρουσης στη σχέση του εργαζόμενου με τον εργοδότη, να διαταράξει τη σχέση με τους άλλους εργαζόμενους ή ακόμη να προκαλέσει αντιδράσεις από την πλευρά των συναλλασσόμενων με την επιχείρηση. Επιπλέον, η θρησκευτική συνείδηση του εργαζομένου δεν αποκλείεται να δημιουργήσει προσκόμματα στην προσήκουσα παροχή της εργασίας, άλλοτε πρόσκαιρα και άλλοτε όχι, ικανά όμως να θέσουν εν αμφιβόλω ακόμη και την υπόσταση της εργασιακής σχέσης. Το ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα της ελευθερίας της θρησκευτικής έκφρασης των εργαζομένων έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, ενώ είναι θέμα χρόνου να απασχολήσει και τα ελληνικά δικαστήρια.